ΤΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

( Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)

    Το θέμα μας είναι η «ταυτότητα» του ευαγγελικού χριστιανικού νεανικού κινήματος στον τόπο μας. Η δραστηριότητά του, το σκηνικό που μέσα σ’ αυτό δραστηριοποιείται, οι αρχές και η νοοτροπία του, καθώς και κάποιες προσωπικές σκέψεις, κρίσεις και σχόλια. Προσθέτω ότι με την έκφραση «στα πλαίσια της εκκλησίας» που περιέχει ο τίτλος της ομιλίας μας, περιλαμβάνουμε και τις λεγόμενες εξωεκκλησιαστικές οργανώσεις σε θέματα που τις αφορούν, καθώς και νεανικές κινήσεις μιας ομάδας εκκλησιών, όπως είναι η ΚΕΝ –Κίνηση Ευαγγελικής Νεολαίας- και η Νεολαία Ελεύθερων Εκκλησιών που εκπροσωπείται ή συντονίζεται από την Επιτροπή Νεολαίας. Κι ακόμη δεν πρέπει να παραλείψουμε και την κίνηση «Καλά Νέα» που κατά δήλωσή τους τουλάχιστον ανήκουν στην ορθόδοξη εκκλησία, άσχετα αν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός νεανικού ευαγγελικού κινήματος.

   Εξακολουθώ να πιστεύω –αμετανόητα- πως είμαστε σε θέση να κάνουμε ουσιαστικό διάλογο πάνω σε ουσιαστικά θέματα χωρίς το άγχος της ώρας και το φόβο μήπως παρεξηγηθούμε για τα όσα θα πούμε ή θα ρωτήσουμε. Και πως εκείνο που μας εμποδίζει είναι κάποιος δισταγμός –φυσικός και δικαιολογημένος- στο να μιλούμε δημόσια, και προπάντων η γενικότερη αγωγή μας που μας δυσκολεύει στον ελεύθερο διάλογο, πράγμα που μπορούμε –και είναι καιρός- να διορθώσουμε. Προσδοκώντας λοιπόν πως αυτή τη φορά θα ξεπεράσουμε τις τυχόν αναστολές και τους δισταγμούς μας, θάθελα να διατυπώσω ορισμένες προτάσεις –σημεία για συζήτηση, και ελπίζω, όπως είχα πει και πέρσι, ο διάλογος που θα επακολουθήσει να μην αφορά μονάχα μερικές εντελώς δευτερεύουσες λεπτομέρειες, μερικά «ξέφτια» της ομιλίας, παρά ουσιαστικά και καυτά προβλήματα απ’ αυτά που θα διατυπωθούν στις προτάσεις-σημεία. Πάρτε λοιπόν, αν θέλετε, χαρτί και μολύβι και σημειώστε.

   Σημείο πρώτο, που δε νομίζω πως χρειάζεται συζήτηση και ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρξει σ’ αυτό αντίρρηση. Το νεανικό κίνημα μέσα στην εκκλησία γενικά ή μέσα στις τοπικές εκκλησίες ειδικότερα είναι πριν απ’ όλα ένα πνευματικό κίνημα, όπως άλλωστε και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα μέσα στην εκκλησία του Χριστού. Όποια άλλη πρόταση-σημείο διατυπώσουμε στη συνέχεια, μπορεί να έχει την εφαρμογή της και σε οποιαδήποτε άλλη κοσμική ομάδα. Τούτη η πρόταση όμως αφορά μονάχα στις χριστιανικές ομάδες και στα χριστιανικά κινήματα και αποτελεί την «ειδοποιό» διαφορά τους, είναι αυτό δηλ. που τα κάνει να ξεχωρίζουν απ’ όλα τα άλλα. Οφείλει λοιπόν το χριστιανικό νεανικό κίνημα να κατευθύνεται –και ν’ αποτελείται στη μεγάλη πλειοψηφία του- από πραγματικούς πιστούς, αναγεννημένους χριστιανούς με πλήρη συναίσθηση της πνευματικής τους αποστολής, που έχουν συνειδητοποιήσει πως δεν ανήκουν απλά σ’ ένα σύλλογο –ένα «κλαμπ»- με κοινωνικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες, παρά σε μια χριστιανική ομάδα με πρωταρχικά πνευματικές επιδιώξεις. Και σαν τέτοιοι –σαν χριστιανοί- οφείλουν οι νέοι πιστοί να συμπεριφέρονται σ’ όλες τους τις εκδηλώσεις. Κάτι που θα αναλύσουμε ολοκληρωμένα αμέσως τώρα, στις επόμενες προτάσεις-σημεία μας. Εδώ όμως θα περιοριστούμε προς το παρόν σε μια αλήθεια χιλιοειπωμένη κι ωστόσο πάντα καινούργια κι επίκαιρη: ας μην περιμένουμε κανένα σωστό αποτέλεσμα αν δεν έχουμε σαν πρώτο συστατικό της πνευματικής μας ζωής τη μελέτη του Λόγου του Θεού, την προσευχή, τον πνευματικό στοχασμό και την έγνοια, την αγωνία σχεδόν, να εναρμονίζουμε τη ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι όταν μιλάμε για θέλημα του Θεού αναφερόμαστε κυρίως και προπάντων στον ηθικό νόμο Του σ’ όλους τους τομείς, που ξέρουμε πόσο πολλοί και πόσο πολύπλευροι είναι. Κι ας πούμε και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό, που εγώ τουλάχιστον δε μιλώ συχνά γι’ αυτό, ίσως από αντίδραση προς άλλους ομιλητές που το τονίζουν υπερβολικά και ασχολούνται υπερβολικά μαζί του. Προσέξτε το κεφάλαιο των σχέσεών σας με το άλλο φύλο. Δεν είμαι από εκείνους –το ξέρετε πολύ καλά όσοι με γνωρίζετε- που παίρνουν το ύφος του σοφού δασκάλου και του προφήτη, και, ίσως επειδή πέρασαν και τα χρόνια τους, υπερθεματίζουν και αναθεματίζουν κηρύττοντας  τον ασκητισμό και προσποιούμενοι αδιαφορία εκεί που μόνο αδιάφορος δεν μπορεί νάναι κανείς. Το ξαναλέω όμως ύστερα από πείρα ζωής αρκετών δεκαετιών: Το θέμα αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή, πολλή υπευθυνότητα και πολλή σοβαρότητα. Και προπάντων νοοτροπία πνευματική και χριστιανικό ήθος. Γιατί είναι μια από τις πιο επικίνδυνες παγίδες του εχθρού, αν όχι η πιο επικίνδυνη. Γιατί μπορεί να καταστρέψει την καλή μαρτυρία σας, και την εσωτερική και την εξωτερική, να σας αφαιρέσει την εσωτερική ειρήνη μεταβάλλοντάς την σε πραγματική κόλαση, και τελικά να σας εκμηδενίσει πνευματικά. Ένα-δυο βήματα είναι αρκετά για να κατρακυλήσει κανένας όλα τα σκαλοπάτια που –πιστέψτε με- είναι πάρα πολύ γλιστερά. Δεν προτρέπει άδικα ο  Λόγος του Θεού στους νέους – και βέβαια όχι μονάχα στους νέους: «μετά πάσης καθαρότητος».

Σημείο δεύτερο. Το χριστιανικό νεανικό κίνημα εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της εκκλησίας, όπως άλλωστε το λέει κι ο τίτλος της ομιλίας μας, κι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Αυτό σημαίνει πως με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξελιχθεί σ’ ένα, ας πούμε, «κράτος εν κράτει» με δικούς του νόμους και δική του ζωή τελείως ανεξάρτητη από την υπόλοιπη ζωή της εκκλησίας, έτσι που τα μέλη του να ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τις δικές τους δραστηριότητες και να μετέχουν μονάχα σ’ αυτές αγνοώντας τις υπόλοιπες συνάξεις και τις υπόλοιπες εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για οποιαδήποτε άλλη ομάδα μέσα στην εκκλησία. Από το άλλο όμως μέρος δημιουργείται η υποχρέωση και για την ίδια την εκκλησία, και κυρίως για την ηγεσία της, να ενεργεί με αρκετά πλατύ πνεύμα και με ανοικτούς ορίζοντες και μ’ αρκετή φαντασία, και προπάντων με αρκετή πνευματικότητα, ώστε άνετα να μπορεί να συνεργάζεται με τους νέους, να τους καταλαβαίνει και να τους βοηθά. Προσωπικά είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος πάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο γιατί προέρχομαι από μια γενιά που το τεράστιο χάσμα της με την προηγούμενη σ’ οποιοδήποτε τομέα δεν τη βοήθησε καθόλου σε αρμονική και σωστή συνεργασία με την τότε ηγεσία της εκκλησίας. Είναι μια κατάσταση που είναι αδύνατο να συλλάβετε εσείς σήμερα, έστω και σ’ ένα μικρό ποσοστό της. Θυμάμαι, κάπου στη δεκαετία του ’60, που είχα συναντήσει στην Αθήνα κάποιον επιφανή εκπρόσωπο της Κοινωνίας των Ελεύθερων Εκκλησιών. «Τι μαθαίνω, Στέφανε;» μου είπε επιτιμητικά και κάπως ειρωνικά. «Ζητάτε εσείς οι νέοι στη Θεσσαλονίκη να τα πάρετε όλα στα χέρια σας;»  «Κύριε Κ», του απάντησα, «οι νέοι δεν έχουν τίποτε στα χέρια τους αυτή τη στιγμή. Απλά ζητούν να πάρουν ένα 5% από τα 100 που έχουν οι μεγάλοι». Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά, και φυσικά ούτε κατάλαβε τίποτε, ούτε και συνέχισε τη συζήτηση. Κάποτε –όχι πολλά χρόνια μετά τον παραπάνω διάλογο- διαδεχτήκαμε την προηγούμενη γενιά σαν υπεύθυνοι της εκκλησίας. Δεν είναι καλό να καυχιέται κανένας πάνω σε πνευματικά θέματα. Νομίζω όμως ότι πού και πού μια ενημέρωση είναι απαραίτητη. Το σίγουρο είναι πως η οροφή της εκκλησίας δεν έπεσε πάνω στα κεφάλια των πιστών όταν την πήραμε στα χέρια μας εμείς, οι «επικίνδυνοι». Λένε μερικοί -απ’ τους παλιούς –πως πριν είχε μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, αν και προσωπικά εγώ θάθελα κάποτε να συζητήσουμε τι εννοούμε με τη λέξη «πνευματικότητα». Γιατί σίγουρα ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα μιας πνευματικής εκκλησίας είναι το ήρεμο κλίμα, η ήρεμη αποδοχή του ενός απ’ τον άλλο, η ανεμπόδιστη πνευματική δραστηριότητα όποιας ομάδας, η έμπρακτη αλληλοβοήθεια και η προσπάθεια για κάποιο υψηλότερο επίπεδο, όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε σ’ αυτόν τον όρο. Για τα πολλά φιλιά, τα πολλά κλάματα και τους πολλούς καυγάδες δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο της πνευματικότητας. Δόξα τω Θεώ, ότι εκείνη η «αλλαγή φρουράς»  βοήθησε την εκκλησία μας να χαρακτηρίζεται πολύ περισσότερο από τα πρώτα γνωρίσματα και πολύ λιγότερο –σχεδόν καθόλου- από τα τελευταία. Κι ακόμα καρπός της γενιάς μας και της επόμενης που τόσο αρμονικά συνεργάστηκε μαζί μας, είναι και η χορωδία μας με όλη τη δραστηριότητά της και ο όμιλος των νέων μας, και τούτο το συνέδριο και το περιοδικό μας «οι Θεσσαλονικείς» και ένα σωρό πνευματικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Αρκετοί από τους νέους μέσα στις εκκλησίες θεωρούν τον εαυτό τους ότι είναι ένα εκλεκτό κομμάτι της και ακόμη φορείς νέων ιδεών και νέου πνεύματος. Με τι υποδομή, τι περιεχόμενο, τι πρόγραμμα ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο; ο καθένας ας δώσει την απάντηση στον εαυτό του –και πριν απ’ όλα στο Θεό. Ας μην ξεχνάμε όμως πως οι υψηλές ιδέες και τα μεγαλεπήβολα σχέδια δεν πρέπει να μένουν μόνο στα χαρτιά, αλλά να έχουν και χειροπιαστά αποτελέσματα.

Σημείο τρίτο. Ακούγεται πού και πού από κάποιους, ας τους πούμε, «νοσταλγούς» της ποιότητας, πως το επίπεδο ανάμεσά μας πρέπει νάναι υψηλό ή τουλάχιστον υψηλότερο απ’ όσο είναι σήμερα. Χρειάζεται, νομίζω, κάποιο σχόλιο πάνω σ’ αυτό. Στα χρόνια τα δικά μας υπήρχαν νέοι που πολύ ενοχλούνταν όταν μιλούσαμε για μόρφωση και διάβασμα. Όταν έχεις τελειώσει μονάχα το δημοτικό σχολείο, χρειάζεται πολύ μυαλό κι ασυνήθιστες ιδιότητες για να μελετήσεις μόνος σου και να φτάσεις σ’ ένα ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, και υπήρξαν ένας-δυο από τους νέους εκείνης της γενιάς, ή και τους παλιότερους, που το κατόρθωσαν σε ικανοποιητικό βαθμό, και υπάρχουν μερικοί άλλοι σήμερα που δεν έχουν περάσει πολύ τα χρόνια τους, και που πολύ τους χαίρομαι και πολύ τους εκτιμώ –και πολύ τους σέβομαι. Τις πιο πολλές φορές όμως –δυστυχώς, είναι ανθρώπινο-  δημιουργούνται από μέρους εκείνων που μένουν πίσω διάφορα συμπλέγματα απέναντι στους «σπουδαγμένους» με πολλές και δυσάρεστες εκδηλώσεις κι αποτελέσματα. Σήμερα κατά κανόνα τέτοιος φόβος δεν υπάρχει. Η υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση και το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι –το σύνολό τους σχεδόν- προχωρούν και σε λυκειακές σπουδές κι ακόμη παραπάνω, μας επιτρέπει να μιλήσουμε ελεύθερα κι απερίφραστα. Σα χριστιανικό λοιπόν νεανικό κίνημα στην ευαγγελική μας εκκλησία και σαν επιμέρους όμιλοι νέων στις τοπικές εκκλησίες  δεν πρέπει νάμαστε καθόλου υπερήφανοι για το πολιτιστικό και μορφωτικό μας επίπεδο. Σπουδές υπάρχουν, διπλώματα υπάρχουν, χαρίσματα και ταλέντα υπάρχουν, λείπει όμως η διάθεση να μάθουμε κάτι καινούργιο, να ενημερωθούμε για ένα σωρό θέματα και φαινόμενα που είναι γεμάτη απ’ αυτά η σύνθετη εποχή μας, να ξεκινήσουμε ουσιαστικό διάλογο για πολλά και διάφορα, ν’ ανοίξουμε, αν μπορούμε, καινούργιους δρόμους, να δώσουμε κάποιο ουσιαστικό «παρών» στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας με σοβαρό και μελετημένο τρόπο, ν’ αναδειχτούμε σαν εκκλησία και σαν παρουσία στον ελληνικό χώρο και να γίνουμε σεβαστοί και να μας ακούσουν με προσοχή μέσα στο περιβάλλον μας. Για όλα αυτά χρειάζεται να κτίσουμε μια στέρεη και άνετη πνευματική οικοδομή. Είπαμε πιο πριν πως χωρίς μελέτη της Αγίας Γραφής, προσευχή και πνευματικό στοχασμό δεν κάνουμε τίποτε. Πάνω σ’ αυτά θα θεμελιώσουμε. Στο κτίριο όμως που θα κτίσουμε, ένα-δυο ορόφους –απ’ τους κυριότερους- θα τους αφιερώσουμε σ’ όλα εκείνα τα εφόδια που μας έχει δώσει ο Θεός και που οφείλουμε να τ’ αξιοποιήσουμε: στη στέρεη λογική που συμβιβάζεται με την πίστη και που εκδηλώνεται με την επιστημονική σκέψη και την έρευνα· στην ευαισθησία που εκφράζεται με την κάθε μορφής τέχνη και την κάθε μορφής καλαισθησία, με το καλό γούστο και την ομορφιά· στην πλήρη γνώση του παρελθόντος μας και της ιστορίας μας απ’ όπου πολλά μπορούμε να διδαχτούμε· σε ολοκληρωμένες πολιτικές και κοινωνικές θέσεις που να συμβιβάζονται με τις αρχές του Λόγου του Θεού, χωρίς κραυγές και κομματικά συνθήματα που τόσο πολύ συνηθίζονται στον τόπο μας· στο ξεκαθάρισμα για το τι επιτέλους πιστεύουμε και τι υποστηρίζουμε, τι αρνιόμαστε και τι πολεμάμε και τι επιθυμούμε να βελτιώσουμε. Λυπάμαι που θα το πω, αλλά τα περισσότερα απ’ όλα αυτά τα τόσο σοβαρά κεφάλαια αντιμετωπίζονται πρόχειρα, περιστασιακά κι ανεύθυνα. Ένα μονάχα παράδειγμα ν’ αναφέρω είναι αρκετό: στο χώρο του θεάματος επικρατεί μια άνευ προηγουμένου σύγχυση κι έλλειψη προσανατολισμού. Οι περισσότεροι απ’ τους νέους –κι ό,τι λέμε σήμερα δεν ισχύει μόνο για τους νέους, καμιά φορά μάλιστα στους μεγάλους είναι ακόμη χειρότερη η κατάσταση- καταπίνουν ανεξέλεγκτα και σε μεγάλες ποσότητες τα πιο χαμηλά απ’ τα προϊόντα που προσφέρει η τηλεόραση, κι αν καμιά φορά δουν και τίποτε της προκοπής –γιατί υπάρχουν πού και πού και τέτοια προγράμματα- αυτό γίνεται τυχαία και χωρίς κανένα προγραμματισμό. Το ίδιο ισχύει και με τα έργα στον κινηματογράφο, ενώ το καλό θέατρο –που υπάρχει απ’ αυτό έστω σε μικρή ποσότητα- είναι τελείως σχεδόν άγνωστο. (Μόλις πρόσφατα το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε δύο σπουδαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου με μηνύματα που πολλά θάχαν να διδάξουν τους χριστιανούς: το «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκυ με τη θεατρική προσαρμογή του Αλμπέρ Καμύ. Πόσοι άραγε απ’ τους νέους μας ασχολήθηκαν μ’ αυτά;)

   Από το άλλο μέρος μια μικρή ομάδα νέων αρνείται τα πάντα πάσχοντας από φοβία απέναντι σε οποιοδήποτε θέαμα, πράγμα που δημιουργεί αρκετά κενά στη γενικότερη συγκρότησή τους. Πριν από όχι και πολλά χρόνια σ’ ένα νεανικό συνέδριο, κάποιος ομιλητής αρκετά νέος τότε στην ηλικία, ανέπτυξε το θέμα «η Τηλεόραση και ο Χριστιανός Νέος». Περίμενα μια υπεύθυνη αντιμετώπιση κι ένα σοβαρό χειρισμό για ένα τόσο σοβαρό θέμα, σχετικά με τα πολλά πλεονεκτήματα και τα πολλά μειονεκτήματα της τηλεόρασης. Κι απογοητεύτηκα όταν άκουσα ολόκληρη την ομιλία να κυλά με τα γνωστά χιλιοειπωμένα επιχειρήματα για τον κόσμο και τις παγίδες του και για τους λόγους που ούτε καν πρέπει να διανοείται ο χριστιανός να βάλει την τηλεόραση μέσα στο σπίτι του. Στο τέλος της ομιλίας δόθηκε και η χαριστική βολή: «Αλλά κι αν ακόμη παραδεχτούμε πως υπάρχουν και μερικές εκπομπές και μερικά έργα που πραγματικά αξίζουν κι έχουν κάποια ποιότητα, πέστε μου τι έχετε να χάσετε αν δεν τα δείτε;» Εγώ νομίζω ότι το κακό αποτέλεσμα από τέτοιου είδους ομιλίες και τέτοιου είδους νοοτροπία είναι διπλό: από τη μια αυτοί που δεν έχουν τηλεόραση στα σπίτια τους -και δεν ξέρω αν σήμερα πια υπάρχουν τέτοιοι, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλητή που αναφέραμε πιο πριν–φουσκώνουν και ικανοποιούνται πως τάχα είναι πνευματικότεροι από τους υπόλοιπους ανεξάρτητα απ’ το πώς περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Κι απ’ την άλλη οι υπόλοιποι –η μεγάλη πλειοψηφία- εξακολουθούν «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» να μην έχουν κανένα προσανατολισμό και καμιά εμπειρία πάνω στο τι πρέπει να δουν και τι ν’ αποφύγουν.

   Στο ίδιο κανάλι της ίδιας γενικής σύγχυσης κινείται κι εκείνος ο υπεύθυνος κάποιας εκκλησίας που κάποια Κυριακή –ή κάποια άλλη μέρα, δεν ξέρω ακριβώς- εξαπέλυσε πυραύλους από τον άμβωνα εναντίον της λυρικής σκηνής και εκείνων των χριστιανών που παρακολουθούν παραστάσεις όπερας –που δε νομίζω πως μετριούνται σε περισσότερα απ’ τα δάχτυλα των δύο χεριών. Λίγες μέρες αργότερα η δασκάλα κάποιας τάξης κυριακού σχολείου της ίδιας εκκλησίας πήγε μαζί με τους μαθητές της να παρακολουθήσουν ένα έργο στη λυρική σκηνή. Κι ο ίδιος εργάτης που πριν από λίγο είχε εξαπολύσει τους πυραύλους, δήλωσε ενθουσιασμένος πως μ’ αυτόν τον τρόπο «ανεβαίνει το επίπεδό μας». Και την ίδια στιγμή ένας-δυο πιστοί χριστιανοί, μέλη κάποιας εκκλησίας που ανήκει στον ίδιο ευρύτερο χώρο, αποτελούν στελέχη της λυρικής σκηνής χωρίς σοβαρές αντιδράσεις από μέρους των υπόλοιπων πιστών,  απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό κατά τη γνώμη μου. Η παρουσία των χριστιανών σ’ όλους τους χώρους και σ’ όλους τους τόπους μπορεί να αποτελεί ευλογία για το περιβάλλον τους.

     Να λοιπόν μια σειρά από αντιφατικές καταστάσεις που οφείλονται στην ευκαιριακή αντιμετώπιση των προβλημάτων και στην έλλειψη σοβαρού και ελεύθερου διαλόγου ανάμεσά μας.

   Φυσικά η ικανότητα για ελεύθερο διάλογο δεν είναι κάτι που αποκτιέται από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε διδάσκεται σ’ ένα μονάχα συνέδριο, κι ακόμα λιγότερο σε μια μόνο ομιλία. Είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης νοοτροπίας και καθημερινής πράξης και περιλαμβάνεται κι αυτό στο κεφάλαιο της πολιτιστικής μας ανάπτυξης που γι’ αυτήν μιλάμε τώρα. Έτσι είναι απόλυτα δικαιολογημένος εκείνος ο αδελφός, υπεύθυνος σε κάποια σχετικά μικρή εκκλησία, που όταν πριν από δεκαεφτά χρόνια στην ετήσια συνέλευση των εκκλησιών μιλούσαμε για την ανάγκη ανάπτυξης ελεύθερου διαλόγου στις εκκλησίες μας, σηκώθηκε εντελώς απορημένος και είπε: «μα τι λέτε τώρα αδελφοί; δεν έχουμε ελεύθερο διάλογο στις εκκλησίες μας; τι κάνουμε τόση ώρα, δηλαδή; δε συζητάμε ελεύθερα τις ανάγκες των εκκλησιών μας, δε διατυπώνουμε ελεύθερα τη γνώμη μας για τα διάφορα εδάφια που μελετούμε στις συμμελέτες μας; ασφαλώς κι έχουμε ελεύθερο διάλογο»! Κι όλοι γυρίσαμε στα σπίτια μας ικανοποιημένοι…

 

**************************

 

   Χρειάζεται άραγε να μιλήσουμε κι άλλο για τη φτώχεια και την  προχειρότητά μας στον πολιτιστικό τομέα; για την έλλειψη μελέτης κι ενημέρωσης σ’ ένα σωρό κεφάλαια μ’ ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, που χάνονται όμως μέσα στο γενικό ημίφως; για την ολοκληρωτική έλλειψη ενδιαφέροντος πάνω σε μια ολόκληρη σειρά από θέματα ενδιαφέροντα και καυτά, μόνο και μόνο επειδή χρειάζεται λίγη παραπάνω σκέψη και λίγη παραπάνω ενημέρωση για ν’ ασχοληθεί κανείς και να συζητήσει γι αυτά; Παρακολουθώ τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο που δίνουν κάθε χρόνο στους συνέδρους για συμπλήρωση οι υπεύθυνοι του συνεδρίου. Ένα από τα πιο απογοητευτικά φαινόμενα είναι πόση απήχηση έχουν οι ομιλίες που δεν απαιτούν ιδιαίτερη σκέψη και πόσο τα εύκολα θέματα που εξαντλούνται σε μερικούς επιφανειακούς συναισθηματισμούς κερδίζουν πάντα τις πρώτες θέσεις. Αυτός είναι κι ο λόγος που κάθε χρόνο οι υπεύθυνοι του συνεδρίου με πολύ δισταγμό μόλις και τολμούν να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα κάποια ομιλία που να ξεπερνά κάπως το μέτριο επίπεδο, και τρέμει η ψυχή τους στην επιλογή των ομιλητών, μήπως τύχει κανένας ιδιαίτερα διαβασμένος και κάπως πιο βαθύς, και χρειαστεί μια κάποια διανοητική προσπάθεια να τον παρακολουθήσουμε και πλήξουν τα παιδιά κι αρχίσουν να χασμουριούνται. Πάλι καλά που έχουμε να δείξουμε και μερικά σημαντικά επιτεύγματα, που δεν προέρχονται όμως πάντα από τη νέα γενιά, όπως την άνοιξη  των εκδόσεων «Πέργαμος» του Σπύρου Φίλου, τη σημαντική δουλειά στο παιδικό χριστιανικό τραγούδι του Τάκη και της Μαρίζας Βενιζελέα και της ομάδας τους, το μελωδικό πλούτο των τραγουδιών του Κωστή Παπάζογλου, του Μάνου Αναγνώστου και κάνα δυο άλλων, μερικές άλλες μουσικές δραστηριότητες, τα παιδικά μας περιοδικά, τους «Παιδικούς Αντίλαλους» και προπάντων το σύγχρονο «Ουράνιο Τόξο», μερικά απ’ τα άρθρα που δημοσιεύονται σε περιοδικά μας, τις ποιητικές δημιουργίες νέων και παλιών ποιητών μας –εδώ, στον τομέα της ποίησης, πάντα διακρινόμασταν, ποτέ όμως, όπως και σ’ όλα τ’ άλλα, δεν έγινε συστηματική δουλειά ταξινόμησης με κάποια ανθολογία- τις προσπάθειες του περιοδικού «Λυτρωμένα Νειάτα» που έχει όμως πολύ ακόμη δρόμο να βαδίσει και πρέπει πολλά ακόμη να τολμήσει.

Σημείο τέταρτο. Η σωτηρία του Χριστού καλύπτει όλους τους τομείς της ζωής και διαμορφώνει ανθρώπους αληθινά ελεύθερους κι αληθινά ολοκληρωμένους. Δεν περιορίζεται μονάχα σε μερικές συναισθηματικές εκδηλώσεις και αποκλειστικά σε κάποιο πνευματικό με τη στενή έννοια επίπεδο. Η καλλιέργεια όμως και η αξιοποίηση των δώρων που μας έχει χαρίσει ο Θεός που περιλαμβάνεται μέσα στην πολιτιστική ανάπτυξη που γι’ αυτήν μιλήσαμε προηγουμένως, προϋποθέτει δυναμισμό, ελευθερία δράσης και λόγου, ανάπτυξη των ταλέντων και ικανοτήτων που έχει χαρίσει στον καθένα μας ο Θεός και βοήθεια του ενός προς τον άλλο προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις.. Είναι κι αυτά πολύτιμα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν το νεανικό χριστιανικό κίνημα. Μιλάμε για δυναμισμό, κι αυτό ακριβώς είναι το αντίθετο της παρακμής και της στασιμότητας. Κι ακόμη δυναμισμός δεν είναι μονάχα η υπερβολική «πλάκα» –κι είναι άλλο η «πλάκα» κι άλλο το χιούμορ που έχει τελείως άλλη ποιότητα –ούτε οι άναρθρες κραυγές που μ’ αυτές εξαντλούν το δυναμισμό τους αρκετοί απ’ τους νέους της εποχής μας και βέβαια και του παρελθόντος. Μιλάμε για δημιουργικό δυναμισμό, για διαρκή ανησυχία και για συνεχή επιδίωξη για όλο και κάτι καλύτερο, για όλο και κάτι καινούργιο με σκοπό την αυτοβελτίωσή μας  που θα βοηθήσει αποφασιστικά ανάμεσα στ’ άλλα και στην άνετη και πετυχημένη διεξαγωγή του ευαγγελιστικού μας έργου. Μιλάμε για ελευθερία δράσης και λόγου και για ανάπτυξη ταλέντων και ικανοτήτων, κι αυτό σημαίνει ν’ αφεθεί ελεύθερη η δημιουργική φαντασία του καθενός και κυρίως του νέου να δουλέψει μ’ ολόκληρο το δυναμικό της και να μην εμποδίζεται από του κόσμου τις αναστολές και τις προκαταλήψεις που μ’ αυτά έχουν γεμίσει την πίστη του Χριστού οι διάφοροι υπερζηλωτές και που είναι ξένα τελείως προς το πνεύμα του ίδιου του Χριστού. Κι ακόμη σημαίνει αυτό να μην τορπιλίζει και να μη σαμποτάρει ο ένας το έργο του άλλου μόνο και μόνο επειδή δεν το «πιάνει» το δικό του το μυαλό και η δική του η νοοτροπία -κι από τέτοιου είδους εμπειρίες εγώ τουλάχιστον προσωπικά κι αρκετοί από τους συνεργάτες μου έχουμε αρκετή γεύση, προπάντων στο κάπως μακρινό παρελθόν. Κι όσο για την ελευθερία λόγου, εννοούμε πως ο καθένας θα πρέπει να μπορεί να εκφράζει τη σκέψη του ελεύθερα κι αβίαστα, χωρίς να φοβάται μήπως δεν τα πει σύμφωνα με τη δοσμένη γραμμή. Κάτι που δυστυχώς δε συμβαίνει καθόλου στις νεανικές μας ομάδες. Με αποτέλεσμα νάχουμε δημιουργήσει μια ξύλινη, πνευματική τάχα γλώσσα, και νάμαστε ευχαριστημένοι αν καταφέρουμε και κόψουμε και ράψουμε το λόγο μας με το γνωστό ομοιόμορφο τρόπο, έτσι που να μη βγάζει πουθενά «κεφάλι», νάναι ζυγισμένη και στοιχημένη τόσο που να ικανοποιεί το κοινό αίσθημα, κι αν κάποιος από μας μιλήσει κάπως αλλιώτικα να μην είμαστε σε θέση να τον καταλάβουμε και να τον παρεξηγούμε, έτσι σφηνωμένοι που βρισκόμαστε μέσα στο αποκλειστικό μας κανάλι. Με τέτοιους όμως δισταγμούς και φόβους κι αναστολές κάνουμε μονάχα μισό βήμα όταν οι υπόλοιποι κάνουν δέκα. Μ’ άλλα λόγια επιβάλλουμε δυσβάστακτα φορτία που –θα το ξαναπούμε- δε μας υποχρεώνει ο Λόγος του Θεού να επιβάλλουμε. Αυτός είναι ο λόγος που όχι μόνο στη χώρα μας, μα και παγκόσμια, υπάρχει ένα κλίμα αποδοκιμασίας και εχθρότητας απέναντι στον πολιτισμό ανάμεσα στους χριστιανούς και στις χριστιανικές εκκλησίες. Με πρόχειρο και εντελώς χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αγγλία, μια χώρα που σφύζει από κάθε μορφής μουσική εκλεκτής ποιότητας, κι όπου μέσα στις ζωντανές πνευματικά εκκλησίες  η φτώχεια στη μουσική κάθε άλλου είδους έχει στρέψει τους νέους αποκλειστικά προς τη μουσική ροκ, προς μεγάλη αγανάκτηση των παλιότερων γενεών που βέβαια όπως έστρωσαν έτσι κοιμούνται τώρα. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο στη χώρα μας, όπου έτσι κι αλλιώς ο τόπος μας δεν ευνοεί πολιτιστικά άλματα και σπουδαίες καλλιτεχνικές επιδόσεις. Δόξα τω Θεώ για κάποιες εκπληκτικές εξαιρέσεις σαν το πνευματικό κίνημα του Μεταλληνού, που λίγα δυστυχώς υπολείμματά του απομένουν μέχρι σήμερα, και σαν μερικά άλλα μικρότερου μεγέθους κινήματα που αγνόησαν παραδόσεις κι αναστολές και μπόρεσαν να πετύχουν μερικά αξιόλογα αποτελέσματα.

Σημείο πέμπτο. Είπαμε πως η κάθε είδους νεανικές χριστιανικές ομάδες κινούνται μέσα στα πλαίσια της τοπικής τους εκκλησίας και πως γενικότερα το χριστιανικό νεανικό κίνημα ξεκινάει από την εκκλησία και ανήκει σ’ αυτήν. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε νέος έχει την υποχρέωση να εργάζεται πρωταρχικά μέσα στην εκκλησία του και για την εκκλησία του. Κι η πρόταση αυτή δεν έχει καθόλου δογματικό ή κομματικό χαρακτήρα. Σημαίνει απλά πως οφείλουμε πριν απ’ όλα να τιμούμε και να βοηθούμε την εκκλησία που μας τρέφει πνευματικά και που μέσα σ’ αυτήν ίσως γνωρίσαμε το Χριστό κι αναπτυχθήκαμε. Αν μας περισσέψει καιρός ύστερα από τέτοιου είδους δραστηριότητα, μπορούμε να βοηθήσουμε και τις κάθε είδους εξωεκκλησιαστικές οργανώσεις που απ’ αυτές υπάρχουν αρκετές στον τόπο μας, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Με απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι η ασχολία αυτή δεν θα μας κάνει να παραμελούμε το κύριο έργο μας, εκείνο της εκκλησίας μας. Στην αντίθετη περίπτωση στερούμε την εκκλησία μας από κάτι που της ανήκει και παίζουμε ένα επικίνδυνο πνευματικό παιχνίδι σε βάρος του εαυτού μας. Ξέρω αρκετούς νέους με πολύ ζήλο στην αρχή, που διέσπειραν τις δυνάμεις τους σε κάθε είδους δραστηριότητες, παραμέλησαν την εκκλησία τους, αποπροσανατολίστηκαν και μπερδεύτηκαν και στο τέλος υποβιβάστηκαν ή καταστράφηκαν πνευματικά. Κι αν έχεις παράπονο από την εκκλησία σου ότι δεν είναι αρκετά πνευματική ή ότι είναι πολύ οπισθοδρομική ή ότι είναι αρκετά κοσμική, μείνε σ’ αυτήν κι αγωνίσου γι αυτήν και μην παύεις να προσεύχεσαι γι’ αυτήν. Εξέτασε όμως και τη δική σου καρδιά, μήπως εσύ δεν είσαι εντάξει και γι αυτό έχεις παράπονα απ’ την εκκλησία σου. Στο κάτω-κάτω εκκλησία δεν είναι ούτε μονάχα ο άμβωνας, ούτε ένας απρόσωπος οργανισμός. Εκκλησία είμαστε όλοι μας, εσείς, εγώ, και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να παραπονιέται για την εκκλησία του όταν δεν έχει συμβάλει όσο θάπρεπε για ν’ αναπληρώσει τις ελλείψεις της. Η κριτική είναι πολύ εύκολη, το να δημιουργήσεις όμως κάτι καλό και δύσκολο είναι, και θα σε κάνει πιο σεμνό και θα σου δώσει μεγαλύτερη κατανόηση για τους άλλους. Αυτός άλλωστε είναι κι ο λόγος που οι μουσικοί κριτικοί, τουλάχιστον στον τόπο μας –και το ίδιο συμβαίνει και σ’ άλλους τομείς της τέχνης- είναι συνήθως άνθρωποι που κατάντησαν κριτικοί γιατί προσπάθησαν και απέτυχαν στον άλλο, το δύσκολο δρόμο της μουσικής εκτέλεσης και της μουσικής δημιουργίας.

Σημείο έκτο. Το χριστιανικό ευαγγελικό νεανικό κίνημα οφείλει νάναι  αρκετά συντηρητικό και συγχρόνως αρκετά προοδευτικό. Πριν δυο χρόνια σε κάποιο άλλο συνέδριο εδώ στη Λεπτοκαρυά είχαμε μιλήσει ακριβώς γι’ αυτό το θέμα, της συντηρητικότητας και της προοδευτικότητας. Κι είχαμε πει πως καλώς εννοούμενη χριστιανική συντηρητικότητα είναι η εμμονή πάνω στις αρχές του Λόγου του Θεού και ο αγώνας ενάντια σε κάθε διαστρέβλωση ή αλλοίωση όλων εκείνων που αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά ολόκληρης της εκκλησίας του Χριστού μέσα στους αιώνες. Κι ακόμη σωστή συντηρητικότητα, πιστεύω, είναι και η αντιμετώπιση και απόκρουση κάθε κίνησης και κάθε ιδέας που εμφανίζεται -ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια- με το μανδύα του «πνευματικού», με τον ψευδεπίγραφο τίτλο της δήθεν νέας αποκάλυψης, με τη σιγουριά πως όλοι εμείς πριν απ’ αυτούς, τους καινούργιους προφήτες, βρισκόμασταν μέσα στα πνευματικά σκοτάδια. Καλά λοιπόν που ήρθαν αυτοί και μας έμαθαν πώς να ζούμε πνευματικά, θαρρείς και πνευματικότητα είναι μερικά υψωμένα χέρια, πολύ κλάμα και πολύ θέατρο, πολλές κραυγές –άναρθρες και έναρθρες- κι άλλα ηχηρά παρόμοια -προπάντων ηχηρά- και δεν είναι ο καρπός του Πνεύματος που περιλαμβάνει και την αγάπη και την πραότητα και την εγκράτεια και πολλά άλλα. Κι είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούν οι νέοι σ’ ένα τέτοιο δρόμο, γιατί είναι και θεαματικός κι όχι ιδιαίτερα δύσκολος, και γιατί και σα λαός αγαπάμε πολύ περισσότερο το θέαμα και το «μπούγιο» και πολύ λιγότερο τη σοβαρότητα και το βάθος, και γιατί απ’ το άλλο μέρος, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, έχουμε πια βαρεθεί την πολλή σοβαροφάνεια, την πολλή τυπικότητα και τον πολύ κομφορμισμό που χαρακτηρίζει κατά περιόδους διάφορες εκκλησίες ή ομάδες εκκλησιών. Πρέπει λοιπόν νάναι αρκετά συντηρητικό κι αρκετά καλά θωρακισμένο το νεανικό κίνημα, κι ακόμη να ξέρουν οι νέοι μας καλά το τι πιστεύουν και γιατί το πιστεύουν. Κι είναι κι αυτό αποτέλεσμα της σοβαρής μελέτης που είπαμε πιο πριν. Κι εδώ θα διατυπώσω και πάλι ένα παράπονο: Αρκετοί απ’ τους νέους μας έχουν φοιτήσει σε βιβλικά και θεολογικά σχολεία, και καλά έκαναν, γιατί αυτό τους βοηθά να καταρτιστούν σωστά στα θέματα της πίστης και να βοηθήσουν και τους άλλους. Δεν έχω όμως δει ούτε έναν να πηγαίνει στο LAbri στην Ελβετία ή σ’ όποιο άλλο παρόμοιο κέντρο από εκείνα που ίδρυσε ο μεγάλος χριστιανός στοχαστής και πνευματικός άνθρωπος, ο Francis Schaeffer, όπου πηγαίνουν χριστιανοί νέοι απ’ όλο τον κόσμο για να μαθητεύσουν πάνω σε θέματα πίστης μ’ ένα αλλιώτικο τρόπο απ’ τα συνηθισμένα βιβλικά σχολεία και σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο. Όπου σπουδάζουν κι ενημερώνονται με κριτική χριστιανική σκέψη για όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα, για κάθε μορφή τέχνης και για κάθε άλλο στοιχείο κουλτούρας του δυτικού πολιτισμού. Αλλά, βλέπετε, ζούμε σ’ ένα τόπο όπου η λέξη «κουλτουριάρης» προφέρεται περιφρονητικά κι ακούγεται σα βρισιά, ή, όπως εύστοχα παρατήρησε εντελώς πρόσφατα ο Μάνος Χατζιδάκις, «αν σας αρέσει ένα καλό βιβλίο ή ένας καλός δίσκος και δεν ακολουθείτε τον όχλο, σας κολλάμε την ετικέτα του «ελιτιστή» κι αυτομάτως απαλλασσόμεθα  από τη σημασία σας». Κι ακόμα –προσθέτουμε εμείς-  αν είσαι αρκετά ευγενής και λεπτός αρχίζουν και διερωτώνται μήπως κάτι δεν πάει καλά μαζί σου. Ξεκινήσαμε όμως απ’ τη συντηρητικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει το νεανικό χριστιανικό κίνημα και ξεφύγαμε αρκετά. Κι όσο για την αρκετή προοδευτικότητα που πρέπει, όπως είπαμε, να το χαρακτηρίζει, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να πετάξουμε ό,τι παλιό σαν άχρηστο κι ακατάλληλο για τον καιρό μας. Δεν τονίζουμε τυχαία εδώ την ανάγκη για μια κάποια κουλτούρα μέσα στην εκκλησία και μέσα στο νεανικό της κίνημα. Γιατί ένα πολιτιστικό υπόβαθρο θα μας βοηθήσει σε πάρα πολλά πράγματα. Για να πούμε ένα παράδειγμα, η επαναστατική τάχα τάση να πετάξουμε κάθε παλιό ύμνο και κάθε κείμενο που είναι στην καθαρεύουσα φανερώνει έλλειψη παιδείας και άγνοια σε αρκετούς τομείς. Όταν σήμερα παντού διατηρούνται πολλά από τα στοιχεία της παράδοσης, κι όταν η ορθόδοξη εκκλησία κρατά τα αρχαία τροπάριά της –και πολύ καλά κάνει, αλλά κάνει μεγάλο λάθος που δε δίνει παράλληλα καινούργια μουσική και καινούργια κείμενα- κάτι προσπάθειες ιδιαίτερα νέων ανθρώπων για εκμοντερνισμό των πάντων στη μουσική και στα κείμενα ακούγονται αρκετά κωμικές για όλους που έχουν ασχοληθεί κάπως με τέτοια θέματα. Προοδευτικότητα υγιής και σωστή είναι να εφαρμόζεται στο έργο του Θεού ό,τι καινούργιο, που βέβαια να μην αντιτίθεται στις αρχές του Λόγου του Θεού –παράλληλα όμως με τα παλιά παραδοσιακά στοιχεία- κι ακόμη να ξέρουμε να διακρίνουμε και τις μελλοντικές ανάγκες και να προετοιμαζόμαστε γι αυτές. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η χορωδία της ελεύθερης εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αποδέχτηκε την πρόσκληση του μουσικού τμήματος του πανεπιστημίου της πόλης για να πάρει μέρος σε συναυλίες στα πλαίσια της συνάντησης χορωδιών που οργάνωνε τότε το πανεπιστήμιο, συνάντησε την επίμονη αντίδραση μερικών, με τον ισχυρισμό ότι δεν έχουν καμιά θέση οι χριστιανοί σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, μια και δε μπορούν να κάνουν άμεσο ευαγγελισμό στο χώρο των συναυλιών. Ωστόσο οι συνεργάτες μου κι εγώ πιστεύαμε από τότε ακράδαντα ότι υπάρχουν μερικές εκδηλώσεις που μπορεί να μην έχουν άμεσα ευαγγελιστικό χαρακτήρα, προετοιμάζουν όμως σε σημαντικό βαθμό το σχετικό έδαφος. Και προς την κατεύθυνση αυτή εργαστήκαμε με τη βοήθεια του Θεού για αρκετά χρόνια. Το αποτέλεσμα μας δικαίωσε σημαντικά. Γιατί ο Θεός μάς άνοιξε δρόμους που ούτε καν να τους φανταστούμε δεν μπορούσαμε, και μας έδωσε την ευκαιρία να φέρουμε το μήνυμα του Χριστού σαν χορωδία ευαγγελικής εκκλησίας σε τόπους που διαφορετικά θάταν αδύνατον να βρεθούμε. Και πάλι νιώθουμε ένοχοι που δεν αξιοποιήσαμε αρκετά όλες τις ευκαιρίες που Εκείνος μας παρουσίασε. Είναι πιθανό πολύ σύντομα να μας δοθεί η ευκαιρία για τη δημιουργία χριστιανικής τηλεόρασης. Με τι είδους πνεύμα και τι προετοιμασία και τι ειδίκευση σκεφτόμαστε να πραγματοποιήσουμε κάτι τέτοιο; πώς φανταζόμαστε άραγε μια χριστιανική τηλεόραση; σαν το βήμα ενός ακόμη άμβωνα, όσο χρήσιμος κι απαραίτητος κι αν είναι αυτός μέσα στις εκκλησίες μας; Και μια και μιλήσαμε πιο πριν για αξιοποίηση ταλέντων και χαρισμάτων σε συνδυασμό με την προοδευτικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει το νεανικό χριστιανικό κίνημα, θάταν πολύ άραγε να επαναλάβουμε μια παλιά μας πρόταση, να δημιουργηθούν μέσα στις μεγάλες εκκλησίες –ή και σε διεκκλησιαστικό επίπεδο- διάφορα τμήματα, διάφορα «κλαμπ» -ας πούμε κλαμπ χριστιανικής ποίησης, κλαμπ χριστιανικού θεάτρου, κλαμπ λογοτεχνίας, κλαμπ εικαστικών τεχνών, κλαμπ αθλητικών εκδηλώσεων και άλλα παρόμοια, με αντίστοιχες εκδηλώσεις και δημόσιες συζητήσεις, μακάρι και με κανένα συνέδριο χριστιανών καλλιτεχνών; Γιατί πώς αλλιώς θα διοχετεύσουν οι νέοι των εκκλησιών μας το ταλέντο και το μεράκι τους αν δε γίνουν όλα αυτά; έξω από την εκκλησία; και θα τους έχουμε μέσα σ’ αυτήν να σέρνονται και να δουλεύουν μονάχα ισχνά κι αναιμικά, μ’ ελάχιστα μόνο αλογάκια, όπως έγραψα παλιότερα, ενώ διαθέτουν μηχανές πολλών και πολύ ισχυρών ίππων; ή μήπως μερικούς δεν τους έχουμε πάρει καν είδηση πως κάποτε βρέθηκαν δίπλα μας, μέσα στο ίδιο το σπίτι μας, και τους είδαμε ξαφνικά να αναδεικνύονται  έξω στον κόσμο; Πόσο λίγο, αλήθεια, έχουμε καταλάβει την παραβολή των ταλάντων…

   Σημείο έβδομο. Μέσα σ’ ένα πνευματικό οργανισμό, όπως εξ ορισμού πρέπει νάναι το χριστιανικό νεανικό κίνημα, είναι υποχρεωτικό να καλλιεργείται το πνεύμα της φιλοξενίας και της άνεσης γι’ αυτούς που βρίσκονται έξω απ’ αυτό, για τους ξένους, τους επισκέπτες, και το πνεύμα της αγάπης, της αποδοχής, του ήρεμου κλίματος και της ίσης μεταχείρισης γι’ αυτούς που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. Με άλλα, πιο απλά λόγια, μέσα σε μια νεανική χριστιανική ομάδα δεν έχει θέση, δεν πρέπει νάχει θέση ούτε η γνωστή φτηνή κακόπιστη κριτική, αυτό που λέμε στην καθημερινή κουβέντα «θάψιμο», ούτε η περιφρόνηση και η μείωση του άλλου, αυτό που λέμε «σνομπάρισμα», καθώς και διάφορα άλλα παρόμοια φαινόμενα. Λυπάμαι που το λέω, αλλά η ευγένεια, το πολιτισμένο κλίμα, η λεπτότητα και η άνετη συμπεριφορά δε χαρακτηρίζουν πάντα τις σχέσεις των νέων μεταξύ τους μέσα στις εκκλησίες, κι αυτό βέβαια δεν περιορίζεται μονάχα στους νέους. Και το χειρότερο, τέτοιου είδους φαινόμενα συχνά δε στιγματίζονται και δεν απομονώνονται, με αποτέλεσμα να φτάσουν να θεωρούνται σα φυσική μορφή συμπεριφοράς ανάμεσα στους χριστιανούς και καμιά φορά περιβάλλονται και μ’ ένα πνευματικό μανδύα. Δε λέω ότι το φαινόμενο αυτό αποτελεί τον κανόνα, μπορεί όμως να συμβεί και συμβαίνει. Πάσχουμε βλέπετε κι εμείς από πολλά απ’ τα γνωστά ελαττώματα της φυλής: την άγονη κριτική και τη μείωση κάθε προσπάθειας που δεν μετέχουμε εμείς σ’ αυτήν, την προώθηση των όχι πιο ικανών μόνο και μόνο επειδή είναι φίλοι και δικοί μας, την επίδειξη υπερβολικής αυστηρότητας  εκεί που χρειάζεται επιείκεια, και υπερβολικής χαλαρότητας εκεί που χρειάζεται σταθερότητα. Το Πνεύμα του Θεού υπάρχει και δρα ανάμεσά μας, αυτό φαίνεται αμέσως, υπάρχουν ωστόσο κατάλοιπα της παλιάς σαρκικής ζωής μας που δρουν ύπουλα και υπονομεύουν την καλή εικόνα και την καλή μαρτυρία μας.

   Και κάτι ακόμα: Χωρίζουμε τους νέους μας μέσα στις εκκλησίες σε αναγεννημένους και μη αναγεννημένους, σε άσπρα και μαύρα πρόβατα, κι αυτό βέβαια βασίζεται πάνω στο Λόγο του Θεού. Κάνουμε όμως πολλές φορές μια πολύ κακή χρήση του διαχωρισμού αυτού, δημιουργώντας ένα είδος ρατσισμού σε βάρος των μη αναγεννημένων, που στο κάτω-κάτω μπορεί νάναι πιο τίμιοι, πιο ειλικρινείς και πιο υπεύθυνοι από τους άλλους. Η πείρα μάς έχει δείξει πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα όσο θέλουν να τα υπεραπλουστεύσουν οι πιο πολλοί, πως το άσπρο δεν είναι πάντα τόσο άσπρο και το μαύρο δεν είναι πάντα τόσο μαύρο. Πως είναι προτιμότερος ένας ειλικρινής νέος που σοβαρεύεται και προβληματίζεται με τα πράγματα του Θεού, που είναι πολύ πιθανό πως θα προχωρήσει με θετικά βήματα μέχρι το τελικό βήμα της παραχώρησης, από τον άλλον που ίσως κάτω από την επίδραση μιας στιγμιαίας συγκίνησης ή ακόμη με υποσυνείδητο σκοπό να ενταχθεί στην ομάδα των «εκλεκτών» κάνει μια ομολογία όπως-όπως για ν’ απολαμβάνει τα προνόμια και τις διακρίσεις των «αναγεννημένων». Το γεγονός αυτό πρέπει να μας κάνει πιο προσεκτικούς στις ενέργειές μας και στην κρίση μας. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε πιο καχύποπτοι, να εντείνουμε την αστυνόμευση και ν’ αρχίσουμε να φακελώνουμε, αλλά αντίθετα, να γίνουμε λιγότερο φανατικοί, λιγότερο απόλυτοι στις διαχωριστικές μας γραμμές και κάπως πιο σεμνοί. Δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα. Και πολύ λιγότερο μπορούμε να γνωρίζουμε τις καρδιές που μόνο ο Κύριος τις ξέρει. Με αφορισμούς και αποφάσεις όπως «εάν δεν είσαι αναγεννημένος, μην κάθεσαι στη χορωδία, μη μοιράσεις φυλλάδια, βγες έξω απ’ την παρέα μας, κάτσε στην άκρη», μπορούμε να καταστρέψουμε και ν’ αποκόψουμε απ’ το σώμα της εκκλησίας παιδιά που γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτήν, προχωρούν βήμα-βήμα ειλικρινά κι έχουν μια ικανοποιητική εξωτερική μαρτυρία. Καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη μας απέναντι στο Θεό; Κι ακόμη, μην ξεχνάμε πως δεν είναι απαραίτητο –δεν διδάσκει κάτι τέτοιο για όλους ο Λόγος του Θεού- να περάσουν όλοι οπωσδήποτε από την πείρα μιας ακαριαίας «αναγέννησης». Ας θυμηθούμε τα λόγια του αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο: «από βρέφους γνωρίζεις τα Ιερά Γράμματα». Κι εμείς ψάλλουμε στο γνωστό ύμνο: «Δε θυμάμαι μέρα, Κάποιος με άγγιξε». Αρκετοί είναι από ανάμεσά μας που «δε θυμούνται μέρα», αλλά θάθελα να προσθέσω πως δεν είναι και απαραίτητο να υπάρχει μια τέτοια μέρα.  

   Σημείο όγδοο. Μιλάμε για κίνημα νέων σοβαρό, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους, κίνημα πνευματικό, κίνημα σύγχρονο. Όλα αυτά, πιστεύω, αντανακλούν σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και φυσικά και στην εξωτερική εμφάνιση. Ξέρω πως το θέμα αυτό αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο ανάμεσα σε ακραίες απόψεις και ποτέ μια ακραία άποψη δεν οδηγεί στο σωστό δρόμο. Στο θέμα της εξωτερικής εμφάνισης όπως και σε πολλά άλλα θέματα, δεν μπορούν να υπάρξουν νόμοι και κανόνες χωρίς εξαιρέσεις και με απόλυτη ομοιομορφία, και βέβαια η απάντηση σ’ αυτό προϋποθέτει γνήσια πνευματικότητα, ποιότητα εσωτερική, και, φυσικά, και λίγο μυαλό. Για να ξέρεις τι να φορέσεις και πού να το φορέσεις ή τι ν’ αποφύγεις και πού να το αποφύγεις. Θάθελα όμως σαν γενική αρχή να πω ότι το χειρότερο που μπορούν να κάνουν οι νέοι –και οι νέες- είναι να προσπαθούν να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε ακραίες επιδείξεις με ό,τι πιο γιγαντιαίο και φανταχτερό κρέμεται απ’ τ’ αυτιά, το λαιμό και άλλα μέρη του σώματος, με όποιο απίθανο βάψιμο περιλαμβάνει το πιο φλύαρο χρωματολόγιο, με ό,τι άλλο σε εμφάνιση προκαλεί κραυγαλέα το περί σεμνότητας αίσθημα του μέσου φιλήσυχου ανθρώπου, ή –το άλλο άκρο- να συναγωνίζεται ο ένας τον άλλον σε επίδειξη δήθεν σεμνότητας, με εμφάνιση στεγνή κι ακαλαίσθητη, σα χλωμό κτίριο που του έχουν αφαιρέσει όλα τα στολίδια απ’ την πρόσοψη και το ετοιμάζουν για κατεδάφιση. Οφείλουμε σα χριστιανοί να μην απωθούμε και να είμαστε ελκυστικοί και εσωτερικά και εξωτερικά, ωραίοι και σεμνοί, και ποτέ το ωραίο δεν είναι ούτε παραφορτωμένο, ούτε κιτς ούτε επιδεικτικό, και το σεμνό δε σημαίνει πως πρέπει νάναι στεγνό, ασκητικό κι απωθητικό. Και ο νοών νοείτω. Κι αν κανείς δεν νοεί, εμείς οι άλλοι δε φταίμε σε τίποτε. Στο κάτω-κάτω, δε μπορούμε όλους να τους βάλουμε μυαλό…

   Σημείο ένατο και τελευταίο, αλλά όχι από τα λιγότερο σημαντικά. Πρέπει να ομολογηθεί ότι το νεανικό κίνημα των ευαγγελικών χριστιανών στον τόπο μας είναι πολύ πίσω ακόμη σε έργα θυσίας γι’ αυτούς που υποφέρουν κατά οποιοδήποτε τρόπο, αυτό που γενικότερα ονομάζουμε κοινωνικό έργο. Ομάδες σαν κι αυτή του Ηλία Αρμένη ή ανάλογα κέντρα σαν το χριστιανικό στέκι της Θεσσαλονίκης μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και γενικότερα με την ευαγγελική εκκλησία στον τόπο μας. Ευτυχώς που το σοκ από τη Βουλγαρία μάς έχει ξυπνήσει αρκετά. Η πρωτοβουλία όμως δεν προήλθε από τους νέους. Πολλά είναι αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Πολλή η δυστυχία, πολλές οι συμφορές. Το να είμαστε κλεισμένοι μέσα στο ζεστό μας σπίτι και μεσ’ στην  κλειστή κοινωνία μας δε βοηθά καθόλου εκεί που σα χριστιανοί έχουμε υποχρέωση να τρέξουμε και να βοηθήσουμε. Ο  Θεός να μας ξυπνήσει σ’ αυτόν τον τομέα όλους, γιατί οι περισσότεροι από μας «περί άλλα τυρβάζουμε»…

   Είπα πολλά. Σας κούρασα ίσως. Έπρεπε όμως να τα πω. Και γιατί το θέμα το ζητούσε, και γιατί δεν ξέρω αν θάχουμε ξανά την ευκαιρία να συζητήσουμε πάνω σ’ αυτά τα σοβαρά προβλήματα. Υποτίθεται πως προετοιμάζουμε τη μελλοντική εκκλησία. Μια εκκλησία που πρέπει νάναι γνήσια πνευματική, δυναμική, θωρακισμένη πνευματικά απέναντι στον τυπικισμό και την κοσμικότητα, κι απέναντι στην κίβδηλη και ακραία «υπερπνευματικότητα», μια εκκλησία χωρίς τα κατάλοιπα προκατάληψης του παρελθόντος και του παρόντος –αλίμονο αν εξακολουθήσουν κι επικρατούν και στο μέλλον οι γνωστές διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα –μια εκκλησία ελεύθερη και άνετη, μια εκκλησία θυσίας και πραγματικής αγάπης. Μια εκκλησία με ανθρώπους ωραίους από κάθε άποψη, με μυαλό ανοικτό και με σύγχρονο πνεύμα, μελετημένη, με ενημέρωση και γνώση και με ευαισθησίες και με φαντασία και ποίηση κι ακόμη, αν θέλετε, και με χιούμορ, για να μπορούν να ξεπερνούν ορισμένες δύσκολες καταστάσεις που δύσκολα ξεπερνιούνται αλλιώτικα. Δε βλάπτει άλλωστε πού και πού να διαβάζουμε και κανένα Λούκυ Λουκ ή κανένα Αστερίξ, έτσι για να κρατιόμαστε σε φόρμα…

   Ξέρω πως είναι πολλά αυτά για να υπάρχουν όλα μαζί. Κι ακόμη πως έχουμε πολύ μακρύ και πολύ δύσκολο δρόμο για να πετύχουμε έστω κι ένα ποσοστό απ’ αυτά. Οι περισσότεροί μας, κι ανάμεσα σ’ αυτούς απ’ τους πρώτους εγώ –και το λέω ειλικρινά, όχι τυπικά,  έτσι μονάχα για να το πω- βρισκόμαστε σε πολλά ακόμη πολύ πίσω. Ο Θεός να μας βοηθήσει και να μας καθοδηγήσει, -και λέω «μας» γιατί αισθάνομαι κι εγώ πολύ νέος μαζί σας- να ρίξουμε τα δίχτυα στα  βαθιά.

        

Comments are closed.