ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

του Jonathan Edwards  σε μετάφραση της Γιούλικας Κ. Masry

 

«Η αγάπη…δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής…» (Α´ Κορινθ. 13/4, 5)

 

            Στην ανάπτυξη αυτού του θέματος πρώτα θα εξετάσουμε τι είναι η ταπεινότητα της ψυχής και δεύτερον πώς το χριστιανικό πνεύμα ή το πνεύμα της αγάπης είναι ένα πνεύμα ταπεινότητας.

 

ΜΕΡΟΣ Α*

 

ΤI EINAI H TAΠΕΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Η ταπεινότητα μπορεί να οριστεί ως η συνήθεια του νου και της καρδιάς η οποία αντιστοιχεί στη σχετική μας αναξιότητα και ποταπότητα ενώπιον του Θεού, ή σε μια αίσθηση της δικής μας σχετικής αθλιότητας στα μάτια Του η οποία μας προδιαθέτει σε συμπεριφορές που την εκφράζουν. Αντιστοιχεί εν μέρει στην ιδέα—ή τη σκέψη και γνώση—που έχουμε για τον εαυτό μας, εν μέρει στη θέλησή μας, εν μέρει στην αξιολόγηση που κάνουμε του εαυτού μας και εν μέρει στην προδιάθεσή μας για ανάλογες συμπεριφορές οι οποίες εκφράζουν αυτή μας την αυτοαξιολόγηση.

           

Το πρώτο πράγμα στην ταπεινότητα της ψυχής είναι:

 

     1. – Η αίσθηση της σχετικής μας αθλιότητας. Και λέμε σχετικής γιατί η ταπεινότητα αρμόζει και σε πρόσωπα που είναι ένδοξα και εξαίρετα από πάρα πολλές απόψεις. Έτσι, οι άγιοι και οι άγγελοι στον Ουρανό διακρίνονται για την ταπεινότητά τους και ταπεινότητα είναι κι εκείνο που τους ταιριάζει, παρόλο που αυτά είναι όντα αγνά, αψεγάδιαστα και ένδοξα, τέλεια στην αγιότητά τους και υπερέχοντα στο νου και τη δύναμη. Εντούτοις, αν και είναι τόσο ένδοξα, έχουν μια σχετική μικρότητα απέναντι του Θεού, την οποία και αναγνωρίζουν: «Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; ο κατοικών εν υψηλοίς∙ ο συγκαταβαίνων διά να επιβλέπη τα εν τω ουρανώ και τα εν τη γη∙» (Ψαλ. 113/5, 6).

Έτσι, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, που είναι η πιο εξαίρετη και ένδοξη Ύπαρξη, είναι παρόλα αυτά μειλίχιος και ταπεινός στην καρδιά. Ακόμα υπερέχει όλων των όντων σε ταπεινότητα. Η ταπεινότητα είναι μία από τις έξοχες ιδιότητες του Χριστού, διότι δεν είναι μόνο Θεός αλλά και άνθρωπος και ως άνθρωπος ήταν ταπεινός. Η ταπεινότητα βέβαια δεν είναι—δεν μπορεί να είναι—ιδιότητα της θεϊκής φύσης. Πραγματικά, η φύση του Θεού αντιτίθεται πέρα για πέρα στην υπερηφάνεια, αλλά παρόλα αυτά η ταπεινότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία ιδιότητα του Θεού. Αν μπορούσε, αυτό θα συνεπαγόταν για Κείνον ατέλεια, κάτι το οποίο είναι αδύνατο με το Θεό. Ο Θεός, του οποίου η δόξα και εξοχότητα δεν γνωρίζουν όρια, δεν μπορεί να εννοηθεί ότι έχει και σχετική ποταπότητα, οπότε δεν μπορεί να είναι ταπεινός.

Η ταπεινότητα όμως είναι μια αρετή που ταιριάζει σε όλα τα νουνεχή δημιουργήματα, διότι είναι όλα απείρως μικρά και άθλια ενώπιον του Θεού, μερικά απ’ αυτά μάλιστα είναι κατά κάποιον τρόπο μικρά και άθλια και απέναντι μερικών απ’ τους συνανθρώπους τους. Η ταπεινότητα προϋποθέτει συμμόρφωση με τον κανόνα που θέτει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή για τον άνθρωπο: «Να μη φρονή υψηλότερα παρ’ ό,τι πρέπει να φρονή, αλλά να φρονή ώστε να σωφρονή, κατά το μέτρον της πίστεως το οποίον ο Θεός εμοίρασεν εις έκαστον» (12/3). Και αυτή η ταπεινότητα, ως αρετή των ανθρώπων, προϋποθέτει μια συναίσθηση εκ μέρους τους της σχετικής τους μικρότητας τόσο απέναντι του Θεού όσο και και απέναντι των συνανθρώπων τους.

Πρώτα πρώτα η ταπεινότητα συνίσταται κυρίως σε μια συναίσθηση της δικής μας αθλιότητας ενώπιον του Θεού ή μια συναίσθηση της άπειρης απόστασης που μας χωρίζει από το Θεό. Είμαστε μηδαμινά, ποταπά όντα ή ακόμα και σκουλήκια της σκόνης και πρέπει να νιώθουμε ότι δεν είμαστε τίποτε, ή και λιγότερο απ’ το τίποτε, σε σύγκριση με το Βασιλιά του Ουρανού και της γης. Τέτοια ήταν και η συναίσθηση που είχε ο Αβραάμ όταν είπε: «Ιδού, τώρα ετόλμησα να ομιλήσω προς τον Κύριόν μου, ενώ είμαι γη και σποδός» (Γέν. 18/27). Δεν υπάρχει ειλικρινής ταπεινότητα χωρίς κάποια δόση τέτοιου είδους πνεύματος. Διότι, οσοδήποτε και να γνωρίζουμε τη μηδαμινότητά μας σε σύγκριση με ορισμένους απ’ τους συνανθρώπους μας, δεν είμαστε πραγματικά ταπεινοί αν δεν την γνωρίζουμε απέναντι του Θεού.

Μερικοί έχουν ταπεινή ιδέα για τον εαυτό τους σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στις άθλιες συνθήκες της ζωής τους ή επειδή τους χαρακτηρίζει μια μελαγχολική και καταθλιπτική ψυχοσύνθεση ή σε κάποια άλλη αιτία, χωρίς όμως αυτοί να έχουν ιδέα για την άπειρη απόσταση που τους χωρίζει από το Θεό. Έτσι, παρόλο που είναι έτοιμοι να δουν τον εαυτό τους κάτω από το πρίσμα της ταπείνωσης, δεν έχουν αληθινή ταπεινότητα. Εκείνο που πάνω απόλα μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε για τον εαυτό μας είναι τι είμαστε σε σύγκριση με το Θεό ο οποίος είναι ο Δημιουργός μας κι Εκείνος εντός του Οποίου ζούμε και κινούμαστε και έχουμε ύπαρξη και ο Οποίος είναι πέρα για πέρα τέλειος στα πάντα. Αν αγνοούμε τη μηδαμινότητά μας απέναντι του Θεού, τότε λείπει ο ουσιαστικότερος παράγοντας που είναι απαραίτητος για την πραγματική ταπεινότητα.

Κατά δεύτερο λόγο η ταπεινότητα αποτελεί τη συναίσθηση της αθλιότητάς μας απέναντι των συνανθρώπων μας. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο άθλιος απέναντι του Θεού αλλά και απέναντι πλήθους άλλων όντων μιας ανώτερης τάξης στο στερέωμα, καθώς και απέναντι πολλών απ’ τους συνανθρώπους του. Και όταν αυτή η συναίσθηση της σχετικής μας αθλιότητας πηγάζει από μια ορθή συναίσθηση της αθλιότητάς μας απέναντι του Θεού, τότε ανήκει στην κατηγορία της πραγματικής ταπεινότητας. Εκείνος ο οποίος έχει μια σωστή αίσθηση και αξιολόγηση του εαυτού του απέναντι του Θεού, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και προδιατεθειμένος να έχει τα μάτια του ανοιχτά ώστε να αξιολογεί σωστά τον εαυτό του προς πάσα κατεύθυνση. Βλέποντας ποια είναι πραγματικά η θέση του απέναντι του Υψίστου, θα τον βοηθήσει να αξιολογήσει σωστά και τη θέση που κατέχει απέναντι των συνανθρώπων του. Αντίθετα, εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει τον Ύψιστο και τον Πρώτο Όντα, που είναι η πηγή όλων των όντων, δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτε σωστά. Αλλά κατά το μέτρο που έχει γνωρίσει τον Πρώτο Όντα είναι έτοιμος να οδηγηθεί στη γνώση και άλλων πραγμάτων, περιλαμβανομένης και της γνώσης του εαυτού του σε σχέση με τους άλλους καθώς και της γνώσης για τη θέση την οποία κατέχει στο μέσο τους.

Όλα αυτά θα ίσχυαν και για τους ανθρώπους της προ της Πτώσης εποχής και θα ήταν σωστά κι αληθινά και για μας αν οι πατέρες μας δεν είχαν περαιτέρω επιβαρύνει τον άνθρωπο με τις συνέπειες της Πτώσης η οποία ενέπλεξε και αυτούς και όλους τους απογόνους τους στην αμαρτία. Συνεπώς, για το μετά την Πτώση άνθρωπο η ταπεινότητα συνεπάγεται μια αθλιότητα πολλαπλάσια της προηγούμενης, τόσο ενώπιον του Θεού όσο και ενώπιον των ανθρώπων. Η φυσική αθλιότητα του ανθρώπου απέναντι του Θεού έγκειται στην ασύγκριτα κατώτερη θέση του αναφορικά με την τελειότητα και στην ιδιότητα του Θεού, ως απείρως ανώτερου Όντος, να υπερέχει σε δύναμη, εξουσία, σοφία, μεγαλειότητα κλπ. Και ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος γνωρίζει το μικρότατο βαθμό της δικής του γνώσης, το μέγιστο βαθμό της αγνοίας του και τον κατελάχιστο βαθμό της αντίληψης την οποία έχει—σε σύγκριση με το Θεό. Με άλλα λόγια είναι ενήμερος της αδυναμίας του, γνωρίζει πόσο απειροελάχιστη είναι η δική του δύναμη και πόσα λίγα είναι σε θέση να κάνει. Συναισθάνεται τη φυσική του απόσταση από το Θεό, την εξάρτησή του από Κείνον και την ανεπάρκεια της δικής του δύναμης και σοφίας. Γνωρίζει το γεγονός ότι είναι με τη δύναμη του Θεού που συντηρείται, φροντίζονται οι ανάγκες του, καθώς και ότι χρειάζεται τη σοφία του Θεού να τον ικανώσει για να κάνει ό,τι θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος για τον εαυτό του. Συναισθάνεται την υποταγή του στο Θεό και συναισθάνεται επίσης και το γεγονός ότι το έξοχο του Θεού έγκειται στην εξουσία Του η οποία Τον αναδεικνύει σε κυρίαρχο Κύριο και Βασιλιά των πάντων.

Σ’ αυτή την εξουσία ο άνθρωπος δέχεται να κλίνει το γόνυ διότι νιώθει ότι είναι αρμόζον σ’ αυτόν να υποτάσσεται στο Θείο Θέλημα και να δίνει το προβάδισμα στο Θεό στα πάντα. Την αίσθηση αυτής της σχετικής κατωτερότητάς του ο άνθρωπος την είχε και προ της Πτώσης. Ήταν και τότε μηδαμινός και παρακατιανός απέναντι του Θεού. Η φυσική του όμως παρακατιανή ιδιότητα έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη μετά την Πτώση, διότι η ηθική εξαθλίωση της φύσης του έχει εξαιρετικά εξασθενίσει τις φυσικές του ικανότητες, καίτοι δεν τις έχει τελείως εξαλείψει.

Ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος μετά την Πτώση έχει επίσης τη συναίσθηση της ηθικής του μικροπρέπειας και ποταπότητας η οποία συνίσταται στην αμαρτωλότητά του. Η φυσική του μηδαμινότητα είναι η μικρότητά του ως δημιουργήματος, ενώ η ηθική του μηδαμινότητα είναι η ποταπότητα και ακαθαρσία του ως αμαρτωλού. Πριν την Πτώση ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά μακριά από το Θεό ως προς τις φυσικές του ικανότητες και ιδιότητες. Μετά την Πτώση ο άνθρωπος είναι εξαιρετικά απομακρυσμένος από το Θεό και εξαιτίας της αμαρτωλότητας και ακαθαρσίας του. Ένας πραγματικά ταπεινός άνθρωπος έχει μέχρις ενός σημείου επίγνωση της μηδαμινότητάς του ως προς αυτό και διακρίνει πόσο υπερβολικά μολυσμένος είναι απέναντι ενός άπειρα Άγιου Θεού, ενώπιον του οποίου ακόμα και οι Ουρανοί δεν είναι καθαροί. Βλέπει πόσο αγνός είναι ο Θεός και πόσο ακάθαρτος και αποκρουστικός είναι ο ίδιος ενώπιόν Του.

Όταν ο Ησαΐας αντίκρισε τη Δόξα του Θεού, αυτή τη συναίσθηση είχε και αναφώνησε: «Ω, τάλας εγώ! Διότι εχάθην∙ επειδή είμαι άνθρωπος ακαθάρτων χειλέων, και κατοικώ εν μέσω λαού ακαθάρτων χειλέων∙ επειδή οι οφθαλμοί μου είδον τον Βασιλέα, τον Κύριον των δυνάμεων» (Ησα. 6/5). Και τα λόγια του Δαβίδ στην ίδια συντριβή και μεταμέλεια καρδιάς εστιάζονται όταν μας λένε: «Θυσίαι του Θεού είναι πνεύμα συντετριμμένον∙ καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις κατραφρονήσει» (Ψαλ. 51/17). Παρόμοια, αυτή την ταπεινότητα φαίνεται να έχει επίσης υπόψη και η παρακάτω δήλωση του Ησαΐα: «Διότι ούτω λέγει ο Ύπατος και ο Υπέρτατος, ο κατοικών την αιωνιότητα, του οποίου το όνομα είναι Ο Άγιος∙ Εγώ κατοικώ εν υψηλοίς, και εν αγίω τόπω∙ και μετά του συντετριμμένου την καρδίαν, και του ταπεινού το πνεύμα, διά να ζωοποιώ το πνεύμα των ταπεινών, και να ζωοποιώ την καρδίαν των συντετριμμένων» (Ησα. 57/15). Τέλος, σ’αυτή τη διττή ταπεινότητα του πνεύματος (αφενός τη μηδαμινότητά μας και εφετέρου την ηθική μας ποταπότητα ενώπιον του Θεού) αναφέρεται στην επί του Όρους Ομιλία Του και ο Σωτήρας Χριστός όταν λέει: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι∙ διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5/3).

Ωστόσο, προκειμένου να υπαρξει αυτή η συναίσθηση μηδαμινότητας και αναξιότητας που κλείνει μέσα της η έννοια της ταπεινότητας δεν αρκεί απλά να γνωρίζουμε το Θεό και τη Μεγαλοσύνη Του—χωρίς την οποία δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας—αλλά πρέπει επίσης να γνωρίσουμε και το έξοχο της φύσης Του, καθώς και την αγάπη Του. Τα αντιστρατευόμενα το Θεό πνεύματα στον Ουρανό γνωρίζουν άμεσα τη μεγαλειότητα του Θεού, την παντοδυναμία Του, τη σοφία Του, κλπ. Ο Θεός τα ευαισθητοποιεί ως προς αυτό τόσο μέσ’ απ’ τα έργα Του, τα οποία είναι φανερά, όσο και μέσ’ απ’ τα πάθη τα οποία τους επιβάλλει, οπότε καταλήγουν να Τον γνωρίσουν μέσ’ απ’ τα δεινά τους. Οσοδήποτε απρόθυμα και να δέχονται αυτή τη γνώση, ο Θεός τους δείχνει πόσο υπεράνω τους είναι τώρα, καθώς και πώς αυτό είναι κάτι το οποίο θα νιώσουν ακόμα περισσότερο κατά και μετά την Κρίση. Εκείνα όμως δεν έχουν καμία ταπεινότητα, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουν, γιατί ενώ βλέπουν και αισθάνονται τη μεγαλοσύνη του Θεού, δεν μπορούν να δουν τίποτε από το Θαυμάσιό Του.

Χωρίς όμως αυτό δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ταπεινότητα, γιατί το δημιούργημα, εκτός από τη μηδαμινότητά του απέναντι του Θεού ως προς τη Μεγαλοσύνη, δεν θα νιώθει και την μικρότητά του απέναντι στο Θαυμάσιο του Θεού και την Αγάπη Του. Μεταξύ των λυτρωμένων πνευμάτων που ζουν στον Ουρανό οι άγγελοι τα βλέπουν και τα δύο αυτά, δηλαδή όχι μόνο πόσο ανώτερος από κείνα είναι ο Θεός αλλά και πόσο περισσότερο Θαυμάσιος. Αλλά, παρόλο που εκείνοι δεν έχουν τέτοια μόλυνση και ακαθαρσία, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, εντούτοις, όπως αναφέρει και ο Ιώβ, σε σύγκριση με το Θεό «οι ουρανοί δεν είναι καθαροί εις τους οφθαλμούς αυτού» και «εν τοις αγγέλοις αυτού βλέπει ελάττωμα» (15/15 & 4/18).

Από μια τέτοια αίσθηση της σχετικής τους αθλιότητας οι άνθρωποι οδηγούνται στη συνειδητοποίηση της αναξιότητάς τους να λάβουν το έλεος και τη Χάρη του Θεού. Αυτή τη συνειδητοποίηση εξέφρασε ο Ιακώβ όταν είπε: «πολύ μικρός είμαι ως προς πάντα τα ελέη και πάσαν την αλήθειαν τα οποία έκαμες εις τον δούλόν σου» (Γέν. 32/10). Το ίδιο και ο Δαβίδ όταν αναφώνησε: «τις είμαι εγώ, Κύριε Θεέ; και τις ο οίκος μου ώστε με έφερες μέχρι τούτου;» (Β´ Σαμ. 7/18). Αυτή την αίσθηση έχουν και όλοι όσοι έχουν ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού. Επειδή όμως η ταπείνωση συνίσταται σε μια αίσθηση της δικής μας σχετικής ποταπότητας, γιαυτό απαιτείται κι ένα άλλο συμπλήρωμα: Η διάθεση ν’ ακολουθήσουμε μια ορισμένη συμπεριφορά.

 

Μετά την επίγνωση του τι είναι η ταπεινότητα έρχεται μια δεύτερη προϋπόθεση:

 

2. – Η ετοιμότητά μας ν’ ακολουθήσουμε μια συμπεριφορά αντίστοιχη της συναίσθησης της ταπεινότητας. Χωρίς αυτή τη συνοδευτική συμπεριφορά δεν υπάρχει αληθινή ταπείνωση. Αν γινόταν να φωτιστεί ο νους μας έτσι ώστε να δούμε τη δική μας ποταπότητα χωρίς συγχρόνως να συμμορφώνεται μ’ αυτήν και η διάθεση της θέλησης της ψυχής μας, αλλά μάλλον να οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση, τότε δεν θα υπήρχε καν ταπείνωση. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο σατανάς και τα καταραμένα πνεύματα βλέπουν αρκετά πράγματα από τη σχετική τους μηδαμινότητα ενώπιον του Θεού. Γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι ασύγκριτα ανώτερός τους σε Δύναμη, Γνώση και Μεγαλειότητα. Και όμως, επειδή δεν γνωρίζουν το Θαυμάσιο και την Αγάπη Του, η θέληση και διάθεσή τους επ’ ουδενί λόγω συμμορφώνεται με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η ποτατότητά τους, οπότε δεν έχουν ίχνος ταπείνωσης αλλά είναι γεμάτα αλαζονεία. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι θα εξετάσω το καθετί στην ανθρώπινη συμπεριφορά το οποίο πηγάζει από τη σωστή αίσθηση που έχουμε για τη δική μας ποταπότητα και συνεπώς μας προδιαθέτουν για ταπεινότητα (γιατί κάτι τέτοιο θα περιλάμβανε την όλη μας στάση απέναντι Θεού και ανθρώπων), θα αναφερθώ ωστόσο σε μερικά πράγματα που αξίζει τον κόπο να υπογραμμιστούν, τόσο στη σχέση μας με το Θεό όσο και στη σχέση μας με τους ανθρώπους.

Και πρώτα πρώτα ας σταθούμε στο τι ακριβώς το πνεύμα της ταπεινότητας προδιαθέτει τον άνθρωπο να κάνει: Ελεύθερα και με όλη την καρδιά του να  αναγνωρίσει τη μηδαμινότητα και αθλιότητά του ενώπιον του Θεού. Βλέπει πόσο σωστό και πρέπον είναι να το κάνει αυτό και το κάνει θεληματικά και μάλιστα με ευχαρίστηση. Ομολογεί ελεύθερα τη μικρότητα και αθλιότητά του και συνειδητοποιεί ότι είναι ανάξιος του ελέους του Θεού και το μόνο που του αξίζει είναι η δυστυχία και η μιζέρια του. Αυτή είναι η προδιάθεση της ταπεινής ψυχής, να γονατίζει ενώπιον του Θεού και να κατεβάζει τον εαυτό της ως το έδαφος στην Παρουσία Του.

Επίσης η ταπεινότητα προδιαθέτει τον άνθρωπο να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά να εξαρτάται πλήρως από το Θεό. Ο υπερήφανος άνθρωπος που έχει μεγάλη ιδέα για τη σοφία, δύναμη ή δικαιοσύνη του έχει μόνο αυτοπεποίθηση. Οι ταπεινοί όμως δεν εμπιστεύονται τους εαυτούς τους ή την αυτάρκειά τους αλλά τα αμφισβητούν. Η προδιάθεσή τους είναι να εμπιστεύονται το Θεό και με χαρά και ευχαρίστηση να εναποθέτουν τον εαυτό τους πλήρως στα χέρια Του ως καταφύγιο, δικαιοσύνη και δύναμή τους.

Πέρα απ’ αυτό ο ταπεινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος ν’ απαρνηθεί κάθε επιβράβευση για τα αγαθά που έχει ή τα καλά που κάνει και να δώσει όλη τη δόξα στο Θεό. Αν υπάρχει δηλαδή κάτι το καλό μεταξύ εκείνων τα οποία αυτός έχει ή κάνει, δεν τον χαρακτηρίζει η τάση να παινεύεται γι’ αυτά ενώπιον του Θεού, αλλά τα αποδίδει όλα στον Κύριο. «Μη εις ημάς, Κύριε, μη εις ημάς», λέει ο ψαλμωδός, «αλλά εις το όνομά σου δος δόξαν, διά το έλεός σου, διά την αλήθειάν σου» (115/1). Αυτή είναι η τάση του ταπεινού ανθρώπου: Nα υποτάσσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στο Θεό. Η καρδιά του δεν αντιστέκεται στην πλήρη και απόλυτη υποταγή του στο Θείο Θέλημα, αλλά αντίθετα τείνει προς αυτό. Θέλει να υποτάσσεται στις εντολές και τους νόμους του Θεού, γιατί τα θεωρεί σωστά και συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος, τόσο άπειρα κατώτερος του Θεού, θα πρέπει όντως να υποτάσσεται σ’ εκείνα. Ακόμα θεωρεί ότι είναι και μια τιμή η οποία ανήκει στο Θεό να κυβερνά Εκείνος τον άνθρωπο και να του δίνει ο Ίδιος τους νόμους του. Έτσι, με ευχαρίστηση δέχεται να υποταχτεί στην καθημερινή πρόνοια του Θεού και να υπακούσει με χαρά το θέλημά Του, όπως διαγράφεται μέσ’ απ’ τις εντολές Του για τον άνθρωπο.

Και αν στο σχέδιο του Θεού περιλαμβάνονται πίκρες, βάσανα και καταθλιπτικές συνθήκες, δεν παραπονείται αλλά, συνειδητοποιώντας την ποταπότητα και αναξιότητά του, αντιλαμβάνεται ότι αυτά είναι τα μόνα τα οποία αυτός δικαιούται κι ότι οι συνθήκες του είναι καλύτερες απ’ ό,τι ο ίδιος δικαιωματικά αξίζει. Έτσι, οσοδήποτε σκοτεινές και να’ναι αυτές οι θεόσταλτες συνθήκες του ανθρώπου, με την πίστη την οποία συχνά βλέπουμε να διακρίνει εκείνους που ξεχωρίζουν για τη Χάρη, είναι έτοιμος να πει μαζί με τον Ιώβ: «Και αν με θανατόνει, εγώ θέλω ελπίζει εις αυτόν» (13/15).

Δεύτερον, αφού τέτοια είναι η διάθεση του ταπεινού ανθρώπου προς το Θεό, θα συνεπάγεται και μια ανάλογη συμπεριφορά προς τους συνανθρώπους του, δηλαδή μια συμπεριφορά που θα πηγάζει απ’ τη συνειδητοποίηση της δικής του σχετικής αθλιότητας και ποταπότητας. Αυτό θα το δούμε εξετάζοντας τις συμπεριφορές εκείνες με τις οποίες η ταπεινότητα είναι ασυμβίβαστη. Και πρώτα πρώτα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ταπεινότητα αναγκαστικά αντιτίθεται στη φιλόδοξη συμπεριφορά του ατόμου απέναντι των ανθρώπων. Ο άνθρωπος που ενεργεί υπό την επίδραση του ταπεινού πνεύματος είναι ικανοποιημένος με όποια θέση ευαρεστείται ο Θεός να του δώσει μεταξύ των συνανθρώπων του και δεν είναι άπληστος για τιμές και δόξα ούτε επιδιώκει να φαίνεται ότι υπερέχει των άλλων. Ενεργεί σύμφωνα με την αρχή εκείνου που αναφέρει ο προφήτης: «Και συ ζητείς εις σεαυτόν μεγάλα; μη ζητής» (Ιερ. 45/5). Ή και σύμφωνα με την εντολή του αποστόλου Παύλου: «Μη υψηλοφρονείτε» (Ρωμ. 12/16).

Επίσης η ταπεινότητα τείνει να αποκλείει την επιδεικτική συμπεριφορά. Αν ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος τύχει να έχει κάποιο—οποιοδήποτε—προβάδισμα ή ωφέλεια, είτε κοσμικής είτε πνευματικής φύσης, που τον διαφοροποιεί από τον πλησίον του, δεν θα το επιδείξει. Αν τύχει να έχει μεγαλύτερες φυσικές ικανότητες από άλλους, δεν θα τις επιδεικνύει φανερά ή με άλλο τρόπο φροντίζει να μαθαίνουν οι άλλοι γι’ αυτή του την υπεροχή. Αν είχε μια εξαιρετική πνευματική αποκάλυψη, δεν θα επιδιώκει να την μάθουν οι άλλοι προκειμένου να τιμηθεί ο ίδιος. Ούτε θα επιδιώκει να τον εκτιμούν οι άνθρωποι ως ένα σπάνιο άγιο άνθρωπο και πιστό υπηρέτη του Θεού, γιατί η γνώμη των άλλων για το άτομό του δεν τον απασχολεί. Αν υπάρχει κάτι το οποίο κάνει καλά ή αν, παρόλες τις δυσκολίες, εκτελεί κάποιο δύσκολο καθήκον του με αυταπάρνηση, δεν το κάνει για να το δουν οι άλλοι ούτε ενδιαφέρεται αν θα το προσέξουν. Δεν συμπεριφέρεται σαν τους Φαρισαίους για τους οποίους έχει ειπωθεί ότι κάνουν «πάντα τα έργα αυτών διά να βλέπωνται υπό των ανθρώπων» (Ματθ. 23/5). Αντίθετα, αν ο άνθρωπος αυτός έχει κάνει κάτι με ειλικρινή καρδιά, του αρκεί ότι ο Ων, ο Οποίος βλέπει και τα μη φανερά, θα δει και θα επιδοκιμάσει τη συμπεριφορά του.

Πέρα απ’ αυτό η ταπεινότητα τείνει επίσης να αποκλείει την αλαζονική και προσποιητή συμπεριφορά. Όποιος ενεργεί κινούμενος από ταπεινό πνεύμα δεν σπεύδει να αναλάβει ο ίδιος υπερβολικές πρωτοβουλίες και όταν είναι μεταξύ άλλων δεν επιδιώκει να το επιδεικνύει απαιτώντας μ’ αυτό τον τρόπο να του συμπεριφερθούν με εξαιρετικό δέος και σεβασμό. Η εν γένει συμπεριφορά του δεν δείχνει ότι πιστεύει πως είναι ο καλύτερος και ο άνθρωπος που αξίζει να σέβονται όλοι ή που τη γνώμη του πρέπει οι άλλοι να εκζητούν και να υπακούν. Δεν εμφανίζεται σαν κάποιος μπρος στον οποίο οι άλλοι πρέπει να σκύβουν το κεφάλι και να υποκλίνονται δίνοντάς του το προβάδισμα λες και κανείς άλλος δεν μετράει εκτός απ’ αυτόν. Δεν έχει ύφος ούτε κάνει το σπουδαίο στην καθημερινή του ομιλία ή στην εργασία του ή στην άσκηση της πίστης και λατρείας του. Δεν σπεύδει ν’ αναλάβει αυτός αρμοδιότητες που δεν του ανήκουν, σαν να είχε τη δύναμη να το κάνει, ενώ στην ουσία δεν την έχει, ή σαν να ήταν όλη η γη υπό την εξουσία του και έπρεπε να υποτάσσεται στους σκοπούς και τις προθέσεις του.

Αντίθετα, δίνει την αρμόζουσα προτεραιότητα στη γνώμη και τις προτιμήσεις των άλλων και η όλη συμπεριφορά του δίνει την εντύπωση ότι ειλικρινά ενεργεί και πράττει κατά τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου που μας συμβουλεύει να μην κάνουμε «μηδέν εξ αντιζηλίας ή κενδοξίας, αλλ’ εν ταπεινοφροσύνη, θεωρούντες αλλήλους υπερέχοντας εαυτών» (Φιλιπ. 2/3). Και όταν μιλά για τα πράγματα του Θεού, δεν έχει ούτε στο λόγο ούτε στη συμπεριφορά το ύφος εκείνου που πρωτίστως θεωρεί τον εαυτό του ως τον αγιότερο των αγίων αλλά μάλλον εκείνου που θεωρεί τον εαυτό του ό,τι και ο απόστολος Παύλος, δηλαδη τον «πλέον ελάχιστο[ς] πάντων των αγίων» (Εφεσ. 3/8).

Επιπλέον η ταπεινότητα τείνει να αποκλείει τη σκωπτική και ειρωνική συμπεριφορά. Το να υποτιμούμε και να φερόμαστε σκωπτικά στους άλλους είναι μια από τις χειρότερες και προσβλητικότερες εκδηλώσεις αλαζονείας απέναντί τους. Εκείνοι όμως που έχουν ταπεινό πνεύμα απέχουν από τέτοιες συμεριφορές. Δεν περιφρονούν με ύφος αλαζονικό και  υπεροπτικό όσους είναι σε χαμηλότερο επίπεδο από κείνους, λες και δεν άξιζαν καν να έρθουν κοντά τους ή να δικαιούνται κι αυτοί κάποιου σεβασμού. Γνωρίζουν καλά ότι δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ των ίδιων και των συνανθρώπων τους που θα δικαιολογούσε μια τέτοια συμπεριφορά. Δεν περιφρονούν σκωπτικά κάτι που λένε οι άλλοι ούτε μιλούν για τις πράξεις των άλλων κοροϊδευτικά ή συνοδεύοντάς τες με περιπαικτικά σχόλια. Ούτε επαναλαμβάνουν τα λόγια ή τις πράξεις των άλλων προκειμένου να τους περιπαίξουν.

Αντίθετα, το ταπεινό πνεύμα προδιαθέτει τον άνθρωπο να έχει μια καταδεκτική στάση απέναντι των αδυνάτων και των κατωτέρων του και να τους συμπεριφέρεται με ευγένεια και προσήνεια, γνωρίζοντας καλά ότι και ο ίδιος έχει τις ίδιες αδυναμίες, είναι εξίσου αδύναμος και άθλιος απέναντι του Θεού και ότι είναι μόνο ο Θεός που τον κάνει να διαφέρει απ’ τους άλλους και να υπερέχει. Οι πραγματικά ταπεινοί θα έχουν πάντα πνεύμα συγκατάβασης προς τους αδύνατους («μη υψηλοφρονείτε, αλλά συγκαταβαίνετε εις τους ταπεινούς»—Ρωμ. 12/16). Ακόμα κι αν είναι σημαντικά πρόσωπα και κατέχουν θέσεις δημόσιας εμπιστοσύνης και τιμής, η ταπεινότητα θα τους προδιαθέτει να φέρονται στους κατωτέρους τους με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω και όχι με υψηλόφρονο και σκωπτικό ύφος κάνοντας επίδειξη του εαυτού τους εξαιτίας της υπεροχής τους.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ταπεινότητας είναι ότι τείνει να αποκλείει πεισματικές και επίμονες συμπεριφορές. Όποιοι έχουν ταπεινό πνεύμα δεν έχουν την τάση να υψώνουν το λάβαρο της δικής τους θέλησης στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι άκαμπτοι και ανελαστικοί ούτε τείνουν να επιμένουν να υιοθετηθεί εκείνο το οποίο εκείνοι είχαν αρχικά προτείνει. Δεν κάνουν το παν προκειμένου να δυσκολέψουν μια κατάσταση, καλλιεργώντας συστηματικά την ανησυχία στους άλλους και στους εαυτούς τους. Δεν καταστρέφουν το πνεύμα της ειρήνης αν δεν περάσει το δικό τους. Δεν είναι σαν αυτούς που ο Πέτρος περιγράφει ως θρασείς και αυθάδεις («τολμηταί, αυθάδεις»—Β´ Πέτρ. 2/10), ισχυρογνώμονες και πείσμονες, επιμένοντας διαρκώς να γίνει το δικό τους και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, αντιδρώντας και ερεθίζοντας όλους τους άλλους.

Αντίθετα, η ταπεινότητα προδιαθέτει τον άνθρωπο να είναι ελαστικός με τους άλλους, πάντα έτοιμος—για χάρη της ειρήνης—να ικανοποιήσει τα αιτήματα των άλλων, να συμμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό με τις προτιμήσεις τους και να δεχτεί την κρίση τους, εφόσον δεν αντιστρατεύεται την αλήθεια και την αγιότητα. Ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος δεν είναι άκαμπτος παρά σε ένα μόνο ζήτημα: Τα πράγματα του Κυρίου και Θεού του τα οποία έχουν να κάνουν με την αλήθεια και την αρετή. Σ’ αυτά είναι άκαμπτος γιατί το απαιτεί ο Θεός και η συνείδησή του. Σε θέματα όμως μικρότερης σπουδαιότητας, τα οποία δεν έχουν να κάνουν με τις αρχές του ως πιστού ακόλουθου του Ιησού Χριστού ή τα οποία αφορούν αυστηρά προσωπικά του θέματα, υποχωρεί στη θέληση των άλλων. Και αν άλλοι φέρονται πεισματικά και παράλογα εξαιτίας του πείσματός τους, δεν αφήνει αυτό να τον προκαλέσει έτσι ώστε να φερθεί κι εκείνος απεναντί τους με την ίδια ισχυρογνωμοσύνη. Αντίθετα, ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές που εκφράζονται στο Λόγο του Θεού. «Μη εκδηκείτε εαυτούς, αγαπητοί∙ αλλά δότε τόπον τη οργή» (Ρωμ. 12/19). «Διατί μάλλον δεν αδικείσθε; διατί μάλλον δεν αποστερείσθε;» (Α´ Κοριν. 6/7). « Και εις τον θέλοντα να κριθεί μετά σου, και να λάβη τον χιτώνα σου, άφες εις αυτόν και το ιμάτιον∙ και αν σε αγγαρεύση τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο» (Ματθ. 5/40, 41).

Η ταπεινότητα θα βοηθήσει εξάλλου να αποφευχθεί η μειωτική τάση του ανθρώπου απέναντι στους ανωτέρους του. Ορισμένοι άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να μειώσουν τους ανωτέρους τους και να τους κατεβάσουν στο δικό τους επίπεδο, ενώ δεν έχουν και την τάση να ανεβάσουν τους κατωτέρους τους σε επίπεδο ίσο με το δικό τους. Όποιος όμως ενεργεί με ταπεινό πνεύμα θα αποφύγει και τα δύο αυτά άκρα. Αφενός θα είναι πρόθυμος να δεχτεί την άνοδο των άλλων κατά το μέτρο της αξίας και επιμέλειάς τους και αφετέρου θα είναι διατεθειμένος να παραδεχτεί ότι οι ανώτεροί του είναι σωστό και δίκαιο να αναγνωρίζονται και να απολαμβάνουν κάθε τιμή που τους οφείλεται. Δεν θα επιδιώκει να βάλει όλους στο ίδιο επίπεδο, γιατί γνωρίζει ότι είναι καλό να υπάρχουν διαβαθμίσεις στην κοινωνία, δηλαδή μερικοί να είναι ανώτεροι και οι κατώτεροι να υποτάσσονται σ’ αυτούς. Αυτή την εκ Θεού ρύθμιση είναι πρόθυμος να δεχτεί, και μάλιστα με ευχαρίστηση, και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του ανάλογα, συμμορφούμενος έτσι και με το Λόγο του Θεού που ορίζει: «Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα∙ εις όντινα οφείλετε τον φόρον, τον φόρον∙ εις όντινα τον δασμόν, τον δασμόν∙ εις όντινα τον φόβον, τον φόβον∙ εις όντινα την τιμήν, την τιμήν» (Ρωμ. 13/7). «Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν» (Τίτ. 3/1).

Και τέλος η ταπεινότητα τείνει να εμποδίζει τη συμπεριφορά της αυτοδικαίωσης. Εκείνος που διακατέχεται από ταπεινό πνεύμα, αν κάποτε σφάλει—όπως μπορεί όλοι κάποτε να σφάλουμε—ή αν κάπου έβλαψε τον πλησίον του ή ντρόπιασε το χριστιανικό όνομα και χαρακτήρα, θα είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει το λάθος του και να αναλάβει τις ευθύνες του γι’ αυτό. Δεν θα χρειαστεί να εξαναγκαστεί προκειμένου να παραδεχτεί κάτι τέτοιο ή προκειμένου ν’ αναγνωρίσει το φταίξιμό του. Θα έχει εσωτερικά ταπεινωθεί για το σφάλμα του και θα είναι έτοιμος να δείξει και εξωτερικά αυτή του την ταπείνωση με τον τρόπο που αναφέρει ο απόστολος όταν λέει: «Εξομολογείστε εις αλλήλους τα πταίσματά σας» (Ιάκ. 5/16).

Εκείνο που εξαιρετικά εμποδίζει τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν το λάθος τους, όταν έχουν κάνει κάποιο, είναι η περηφάνεια, γιατί η περηφάνεια τούς κάνει να ντρέπονται να κάνουν μια τέτοια ομολογία, ενώ στην ουσία η ομολογία αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή τους. Η παρουσία πνεύματος ταπεινότητας στον άνθρωπο τον ωθεί να συμμορφώνεται μ’ αυτά και να κάνει το καθήκον του με ακρίβεια και ευχαρίστηση. Όταν δε κάποιος δώσει μια χριστιανική συμβουλή σ’ ένα τέτοιο άτομο ή το ελέγξει για κάτι, η ταπεινότητα θα το προδιαθέσει να τα δεχτεί με ευγένεια αλλά και ευγνωμοσύνη. Είναι η περηφάνεια που τόσο ενοχλεί τους ανθρώπους, όταν ο πλησίον τους τους κάνει μια παρατήρηση, έτσι που συχνά δεν τη δέχονται αλλά οργίζονται και δείχνουν έντονα ένα πνεύμα πικρίας απέναντί του. Αντίθετα, η ταπεινότητα οδηγεί τον άνθρωπο όχι μόνο να ανεχτεί τέτοιες παρατηρήσεις αλλά να τις εκτιμήσει και θεωρήσει δείγματα καλοσύνης και φιλίας. «Ας με κτυπά ο δίκαιος∙ τούτο θέλει είσθαι έλεος∙ και ας με ελέγχη∙ τούτο θέλει είσθαι μύρον εξαίρετον∙ δεν θέλει βλάψει την κεφαλήν μου», λέει ο ψαλμωδός (Ψαλ. 141/5).

Έχοντας εξετάσει τη φύση της ταπεινότητας και την οδό στην οποία μας οδηγεί και από πνευματικής πλευράς και από πλευράς συμπεριφοράς—τόσο απέναντι του Θεού όσο και απέναντι των συνανθρώπων μας—απομένει να δείξουμε τις εφαρμογές του θέματος.

 

Α. – Το έξοχο του χριστιανικού πνεύματος. — Στις Παροιμίες διαβάζουμε ότι «ο δίκαιος υπερέχει του πλησίον αυτού» (12/26). ‘Ένα μεγάλο μέρος αυτής της ιδιότητας του έξοχου στον πραγματικό χριστιανό βρίσκεται στο μειλίχιο και ταπεινό πνεύμα του το οποίο τον κάνει να πλησιάζει το Σωτήρα του. Στο πνεύμα αυτό αναφέρεται ο απόστολος Πέτρος όταν μιλάει για το στολισμό του εσωτερικού ανθρώπου και τον θεωρεί ως το πολυτιμότερο στολίδι στα μάτια του Θεού: «…των οποίων ο στολισμός ας ήναι ουχί ο εξωτερικός…αλλ’ ο κρυπτός άνθρωπος της καρδίας κεκοσμημένος με την αφθαρσίαν του πράου και ησυχίου πνεύματος, το οποίον ενώπιον του Θεού είναι πολύτιμον» (Α´ Πέτρ. 3/4).

Β. – Το θέμα που μελετάμε θα πρέπει να μας οδηγήσει να εξετάσουμε τους εαυτούς μας αν πραγματικά μας χαρακτηρίζει ένα τέτοιο πνεύμα ταπείνωσης. — Ο προφήτης Αβακκούμ γράφει: «Ιδού, η ψυχή αυτού επήρθη, δεν είναι ευθεία εν αυτώ» (Αββακ. 2/4). Και ο Ιάκωβος λέει επιβεβαιωτικά αλλά και παραστατικά: «Ο Θεός εις τους υπερηφάνους αντιτάσσεται, εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν» (Ιάκ. 4/6). Το «αντιτάσσεται» είναι ένα δυνατό ρήμα. Μας φέρνει στο νου την εικόνα μάχης και αντιμαχόμενων στρατιών. Τόσο πολύ λοιπόν απεχθάνεται ο Θεός το αλαζονικό πνεύμα.

Αλλά βέβαια όχι και καθετί που φαίνεται ως ταπείνωση είναι και η ταπείνωση του ευαγγελίου. Υπάρχουν πολλές απομιμήσεις της που δεν ανταποκρίνονται στη βιβλική έννοια. Μερικοί άνθρωποι φοράνε μια ψεύτικη μάσκα ταπεινότητας. Άλλοι είναι απ’ τη φύση τους χαμηλού προφίλ ή έχουν ένα μη αντρίκιο χαρακτήρα. Άλλοι πάλι είναι καταθλιπτικοί και μελαγχολικοί ενώ άλλοι, υπό τον έλεγχο της συνείδησης—ο οποίος κάποτε τους συνθλίβει—, απλά δείχνουν συντετριμμένοι. Άλλοι δίνουν την εντύπωση μεγάλης εσωτερικής ισοπέδωσης όταν περνούν από θλίψεις και κρίσεις ή μαλακώνουν εξαιρετικά όταν πέφτει πάνω στην καρδιά τους το γνωστό διαυγές φως της πνευματικής αλήθειας. Τέλος, άλλοι διαθέτουν μια κίβδηλη ταπεινότητα την οποία έχουν σφυρηλατήσει μέσα τους οι απάτες του σατανά. Όλες αυτές τις ψευδοταπεινότητες μπορεί να τις μπερδέψει κανείς με το αληθινό πνεύμα ταπείνωσης.

Ας εξετάσουμε λοιπόν τον εαυτό μας να δούμε ποιο είναι το είδος της δικής μας ταπεινότητας—αν είναι από τις κίβδηλες ή αν είναι πραγματικά ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας. Και ας μη μείνουμε ικανοποιημένοι μέχρι να εξακριβώσουμε ότι το πνεύμα και η συμπεριφορά εκείνων που το ευαγγέλιο συγκαταλέγει με τους ταπεινούς χαρακτηρίζουν κι εμάς.

Γ. – Το θέμα που εξετάζουμε προτρέπει όσους είναι ξένοι προς τη Χάρη του Θεού να εκζητήσουν αυτή τη Χάρη, έτσι ώστε να αποκτήσουν πνεύμα ταπεινότητας. — Αν αυτός είναι και ο δικός σας χαρακτήρας, δεν έχετε χριστιανικό πνεύμα, που είναι ένα πνεύμα Χάρης, και είστε χρεοκοπημένος όσον αφορά την ταπεινότητα. Το πνεύμα σας είναι ένα πνεύμα αλαζονικό και, παρόλο που μπορεί να μη φαίνεται ότι φέρεστε με μεγάλη υπερηφάνεια προς τους συνανθρώπους σας, εντούτοις εναντιώνεστε στο Θεό με το να αρνείστε να υποτάξετε την καρδιά και τη ζωή σας σ’ Εκείνον. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτό τον τρόπο αγνοείτε ή αψηφείτε την ανώτατη αρχή που είναι ο Θεός και τολμάτε να ανταγωνίζεστε το Δημιουργό σας, παρόλο που Εκείνος είναι εξαιρετικά απειλητικός εναντίον όσων κάνουν κάτι τέτοιο. Με αλαζονεία και υπερηφάνεια περιφρονείτε την ανώτατη εξουσία του Θεού αρνούμενοι να υπακούσετε και εξακολουθώντας να συμπεριφέρεστε επαναστατικά, αρνούμενοι να δεχτείτε το θέλημά Του και να συμμορφωθείτε με τις ταπεινές προϋποθέσεις και τον τρόπο σωτηρίας μέσ’ απ’ το Χριστό. Έτσι, συνεχίζετα να εμπιστεύεστε τη δική σας δύναμη και δικαίωση αντί εκείνης που δωρεάν προσφέρει ο Σωτήρας.

Σκεφτείτε όμως ότι ένα τέτοιο πνεύμα είναι κατά έναν ειδικό τρόπο το αμαρτωλό πνεύμα των διαβόλων. «Να μη είναι νεοκατήχητος», προειδοποιεί ο Παύλος αναφορικά με τον επίσκοπο, «διά να μη υπερηφανευθή και πέση εις την καταδίκην του διαβόλου» (Α´ Τιμ. 3/6). Και προσέξτε επίσης πόσο απαίσιο και μισητό από το Θεό είναι ένα τέτοιο πνεύμα, καθώς και πόσο βαριές απειλές έχουν απαγγελθεί εναντίον του στο Λόγο Του: «Βδέλυγμα εις τον Κύριο είναι πας υψηλοκάρδιος∙ και χειρ με χείρα αν συνάπτηται, δεν θέλει μένει ατιμώρητος» (Παρ. 16/5). Ή αλλού στις Παροιμίες: «Ταύτα τα εξ μισεί ο Κύριος, επτά μάλιστα βδελύττεται η ψυχή αυτού∙ οφθαλμούς υπερηφάνους…» (6/16, 17). Ή και πάλι στις Παροιμίες: «Η υπερηφανία του ανθρώπου θέλει ταπεινώσει αυτόν∙ ο δε ταπεινόφρων απολαμβάνει τιμήν» (29/23). Στο Β´ Σαμουήλ εξάλλου διαβάζουμε: «Και θέλεις σώσει λαόν τεθλιμμένον∙ επί δε τους υπερηφάνους οι οφθαλμοί σου είναι διά να ταπεινώσης αυτούς» (22/28). Τέλος, στο όραμα του Ησαΐα σχετικά με την καταστροφή της Τύρου ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι «Ο Κύριος των δυνάμεων εβουλεύθη τούτο, διά να καταισχύνη την υπερηφανίαν πάσης δόξης, να εξευτελίση πάντα ένδοξον της γης» (23/9). Και ας μην παραβλέπουμε πόσο σκληρά τιμωρήθηκαν ο Φαραώ, ο Κορέ, ο Αμάν, ο Βαλτάσαρ και ο Ηρώδης για την υπεροψία της καρδιάς τους και τη  συμπεριφορά στην οποία τους οδήγησε. Η τύχη τους ας μας γίνει παράδειγμα προς αποφυγή κι ας βάλουμε στην καρδιά μας την αγάπη για το πνεύμα της ταπεινότητας, καθώς και την αρχή να περπατάμε χωρίς αλαζονεία ενώπιον Θεού και ανθρώπων.

Δ. – Ας παροτρύνονται όλοι να εκζητούν ειλικρινά πνεύμα ταπείνωσης και να επιδιώκουν σε κάθε συμπεριφορά τους να είναι ταπεινοί και απέναντι του Θεού και απέναντι των ανθρώπων.Ας εκζητούμε λοιπόν μια βαθιά και μόνιμη συναίσθηση της σχετικής μας αθλιότητας ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Ας γνωρίσουμε το Θεό. Ας ομολογήσουμε τη μηδαμινότητα και ερήμωσή μας ενώπιόν Του. Ας μην εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας. Ας εμπιστευόμαστε μόνο το Θεό. Ας απαρνηθούμε κάθε δόξα εκτός από τη δική Του. Ας υπακούσουμε με την καρδιά μας στο Θέλημά Του και ας Το υπηρετήσουμε. Ας αποφεύγουμε τις συμπεριφορές που υποκινούνται από τις δικές μας μόνο βλέψεις και χαρακτηρίζονται από φιλοδοξία, επιδεικτικότητα, προσποίηση, υπερηφάνεια, αλαζονεία, σκωπτικότητα, ισχυρή προσωπική θέληση, πεισματική επιμονή, τάση μείωσης των άλλων και  προσωπικής μας αυτοδικαίωσης.

Ας εκζητούμε ολοένα και περισσότερο το ταπεινό πνεύμα του Χριστού όταν ήταν στη γη κι ας αναλογιστούμε τα άπειρα κίνητρα που υπάρχουν γι’ αυτό: Η ταπεινότητα είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο και το διακριτικό χαρακτηριστικό κάθε αληθινής ευσέβειας. Είναι ο συνοδός κάθε Χάρης και, κατά έναν περίεργο τρόπο, φροντίζει για την αγνότητα των χριστιανικών αισθημάτων. Είναι το κόσμημα του πνεύματος, η πηγή μερικών από τις τρυφερότερες ασκήσεις της χριστιανική εμπειρίας, η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά θυσίας προς το Θεό, η ιδιότητα που συσχετίζεται με τις πλουσιότερες υποσχέσεις του Θεού, καθώς και το πνεύμα με το οποίο Εκείνος θα βασιλέψει επί της γης και το οποίο αργότερα ο Ίδιος θα στεφανώσει με δόξα στον Ουρανό. Συνεπώς, ας το εκζητήσουμε ειλικρινά και στη συνέχεια ας το αγαπήσουμε κι ας μείνουμε σε προσευχή για χάρη του. Τότε ο Θεός θα είναι μαζί μας όσο είμαστε σ’ αυτή τη γη και, μετά από κάποιο διάστημα, θα μας δεχτεί στη Βασιλεία των Ουρανών με τις τιμές που πρέπουν στους δικούς του οι οποίοι θα είναι καθισμένοι στα δεξιά του Ιησού Χριστού.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Δρ Γιούλικα Κ. Masry

http://truthinheart.com/EarlyOberlinCD/CD/Edwards/Sermons/Cor13book/7.htm



* Το Β´ Μέρος του κειμένου αυτού—ότι δηλαδή το πνεύμα της αγάπης, όπως περιγράφεται στο κεφ. 13 της Α´ προς Κορινθίους επιστολής, είναι ένα πνεύμα ταπείνωσης— παρατίθεται παρακάτω  (Σ.τ.μ.)

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΚΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

«Η αγάπη…δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής…» (Α´ Κορινθ. 13/4,5)

 

του Jonathan Edwards

 

ΜΕΡΟΣ Β*

 

Έχοντας καταδείξει προηγουμένως (Μέρος Α) τα κακά του εγωισμού—είτε ως πνεύματος είτε ως συμπεριφοράς—τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους άλλους, τώρα περνάμε στο δεύτερο κομμάτι της φράσης του αποστόλου Παύλου ότι η χριστιανική αγάπη «δεν ζητεί τα εαυτής», δηλαδή ότι δεν εναρμονίζεται με το πνεύμα του εγωισμού.

 

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ

 

Τα ερείπια που άφησε η Πτώση στην ψυχή του ανθρώπου συνίστανται εν πολλοίς στο ότι το άτομο έχασε τις ευεργετικότερες και ευγενέστερες αρχές της φύσης του και υποτάχτηκε πλήρως στη δύναμη και κυριαρχία της αγάπης του εαυτού του. Προηγουμένως—και όπως τον είχε δημιουργήσει ο Θεός—ο άνθρωπος είχε ψυχική ανάταση και ευγένεια, αλλά τώρα έχει ξεπέσει και είναι επαίσχυντος και εγωιστής. Αμέσως μετά την Πτώση ο νους του ανθρώπου συρρικνώθηκε από την αρχική του μεγαλειότητα και εύρος σε μια εξαιρετικά μικρή διάσταση. Και όπως έγινε και με όλα τ’ άλλα, έτσι και μ’ αυτό το ζήτημα. Προηγουμένως η ψυχή του ανθρώπου ήταν υπό τη διακυβέρνηση της ευγενικής αρχής της θεϊκής αγάπης η οποία του διεύρυνε τους ορίζοντες, έτσι ώστε να περιλαμβάνει όλους τους συνανθρώπους του και τα συμφέροντά τους. Και αυτό δεν ήταν το μόνο, διότι η αγάπη αυτή επεκτεινόταν και πέρα από τη δημιουργία, έτσι ώστε να περιλάμβάνει και τον Ίδιο το Δημιουργό, καθώς και αυτό τον ίδιο τον ωκεανό της αγάπης ο οποίος αγκάλιαζε τον άνθρωπο και τον αφομοίωνε.

Όταν όμως ο άνθρωπος παρέβη την εντολή του Θεού, αυτές οι ευγενικές αρχές εξαφανίστηκαν μεμιάς και χάθηκε όλη η εξαιρετική διεύρυνση της προσωπικότητάς του, οπότε ο ίδιος συρρικνώθηκε στον κατελάχιστο χώρο του εαυτού του αφήνοντας καθετί άλλο απέξω. Η αμαρτία λοιπόν στένεψε την ψυχή του στην ελάχιστη διάσταση του ατομικού «εγώ». Ο Θεός εγκαταλείφθηκε και εγκαταλείφθηκαν επίσης και οι άλλοι, ενώ ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε στον εαυτό του και ανάθεσε τη διακυβέρνηση του είναι του σε στενές μόνο αρχές και αισθήματα. Απόλυτος κύριος της ψυχής του έγινε η αγάπη του για το «εγώ» του και οι πιο ευγενικές και πνευματικές αρχές πέταξαν μακριά.

Ο Θεός όμως, από έλεος για το δύστυχο άνθρωπο, έβαλε μπρος το έργο της Λύτρωσης και, με το ένδοξο ευαγγέλιο του Υιού Του, ξεκίνησε το έργο της απελευθέρωσης της ψυχής του ανθρώπου από τη συστολή και φυλακή της, ώστε να την επαναφέρει σ’ εκείνες τις ευγενικές και θεϊκές αρχές από τις οποίες εμπνεόταν και κυβερνιόταν στην αρχή. Και αυτό το πράγμα το έκανε ο Θεός με το Σταυρό του Χριστού, διότι η ένωσή μας με το Χριστό μάς κάνει και κοινωνούς στη φύση Του. Έτσι, ο χριστιανισμός ξαναδίνει στην ψυχή εύρος, επέκταση και γενναιοδωρία, ενώ συγχρόνως την ξανακατακτά και τη γεμίζει με αυτή τη θεϊκή αγάπη που πραγματευόμαστε σ’ αυτό το κείμενο με την οποία αγκαλιάζει τους συνανθρώπους της και αφιερώνεται στο Δημιουργό της. Οπότε η αγάπη, στην οποία συνοψίζεται το όλο χριστιανικό πνεύμα, τόσο πολύ μετέχει της ένδοξης πληρότητας της θεϊκής φύσης, που δεν ζητεί πια «τα εαυτής» και είναι αντίθετη προς το εγωιστικό πνεύμα.

 

Με αυτή τη σκέψη ως κατευθυντήρια γραμμή, 1) θα καταδείξουμε τη φύση αυτής της εγωκεντρικότητας, στην οποία αντιτίθεται η αγάπη, 2) θα αναλύσουμε το πώς ακριβώς η αγάπη αντιτίθεται στον εγωκεντρισμό και 3) θα δώσουμε κάποιες αποδείξεις για το δόγμα που θέσαμε.

 

1.- Η φύση του εγωκεντρισμού στον οποίο αντίκειται η αγάπη.

 

Θα την εξετάσουμε:  α) από αρνητικής και β) από θετικής πλευράς.

 

α. Από αρνητικής πλευράς: ότι δηλαδή η αγάπη ή το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, δεν είναι απαραίτητα αντίθετο με κάθε είδους αγάπη για τον εαυτό μας.—Δεν είναι αντίθετο με τη χριστιανική αγάπη να αγαπά ο άνθρωπος τον εαυτό του ή, πράγμα που είναι ταυτόσημο, να αγαπά την προσωπική του ευτυχία. Αν ο χριστιανισμός κατέστρεφε την αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του και την ευτυχία του, θα κατέστρεφε το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπινου γένους. Η διακήρυξη όμως του ευαγγελίου ως συστήματος ειρήνης στη γη και καλοπροαίρετης διάθεσης προς τους ανθρώπους (Λουκ 2/14) φανερώνει ότι όχι μόνο δεν καταστρέφει το ανθρώπινο γένος, αλλά κατεξοχήν προάγει το πνεύμα του. Το ότι ο άνθρωπος πρέπει να αγαπά την ευτυχία του είναι τόσο απαραίτητο για τη φύση του όσο είναι και η θέλησή του και θα ήταν αδύνατο να καταστραφεί αυτή η αγάπη χωρίς συγχρόνως να καταστραφεί και η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου. Οι αγιασμένοι του Θεού λατρεύουν την ευτυχία τους! Ναι, εκείνοι που είναι απόλυτα ευτυχισμένοι—οι αγιασμένοι του Θεού και οι άγγελοι στον Ουρανό—λατρεύουν την ευτυχία τους! Διαφορετικά η ευτυχία αυτή που τους έδωσε ο Θεός δεν θα ήταν ευτυχία γι’ αυτούς, γιατί εκείνο που δεν αγαπά κανείς δεν μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο.

Το γεγονός ότι η αγάπη για τον εαυτό μας δεν είναι ανυπακοή φαίνεται κι απ’ το ότι στο νόμο Του ο Θεός έβαλε την αγάπη για τον εαυτό μας ως κανόνα και μέτρο με το οποίο να σταθμίζουμε την αγάπη μας προς τους άλλους. Έτσι, ο Χριστός μάς παραγγέλνει: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 19/19), πράγμα που προϋποθέτει ότι μπορούμε—μάλιστα επιβάλλεται—να αγαπάμε τον εαυτό μας. Δεν λέει να αγαπάς τον πλησίον σου «περισσότερο» απ’ τον εαυτό σου, αλλά «όπως» τον εαυτό σου. Όμως στην αγάπη μας η θέση του πλησίον μας έρχεται αμέσως μετά από το Θεό, τον οποίο πρέπει πρωτίστως να αγαπάμε. Συνεπώς, και τον εαυτό μας πρέπει να τον αγαπάμε με μια αγάπη που να είναι δεύτερη σε τάξη μόνο εκείνης με την οποία αγαπάμε τον Ίδιο το Θεό. Το ίδιο επίσης προκύπτει και απ’ το ότι η Αγία Γραφή, απ’ την αρχή ως το τέλος, είναι γεμάτη από κίνητρα που μας υποκινούν να αγαπάμε τον εαυτό μας. Αυτό είναι το νόημα των υποσχέσεων και απειλών του Θεού, οι προσκλήσεις που μας απευθύνει να αναζητήσουμε το καλό μας και οι προειδοποιήσεις Του να αποφεύγουμε τη δυστυχία. Όλα αυτά δεν μπορούν να παίζουν κανέναν άλλο ρόλο από του να κεντρίζουν τις ελπίδες και τους φόβους μας. Διότι, για ποιο λόγο να δινόταν μια υπόσχεση ευτυχίας ή μια απειλή δυστυχίας σε κείνον ο οποίος δεν αγαπά την ευτυχία του και δεν φοβάται τη μιζέρια του; Ή για ποιο λόγο ο Θεός να συμβούλευε τον άνθρωπο να επιδιώκει τη μία και να αποφεύγει την άλλη; Συνεπώς είναι ολοφάνερο, από αρνητικής πλευράς ότι η χριστιανική αγάπη δεν είναι αντίθετη προς κάθε είδους αγάπη για τον εαυτό μας.

β.– Από θετικής πλευράς: ο εγωκεντρισμός στον οποίο αντιτίθεται το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης αφορά μόνο στην περίπτωση της «ασύδοτης» αγάπης του εαυτού μας—Εδώ, ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: τι αποτελεί «ασύδοτη» αγάπη του εαυτού μας; Το ερώτημα αυτό πρέπει να απαντηθεί σωστά και ξεκάθαρα, διότι συχνά απ’ αυτή την απάντηση εξαρτάται η αντίκρουση πολλών  αμφιβολιών και δισταγμών των ανθρώπων. Και ιδού η απάντηση:

Πρώτον, το να μην είναι η αγάπη για τον εαυτό μας ή την ευτυχία μας «ασύδοτη» δεν σημαίνει να μην είναι υπερβολικού βαθμού. Δεν νομίζω ότι μπορεί να ειπωθεί για κανέναν ότι η αγάπη του για τον εαυτό του ή την ευτυχία του—εφόσον αυτό δεν είναι κάτι που το θεωρούμε σχετικά και συγκριτικά—μπορεί να είναι υπερβολικού βαθμού ή ότι είναι ένα αγαθό που υπόκειται σε αυξομειώσεις. Διότι αυτού του είδους την αγάπη για τον εαυτό μας δεν την αντιλαμβάνομαι ως αποτέλεσμα της Πτώσης, αλλ’ ως απαραίτητο στοιχείο της φύσης των νουνεχών όντων, ως κάτι με το οποίο ο Θεός μάς προίκισε όλους εξίσου και ότι τόσο οι αγιασμένοι άνθρωποι όσο κι οι αμαρτωλοί αγαπούν το ίδιο την ευτυχία τους και έχουν την ίδια ενστικτώδη και αναλλοίωτη τάση να την επιθυμούν και να την εκζητούν.

Η αλλαγή που γίνεται σ’ ένα άτομο όταν μετανοήσει και αναγεννηθεί δεν είναι ότι η αγάπη του για την ευτυχία του μειώνεται, αλλά απλά ότι ρυθμίζεται αναφορικά με την άσκηση και επιρροή της, καθώς και με την πορεία της και τα αντικείμενα στα οποία οδηγεί. Ποιος μπορει να πει ότι οι αγιασμένες ψυχές στη Βασιλεία των Ουρανών δεν αγαπούν την ευτυχία τους το ίδιο όπως κι οι δυστυχισμένες υπάρξεις στην Αιώνια Καταδίκη; Αν με το να αγιαστούν μειώνεται η αγάπη τους για την ευτυχία τους, τότε αυτό θα μείωνε και την ευτυχία τους αυτή καθαυτή. Γιατί όσο λιγότερο αγαπά κανείς την ευτυχία, τόσο λιγότερο την απολαμβάνει και συνεπώς τόσο λιγότερο ευτυχισμένος είναι.

Όταν ο Θεός βγάζει ένα άτομο από τη δυστυχισμένη του κατάσταση και το φέρνει σε μια ευτυχισμένη θέση διά μέσου της μεταστροφής και πνευματικής αναγέννησης, του δίνει μια ευτυχία που δεν την είχε πριν, αλλά δεν του αφαιρεί στο κατελάχιστο την αγάπη για την ευτυχία του την οποία είχε προηγουμένως. Έτσι, όταν το αγιασμένο άτομο αυξάνει σε Χάρη, απλά γίνεται ακόμα πιο ευτυχισμένο απ’ ό,τι ήταν πριν. Αλλά η αγάπη του για ευτυχία και η απόλαυσή του απ’ αυτήν δεν μειώνονται κατά το μέτρο που η ευτυχία του αυξάνεται, γιατί τότε θα ήταν σαν να του αυξάνεται μεν η ευτυχία από μιας πλευράς, αλλά να του μειώνεται από άλλης. Όμως σε κάθε περίπτωση που ο Θεός κάνει μια δυστυχισμένη ψυχή ευτυχισμένη, ή μια ευτυχισμένη ψυχή ακόμα πιο ευτυχισμένη, το άτομο εξακολουθεί να έχει την ίδια αγάπη για την ευτυχία που είχε και πριν. Αναμφισβήτητα λοιπόν οι αγιασμένοι του Θεού θα πρέπει να έχουν τόση αγάπη για την ευτυχία τους, ή αγάπη για τον εαυτό τους—που είναι ένα και το αυτό—όση κι οι ελεεινοί. Έτσι λοιπόν, αν δούμε την αγάπη των ανθρώπων για τον εαυτό τους ή για την ευτυχία τους όχι συγκριτικά αλλά απόλυτα, γίνεται φανερό ότι το «ασύδοτο» της αγάπης για τον εαυτό μας δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια αγάπη υπερβολικού βαθμού, διότι η αγάπη αυτή είναι η ίδια σε όλους.

 

Δεύτερον, το «ασύδοτο» της αγάπης μας για τον εαυτό μας, με την έννοια της διεφθαρμένης αγάπης, συνίσταται σε δύο πράγματα: i) ότι η αγάπη αυτή είναι υπερβολική θεωρούμενη συγκριτικά και ii)  ότι  τοποθετεί την ευτυχία της σ’ εκείνο που περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο άτομο.

i) Στην πρώτη περίπτωση ο βαθμός της αγάπης του εαυτού μας μπορεί να είναι υπερβολικός από συγκριτικής πλευράς, οπότε ο βαθμός της επιρροής της θα είναι «ασύδοτος».—Παρόλο που ο βαθμός της αγάπης των ανθρώπων για την ευτυχία τους, απόλυτα θεωρούμενος, είναι ο ίδιος για όλους, ωστόσο η αναλογία που υπάρχει μεταξύ της αγάπης που έχουν για τον εαυτό τους και της αγάπης που έχουν για τους άλλους μπορεί να διαφέρει. Αν συγκρίνουμε την αγάπη που έχει κανείς για τον εαυτό του με την αγάπη που έχει για τους άλλους, μπορεί να πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του υπερβολικά, δηλαδή από συγκριτικής πλευράς υπέρμετρα. Και παρόλο που αυτό μπορεί να οφείλεται μάλλον σε μειονέκτημα της αγάπης του απέναντι των άλλων παρά σε μια υπερβολική αγάπη για τον εαυτό του, εντούτοις η αγάπη για τον εαυτό του, εξαιτίας ακριβώς αυτής της υπερβολής σε αναλογία, γίνεται και η ίδια  «ασύδοτη» ως προς αυτό το σημείο με την έννοια ότι γίνεται «ασύδοτη» ως προς την επιρροή και την εξουσία που ασκεί επάνω στον άνθρωπο. Διότι, παρόλο που η αρχή της αγάπης του εαυτού μας, θεωρούμενη αυτή καθαυτή, δεν είναι καθόλου μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα ήταν αν μαζί μ’ αυτήν υπήρχε και η δέουσα αγάπη για το Θεό και τους άλλους ανθρώπους, εντούτοις επειδή ποσοστιαία είναι μεγαλύτερη, γίνεται μεγαλύτερη κι η επιρροή και εξουσία της επάνω στον άνθρωπο. Έτσι, η επιρροή της γίνεται «ασύδοτη» λόγω της αδυναμίας ή απουσίας άλλης αγάπης η οποία θα αναχαίτιζε ή ρύθμιζε αυτή την επιρροή.

Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό μέσ’ από ένα παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι σε μια οικογένεια υπάρχει ένας υπηρέτης του οποίου η επιρροή στα πράγματα της οικογένειας δεν ήταν «ασύδοτη» όσο η δύναμη του κυρίου του ήταν μεγαλύτερη απ’ τη δική του. Αργότερα όμως, αν η δύναμη του κυρίου του εξασθενήσει και τόσο ο κύριος όσο και η υπόλοιπη οικογένεια χάσουν την παλιά τους δύναμη, μολονότι η δύναμη του υπηρέτη αυτή καθαυτή δεν αυξήθηκε στο κατελάχιστο, επειδή αυξήθηκε η αναλογική σχέση της δύναμής του, η επιρροή του μπορεί να γίνει «ασύδοτη» κι εκεί που ήταν υπηρέτης και υποτακτικός, μπορεί να γίνει κύριος στην οικογένεια. Μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται η αγάπη για τον εαυτό μας «ασύδοτη».

Πριν από την Πτώση ο άνθρωπος αγαπούσε τον εαυτό του ή την ευτυχία του το ίδιο όσο και μετά την Πτώση. Πριν από την Πτώση όμως υπήρχε μια ανώτατη αρχή ή θεϊκή αγάπη που κρατούσε τα ηνία και είχε τέτοια δύναμη που ρύθμιζε και καθοδηγούσε την αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του. Ωστόσο, μετά την Πτώση η αρχή της θεϊκής αγάπης έχασε τη δύναμή της ή μάλλον πέθανε, οπότε η αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του, η οποία συνεχίζει με την ίδια δύναμη που είχε και παλιά χωρίς όμως τώρα να έχει ανώτατη αρχή η οποία να τη ρυθμίζει, γίνεται «ασύδοτη» στην επιρροή της και γίνεται εκείνη κύριος, ενώ θα έπρεπε να είναι μόνο υπηρέτης. Συνεπώς, η αγάπη για τον εαυτό μας μπορεί να γίνει «ασύδοτη» στην επιρροή της με το να είναι συγκριτικά υπερβολικά μεγάλη—είτε επειδή η αγάπη για το Θεό και τους άλλους ανθρώπους είναι πολύ μικρή, όπως συμβαίνει μ’ εκείνους τους πιστούς οι οποίοι σ’ αυτό τον κόσμο έχουν ακόμα μεγάλα υπόλοιπα διαφθοράς, είτε επειδή είναι εντελώς ανύπαρκτη, όπως συμβαίνει μ’ εκείνους που δεν έχουν ίχνος αγάπης για το Θεό στην καρδιά τους. Έτσι, η «ασυδοσία» της αγάπης για τον εαυτό μας, αναφορικά με το βαθμό της, δεν προκύπτει από την απόλυτη αλλά από τη σχετική θεώρησή της ή από το βαθμό της επιρροής την οποία ασκεί. Κατά κάποιον τρόπο οι κακοί δεν αγαπούν αρκετά τον εαυτό τους—ή τουλάχιστον όχι τόσο όσο τον αγαπούν οι πιστοί. Διότι δεν αγαπούν τους εαυτούς τους με στόχο το καλό τους και την ευτυχία τους. Μ’ αυτή την έννοια σωστά λέγεται καμιά φορά ότι οι κακοί ουσιαστικά μισούν τον εαυτό τους, παρόλο που από άλλη οπτική αγαπούν υπέρμετρα τον εαυτό τους.

ii) Στη δεύτερη περίπτωση η αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του ή για την ευτυχία του μπορεί να είναι εξίσου «ασύδοτη» αν εκείνος τοποθετεί την ευτυχία του σε πράγματα που αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στο εγώ του.—Σ’ αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι ο βαθμός στον οποίο αγαπάει κανείς τον εαυτό του αλλά το κανάλι μέσα στο οποίο χύνεται η αγάπη του. Δεν είναι ο βαθμός στον οποίο αγαπάει την ευτυχία του, αλλά το ότι τοποθετεί την ευτυχία του εκεί που δεν θα έπρεπε και το γεγονός ότι περιορίζει την αγάπη του. Κάποιοι, παρόλο που αγαπούν την ευτυχία τους, δεν την τοποθετούν στο στενό προσωπικό τους όφελος ή στο καλό που αναφέρεται μόνο στον εαυτό τους, αλλά περισσότερο στο κοινό καλό, δηλαδή σ’ εκείνο που είναι καλό για τους άλλους ή στο καλό το οποίο απολαμβάνει κανείς μέσ’ απ’ το καλό των άλλων. Όταν η αγάπη του ανθρώπου ρέει σ’ αυτό το τελευταίο κανάλι δεν είναι εγωιστική αλλά το εντελώς αντίθετο.

Υπάρχουν όμως άλλοι οι οποίοι, στην επιδίωξη της ευτυχίας τους, τοποθετούν αυτή την ευτυχία σε ό,τι ωφελεί μόνο τους εαυτούς τους αποκλείοντας όλους τους άλλους. Αυτό είναι εγωισμός. Αυτό είναι εκείνο που ευθέως και ξεκάθαρα καταδικάζουν οι Γραφές. Και όταν ο Λόγος του Θεού λέει «η αγάπη δεν ζητεί τα εαυτής», εννοεί ότι δεν επιδιώκει εκείνα τα οποία ωφελούν αποκλειστικά και μόνο το άτομο. Η φράση «τα εαυτής» είναι μια φράση που σημαίνει ιδιοποίηση και αναφέρεται στα πράγματα τα οποία περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στο άτομο. Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται η φράση και στην προς Φιλιππησίους επιστολή όπου αναφέρεται επικριτικά ότι «πάντες ζητούσι τα εαυτών» (2/21), δηλαδή εκζητούν τα καλά τα οποία περιορίζονται στην προσωπική τους ωφέλεια αποκλείοντας τη συμμετοχή και άλλων. Έτσι πρέπει επίσης να καταλάβουμε και τη φράση στη Β´ επιστολή προς Τιμόθεο που λέει για τους ανθρώπους του τέλους των ημερών ότι «θέλουσιν είσθαι φίλαυτοι» (3/2), διότι η λέξη «φίλαυτοι» έχει τη στενότερη δυνατή έννοια και περιορίζει την αγάπη στο εγώ αποκλείοντας όλους τους άλλους από του να είναι αντικείμενά της.

Ο άνθρωπος μπορεί να αγαπά τον εαυτό του όσο θέλει και μπορεί να επιδιώκει το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της δικής του ευτυχίας—διαρκώς ποθώντας και κυνηγώντας την—που μπορεί, με αυτή του ακριβώς την εκζήτηση, να δείχνει τη μεγαλύτερη δυνατή αγάπη του προς το Θεό. Αυτό για παράδειγμα γίνεται όταν η ευτυχία που κυνηγάει ο άνθρωπος είναι να χαίρεται το Θεό και να αποβλέπει στη δόξα Του ή να επικοινωνεί μαζί Του. Ή ένας άνθρωπος μπορεί να έχει σαν ευτυχία του να δοξάζει το Θεό. Μπορεί να του φαίνεται ότι η μεγαλύτερη ευτυχία για κείνον είναι να δίνει τη δόξα στο Θεό, πράγμα το οποίο μπορεί να κάνει. Και μπορεί επίσης να ποθεί αυτή την ευτυχία, ποθώντας την δε να λατρεύει την ευτυχία στην οποία αποβλέπει. Γιατί αν δεν αγαπούσε εκείνο το οποίο στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος θεωρεί ως ευτυχία του, δεν θα μπορούσε και να το ποθεί. Το να αγαπά όμως την ευτυχία του σημαίνει ότι αγαπά τον εαυτό του. Εντούτοις, με την ίδια πράξη με την οποία αγαπά τον εαυτό του αγαπά και το Θεό, διότι τοποθετεί την ευτυχία του στο Θεό. Επειδή τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως αγάπη για κάτι ή για κάποιον παρά εκείνο στο οποίο τοποθετούμε την ευτυχία μας. Έτσι, μπορεί οι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό να τοποθετούν την ευτυχία τους στο καλό των άλλων—των γειτόνων τους για παράδειγμα—και με το να επιδιώκουν την ευτυχία των άλλων να βρίσκουν τη δική τους ευτυχία. Αυτό όμως δεν είναι εγωιστικό, γιατί δεν πρόκειται για μια αγάπη η οποία περιορίζεται αποκλειστικά στην ευτυχία του εγώ.

Αντίθετα, η ευτυχία του ατόμου ρέει σ’ ένα τέτοιο κανάλι που συμπαρασύρει και την ευτυχία των άλλων μαζί με τη δική του. Έτσι, το άτομο που αγαπά μ’ αυτό τον τρόπο είναι ένα ψυχικά διευρυμένο και πολλαπλασιασμένο άτομο αφού στην αγάπη του για τον εαυτό του συμπεριλαμβάνει και άλλους. Αυτό είναι το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, το έξοχο και ευγενικό πνεύμα του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Αυτή είναι η έννοια της θεϊκής αγάπης για την οποία γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή. Και ένα τέτοιο χριστιανικό πνεύμα είναι αντίθετο προς το εγωιστικό το οποίο περιορίζεται μόνο και μόνο στο άτομο και οι επιδιώξεις του γι’ αυτό είναι πλούτος, τιμές, καθώς και η ανύψωσή του στα μάτια των άλλων ή η ευημερία και άνεσή του ή η ικανοποίηση των κατά κόσμο επιθυμιών και πόθων του.

 

2. Πώς το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης εναντιώνεται στο εγωιστικό πνεύμα.–

Αυτό θα το εξετάσουμε σε δύο επίπεδα: Α) πώς το πνεύμα της χριστιανικης αγάπης μάς οδηγεί να εκζητούμε όχι μόνο τα καλά για εμάς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους και Β) πώς, σε πολλές περιπτώσεις, το πνεύμα της αγάπης μάς προδιαθέτει να απαρνηθούμε τα δικά μας για χάρη των άλλων.

 

Α) Πρώτον, πώς το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης μάς οδηγεί να εκζητούμε όχι μόνο τα καλά για εμάς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους.

Πρώτα πρώτα ένα τέτοιο πνεύμα επιδιώκει να ευχαριστήσει και να δοξάσει το Θεό.—Εκείνα που είναι αρεστά στο Θεό και το Χριστό Του και προσβλέπουν στη θεία δόξα λέγονται τα πράγματα του Χριστού, σε αντίθεση με τα δικά μας πράγματα, όπως αυτό φαίνεται από την προς Φιλιππησίους επιστολή που λέει: «πάντες ζητούσι τα εαυτών, ουχί τα του Ιησού Χριστού» (2/21). Ο χριστιανισμός απαιτεί να κάνουμε το Θεό και το Χριστό Του τον κύριο στόχο μας και όλοι οι χριστιανοί που ζουν ως χριστιανοί ζουν με τέτοιον τρόπο που γι’ αυτούς «το ζην είναι ο Χριστός» (Φιλιπ. 1/21). Από τους χριστιανούς απαιτείται να ζουν με τρόπο που να ευχαριστεί το Θεό, να ζουν δηλαδή έτσι ώστε να δοκιμάζουν «τι είναι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12/2). Τέτοιοι δούλοι του Θεού πρέπει να είμαστε αφού σε όλα επιζητούμε να ευχαριστούμε τον Κύριό μας, όπως λέει και στην προς Εφεσίους επιστολή του ο Παύλος: «[Μ]η κατ’ οφθαλμοδουλείαν, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού∙ εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής» (6/6). Και αυτό πρέπει να το κάνουμε σε όλα τα πράγματα. «Είτε λοιπόν τρώγετε, είτε πίνετε, είτε πράττετέ τι, πάντα πράττετε εις δόξαν Θεού» (Α´ Κοριν. 10/31). Αυτό βεβαίως δείχνει ότι υπάρχει ένα πνεύμα τελείως αντίθετο απ’ το εγωιστικό.

Δεύτερον, όσοι έχουν το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, έχουν ένα πνεύμα το οποίο εκζητεί το καλό των συνανθρώπων τους. Έτσι ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή μάς προειδοποιεί: «Μη αποβλέπετε έκαστος τα εαυτού, αλλ’ έκαστος και τα των άλλων» (2/4). Ως χριστιανοί με πνεύμα αγάπης είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε το πνευματικό αγαθό των άλλων, την πνευματική τους ευτυχία, τη σωτηρία τους, έτσι ώστε να δοξάζουν και να απολαμβάνουν το Θεό παντοτινά. Το ίδιο χριστιανικό πνεύμα θα μας οδηγεί να επιθυμούμε και να επιδιώκουμε και την ευημερία τους σ’ αυτό τον κόσμο, όπως λέει και ο Λόγος του Θεού. «Μηδείς ας μη ζητή το εαυτού συμφέρον, αλλ’ έκαστος τα των άλλων» (Α´  Κοριν. 10/24). Και, για να αναφερθούμε και πάλι στα λόγια του Παύλου, θα πρέπει να επιδιώκουμε την ικανοποίηση των άλλων, έτσι ώστε να μπορέσουμε συγχρόνως να επιδιώξουμε κι εκείνο που είναι προς το πνευματικό τους συμφέρον. «Μη γίνεσθε πρόσκομμα…καθώς και εγώ κατά πάντα αρέσκω εις πάντας, μη ζητών το ίδιόν μου συμφέρον, αλλά το των πολλών διά να σωθώσι» (Α´ Κοριν. 10/33). Το ίδιο νόημα έχουν επίσης τα λόγια του αποστόλου στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Αλλ’ έκαστος ημών ας αρέσκη εις τον πλησίον διά το καλόν προς οικοδομήν» (15/2).

            Ειδικότερα όμως εδώ θα ήθελα τονίσω ότι το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όπως εκδηλώνεται στους συνανθρώπους μας, είναι εντελώς αντίθετο προς το εγωιστικό πνεύμα, επειδή είναι ένα πνεύμα ελέους και συμπάθειας. Προδιαθέτει τα άτομα να θεωρήσουν όχι μόνο τις δικές τους δυσκολίες, αλλ’ επίσης και τα βάρη και πάθη των άλλων, τη δυσκολία των συνθηκών της ζωής τους, καθώς και τον πόνο εκείνων οι οποίοι βρίσκονται σε εξίσου δύσκολες συνθήκες με τις δικές τους. Ένα άτομο εγωιστικού πνεύματος το οποίο υποφέρει τείνει να υπερτονίζει τις δικές του δυσκολίες, λες και ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλου ανθρώπου! Αν δεν υποφέρει, θεωρεί ότι δεν καλείται να θυσιάσει κάτι από τα υπάρχοντά του προκειμένου να βοηθήσει άλλους. Ο εγωιστής δεν διακρίνει τις ανάγκες των άλλων, αλλά μάλλον τις προσπερνά και δεν πείθεται ούτε καν να τις δει και να τις νιώσει. Ο άνθρωπος όμως της αγάπης και του ελέους διακρίνει τον πόνο των άλλων, παρατηρεί τις δυσκολίες τους και η καρδιά του γεμίζει από ενδιαφέρον γι’ αυτούς, το ίδιο όπως θα έκανε και για τον εαυτό του σε ανάλογη περίσταση. Επίσης είναι έτοιμος να τους βοηθήσει και χαίρεται να παρέχει τη βοήθειά του στην ανάγκη τους και να ελαφρύνει τον πόνο τους. Χαίρεται να υπακούει στην προτροπή του αποστόλου «Ενδύθητε λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάχνα οικτιρμών» (Κολοσ. 3/12) και να σέβεται το Λόγο του Θεού ο οποίος χαρακτηρίζει ως άνωθεν σοφία το να είναι κανείς «πλήρης ελέους και καλών καρπών» (Ιακ. 3/17) ή απλά συμφωνεί με τον ψαλμωδό ότι ο καλός άνθρωπος είναι γεμάτος έλεος: «Όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει, και το σπέρμα αυτού είναι εις ευλογίαν» (37/26).

            Καθώς λοιπόν το πνεύμα της συμπόνιας και του ελέους, έτσι και το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όταν ασκείται προς τους συνανθρώπους μας, είναι το αντίθετο του εγωιστικού πνεύματος επειδή είναι ένα πνεύμα γενναιοδωρίας. Δεν επιζητεί απλά το καλό των άλλων οι οποίοι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, αλλά είναι και έτοιμο να προσφέρει σε όλους και να προωθήσει το καλό τους, όταν δοθεί η ευκαιρία, υπακούοντας στην παραίνεση του Λόγου του Θεού: «Την δε αγαθοποιίαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε» (Εβρ. 13/16) και μην παραβλέποντας τη γενική προτροπή: «ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζόμεθα το καλόν προς πάντας» (Γαλ. 6/10). Η χριστιανική αγάπη αγαθοποιεί.

            Πέρα απ’ αυτά—ότι δηλαδή η χριστιανική αγάπη αντιτίθεται στο εγωιστικό πνεύμα διότι είναι ελεητική και γενναιόδωρη—η αγάπη τείνει να προδιαθέτει το άτομο να ενδιαφέρεται για τα κοινά. Ο άνθρωπος που έχει σωστό πνεύμα δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα περιορισμένα ατομικά του συμφέροντα, αλλά ενδιαφέρεται, και μάλιστα εξαιρετικά, και για το καλό της κοινότητας της οποίας είναι μέλος, ιδίως της πόλης ή του χωριού στο οποίο κατοικεί, καθώς και για το αληθινό καλό της ευρείας κοινωνίας στην οποία ανήκει. Ο Θεός παράγγειλε στους Ισραηλίτες που σύρθηκαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα να επιδιώξουν το καλό εκείνης της χώρας, παρόλο που δεν ήταν η χώρα τους αλλά η χώρα της εξορίας τους. Στον προφήτη Ιερεμία διαβάζουμε: «και ζητήσατε την ειρήνη της πόλεως, όπου εγώ σας έκαμον να φερθήτε αιχμάλωτοι, και προσεύχεσθε υπέρ αυτής προς τον Κύριον» (29/7). Και ο πραγματικός χριστιανός θα παίρνει σοβαρά το καλό της πατρίδας του και του τόπου διαμονής του και θα είναι πρόθυμος να εργαστεί για το καλό της. Κάποτε η σύσταση που έκαναν οι Ισραηλίτες στον Ιησού για ένα Ρωμαίο εκατόνταρχο ήταν ότι αγαπούσε το έθνος τους και τους είχε μάλιστα χτίσει και μια συναγωγή (Λουκ. 7/5). Ο προφήτης Αμώς επίσης αναφέρει ότι αποτελούσε εξαιρετική πρόκληση για το Θεό η συμπεριφορά ορισμένων στο Ισραήλ οι οποίοι δεν θλίβονταν για τον Ιωσήφ (6/6). Αντίθετα, αποδίδεται αιώνια τιμή στην Εσθήρ για το γεγονός ότι νήστεψε και προσευχήθηκε για το καλό του λαού της και παρακίνησε και άλλους να κάνουν το ίδιο (4/16). Ο απόστολος Παύλος εκφράζει κι αυτός με πολύ συναισθηματικά φορτισμένα λόγια τα αισθήματα οδύνης του για τους Ισραηλίτες ομοεθνείς του που περιφρονούσαν τη σωτηρία τους: «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω,) ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου» (Ρωμ. 9/1-3).

Όσο για κείνους οι οποίοι κατέχονται από πνεύμα χριστιανικής αγάπης η καρδιά τους διαθέτει εξαιρετικά μεγάλη διεύρυνση, διότι ενδιαφέρονται όχι μόνο για το καλό της κοινωνίας αλλά και για το καλό της εκκλησίας του Θεού και των ανθρώπων του Θεού έναν έναν ξεχωριστά. Τέτοιο ήταν το πνεύμα του Μωυσή, του ανθρώπου του Θεού, ο οποίος μεσολάβησε για το συγκεκριμένο πλήθος του λαού του Ισραήλ που στην έρημο λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι αντί του αληθινού Θεού. Ο Μωυσής τότε δήλωσε ότι είναι ο ίδιος έτοιμος να πεθάνει προκειμένου εκείνοι να σωθούν. «Δέομαι», διαβάζουμε στην Έξοδο, «ούτος ο λαός ημάρτησε αμαρτίαν μεγάλην και έκαμον εις εαυτούς θεούς χρυσούς∙ πλην τώρα, εάν συγχωρήσης την αμαρτίαν αυτών…ει δε μη, εξάλειψόν με, δέομαι, εκ της βίβλου σου, την οποίαν έγραψας» (32/1 & 32). Το ίδιο πνεύμα είχε και ο Παύλος που τον απασχολούσε εξίσου το καλό των Ισραηλιτών και το καλό των εθνικών και που για χάρη τους ήταν έτοιμος να γίνει όπως εκείνοι, προκειμένου να κερδίσουν αυτοί τη σωτηρία. «…[Ε]ις πάντας εδούλωσα εμαυτόν, διά να κερδήσω τους πλειοτέρους. Και έγεινα εις τους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, διά να κερδήσω τους Ιουδαίους∙ εις τους υπό νόμον, ως υπό νόμον, διά να κερδήσω τους υπό νόμον∙ εις τους ανόμους ως άνομος (μη ων άνομος εις τον Θεόν, αλλ’ έννομος εις τον Χριστόν,) διά να κερδήσω ανόμους∙ έγεινα εις τους ασθενείς ως ασθενής∙ εις πάντας έγεινα τα πάντα, διά να σώσω παντί τρόπω τινάς» (Α´ Κοριν. 9/19-23).

Το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης θα ικανώσει ιδιαίτερα εκείνους που κατέχουν δημόσια αξιώματα να εκζητήσουν το κοινό καλό. Θα προδιαθέσει τους ηγέτες να ενεργούν ως πάτερ φαμίλιας στην κοινωνία, με την έννοια να την φροντίζουν όπως ο πατέρας φροντίζει την οικογένειά του. Θα τους ευαισθητοποιήσει να αποτρέπουν ό,τι είναι επικίνδυνο για το κοινωνικό καλό και να προωθούν το κοινωνικό αγαθό, να μη χαρακτηρίζονται από ιδιοτελή συμφέροντα, να μην επιδιώκουν το δικό τους πλουτισμό ή προβολή, εις βάρος των πολιτών, αλλά να αγωνίζονται για την αληθινή ευημερία όλων όσων διοικούνται απ’ αυτούς. Το ίδιο θα συμβεί και με τους ποιμένες των εκκλησιών στις οποίες ο Μέγας Ποιμένας τούς έχει τοποθετήσει ως ηγέτες. Το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης θα τους προδιαθέτει να μην επωφελούνται για τον εαυτό τους και για τον ατομικό τους πλουτισμό, αλλά να τρέφουν πνευματικά το ποίμνιό τους και να το οδηγούν σε καλούς βοσκότοπους, προστατεύοντάς το από τους λύκους και τα άγρια ζώα που θέλουν να το κατασπαράξουν. Έτσι, σε οποιοδήποτε πόστο τιμής ή επιρροής τύχει να τοποθετηθούμε, το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης θα μας παρακινεί να ζητάμε διαρκώς το γενικό καλό, έτσι ώστε ο κόσμος να είναι καλύτερος επειδή ζήσαμε και, όταν αναχωρήσουμε, να μπορεί να ειπωθεί για μας ό,τι ειπώθηκε και για το Δαβίδ, ότι δηλαδή υπηρετήσαμε το θέλημα του Θεού στη γενιά μας (Πράξ. 13/36).

Β) Δεύτερον, το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης επίσης μας προδιαθέτει σε πολλές περιπτώσεις να απαρνούμαστε και να  παραιτούμαστε από τα δικά μας συμφέροντα για χάρη των άλλων.—Μας προδιαθέτει να παραιτηθούμε από το ατομικό μας κοσμικό συμφέρον και να το απαρνηθούμε ελεύθερα, για να τιμήσουμε το Θεό και για χάρη της εξάπλωσης του ευαγγελίου του Χριστού. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και ο Παύλος όταν αναφωνεί στις Πράξεις των Αποστόλων: «[Ε]γώ ουχί μόνον να δεθώ, αλλά και να αποθάνω εις Ιερουσαλήμ είμαι έτοιμος υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού» (21/13). Όταν κι εμείς παραιτούμαστε από τη διεκδίκηση των δικών μας ατομικών συμφερόντων για χάρη του πλησίον μας, το ίδιο αυτό πνεύμα μάς παρακινεί. Μας ικανώνει ανά πάσα στιγμή να βοηθήσουμε τους άλλους και μας οδηγεί να απαρνηθούμε ελεύθερα κάποιο δικό μας μικρότερο αγαθό για χάρη ενός μεγαλύτερου αγαθού για τους άλλους. Και δεν αποκλείεται να είναι τέτοιες οι συνθήκες που να χρειάζεται και την ίδια τη ζωή μας να θυσιάσουμε για τους άλλους («και ημείς χρεωστούμε υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών»—Α´ Ιωάν. 3/16).

 

3.- Τέλος, σημειώνουμε κάποιες αποδείξεις του δόγματος το οποίο προτάξαμε.

 

Η αλήθεια για το δόγμα του πνεύματος της χριστιανικής αγάπης που προτάξαμε θα φανεί πρώτον, αν εξετάσουμε το πνεύμα της αγάπης γενικά, δεύτερον, την ιδιάζουσα φύση της χριστιανικής ή θεϊκής αγάπης ειδικότερα και τρίτον το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης προς το Θεό και προς τους ανθρώπους.

 

Πρώτον, η φύση της αγάπης γενικά.—Η αγάπη γενικά, αν είναι αληθινή και ειλικρινής, είναι κάτι που διαχέεται και αγκαλιάζει τα συμφέροντα και των άλλων. Αυτό φαίνεται από τη μη πνευματική αγάπη, την αγάπη της φυσικής στοργής και της επίγειας φιλίας. Όσο υπάρχει κάποια πραγματική στοργή και φιλία, τα μέρη μεταξύ των οποίων υπάρχει αυτός ο δεσμός δεν επιδιώκουν μόνο τα ατομικά τους συμφέροντα, αλλά θεωρούν ως δικά τους και τα συμφέροντα του άλλου. Δεν επιζητούν μόνο τα δικά τους, αλλά και τα των φίλων τους. Ο εγωισμός είναι κάτι που συρρικνώνει την καρδιά και την περιορίζει στο άτομο, ενώ η αγάπη τη διευρύνει και την επεκτείνει και σε άλλους. Μέσω της αγάπης η καρδιά του ατόμου διευρύνεται και επεκτείνεται τόσο πολύ που οι άλλοι, αν ανήκουν στην κατηγορία των αγαπημένων του ατόμου, γίνονται κατά κάποιον τρόπο μέλη του εαυτού του έτσι ώστε, όταν προάγονται τα συμφέροντά του άλλου, το άτομο να πιστεύει ότι προάγεται και το δικό του συμφέρον και όταν πληγώνεται ο άλλος, το άτομο να πληγώνεται κι αυτό.

Δεύτερον, η ιδιόμορφη φύση της χριστιανικής ή θείας αγάπης.—Όσον αφορά τη χριστιανική αγάπη είναι κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο αληθινό ότι είναι υπεράνω εγωισμών. Παρόλο που κάθε πραγματική αγάπη προς τον άλλο επιδιώκει το καλό και αγκαλιάζει τα συμφέροντα του προσώπου που αγαπιέται, ωστόσο κάθε άλλη αγάπη εκτός από τη χριστιανική έχει κατά κάποιον τρόπο τα θεμέλιά της στην εγωιστική αρχή. Έτσι γίνεται με τη φυσική στοργή που νιώθουν οι γονείς προς τα παιδιά τους και με την αγάπη που νιώθουν οι συγγενείς μεταξύ τους. Αν εξαιρέσουμε την παρόρμηση του ενστίκτου, πηγή αυτής της αγάπης είναι η αγάπη για τον εαυτό μας. Είναι επειδή οι άνθρωποι αγαπούν τον εαυτό τους που αγαπούν και τα πρόσωπα και πράγματα τα οποία είναι δικά τους, ή με τα οποία συνδέονται στενά, διότι θεωρούν ότι τους ανήκουν και διότι, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, η προσωπική τους αξιοπρέπεια και τα συμφέροντά τους είναι στενά συνδεδεμένα μ’ εκείνους.

Έτσι συμβαίνει επίσης και με τις στενές φιλίες που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων: πηγάζουν από την αγάπη τους για τον εαυτό μας. Καμιά φορά η φυσική ευγνωμοσύνη—για το καλό που μας έκαναν οι άλλοι ή για οφέλη που πήραμε απ’ αυτούς—προδιαθέτει τους ανθρώπους, μέσω της αγάπης για τον εαυτό τους, να έχουν ένα παρόμοιο αίσθημα σεβασμού προς εκείνους που τους ευεργέτησαν ή προώθησαν τα συμφέροντά τους. Άλλοτε πάλι ο φυσικός άνθρωπος οδηγείται σε φιλία με κάποιους λόγω των προσόντων που θεωρεί ότι έχουν, τα οποία τον κάνουν να ελπίζει στην προώθηση και των δικών του επίγειων συμφερόντων διά μέσου αυτών. Εάν παρατηρεί ότι οι άνθρωποι αυτοί χαίρουν του σεβασμού των τρίτων, τότε θα τείνει να τους κάνει φίλους γιατί αυτό θα τιμήσει και τον ίδιο. Ή αν τους δει να τρέφουν φιλικά αισθήματα προς αυτόν, τότε θα είναι από αγάπη προς τον ίδιο τον εαυτό τους που θα τους κάνει φίλους. Ή αν βρίσκει στους άλλους μεγάλη ομοιότητα με τον εαυτό του στους τρόπους και το χαρακτήρα, η αγάπη για τον εαυτό του μπορεί να τον οδηγήσει να τους κάνει φίλους του εξαιτίας της ευχαρίστησης που νιώθει στη συντροφιά τους ή επειδή αυτή η ομοιότητα μεταξύ τους σημαίνει γι’αυτόν την επιβράβευση και του δικού του χαρακτήρα και τρόπων.

Όπως βλέπουμε λοιπόν υπάρχουν πολλοί λόγοι που η αγάπη και η φιλία μεταξύ φυσικών ανθρώπων έχει την πηγή της στην αγάπη του εαυτού μας. Το μεγαλύτερο μέρος της αγάπης που υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο πηγάζει απ’ αυτή την αρχή και συνεπώς δεν πάει πέρα από τη φύση. Η φύση όμως δεν μπορεί να πάει μακρύτερα από την αγάπη του εαυτού μας, οπότε, όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι, προέρχονται κατά κάποιον τρόπο απ’ αυτή τη ρίζα.

Αλλά η θεϊκή αγάπη είναι κάτι παραπάνω απ’ την αγάπη του εαυτού μας, κάτι το υπερφυσικό ή πέρα απ’ αυτό που είναι φυσικό. Δεν είναι ένα κλαδί που βγαίνει απ’ τη ρίζα της αγάπης του εαυτού μας, όπως είναι η φυσική στοργή ή οι επίγειες φιλιές κι απ’ τη ρίζα της αγάπης που μπορεί να τρέφουν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλο. Αλλά, όπως η αγάπη του εαυτού μας είναι γόνος φυσικών αρχών, έτσι και η θεϊκή αγάπη είναι γόνος υπερφυσικών αρχών. Η τελευταία είναι κάτι το ψηλότερο και ευγενικότερο από κάθε φυτό που φυτρώνει από φυσικού του στο έδαφος της καρδιάς του ανθρώπου. Είναι ένα φυτό που έχει μεταφυτευτεί εκεί από τον Κήπο του Ουρανού, από το ευλογημένο Πνεύμα του Θεού, οπότε η ζωή του είναι μέσα στο Θεό και όχι μέσα στον άνθρωπο. Συνεπώς δεν υπάρχει καμία άλλη αγάπη που να είναι τόσο ανώτερη από την εγωιστική όσο η χριστιανική αγάπη. Δεν υπάρχει καμία άλλη αγάπη που να είναι τόσο ελεύθερη, ανυστερόβουλη και αφοσιωμένη στην αγάπη του Θεού για δική Του και μόνο χάρη, ώστε να αγαπά τους ανθρώπους όχι για τη σχέση τους με το άτομο, αλλά για τη σχέση που έχουν με το Θεό ως παιδιά Του και ως δημιουργήματα της θεϊκής δύναμης, ως όντα που είναι κάτω από την επιρροή του Αγίου Πνεύματος.

Οπότε η θεϊκή αγάπη, περισσότερο απ’ όλες τις αγάπες του κόσμου, είναι αντίθετη προς το εγωιστικό πνεύμα. Και άλλες φυσικές αγάπες μπορεί κατά κάποιον τρόπο να αντιτίθενται στον εγωισμό κατά το μέτρο που παρακινούν τον άνθρωπο σε μεγάλη δοτικότητα και γενναιοδωρία προς εκείνους που αγαπούν. Αλλά από άλλης πλευράς συνάδουν με το εγωιστικό πνεύμα, διότι αν ανατρέξουμε στις ρίζες τους, θα δούμε ότι φυτρώνουν απ’ την ίδια ρίζα, τον εγωισμό. Η θεϊκή όμως αγάπη έχει τη ρίζα της στον Ιησού Χριστό οπότε δεν είναι απ’ αυτό τον κόσμο αλλά από έναν ανώτερο προς τον οποίο και τείνει—τείνει δηλαδή προς τα εκεί απ’ όπου προήλθε. Όπως λοιπόν δεν πηγάζει από το εγώ, έτσι και δεν τείνει προς το εγώ. Χαίρεται να τιμά και να δοξάζει το Θεό για χάρη Του και μόνο και όχι για χάρη του εγώ. Και εκζητεί και χαίρεται με την ευτυχία των άλλων για δική τους χάρη και για χάρη του Θεού. Το ότι δε μάλιστα η θεϊκή αγάπη είναι τόσο ανώτερη και αντίθετη προς το εγωιστικό πνεύμα φαίνεται κι απ’ το ότι εκτείνεται ακόμα και στους εχθρούς και έχει την τάση να βγαίνει προς συνάντηση των αγνωμόνων και των κακών, εκείνων που μας βλάπτουν και μας μισούν (πράγμα που είναι τελείως αντίθετο προς το εγωιστικό πνεύμα και τελείως πέρα απ’ τη φύση του) και μοιάζει περισσότερο με τη φύση του Θεού παρά των ανθρώπων.

Τρίτον, η φύση της χριστιανικής αγάπης προς το Θεό γενικά και προς τον άνθρωπο ειδικότερα.

Πρώτα πρώτα,  ας αρχίσουμε την εξέταση του θέματος από την αγάπη για το Θεό. Αν κοιτάξουμε τι λέει ο Λόγος του Θεού για την αγάπη προς το Θεό, θα δούμε ότι διδάσκει πως εκείνοι οι οποίοι πραγματικά αγαπούν το Θεό, Τον αγαπούν τόσο πολύ ώστε ν’ αφιερώνουν τον εαυτό τους σ’ Εείνον και στην υπηρεσία Του. Αυτή είναι η πεμπτουσία των δέκα εντολών, ότι δηλαδή θα αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου με όλη σου την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμη (Λευιτ. 6/4 & Μάρκ. 12/30). Σ’ αυτά τα λόγια περιέχεται ο ορισμός της σωστής αγάπης προς το Θεό και επίσης το μάθημα ότι εκείνοι που Τον αγαπούν σωστά, αφιερώνουν τον εαυτό τους εξολοκλήρου σ’ Αυτόν: την καρδιά, την ψυχή, τη δύναμή τους και όλες τους τις ικανότητες και δεξιότητες.

Σίγουρα ο άνθρωπος που δίνει όλ’ αυτά στο Θεό, δεν κρατά τίποτε για τον εαυτό του, αλλά αφιερώνει όλο του το είναι πλήρως και αποκλειστικά στο Θεό χωρίς καμία επιφύλαξη. Όλοι όσοι έχουν πραγματική αγάπη για το Θεό κατέχονται από ένα πνεύμα που τους ωθεί να κάνουν ακριβώς αυτό, πράγμα που δείχνει πόσο υπεράνω της εγωιστικής αρχής είναι η αληθινή αγάπη προς το Θεό. Διότι, αν το άτομο είναι πλήρως αφοσιωμένο στο Θεό, τότε υπάρχει κάτι πάνω απ’ το εγώ που το υπερνικά, υπάρχει κάτι ανώτερο από το εγώ που παίρνει το εγώ και το προσφέρει θυσία στο Θεό. Η εγωιστική αρχή ουδέποτε αφιερώνει το είναι της πλήρως σε μια άλλη δύναμη. Η φύση της είναι τέτοια που να επιδιώκει να αφοσιώνονται οι πάντες στο εγώ. Εκείνοι που έχουν πραγματική αγάπη για το Θεό, Τον αγαπούν ως Θεό και ως το Υπέρτατο Αγαθό, ενώ είναι στη φύση του εγωισμού να στήνει το εγώ στη θέση του Θεού και να το λατρεύει ως είδωλο. Όποιο Ον οι άνθρωποι θεωρούν ως το ύψιστο, σ’ αυτό αφιερώνουν όλο τους το είναι. Εκείνοι που κάνουν το εγώ είδωλό τους, αφιερώνουν τα πάντα στο εγώ. Εκείνοι όμως που αγαπούν το Θεό, αφιερώνουν τα πάντα στο Θεό.

Δεύτερον, το ότι η χριστιανική αγάπη είναι αντίθετη προς το εγωιστικό πνεύμα φαίνεται από το τι διδάσκει ο Λόγος του Θεού για την αγάπη προς τον άνθρωπο. Δύο πράγματα:

• το πρώτο είναι ν’ αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας. Το βρίσκουμε στο Λευιτικό της Παλαιάς Διαθήκης (19/18) και το αναφέρει επίσης κι ο Χριστός ως την πεμπτουσία των υποχρεώσεων του ανθρώπου οι οποίες αναφέρονται στη δεύτερη εντολή (Ματθ. 22/39). Αυτό βέβαια είναι αντίθετο προς τον εγωισμό, διότι δεν είναι στη φύση της αγάπης να περιορίζει τον εαυτό της στο εγώ, αλλά να τον επεκτείνει και σε άλλους, το ίδιο όπως και στο εγώ και με τον ίδιο τρόπο όπως και προς το εγώ. Μας προδιαθέτει να θεωρούμε τον πλησίον μας ως ένα μ’ εμάς και να μην κοιτάμε μόνο τις δικές μας περιστάσεις και συμφέροντα, αλλά και τις ελλειψεις και επιθυμίες του πλησίον μας, το ίδιο όπως νοιαζόμαστε και για τις δικές μας.

• το δεύτερο σημαντικό σημείο του ορισμού της χριστιανικής αγάπης στο Λόγο του Θεού ως το άκρως αντίθετο του εγωισμού είναι η προτροπή να αγαπάμε τους άλλους όπως μας αγάπησε ο Χριστός. «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους∙ καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 13/34). Αυτή είναι πραγματικά μια καινούργια εντολή αφού διαφοροποιείται από την παλιά του «αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Όχι βέβαια ότι η εντολή να αγαπάμε τους άλλους ήταν καινούργια—γιατί το ίδιο έλεγε κι η παλιά—αλλά διότι το κίνητρο που τη συνοδεύει, το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, καθώς και τα μέτρα και σταθμά που θέτει το ευαγγέλιο είναι καινούργια. Όχι πια όπως αγαπάμε εμείς τον εαυτό μας, αλλά όπως μας αγάπησε εμάς ο Χριστός. Αυτό είναι που ονομάζεται εδώ «νέα εντολή» και μάλιστα μια εντολή την οποία ο Ιησούς αποκαλεί δική Του λέγοντας με έμφαση: «Αύτη είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς σας ηγάπησα» (Ιωάν. 15/12). Το να αγαπάμε ο ένας τον άλλο όπως αγαπάμε τον εαυτό μας είναι η εντολή του Μωυσή. Το να αγαπάμε όμως ο ένας τον άλλο όπως μας αγάπησε ο Χριστός, είναι η εντολή του Θεού του Λυτρωτή μας. Πρόκειται για την ίδια εντολή με την παλιά του Μωυσή αλλά τώρα τη φωτίζει το καινούργιο φως της αγάπης του Χριστού για μας, οπότε έχει ένα διαφορετικό βαθμό και μια καινούργια εκτελεστότητα.

*

Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος την παραπάνω παρέκβαση και ας επιστρέψουμε στο κύριο θέμα, πώς δηλαδή ο ορισμός της χριστιανικής αγάπης, όπως τον δίνει ο Χριστός, δείχνει ότι είναι το αντίθετο του εγωισμού, αναλογιζόμενοι με ποιον τρόπο έδειξε την αγάπη του για μας ο Χριστός η οποία αντιτίθεται στο εγωιστικό πνεύμα. Αυτό μπορούμε να το δούμε εξετάζοντας τέσσερα σημεία:

αα) Ο Χριστός έκλεισε στην αγάπη Του τους εχθρούς Του. Σχετικά μ’ εκείνους τους οποίους αγκάλιασε με την αγάπη Του, δηλαδή όλους εμάς, Αυτός όχι μόνο δεν πρόβαλε την αγάπη Του για τον εαυτό Του, αλλά τους αγάπησε ενόσω ήταν ακόμα εχθροί Του και κατέχονταν από πνεύμα μίσους γι’ Αυτόν. «Αλλ’ Ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών…Διότι εάν εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν διά του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή διά της ζωής αυτού» (Ρωμ. 5/8 & 10).

ββ) Τέτοια ήταν η αγάπη του Χριστού για μας που Τον ευχαριστούσε, κατά κάποιον τρόπο, να μας βλέπει σαν τον εαυτό Του. Με την αγάπη Του για μας, εάν βέβαια δεχτούμε τη δωρεά αυτής της αγάπης, τόσο μας αγκάλιασε και ένωσε την καρδιά Του με τη δική μας, που ευχαριστείται να μιλά για μας και να μας θεωρεί όπως τον εαυτό Του. Οι εκλεκτοί Του ήταν προαιώνια αγαπημένοι Του, ήταν η κόρη του οφθαλμού Του. Τόσο πολύ τους έβλεπε σαν τον εαυτό Του που τα προβλήματά τους ήταν και δικά Του. Ακόμα και την ενοχή τους έκανε δική Του με το να την πάρει στους ώμους Του. Και τη θεώρησε δική Του και υπέφερε και πέθανε Εκείνος γι’ αυτήν, προκειμένου εμείς να θεωρηθούμε αθώοι με αυτό το θεϊκό σχήμα σωτηρίας μέσ’ απ’ την υποκατάσταση του Χριστού στη θέση μας. Επίσης η αγάπη Του σκοπό έχει να μας ενώσει μαζί Του, έτσι ώστε να γίνουμε μέλη του δικού Του σώματος, να είμαστε δηλαδή η σάρκα και τα οστά Του. Χαρακτηριστικά λέει ο Ιησούς πάνω σ’ αυτό ότι το να ντύσουμε ένα γυμνό, να ταίσουμε έναν πεινασμένο, να ποτίσουμε ένα διψασμένο, να φιλοξενήσουμε έναν άστεγο και να συντρέξουμε έναν ασθενή ή φυλακισμένο είναι σαν να κάνουμε αυτή την προσφορά στον Ίδιο το Χριστό. «[Κ]αθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε» (Ματθ. 25/40).

γγ) Τέτοια ήταν η αγάπη του Χριστού για μας που έγινε ολοκαύτωμα για χάρη μας. Η αγάπη Του δεν περιορίστηκε μόνο σε αισθήματα ούτε σε μικρές προσπάθειες και θυσίες, αλλά, παρόλο που ήμασταν εχθροί Του, τόσο πολύ μας αγάπησε που απαρνήθηκε τον εαυτό Του και υπέφερε το μεγαλύτερο πάθος για χάρη μας. Παραιτήθηκε από τη δική Του ανάπαυση, τιμή και πλούτο και έγινε φτωχός, απόβλητος και μισητός—δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι Του—και ολά αυτά για μας! Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχυσε και το αίμα Του για μας προσφέροντας τη ζωή Του θυσία στο Θεό της Δικαιοσύνης, προκειμένου εμείς να συγχωρηθούμε, να γίνουμε αποδεκτοί από το Θεό και να σωθούμε!

δδ) Ο τρόπος με τον οποίο μας αγάπησε ο Χριστός δεν είχε μέσα του καμία προσδοκία ανταπόδοσης της αγάπης Του από μέρους μας. Εκείνος δεν είχε ανάγκη από τίποτε που θα μπορούσαμε εμείς να κάνουμε γι’ Αυτόν και ήξερε καλά ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεπληρώσουμε τη χάρη που μας έκανε ή να κάνουμε το οτιδήποτε γι’ Αυτόν. Ήξερε ότι είμαστε φτωχοί, δύστυχοι, απόβλητοι με άδεια χέρια, που θα μπορούσαμε να λάβουμε απ’ Αυτόν αλλά όχι και να Του δώσουμε τίποτε. Ήξερε ότι δεν έχουμε χρήματα ή άλλο πλούτο για να αγοράσουμε κατιτί κι ότι Εκείνος έπρεπε να μας δώσει όλα όσα χρειαζόμαστε δωρεάν, γιατί αλλιώς θα παραμέναμε φτωχοί στην αιωνιότητα.

Δεν θα απέχουμε λοιπόν παρασάγγες απ’ το εγωιστικό πνεύμα και δεν θα είμαστε τελείως αντίθετοι προς αυτό, αν αγαπάμε τους άλλους όπως μας αγάπησε εμάς ο Χριστός; Αν αυτό είναι το πνεύμα μας, η αγάπη μας για τους άλλους δεν θα εξαρτάται από τη δική τους αγάπη απέναντί μας, αλλά θα κάνουμε όπως ο Χριστός: θα τους αγαπάμε κι όταν ακόμα εκείνοι είναι εχθροί μας. Δεν θα επιζητούμε μόνο τα δικά μας συμφέροντα, αλλά στην καρδιά μας θα είμαστε τόσο ενωμένοι με τους άλλους που θα βλέπουμε τα δικά τους συμφέροντα σαν να ήταν δικά μας. Στόχος μας θα είναι να ενδιαφερόμαστε για το καλό τους, όπως κι ο Χριστός ενδιαφέρθηκε για το δικό μας. Και σε πολλές περιπτώσεις θα είμαστε έτοιμοι να απαρνηθούμε τα δικά μας πράγματα για χάρη των δικών τους, όπως κι ο Χριστός έκανε για μας. Και όλα αυτά θα είμαστε πρόθυμοι να τα κάνουμε για τους άλλους χωρίς καμιά προσδοκία ανταπόδοσης ή επιστροφής. Αν αυτό είναι το πνεύμα μας, δεν θα είμαστε κάτω από την επήρεια του εγωιστικού πνεύματος, αλλά θα είμαστε αλτρουιστές στις αρχές, στην καρδιά και στη ζωή μας.

*

Όσον αφορά την εφαρμογή αυτού του θέματος, εκείνο που θα έκανα κατ’ εξοχήν είναι να αποτρέψω όλους από το εγωιστικό πνεύμα και την εφαρμογή του και να τους προτρέψω να εκζητούν εκείνο το πνεύμα και να ζουν εκείνη τη ζωή που θα είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον εγωισμό. Ζητείστε από το Θεό να πλημμυρίσει την καρδιά σας από θεϊκή αγάπη, έτσι ώστε να είστε αφοσιωμένοι στο Θεό και τη δόξα Του και να αγαπάτε τον πλησίον σας όπως τον εαυτό σας—ή μάλλον όπως σας αγάπησε κι εσάς ο Χριστός. Μην κυνηγάτε τα δικά σας συμφέροντα, αλλά μάλλον τα συμφέροντα των άλλων. Για να υποκινηθείτε προς αυτή την κατεύθυνση—εκτός από τα κίνητρα που έχουν ήδη αναφερθεί—σκεφτείτε και τα εξής τρία πράγματα:

Πρώτο πράγμα: Δεν ανήκετε στον εαυτό σας.—Το ίδιο όπως δεν δημιουργήσατε εσείς τον εαυτό σας,  έτσι και δεν δημιουργηθήκατε για τον εαυτό σας. Δεν είστε ούτε ο δημιουργός ούτε ο τελικός σκοπός της ύπαρξής σας. Ούτε είστε εσείς ο ίδιος που στηρίζετε την ύπαρξή σας ή που χορηγείτε τα απαραίτητα για τη συντήρησή της ή που βασίζεστε στην ύπαρξή σας. Ένας άλλος σας έπλασε, σας συντηρεί, σας χορηγεί τα απαραίτητα και απ’ Αυτόν εξαρτάστε. Σας έπλασε για τον εαυτό Του και για το καλό των συνανθρώπων σας—όχι μόνο για το δικό σας καλό. Τοποθέτησε μπρος σας ψηλότερους και ευγενικότερους σκοπούς από το εγώ σας, όπως το καλό των συνανθρώπων σας, της κοινωνίας και της Ουράνιας Βασιλείας. Γι’ αυτούς τους σκοπούς πρέπει να αγωνίζεστε και να ζείτε, όχι μόνο για την εφήμερη και πρόσκαιρη υπαρξή σας σ’ αυτή τη γη, αλλά και για την αιώνια.

Και αν είστε χριστιανός, όπως πολλοί από σας λέτε ότι είστε, τότε κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο «δεν είστε κύριοι εαυτών. Διότι ηγοράσθητε διά τιμής» (Α´ Κοριν. 6/19, 20). αφού λυτρωθήκατε «διά του τιμίου αίματος του Χριστού ως αμνού αμώμου και ασπίλου» (Α´ Πέτρ. 1/19). Αυτό είναι το επιχείρημα για το ότι οι χριστιανοί δεν θα πρέπει να εκζητούν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά τη δόξα του Θεού, γιατί ο Παύλος προσθέτει: «Δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν διά του σώματός σας, και διά του πνεύματός σας, τα οποία είναι του Θεού» (Α´ Κοριν. 6/20). Από τη φύση σας ήσασταν σε μια άθλια, χαμένη κατάσταση, δέσμιος στα χέρια της δικαιοσύνης του Θεού κι ένας αξιοθρήνητος δεσμώτης της αμαρτίας και του σατανά. Ο Χριστός σάς λύτρωσε και Του ανήκετε, γιατί σας εξαγόρασε. Με βάση λοιπόν έναν εξαιρετικά δίκαιο τίτλο ανήκετε σ’ Εκείνον και όχι στον εαυτό σας. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να θεωρείτε ότι ανήκετε στον εαυτό σας και να επιδιώκετε την προώθηση των συμφερόντων σας ή της ευδαιμονίας σας—ούτε καν κατά κύριο λόγο. Αν το κάνετε αυτό, ληστεύετε το Χριστό. Και καθώς δεν ανήκετε στον εαυτό σας, τίποτε απ’ ό,τι έχετε δεν σας ανήκει. Οι ικανότητές του σώματος και της διάνοιάς σας, τα αποκτήματα σας, ο χρόνος σας, τα ταλέντα σας, η επιρροή σας, οι ανέσεις σας—τίποτε απ’ αυτά δεν σας ανήκει. Ούτε έχετε το δικαίωμα να τα χρησιμοποιείτε σαν να είχατε την απόλυτη κυριότητα όλων αυτών—πράγμα που πιθανώς κάνετε, επειδή φαντάζεστε ότι αυτά τα πράγματα είναι για το δικό σας ατομικό όφελος και όχι για την τιμή και τη δόξα του Χριστού, καθώς και για το καλό των συνανθρώπων σας.

Δεύτερο πράγμα: Mε την ομολογία σας και μόνο ότι είστε χριστιανός είστε ενωμένος με το Χριστό και με τους πιστούς αδελφούς σας. Οι χριστιανοί είναι εξ ορισμού τόσο δεμένοι μεταξύ τους που όλοι αποτελούν ένα σώμα. Κεφαλή αυτού του σώματος είναι ο Χριστός και οι χριστιανοί τα μέλη του. Ο απόστολος Παύλος γράφει σχετικά ότι «ημείς οι πολλοί εν σώμα είμεθα εν Χριστώ, ο δε καθείς μέλη αλλήλων» (Ρωμ. 12/5). Και πάλι στην Α´ προς Κορνθίους επιστολή τονίζει ότι όλοι εμείς «διά του ενός Πνεύματος εβαπτίσθημεν εις εν σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι» (12/13). Πόσο άπρεπο λοιπόν θα ήταν οι χριστιανοί να είναι εγωιστές και να ενδιαφέρονται μόνο για το ατομικό τους συμφέρον!

Στο φυσικό σώμα το χέρι είναι πρόθυμο να εξυπηρετήσει κεφάλι και όλα τα μέλη να βοηθήσουν το ένα το άλλο. Δουλεύουν τα χέρια μόνο και μόνο για το δικό τους όφελος; Δεν δουλεύουν αδιάκοπα τόσο για το καλό των άλλων μελών του σώματος όσο και για το δικό τους;  Δεν είναι η δουλειά που κάνουν καθημερινά για το κοινό καλό του όλου σώματος;  Το ίδιο συμβαίνει και με το μάτι, τα δόντια, τα πόδια, κλπ., όλα δηλαδή δουλεύουν όχι μόνο για τον εαυτό τους και για το δικό τους περιορισμένο καλό, αλλά για το κοινό καλό και την ευρωστία του όλου σώματος. Και αν ατιμαστεί το κεφάλι, μήπως δεν καλούνται και ενεργοποιούνται αμέσως όλα τα μέλη του σώματος προκειμένου να εξαλείψουν την ατίμωση και να την αντικαταστήσουν με τιμή; Και αν κάποια μέλη του σώματος έχουν τραυματιστεί και λυώνουν απ’ τον πόνο, δεν σπεύδουν αμέσως όλα τα άλλα μέλη να προστατέψουν εκείνο το αδύναμο μέλος που υποφέρει; Δεν επιστρατεύονται τα μάτια να το παρακολουθούν, τ’ αυτιά να ακούν προσεκτικά τις οδηγίες του γιατρού, τα πόδια να πηγαίνουν εκεί που πρέπει για να πάρουν βοήθεια και τα χέρια να του βάζουν τα φάρμακα που του δόθηκαν; Έτσι θα πρέπει να είναι και με το σώμα των χριστιανών. Όλα τα μέλη του θα πρέπει να βοηθούν και να ανακουφίζουν το ένα το άλλο προάγοντας το αμοιβαίο καλό και την αμοιβαία τους ευτυχία, καθώς και τη δόξα του Χριστού που είναι η κεφαλή.

Τρίτο πράγμα: Με το να επιδιώκετε τη δόξα του Θεού και το καλό των συνανθρώπων σας, ακολουθείτε τον ασφαλέστερο δρόμο για να φροντίσει ο Θεός τα δικά σας συμφέροντα και τη δική σας ευημερία. Αν αφιερώσετε τον εαυτό σας στο Θεό, κάτι σαν θυσία όλων των συμφερόντων σας σ’ Εκείνον, δεν έχετε βάλει τον εαυτό σας σε τελευταία μοίρα. Αν και φαίνεται ότι τον έχετε παραμελήσει, απαρνηθεί, και αδιαφορήσει γι’ αυτόν σε μίμηση της θεϊκής καλοσύνης, ο Θεός θα φροντίσει για σας. Θα μεριμνήσει να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά σας και να εξασφαλιστεί η ευημερία σας. Δεν θα έχετε χάσει με τις θυσίες που κάνατε για χάρη Του. Ας ειπωθεί προς δόξαν Του ότι δεν θα είναι οφειλέτης σας ο Θεός, αλλά θα σας το ξεπληρώσει στο εκατονταπλάσιο ακόμα και σ’ αυτή τη ζωή, πέρα δηλαδή από τις αιώνιες ανταμοιβές που θα σας απονείμει στη Βασιλεία των Ουρανών. Από τον ίδιο το Χριστό ακούμε να επιβεβαιώνεται αυτό: «Και πας όστις αφήκεν οικίας, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει, και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει» (Ματθ. 19/29). Το πνεύμα αυτής της υπόσχεσης αναφέρεται σε κάθε είδους θυσία που κάνει ο άνθρωπος για το Χριστό ή για τους συνανθρώπους του—για χάρη του Θεού. Ο Χριστός εκφράζει την επίγεια ανταπόδοση αριθμητικώς (εκατονταπλάσια), δηλαδή μ’ έναν αριθμό που δείχνει συμβολικά πολύ μεγάλο μέγεθος, αλλά δεν χρησιμοποιεί αριθμό, οποιουδήποτε μεγέθους, για την αιώνια ανταμοιβή. Απλά λέει ότι θα λάβουν «αιώνια ζωή», διότι η ανταμοιβή αυτή είναι τόσο μεγάλη και υπερέχει τόσο πολύ οποιασδήποτε θυσίας ή αυταπάρνησης που έχει τυχόν κάνει ο άνθρωπος για χάρη του Χριστού, ώστε κανείς συγκεκριμένος αριθμός δεν μπορεί να την εκφράσει.

Εάν είστε εγωιστής και κάνετε τα δικά σας ατομικά συμφέροντα είδωλο, ο Θεός θα σας αφήσει στις δικές σας προσπάθειες προώθησής τους να κάνετε ό,τι εσείς μπορείτε γι’αυτά. Αν όμως δεν επιδιώκετε το καλό σας με εγωιστικά κίνητρα, αλλά επιδιώκετε τα πράγματα που είναι του Χριστού, καθώς κι εκείνα που είναι των συνανθρώπων σας, τότε ο Θεός θα αναλάβει τα δικά σας συμφέροντα και την ευτυχία σας και είναι απείρως ικανότερος από σας να τα προωθήσει. Οι πηγές όλου του σύμπαντος είναι στη διάθεσή Του και μπορεί εύκολα να δώσει εντολή σε όλες να υπηρετήσουν τα συμφέροντά σας. Οπότε, το να μη φροντίσετε τα δικά σας κατά την εγωιστική έννοια του όρου είναι ο καλύτερος τρόπος για να τα φροντίσετε κατά μία καλύτερη έννοια. Αυτός είναι ο συντομότερος δρόμος που μπορείτε να πάρετε για την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας σας.

Εννοείται ότι όταν σας ζητείται να μην είστε εγωιστής, δεν σας ζητείτε—όπως αναφέρθηκε ήδη—να μην αγαπάτε και να μη φροντίζετε την ευτυχία σας. Απλά να μην κυνηγάτε αποκλειστικά τα δικά σας ατομικά και περιορισμένα συμφέροντα. Εάν εμπιστευτείτε την ευτυχία σας στο Θεό, δοξάζοντάς Τον και υπηρετώντας Τον με το να αγαθοποιείτε, περισσότερο με τον τρόπο αυτό παρά με οποιονδήποτε άλλο θα προάγετε τα υλικά σας συμφέροντα, την τιμή και τη χαρά σας σ’ αυτή τη γη και θα αποκτήσετε στεφάνι απαράμιλλης δόξας στη Βασιλεία των Ουρανών, καθώς και αμάραντες χαρές στα δεξιά του Κυρίου. Αντίθετα, αν με πνεύμα εγωιστικό επιδιώκετε να κάνετε τα πάντα δικά σας, θα τα χάσετε όλα και στο τέλος θα φύγετε απ’ αυτό τον κόσμο γυμνοί και έρημοι οδεύοντας προς την αιώνια φτώχεια και περιφρόνηση. Αν όμως δεν επιδιώκετε τα δικά σας αλλά τα πράγματα του Χριστού και το καλό των συνανθρώπων σας, ο Ίδιος ο Θεός θα σας ανήκει και ο Χριστός Του και το Πνεύμα το Άγιο—όλα θα είναι δικά σας. «[Μ]ηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους∙ διότι τα πάντα είναι υμών∙ είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς, είτε κόσμος, είτε ζωή είτε θάνατος, είτε παρόντα είτε μέλλοντα∙ τα πάντα είναι υμών∙ σεις δε, του Χριστού∙ ο δε Χριστός του Θεού» (Α´ Κορινθ. 3/21 & 22).

*

Τα λόγια αυτά ας προδιαθέσουν όλους μας να είμαστε λιγότερο εγωιστές απ’ ό,τι είμαστε και να εκζητούμε περισσότερο το αντίθετο του εγωιστικού πνεύματος το οποίο είναι το πιο έξοχο πνεύμα. Ο εγωισμός είναι μια αρχή που είναι έμφυτη σ’ εμάς. Πραγματικά, όλη η φθορά της φύσης μας είναι ριζικά προϊόν του εγωισμού. Όταν όμως αναλογιστούμε το τι ξέρουμε για το χριστιανισμό και το πόσο δυνατά και πολυάριθμα είναι τα κίνητρα που μας δίνει, θα έπρεπε να είμαστε πολύ λιγότερο εγωιστές και λιγότερο πρόθυμοι να υπηρετούμε αποκλειστικά και μόνο τα δικά μας συμφέροντα. Πόσο πολύ εγωιστικό πνεύμα υπάρχει μέσα μας και πόσο λίγο απ’ αυτό το έξοχο, ευγενικό και επεκτατικό πνεύμα το οποίο η μελέτη αυτή έφερε στο προσκήνιο! Οποιοσδήποτε όμως κι αν είναι ο λόγος γι’ αυτό—είτε επειδή έχουμε μια πολύ στενή αντίληψη του χριστιανισμού είτε επειδή δεν μάθαμε από το Χριστό, όπως θα έπρεπε να είχαμε μάθει, είτε εξαιτίας των εγωιστικών συνηθειών που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας—όποιος και να’ναι ο λόγος, ας επιδιώξουμε να τον υπερνικήσουμε προκειμένου να αυξηθούμε σε Χάρη και στο αλτρουιστικό πνεύμα, έτσι ώστε να δοξάσουμε το Θεό και να αγαθοποιούμε απέναντι των ανθρώπων.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά:  Δρ Γιούλικα Κ. Masry



* Αυτό είναι το Β´ Μέρος του κειμένου του Jonathan Edwards ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. Και τα δύο μέρη αναπτύσσουν το θέμα της αγάπης, όπως περιγράφεται στο 13 κεφάλαιο της Α´ προς Κορινθίους επιστολής (Σ.τ.μ.).

 ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ”- ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ  

 

 

 

 

 

.

Comments are closed.