ΕΣΘΗΡ: Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΟΥΡΑΝΙΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΓΗ

 

ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ


της Γιούλικας Κ. Μasry[i]

 

Η Εσθήρ ήταν Ιουδαία, ανήκε δηλαδή στο λαό του Ισραήλ που πριν έξι περίπου χιλιάδες χρόνια διάλεξε ο Θεός να τον κάνει δικό Του και από τον οποίο προήλθε ο Χριστός, τον οποίο ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο Σχέδιό Του, έστειλε στον κόσμο να πληρώσει Αυτός με το αίμα Του για την αμαρτία του ανθρώπου, έτσι ώστε πιστεύοντας σ’ Αυτόν ο άνθρωπος να σωθεί. Και ήταν η Εσθήρ μια κοπέλα με ξεχωριστή ομορφιά και φως ουράνιο που το εφερε στη γη αλλάζοντας έτσι πρόσωπα και πράγματα ενώ υπηρετούσε την κυρίαρχη Πρόνοια του Θεού για το λαό Ισραήλ σε μια δύσκολη αποστολή.

Στην Αγία Γραφή, που είναι ο Λόγος του Θεού γραμμένος με το χέρι των ανθρώπων και την έμπνευση του Θεού, την ιστορία της Εσθήρ τη διαβάζουμε στο βιβλίο που έχει για τίτλο το όνομά της, ΕΣΘΗΡ, και βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη[ii]. Εκεί συναντάμε την Εσθήρ μαζί με πολλές άλλες νεαρές κοπέλες που έχουν στρατολογηθεί και οδηγηθεί στο παλάτι του βασιλιά Ασσουήρη στα Σούσα της Περσίας για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου σκοπού. Το πώς βρέθηκε εκεί μια εβραιοπούλα είναι μια άλλη ιστορία. Οι Βαβυλώνιοι με το βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορα είχαν προηγουμένως (το 586 π. Χ.) κυριέψει την Ιερουσαλήμ και πάρει μαζί τους στην πατρίδα τους χιλιάδες Ιουδαίους αιχμαλώτους. Πενήντα όμως περίπου χρόνια αργότερα η Βαβυλωνία κυριεύτηκε από την Περσία που εκείνη την εποχή ήταν η πιο μεγάλη αυτοκρατορία στην Ασία εκτεινόμενη από την Ινδία ως την Αιθιοπία. Έτσι, πολλοί Ιουδαίοι βρέθηκαν να κατοικούν ή να έχουν μεταφερθεί στην περσική αυτοκρατορία.

Λίγο πριν οι έφοροι του βασιλιά στρατολόγησουν την Εσθήρ και τα άλλα νεαρά κορίτσια και τα φέρουν στη βασιλική πόλη, ο βασιλιάς Ασσουήρης είχε κάνει στα Σούσα μια μεγάλη γιορτή για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του στην οποία παρευρέθηκαν και πολλοί άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Περσίας και της Μηδίας. Για εκατόν ογδόντα ολόκληρες μέρες ο βασιλιάς έδειχνε σε όλους τα αμύθητα πλούτη του με μεγάλη περηφάνεια. Μετά την επίδειξη ακολούθησε επταήμερο συμπόσιο στον κήπο του βασιλικού παλατιού στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι. Το συμπόσιο είχε οργανωθεί με μεγαλοπρέπεια και χλιδή. Ο κήπος είχε διακοσμηθεί με χρωματιστά παραπετάσματα που τα συγκρατούσαν σκοινιά σε χρώμα βυσσινί τα οποία ήταν περασμένα από ασημένιους κρίκους και στερεωμένα στις μαρμάρινες κολώνες. Τα ανάκλιντρα για τους καλεσμένους ήταν από χρυσάφι και ασήμι και είχαν τοποθετηθεί σε πλακόστρωτο από χρωματιστά μάρμαρα, ενώ οι κούπες για το κρασί, που έρρεε άφθονο, ήταν χρυσές κι αλλιώτικες η μία απ’ την άλλη. Συγχρόνως, η γυναίκα του βασιλιά Ασσουήρη, η όμορφη βασίλισσα Αστίν, έκανε κι εκείνη δεξίωση για τις γυναίκες στα διαμερίσματά της. Αυτή και μόνο η περιγραφή μαρτυρεί αδιάψευστα την ευημερία και ειρήνη που επικρατούσε στην περσική αυτοκρατορία εκείνη την τρίτη χρονιά της βασιλείας του νεαρού μονάρχη Ασσουήρη και ρίχνει φως σε κάποιες από τις αξίες της.

Την έβδομη μέρα της γιορτής, όταν η καρδιά του Ασσουήρη είχε έρθει σε ευθυμία απ’ το κρασί, πρόσταξε να φέρουν ενώπιόν του τη βασίλισσα με το βασιλικό της διάδημα, για να την επιδείξει στους καλεσμένους του, έτσι όμορφη που ήταν. Το εβραϊκό πρωτότυπο λέει κυριολεκτικά «για να κάνει την ομορφιά της ορατή από το λαό και τους ηγεμόνες». Αλλά η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει και ο βασιλιάς, που προσβλήθηκε τόσο ώστε να νιώθει ότι απειλείται η ίδια του η ύπαρξη, οργίστηκε υπέρμετρα, κάτι που είναι η φυσική αντίδραση κάθε κενού και εγωκεντρικού ανθρώπου ο οποίος συναντά απροσδόκητα οποιασδήποτε μορφής αντίσταση στη θέλησή του («ναρκισσιστικό πλήγμα» θα ονομάζαμε στη γλώσσα μιας σύγχρονης ψυχολογικής σχολής τον τρόπο με τον οποίο εισέπραξε την άρνηση της βασίλισσας ο Ασσουήρης ή σε μια λιγότερο κλινική γλώσσα σαν εκείνη του Timothy Keller μπορεί να μιλούσαμε για το «σκοτάδι της εγωπάθειας» του βασιλιά που το μόνο που γνωρίζει είναι το «βασίλειο του εαυτού του»). Στη συνέχεια, όπως συνηθιζόταν για θέματα σχετικά με τη δικαιοσύνη και το νόμο, ο Ασσουήρης κάλεσε τους ειδικούς γι’αυτά τα ζητήματα, τους «σοφούς» του, να τους ρωτήσει πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί και επισήμως η άρνηση της Αστίν.

Ο Λόγος του Θεού δεν αναφέρει την αιτία για την οποία η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να υπακούσει και μένει σ’ εμάς να αναρωτηθούμε αν η στάση της οφειλόταν σε αντίδραση στη διαταγή του βασιλιά, απλά και μόνο για λόγους πεισματικούς και από αντίδραση στην εξουσία του άντρα της, ή στην εύλογη εναντίωσή της να χρησιμοποιηθεί από κείνον ως μέσο επίδειξης—με όποιους τυχόν τρόπους επρόκειτο να γίνει αυτό που ίσως να μην ήταν οι πρέποντες ούτε στο βασιλικό της αξίωμα ούτε στη γυναικεία ή απλά ανθρώπινη αξιοπρέπειά της. Αν λάβουμε υπόψη την πληροφορία που μας δίνει ο ιστορικός Ιώσηππος όσον αφορά τη συμπεριφορά της Αστίν, ότι δηλαδή οι περσικοί νόμοι απαγόρευαν στη γυναίκα να επιδεικνύεται σε ξένους, θα κλίνουμε αποφασιστικά προς τη δεύτερη εξήγηση.

Οι «σοφοί» του παλατιού όμως δεν ήταν, ούτε ως άτομα ούτε ως θεσμός, το συλλογικό εκείνο σώμα που εγγυάται την αντικειμενικότητα της κρίσης και την περιφρούρηση των αρχών της δικαιοσύνης από τις τυχόν αυθαιρεσίες των κυβερνώντων, όπως έχει ιστορικά διαμορφωθεί ο ρόλος τέτοιων σωμάτων. Αντίθετα, ήταν ο καθρέφτης των αξιών πάνω στις οποίες ήταν χτισμένη και η προσωπικότητα του ίδιου του μονάρχη, οπότε η μη συμμόρφωση της Αστίν αποτέλεσε και για τους «σοφούς» την ίδια πρόκληση που είχε αποτελέσει και για το βασιλιά! Αποφάνθηκαν πως η συμπεριφορά της αποτελούσε όχι μόνο προσβολή κατά του προσώπου του βασιλιά αλλά και «κακό παράδειγμα» για όλες τις δέσποινες των αξιωματούχων, οι οποίες μπορεί στη συνέχεια να μιμούνταν τη βασίλισσα, συμβάλλοντας έτσι στο να πολλαπλασιαστεί η ανυπακοή των γυναικών, καθώς και η οργή των ευγενών, όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με την απείθεια των συζύγων τους. Έτσι, με τη φωνή του Μεμουκάν, οι «σοφοί» συμβούλεψαν τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα—το οποίο μάλιστα να είναι απρόσβλητο και να γίνει και νόμος της επικράτειας—σύμφωνα με το οποίο η Αστίν να παύεται από βασίλισσα και να μην έχει πια το δικαίωμα να ξαναπαρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Η νοσηρή αντίδραση στο…«ναρκισσιστικό πλήγμα», αφού πέρασε από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο, τώρα εδραιώθηκε και με νόμο και μάλιστα ανέκκλητο! Όσο για την προσωπική ζωή του βασιλιά, οι «σοφοί» του παλατιού τού πρότειναν να δώσει τον τίτλο και την τιμή της βασίλισσας σε κάποια άλλη.

Ως φορείς των ίδιων αξιών ο Ασσουήρης και οι ευγενείς του έμειναν εξαιρετικά ικανοποιημένοι απ’αυτή τη συμβουλή η οποία τους εξέφραζε όλους και η εισήγηση των «σοφών» έγινε αμέσως πράξη με την έκδοση σχετικού διάταγματος, το οποίο μάλιστα μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών τους οποίους έκλεινε μέσα της την εποχή εκείνη η τεράστια σε έκταση περσική αυτοκρατορία, έτσι ώστε να μην υπάρξει ποτέ αμφιβολία για το περιεχόμενό του. Όταν αργότερα καταλάγιασε ο θυμός του Ασσουήρη και έφερε στη μνήμη του την Αστίν, χωρίς βέβαια να έχει ξεχάσει πως της είχε απαγορεύσει να έρχεται στο παλάτι, οι «σοφοί» τού σύστησαν να διατάξει τους εφόρους του να συγκεντρώσουν στα Σούσα όμορφες νεαρές κοπέλες απ’ όλη την επικράτεια, με ή χωρίς τη θέλησή τους, από τις οποίες να διαλέξει ποια θα έκανε βασίλισσα στη θέση της.

Εκείνη την εποχή έτυχε να βρίσκεται στα Σούσα ένας Ιουδαίος, ο Μαροδοχαίος, μέτοικος κι αυτός απ’ την Ιερουσαλήμ, που είχε μια μικρή συγγένισσα—κόρη του θείου του Αβιχαίλ—η οποία ήταν πάρα πολύ όμορφη. Το όνομά της στα εβραϊκά ήταν Αδασσά και στα περσικά Εσθήρ. Η Εσθήρ ήταν ορφανή από πατέρα και μητέρα και την είχε αναθρέψει αυτός ο συγγενής και κηδεμόνας της ο οποίος την είχε σαν κόρη του. Και αυτή τη νεαρή κοπέλα λοιπόν, σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή, στρατολόγησαν κι έφεραν στο παλάτι οι άνθρωποι του Ασσουήρη βάζοντάς την, όπως κι όλες τις άλλες, κάτω από την εποπτεία του φύλακα των γυναικών Ηγαΐ, ώσπου να κάνει τον κύκλο των απαραίτητων καλλωπιστικών προετοιμασιών προκειμένου να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά ο οποίος θα έκανε την τελική εκλογή της νέας βασίλισσας

Η Εσθήρ και απ’ αυτή ακόμα τη θέση των παρασκηνίων έδειξε ότι μπορούσε να κερδίζει την εύνοια των ανθρώπων, όχι μόνο με τη φυσική ομορφιά της αλλά και με την ωραιότητα του χαρακτήρα της και την ταπεινή και ανιδιοτελή καρδιά της—του Ηγαΐ πρώτα, που της έδωσε το καλύτερο μέρος στα διαμερίσματα των γυναικών καθώς και επτά κορίτσια να την υπηρετούν, αλλά και πολλών άλλων που, όταν τη γνώριζαν, έλκονταν απ’ τη συμπεριφορά της κι ας πήγαζε από αρχές που ήταν τόσο διαφορετικές απ’ τις δικές τους. Για παράδειγμα, όταν ήρθε η ώρα να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά και μπορούσε, σύμφωνα με το έθιμο, να ζητήσει να πάρει μαζί της στο παλάτι ό,τι ήθελε απ’ το γυναικώνα, η Εσθήρ δεν ζήτησε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι της παραχώρησε ο φύλακας των γυναικών, κάτι που θεωρήθηκε απ’ όλους προς τιμήν της.

Ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή του συγγενούς και κηδεμόνα της Μαροδοχαίου η Εσθήρ δεν φανέρωσε σε κανέναν την εθνικότητά της, ότι δηλαδή ήταν Ιουδαία και πίστευε στον Ένα, Αληθινό και Ζωντανό Θεό και όχι στα είδωλα, όπως έκανε όλος ο άλλος κόσμος της εποχής εκείνης εκτός απ’ τους Ιουδαίους. Εξάλλου, σύμφωνα με τον περσικό νόμο, δεν θα επιτρεπόταν σε πέρση βασιλιά να παντρευτεί Ιουδαία. Ο Μαροδοχαίος, ανήσυχος προφανώς για την ευαίσθητη θέση στην οποία βρισκόταν η Εσθήρ, πήγαινε κάθε μέρα έξω απ’ τα διαμερίσματά της να δει πώς τα πήγαινε η κοπέλα και πώς διαγραφόταν η τύχη της. Και επειδή το διάστημα της προετοιμασίας του καλλωπισμού των υποψήφιων βασιλισσών ήταν εξαιρετικά μεγάλο, ένας ολόκληρος χρόνος, η έγνοια του Μαροδοχαίου για την Εσθήρ ήταν καθημερινή, κάτι που δείχνει ακόμα εντονότερα το στενό δεσμό αγάπης μεταξύ τους.

Κάποτε ήρθε και η σειρά της Εσθήρ να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Η λάμψη του «αστεριού» της ομορφιάς της (όπως είναι και η ετυμολογία του ονόματος της Εσθήρ)—ομορφιάς προσώπου και ψυχής—ήταν τέτοια που ο πέρσης μονάρχης την αγάπησε, μας λέει ο Λόγος του Θεού. Έτσι απλά, λακωνικά και ουσιαστικά. Την αγάπησε, και την αγάπησε περισσότερο απ’ όλες τις άλλες νεαρές γυναίκες που του έφεραν. Τη διάλεξε λοιπόν για βασίλισσά του και της έβαλε το στέμμα στο κεφάλι της, κι ας είναι τελικά η ενάρετη γυναίκα, όπως ήταν η Εσθήρ, εκείνη που γίνεται το «στεφάνι» του άντρα της, όπως μας λέει ο Σολομώντας στο βιβλίο της σοφίας του  (Παρ. 12/4), κάτι που θα αποδειχτεί πέρα για πέρα αληθινό και σωτήριο στην περίπτωση του Ασσουήρη. Για να γιορτάσει τους γάμους του με την Εσθήρ ο πέρσης βασιλιάς έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο, το λεγόμενο «συμπόσιο της Εσθήρ», για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του, κήρυξε τη μέρα αυτή μέρα γιορτής και αργίας για όλη την επικράτεια και χάρισε δώρα με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Τη φορά όμως αυτή δεν γίνεται λόγος για «επίδειξη» της βασίλισσας στο λαό και τους ηγεμόνες, και αυτό ούτε ως εξωτερικευμένο βασιλικό αίτημα ούτε ως κρυφή επιθυμία του πέρση μονάρχη. Είναι φανερό πως ο βασιλιάς με το ν’ ανοίξει την καρδιά του στην «αγάπη» για την Εσθήρ γνώρισε κι ένα μέτρο αποδέσμευσης απ’ τη φυλακή του εγώ του, μια ελευθερία και ικανότητα να διευρύνει τον κύκλο των ενδιαφερόντων του έτσι ώστε να συμπεριλάβει (εκτός απ’ τον εαυτό του) και μια ‘αγαπημένη’, μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη ως ξεχωριστή οντότητα. Όπως χαρακτηριστικά λέει και o C.S. Lewis πάνω σ’ αυτό, η αγάπη δεν έχει τόσο να κάνει με τις ιδιότητες του προσώπου που αγαπιέται όσο με την ικανότητα του αγαπώντος να αγαπά.

Η Εσθήρ και μετά τη στέψη της ως βασίλισσα δεν φανέρωσε σε κανέναν ούτε την εθνικότητά της ούτε το οικογενειακό της δέντρο, όπως ακριβώς την είχε συμβουλέψει ο Μαροδοχαίος με την πνευματική νουθεσία του οποίου εξακολουθούσε να συμμορφώνεται, παρόλο που ήταν τώρα εκτός της σφαίρας της κηδεμονίας του. Όποιος έχει Κύριό του το Θεό—άτομο ή έθνος—δεν δέχεται διδασκαλία και πνευματική νουθεσία μόνο όταν βρίσκεται υπό κηδομονία εξαιτίας του ανώριμου της ηλικίας του, αλλά πάντοτε. Διότι ευφραίνεται σ’ αυτήν (Παρ. 2/10: «εάν η σοφία εισέλθη εις την καρδίαν σου, και η γνώσις ηδύνη την ψυχήν σου…» και Ψαλ. 119/103: «Πόσον γλυκείς είναι οι λόγοι σου εις τον ουρανίσκον μου! είναι υπέρ μέλι εις το στόμα μου»).

Ο Μαροδοχαίος τώρα σύχναζε πάντα στη βασιλική πύλη, προφανώς λόγω κάποιου πόστου που είχε μέσα ή γύρω απ’ το παλάτι. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν η μοναχική αυτή φιγούρα. Ίσως συλλογιζόταν το παράδοξο να είναι βασίλισσα ενός τόσο σημαντικού ειδωλολατρικού κράτους μια Ιουδαία. Ίσως αναρωτιόταν για τα σχέδια του Θεού που τοποθέτησε την Εσθήρ σε τέτοια θέση. Ή ίσως απλά παρακολουθούσε την κίνηση… Ό,τι άλλο όμως και να’χε στο νου του, σίγουρα παρακολουθούσε την κίνηση, γιατί κάποτε έπεσε στην αντίληψή του μια συνωμοσία που έκαναν εναντίον του βασιλιά δύο από τους ανθρώπους του οι οποίοι φύλαγαν την πύλη και έσπευσε να το πει στην Εσθήρ προκειμένου να σώσει τη ζωή του Ασσουήρη—να σώσει μια ζωή, μια ανθρώπινη ζωή που ήταν πλασμένη κατά την εικόνα και ομοίωση του Θεού, έστω κι αν δεν επρόκειτο για ζωή αφιερωμένη σ’ Αυτόν. Εκείνη, με τη σειρά της, το ανέφερε στο βασιλιά (εξ ονόματος του Μαροδοχαίου) και έτσι γλίτωσε ο Ασσουήρης γιατί, αφού ερεύνησε ο ίδιος το ζήτημα και διαπίστωσε ότι αυτό ήταν πραγματικά σωστό, τιμώρησε με θάνατο τους συνωμότες. Συγχρόνως έδωσε διαταγή να γραφτεί το όλο περιστατικό, καθώς και ο ρόλος τον οποίο είχε παίξει ο Μαροδοχαίος, στο βιβλίο των χρονικών του παλατιού, οπότε δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί.

Μετά απ’αυτά τα γεγονότα ο βασιλιάς έτυχε ν’ ανεβάσει σε μεγάλο αξίωμα στην επικράτεια, παραπάνω απ’ όλους τους άλλους ευγενείς, έναν απ’ τους αξιωματούχους του παλατιού του, τον Αμάν. Από το κείμενο της Αγίας Γραφής δεν προκύπτουν αξιοκρατικοί λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν μια τέτοια προώθηση. Θα πρέπει λοιπόν να κρατήσουμε στη μνήμη μας αυτό τον προβληματισμό διά μέσου όλου του βιβλίου της ΕΣΘΗΡ προκειμένου ν’ αναζητήσουμε τόσο στο χαρακτήρα του Αμάν όσο και στο χαρακτήρα του βασιλιά την τυχόν ύπαρξη αντιστοιχίας χαρακτηριστικών που θα ευνοούσαν αυτή την τραγική σύζευξη.  Ο Ασσουήρης πάντως σ’ αυτή τη φάση ήταν απόλυτα βέβαιος για τον Αμάν και διέταξε να υποκλίνονται μπρος του όλοι ανεξαιρέτως. Ο Μαροδοχαίος όμως, που ως Ιουδαίος πίστευε ότι μόνο το Θεό πρέπει να προσκυνούν και να λατρεύουν οι άνθρωποι, αρνιόταν να προσκυνήσει τον Αμάν. Οι άνθρωποι του βασιλιά διαρκώς τον ρωτούσαν γιατί δεν προσκυνούσε, αλλ’ εκείνος δεν άλλαζε τακτική μέχρι που κάποτε ανέφεραν το περιστατικό και στον ίδιο τον Αμάν, προκειμένου να διαπιστώσουν αν πραγματικά έστεκε η δικαιολογία του Μαροδοχαίου για την άρνησή του, ότι δηλαδή ήταν Ιουδαίος και ανήκε στο λαό Ισραήλ ο οποίος λάτρευε και προκυνούσε μόνο τον Ένα και Αληθινό Θεό.

Η αποκάλυψη της απείθειας του Μαροδοχαίου αλλά και της βάσης πάνω στην οποία στηριζόταν η άρνησή του αυτή όργισε εξαιρετικά τον Αμάν ο οποίος θέλησε να πάρει εκδίκηση γι’ αυτό, όχι όμως μόνο εναντίον του Μαροδοχαίου—πράγμα που κατά τη γνώμη του θα ήταν ελάχιστο—αλλά όλων ανεξαιρέτως των Ιουδαίων που ζούσαν στην περσική επικράτεια, επειδή τώρα πια αποκαλύφθηκε σ’ αυτόν η ταυτότητα του λαού του Θεού τον οποίο εκείνος μισούσε. Ως απόγονος του Αγάγ (που είναι το όνομα του βασιλιά Αμαλήκ στη γλώσσα των Αμαληκιτών), ο Αμάν ήταν Αμαληκίτης, καταγόταν δηλαδή από ένα νομαδικό λαό της Χαναάν ο οποίος ανέκαθεν εχθρευόταν τον Ισραήλ, από την εποχή ακόμα της Εξόδου όταν για πρώτη φορά επιτέθηκε στο νεοσύστατο ελεύθερο έθνος του Ισραήλ χωρίς προφανή πρόκληση. H κρίση του Θεού γι’ αυτό το λαό ήταν βαριά: «Επειδή χειρ υψώθη κατά του θρόνου του Κυρίου, θέλει είσθαι πόλεμος του Κυρίου προς τον Αμαλήκ από γενεάς εις γενεάν» και «θέλω εξαλείψει εξάπαντος την μνήμην του Αμαλήκ εκ της υπό τον ουρανόν» (Έξ. 17/15 & 14). Αργότερα, τόσο ο Σαούλ όσο και ο Δαβίδ πάταξαν σθεναρά τους Αμαληκίτες αλλά, κατά παράβαση της εντολής του Θεού, ουδέποτε εκτελέστηκε ριζικά η τιμωρία εναντίον αυτών των «εχθρών του Κυρίου» έτσι ώστε κάποιοι ξέφυγαν (Α´ Σαμ. 15 & 30), για να εξοντωθούν αργότερα στις ημέρες του βασιλιά του Ιούδα Εζεκία (Α´ Χρον. 4/42-43).

Η δραματική δυσαναλογία μεταξύ του διαπραχθέντος «εγκλήματος» του Μαροδοχαίου και της «τιμωρίας» την οποία θα σχεδιάσει στη συνέχεια η σατανική προσωπικότητα του Αμάν μάς βάζουν σε υποψία ότι κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο, κάτι πρωτεϊκό, κάτι από το διαρκή πόλεμο που διαδραματίζεται στον αόρατο πνευματικό κόσμο κρυβόταν πίσω απ’ αυτή την αντιπαλότητα των δύο προσωπικοτήτων και όχι απλά το «ακατανόητο» για τον Αμάν να τον προσκυνούν οι Πέρσες, ένας ελεύθερος λαός, και όχι οι Ιουδαίοι, που τους είχαν φέρει δούλους απ’ την Ιερουσαλήμ, όπως κάποτε υποστηρίζεται. Στη ραββινική φιλολογία ο Αμαλήκ θεωρείται ως τύπος των εχθρών του λαού του Θεού διά μέσου των αιώνων. Και η έχθρα αυτή πηγάζει από την έχθρα του προς το Θεό. Εννοείται βέβαια πως στην προκείμενη περίπτωση, όταν ο Αμάν κατέστρωνε τα σχέδιά του κατά του λαού Ισραήλ, δεν ήξερε ούτε ότι η βασίλισσα Εσθήρ ήταν Ιουδαία ούτε για την ευγνωμοσύνη που χρωστούσε ο Ασσουήρης στο Μαροδοχαίο, επειδή του είχε σώσει τη ζωή.

Στη εκτέλεση του σατανικού σχεδίου του κατά του λαού του Θεού ο Αμάν αρχικά προχώρησε μόνος, λες και ήθελε να οργανώσει τέλεια όλες τις λεπτομέρειες της γενοκτονίας των Ιουδαίων πριν την εισηγηθεί στον πέρση βασιλιά, έτσι ώστε κατά κάποιον τρόπο να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος και να μην υπάρχουν περιθώρια αναβολής (π.χ. για την κατάστρωση στρατηγικών σχεδίων για την επιχείρηση). Και όπως θα ήταν αναμενόμενο από άτομο που παίρνει τις κατευθυντήριες γραμμές του από τον εχθρό του Θεού, ο Αμάν προσέφυγε σε δεισιδαιμονίες και μαγικά σχήματα για να προσδιορίσει την ημέρα με τους ευνοϊκότερους οιωνούς κατά την οποία θα γινόταν η γενοκτονία του λαού στον οποίο ανήκε ο Μαροδοχαίος, όπως φαίνεται από τη διαταγή που έδωσε να φέρουν και να ρίξουν εμπρός του κλήρους. Ο κλήρος έπεσε στη δέκατη τρίτη ημέρα του μήνα Αδάρ, που είναι ο δωδέκατος μήνας του ημερολογίου.

Μόλις ορίστηκε ο χρόνος της εκτέλεσης της «συλλογικής τιμωρίας» των Ιουδαίων σε βαθμό γενοκτονίας, τότε και μόνο ο Αμάν ανακοίνωσε στο βασιλιά το καταχθόνιο σχέδιό του κατά ενός λαού—ενός κάποιου λαού, όπως λέει χαρακτηριστικά η Carolyn Custis James—στην αυτοκρατορία που του τον περιέγραψε ως εξης: Είναι διάσπαρτος στο περσικό βασίλειο και πεισματικά επιμένει να παραμένει ξεχωριστός απ’όλους τους άλλους, έχει διαφορετικούς νόμους στους οποίους και μόνο υπακούει χωρίς να συμμορφώνεται με τους νόμους της επικράτειας, άρα είναι επικίνδυνος για το βασιλιά. Εναντίον αυτού του αόριστου λαού και για τα εξίσου αόριστα (και αναπόδεικτα) εγκλήματά του ζήτησε ο Αμάν από τον Ασσουήρη την έκδοση ενός διατάγματος που να αποβλέπει στην ολοκληρωτική καταστροφή και αφανισμό του, υποσχόμενος μάλιστα σε αντάλλαγμα να πληρώσει ο ίδιος στο θησαυροφυλάκιο του παλατιού ένα υπέρογκο ποσό, δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα, αφού φυσικά με την εξόντωση τόσων ανθρώπων που ζούσαν στην επικράτεια ο πέρσης μονάρχης θα έχανε εισόδημα.

Άκριτα, αβασάνιστα, αστήρικτα, αναπόδεικτα και κυρίως πέρα για πέρα απληροφόρητα ο Ασσουήρης συμφώνησε αμέσως με την εισήγηση του Αμάν. Κολακευμένος μάλιστα από τη φροντίδα του πρωθυπουργού του για το προσωπικό του συμφέρον (εκείνου του πρωθυπουργού τον οποίο ο ίδιος είχε ανεβάσει σε τέτοιο υψηλό αξίωμα ώστε στη συνέχεια να εξαρτάται απ’ την κολακεία του), έβγαλε απ’ το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο και του το έδωσε, μεταβιβάζοντάς του με τη δυσανάλογη αυτή πράξη ανταπόδωσης εύνοιας και την εξουσία της γενοκτονίας ενός ολόκληρου λαού που δεν ήταν άλλος από το λαό Ισραήλ. Έπειτα, σε μια επίδειξη ψυχικής ανωτερότητας, ο Ασσουήρης είπε στον Αμάν να κρατήσει τα χρήματα για τον εαυτό του ενώ με το λαό αυτό–του οποίου ωστόσο δεν ανέφερε το όνομα ούτε τα συγκεκριμένα εγκλήματα, αφού προφανώς δεν τα γνώριζε—να κάνει «όπως του αρέσει». Η γενναιοδωρία του Ασσουήρη ως προς τις δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει. Η ικανοποίηση του εγώ του βασιλιά δεν προέρχεται από τα χρήματα αλλά από αλλού: Από την εικόνα του ως απόλυτου μονάρχη, η οποία περαιτέρω εδραιώνεται με τη γενοκτονία ενός κάποιου ανυπότακτου λαού, και από την κολακευτική προσφορά του Αμάν να «φροντίζει» εκείνος με περίσσιο ζήλο για την περιφρούρηση και εδραίωση αυτού ακριβώς του image του Ασσουήρη, κάτι που όπως λένε οι μελετητές αυτού του είδους των προσωπικοτήτων είναι το μόνο που τις ενδιαφέρει.

Αμέσως μαζεύτηκαν οι γραμματείς του βασιλιά να συντάξουν το διάταγμα για τη γενοκτονία των Ιουδαίων και να το στείλουν σε όλους τους διοικητές των διάφορων επαρχιών και τους άρχοντες όλων των λαών—μεταφρασμένο κι αυτό στην κάθε ξένη γλώσσα που μιλιόταν στο βασίλειο για εγγυημένη αποτελεσματικότητα. Στη συνέχεια το διάταγμα σφραγίστηκε με το σφραγιδόλιθο, που τώρα είχε στην κατοχή του ο Αμάν, και στάλθηκε με ταχυδρόμους παντού. Η εντολή που περιείχε ήταν η εξης: Να καταστρέψουν, σκοτώσουν και αφανίσουν όλους τους Ιουδαίους—μικρούς και μεγάλους—σε μία μέρα, τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, που ήταν ο δωδέκατος μήνας του έτους, και να πάρουν ως λάφυρα όλα τα υπάρχοντά τους. Αντίγραφο του διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου, έπρεπε να σταλεί σε κάθε επαρχία και να γίνει γνωστό το περιεχόμενό του σε όλους τους λαούς, προκειμένου να μην υπάρχει κανείς που θα ήταν απροετοίμαστος για κείνη τη «σκοτεινή ημέρα». Οι αγγελιοφόροι έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή ενώ ο Ασσουήρης με τον Αμάν κάθισαν να φάνε και να πιούνε ικανοποιημένοι απ’ τη νίκη τους, ο καθένας τη δική του—ο πρώτος για την εδραίωση της προσωπικής του εξουσίας, αλλά χωρίς καμία συναίσθηση των συνεπειών που αυτό θα είχε για τις ζωές των άλλων, και ο δεύτερος σε πλήρη επίγνωση ότι θα χειροδικούσε κατά του λαού του Θεού και θα εναντιωνόταν στον Ίδιο τον Ύψιστο. Αλλά, κατά δραματική αντίθεση, στα Σούσα κυριαρχούσε σύγχυση και ολόκληρη η πόλη ήταν ανάστατη…

Ο Μαροδοχαίος, συνειδητοποιώντας αμέσως το μέγεθος της καταστροφής που σήμαινε αυτό το διάταγμα, έσκισε τα ρούχα του απ’ τον πόνο της ψυχής του, φόρεσε ένδυμα πένθους και βγήκε στην πόλη κλαίγοντας γοερά. Έκλαιγε σαν άνθρωπος για τους Ιουδαίους ομοεθνείς του και σαν φορέας του Πνεύματος του Θεού για ό,τι κάνουν οι άνθρωποι το οποίο λυπεί τον Κύριο. Έφτασε και μέχρι τη βασιλική πύλη, την οποία όμως δεν επιτρεπόταν να διαβεί με τέτοιο ντύσιμο. Στο μεταξύ και σε όλες τις επαρχίες που έφτανε αυτό το διάταγμα γινόταν αιτία πένθους και νηστείας για τους Ιουδαίους, οι οποίοι έκλαιγαν με λυγμούς, ενώ πολλοί απ’ αυτούς σκεπαζαν το σώμα τους με πένθιμο ρούχο κι έριχναν επάνω τους στάχτες.

Οι γυναίκες που υπηρετούσαν τη βασίλισσα Εσθήρ την πληροφόρησαν ότι ο Μαροδοχαίος έφερε βαρύ πένθος κι η καρδιά της ράγισε απ’ τον πόνο για τον άνθρωπό της, καίτοι δεν ήξερε ακόμα την αιτία. Του έστειλε αμέσως ρούχα για να βγάλει από πάνω του το πένθιμο ένδυμα, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε. Ανήσυχη η Εσθήρ έστειλε στη συνέχεια τον ταγμένο στην υπηρεσία της Αθάχ, να μάθει απ’ τον ίδιο το Μαροδοχαίο το λόγο για τον οποίο είχε πέσει σε τόσο βαρύ πένθος. Τότε ο Μαροδοχαίος φανέρωσε στον απεσταλμένο της Εσθήρ με κάθε λεπτομέρεια την πλεκτάνη του Αμάν, καθώς και το ποσό που είχε προσφέρει στον Ασσουήρη προκειμένου να εξοντώσει τους Ιουδαίους. Μάλιστα του έδωσε και αντίγραφο του φονικού διατάγματος να το δείξει στην Εσθήρ, παραγγέλνοντάς της συγχρόνως πως ήταν ανάγκη να πάει μ’ αυτό στο βασιλιά και να του ζητήσει ανοιχτά πια χάρη για το λαό της, για τους ανθρώπους της, για το λαό του Θεού στον οποίο κι εκείνη ανήκε.

Ο Λόγος του Θεού δεν αναφέρει πώς αισθάνθηκε η Εσθήρ μαθαίνοντας αυτά τα τραγικά νέα για το λαό της. Εκείνο που μας λέει είναι για το μεγάλο ανθρώπινο φόβο που ένιωσε στην καρδιά της στη σκέψη να παρουσιαστεί απρόσκλητη ενώπιον του βασιλιά, όπως τη συμβούλευε να κάνει ο Μαροδοχαίος—πράγμα που ήταν τελείως απαγορευμένο. Κάτι τέτοιο μπορεί να της στοίχιζε τη ζωή της! Αυτά της τα αισθήματα φόβου παράγγειλε λοιπόν με τη σειρά της στο Μαροδοχαίο θυμίζοντάς του ότι υπήρχε στην αυτοκρατορία ο αυστηρός εκείνος νόμος που η παράβασή του τιμωρείτο με θάνατο και λέγοντάς του με απόγνωση ότι εκείνη δεν είχε προσκληθεί από το βασιλιά εδώ κι ένα μήνα. Ο πνευματικός χειρισμός της ανθρώπινης αδυναμίας, έστω και μεταξύ ατόμων του ιδίου πνεύματος, όπως είναι η περίπτωση του Μαροδοχαίου και της Εσθήρ, είναι λεπτό ζήτημα και προκειμένου να προκύψει η επί νέας βάσης τοποθέτηση του θέματος από τον ίδιο τον άνθρωπο θεληματικά, χρειάζεται ευελιξία εκ μέρους του νουθετούντος, παλίνδρομη στρατηγική, υπομονή και ευρηματικότητα, έτσι ώστε το φως της ουράνιας οπτικής να διευκολυνθεί να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή αθόρυβα και ανεπαίσθητα παρά να λάμψει απότομα, άπλετα, τυφλωτικά και κυριαρχικά. Ως φιλόσοφος ο οποίος έχει συλλάβει την έννοια του θεϊκού φωτός ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του κάνει μια ανάλογη παρατήρηση στην αλληγορία του σπηλαίου.

Η πρώτη αντίδραση του Μαροδοχαίου στην απάντηση της Εσθήρ ήταν αρχικά αναθεωρητική ως προς τη βάση του λόγου για τη διστακτικότητά της, ότι δηλαδή κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της. Έτσι συμβαίνει πάντα με το Πνεύμα του Θεού όταν ελέγχει την ψυχή του ανθρώπου: Πρέπει πρώτα να τη «γυρίσει» και επανατοθετήσει επί άλλης βάσης (όπως ο κλειδούχος που γυρίζει το κλειδί στις ράγες του τρένου για ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση), και μετά να τη διευκολύνει και στηρίξει στην πορεία της στη νέα τροχιά. «Μη νομίζεις, Εσθήρ, ότι επειδή είσαι στο παλάτι του βασιλιά, εσύ είσαι σε καλύτερη μοίρα απ’ τους άλλους Ιουδαίους». Η ζωή σου δηλαδή είναι ήδη σε κίνδυνο! Αυτό και ατράνταχτα αληθινό ήταν και εργαλείο κατάλληλο για να ξυπνήσει στην Εσθήρ αισθήματα ταύτισης με το λαό της αφού, πέρα από την κοινή πίστη που τη συνέδεε με τους Ιουδαίους, τη συνέδεαν επίσης—εξαιτίας ακριβώς αυτής της πίστης—και κοινή τύχη, κοινοί κίνδυνοι, θανάσιμοι κίνδυνοι. Εξάλλου, έτσι ευρύτερα όπως της έδειξε τώρα ο Μαροδοχαίος ότι κινδύνευε η ζωή της, δεν αποκλείεται ο δάσκαλός της να αποσκοπούσε να την κάνει να δει το θέμα «ζωή» από υπερβατικής σκοπιάς και ενδεχομένως να οδηγηθεί στη βαθύτερη έννοιά του, την έννοια δηλαδή της ζωής την οποία είναι διατεθειμένος κανείς ακόμα και να «χάσει» προκειμένου να την «κερδίσει». Ο Ιησούς Χριστός είπε πως «όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν» (Ματθ. 16/25).

Αλλά ο Μαροδοχαίος παράγγειλε στην Εσθήρ και κάτι άλλο που είχε βέβαια άμεση σχέση με την εξωτερική πορεία των πραγμάτων αλλά από άλλη οπτική: Από την οπτική των προαιώνιων σχεδίων του Θεού για τα παιδιά Του και μάλιστα για το καθένα ξεχωριστά. Της μίλησε για το ρόλο που έχουν οι άνθρωποι στην εκπλήρωση των θεϊκών σχεδίων και για το δικό της ρόλο. Πριν όμως ανοίξει αυτό το κεφάλαιο, προνόησε να την προστατεύσει από τον ενδεχόμενο πειρασμό του πνευματικού εγωισμού που μόνιμα παραμονεύει πίσω απ’ την κάθε εθελοντική προσφορά υποψήφιου μάρτυρα. Της θύμισε δηλαδή ότι δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρήσει τον εαυτό της τόσο σπουδαίο που να νομίσει πως απ’ αυτήν και μόνο εξαρτάται η τύχη του λαού του Θεού, γιατί Εκείνος είναι Παντοδύναμος και, ακόμα κι αν η Εσθήρ δεν δεχόταν να μεσολαβήσει στο βασιλιά για τους Ιουδαίους, μπορούσε να ξεσηκώσει ο Θεός άλλους ανθρώπους να υπηρετήσουν τα σχέδιά Του, έτσι ώστε να προστατευτεί αποτελεσματικά ο λαός Ισραήλ. Εκείνη απλά θα έχανε σε ελέη Θεού μη υπηρετώντας. Ωστόσο, ας μην ξεχνά η Εσθήρ, πρόσθεσε στο τέλος ο Μαροδοχαίος αγγίζοντας ουσιαστικά τον πυρήνα του όλου θέματος, την πιθανότητα να είχε γίνει βασίλισσα ενός τόσο δυνατού κράτους σαν την Περσία ακριβώς για να υπηρετήσει τα σχέδια του Θεού τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή.

Από την ώρα εκείνη και μετά η θέση της Εσθήρ άλλαξε, λες και οι προηγούμενοι ανθρώπινοι δισταγμοί πέρασαν μονομιάς σε δεύτερη μοίρα. Όχι πως ένιωσε κανένα προσωπικό ηρωισμό να πάει να βρει το βασιλιά και να ρισκάρει τη ζωή της για χάρη του λαού της, όπως θα έκανε ένας ήρωας της ελληνικής μυθολογίας! Κάθε άλλο. Η θέση της παρέμεινε ταπεινή και το θάρρος της στηριζόταν περισσότερο στην εμπιστοσύνη που είχε στο Θεό παρά στον εαυτό της. Το άσμα του Μωυσή μετά τη θαυμαστή έξοδο των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, που ήταν αποθηκευμένο στην ιστορική μνήμη κάθε Ιουδαίου, δεν αποκλείεται να ήρθε και στης Εσθήρ τη θύμηση: «Ο Κύριος είναι η δύναμίς μου και το άσμα μου, και εστάθη η σωτηρία μου∙ αυτός είναι Θεός μου και θέλω δοξάσει αυτόν∙ ο Θεός του πατρός μου, και θέλω υψώσει αυτόν∙ ο Κύριος είναι δυνατός πολεμιστής∙ Κύριος το όνομα αυτού» (Έξ. 15/2).

Ένα μόνο πράγμα ζήτησε η Εσθήρ από το Μαροδοχαίο: Να μεσολαβήσουν για κείνη στο Θεό όλοι οι Ιουδαίοι που ήταν στα Σούσα και να νηστέψουν επί τρεις ημέρες πριν αυτή φέρει το θέμα στο βασιλιά. Το αίτημα αυτό της νηστείας είναι απόλυτα σύμφωνο με τις επιταγές του Θεού για την ταπεινή θέση στην οποία πρέπει να έρθει η ανθρώπινη καρδιά προκειμένου να εκζητήσει το Θεό και να προβάλει τα αιτήματά της ενώπιον του Θρόνου του Ελέους Του. Στον προφήτη Ιωήλ, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι ο Θεός παραγγέλνει σχετικά τα εξής: «Και τώρα διά τούτο, λέγει Κύριος, επιστρέψατε προς εμέ εξ όλης της καρδίας υμών, και εν νηστεία, και εν κλαυθμώ και εν πένθει» (Ιωήλ 2/12). Η νηστεία βέβαια δεν έχει την έννοια ότι με τη στέρηση τροφής ο άνθρωπος προσφέρει «κάτι» στο Θεό ως αντάλλαγμα της εύνοιας που ζητάει, γιατί μετά την Πτώση ο άνθρωπος έχει τα χέρια του αδειανά και δεν μπορεί τίποτε απολύτως να προσφέρει στο Θεό. Όμως στη νηστεία αφενός η καρδιά έρχεται αναγκαστικά σε θέση ταπείνωσης και αφετέρου, επειδή κάθε έννοια για επιβίωση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, η επικοινωνία με το Θεό παίρνει την πρώτη θέση και γίνεται έτσι πιο άμεση και ανεμπόδιστη. Και, φυσικά, ουδέποτε μπορεί να γίνει η νηστεία τύπος κενός και να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την αλαζονεία εκείνου που νηστεύει και το διατυμπανίζει. Γι’αυτό ο Ιησούς Χριστός συμβουλεύει όσους νηστεύουν να νίψουν το πρόσωπό τους και ν’ αλείψουν το κεφάλι τους με λάδι, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένας πειρασμός επίδειξης της νηστείας τους σε άλλους, αλλά το γεγονός ότι νηστεύουν να το γνωρίζει μόνο ο Ουράνιος Πατέρας τους που βλέπει τα κρύφια των καρδιών (Ματθ. 6/16-18).

Την ίδια άσκηση ταπείνωσης με τη νηστεία θα έκανε κι η Εσθήρ, είπε, καθώς και οι κοπέλες που την υπηρετούσαν. Στη βοήθεια του Θεού λοιπόν με την πνευματική στήριξη των Ιουδαίων και τη δική της προσωπική έκκληση προς το Θεό και νηστεία βασίστηκε ολοκληρωτικά η Εσθήρ κι αυτή η εμπιστοσύνη της στις αιώνιες υποσχέσεις του Θεού είν’ εκείνη που την ικάνωσε να πει το περίφημο «και τότε αν χαθώ, ας χαθώ» και να προχωρήσει στο τόλμημά της. Όχι στην προσωπική της ηρωική θέληση. Όσο για το Μαροδοχαίο, ο Λόγος του Θεού μάς λέει ότι έκανε όλα όσα τον «πρόσταξε» η Εσθήρ για την ενίσχυσή της, αυτός που ως τώρα ήταν εκείνος ο οποίος νουθετούσε τη βασίλισσα. Όταν πρόκειται για την πραγμάτωση των έργων του Θεού εκείνο που προέχει είναι η συνεργασία μεταξύ φορέων πνευματικού φωτός—μέλος με μέλος, αρμός με αρμό—και όχι η διατήρηση μιας αυστηρής ιεραρχίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το κριτήριο πάνω στο οποίο μπορεί αυτή να είναι βασισμένη.

Πραγματικά, τρεις μέρες μετά που άρχισε η μεσολάβηση των Ιουδαίων στο Θεό για την Εσθήρ καθώς και η δική της προσευχή και νηστεία, εκείνη ντύθηκε τη βασιλική της στολή και ήρθε και παρουσιάστηκε—απρόσκλητη πάντα—στο βασιλιά Ασσουήρη. Εκείνος ωστόσο δεν οργίστηκε με την απείθειά της. Αντίθετα, την έλουσε με χάρη και της έτεινε το χρυσό σκήπτρο, το οποίο η Εσθήρ άγγιξε στην κορφή κι ήταν αυτό η συμβολική επιβεβαίωση ότι απ’ το βασιλιά ρέει χάρη και έλεος προς τους ευνοουμένους του που, όταν εκείνοι αποδέχονται αυτό το δώρο, τότε γίνεται δικό τους και το απολαμβάνουν και το χαίρονται. Έτσι ακριβώς έγινε και με την Εσθήρ η οποία δεν τιμωρήθηκε, αλλά βρήκε χάρη στα μάτια του πέρση βασιλιά. Επειδή την είχε αγαπήσει… Και είναι η αγάπη μια πράξη «άγια», όπως λέει και η συγγραφέας του χριστιανικού μυθιστορήματος Gilead, γιατί, όπως και η χάρη, είναι ανεξάρτητη απ’ το αν την αξίζει ή όχι το αγαπώμενο πρόσωπο. Και ήταν η αγάπη αυτή του Ασσουήρη για την Εσθήρ το μόνο άνοιγμα, η μόνη εξαίρεση που είχε κάνει στην αγάπη που έτρεφε αποκλειστικά για τον εαυτό του, η μόνη πρόσβαση που είχε το φως του Θεού μέσω της δούλης Του στην καρδιά του, η μόνη ελπίδα σωτηρίας για τον πέρση μονάρχη.

Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ασσουήρης ρώτησε την Εσθήρ τι είναι εκείνο που θέλει να του ζητήσει, κάτι που βιάστηκε να συνοδεύσει με την τρυφερή υπόσχεση πως ό,τι και να είναι αυτό που εκείνη επιθυμεί, αυτός θα της το δώσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Η προσφορά του ήταν συγκινητική και εξαιρετικά γενναιόδωρη, αλλά συγχρόνως και βιβλική όταν δίνεται από σύζυγο σε σύζυγο, πέρα για πέρα βιβλική—κι ας μην ήταν πιστός ο Ασσουήρης. Διότι ο Θεός αυτή ακριβώς τη σχέση παράγγειλε να υπάρχει ανάμεσα στο ζευγάρι: Να είναι οι δύο σαν ένα. Αν θυμηθεί κανείς πώς έβλεπε ο Ασσουήρης την πρώτη του γυναίκα, την Αστίν—σαν κάτι που ήθελε να επιδείξει στους φίλους του, κάτι που πρόσθετε ως παράσημο στη μεγαλοσύνη και δόξα του δικού του εγώ—και πώς νιώθει τώρα για την Εσθήρ, σαν σύντροφο ζωής που θέλει μαζί της να μοιραστεί το βασίλειό του, καταλαβαίνει τη διαφορά. Η Εσθήρ είναι όχι απλά μία βασίλισσα στο παλάτι του Ασσουήρη, αλλά και η πνευματική βασίλισσα της καρδιάς του, το φως του, το αστέρι του που διακριτικά και αθόρυβα τον οδηγεί σε νίκες και δόξες πέρα από κείνες που το επίγειο βασίλειό του θα μπορούσε ποτέ να του χαρίσει.

Η απάντηση όμως της Εσθήρ στην ερώτηση του βασιλιά για το αίτημά της δεν ήταν, όπως θα το περίμενε ίσως κανείς, μια άμεση αναφορά στο φλέγον ζήτημα, δεν αφορούσε δηλαδή το θέμα της γενοκτονίας των Ιουδαίων. Με έναν ελιγμό που προς στιγμή ξενίζει τον αναγνώστη (και έχει μάλιστα οδηγήσει ορισμένους να μιλούν για «πονηρία» ή «δόλο» εκ μέρους της Εσθήρ, κάτι το οποίο θα εντασσόταν στο γενικό κλίμα της ίντριγκας και των υπόγειων κινήτρων που κυριαρχούσαν στο περσικό παλάτι) η βασίλισσα τηρεί σιωπή. Αντί για άλλη απάντηση επιλέγει ν’ αλλάξει απότομα θέμα και να καλέσει σε γεύμα το οποίο είχε η ίδια ετοιμάσει το βασιλιά αλλά και τον Αμάν! Έτσι κι έγινε. Κατά τη διάρκεια αυτού του γεύματος ο Ασσουήρης επανέλαβε στην Εσθήρ την ερώτηση για το αίτημά της, καθώς και τη δική του ετοιμότητα να της δώσει ό,τι επιθυμούσε, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Εκείνη όμως για δεύτερη φορά ανέβαλε να μιλήσει επί της ουσίας και απλά επανέλαβε στους δύο υψηλούς καλεσμένους της την πρόσκληση σε γεύμα και την επόμενη μέρα!

Η Αγία Γραφή δεν μας αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Εσθήρ ακολούθησε αυτή την περίεργη αναβλητική τακτική προκειμένου για ένα τόσο καυτό ζήτημα και έκανε—και μάλιστα κατ’ επανάληψη—την αναπάντεχη αυτή πρόσκληση στον Αμάν σε γεύμα με το βασιλιά. Αν όμως κρίνουμε απ’ το πώς οι προσκλήσεις αυτές επηρέασαν τον Αμάν και τι φανέρωσαν στη συνέχεια για την όλη του προσωπικότητα στον πέρση μονάρχη, καθώς και όλες τις εξελίξεις που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν από πλευράς αντιμειμενικών γεγονότων, φαίνεται πως ήταν μάλλον μέρος ενός σχέδιου θεϊκής σοφίας να χυθεί φως στο χαρακτήρα και τα κίνητρα αυτού του ανθρώπου μπροστά στο βασιλιά, έτσι που τα συμπεράσματα να βγαίνουν μετά από μόνα τους ελεύθερα κι αβίαστα. Εξάλλου, αυτή η αναβλητική τακτική θα προετοίμαζε και τον ίδιο τον Ασσουήρη για το ότι το αίτημα το οποίο είχε η Εσθήρ ήταν κάτι το πολύ σημαντικό και θα τον παρακινούσε να του δώσει την ανάλογη προσοχή, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για το χαρακτήρα και τα κίνητρα του Αμάν που θα ακολουθούσαν. Τέλος, θα διευκόλυνε τις ψυχικές διαδικασίες εσωτερικής αλλαγής στην καρδιά του ίδιου του βασιλιά ώστε, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, να συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα για τον εαυτό του. Σχολιάζοντας αυτήν ακριβώς την αναβλητικότητα της Εσθήρ ως προς τον Ασσουήρη ο Ray Stedman λέει ότι ο Θεός δεν ευχαριστείται με την παρορμητική λήψη αποφάσεων εκ μέρους των ανθρώπων, αλλά ευνοεί την άνεση του χρόνου η οποία διευκολύνει τη συνειδητοποίηση πραγμάτων για τον εαυτό τους απ’ τους ίδιους, κι ας είναι αυτό κάτι το εξαιρετικά δύσκολο—το μεγαλύτερο μυστήριο της ζωής!

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αμάν και από την πρώτη ακόμα πρόσκληση σε γεύμα κολακεύτηκε υπερβολικά και τόσο πολύ το πήρε επάνω του που πήγε και το διατυμπάνισε στους φίλους του, στη γυναίκα του τη Ζερές και στους άλλους ευγενείς και αξιωματούχους του βασιλιά, ότι δηλαδή αυτός ήταν ο μόνος καλεσμένος της βασίλισσας. Όσο περισσότερο όμως υπερηφανευόταν για την τιμή που του γινόταν, τόσο περισσότερο τον εξόργιζε που ο Μαροδοχαίος δεν τον προσκυνούσε, μέχρι που έφτασε στο σημείο να πει ότι, όσο έβλεπε το Μαροδοχαίο να κάθεται στην πύλη του βασιλιά και να μην τον προσκυνά, τίποτε άλλο στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Μπορεί να αναρωτηθεί βέβαια κανείς—και ευλόγως—γιατί τώρα ήταν μόνο ο Μαροδοχαίος που έμπαινε στο στόχαστρο του Αμαληκίτη, ενώ προηγουμένως ο Αμάν ήθελε να στρέψει την εκδίκησή του κατά ολόκληρου του λαού Ισραήλ;

Το ότι αναφέρθηκε νωρίτερα—και σωστά—ότι ο Αμάν είναι ο τύπος του  εχθρού του λαού του Θεού διά μέσου των αιώνων και το όργανο του σκότους για την καταστροφή του δεν αναιρεί ότι και ως ελεύθερο άτομο, εκείνος προσωπικά έπασχε από την ίδια αυτοαπορρόφηση και νοσηρή αγάπη για τον εαυτό του και τη δόξα του όπως κι ο βασιλιάς, όντας μάλιστα κατ’ εξοχήν ευάλωτος στην αντίδραση βίαιης οργής κάθε που ερχόταν αντιμέτωπος με αντίσταση στη θέλησή του, αφού στη φυλακή της εγωκεντρικής του προσωπικότητας δεν υπήρχε ούτε το άνοιγμα της αγάπης για μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, για μια ‘αγαπημένη’, όπως υπήρχε στον Ασσουήρη. Προκειμένου ο άρχοντας του κόσμου τούτου να κατοικήσει σε μια προσωπικότητα και να την κάνει όργανό του πρέπει να υπάρχει στην προσωπικότητα αυτή κάτι «δικό του». Όταν οι δυνάμεις του σκότους πλησίαζαν τον Ιησού Χριστό λίγο πριν το πάθος Του, Εκείνος είπε: «…[Έ]ρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου και δεν έχει ουδέν εν εμοί» (Ιωάν. 14/30). Στον Αμάν όμως «είχε» και γι’ αυτό βρήκε έδαφος να δράσει μέσω αυτού ο εχθρός του Θεού και του λαού Του. Άμεσα τώρα η Ζερές, που καθρέφτιζε κι εκείνη τις ίδιες αξίες, συμβούλεψε τον άντρα της, πριν πάει στο παλάτι για το δεύτερο συμπόσιο στο οποίο τον είχε καλέσει η βασίλισσα, να στήσει μια ξύλινη κρεμάλα με σκοπό να κρεμάσει εκεί το Μαροδοχαίο. Κι ύστερα ας πήγαινε να διασκεδάσει ήσυχος… Αυτό και έκανε ο Αμάν αφού τον εξέφραζε πλήρως.

Εκείνη τη νύχτα όμως, που ήταν η παραμονή του δεύτερου συμπόσιου στο οποίο η Εσθήρ είχε καλέσει το βασιλιά και τον Αμάν, έτυχε να μην έχει ύπνο ο Ασσουήρης. Το πιθανότερο είναι ότι το Άγιο Πνεύμα είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται στη ψυχή του βασιλιά και οι προβληματισμοί στους οποίους τον οδηγούσε η πνευματική ανακατάταξη της όλης του ύπαρξης είναι αυτό που κρατούσε σε απόσταση το Μορφέα. Για να διασκεδάσει την αϋπνία του, ο πέρσης μονάρχης διέταξε να φέρουν να του διαβάσουν το βιβλίο με τα χρονικά του παλατιού το οποίο διηγείτο τα γεγονότα σαν ημερολόγιο. Και τι ιαματικότερο κατά της έντασης που δημιουργούν αυτού του είδους οι ανακατατάξεις στο δαιδαλώδη χώρο του εσωτερικού ανθρώπου από την ανάγνωση κειμένων με «εσωτερικά προδιαγεγραμμένη τάξη» όπως ένα ημερολογιο πεπραγμένων, ένα λεξικό ή έστω ένα βιβλίο γραμματικής—κάτι που έχει εναλλακτικά συστήσει ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος John Barth στο κλασικό ψυχολογικό βιβλίο του Το Τέλος του Δρόμου;

Στα χρονικά του παλατιού όμως ο Ασσουήρης διάβασε μεταξύ άλλων και ότι ο Μαροδοχαίος, μέσω της Εσθήρ, τον είχε εγκαίρως προειδοποιήσει για την εναντίον του συνωμοσία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να σωθεί η ζωή του. Απορημένος που δεν διαβάστηκε μετά απ’ το όνομα του Μαροδοχαίου ότι του δόθηκε κάποια τιμή για την πράξη του, όπως γινόταν με όλους τους άλλους, ο βασιλιάς αναρωτήθηκε πώς είχε ανταμειφθεί εκείνος ο άνθρωπος για το καλό που έκανε και τότε πληροφορήθηκε ότι δεν είχε γίνει καμία χειρονομία ευγνωμοσύνης προς αυτόν. Αυτό τον λύπησε και τον ντρόπιασε, οπότε θέλησε να το διορθώσει άμεσα. Ρώτησε τότε αν υπήρχε κανένας αξιωματούχος στην αυλή εκείνη την πρωινή ώρα για να τον συμβουλευτεί σχετικά με το πώς ακριβώς θα ήταν πρέπον να επανορθωθεί η παράλειψη που είχε γίνει στο θέμα του λησμονημένου Μαροδοχαίου και διαπίστωσε ότι πραγματικά υπήρχε και μάλιστα κάποιος ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Αμάν. Είχε έρθει στο παλάτι νωρίς νωρίς, για να ζητήσει απ’ τον Ασσουήρη την άδεια να κρεμάσει το Μαροδοχαίο! Τον Αμάν λοιπόν κάλεσε να έρθει εμπρός του ο βασιλιάς και τότε τον ρώτησε εκείνο που θα ρωτούσε οποιονδήποτε απ’ τους ευγενείς του τύχαινε να βρεθεί στο παλάτι την ώρα εκείνη: Ποια τιμή, κατά τη γνώμη του, πρέπει να γίνει σε άνθρωπο τον οποίο ο βασιλιάς ευνοεί.

Από τη θέση της δίνης της πλάνης και της αυταπάτης του ο Αμάν δεν μπορούσε να έχει καμιά αμφιβολία ότι το πρόσωπο που ο Ασσουήρης ήθελε να τιμήσει ήταν το δικό του! Έτσι έδωσε τη γνώμη να τιμηθεί το πρόσωπο αυτό με τιμές που ήταν εξαιρετικές. Αλλά και ασυνήθιστες με την έννοια ότι τα δώρα αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο κομμάτι του ίδιου του βασιλιά με τον οποίο ο φιλόδοξος Αμάν σε τελευταία ανάλυση επιθυμούσε διακαώς να ταυτιστεί: Βασιλική στολή σαν αυτή που φοράει ο ίδιος ο βασιλιάς, άλογο απ’ αυτά που ο βασιλιάς έχει ιππεύσει και για το κεφάλι διάδημα. Τέλος, όλα αυτά, πρότεινε ο Αμάν, να δοθούν σ’ έναν από τους πιο μεγάλους άρχοντες του βασιλιά προκειμένου να ντύσει εκείνος τον ευνοούμενο άντρα κι έπειτα, αφού τον βάλει πάνω στο άλογο, να τον περιφέρει στους δρόμους της πόλης διαλαλώντας μπροστά του τα εξής: «Να, αυτές οι τιμές δίνονται στον άνθρωπο που ο βασιλιάς επιθυμεί να τιμήσει». Το όραμα του Αμάν και πάλι περιλάμβανε απόδοση τιμών που αναφέρονταν σε δημόσιο προσκύνημα του προσώπου του—κάτι που ανέκαθεν επιδίωκε και ήταν τώρα σίγουρος πως το έχει απόλυτα εξασφαλισμένο. Ο Ασσουήρης αφού άκουσε προσεκτικά την πρόταση του Αμάν, συμφώνησε αμέσως και ανυποψίαστος για τα όνειρα του πρωθυπουργού του που θα γκρέμιζε τού απάντησε: «Τρέξε λοιπόν γρήγορα, πάρε τα ρούχα και το άλογο, όπως ακριβώς είπες, και τίμησε εσύ μ’ αυτά το Μαροδοχαίο τον Ιουδαίο που κάθεται στη βασιλική πύλη. Και μην παραλείψεις τίποτε απ’ όσα εσύ ο ίδιος πρότεινες».

Ο Αμάν, που δεν είχε βέβαια άλλη επιλογή, εκτέλεσε δημοσία όλα όσα τον διέταξε ο βασιλιάς αλλά στη συνέχεια γύρισε σπίτι του ντροπιασμένος και περίλυπος, με το κεφάλι γερτό και σκεπασμένο. Στις Παροιμίες του Σολομώντα υπάρχει μια φράση που ταιριάζει απόλυτα σε περιπτώσεις εξευτελισμού μετά από αλαζονεία σαν αυτή του Αμάν. Λέει χαρακτηριστικά πως «όπου εισέλθη υπερηφανία, εισέρχεται και καταισχύνη» (11/2). Στο σπίτι του τώρα ο Αμάν διηγήθηκε πρώτα στη γυναίκα του και στους επικεφαλής του οίκου του τα σχετικά με το δημόσιο εξευτελισμό του κι ύστερα ζήτησε τη συμβουλή των δικών του «σοφών», η οποία όμως θα τον βύθιζε σε ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση, αφού εκείνοι του είπαν προφητικά: «Εάν ο Μαροδοχαίος που μπροστά του άρχισες να μειώνεσαι είναι Ιουδαίος, δεν θα τον νικήσεις, αλλά θα νικηθείς εσύ απ’ αυτόν». Πόσες αλήθειες για τα πράγματα του Θεού δεν ακούει κανείς και σήμερα απ’ τα στόματα επιφανών άθεων, σαν τους «σοφούς» του Αμάν, οι οποίοι επαναστατούν μεν και αρνούνται το Θεό, αλλά δεν μπορούν παρά να ομολογήσουν την παντοδυναμία Του! Πριν όμως καλά καλά τελείωσουν οι «σοφοί» την προφητεία τους, ήρθε απ’ το παλάτι η βασιλική συνοδεία να πάρει τον Αμάν για το δεύτερο συμπόσιο και καθώς η συνοδεία έφευγε, ένα από τα μέλη της έτυχε να δει την ξύλινη κρεμάλα που είχε ετοιμάσει ο Αμάν για το Μαροδοχαίο.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου δείπνου ο Ασσουήρης ξαναρώτησε ανυπόμονα την Εσθήρ για το αίτημά της, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή του να της δώσει ό,τι ζητήσει, μέχρι και το μισό του βασίλειο. Και τότε η Εσθήρ άφησε την απελπισία της να ξεχυθεί σαν χείμαρρος μπρος στο βασιλιά. Η εξέλιξη του  δράματος αρχίζει να καλπάζει. Χωρίς πια άλλες αναβολές, σιωπές ή πλάγιους τρόπους η βασίλισσα φανέρωσε στο βασιλιά στην παρουσία του Αμάν όλη την τραγική αλήθεια: Ότι δηλαδή εκείνη κι ο λαός της, που ήταν Ιουδαίοι, «πουλήθηκαν» για να καταστραφούν και να εξοντωθούν ολοκληρωτικά. Όχι απλά ως δούλοι, τόνισε, γιατί τότε θα είχε σιωπήσει, αλλά για να θανατωθούν και να αφανιστούν πλήρως. Η αντίδραση του Ασσουήρη η οποία θα ακολουθήσει δεν θα πρέπει να μας ξενίσει αν θυμηθούμε πως το είδος της δικής του μωρίας και αφροσύνης ήταν βασισμένο όχι στην προμελετημένη κακότητα αλλά στην εγκληματική άγνοια που απέρρε από τη νοσηρή του ενασχόληση αποκλειστικά με το άτομό του, κάτι που δεν του άφηνε περιθώρια να ενδιαφερθεί για άλλους, ακόμα κι αν επρόκειτο για θέματα ζωής και θανάτου. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο ότι ο βασιλιάς ήταν τόσο ανίδεος για το όλο ζήτημα που έμεινε εμβρόντητος μπρος στην τρομερή αυτή αποκάλυψη της Εσθήρ! Αμέσως τη ρώτησε ποιος ήταν εκείνος στην αυτοκρατορία του που είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο και τότε η Εσθήρ του έδειξε τον άθλιο Αμάν που έτρωγε στο τραπέζι μαζί τους.

Η πληροφορία έπεσε σαν κεραυνός στον Ασσουήρη ο οποίος σηκώθηκε απότομα και βγήκε στον κήπο, προφανώς αναστατωμένος απ’ τη σύγκρουση που προκλήθηκε μέσα του σχετικά με τον άνθρωπο τον οποίο εκείνος τιμούσε ως δεύτερο στην επικράτεια μετά τον εαυτό του. Για διαφορετικούς λόγους ο Αμάν—κυρίως από φόβο—ταράχτηκε κι εκείνος πολύ με τις αποκαλύψεις της Εσθήρ και μην ξέροντας τι άλλο να κάνει ζήτησε το έλεός της πέφτοντας δραματικά επάνω της, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο, και παρακαλώντας την να του σώσει τη ζωή επειδή, όπως σωστά υπέθετε, βρισκόταν σε τεράστιο κίνδυνο. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη όμως μπήκε ο βασιλιάς από τον κήπο και νομίζοντας ότι ο Αμάν προσπαθεί να βιάσει ακόμα και τη γυναίκα του μέσα στο ίδιο του το παλάτι (ή τουλάχιστον ίσως απλά προφασιζόμενος αυτή την κατηγορία εφόσον η αληθινή θα αποκάλυπτε συγχρόνως και τη δική του συναυτουργία λόγω μωρίας), οργίστηκε ακόμα περισσότερο και τον κατηγόρησε ανοιχτά για απόπειρα βιασμού της Εσθήρ. Την ώρα που τα καυτά αυτά λόγια του Ασσουήρη έβγαιναν απ’ το στόμα του, οι άνθρωποι του βασιλιά σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν, ενώ εκείνος που τον είχε συνοδέψει απ’ το σπίτι του στο παλάτι φανέρωσε περαιτέρω στον πέρση μονάρχη ότι ο Αμάν σκόπευε επίσης να κρεμάσει το Μαροδοχαίο, τον οποίο μόλις είχε τιμήσει ο βασιλιάς. Έξαλλος ο Ασσουήρης από τις απανωτές αποκαλύψεις της κακοήθειας του Αμάν διέταξε την άμεση εκτέλεσή του στην ίδια εκείνη κρεμάλα που εκείνος είχε προορίσει για το Μαροδοχαίο. Η λεπτομέρεια αυτή της τιμωρίας του Αμάν μάς φέρνει στο νου το θεόπνευστο λόγο που έχει διατυπώσει ο Δαβίδ στους Ψαλμούς για τον άνομο, ότι δηλαδή «έσκαψε λάκκον και εβάθυνεν αυτόν∙ πλην αυτός θέλει πέσει εις τον βόθρον τον οποίον έκαμεν» (7/15). Μας δείχνει επίσης και ότι με την εκτέλεση του Αμαληκίτη ο βασιλιάς υποσυνείδητα εκτελεί την εντολή του Θεού κατά των εχθρών του Κυρίου και εχθρών του λαού Του Ισραήλ.

Στην πνευματική εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου όμως, οσοδήποτε μερική και να είναι, το στάδιο της φώτισης ακολουθείται πάντοτε και από συνειδητή πράξη η οποία θέτει σε εφαρμογή την υποταγή της ανθρώπινης ύπαρξης στη νέα κατευθυντήρια γραμμή και αυτό ακριβώς φανερώνει και η αμέσως επόμενη ενέργεια του Ασσουήρη. Κάλεσε το Μαροδοχαίο—επειδή η Εσθήρ του είχε στο μεταξύ φανερώσει τη συγγένεια που τους συνέδεε—και έδωσε σ’ εκείνον το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο που παλιότερα είχε δώσει στον Αμάν ως σύμβολο τόσο της εμπιστοσύνης που τώρα του είχε όσο και της εξουσίας που του μεταβίβαζε. Η όμορφη Εσθήρ είχε φέρει σε πέρας την αποστολή της να φέρει ουράνιο φως στην περσική αυτοκρατορία και αυτό το αναγνώριζε τώρα και ο ίδιος ο πέρσης μονάρχης με τη συμβολική αυτή πράξη μεταβίβασης εξουσίας στο δούλο του Θεού Μαροδοχαίο. Τα υπάρχοντα του Αμάν πέρασαν κι αυτά  στη νέα δικαιοδοσία των δούλων του Θεού, αφού ο βασιλιάς τα παραχώρησε στην Εσθήρ κι εκείνη με τη σειρά της στο Μαροδοχαίο, ο οποίος έγινε αυτοστιγμεί όχι μόνο ένα υψηλά τιμώμενο πρόσωπο, δεύτερος μετά το βασιλιά, αλλά κι ένα εξαιρετικά πλούσιο πρόσωπο.

Κι έπειτα ξαναμίλησε η Εσθήρ στο βασιλιά και πέφτοντας στα πόδια του άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα για το πρακτικό πια ζήτημα, δηλαδή για την ανάγκη να ματαιωθούν οι συνέπειες της σκευωρίας που είχε κάνει εναντίων των Ιουδαίων ο Αμάν με σκοπό τη γενοκτονία τους. Για μια ακόμα φορά ο βασιλιάς τής έτεινε το χρυσό του σκήπτρο που συμβόλιζε την εύνοιά του προς αυτήν, οπότε η Εσθήρ σηκώθηκε επάνω και του είπε πολύ συγκεκριμένα και ορθολογιστικά για την ανάγκη να γίνει γραπτή ανάκληση του προηγούμενου διατάγματος του Αμάν, έτσι ώστε να μην αφανιστούν οι Ιουδαίοι στην περσική επικράτεια. Το ότι ο Ασσουήρης δεν είχε καν ακόμα σκεφτεί αυτό το τόσο επείγον ζήτημα δεν είναι παράδοξο. Γρήγορα προχώρησαν οι εσωτερικές διαδικασίες του βασιλιά στο να καταδικάσει τον Αμάν. Είναι πάντα ευκολότερο να καταδικάσουμε το κακό που βλέπουμε να «προβάλλεται» στον άλλον, όπως έχει επιτυχώς θεμελιώσει στη θεωρία του ο ψυχολόγος C.G. Jung—αλλά και πολύ απλούστερα μας διδάσκει ο Λόγος του Θεού με το δοκάρι στο δικό μας μάτι που δεν το βλέπουμε και το ξυλαράκι στο μάτι του άλλου που αμέσως διακρίνουμε (Ματθ. 7/4-5). Πολύ βραδύτερη είναι η διαδικασία της δικής μας εσωτερικής αλλαγής που μας στρέφει προς τον ίδιο μας τον εαυτό—πρώτα αναθεωρητικά, ως προς τις ιεραχίες που είχαμε και τις αξίες που ακολουθούσαμε, και στη συνέχεια και έμπρακτα, ως προς τις επανορθωτικές πράξεις που αργότερα καλούμαστε να πράξουμε. Εκτός όμως από πρακτικά και παρεμβατικά, η Εσθήρ μίλησε επίσης στο βασιλιά και με τη γλώσσα της καρδιάς και του είπε για τον αβάσταχτο πόνο που θα της προξενούσε ο αφανισμός της συγγένειάς της και του λαού της.

Αλλά και γι’ αυτό το σκέλος του θέματος θα χρειαζόταν μια νέα αντιμετώπιση, όπως νέα ήταν και η ανατέλλουσα προσωπικότητα του βασιλιά, νέα και η πνευματική εξουσία κάτω απ’ την οποία τοποθετήθηκε το βασίλειο της Περσίας που φιλοξενούσε το λαό του Θεού, το λαό Ισραήλ. Ο Ασσουήρης δεν έδωσε διαταγή για ανάκληση του διατάγματος του Αμάν, γιατί αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει σύμφωνα με την περσική νομοθεσία. Εξουσιοδότησε όμως την Εσθήρ και το Μαροδοχαίο να συντάξουν στο όνομά του ένα καινούργιο διάταγμα, με όποιο περιεχόμενο νόμιζαν αυτοί, το οποίο να ανατρέπει το προηγούμενο για τη γενοκτονία των Ιουδαίων και, αφού το σφραγίσουν με το βασιλικό δαχτυλίδι, να το στείλουν και στις εκατόν είκοσι επτά επαρχίες της Περσίας. Αυτό και έγινε. Οι γραμματείς μετέφρασαν και το καινούργιο διάταγμα, όπως ακριβώς είχε γίνει και με το προηγούμενο, σε όλες τις γλώσσες που μιλιόνταν στην επικράτεια και το έστειλαν παντού με ταχυδρόμους που ίππευαν γοργοπόδαρα ζώα, εκτελώντας έτσι πιστά την εντολή του βασιλιά να σταλεί το καινούργιο διάταγμα κατεπειγόντως. Σύμφωνα με το νέο διάταγμα, επιτρεπόταν στους Ιουδαίους την ημέρα εκείνη, που το προηγούμενο διάταγμα όριζε να είναι η μέρα της εξόντωσής τους, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους δυναμικά (να «σταθούν» λέει το εβραϊκό κείμενο, κάτι που παραπέμπει σε μια πνευματικά ισχυρή εσωτερική δομή, ανάλογη μ’ εκείνη του Μαρτίνου Λούθηρου όταν είπε το «εδώ στέκομαι»). Ακόμα και να σκοτώσουν και να αφανίσουν αδιακρίτως όλους όσους τους επιτίθενται επέτρεπε το δεύτερο διάταγμα (έργο στην ουσία της Εσθήρ και του Μαροδοχαίου), καθώς και να πάρουν την περιουσία τους ως λάφυρο.

Όταν οι Ιουδαίοι στα Σούσα είδαν το Μαροδοχαίο με τη γαλάζια και λευκή βασιλική στολή και τα υπόλοιπα μεγαλοπρεπή στολίσματα που τη συνόδευαν, ταυτίστηκαν με την τύχη του κι η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη σαν να είχαν οι ίδιοι τιμηθεί. Η ίδια χαρά και αγαλλίαση πλημμύρισε τους Ιουδαίους και σ’ όλη την Περσία, όπου έφτανε το δεύτερο διάταγμα του βασιλιά. Και όσοι δεν ήταν Ιουδαίοι, αλλά έβλεπαν αυτή τη σωτηρία που έκανε ο Θεός για το λαό Του, θαύμαζαν και την απέδιδαν αποκλειστικά στο Θεό, τόσο που πολλοί ζήτησαν να γίνουν Ιουδαίοι—και έγιναν—γιατί φανερώθηκε η δύναμη του Θεού μπρος στα μάτια τους και διότι ο φόβος του Κυρίου, με την έννοια του σεβασμού για την Αγιότητα, τη Μεγαλοσύνη και το χαρακτήρα Του, άγγιξε βαθιά την καρδιά τους. Όπως είπε κι ο Δαβίδ στους Ψαλμούς, κι εκείνοι ακόμα που δεν γνωρίζουν το Θεό «θέλουσιν ιδεί πολλοί, και θέλουσι φοβηθή, και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον» (40/4).

Η ορισμένη μέρα για τον αφανισμό των Ιουδαίων, η δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, βρήκε τους Ιουδαίους ενωμένους και πανέτοιμους να «σταθούν» αλλά και να χτυπήσουν όσους θα δοκίμαζαν να τους βλάψουν. Και πραγματικά κανείς δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, γιατί ο φόβος να χτυπήσουν το λαό του Θεού είχε καταλάβει όλους τους λαούς. Πολλοί μάλιστα απ’ τους διοικητές και οικονόμους του βασιλιά καθώς και τους σατράπες βοηθούσαν τους Ιουδαίους, αντί να επιζητούν ή να διευκολύνουν την εξόντωσή τους, επειδή η φήμη του Μαροδοχαίου ως προσώπου με μεγάλη επιρροή στο βασιλιά μεγάλωνε με άλματα και είχε φτάσει και στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Εκείνη λοιπόν την ημέρα οι Ιουδαίοι εξόντωσαν πολλόυς απ’ αυτούς που τους μισούσαν—μόνο στα Σούσα σκοτώθηκαν πεντακόσιοι άντρες. Αλλά λάφυρα δεν πήραν.

Ο βασιλιάς Ασσουήρης, που είχε ενημερωθεί για τις απώλειες στην πρωτεύουσα—χωρίς όμως να γνωρίζει και τις εξελιξεις στις επαρχίες—, εξακολουθούσε να ευνοεί την Εσθήρ και να εκζητεί να μπει στην υπηρεσία του δικού της φωτός, τόσο που τη ρώτησε τι άλλο έπρεπε να  κάνει! Εκείνη τότε ζήτησε να παραταθεί στα Σούσα η άδεια που είχε δοθεί στους Ιουδαίους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους κατά των εχθρών τους για μία ακόμα μέρα, καθώς επίσης και να κρεμαστούν οι δέκα γιοι του Αμάν, κάτι το οποίο ήταν σύμφωνο με την εντολή του Θεού ο οποίος είχε εξαγγείλει: «[Θ]έλω εξαλείψει εξάπαντος την μνήμην του Αμαλήκ εκ της υπό τον ουρανόν» (Έξ. 17/14) και «Επειδή χειρ υψώθη κατά του θρόνου του Κυρίου, θέλει είσθαι πόλεμος κατά του Αμαλήκ από γενεάς εις γενεάν» (Έξ. 17/16). Ο Ασσουήρης διέταξε να γίνει όντως έτσι οπότε την επομένη, που ήταν η δέκατη τέταρτη ημέρα του Αδάρ, εκτός από τον οίκο του Αμάν, εξοντώθηκαν στα Σούσα και άλλοι τριακόσιοι άντρες από κείνους που ήταν εχθροί των Ιουδαίων. Αλλά και πάλι οι νικητές δεν έβαλαν χέρι στα λάφυρα. Ο απολογισμός των νεκρών απ’ όλες τις επαρχίες οι οποίες επιδίωκαν τη γενοκτονία των Ιουδαίων έφτασε τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες, ένας εντυπωσιακός αριθμός τον οποίο πρέπει να λάβει κανείς σοβαρά υπόψη προκειμένου να αξιολογήσει το μέγεθος της ανατροπής των πραγμάτων και της σωτηρίας που χάρισε ο Θεός στο λαό Του ο οποίος, διαφορετικά, θα είχε ξεκληριστεί.

Η ιστορία της Εσθήρ έχει σχεδόν τελειώσει. Την όμορφη και φωτεινή αυτή βασίλισσα την παρακολουθήσαμε στα προκαταρκτικά στάδια της αποστολής της να ευθυγραμμίζεται πρώτα η ίδια με τις οδηγίες του Πνεύματος του Θεού που περνάει σ’ αυτήν ο Μαροδοχαίος, να υπακούει και να αναθεωρεί την ιεραρχία των αξιών της, ώσπου να καταλήξει στην πλήρη υποταγή της ατομικής ζωής της στο θέλημα του Κυρίου. «Και τότε αν χαθώ, ας χαθώ», την ακούσαμε να λέει μετά τη νηστεία, προσευχή και την εκ μέρους της εκζήτηση πνευματικής στήριξης στην αποστολή της από την κοινότητα των πιστών. Έπειτα την είδαμε ν’ ακολουθεί μη παρεμβατική πολιτική στα κακώς κείμενα του χαρακτήρα και των αποφάσεων του Ασσουήρη, έτσι ώστε να μην αποτελέσει εκείνη πέτρα σκανδάλου ή εκβιάσει τη λήψη παρορμητικών αποφάσεων, αλλά ν’ αφήσει το Πνεύμα το Άγιο να δουλέψει στην καρδιά του βασιλιά ελεύθερα κι αβίαστα μέσω των ιστορικών γεγονότων όπως ξετυλίγονταν. Ασκώντας πνεύμα διάκρισης την είδαμε στη συνέχεια—όταν η αλλαγή στην καρδιά του Ασσουήρη είχε συντελεστεί στο βαθμό που να αφαιρέσει την εξουσία από τον Αμάν και να την περάσει στο δούλο του Θεού Μαροδοχαίο—να παρεμβαίνει η ίδια καίρια και αποτελεσματικά προκειμένου να ματαιωθούν οι συνέπειες της γενοκτονίας των Ιουδαίων, κάτι που ο πέρσης μονάρχης δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει ως αναγκαιότητα και μάλιστα επείγουσα, καθώς και να εφαρμοστεί ριζικά η εντολή του Θεού για την εξάλειψη της μνήμης των Αμαληκιτών από τη γη.

Αλλά η ιστορία της Εσθήρ έχει κι ένα ακόμα μέρος, έναν επίλογο και μάλιστα γιορταστικό που έχει μεγάλη σημασία για τη διατήρηση διά μέσου των αιώνων της λάμψης του ουράνιου φωτός που κατέβασε στη γη η έξοχη αυτή βασίλισσα. Επειδή μετά τη μάχη, ακολούθησε η ανάπαυση∙ μετά το πένθος και τη λύπη, η χαρά∙ μετά τη νίκη, η ευφορία και η ευχαριστία προς το Θεό για μια τόσο μεγάλη σωτηρία. Έτσι, οι Ιουδαίοι γιόρτασαν με μεγάλη γιορτή την ημέρα της σωτηρίας τους και έστειλαν δώρα ο ένας στον άλλο καθώς και στους φτωχούς. Η γιορτή αυτή, που υπάρχει και σήμερα στους εβραίους, λέγεται «Πούριμ» ή «Φούριμ», από την εβραϊκή λέξη «πουρ» ή «φουρ» (στον πληθυντικό) που θα πει κλήρος, γιατί με κλήρο διάλεξαν οι εχθροί του Θεού την εξόντωση του λαού Του, η οποία όμως, με την επέμβαση του Κυρίου που ενήργησε μέσω της δούλης Του Εσθήρ, μετατράπηκε σε σωτηρία. Πόσο διαφορετικός ο χαρακτήρας της γιορτής με την οποία αρχίζει το βιβλίο της ΕΣΘΗΡ από κείνον της γιορτής με την οποία τελειώνει! Στην πρώτη, που είναι προ Εσθήρ, επιδεικνύεται το μεγαλείο και ο πλούτος της κοσμικής βασιλείας των Περσών. Στη δεύτερη, που γίνεται μετά Εσθήρ, φανερώνεται το μεγαλείο της δύναμης του Θεού, όπως την πρόσφερε στο κοσμικό βασίλειο της Περσίας η όμορφη βασίλισσά του και δούλη του Θεού Εσθήρ με την πνευματική παρουσία της και την υπακοή της. Αλλαγή Κυρίου. Αλλαγή δεδομένων και καταστάσεων. Αλλαγή καρδιών…

Τέλος, ο Μαροδοχαίος—μόνος του στην αρχή και μαζί με τη βασίλισσα Εσθήρ στη συνέχεια—έγραψε σε όλους τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στην επικράτεια του Ασσουήρη με ακρίβεια και κύρος το πώς ακριβώς έγιναν όλα αυτά για να τα γνωρίζουν και τους πρόσταξε να τηρούν αυτές τις ημέρες (τη δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα Αδάρ) και να γιορτάζουν με χαρά και ευγνωμοσύνη τη σωτηρία που τους χαρίστηκε από το Θεό σε κείνη την περίσταση. Αυτή δε την ιστορία να την περάσουν και στις οικογένειές τους και στα παιδιά τους, καθώς και σε όσους μη Ιουδαίους προστεθούν στο λαό τους, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ ούτε ο κίνδυνος της γενοκτονίας τους ούτε και η πλήρης ανατροπή της κατάστασης με τη μεσολάβηση της Εσθήρ που έφερε στη γη το φως και το θέλημα του Θεού. Η βασίλισσα Εσθήρ φρόντισε επίσης να γραφτεί το όλο θέμα σε βιβλίο, για να διατηρηθεί στην ιστορική μνήμη, αλλά και για να μην μπορεί ποτέ να αμφισβητηθεί. Για τη δόξα του Θεού.

Τόσο ο Μαροδοχαίος όσο κι η Εσθήρ έπραξαν σύμφωνα με την προαιώνια εντολή του Θεού στο λαό Του η οποία ήταν ανέκαθεν η ίδια: Να θυμάται τις σωτήριες παρεμβάσεις Του, να τις εξιστορεί στα παιδιά του και να τις γιορτάζει πάντοτε. Προς δόξα του Θεού. Το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της εντολής αφορούσε βέβαια το Πάσχα των Ιουδαίων, την προστασία δηλαδή που λίγο πριν την έξοδό τους από την Αίγυπτο χάρισε ο Θεός στα πρωτότοκα παιδιά των Ιουδαίων να μην τα πλήξει με θάνατο, όπως θα έκανε με τα παιδιά των Αιγυπτίων, αλλά να τα «προσπεράσει» μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν δε ο τρόπος αυτός να σημαδέψουν οι Ιουδαίοι τις πόρτες των σπιτιών τους με το αίμα αρνιού που θα είχαν σφάξει την προηγουμένη, ώστε ο εξολοθρευτής άγγελος να «προσπεράσει» αυτά τα σπίτια (η λέξη «Πάσχα» στα εβραϊκά σημαίνει ακριβώς αυτό, «προσπέρασμα»). Στη συνέχεια ο Θεός παράγγειλε τα εξής στο λαό Του σχετικά με την τήρηση της ανάμνησης αυτής της θαυμαστής και σωτήριας επέμβασης: «Και η ημέρα αύτη θέλει είσθαι εις εσάς εις μνημόσυνον∙ και θέλετε εορτάσει αυτήν εορτήν εις τον Κύριον εις τας γενεάς σας∙ κατά νόμον παντοτινόν θέλετε εορτάζει αυτήν» (Έξ. 12/14). Έκτοτε και μέχρι σήμερα αυτή ακριβώς την ιστορική μνήμη τιμούν οι εβραίοι τη γιορτή του Πάσχα τους.

Την ίδια παραγγελία έδωσε κι ο Χριστός στους μαθητές Του το βράδυ της νύχτας που θα παραδινόταν στις αρχές για να σταυρωθεί στη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου, έτσι ώστε οι πιστεύοντες σ’ Αυτόν να σωθούν μέσ’ απ’ το Αίμα Του, να «προσπεραστούν» από το θάνατο—τη συνέπεια και το τίμημα της αμαρτίας—, να έχουν «Πάσχα» σωτηρίας. Έκοψε ο Ιησούς το ψωμί, το οποίο παριστάνει το σώμα Του που προσφέρθηκε στη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου και για χάρη του, και τους το μοίρασε λέγοντας: «Τούτο κάμνετε εις την ανάμνησίν μου». Πήρε και το ποτήρι που παριστάνει το Αίμα Του, που χύθηκε αντί για το δικό μας, του καθενός μας ξεχωριστά, και επίσης τους το μοίρασε λέγοντας: «[Τ]ούτο κάμνετε, οσάκις πίνητε, εις την ανάμνησίν μου» (Α΄ Κοριν. 11/25).

Η παρέμβαση του Θεού στη ζωή του ανθρώπου για να τον σώσει—από τους φυσικούς του εχθρούς ή, το κυριότερο, από τον αιώνιο εχθρό της ψυχής, το θάνατο—είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της Χάρης και του Ελέους Του. Ο άνθρωπος μετά την Πτώση είναι λειψός. Δεν έχει τίποτε στα χέρια του που να μπορεί να εξασφαλίσει αυτή την επέμβαση. Η συμφιλίωση του ανθρώπου με το Θεό ξεκινάει αποκλειστικά από την αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο που η φύση της είναι τέτοια ώστε να μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε, «από πού προέρχεται τέτοια αγάπη», «από ποια χώρα είναι»; (κυριολεκτικά «ποταπή», όπως την ονομάζει ο Ιωάννης στην Α΄ επιστολή του—1/1). Είναι σαν το σκήπτρο που τείνει ο βασιλιάς στην Εσθήρ όταν απρόσκλητη εμφανίζεται ενώπιόν του και της σώζει τη ζωή κι ας έχει εκείνη παραβεί το νόμο του κι ας μη δικαιούται τέτοια εύνοια. Έχει όμως παρουσιαστεί μπροστά του με ταπεινή καρδιά κι όταν της χαρίζεται η θαυμαστή αυτή εύνοια, εκείνη την αποδέχεται με ευγνωμοσύνη, τη βιώνει και δρα και ενεργεί μέσα σ’ αυτήν.

Και είναι εντολή του Θεού να τηρεί ο άνθρωπος μνημόσυνο των διάφορων σωτηριακών επεμβάσεών Του—και, φυσικά, και της κατ’εξοχήν θεϊκής παρέμβασης για τη σωτηρία του ανθρώπου εν τω Χριστώ—και να τις μεταδίδει και σε άλλους, έτσι ώστε να διατηρείται διά μέσου των αιώνων η ανάμνηση της Μεγάλης Αλήθειας, αλλά και η ελπίδα, ακόμα και τις σκοτεινότερες ώρες της ανθρώπινης απόγνωσης και αδυναμίας, ότι ο Θεός είναι πιστός στις υποσχέσεις Του. Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε κατ’ επανάληψη αυτή τη διαβεβαίωση με διάφορες παραλλαγές της χαρακτηριστικής περιγραφής της στο Δευτερονόμιο (7/9): «Γνώρισον λοιπόν, ότι Κύριος ο Θεός σου αυτός είναι ο Θεός, ο Θεός ο πιστός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τας εντολάς αυτού εις χιλίας γενεάς». Και στην Καινή Διαθήκη, που η πιστότητα του Θεού είναι συνυφασμένη με το λυτρωτικό έργο της ψυχής που έκανε ο Μεσσίας στο Σταυρό, διαβάζουμε αναφορικά με την πιστότητα του Θεού χωρία σαν αυτό: «Πιστός ο Θεός, διά του οποίου προσεκλήθητε εις το να ήσθε συγκοινωνοί του Υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Α΄ Κοριν. 1/9).

Σ’ αυτή τη βαθιά εμπιστοσύνη του χριστιανού στην πιστότητα του Θεού αναφέρεται η L.B. Cowman όταν γράφει στο κλασικό έργο της Ρυάκια στην Έρημο: «Υποθέτω πως η αιτία της κάθε μου λύπης στη ζωή μπορεί απλά ν’ αποδοθεί στην έλλειψη πίστης. Αν πραγματικά εμπιστεύομαι το Θεό, το παρελθόν το έχει απόλυτα καλύψει η συγχώρηση, το παρόν το τροφοδοτεί η δύναμη και το μέλλον το φωτίζει υπέρλαμπρα η ελπίδα».

 



[i] Η Γιούλικα Κ. Masry είναι νομικός του Πανεπιστημίου Αθηνών, diplômée d’ études supérieures πολιτικών επιστημών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου AixenProvence της Γαλλίας και διδάκτωρ πολιτικής θεωρίας και ψυχολογίας του Πανεπιστήμιου Chapel Hill της North Carolina των ΗΠΑ.

 

[ii] Στο κείμενο αυτό οι παραπομπές και αναφορές στο Λόγο του Θεού γίνονται από την ελληνική μετάφραση της Αγίας Γραφής του Νεόφυτου Βάμβα σε σύγκριση και με την εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη στη λέξη προς λέξη μετάφρασή της στα αγγλικά από τον J. P. Green (Hendrickson Publishers, 14η έκδοση, 1989).

 

Οι άλλες βιβλιογραφικές αναφορές που γίνονται σ’ αυτό το κείμενο λαμβάνουν υπόψη τις εξής πηγές κατά σειρά αναφοράς τους:

 

1.        Flavius Josephus, The Complete Works of Josephus, Trans. by Wm. Whiston & Forward by Wm. S. LaSor, Kregel Publications, Grand Rapids: Michigan, 1981.

2.        Από την ευρύτατη βιβλιογραφία για το ναρκισσισμό στην ψυχολογία ανεφέρονται ενδεικτικά δύο έργα: του γιατρού Alexander Lowen, Narcissism: Denial of the True Self, Macmillan Publishing Company, New York, 1985 και του ιστορικού Christopher Lasch, The Culture of Narcissism, Warner Books, 1979.

3.        Τimothy Keller, King’s Cross: The Story of the World in the Life of Jesus, Penguin Group (USA) Inc., N.Y., 2011.

4.        C.S. Lewis, The Weight of Glory, HarperSanFrancisco, 2001 (αρχικά κήρυγμα που έκανε ο συγγραφέας στην εκκλησία St. Mary the Virgin της Οξφόρδης στις 8 Ιουνίου του 1942).

5.        Jewish Encyclopedia, Amalek, Amalekites, άρθρο των W. Max Müller & Kaufmann Kohler.

6.        New Unger’s Bible Dictionary, Amalek, Amalekites, Moody Press, Chicago, 1988.

7.        Carolyn Custis James, Lost Women of the Bible (Esther), Zondervan, Grand Rapids, Michigan, 2005.

8.        Πλάτωνος Πολιτεία (Plato, The Republic and Other Works, μετάφραση B. Jowett, Dolphin Books, Doubleday, New York, 1960).

9.        Οδυσσέας Ελύτης, Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά, Αθήνα, Ίκαρος, 1990.

10.     John Barth, The End of the Road, Doubleday, New York, 1958.

11.     Γιούλικα Κ. Masry, Εσωτερικές Διαρρυθμίσεις: Ποιήματα (Λεξικό), Αθήνα, Νεφέλη, 1988.

12.     Bible Gateway.com, Women of the Bible: Esther (η βιβλική αυτή μελέτη είναι βασισμένη στο βιβλίο για την Εσθήρ του Herbert Lockyer που έχει γραφτεί στα μέσα του 20ου αιώνα).

13.     Marilynne Robinson, Gilead, Picador, Farrar, Straus and Giroux, N.Υ., N.Y., 2004.

14.     Ray Stedman, Bible Studies in the Book of Esther, το κομμάτι που επιγράφεται Soul and Spirit (Ψυχή και Πνεύμα), http://www.raystedman.org/old-testament/esther.

15.     C.G. Jung, The Portable Jung, (με ερμηνευτική εισαγωγή και σημειώσεις του Joseph Campbell και σε μετάφραση του έργου του Jung από τα γερμανικά R.F.C. Hull), The Vikings Press, New York, 1971. Επίσης και τη μελέτη επάνω στην ψυχολογία του Jung, κυρίως ως προς το θέμα της projection, από το Josef Goldbrunner με τίτλο Individuation (σε μετάφραση από τα γερμανικά Stanley Godman), University of Notre Dame Press, Indiana, 1964  (ιδιαίτερα το κεφάλαιο για τη Θρησκεία στο Β´ Μέρος του βιβλιου).

16.     L.B. Cowman, Streams in the Desert (June 26), edited by Jim Reimann, Zondervan, Grand Rapids Michigan, 1997.

Comments are closed.