(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)
Το θέαμα αντιμετωπίστηκε από τη χριστιανική εκκλησία από τα πρώτα της κιόλας βήματα με εχθρότητα και καχυποψία. Κατά περίεργο τρόπο η Αγία Γραφή δεν παίρνει καμιά ξεκάθαρη θέση πάνω στο θέμα και περιορίζεται μονάχα σε γενικές επισημάνσεις, μιλώντας π.χ. για την επιθυμία των οφθαλμών ή για το σκανδαλισμό του οφθαλμού, που βέβαια είναι κάτι πολύ πιο γενικό και περιλαμβάνει πολύ περισσότερους τομείς, άσχετους με τα θεάματα της εποχής. Η δικαιολογία εξάλλου ότι στην εποχή των αποστόλων δεν είχε αναπτυχθεί κανενός είδους θέατρο ή οργανωμένο θέαμα στην Παλαιστίνη και επομένως το πρόβλημα ήταν άγνωστο δεν μπορεί να σταθεί, δεδομένου ότι ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος τότε κάτω από την κυριαρχία των ρωμαίων και με την ελληνιστική επίδραση είχε να προσφέρει θεάματα σε άφθονη ποσότητα, και τις πιο πολλές φορές κάθε άλλο παρά σε καλή ποιότητα. Τα περισσότερα θεάματα ήταν χυδαία και χονδροειδή ή είχαν άμεση σχέση με τη λατρεία των ειδώλων , όπως το αρχαίο ελληνικό δράμα, και ξέρουμε βέβαια πόσο ευαίσθητοι ήταν τότε οι χριστιανοί απέναντι στον κίνδυνο της ειδωλολατρίας. Όσο για την Παλιά Διαθήκη, σ’ αυτήν υπάρχει ένα εδάφιο όλο κι όλο στο βιβλίο του Ησαΐα, στο β΄ κεφάλαιο, στο 16 εδάφιο : «Διότι ημέρα Κυρίου των δυνάμεων θέλει επέλθει επί. . .» και αφού απαριθμήσει πολλά και διάφορα, καταλήγει : « και επί πάντα τα πλοία της Θαρσείς και επί πάντα τα ηδονικά θεάματα». Όσο πλατιά ερμηνεία κι αν δώσει κανείς στο εδάφιο αυτό, πολύ δύσκολα μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα ότι στα «ηδονικά θεάματα» μπορούμε να περιλάβουμε συνολικά όλα τα θεατρικά έργα, όλα τα κινηματογραφικά φιλμ κι όλες τις τηλεοπτικές εκπομπές.
Αντίθετα με τη σιωπή των θεόπνευστων συγγραφέων τις Βίβλου, η πλειονότητα των χριστιανών στους κατοπινούς αιώνες καταδικάζει το θέαμα χωρίς διάκριση τις πιο πολλές φορές. Το θέαμα, με μια λέξη, χαρακτηρίζεται ως «ιδιώνυμο αδίκημα», όπως θα λέγαμε στη νομική ορολογία. Δεν αποτελεί δηλ. αμαρτία μονάχα το να υποκύπτεις στην αμαρτωλή επιθυμία των οφθαλμών όπως ορίζει ο Λόγος του Θεού, αλλά αυτό καθαυτό το θέαμα στο σύνολό του, το θέατρο στην αρχή ή οποιαδήποτε άλλη παράσταση , ο κινηματογράφος πολύ αργότερα, είναι κάτι το αμαρτωλό ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί πέτρα σκανδάλου για τους αδύνατους πιστούς.
Από τους πρώτους που καταδικάζουν απερίφραστα το θέαμα είναι ο περίφημος Τερτυλλιανός, από τους πατέρες της εκκλησίας του 2ου- 3ου αιώνα. Γράφει μάλιστα ένα βιβλίο «Περί Θεαμάτων» (De Spectaculis) , όπου περιγράφει περιφρονητικά τα ρωμαϊκά θέατρα σαν προπύργια ξεδιαντροπιάς και τα αμφιθέατρα σαν αποθέωση της απανθρωπιάς του ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Σίγουρα έχει δίκιο. Φανατικός όμως κι αδιάλλακτος καθώς ήταν –από τους πρώτους διδάξαντες το μίσος ενάντια στους αμαρτωλούς- παρασύρεται σε απειλητικές εκφράσεις και σε ανεπίτρεπτες για ένα χριστιανό υπερβολές: «Θα έρθουν και άλλα θεάματα, η τελευταία αιώνια μέρα της κρίσης… όταν ολόκληρος ο παλιός αυτός κόσμος και οι γενιές του θα αφανιστούν μέσα στη φωτιά. Τι τεράστιο θέαμα έχει να στηθεί εκείνη τη μέρα! Πόσο θα θαυμάσω, θα γελάσω, θα χαρώ και θα ενθουσιαστώ, βλέποντας τόσους βασιλιάδες που υποτίθεται ότι έχουν γίνει δεκτοί στους ουρανούς να στενάζουν στα βαθιά σκοτάδια, και τους δικαστές που καταδίωκαν το όνομα του Χριστού να λιώνουν σε φλόγες πιο άγριες από όσες άναψαν όσο ζούσαν για να κάψουν χριστιανούς. Σοφούς και φιλοσόφους να κοκκινίζουν μπροστά στους μαθητές τους όταν θα καίγονται μαζί!.. Και τραγικούς ηθοποιούς που θα κραυγάζουν τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε στη δική τους τραγωδία [προφανώς εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στις γνωστές κραυγές της αρχαίας τραγωδίας] και μουσικούς να χάνονται στις φλόγες, και αρματοδρόμους να πυρώνονται πάνω στον πύρινο τροχό!» (De Spectaculis 30). Βέβαια, ο Τερτυλλιανός υπήρξε προς κάθε κατεύθυνση ασυνήθιστα βίαιος και μισαλλόδοξος, εγγίζοντας τα όρια της νοσηρότητας. Αντιμετώπιζε π.χ. τις γυναίκες –συνηθισμένος στόχος πολλών ζηλωτών χριστιανών- με την πιο εχθρική διάθεση, αποκαλώντας τες «πύλη μέσα από την οποία φτάνει ο σατανάς» και κατηγορώντας τες ότι «για λογαριασμό σας σταυρώθηκε ο Χριστός»… Δυστυχώς, ίσως ήταν ο πρώτος, αλλά δεν ήταν ο τελευταίος χριστιανός μ’ αυτή την κάθε άλλο παρά χριστιανική νοοτροπία.
Δεν πρόκειται φυσικά να κάνουμε πλήρη ιστορική αναδρομή στο πώς αντιμετώπισαν το θέαμα οι χριστιανοί μέσα στους αιώνες, κάτι που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει αντικείμενο μιας ξεχωριστής, ενδιαφέρουσας έρευνας. Θα περιοριστούμε απλά σε μερικές χαρακτηριστικές πληροφορίες. Στο μεσαίωνα π.χ. , εποχή που ανθεί ιδιαίτερα το κοσμικό θέατρο, είχε γενικευτεί η συνήθεια να οργανώνονται θεατρικές παραστάσεις με βιβλικά θέματα μέσα στο χώρο της εκκλησίας στην αρχή, στο προαύλιό της αργότερα, τα γνωστά «μυστήρια». (Από ένα άλλωστε τέτοιο «μυστήριο» ξεκινά και η γνωστή σ’ όλους μας ιστορία του Βίκτορα Ουγκώ «Παναγία των Παρισίων» που γυρίστηκε πρόσφατα όπως και παλιότερα σε ταινία). Αυτή η διπλή αντιμετώπιση του θεάματος θα συνδεθεί αναπόσπαστα με την ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας: από τη μια να καταδικάζεται το κοσμικό θέαμα ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, κι από την άλλη να χρησιμοποιείται το ίδιο αυτό μέσο από τους ίδιους τους χριστιανούς σε περιορισμένο έστω βαθμό και σ’ ορισμένες χρονικές περιόδους για πνευματικούς σκοπούς.
Με την επικράτηση της θρησκευτικής μεταρρύθμισης η εχθρική αντιμετώπιση του θεάτρου από μέρους των χριστιανών γίνεται πιο ξεκάθαρη. Ο Λούθηρος που χαίρεται γενικά την ομορφιά και την τέχνη μέσα στη ζωή, δε νομίζω πως είναι ιδιαίτερα αρνητικός απέναντι στο θέατρο. Και μάλιστα κάποτε ενθαρρύνει κάποιες θεατρικές παραστάσεις με βιβλικά θέματα που γίνονται στο Βερολίνο από χριστιανούς. Ο Καλβίνος όμως που επηρεάζει πολύ περισσότερο από το Λούθηρο ουσιαστικά ολόκληρο το ευαγγελικό κίνημα, αναφέρει σαν επιχείρημα ενάντια στο θέατρο ότι αποτελεί αμαρτία να ντύνονται άντρες με γυναικεία ρούχα, με βάση το πέμπτο εδάφιο του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Δευτερονομίου: «Η γυνή δεν θέλει φορέσει το ανήκον εις άνδρα, ουδέ ο ανήρ θέλει ενδυθεί στολήν γυναικός»( Πολύ συχνά την εποχή εκείνη στις θεατρικές παραστάσεις αγόρια ηθοποιοί έπαιζαν γυναικείους ρόλους ντυμένοι με γυναικεία ρούχα.) Οι διάδοχοι του Καλβίνου είναι ακόμη πιο αυστηροί απέναντι στο θέαμα. Στα 1572 η σύνοδος των ουγενότων –γάλλων καλβινιστών διαμαρτυρομένων- για λογαριασμό των μεταρρυθμισμένων εκκλησιών της Γαλλίας απαγορεύει όλα τα θεατρικά έργα εκτός από αυτά που χρησιμοποιούνται για μορφωτικούς σκοπούς . Και στην Αγγλία την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ που χαρακτηρίζεται από σημαντική άνθηση στη θεατρική τέχνη, οι πουριτανοί καταδικάζουν το θέατρο επειδή, όπως υποστηρίζουν, ενθαρρύνει την ανηθικότητα παρουσιάζοντας ανθρώπους σε κατάσταση μέθης ή άλλους με πονηρές ασχολίες και επαγγέλματα, προκαλώντας το γέλιο στο ακροατήριο αντί για το μίσος ενάντια σε τέτοιου είδους ανθρώπους.
Γενικά την εποχή αυτή επιστρατεύονται όλων των ειδών τα βιβλικά και ηθικά επιχειρήματα για να καταδικαστεί το θέαμα: στη σκηνή εμφανίζονται πορνογραφικά θεάματα (άγνωστο βέβαια το περιεχόμενο που δίνουν στη λέξη «πορνογραφία»). Κάτω στην πλατεία κλείνονται συχνά ραντεβού με γυναίκες ελαφρών ηθών. Η Κυριακή, ιερή μέρα αργίας –και οι πουριτανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι και αυστηροί στην τήρησή της- είναι η μέρα που παρουσιάζονται τα περισσότερα θεατρικά έργα. Οι τρομπέτες που καλούν τους θεατές για την παράσταση θυμίζουν ακριβώς τις καμπάνες που καλούν τους πιστούς σε απογευματινή προσευχή , αδυνατίζοντας έτσι τη σημασία της, και πολλά άλλα παρόμοια επιχειρήματα. (Αναρωτιέμαι τι θάχαν σήμερα να πουν για το σοβαρό θέατρο, μια και τίποτε απ’ τα παραπάνω δεν ισχύει στις μέρες μας). Η νοοτροπία αυτή κυριαρχεί ολοκληρωτικά και στην αυστηρή βικτοριανή εποχή του περασμένου αιώνα.
Το πρώτο σοκ έρχεται πριν από εκατό χρόνια, με τη γέννηση του κινηματογράφου. Το θέαμα γίνεται πιο προσιτό, πιο λαïκό , ευρύτερης κατανάλωσης κι αποκτά περισσότερες δυνατότητες. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών παίρνει εχθρική στάση απέναντι στον κινηματογράφο. Με βάση τη νοοτροπία των χριστιανών ιδιαίτερα της εποχής εκείνης, πολλά από όσα παρουσιάζονται στις χολιγουντιανές ταινίες είναι εντελώς αντίθετα με τις χριστιανικές συνήθειες και τις περί ηθικής αντιλήψεις τους. Σήμερα βλέπουμε τις παλιές εκείνες ταινίες, καθώς και τις αντίστοιχες ελληνικές της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα – με εξαίρεση ελάχιστες απ’ αυτές- και αναρωτιόμαστε γιατί άραγε τις απαγόρευαν οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με τόση αυστηρότητα και στον εαυτό τους και σε μας. Έχουμε άραγε απελευθερωθεί από ορισμένες άχρηστες και χωρίς πνευματικό περιεχόμενο προκαταλήψεις, έχουν αμβλυνθεί τα ηθικά μας κριτήρια, ή σε σχέση με ό,τι προβάλλεται τώρα στην τηλεόραση και στους κινηματογράφους οι ταινίες εκείνες φαντάζουν σήμερα σαν υλικό παιδικής εκπομπής; Ίσως και τα τρία. Δεν ξέρω ποιο από τα τρία περισσότερο από τα άλλα δύο. Το ερώτημα δίνει αφορμή για πολύ σοβαρή συζήτηση, που δυστυχώς λείπει τελείως σχεδόν από ανάμεσά μας.
Σας έχω διηγηθεί πέρσι τον απόλυτο τρόπο που μ’ αυτόν αντιμετωπιζόταν το θέαμα και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος στην παλιά μας εκκλησία. Θυμάμαι την εποχή που ήμουν μαθητής, είχα βρεθεί ένα βράδυ μόνος στο διαμέρισμα του θείου μου στην Αθήνα, στην οδό Πατησίων. Η πολυκατοικία συνόρευε με το θερινό κινηματογράφο «Αελλώ» που ίσως θα θυμούνται μερικοί, από τους πιο μεγάλους στην ηλικία. Εκείνο το βράδυ έπαιζε ένα εντελώς αθώο και μάλλον αφελές έργο: «Η Φυλακισμένη του Πύργου», με θέμα τον πλατωνικό έρωτα δυο νέων στην εποχή των ιπποτών του μεσαίωνα, αν θυμάμαι σωστά. Παρακολούθησα το μεγαλύτερο μέρος του έργου με το φόβο στην ψυχή, τι θ’ απαντούσα αν στην επιστροφή του ο θείος μου με ρωτούσε πώς πέρασα την ώρα μου. Κι ολόκληρη τη νύχτα ένιωθα τύψεις για την αμαρτία που είχα κάνει… Κι όταν αργότερα σα φοιτητής βρέθηκα σ’ ένα ταξίδι μου στο Βερολίνο και κάποιος χριστιανός γερμανός φίλος μου με πήγε στον κινηματογράφο που παρουσίαζε την τρέχουσα επικαιρότητα στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, αισθάνθηκα να κοκκινίζω από ντροπή . Ήταν, βλέπετε, η πρώτη φορά που έμπαινα σε κινηματογραφική αίθουσα, και μάλιστα μαζί μ’ έναν άλλον χριστιανό! Στην Αθήνα τουλάχιστον υπήρχε το «Σινεάκ» ειδικά για παιδιά, όπου τα έργα ήταν εγγυημένα, αλλά η Αθήνα ήταν πολύ μακριά. Εξάλλου μια μέρα καταδικάστηκε κι αυτό από κάποιον απ’ τους θείους μου: «Διάβασα σε κάποια διαφήμιση στην εφημερίδα,» είπε, «ότι το «Σινεάκ» προβάλει αυτήν την εβδομάδα ταινίες με μπαλέτα. Επομένως μακριά κι απ’ αυτό»…
Η έκπληξη ήρθε από τους νέους της ελληνικής ευαγγελικής εκκλησίας της οδού Παλαιολόγου ( σήμερα Παλαιών Πατρών). Ανακαλύψαμε ότι αυτοί πήγαιναν τακτικά στον κινηματογράφο και μάλιστα παρέες-παρέες φανερά, και μας σηκώθηκε η τρίχα. Ύστερα από χρόνια διαβάσαμε στο «Moody Monthly» , το αμερικανικό χριστιανικό περιοδικό, ότι κάποιος πνευματικός υπεύθυνος –αρχηγός νεολαίας ή ποιμένας, δε θυμάμαι ακριβώς- προέτρεπε τους νέους να παρακολουθήσουν την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και Τιμωρία», και συνειδητοποιήσαμε τότε ότι όλοι οι χριστιανοί δεν είναι οπαδοί της λογικής του άσπρου και του μαύρου.
*************************
Το πρώτο λοιπόν σοκ ήρθε με τη γέννηση του κινηματογράφου. Το δεύτερο σοκ -κι αυτό δεν ήταν απλά σοκ, ήταν σεισμός – ήρθε με την εισβολή της τηλεόρασης μέσα στα σπίτια, ακόμη και των χριστιανών. Μέχρι τότε το θέαμα αντιμετωπιζόταν στενόμυαλα κι αμήχανα, ουσιαστικά χωρίς ικανοποιητική απάντηση σ’ ερωτήματα όπως: «διαβάζουμε ένα βιβλίο και μας αρέσει, ένα μυθιστόρημα, ας πούμε, του Ιουλίου Βερν ή του Ντίκενς, γιατί είναι κακό να δούμε το ίδιο βιβλίο παιγμένο στον κινηματογράφο;» Απ’ τη στιγμή όμως που η τηλεόραση στρογγυλοκάθισε στα χριστιανικά σπίτια, δίπλα στη στενομυαλιά και την αμηχανία η αντιμετώπιση του θεάματος έγινε και αντιφατική και –λυπάμαι που το λέω- εγγίζει και αρκετές φορές ξεπερνάει τα όρια του κωμικού και του αστείου. Υπάρχουν πολλοί που αν τους μπει κάτι στο μυαλό δε βγαίνει με τίποτε. Έμαθαν, ας πούμε , ότι το να πας στον κινηματογράφο και στο θέατρο είναι αμαρτία. Αυτή η αντίληψη εξακολουθεί κι επικρατεί σε πολλούς ακόμη και στη σημερινή τηλεοπτική μας εποχή. Βομβαρδίζονται λοιπόν στο σπίτι τους, ανεξέλεγκτα πολλές φορές, από κάθε μορφής φτηνά τηλεοπτικά κατασκευάσματα ή από ένα σωρό ταινίες όχι πάντοτε εγγυημένης ποιότητας, από εκείνες που εξόρκιζαν πριν από μερικά χρόνια, και σκανδαλίζονται αν ακούσουν πως κάποιος αδελφός τους παρακολούθησε κάποια καλή ταινία στον κινηματογράφο ή κάποιο θεατρικό έργο –και βέβαια αρκετά από τα θεατρικά έργα που παίζονται έχουν και επίπεδο και ποιότητα. Μ’ άλλα λόγια, η εισβολή της τηλεόρασης στα χριστιανικά σπίτια αποτέλεσε γελοιοποίηση της χριστιανικής νοοτροπίας του άσπρου και του μαύρου και μια πρώτης γραμμής νίκη του σατανά. Τον φαντάζομαι θρονιασμένο πάνω στην τηλεοπτική συσκευή να δείχνει σκασμένος στα γέλια με το δάχτυλο κοροϊδευτικά τους τηλεορασόπληκτους, ανυποχώρητους άλλοτε και απόλυτους στην άποψή τους χριστιανούς, που έχουν κυριολεκτικά χάσει «τ’ αυγά και τα πασχάλια» και δεν ξέρουν πια τι να υποστηρίξουν, τι τακτική ν’ ακολουθήσουν και με τι να σκανδαλιστούν…
*************************
Πριν από λίγο καιρό συναντηθήκαμε ένα βράδυ δυο- τρεις πρεσβύτεροι με εκπροσώπους της νεολαίας για να συζητήσουμε τα θέματα αυτού εδώ του συνεδρίου. Όταν εγώ πρότεινα για δικό μου θέμα το σημερινό, το θέαμα, κάποιος απ’ όλους γύρισε και με ρώτησε: «Και τι έχεις να πεις για το θέαμα;» Αν η ερώτηση είχε προφερθεί από ανεύθυνα χείλη, κανείς δε θα της έδινε σημασία. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι καθόλου ανεύθυνος και καθόλου άσχετος. Δεν τον ρώτησα εκείνο το βράδυ τι ακριβώς εννοούσε με την παρατήρηση αυτή, που ουσιαστικά δικαιολογείται από δύο εκδοχές: Ή ότι έχουν λεχθεί τόσο πολλά για το θέαμα ώστε μια ακόμη ομιλία δεν πρόκειται να προσθέσει τίποτε, ή ότι όλα είναι αυτονόητα και ξεκάθαρα, ο καθένας ξέρει τι πρέπει να κάνει και τι να μην κάνει, κι επομένως μια ομιλία σαν κι αυτήν είναι περιττή. Και για μεν την πρώτη εκδοχή, είναι γεγονός ότι κάθε τόσο διαβάζει κανείς άρθρα σε χριστιανικά περιοδικά κι ακούει σε χριστιανικά συνέδρια ομιλίες ειδικά για την τηλεόραση με στατιστικές, έρευνες και κάθε είδους επιχειρήματα σχετικά με το πόσο βλαβερή είναι η επίδρασή της ειδικά στα παιδιά, και σχηματίζει την εντύπωση ότι οι μεγάλοι είναι άτρωτοι κι εξασφαλισμένοι απέναντι στον κίνδυνο, χωρίς να λείπουν κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η τηλεόραση όπου μπήκε κατέστρεψε τους πάντες, και μικρούς και μεγάλους. Κι όσο για τη δεύτερη εκδοχή, ότι δηλ. έχουμε κατασταλάξει σαν χριστιανικό κίνημα στο πρόβλημα του θεάματος κι επομένως ο καθένας ξέρει τι να κάνει και τι να μην κάνει, μπορείτε μόνοι σας να βγάλετε συμπέρασμα από όσα έχουμε πει μέχρι τώρα κι απ’ όσα ζείτε καθημερινά. Είναι λοιπόν ανάγκη τουλάχιστον εμείς εδώ να προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα με ειλικρίνεια, κατά το δυνατόν αντικειμενικά και απαλλαγμένοι όσο μπορούμε από προκαταλήψεις του παρελθόντος και με αποκλειστικό οδηγό το Λόγο του Θεού και την εφαρμογή του στις πνευματικές μας ανάγκες και στο σκηνικό που μέσα σ’ αυτό ζούμε σήμερα. Τούτο εδώ το συνέδριο είναι ένα συνέδριο νέων ανθρώπων , σε αρκετούς είναι άγνωστος ο τρόπος που αντιμετώπισαν το θέμα οι πιο παλιοί , ίσως μάλιστα δεν τους ενδιαφέρει καν πώς σκέφτονταν ή πώς ενεργούσαν, και το μόνο που έχουν να κερδίσουν οι νέοι από την προηγούμενη εξιστόρηση είναι ν’ αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος. Ήταν όμως τόσο λαθεμένη και τόσο αδικαιολόγητη η απόλυτη εκείνη στάση που χαρακτήριζε τους παλιούς χριστιανούς και σ’ όλους τους υπόλοιπους τομείς της ζωής; Είναι κι αυτό ένα σημαντικό, πολύ σημαντικό ερώτημα που αποτελεί αντικείμενο της ιστορίας της χριστιανικής εκκλησίας, και που φυσικά δε μπορούμε ν’ ασχοληθούμε εμείς τώρα μ’ αυτό. Το σίγουρο είναι πως εκείνες οι γενιές –η κάθε παλιά γενιά- έβγαζαν σπουδαίους ανθρώπους της πίστης, που στάθηκαν κυριολεκτικά στύλοι της εκκλησίας σε κάθε χρονική περίοδο κι αποτελούν για μας σπουδαία πνευματικά παραδείγματα. Τι έχουμε άραγε να παρουσιάσουμε εμείς απέναντι σ’ όλα αυτά και σ’ όλους αυτούς; Αν δεν μπορούμε να δώσουμε στο ερώτημα αυτό ικανοποιητική απάντηση, ας σκύψουμε με ταπεινή καρδιά μπροστά στην παρουσία του Θεού κι ας αναλογιστούμε πού οι πορείες μας είναι λαθεμένες και πού οι αντιλήψεις και οι ενέργειές μας δεν είναι εκείνες που πρέπει. Αυτόν άλλωστε το σκοπό έχουν ομιλίες σαν τη σημερινή κι άλλες παρόμοιες. Ας το επαναλάβω: Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν οι παλιοί εκείνοι αδελφοί μας είχαν δίκιο κρατώντας αυτή την απόλυτη στάση για τον εαυτό τους και λέγοντας κατηγορηματικά «όχι» στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Εκείνο όμως για το οποίο είμαι σίγουρος, είναι ότι ή τακτική αυτή δεν έδωσε καλά αποτελέσματα σε μας σε μια εποχή όπου όλα είχαν αρχίσει ν’ αλλάζουν, όπως ήταν η εποχή της νιότης μας. Κι ακόμη χειρότερα αποτελέσματα έχει μια τέτοια τακτική σήμερα με τον καταιγισμό των οπτικών ερεθισμάτων που υφίστανται οι πάντες από την τηλεόραση. Το βλέπουμε άλλωστε και το ζούμε. Κανείς που θα υιοθετήσει σήμερα μια τέτοια απόλυτη αρνητική στάση δεν πρόκειται να ωφελήσει έστω και έναν από τους νέους. Γιατί κανένας απ’ αυτούς δεν θα πεισθεί ν’ ακολουθήσει μια τέτοια τακτική αν δεν του προβάλουμε σοβαρά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα, και τέτοια επιχειρήματα εγώ, που έζησα και τους παλιούς αυστηρούς χριστιανούς και από τους σημερινούς όσους προσπαθούν να διατηρήσουν την ίδια μ’ αυτούς γραμμή, δεν έχω ακούσει ούτε ένα. Και εννοώ – το ξαναλέω και προσέξτε το για να μην γίνει καμιά παρανόηση – αυτούς που θεωρούν αυτό καθαυτό το θέαμα αμαρτωλό ή άχρηστο και περιττό, ανεξάρτητα απ’ το περιεχόμενό του: θέατρο –λυρικό (όπερα) και θέατρο πρόζας- κινηματογράφο, τηλεόραση –όλα. Ή και αυτούς που κυριολεκτικά τσαλαβουτούν προχειρολογώντας : ναι στην τηλεόραση με μέτρο , όχι στον κινηματογράφο και το θέατρο, ναι στα κλασικά έργα, όχι στα σύγχρονα, και άλλα παρόμοια. Μια τέτοια ανεύθυνη αντιμετώπιση ένα μονάχα αποτέλεσμα θα φέρει- και τόχει ήδη φέρει, δυστυχώς: να τους ακούσουν οι νέοι, να σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους και να συνεχίσουν την τακτική τους, ολέθρια και καταστρεπτική από πολλές πλευρές: να ξοδεύουν ώρες και ώρες σε κάθε είδους θεάματα χάνοντας τον πολύτιμο χρόνο τους που θα μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί για την ωφέλεια και τη δική τους και των γύρω τους. Το θέατρο βρίσκεται υπό κρίση ή υπό απαγόρευση στους χριστιανούς, αλλά δυστυχώς εμείς οι ίδιοι είμαστε που παίζουμε κακής μορφής θέατρο, όταν σηκωνόμαστε και ανευθυνολογούμε ή προχειρολογούμε ή όταν για να φανούμε τάχα υπερπνευματικοί υιοθετούμε τις πιο ακραίες θέσεις που ούτε εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε. Μια τέτοια ακραία άποψη ακούστηκε πρόσφατα σε κάποιο συνέδριο, και δε σηκώθηκε ούτε ένας από τους νέους – ούτε ένας από σας όσοι ήσασταν παρόντες – να υποστηρίξετε τη θέση σας. Αδιαφορία, υποκρισία, έλλειψη συγκροτημένης σκέψης; Οποιοδήποτε από τα τρία κι αν συμβαίνει, δεν είναι καθόλου τιμητικό και ελπιδοφόρο για το ευαγγελικό νεανικό μας κίνημα, που καιρός είναι πια να ενηλικιωθεί, να μάθει να παίρνει υπεύθυνες θέσεις και να μην δέχεται ανεξέλεγκτα και αδιάφορα ό,τι κι αν ακούσει «από καθέδρας», και μονάχα ν’ αντιδρά σ’ ό,τι ξεφεύγει από τα χιλιοειπωμένα και τα καθιερωμένα. Με τέτοια νοοτροπία και τέτοια ατμόσφαιρα πολύ φοβάμαι ότι δεν κάνουμε καθόλου ελκυστικό το περιβάλλον μας σε ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να σκέπτονται, σε ανθρώπους σοβαρούς και υπεύθυνους, σε ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν και ενδιαφέρονται για μια γνήσια και συνεπή πνευματική ζωή, με όλο το σωστό περιεχόμενο που δίνουμε στην έννοια «πνευματική».
Υπάρχει στην προς Φιλιππησίους επιστολή μια φράση στο πρώτο κεφάλαιο, στα εδάφια 9, 10 και 11, που νομίζω ότι αποτελεί το κλειδί για το σημερινό μας θέμα, καθώς και για άλλα παρόμοια: «Και τούτο προσεύχομαι, να περισσεύσει η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν, δια να διακρίνητε τα διαφέροντα, ώστε να ήσθε ειλικρινείς και απρόσκοποι μέχρι της ημέρας του Χριστού, πλήρεις καρπόν δικαιοσύνης των δια του Ιησού Χριστού, εις δόξαν και έπαινον Θεού». Θεωρώ ότι το μέρος αυτό είναι τόσο σημαντικό, ώστε αξίζει να το διαβάσουμε και στη μετάφραση της νέας ελληνικής της βιβλικής εταιρίας για να το καταλάβουμε καλύτερα: «Η προσευχή μου είναι αυτή : Να μεγαλώνει η αγάπη σας όλο και περισσότερο και να συνοδεύεται από αληθινή γνώση και σωστή κρίση, για να διακρίνετε τι είναι καλό για σας. Έτσι θα είστε καθαροί και χωρίς κατηγόρια την ημέρα που θα μας κρίνει ο Χριστός; Πλούσιοι σε καλά έργα που προέρχονται από την πίστη στον Ιησού Χριστό, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός».
Ο Πωλ Σμιθ, ένας από τους πιο διάσημους ιεροκήρυκες του καιρού μας, αναφέρει ακριβώς αυτό το μέρος όταν γράφει για το πρόβλημα της τηλεόρασης στη δεκαετία του ’50. Ακριβώς τότε οι αμερικανοί χριστιανοί αντιμετώπιζαν τα ίδια διλήμματα σχετικά με την τηλεόραση που αντιμετωπίσαμε κι εμείς αργότερα , όταν άρχισε να μπαίνει η τηλεόραση μαζικά στα ελληνικά χριστιανικά σπίτια. Γράφει λοιπόν ο Πωλ Σμιθ : «Αν αγαπάμε το Θεό, θα ξοδεύουμε χρόνο σε κοινωνία μαζί Του. Αν ξοδεύουμε χρόνο σε κοινωνία με το Θεό, θα γνωρίζουμε το Θεό. Αν γνωρίζουμε το Θεό, θα δούμε τον κόσμο όπως τον βλέπει ο Θεός και έτσι θα κρίνουμε με άγιο τρόπο ή θα διακρίνουμε με πνευματική νοοτροπία –είναι η ικανότητα «να διακρίνουμε τα διαφέροντα» (στην αγγλική μετάφραση η φράση αυτή αποδίδεται «να εγκρίνουμε εκείνα που είναι τα καλύτερα»- «to approve things that are excellent»). Αν έχουμε αυτή την ικανότητα δεν υπάρχει πρόβλημα στη σχέση μας με την τηλεόραση. Αν δεν έχουμε αυτή την ικανότητα, τότε η μόνη θέση για την τηλεόραση είναι έξω από το χριστιανικό σπίτι».
Αυτά λέει ο Πωλ Σμιθ. Κι ακριβώς μ’ αυτά τα λόγια μπαίνουμε στα πιο βαθιά νερά στο θέμα μας. Πρόκειται για τα δυο κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα διακρίνουμε ακριβώς εκείνα που ωφελούν –τα «διαφέροντα», όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος εδώ, και δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός μας την ωφέλεια την έλεγε παλιότερα «διάφορο». Κι ακόμα πώς θα έχουμε τη δύναμη, την παλικαριά, αν θέλετε, να ρυθμίζουμε την τηλεοπτική μας συμπεριφορά σύμφωνα με εκείνα που μας υπαγορεύει ο Λόγος του Θεού και η συνείδησή μας, και στην αντίθετη περίπτωση ή να επιβάλουμε στον εαυτό μας αναγκαστική αποχή από αυτήν, ή και να την βγάλουμε απ’ το σπίτι μας- ή και να μην τη βάλουμε ποτέ στο σπίτι μας, κάτι που για μερικούς χριστιανούς είναι μάλλον το καλύτερο. Θάθελα πρώτ’ απ’ όλα να κάνω εδώ μια ξεκάθαρη δήλωση: προσωπικά -και υποθέτω ότι συμφωνείτε οι περισσότεροι μαζί μου- θεωρώ ότι το μεγάλο σοκ ή η μεγάλη έκρηξη ή η μεγάλη τραγωδία, όπως θέλετε, δεν έγινε με την εισβολή της τηλεόρασης· έγινε αργότερα, σχετικά πρόσφατα, με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ό,τι πιο φτηνό , ό,τι πιο χυδαίο, ό,τι πιο λαϊκίστικο μπήκε ξαφνικά στα σπίτια μας, κλέβοντας κατά τον πιο βλαβερό τρόπο τον πολύτιμο χρόνο μας που θα μπορούσαμε να τον ξοδέψουμε σε άλλες πολύ πιο ωφέλιμες ασχολίες. Για να ικανοποιήσω μάλιστα την περιέργεια μερικών, σπεύδω να τους πληροφορήσω ότι από το σύνολο των προγραμμάτων της ιδιωτικής τηλεόρασης παρακολουθώ μονάχα μια πολύ πετυχημένη κωμική σειρά, σπάνια ειδήσεις γιατί τις προτιμώ στα κρατικά κανάλια, ακόμα πιο σπάνια καμιά ενδιαφέρουσα συζήτηση ή συνέντευξη, καμιά καλή ταινία πού και πού, μερικές φορές το χρόνο, αν προβάλλεται σε ανθρώπινες ώρες, και τίποτε παραπάνω. Κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει για τον άλλο πώς και πόσο ξοδεύει το χρόνο του στην τηλεόραση . Τρομάζω στη σκέψη ότι χριστιανοί που άλλοτε απαγόρευαν στον εαυτό τους οποιοδήποτε κοσμικό στοιχείο, ακόμη κι εκείνα που δεν αποτελούσαν ξεκάθαρη αμαρτία, ακόμη κι ορισμένα που δεν ήταν καθόλου αμαρτία, βρέθηκαν ξαφνικά μέσα σ’ ένα καταιγισμό οπτικών ερεθισμάτων κάθε μορφής που πολλά απ’ αυτά θα μπορούσαν να σπάσουν τον ηθικό και πνευματικό μετρητή όχι μονάχα των χριστιανών, αλλά πολλών άλλων ανθρώπων άσχετων με την πίστη του Χριστού. Πόσο χρόνο θυσιάζουμε στην αβάσταχτη ελαφρότητα της ιδιωτικής τηλεόρασης, αδέλφια; πόσο πιο ελαστικά έχουν γίνει τα πνευματικά και ηθικά μας κριτήρια από τότε που ξεκίνησε αυτό το κακό; πόσο συνηθίσαμε να βλέπουμε σαν φυσιολογικές, καταστάσεις που άλλοτε ούτε να τις σκεφτούμε τολμούσαμε; πόσο έχουμε γίνει δούλοι της τηλεόρασης και πόσο μας έκλεψε το χρόνο από άλλα πράγματα, από το βιβλίο, από την καλή συζήτηση, από την επικοινωνία με τους άλλους , από την προσευχή, -ατομική ή οικογενειακή; πόσο , μ’ άλλα λόγια, μας έχει αλλοτριώσει, έτσι που κι εμείς οι ίδιοι να μην αναγνωρίζουμε πια τον εαυτό μας; και τι είδους πνευματική τροφή προσφέρουμε στα παιδιά μας με την ανεξέλεγκτη χρήση της τηλεόρασης; Ο καθένας ας δώσει απάντηση στον Κύριο. Κι ας αποφασίσει. Δεν είναι κακή ολόκληρη η τηλεόραση. Είναι κι αυτή ένα εργαλείο, όπως όλα τ’ άλλα, που αν ξέρουμε να το μεταχειριστούμε σωστά, πολλά καλά μπορεί να μας δώσει. Χρόνια και χρόνια φωνάζουμε απ’ αυτό εδώ το βήμα κι από άλλες θέσεις, και το γράφουμε με πολλούς και διαφόρους τρόπους: ο χριστιανός οφείλει νάχει ποιότητα –εξ ορισμού είναι άνθρωπος ποιότητας- οφείλει νάχει επίπεδο, ούτε η φτήνια, ούτε η χυδαιότητα, ούτε η ελαφρότητα έχουν θέση στη χριστιανική ζωή. Μιλάμε τόσα χρόνια για τέχνες και πολιτισμό κι αρκετοί χαμογελάνε συγκαταβατικά ή σηκώνουν τους ώμους αδιάφορα ή αποφαίνονται ότι όλα αυτά δεν είναι πνευματικά ή δεν έχουν σχέση με την πνευματική χριστιανική ζωή. Ωστόσο η τέχνη, η αληθινή, η γνήσια τέχνη πολλά έχει να μας προσφέρει, και τέχνη είναι και η τηλεόραση –εκπληκτική τέχνη, πολλές τέχνες μαζί, κάποιος μάλιστα την ονόμασε «κιβωτό όλων των τεχνών»- τέχνη είναι και ο ποιοτικός κινηματογράφος, τέχνη και το ποιοτικό θέατρο, τέχνη και το λυρικό θέατρο, η όπερα, και μην ακούτε αυτούς που εξορκίζουν το Βάγκνερ, γιατί, λέει, υπάρχουν σατανιστικά στοιχεία στη μουσική του ή ο ίδιος ήταν έτσι και πίστευε το ένα και το άλλο. Τα έργα του Βάγκνερ είναι υπέροχα δημιουργήματα, εμπνευσμένα από την αρχαία σκανδιναβική – γερμανική μυθολογία, κι όσο κι αν ψάξουμε δεν πρόκειται να βρούμε ούτε κρυμμένα μηνύματα ούτε δαιμονικά στοιχεία που να μας επηρεάσουν, αν δε διαθέτουμε τη νοσηρή φαντασία που διαθέτουν ελάχιστοι χριστιανοί συγγραφείς και δήθεν κριτικοί της τέχνης. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το κάθε έργο τέχνης και ιδιαίτερα το θέαμα, το βλέπει η κάθε εποχή –και μαζί και ο κάθε χριστιανός- με διαφορετικά μάτια και διαφορετική νοοτροπία. Σήμερα φεύγουμε από μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας νιώθοντας εξυψωμένοι πνευματικά και γεμάτοι από όλα εκείνα τα ευγενικά νοήματα του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αισχύλου. Φαντάζεστε με τι μάτι θα μας έβλεπαν οι πρώτοι χριστιανοί, σε μια εποχή όπου το αρχαίο δράμα ήταν τόσο στενά δεμένο με τα είδωλα, με τα κάθε λογής σκοτεινά μυστήρια και με την οργιαστική λατρεία του Βάκχου, του πιο ύποπτου και πιο αμαρτωλού απ’ όλους τους θεούς; Τι σημαίνουν όλα αυτά για μας σήμερα και πόσο μπορούν να μας επηρεάσουν; «Να διακρίνητε τα διαφέροντα», μας λέει ο απόστολος Παύλος, κι ας μην ξεχνάμε ότι τα «διαφέροντα» – τα ωφέλιμα – και τα βλαβερά δεν είναι τα ίδια για όλους. Αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, όπως το είδαμε μόλις τώρα, ανάλογα με την ηλικία, με τη γενικότερη πνευματική συγκρότηση , με τα ενδιαφέροντα, με ένα σωρό παράγοντες, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στο Θεό και στον εαυτό μας, για μια κατά το δυνατόν σωστή και ωφέλιμη επιλογή. Δεν είμαστε ούτε στρατός, ούτε ολοκληρωτικό κόμμα για να μας επιβάλουν άλλοι μια υποχρεωτική κομματική γραμμή, ίδια για όλους. Με μία όμως προϋπόθεση: ότι με την αγάπη μας προς το Θεό, με την κοινωνία με το Θεό, με τα κριτήρια που ο Θεός θα μας δώσει, θα μάθουμε να διακρίνουμε τι μας ωφελεί και τι δεν μας ωφελεί, και να προσαρμόσουμε ανάλογα τη ζωή μας. Διαφορετικά ας αποκλείσουμε την τηλεόραση απ’ τη ζωή μας , ας ξεχάσουμε το θέαμα, ας προσέξουμε όμως μήπως το κουβαλάμε μέσα μας, που είναι και το χειρότερο.
Μιλάμε για ποιότητα και για πολιτιστικό επίπεδο που τόσο πολύ συνδέεται με το είδος του θεάματος που παρακολουθούμε, κι εδώ πρέπει να δώσουμε δυο τρεις πρακτικές συμβουλές. Ας μάθουμε να παρακολουθούμε τηλεόραση προγραμματισμένα και με μέτρο. Μιλήσαμε για την ελαφρότητα της ιδιωτικής τηλεόρασης, πρέπει όμως να πούμε ότι από το άλλο μέρος τα κρατικά κανάλια έχουν βελτιωθεί σημαντικά και προσφέρουν αρκετές εκπομπές αρκετά υψηλού επιπέδου. Δεν είμαι από κείνους που όταν μιλώ για υψηλό επίπεδο εννοώ, για παράδειγμα, μονάχα τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Ας μην ξεχνάμε όμως κάτι σημαντικό που είπε ο C. S. Lewis, από τους ελάχιστους χριστιανούς στοχαστές του αιώνα μας : «Αν δε διαβάσεις καλά βιβλία, θα διαβάσεις κακά βιβλία[…] Αν απορρίπτεις τις αισθητικές απολαύσεις, θα πέσεις στην παγίδα των αισθησιακών απολαύσεων». Σήμερα και ο κινηματογράφος και η κρατική κυρίως τηλεόραση προσφέρουν ταινίες που χωρίς πάντα να διδάσκουν τη σοφία όλου του κόσμου, χαρίζουν μια δυο ευχάριστες ώρες -κι όχι μονάχα αυτό. Πολύ συχνά έχουν ευγενικά μηνύματα και μπορούν να μας ευαισθητοποιήσουν από πολλές πλευρές και σε πολλούς τομείς. Κι ασφαλώς το ίδιο –και ίσως και περισσότερο και σε καλύτερη ποιότητα- προσφέρει το καλό θέατρο, που είναι ξεχασμένο από τους πιο πολλούς κι ούτε γίνεται πια λόγος γι’ αυτό, ακριβώς επειδή το γενικό επίπεδο δε βρίσκεται εκεί που πρέπει να βρίσκεται. Κι όλα αυτά βέβαια, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι είμαστε αρκετά θωρακισμένοι πνευματικά και ώριμοι ώστε να μην ταυτιζόμαστε με τον κάθε ήρωα και με τις όποιες συνήθειές του.
Ας αποκτήσουμε λοιπόν την καλή συνήθεια να προγραμματίζουμε το τι θα δούμε. Ας αρχίσουμε σιγά-σιγά να συνηθίζουμε τις σοβαρές συζητήσεις, τα ντοκιμαντέρ για τον πολιτισμό και την τέχνη και άλλα ενημερωτικά και μορφωτικά προγράμματα, ας προτιμάμε τις εκπομπές της καλής μουσικής –και «καλή» δεν είναι μονάχα η κλασική μουσική,– ας προσέχουμε τις ταινίες που βλέπουμε , και θα διαπιστώσουμε ότι η τηλεόραση και γενικότερα το θέαμα δεν κάνει μονάχα κακό, αλλά μπορεί να ωφελήσει σημαντικά και ν’ ανοίξει το μυαλό μας σε πολλά πράγματα. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι η τηλεόραση ήταν εκείνη που έδωσε και δίνει τη δυνατότητα μιας πλατιάς μαρτυρίας για το ευαγγέλιο του Χριστού, και θα μπορούσε – και μπορεί, αν το θέλουμε εμείς – να βελτιώσει την εικόνα μας των ευαγγελικών χριστιανών στους συμπατριώτες μας που πολύ λίγα ξέρουν για το ποιοι είμαστε και το τι πιστεύουμε – και σ’ αυτό λιγότερο φταίνε αυτοί , και πολύ περισσότερο εμείς. Ας το πούμε λοιπόν ακόμη μια φορά : ας μάθουμε να προγραμματίζουμε τον τηλεοπτικό μας χρόνο και την τηλεοπτική μας «διατροφή», κι έχουμε να κερδίσουμε αρκετά. Το ζάπινγκ δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος. Ξεκουράζει μερικούς όταν το βράδυ θέλουν να χαλαρώσουν από την κούραση ολόκληρης της μέρας, δεν πρέπει όμως ν’ αποτελεί ούτε κανόνα ούτε αφορμή για μια χωρίς έλεγχο κατανάλωση τηλεοπτικών απορριμμάτων . Δεν υποστηρίζω ότι όλες οι εκπομπές που θα βλέπουμε πρέπει νάναι σοβαρές και νάχουν πολιτιστικό περιεχόμενο. Καμιά φορά χρειάζεται και η ξεκούραση και η διασκέδαση και το «χαβαλέ» κατά τη νεανική έκφραση, όλα όμως πρέπει να γίνονται με μέτρο –τόπαμε και πιο πριν – και ποτέ σε βάρος της γενικότερης πνευματικής μας συγκρότησης. Ας προσφέρουμε πρώτα ό,τι καλύτερο στο έργο του Θεού, -και υπάρχουν πολλοί τομείς όπου μπορούμε να φανούμε χρήσιμοι, το ξέρουμε και το λέμε τόσα χρόνια- ας αποκτήσουμε πρώτα το μεράκι του καλού βιβλίου, –και σ’ αυτό μπορεί να μας βοηθήσει και η τηλεόραση, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, κι αν θέλετε το συζητάμε μετά –ας μην παραμελούμε τις πνευματικές μας ασχολίες , και μαζί με όλα αυτά ας εντάξουμε και την τηλεοπτική μας παρακολούθηση στο ημερήσιο πρόγραμμά μας. Δεν εννοώ πως πρέπει να γίνουμε μηχανές, αλλά το ν’ αφήνουμε το χρόνο μας να κυλά άσκοπα κι απρογραμμάτιστα είναι ό,τι ανιαρό και βλαβερό και καθόλου δεν ταιριάζει σε πνευματικές προσωπικότητες, όπως πρέπει νάναι ο κάθε χριστιανός. Ο γνωστός στοχαστής και συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο έχει διατυπώσει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση: Μια φορά τουλάχιστον την εβδομάδα ας κρατάμε εντελώς κλειστή ολόκληρη τη μέρα την τηλεοπτική μας συσκευή για αποτοξίνωση και για ν’ ασχοληθούμε με άλλα, χρήσιμα και σημαντικά πράγματα : το διάβασμα, την καλή συζήτηση, τα σπορ, το παιχνίδι, την επικοινωνία γενικότερα. Μήπως θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι για μια συγκεκριμένη μέρα; ή μήπως θα χάσουμε έτσι τη συνέχεια από την αγαπημένη μας τηλεοπτική σειρά;
*************************
Αν όμως είναι δύσκολο να συνεννοηθούμε για τη μέρα της τηλεοπτικής νηστείας, σε άλλα πράγματα σχετικά με το θέαμα θα μπορούσαμε κάλλιστα ν’ αρχίσουμε να συνεννοούμαστε. Αντί να κρατάμε στο σκοτάδι την τυχόν θεατρική, κινηματογραφική ή τηλεοπτική μας απασχόληση, θάταν πολύ χρήσιμο για όλους μας να συζητούμε μεταξύ μας το τι βλέπουμε κρίνοντάς το από πνευματική σκοπιά και δημιουργώντας μια άμιλλα για ένα ανέβασμα στο
επίπεδο και στην ποιότητα του θεάματος ανάμεσα στους χριστιανούς νέους, κάτι που μπορεί να επηρεάσει προς το καλύτερο και τους μεγαλύτερους. Αυτή η ντροπαλή ή – να το πούμε πιο καθαρά- η υποκριτική σιωπή σχετικά με το θέαμα μέσα στις εκκλησίες πρέπει κάποτε να πάρει ένα τέρμα. «Κανείς δεν ξέρει ,κανείς δεν ασχολείται, και προπάντων κανείς δε βλέπει». Είναι καιρός να σπάσει αυτή η τεχνητή ατμόσφαιρα που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο. Είναι βέβαια γεγονός ότι πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, σε πάρα πολλά όμως είμαστε πολύ πίσω ακόμη, κι αυτό αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της πνευματικής μας ζωής. Θάταν ευχής έργο –τόχαμε πει και άλλοτε- να υπήρχαν ένας ή περισσότεροι ειδικοί μέσα στις εκκλησίες, που θα καθοδηγούσαν και θα συμβούλευαν τους νέους στο τι αξίζει να δουν και θα οργάνωναν συζητήσεις και ενημερωτικές συγκεντρώσεις σχετικά με το θέαμα. Μια όμως που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, ας αρχίσει τουλάχιστον να συζητιέται το θέαμα στις ώρες των νέων με ελεύθερη έκφραση απόψεων, και όχι μονάχα το πόσο κακό κάνει η τηλεόραση στο χριστιανικό σπίτι.
Ο Τζων Στοτ, ένας από τους πιο φημισμένους ιεροκήρυκες κι από τους πιο αφοσιωμένους χριστιανούς του καιρού μας, έχει εδώ και αρκετά χρόνια ξεκινήσει στην εκκλησία του ένα «κύκλο ανάγνωσης», όπως τον ονομάζει. Νέοι διανοούμενοι, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, αρχιτέκτονες και άλλοι χριστιανοί που αγαπούν το διάβασμα και τη σοβαρή συζήτηση, συγκεντρώνονται κάθε ένα ενάμιση μήνα έχοντας διαλέξει από πριν ένα συγκεκριμένο μη χριστιανικό λογοτεχνικό ή ένα κινηματογραφικό έργο και το συζητούν, με ιδιαίτερη έμφαση στο κρυμμένο μήνυμα που μεταφέρει και σε συσχετισμό με το τι διδάσκει η Βίβλος πάνω σ’ αυτό. Λυπάμαι ότι στη δική μας εκκλησία δε μας δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσουμε ακόμη κάτι τέτοιο που αποτελεί δικό μου προσωπικό οραματισμό εδώ και χρόνια, και το ίδιο ακριβώς θα μπορούσαν να κάνουν αρκετές άλλες εκκλησίες, και πιστεύω ότι τέτοιου είδους κινήσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν το πνευματικό σκηνικό στο ευαγγελικό μας κίνημα, που εδώ και αρκετές δεκαετίες πολύ μικρή κινητικότητα παρουσιάζει και πολύ δύσκολα ή και καθόλου δεν παρακολουθεί τις τεράστιες μεταβολές που συμβαίνουν στον καιρό μας. Κλασικό παράδειγμα –και καθρέφτης μας- το τηλεοπτικό χριστιανικό κανάλι «ΕΛΛΑΣ 62» . Ήμουν ο πρώτος από τους μη πεντηκοστιανούς ευαγγελικούς χριστιανούς που το υποστήριξε φανατικά και το ενθάρρυνε στα πρώτα του βήματα, και έτσι πιστεύω ότι έχω το δικαίωμα να μιλήσω ελεύθερα. Υπήρξε ένα σημαντικό πνευματικό αντίδοτο στα προγράμματα των άλλων μη χριστιανικών τηλεοπτικών σταθμών. Ελπίζω και πιστεύω ότι πολύ σύντομα ο Θεός θα επιτρέψει και πάλι τη λειτουργία του στην Αθήνα –στη Θεσσαλονίκη δε σταμάτησε ποτέ να εκπέμπει. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε – και προπάντων να το συνειδητοποιήσουν οι υπεύθυνοι του σταθμού- ότι στην καινούργια μορφή του οφείλει να ξεπεράσει τη νηπιακή και την παιδική ηλικία όπου βρισκόταν στην πρώτη περίοδο της λειτουργίας του. Και μιλώ και για το ελληνικό μέρος του προγράμματός του , και σε κάποιο βαθμό και για το ξένο. Δεν πρόκειται να μπω σε λεπτομέρειες. Θέλω όμως να πω ότι για να έχουμε ένα τηλεοπτικό σταθμό με πρόγραμμα ποιότητας που να προσελκύει εκείνους από τους τηλεθεατές που αποζητούν κάτι διαφορετικό, οφείλουμε ν’ αλλάξουμε τη νοοτροπία μας απέναντι σε πολλά πράγματα, κι ένα απ’ τα πιο βασικά είναι και το θέαμα που εξετάσαμε σήμερα. Ας μη γελιόμαστε. Το να πηγαίνουμε ακόμη με τον αραμπά και τα τροχήλατα αμαξάκια όταν οι άλλοι χρησιμοποιούν τα υπερηχητικά αεροπλάνα και τους πυραύλους δεν μας κάνει πιο πνευματικούς. Άλλο η πνευματικότητα, άλλο το στενό πνεύμα και η νοοτροπία της μιζέριας.
Σε κάποιο ερωτηματολόγιο που μου είχε τεθεί πριν από ένα δυο χρόνια από το περιοδικό «Λυτρωμένα Νιάτα», είχα ερωτηθεί ποια συμβουλή έχω να δώσω στους αναγνώστες του περιοδικού. Κι είχα απαντήσει «μην κάνετε ή μην παραλείπετε ποτέ τίποτε χωρίς να μπορείτε να δικαιολογήσετε την πράξη ή την παράλειψή σας με βάση τις αρχές που πιστεύετε». Τούτη η πρόταση έχει απόλυτη εφαρμογή, πιστεύω, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού σε θέματα σαν το σημερινό. Είτε βλέπετε είτε δεν βλέπετε τηλεόραση, είτε πάτε στον κινηματογράφο ή στο θέατρο είτε τα θεωρείτε διαβολική πράξη, οφείλετε να δικαιολογήσετε τη θέση σας με βάση τις αρχές του Λόγου του Θεού και την ηθική χριστιανική σας συνείδηση. Διαφορετικά θα πέσετε στην υποκρισία ή στην αμαρτία. Κι είναι καταστροφή, ολόκληρη μια νεανική κοινωνία ν’ αμαρτάνει ή να υποκρίνεται.