Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ


 

 του John Hunter

 

«Και ανοίξας ο Φίλιππος το στόμα αυτού, και αρχίσας από της γραφής ταύτης, ευηγγελίσατο εις αυτόν τον Ιησούν» (Πράξ. 8/35)

 

Στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να βρουν το Θεό με διάφορους τρόπους, σε διαφορα μέρη και χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη σκέψη και πιστεύω. Είναι τόσο συνηθισμένοι στις επιχειρηματικές μεθόδους και τρόπο σκέψης του κόσμου που συνδέουν τη χριστιανική πίστη με συγκεκριμένο χώρο, προσωπικότητα, σχεδιασμό ή πρόγραμμα. Συχνά και οι ίδιοι οι χριστιανοί και τα μέλη των χριστιανικών εκκλησιών κάνουν το ίδιο λάθος: αξιολογούν την πνευματική αλήθεια με μη πνευματικά κριτήρια. Ο οραματισμός τους είναι περιορισμένος και γίνονται τόσο κοντόφθαλμοι που η αποτελεσματικότητά τους στην υπηρεσία του Θεού και η χρησιμότητά τους για το έργο Του περιορίζονται τρομερά. Μόνο ο Λόγος του Θεού μπορεί να μας δώσει την απάντηση.

Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται λόγος για έναν Αιθίοπα ο οποίος εκπροσωπεί τον άνθρωπο στην καλύτερη εκδοχή του. Περιγράφεται ως άνθρωπος που είχε μεγάλη εξουσία στα χέρια του και ήταν επικεφαλής του θησαυροφυλάκιου της Αιθιοπίας. Τον είχε διαλέξει η ίδια η βασίλισσα και σ’ αυτήν έδινε λόγο απευθείας. Θα πρέπει να ήταν άτομο μεγάλης ακεραιότητας για να του έχει ανατεθεί η διαχείριση ενός τόσο τεράστιου θησαυρού. Θα πρέπει επίσης να ήταν ευγενής ως προς την καταγωγή, να είχε αριστοκρατική ανατροφή και να διέθετε μεγάλη μόρφωση και επαγγελματική ικανότητα. Φυσικά θα ήταν και πολύ πλούσιος, πράγμα που θα του επέτρεπε να έχει πολλά από τα πράγματα στα οποία αρέσκεται ο κόσμος. Τέλος θα πρέπει να ήταν και αρκετά νέος και δυνατός για να μπορεί να κάνει τόσο μακρινά ταξίδια, κάτι που ήταν σπάνιο εκείνη την εποχή. (Ο Ιησούς, για παράδειγμα, έζησε ολόκληρη την επίγεια ζωή Του σε μια περιοχή που δεν ήταν μεγαλύτερη από εκατόν εξήντα επί ενενήντα χιλιόμετρα—αυτά τα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα λοιπόν ήταν όλη κι όλη η έκταση των ταξιδιών του Χριστού).

Ο Αιθίοπας φαίνεται να ήταν πολυταξιδεμένος, με τα κριτήρια εκείνης της εποχής, και να έχει όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν έναν άνθρωπο ευτυχισμένο—πλούτη, ανώτερο αξίωμα, φήμη, βασιλικές συναναστροφές. Κι όμως η καρδιά του δεν ήταν ικανοποιημένη. Αναζητούσε ειρήνη με το Θεό, έψαχνε δηλαδή για την πλήρη ικανοποίηση του πόθου και της δίψας της ψυχής του. Το ξέρουμε ότι αυτό αναζητούσε από το είδος των βιβλίων που διάβαζε γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τα βιβλία που διαβάζουμε είναι ένας καλός καθρέφτης του τι ζητάμε στη ζωή.

Αν δω ότι διαβάζετε βιβλία μαθηματικών, φυσικής και χημείας θα καταλάβω ότι μάλλον προετοιμάζεστε για κάποιο διαγώνισμα. Από το είδος των βιβλίων που διαβάζετε—φωτογραφία, σπορ, κηπουρική—μπορώ επίσης να μαντέψω το χόμπυ σας. Δείξε μου τα βιβλία σου, να σου πω ποιος είσαι! Αν δω ότι διαβάζετε βιβλία φτηνής διασκέδασης και φτηνής αμαρτίας, βιβλία τα οποία υποτιμούν την ανθρώπινη ύπαρξη, θα καταλάβω ότι αυτό είν’ εκείνο που επιθυμείτε για τον εαυτό σας. Αν δεν διαβάζετε τίποτε, είστε ένα τίποτε. Αν διαβάζετε το Λόγο του Θεού, έχετε την πηγή «Θεός» μέσα στην προσωπικότητά σας. Ο Αιθίοπας αναζητούσε την ειρήνη, έψαχνε για την απάντηση στο πένθος, τη λύπη, την αδικία και την αμαρτία. Ζήταγε εκείνο που θα ικανοποιούσε τη βαθιά δίψα της καρδιάς του.

Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που είναι εξίσου διψασμένοι για κάποια παρόμοιου τύπου ικανοποίηση, αλλά δεν μπορούν να το εκφράσουν. Έτσι, πολλοί νομίζουν ότι τα πλούτη θα τους φέρουν την πλήρη ικανοποίηση. Αν μπορούσαν να έχουν αρκετά χρήματα ώστε να ικανοποιήσουν όλες  τους τις επιθυμίες, τότε θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι. Ο Αιθίοπας τα είχε όλα αυτά—όλα, εκτός από την ικανοποίηση.

Το γεγονός ότι τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν αυτή την ειρήνη φαίνεται και από το δείκτη των αυτοκτονιών στην εποχή μας. Οι αυτόχειρες δεν προέρχονται από τις τάξεις εκείνων που πασχίζουν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, αλλά εκείνων που έχουν αρκετή οικονομική άνεση για να ικανοποιήσουν όλες τους τις επιθυμίες μόνο που στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι «εάν τις έχη περισσά, η ζωή αυτού δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. 12/15).

Ο Αιθίοπας, που αυτή ακριβώς την ειρήνη αναζητούσε, ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, το θρησκευτικό κέντρο της εποχής του. Το ταξίδι του με επιστροφή θα ήταν πάνω από τρεισίμησι χιλιάδες χιλιόμετρα με άμαξα χωρίς σούστες, πάνω σε δρόμους που δεν ήταν ομαλοί και υπό συνθήκες διόλου άνετες για κανένα ανθρώπινο σώμα. Ένα τέτοιο ταξίδι σίγουρα ήταν η απόδειξη της ειλικρινούς του αναζήτησης. Ήρθε στην Ιερουσαλήμ, στο θαυμαστό Ναό του Σολομώντα. Θα παρακολουθούσε εκεί τις μεγαλοπρεπέστερες θρησκευτικές τελετές. Θα άκουγε τα μελωδικότερα αλληλούια. Θα συναναστρεφόταν τους καλύτερους θρησκευτικούς ηγέτες της εποχής του. Παντού γύρω του υπήρχε η ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη θρησκεία και να βρει την απάντηση στο ερώτημα που βασάνιζε την καρδιά του. Αλλά έφευγε από το χώρο της θρησκείας χωρίς την ειρήνη του Θεού. Η ειρήνη του Θεού δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Σε τέτοια μέρη μπορεί να βρει κανείς το τελετουργικό, το αξιοσέβαστο και τη θρησκεία, αλλά όχι τη σωτηρία του Θεού.

Πριν φύγει από την Ιερουσαλήμ αγόρασε το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Ένα τέτοιο βιβλίο ή πάπυρος θα κόστιζε πολύ ακριβά έτσι όπως ήταν γραμμένο με το χέρι επάνω σε περγαμηνή. Και εδώ πάλι το τίμημα που πλήρωσε δείχνει την έντονη επιθυμία της καρδιάς του. Καθώς η άμαξά του ανεβοκατέβαινε στους ανώμαλους δρόμους του γυρισμού, εκείνος προσπαθούσε να βρει ειρήνη με το Θεό στα χωρία που διάβαζε, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το κείμενο παρέμενε ένα κλειστό βιβλίο για κείνον και δεν είχε το κλειδί για να ξεκλειδώσει το μήνυμα. Είχε λοιπόν φτάσει στο τέρμα των προσπαθειών του. Τα πλούτη του, η ευγενής καταγωγή του, η μεγάλη του μόρφωση, η σωματική του δύναμη, τα νιάτα του, η ψηλή κοινωνική του θέση, όλα αυτά δεν κατάφερναν να τον ικανοποιήσουν. Τώρα όμως ο Ίδιος ο Θεός μπαίνει στη ζωή του και αναλαμβάνει τα ηνία.

Πόσο γρήγορα ξετυλίγονται τα πάντα όταν ο Θεός παίρνει τα πράγματα στα χέρια Του! Ξάφνου, και κάπως απ’ το πουθενά, τον πλησιάζει ο Φίλιππος και τον ρωτάει: «Άραγε γιγνώσκεις α αναγιγνώσκεις;» (Πράξ. 8/30). Και όταν ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος απαντά ειλικρινά πως όχι, δεν καταλαβαίνει, τότε ο Φίλιππος αρχίζει να του κηρύττει από τις Γραφές και να του κηρύττει ένα πρόσωπο: τον Ιησού Χριστό.* Στην κλειστή πόρτα του Λόγου του Θεού λοιπόν ο Φίλιππος έβαλε το ευλογημένο κλειδί που είναι ο Χριστός και τα πάντα έγιναν καταληπτά. Το πλήρες μήνυμα της σωτηρίας του Θεού μέσ’ απ’ το Χριστό κηρύχτηκε και ο Αιθίοπας, που ήταν από τα έθνη, πίστεψε. Τι ένδοξο τέλος! Βαπτίστηκε και συνέχισε το δρόμο του χαρούμενος, χωρίς από κείνη την ημέρα να πάψει ποτέ να χαίρεται. Ένα μόνο κήρυγμα του ευαγγελίου άκουσε σ’ ολόκληρη τη ζωή του αυτός ο άνθρωπος και αυτό ήταν αρκετό. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ο Ιησούς Χριστός.

Γύρισε στον τόπο του χωρίς Γραφή, χωρίς προσευχητάρι και χωρίς υμνολόγιο. Δεν είχε εκκλησία να τον στηρίξει, ποιμένα να τον οδηγήσει, χριστιανικά φυλλάδια να διαβάσει ή βιβλικά μαθήματα δι’ αλληλογραφίας να παρακολουθήσει. Δεν είχε μια χριστιανική κοινότητα να του συμπαραστέκεται και να τον ενδυναμώνει, δεν υπήρχε κάτι που έπρεπε ο ίδιος να κάνει προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του. Είχε μόνο τη γνώση του Χριστού ως Μεσσία και Λυτρωτή του.[1] Τι καταπληκτική σκέψη! Ωστόσο αποτελεί πρόκληση το γεγονός ότι, όταν μετά από πολλά χρόνια, χριστιανοί ιεραπόστολοι πήγαν στην Αιθιοπία, βρήκαν ομάδες ανθρώπων που λάτρευαν το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού και χαίρονταν μ’ αυτό. Εκείνου του Αιθίοπα η χαρά ήταν κολλητική! Την ένιωσαν και άλλοι και από τότε δεν έχει εκλείψει ποτέ.

Το μυστικό βέβαια βρισκόταν στο μήνυμα του Φίλιππου. Ο Φίλιππος είχε ένα μόνο κείμενο, τον Ιησού Χριστό, ένα μόνο κήρυγμα, τον Ιησού Χριστό. (Πράξ. 8/5, 35). Ως προς αυτό ακολουθούσε την πραγματική αποστολική παράδοση.

Σχετικά με τους αποστόλους διαβάζουμε στις Πράξεις τα εξής: «Και πάσαν ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον δεν έπαυον διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι τον Ιησούν Χριστόν» (5/42). Είχαν δηλαδή ένα μόνο ευαγγέλιο και ένα κήρυγμα—τη σωτηρία του Θεού μέσ’ από ένα Πρόσωπο. Όταν ο Παύλος κήρυξε το πρώτο του χριστιανικό κήρυγμα, το κήρυξε με τον ίδιο αυτό τρόπο. «Και ευθύς εκήρυττεν εν ταις συναγωγαίς τον Χριστόν, ότι ούτος είναι ο Υιός του Θεού» (Πράξ. 9/20). Και ο  Πέτρος επίσης, όταν άνοιξε το στόμα του, κήρυξε το ίδιο μήνυμα. «Τον λόγον τον οποίον απέστειλε προς τους υιούς Ισραήλ, ευαγγελιζόμενος ειρήνην διά Ιησού Χριστού» (10/36). «[Ε]ις τούτον πάντες οι προφήτες μαρτυρούσι, ότι διά του ονόματος αυτού θέλει λάβει άφεσιν αμαρτιών πας ο πιστεύων εις αυτόν» (10/43). Και πάλι ο Παύλος βεβαιώνει στις Πράξεις ότι «διά τούτου [του Χριστού] κηρύττεται προς εσάς άφεσις αμαρτιών» (13/38). Τέλος δε, όταν ο Παύλος ήρθε και στην Αθήνα, τον Ιησού τούς κήρυξε και πάλι («εκήρυξεν εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν» (Πράξ. 17/18). Ας αναλογιστούμε τούτο μόνο. Οι απόστολοι δεν είχαν κτίρια, προγράμματα, επιτροπές, οργανώσεις. Είχαν όμως ΔΥΝΑΜΗ. Για τους αποστόλους ειπώθηκε ότι «οι αναστατώσαντες την οικουμένην ήλθον και εδώ» (Πράξ. 17/6). Τι μεγάλη φιλοφρόνηση! Το θέμα είναι πως όλο τους το κήρυγμα είχε να κάνει με το Πρόσωπο του Ιησού. Όχι μόνο με το έργο Του αλλά με το Πρόσωπό Του. Εκείνος και μόνο είναι η πλήρης σωτηρία του Θεού.

Σήμερα πολλοί απ’ αυτούς οι οποίοι λέγονται χριστιανοί έχουν κάνει το λάθος να προσεγγίζουν τα πνευματικά πράγματα σύμφωνα με τα γήινα δεδομένα. Προσπαθούμε να πλησιάσουμε ανθρώπους στην ανάγκη τους μέσ’ απ’ τους δικούς μας χώρους (τις εκκλησίες), τα δικά μας προγράμματα και σχεδιασμούς, τις δικές μας ιδιαιτερότητες και τις δικές μας προσωπικότητες. Όλα αυτά είναι καλά και άγια αλλά από μόνα τους δεν διαθέτουν δύναμη. Όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρίζουν μια οργάνωση αλλά όχι έναν οργανισμό. Ο οργανισμός έχει ζωή, κάτι που καμία οργάνωση δεν έχει. Χωρίς το Πρόσωπο του Χριστού είναι απλά κοινωνικές δομές. Όταν όμως ο Χριστός γίνεται ο μόνος καταστατικός χάρτης, τότε ακόμη και η ασημότερη και απλούστερη ομάδα φορτίζεται με το δυναμισμό του Θεού.

Υπάρχει ένας διάσημος πίνακας ζωγραφικής που λέγεται Η Παρουσία (The Presence[2]). Ο καλλιτέχνης τον έχει ζωγραφίσει σαν να κοιτάζει από το πίσω μέρος μιας εκκλησίας. Στην απέναντι πλευρά τελείται μια θρησκευτική τελετή. Το ιερό είναι κατάφωτο με κεριά και καταστολισμένο με σταυρούς. Ο ιερέας και η χορωδία φορούν υπέροχες στολές και ψάλλουν με μαγευτική φωνή. Το εκκλησίασμα, κάπως μικρό, έλκεται απ’ αυτή τη σκηνή σαν τις πυγολαμπίδες στο φως του κεριού. Αλλά στο πίσω μέρος, μακριά απ’ όλα, μια φτωχή γυναίκα που είναι βουτηγμένη σε βαθιά θλίψη και δυστυχία στέκει σκυφτή. Δίπλα όμως από τη φιγούρα αυτής της γυναίκας στέκει η μυστική μορφή του Προσώπου του Χριστού—το χέρι Του ακουμπισμένο στο σκυμμένο της κεφάλι. Πόσο δυνατό είναι το μήνυμα αυτού του πίνακα! Η θρησκεία μπορεί να ελκύει, αλλά δεν μπορεί να γιατρέψει τις συντριμμένες καρδιές.

Η Ρωμαιοκαθολική πίστη είναι επικεντρωμένη στη Βηθλεέμ. Υπάρχει όμως ένα πρόσωπο πολύ πιο αποτελεσματικό από την άγια μητέρα του Χριστού, τη Μαρία, και το Θείο Βρέφος στη φάτνη—μικροσκοπικό, αδύναμο και αβοήθητο. Όλα αυτά βέβαια αναμφισβήτητα είναι αληθινά μέχρις ενός σημείου, αλλά όταν η εικόνα αυτή μεγεθύνεται, καταστρέφεται η ισορροπία και ο Χριστός μπαίνει στη σκηνή απλά και μόνο ως συμπλήρωμα. Η καθαρή και ολοκληρωμένη πληρότητα της δύναμής Του έχει χαθεί. Δεν ήταν όμως αυτό το μήνυμα των πρώτων μαχητών της χριστιανικής πίστης.

Ο χριστιανός της μεταρρύθμισης, ο ευαγγελικός χριστιανός, συνήθως απαντάει σ’ αυτό με το να επικεντρώνεται στο Γολγοθά, στο σημείο του μεσαίου Σταυρού, και στον άδειο τάφο. Αλλά κι αυτό με τη σειρά του μπορεί να περιορίσει τη δύναμη του Θεού. Βέβαια οι υμνογράφοι έχουν γράψει με ποιητική ευαισθησία για το Σταυρό ότι εκείνος που ατενίζει σ’ αυτόν το κάνει για «να βρει το Χριστό».[3] Και εμείς ξέρουμε ποιο είναι το πραγματικό νόημα που οι στίχοι αυτοί προσπαθούν να μας μεταφέρουν, αλλά δεν το ξέρουν και όλοι αυτό. Η σωτηρία του Θεού δεν είναι μόνο το έργο του Χριστού. Βρίσκεται στο Πρόσωπο Του. Εκείνος είναι η σωτηρία του Θεού. Η περίφημη προσευχή του Συμεών έλεγε, «διότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου» (Λουκ. 2/30). Το θέμα δεν είναι βέβαια στην απλή επιλογή των λέξεων αλλά σε μια ουσιώδη πλευρά της ζωντανής και ενεργού πίστης. Αν η πίστη μου είναι προσκολλημένη σ’ έναν τόπο, εύκολα παίρνει συναισθηματικό χαρακτήρα και χάνει—αξιοσέβαστα—την αποτελεσματικότητά της. Αλλά ο Χριστός ζει! Αν Εκείνος λοιπόν είναι η σωτηρία μου, τότε απ’ Αυτόν πηγάζει η ατέρμονη ζωτικότητα μιας ζωντανής και ζώσης  εμπειρίας της δικής Του ζωής μέσα στη δική μου.

Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους: «Ερευνάτε τας γραφάς, διότι σεις νομίζετε ότι εν αυταίς έχετε ζωήν αιώνιον∙ και εκείναι είναι αι μαρτυρούσαι περί εμού. Πλην δεν θέλητε να έλθητε προς εμέ, διά να έχητε ζωήν» (Λουκ. 5/39-40). Ο Ιησού Χριστός είναι μεγαλύτερος από τη Βηθλεέμ και μεγαλύτερος από το Γολγοθά. Είναι επίσης πολυτιμότερος και από τον Ίδιο Του τον πολύτιμο Λόγο. Χιλιάδες έχουν προσπαθήσει να ζήσουν τη ζωή τους μέσ’ απ’ τις διδασκαλίες Του, παραπέμποντας—σωστά και λάθος—στο Λόγο του Θεού σαν οδηγό τους, αλλά δεν υπάρχει σωτηρία στο Λόγο του Θεού. Μερικοί φαίνονται να λατρεύουν με μοναδικό ζήλο το κείμενο της Αγίας Γραφής. Ας είμαστε προσεκτικοί. Η σωτηρία δεν βρίσκεται στις Γραφές. Ο Ιησούς το είπε αυτό!

«Το γράμμα θανατόνει» (Β´ Κορινθ. 3/6). Είναι δυνατό να έχουμε προσωπική γνώση του Λόγου του Θεού και πάλι να μην έχουμε σωτηρία. Είναι δυνατό να γνωρίζουμε τις αλήθειες του Λόγου του Θεού και πάλι να είμαστε ένα σκληρόκαρδο, πικρόχολο και στενοκέφαλο άτομο, χωρίς τη χαρά και την αποτελεσματική δύναμη ζωής η οποία υπάρχει όταν είμαστε επικεντρωμένοι στο Χριστό.

Υπάρχει μια τέτοια φρεσκάδα και πνοή δροσιάς στη σύνδεση της σωτηρίας μου μ’ ένα Σωτήρα ο οποίος ΖΕΙ! Είναι εκείνο το έξτρα κατιτί που θριαμβεύει κατά της αδυναμίας, του πόνου και της κούρασης η οποία έρχεται με τα χρόνια. Είναι εκείνη η πληρότητα της σωτηρίας που με κάνει να ζω στο παρόν Εκείνου ο οποίος είπε ΕΓΩ ΕΙΜΙ (ποτέ Εγώ ήμουν ή Εγώ θα είμαι). Είναι η εμπειρία του να ζεις στο παρόν τη νίκη, τη χαρά, την καταξίωση, την απόλυτη εμπιστοσύνη σε ένα Πρόσωπο, τον Ιησού, ο οποίος είναι «ο αυτός χθες και σήμερον, και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13/8). Ο Χριστός είναι πάντοτε και σε κάθε εποχή ο ΙΔΙΟΣ. Εκκλησίες αλλάζουν, δόγματα περνούν και χάνονται, δογματικές αλήθειες υψώνονται και καταποντίζονται στο χρόνο από πλευράς σπουδαιότητας και σημασίας. Μόνο ο Χριστός παραμένει πάντοτε ο ΙΔΙΟΣ. «[Ι]δού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28/20). Τι ευλογημένη υπόσχεση προερχόμενη από ένα τέτοιο Ευλογημένο Πρόσωπο! Αν η πίστη μας εξαρτάται μόνο από τα κείμενα των Γραφών, πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι αυτό.

Ο Geoffrey Bull, ένας Άγγλος ιεραπόστολος, είχε φυλακιστεί από Κινέζους κομμουνιστές για αρκετά χρόνια. Στο βιβλίο του Όταν τα Σίδερα των Φυλακών Λυγίζουν (When Iron Gates Yield) αναφέρει πως είχε φυλακιστεί σε ένα φρικτό μπουντρούμι. Του πήραν τη Γραφή του, αλλά η πίστη του θριάμβευσε, διότι «ο Κύριος με παρεστάθη, και με ενεδυνάμωσε» (Β´ Τιμ. 4/17). Είχε μόνο το Χριστό. Αλλά ο Χριστός ήταν Εκείνος που είχε τη δύναμη να φέρει τα πάνω κάτω τα χρόνια των αποστόλων και ο Χριστός είναι Εκείνος ο οποίος και σήμερα μπορεί να κάνει τα σίδερα της φυλακής να λυγίσουν. Αν ο Ίδιος ο Χριστός είναι η σωτηρία σας, δεν χρειάζεστε τίποτε άλλο. «Και είσθε πλήρεις εν αυτώ» (Κολ. 2/10). Σας ανήκει και Του ανήκετε για πάντα και για όλες—και οποιεσδήποτε—τις συνθήκες και τους χώρους.

Το να ζει κανείς στο φως και την αλήθεια αυτού του γεγονότος είναι η αιώνια απάντηση σε όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, όλες τις θλίψεις και τον πόνο, ακόμα και στην ήττα και στον ίδιο το θάνατο. «Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθή κακόν∙ διότι συ είσαι μετ’ εμού» (Ψαλ. 23/4).

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιούλικα Κ. Masry (2011)

 

Αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του συγγραφέα “Living the Christ-filled Life”, 1969, Zondervan Publishing House, Grand Rapids Michigan, σελ. 10-17)



[1] Ο Φίλιππος δεν είχε τότε στη διάθεσή του τα ευαγγέλια να δώσει στον Αιθίοπα. Αν όμως τα είχε ίσως του έδινε το ευαγγέλιο του Λουκά, παραπέμποντάς τον μάλιστα στο χωρίο που αναφέρεται ότι ο Ιησούς, στην αρχή της διακονίας Του, καλείται να διαβάσει στη συναγωγή από το 61ο κεφάλαιο του Ησαΐα την προφητεία η οποία αφορούσε Αυτόν τον Ίδιο, ταυτοποιώντας έτσι τον εαυτό Του ως το Μεσσία και συνδέοντας ακόμη στενότερα την Παλαιά με τη Νέα Οικονομία του Θεού: «Πνεύμα Κυρίου είναι επ’ εμέ∙ διά τούτο με έχρισε∙ με απέστειλε διά να…κηρύξω ευπρόσδεκτον Κυρίου ενιαυτόν» —Λουκ. 4/18 & 19 (Σ.τ.μ.).

[2] Πρόκειται για τον πίνακα του Capt. A.E. Borthwick τον οποίο ο καλλιτέχνης ζωγράφισε το 1910 για τον καθεδρικό ναό St. Mary στο Εδιμβούργο. Ο πίνακας ήταν υπό φύλαξη από τη Royal Scottish Academy κατά τη διάρκεια του πολέμου και αποδόθηκε από τον καλλιτέχνη και τη σύζυγό του στην εκκλησία στις 19 Δεκεμβρίου του 1944 (Σ.τ.μ.).

[3] Στο αγγλικό πρωτότυπο ο ύμνος αυτός επιγράφεται “The Old Rugged Cross” και η φράση στην οποία αναφέρεται εδώ ο συγγραφέας είναι “I will ever be true,” δηλαδή, θα μένω πάντοτε πιστός κι αληθινός (Σ.τ.μ.).



 * Σ.τ.μ. Παρόλο που ούτε οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ούτε ο συγγραφέας αυτού του κειμένου κάνει κάποια υπόθεση για το ποια να ήταν άραγε τα χωρία που διάβαζε ο Αιθίοπας από το μακροσκελές βιβλίο του Ησαΐα, αξίζει ίσως να αναρωτηθούμε γι’αυτό και με την ευκαιρία αυτή να φέρουμε στο νου μας το προφητικό βιβλίο στο σύνολό του. Ο προφητικός λόγος του Ησαΐα δεν είναι μονοσήμαντος. Πρώτα πρώτα ο Ησαΐας είναι ο προφήτης της τρομερής κρίσης του Θεού και της εξαγγελόμενης καταστροφής που περιμένει τον Ιούδα τον οποίο την εποχή εκείνη κυβερνούσε ο διεστραμμένος βασιλιά Αχάζ—με το λαό ν’ ακολουθεί στ’ αχνάρια του. «Ιδού ο Κύριος κενόνει την γην, και ερημόνει αυτήν, και ανατρέπει αυτήν, και διασκορπίζει τους κατοίκους αυτής» (24/1). Η λακωνικότητα του χωρίου επ’ ουδενί λόγω υποβαθμίζει το μέγεθος της καταστροφής, για να μην πει κανείς ότι μάλλον το τονίζει. Και είναι επίσης ο Ησαΐας ο προφήτης στον οποίο έχει ανατεθεί το άχαρο έργο να απευθύνεται σε λαό ο οποίος βλέπει αλλά δεν βλέπει, ακούει αλλά δεν ακούει (6/9). Θα μπορούσε άραγε κάτι τέτοιο να συγκινήσει τον Αιθίοπα ο οποίος εκζητούσε την ειρήνη του Θεού και δίψαγε για καθοδήγηση προκειμένου να βρει την αλήθεια;

Ο Ησαΐας όμως είναι επίσης και ο προφήτης της Λύτρωσης και της Μεσσιανικής Ελπίδας. Κατ’ αρχάς κάνει λόγο για το ευλογημένο «υπόλοιπο» (το δέκατο), το οποίο ο Θεός με τη Χάρη Του θα σώσει από την κρίση (6/13), το ίδιο εκείνο υπόλοιπο η υπόσχεσή του οποίου είχε κάποτε τόσο αποτελεσματικά παρηγορήσει τον Ηλία στη μεγάλη του κατάθλιψη. Και είναι βέβαια και ο κατ’ εξοχήν προφήτης του ενσαρκωμένου Μεσσία, του Εμμανουήλ, ένα όνομα που στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει κυριολεκτικά «ο Θεός είναι μαζί μας» (ιμάνου[ανάχνου]-Έλ[οχίμ]). «Διά τούτο ο Κύριος αυτός θέλει σας δώσει σημείον∙ ιδού η παρθενος θέλει συλλάβει και γεννήσει υιόν, και θέλει καλεσθή το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (7/14). Και δύο κεφάλαια πιο κάτω ο προφήτης συνεχίζει πιο συγκεκριμένα: «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς, υιός εδόθη εις ημάς∙ και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού∙ και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης. Εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος, επί τον θρόνον του Δαβίδ, και επί την βασιλείαν αυτού, διά να διατάξη αυτήν, και να στερεώση αυτήν, εν κρίσει και δικαιοσύνη, από του νυν και έως του αιώνος» (9/6-7).

Αλλά και πιο συγκεκριμένα ο Ησαΐας είναι ο προφήτης ο οποίος θα επισημάνει με αξιοθαύμαστα ακριβή τρόπο το πώς ο Χρισμένος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, θα επιτελέσει το έργο της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό με το να πάρει Εκείνος στους ώμους Του την ανθρώπινη αμαρτία και να πληρώσει με θάνατο γι’αυτήν, προκειμένου να γίνει έτσι δυνατή η δικαίωση του αμαρτωλού διά πίστης στη σωτηρία που είχε ετοιμάσει ο Θεός από την αρχή και έφερε σε πέρας ο Υιός με το αίμα Του. Όποια χωρία του βιβλίου του Ησαΐα και να είχε παρατρέξει ο Αιθίοπας δεν θα ήταν ίσως παρακεκινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι τα εδάφια του 53ου κεφαλαίου—όπου γίνεται λόγος ακριβώς για το Δούλο του Κυρίου σε σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου—θα ήταν μάλλον μεταξύ εκείνων που θα του αναπτέρωναν την ελπίδα, παρόλο που αναγκαστικά θα τον προβλημάτιζαν κιόλας, αφού ούτε η Χάρη ούτε η υποκατάσταση στη θέση του φταίξαντος είναι μεταξύ των εννοιών που μπορούν να γίνουν εύκολα κατανοητές από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου.

«Αλλ’ αυτός ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη διά τας ανομίας ημών∙ η τιμωρία ήτις έφερε την ειρήνην ημών, ήτο επ’ αυτόν. Πάντες ημείς επλανήθημεν ως πρόβατα∙ εστράφημεν έκαστος εις την οδόν αυτού∙ και ο Κύριος έθεσε επ’ αυτόν την ανομίαν πάντων ημών» (53/5-6). Το μεγαλύτερο μυστήριο για τον άνθρωπο, ακόμη και τον εκζητούντα, είναι αναμφισβήτητα το μυστήριο της ενσάρκωσης του Χριστού και της υποκατάστασής Του στη θέση του δυστυχισμένου και λειψού ανθρώπου. «Και αναντιρρήτως το μυστήριον της ευσεβείας είναι μέγα», γράφει ο Παύλος στον Τιμόθεο. «[Ο] Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, εφάνη εις αγγέλους, εκηρύχθη εις τα έθνη, επιστεύθη εις τον κόσμον, ανελήφθη εν δόξει» (Α´ Τιμ. 3/16). Και εδώ ακριβώς είναι που το ευαγγέλιο, όταν το γνωρίσει κανείς, έρχεται να εκπληρώσει και να σφραγίσει την Παλαιά Διαθήκη του Θεού με το λαό Του—αρκεί να κηρυχθεί αυθεντικά—όπως το κήρυξε ο Φίλιππος στον Αιθίοπα (Σ.τ.μ.).

Comments are closed.