ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

(Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΑΛΗΘΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ)

(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)

   Πρέπει να πω προτού ξεκινήσω τη σημερινή μου ομιλία, που περιέχει αρκετά δύσκολα και σίγουρα αμφιλεγόμενα σημεία, πως προσπάθησα να διαλέξω με μεγάλη προσοχή λέξεις και εκφράσεις, έτσι που να μην προκαλέσω παρανοήσεις και παρεξηγήσεις. Το θέμα μου σήμερα είναι από εκείνα που πολύ σπάνια ή και ποτέ δεν έρχονται στο προσκήνιο μέσα στις εκκλησίες και στα συνέδριά μας. Και βέβαια είναι αδύνατον να συμφωνήσουμε όλοι σε όλα όσα θα ειπωθούν. Εύχομαι ν’ ακουστούν όσο το δυνατόν απροκατάληπτα και ν’ αποτελέσουν αφορμή για σοβαρό προβληματισμό.

 

   Ακούμε συχνά από τους άμβωνές μας τη σπουδαία αλήθεια, πως στη χριστιανική πίστη το άλφα και το ωμέγα είναι ο Χριστός. Υπάρχει μάλιστα κάποιος όρος αρκετά πετυχημένος, πως η διδασκαλία μας, ολόκληρη η υπόσταση του πιστού, η ίδια η εκκλησία στο σύνολό της οφείλει να είναι «χριστοκεντρική». Μ’ άλλα λόγια, αφαιρώντας το πρόσωπο του Χριστού από την, ας την πούμε, χριστιανική θρησκεία, δε μας μένει απολύτως τίποτε. Τι σημαίνει όμως η έκφραση «το πρόσωπο του Χριστού»;

   Φοβάμαι πως για πολλούς ευαγγελικούς το περιεχόμενο του προσώπου του Χριστού αντικαταστάθηκε με τις εκφράσεις «ο σταυρός του Χριστού» και «το αίμα του Χριστού», με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο Χριστός μονάχα στο έργο που έκανε στο σταυρό και που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την εμπειρία που η Γραφή ονομάζει «αναγέννηση», ένας όρος που τα τελευταία χρόνια γίνεται κατάχρησή του σε σημαντικό βαθμό, αυτό όμως είναι άλλη ιστορία. Ωστόσο «Χριστός» δεν είναι μόνο ο σταυρός και το αίμα που έχυσε Εκείνος εκεί επάνω. Ασφαλώς ο σταυρός είναι το σπουδαιότερο, αλλά όχι το μοναδικό στοιχείο του Χριστού. «Χριστός» σημαίνει όλα εκείνα που γράφουν τα ευαγγέλια γι’ Αυτόν, δηλ. και η διδασκαλία του -όσα είπε και όπως τα είπε-, και η ζωή του, το παράδειγμα που μας έδωσε σε κάθε περίσταση και περιστατικό -όπως αυτά εξιστορούνται στα ευαγγέλια– και φυσικά και ο σταυρός και η ανάστασή Του σαν κορύφωση της παρουσίας Του στη γη. Για ένα χριστιανό και τα τρία αυτά στοιχεία έχουν το καθένα την ιδιαίτερη σημασία του, και υπήρξε πολύ μεγάλο λάθος, πιστεύω, ιδιαίτερα μιας μερίδας ευαγγελικών, που υποτίμησαν π.χ. την επί του όρους ομιλία διακηρύττοντας πως αυτά ειπώθηκαν απ’ το Χριστό σαν περιεχόμενο του ευαγγελίου της επίγειας βασιλείας του, που θα ίσχυαν αν Τον δέχονταν οι εβραίοι σαν πνευματικό βασιλιά, και επομένως μικρή μονάχα σημασία έχουν για μας που ζούμε στην εποχή της χάρης. Πιστεύω πως κάτι τέτοιοι αφορισμοί αποτελούν διαστρέβλωση του ευαγγελίου και μείωση του προσώπου του Χριστού, με θλιβερό αποτέλεσμα αυτό που είπαμε πιο πριν: Να περιοριστεί δηλ. ο ρόλος του Χριστού πάνω στη γη απλά στο σταυρικό του θάνατο και στην ανάστασή Του, και ν’ αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία στοιχεία διδασκαλίας που δεν έχουν ούτε την καθολικότητα, ούτε και τη διαχρονικότητα της διδασκαλίας του Χριστού. Θα εξηγήσουμε πιο καθαρά παρακάτω τι ακριβώς εννοούμε.

   Εκείνο που προς το παρόν πρέπει να κρατήσουμε απ’ όσα είπαμε, είναι τα τρία στοιχεία που απαρτίζουν το όνομα «Χριστός» στα ευαγγέλια: ο θάνατος και η ανάστασή Του, η διδασκαλία Του, και η ζωή και το παράδειγμά Του σαν πρακτική εφαρμογή της διδασκαλίας Του. Ό,τι άλλο υπάρχει μέσα στη Νέα Διαθήκη αποτελεί ανάπτυξη και προέκταση αυτού του περιεχομένου. Κι ό,τι ωφέλιμο κι εποικοδομητικό υπάρχει στην Παλιά Διαθήκη αποτελεί πρόγευση των αληθειών που υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το τρίπτυχο: ζωή, διδασκαλία, θάνατος-ανάσταση, όλα αυτά δηλ. που αντιπροσωπεύει –ή πρέπει ν’ αντιπροσωπεύει για μας ο Χριστός. Μόνο κάτω από αυτό το πρίσμα, πιστεύω, μπορεί ο χριστιανός να προσανατολιστεί σωστά πάνω στο περιεχόμενο της πίστης του, και μόνο έτσι μπορεί να κατανοήσει το οικοδόμημα της Αγίας Γραφής, Παλιάς και Νέας Διαθήκης. Αυτός πιθανόν είναι κι ο λόγος που ίσως και υποσυνείδητα οι χριστιανοί απ’ τα αρχαία χρόνια υποκαθιστούν πολλές φορές τη λέξη Άγιες Γραφές ή Αγία Γραφή με τη λέξη Ευαγγέλιο. Γιατί το ευαγγέλιο –ή τα ευαγγέλια- αποτελούν το κέντρο των ιερών κειμένων, και όλα τα άλλα είναι προέκτασή τους.

   Διαπιστώνουμε ακόμη ότι το ευαγγέλιο του Χριστού με το περιεχόμενο που αναπτύξαμε παραπάνω έχει, όπως είπαμε, και καθολικότητα και διαχρονικότητα. Ισχύει δηλ. για οποιονδήποτε άνθρωπο, όποιας προέλευσης και επιπέδου, όποιας φυλής, όποιου φύλου, όποιας κοινωνικής τάξης, όποιας ηλικίας κλπ. Είτε των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, είτε του μεσαίωνα, είτε του εικοστού αιώνα.

   Και για μεν την υπόθεση της σωτηρίας του αμαρτωλού ανθρώπου η αλήθεια της πρότασης αυτής διαπιστώνεται πολύ εύκολα: Όλοι, σ’ όλες τις εποχές, κι απ’ όπου κι αν προέρχονται, είναι άνθρωποι αμαρτωλοί, κουβαλούν μέσα τους το αίσθημα της ενοχής και μπορούν να λυτρωθούν –και πολλοί απ’ αυτούς λυτρώνονται-  με βάση το έργο που έκανε γι’ αυτούς ο Χριστός. Δεν είναι όμως μονάχα η σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός που έχει αυτή την καθολικότητα και διαχρονικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τη διδασκαλία Του, και για το παράδειγμά Του. Πάρτε οποιαδήποτε από τα λόγια του Χριστού, κι οποιοδήποτε περιστατικό της ζωής Του, και βρείτε μου κάτι ξεπερασμένο κι αναχρονιστικό που δεν ισχύει σήμερα. Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε πως αρκετά στοιχεία είναι σήμερα ακόμη πιο επίκαιρα από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη εποχή. Πρόχειρα αναφέρω κάποια από τα λόγια της επί του όρους ομιλίας  -π.χ. σήμερα το «μακάριοι οι ειρηνοποιοί» το καταλαβαίνουμε πιο πολύ από οποτεδήποτε άλλοτε. Όπως και «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», πρόταση που την εκφράζουμε σήμερα με το αίτημα του χωρισμού θρησκείας και κράτους. Πάρτε ακόμη τα λόγια που μ’ αυτά κατακεραυνώνει ο Χριστός τους φαρισαίους. Στο σημερινό άνθρωπο η απέχθεια για τον τύπο και τη νεκρή παράδοση, η αποστροφή του για την υποκρισία κι η νοσταλγία για την ουσία βρίσκονται ριζωμένα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Ακόμη αυτή η, ας την πούμε, παλικαριά και η λεβεντιά που μ’ αυτήν αντιμετωπίζονται θέματα όπως οι περί Σαββάτου διατάξεις, και το περιστατικό της αμαρτωλής που συνελήφθη «έπ’ αυτοφώρω μοιχευομένη», ταιριάζουν πολύ περισσότερο στη νοοτροπία του σημερινού –σωστού- ανθρώπου, παρά στη μικροψυχία και στη στενομυαλιά των θρησκευομένων της εποχής εκείνης και των κατοπινών αιώνων (και βέβαια, τέτοιοι θρησκευόμενοι δεν έλειψαν ποτέ από τότε, ούτε φυσικά και στον καιρό μας κι απ’ το χώρο μας λείπουν).

   Καθολική, λοιπόν –κατάλληλη για κάθε είδους άνθρωπο- και διαχρονική –κατάλληλη για κάθε εποχή- και η διδασκαλία του Χριστού, όπως κι ο θάνατος κι η ανάστασή Του. Κι είναι ακριβώς εδώ που υπερτερεί ο χριστιανισμός απέναντι σε οποιαδήποτε θρησκεία. Το κοράνι π.χ. ζητά από την αστυνομία στις ισλαμικές χώρες να συλλαμβάνει όσους δεν τηρούν τη νηστεία του ραμαζανίου. Όποιος πιει ένα ποτήρι κρασί, μπύρα ή, ακόμα χειρότερα, δυνατό αλκοόλ, κινδυνεύει να φυλακιστεί ένα χρόνο. Σε πολλές περιπτώσεις εμποδίζονται ακόμη κι οι τηλεοπτικές εκπομπές, επειδή το κοράνι καταδικάζει την απεικόνιση του ανθρώπου. Γράφει ακόμη το κοράνι: «Οι άνδρες είναι ανώτεροι από τις γυναίκες». Κι αλλού: «Οι άνδρες υπερτερούν των γυναικών, επειδή ο Θεός διάλεξε μερικά όντα να κυριαρχούν πάνω στ’ άλλα». Φυσικά με τέτοιου είδους αντιλήψεις είναι επόμενο να παρατηρεί κάποιος σοβαρός μελετητής: «Δεν τολμώ ν’ αναλογιστώ τις συνέπειες που θα έχει ο εκσυγχρονισμός πάνω στη διδασκαλία του Μωάμεθ».

   Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο όσο και ολέθριο το γεγονός ότι πολλοί από τους χριστιανούς αντί ακριβώς να διαφυλάξουν και να προβάλουν αυτή τη διαχρονικότητα της προσωπικότητας του Χριστού –και του ευαγγελίου- διαστρέβλωσαν το νόημα της χριστιανικής πίστης και το υποβίβασαν σε ανάλογο επίπεδο με τα παραδείγματα που αναφέραμε απ’ το κοράνι, παρατρέχοντας και υποβιβάζοντας –ό,τι χειρότερο- την αξία και τη διαχρονικότητα της διδασκαλίας του Χριστού. Ωστόσο με μια προσεκτική και απροκατάληπτη μελέτη της Γραφής, και κυρίως της Παλιάς Διαθήκης, δε θάταν και τόσο δύσκολο να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά και να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα ακριβώς όπως το έκαναν πριν από μας και πολλοί άλλοι πιστοί και πολλοί σοβαροί μελετητές, αποφεύγοντας έτσι τις αποκλίσεις από τη σωστή βιβλική διδασκαλία. Παρατηρούμε λοιπόν ότι:

    Πρώτον: Σε κάθε εποχή ο Θεός, για να γίνει κατανοητός, μιλά με γλώσσα που ανταποκρίνεται στο μέσο διανοητικό επίπεδο του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Για τους περισσότερους μελετητές της Βίβλου η πρόταση αυτή είναι περίπου αυτονόητη. Πρόχειρα παραδείγματα και τελείως επιτροχάδην αναφέρουμε εκφράσεις όπως «μετεμελήθη ο Θεός» (μετάνιωσε ο Θεός), «ωσφράνθη ο Κύριος οσμήν ευωδίας·και είπεν εν τη καρδία αυτού» (φράσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και σαν ποιητικές) , «κατέβη ο Κύριος δια να ίδη την πόλιν και τον πύργον», «διότι τώρα εγνώρισα ότι συ φοβείσαι τον Θεόν» (λέει ο άγγελος στον Αβραάμ) κλπ.

    Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης, στα εδάφια 11 και 14: «Και είπεν ο Θεός, Ας βλαστήσει η γη χλωρόν χόρτον, χόρτον κάμνοντα σπόρον, και δένδρον κάρπιμον κάμνον καρπόν κατά το είδος αυτού, του οποίου το σπέρμα να ήναι εν αυτώ επί της γης. Και έγινεν ούτω» (εδ. 11) «Και είπεν ο Θεός, ας γείνωσι φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού, δια να διαχωρίζωσι την ημέραν από της νυκτός[…] Και έγεινεν ούτω» (εδ. 14). Και το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει βλάστηση προτού δημιουργηθεί ο ήλιος, αφού όλοι ξέρουμε πόσο απαραίτητο είναι το φως του ήλιου για καθετί που φυτρώνει απ’ τη γη;

   Μια απλή εξήγηση σ’ αυτή την απορία μάς δίνει ο Halley στη «Συνοπτική Εγκυκλοπαίδεια της Αγίας Γραφής» (εκδόσεις «Ο Λόγος»). Ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, μας λέει, πρέπει να δημιουργήθηκαν «εν αρχή»(εδ. 1). Στη συνέχεια, την «πρώτην ημέραν», το φως τους πρέπει να διαπέρασε τις ομίχλες της γης. (εδ. 3: «και είπεν ο Θεός, Γεννηθήτω φως· και έγεινε φως»), ενώ τα ίδια αυτά σώματα δεν ήταν ακόμη ορατά από τη γη. Τώρα όμως, καθώς αραιώνουν τα σύννεφα με τη διαδοχική ψύξη της γης, γίνονται ορατά πια και από τη γη. Κι όταν η επιφάνεια της γης παύει να δέχεται θερμότητα από το εσωτερικό της και εξαρτάται από τον ήλιο σαν τη μοναδική πια πηγή θερμότητας, εμφανίζονται οι διάφορες εποχές του χρόνου. Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να εξηγηθούν σε ανθρώπους εκείνης της εποχής και εκείνου του επιπέδου; και πώς είναι δυνατόν εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, να έχουμε την απαίτηση να μιλά η Γραφή τότε με τη δική μας σημερινή επιστημονική γλώσσα;

    Δέυτερον: Όχι μόνο μιλά ο Θεός, μα και συμπεριφέρεται στον άνθρωπο ανάλογα με την εποχή και με το επίπεδό του της εποχής εκείνης. Σήμερα μας είναι αδύνατον να συλλάβουμε τι σημαίνει ακόμη και για έναν άνθρωπο  της εποχής εκείνης όπως ο Μωυσής, που είχε όμως πάρει τη μόρφωση και τη σοφία των αιγυπτίων, να έχει να κάνει μ’ ένα λαό αγροίκο και νομαδικό όπως ήτανε τότε οι εβραίοι. Πώς ο Θεός θα μπορούσε να συγκρατήσει σε κάποια στοιχειώδη τάξη ένα τέτοιο λαό, αν δεν είχε θεσπίσει φοβερές τιμωρίες στους παραβάτες και της πιο απλής εντολής, όπως ήταν η ποινή του θανάτου γι αυτούς που θ’ ακουμπούσαν πάνω στο ιερό βουνό -είτε άνθρωποι, είτε ζώα- ή για όποιον θ’ άγγιζε την κιβωτό της διαθήκης, ή για εκείνον που θα παρασκεύαζε θυμίαμα για τον εαυτό του όμοιο με εκείνο της σκηνής του μαρτυρίου; (Έξοδος λ΄34-38).

    Τρίτον: Ακόμη ο Θεός μιλά και συμπεριφέρεται προς τον άνθρωπο όχι μόνο ανάλογα με το μέσο πνευματικό και μορφωτικό επίπεδό του στην κάθε εποχή, μα ανάλογα και με τον πολιτισμό του, τα ήθη και τα έθιμά του και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πάνω στην πολύ βασική αυτή παρατήρηση, πως ο Θεός (για να το πούμε κι εμείς ανθρωπομορφιστικά) «αναγκάζεται» να διαμορφώσει τον ηθικό νόμο μέσα σε μια δεδομένη πολιτιστική κατάσταση που έχει δημιουργήσει μια ορισμένη κοινωνία, κατάσταση που την υπαγορεύει όχι μονάχα το πολιτιστικό επίπεδο του λαού, τα ήθη και έθιμα και η κοινωνική του δομή, μα ακόμη και η ανθρώπινη ατέλεια μέσα στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί μετά την πτώση του ανθρώπου (είναι αυτό το φαινόμενο που οι παλιοί το εκφράζουν με την πρόταση «στον καθένα ο Θεός μίλησε ανάλογα με το φως που υπήρχε εκείνη την εποχή»). Υπάρχουν διατάξεις και γεγονότα στην Παλιά Διαθήκη που σήμερα εμείς τα βρίσκουμε τουλάχιστον αποτρόπαια –είτε με το μάτι του χριστιανού, είτε του ανθρώπου που ζει σε μια εξελιγμένη κοινωνία του 20ού αιώνα. Πίσω ωστόσο απ’ αυτή τη σχετική και ατελή έστω παρουσίαση της προσωπικότητας του Θεού, υπάρχει πάντα η ένδοξη παρουσία Του ανεξάρτητη από πολιτισμούς, από ανθρώπους κι από εποχές.

    Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) ο Θεός απαγόρευσε από την πρώτη στιγμή το φόνο ανθρώπου από άνθρωπο: «Ου φονεύσεις» και «όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον». Και ασφαλώς η φράση «υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού» δεν αποτελεί ούτε εντολή, ούτε προδιαγραφή. Περιγράφει απλά τις συνέπειες μιας εγκληματικής πράξης όπως ο φόνος. Όπως λέμε κι εμείς σήμερα: «η βία φέρνει βία». «Ου φονεύσεις», λοιπόν, ξεκάθαρα, χωρίς περιορισμούς και χωρίς ειδικές περιπτώσεις. Χωρίς «ου φονεύσεις, εκτός εάν πολεμάς ή εκτός εάν εκπροσωπείς ένα οργανωμένο κράτος», ή «θέλεις φονεύσει τον εχθρόν σου» και άλλα παρόμοια. Ωστόσο μέσα σ’ ολόκληρη την Παλιά Διαθήκη βλέπουμε να θεσμοθετείται ο φόνος ανθρώπου από άνθρωπο σαν κάτι εντελώς ομαλό και συνηθισμένο. Προφανώς λειτουργεί αυτός ο νόμος που είπαμε. Μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, και μέσα στο κλίμα που δημιούργησε η πτώση κινούνται οι άνθρωποι επικοινωνώντας μ’ ένα φως εντελώς αμυδρό με το Θεό και το θέλημά Του, και συλλαμβάνοντας με τον ατελή αυτό τρόπο το θέλημα και την προσωπικότητά Του. Χωρίς ν’ αποκλείουμε και εκείνη την εκδοχή που υποστηρίζουν αρκετοί σοβαροί μελετητές, πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά μονάχα αυτός για να διατηρηθεί ο λαός Ισραήλ και να μην απορροφηθεί από τους ειδωλολατρικούς λαούς που τον περιτριγύριζαν. Κάτι που σήμερα μας προκαλεί απέχθεια, που για την εποχή όμως εκείνη ίσχυε αναγκαστικά μέσα στο όλο κλίμα της πτώσης και τον ξεπεσμό που κυριαρχούσε. Μια κατάσταση που μ’ αυτήν ο Θεός «αναγκάζεται» να συμβιβαστεί. Όπως και νάναι –κι αυτό είναι που μας ενδιαφέρει- οι διδαχές παραμένουν σ’ ολόκληρη την Αγία Γραφή αιώνιες και διαχρονικές. Γι’ αυτό και η Παλιά Διαθήκη μπορεί να μας διδάξει εξίσου με την Καινή, με την προϋπόθεση ότι δεν ξεχνάμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε ό,τι γράφτηκε, χωρίς να σκανδαλιζόμαστε απ’ όλα εκείνα που σήμερα μας φαίνονται παράξενα ή να τα παρατρέχουμε και να τ’ αποσιωπούμε με αμηχανία σαν τα γνωστά μας πανάρχαια «ταμπού». Ή , ακόμη, να πλειοδοτούμε σε αγριότητα από υπερβάλλοντα ζήλο, δηλώνοντας π.χ. πως «καλά έκανε ο Ηλίας και έσφαξε τους ιερείς του Βάαλ· κι εμείς στη θέση του ακριβώς το ίδιο θα κάναμε», ή «άσχημα έκανε ο Σαούλ που στη συγκεκριμένη περίπτωση δε σκότωσε όλους τους εχθρούς του, αλλά χάρισε τη ζωή σε μερικούς».

   Με το σωστό νόημα λοιπόν όταν μελετούμε την Παλιά Διαθήκη έχουμε πάρα πολλά να διδαχτούμε απ’ αυτήν. Και μου προξένησε κατάπληξη όταν άκουσα κάποια κοπέλα που ομολογεί αναγέννηση να δηλώνει πριν λίγες μέρες, πως κατά τη γνώμη της δε θα χάναμε και πολλά πράγματα αν η Παλιά Διαθήκη έλειπε τελείως από μέσα από την Αγία Γραφή! Μόνο η λιγόχρονη πείρα στο Χριστό κι επομένως η άγνοιά της πάνω σ’ ορισμένα θέματα θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια δήλωση. Όπως όμως και νάναι, εμείς σα χριστιανοί οφείλουμε να μην ξεχνούμε εκείνο που είπε ο Χριστός: Πως όχι μόνο «ου φονεύσεις», αλλά και δε θα οργισθείς κατά του πλησίον σου και θ’ αγαπάς τον εχθρό σου, και θα τον ευλογείς. Αυτό είναι το πλήρες, ολοκληρωμένο φως του θελήματος του Θεού. Κι είναι εκπληκτικό πώς σ’ όλους τους αιώνες -κι ακόμη και σήμερα- υπήρξαν άνθρωποι που ξανατοποθέτησαν το λυχνάρι της Παλιάς Διαθήκης στη θέση του λαμπρού ήλιου που μας έδωσε ο Χριστός, και έκαναν θρησκευτικούς πολέμους και καταδίκασαν ανθρώπους σε θάνατο στ’ όνομα του Χριστού, και ζήτησαν απ’ το Θεό να ευλογήσει όπλα.

     β) Το θέμα του διαζυγίου. Διαβάζουμε ότι έχει δικαίωμα ο άντρας να χωρίσει τη γυναίκα του αν βρει σ’ αυτήν κάτι που δε του αρέσει. Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα μπορεί να παντρευτεί άλλον, εάν όμως κι αυτός τη διώξει ή αν πεθάνει, δεν έχει δικαίωμα ο πρώτος άντρας της να την ξαναπάρει πίσω, διότι μια τέτοια πράξη «είναι βδέλυγμα ενώπιον του Κυρίου». Φαίνεται απίστευτο –και αποτρόπαιο-,  το ότι πάνω σ’ αυτήν την περικοπή στηρίχτηκε πριν μερικές δεκαετίες κάποιος πρεσβύτερος μιας εκκλησίας, για να προτείνει την αποβολή κάποιου πιστού απ’ το δείπνο του Κυρίου. Η μνηστή του νέου αυτού είχε εμφανίσει ορισμένες «φυγόκεντρες» τάσεις. Η όλη ιστορία ήταν μάλλον ανώδυνη και η κοπέλα γρήγορα κατάλαβε το σφάλμα της και ζήτησε συγνώμη από το μνηστήρα της, κι έτσι η υπόθεση θα είχε περάσει απαρατήρητη, αν δεν είχε γίνει σχετική καταγγελία στο πρεσβυτέριο κατά την παλιά συνήθεια της εποχής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρεσβυτέριο, ο εν λόγω πρεσβύτερος υποστήριξε πως θα πρέπει μαζί με την κοπέλα ν’ αποβληθεί και ο μνηστήρας της, μια και σύμφωνα με την περικοπή του Δευτερονομίου ο νέος παρέβαινε το θεϊκό νόμο με το να συγχωρήσει τη μνηστή του και να την ξαναδεχτεί κοντά του όπως και πριν. Δυστυχώς η πρόταση έγινε δεκτή, έστω κι αν η όλη υπόθεση δεν είχε και πολλή σχέση με την περικοπή αυτή του Δευτερονομίου, κι ακόμη κανείς από τους υπόλοιπους πρεσβυτέρους δεν τόλμησε ή δε διανοήθηκε να υποστηρίξει πως είναι τερατώδες να κρίνουμε καταστάσεις σημερινές με διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Αναφέρουμε το περιστατικό όχι για να ξαναζωντανέψουν παλιές δυσάρεστες αναμνήσεις, αλλά για να δείξουμε πού μπορεί να οδηγήσει το μπέρδεμα ανάμεσα στην εποχή τη δική μας και εκείνη της Παλιάς Διαθήκης, όταν μάλιστα συνδυαστεί και με προθέσεις και κίνητρα που αποκλειστική τους αφετηρία δεν είναι μονάχα η αγάπη, χωρίς ξένες «προσμίξεις».

    Ξαναγυρίζουμε στο θέμα μας. Είναι προφανές ότι οι διατάξεις που αναφέραμε είναι εναρμονισμένες: (1) με τα γενικότερα ήθη και έθιμα της εποχής και (2) με τις αντιλήψεις για τη γυναίκα σαν κατώτερου όντος, πάνω στο οποίο ο άντρας εξουσιάζει απόλυτα. (Γι αυτό κι ολόκληρος σχεδόν ο μωσαϊκός νόμος μοιάζει ν’ απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στους άντρες που τους μιλά σε β΄ πρόσωπο, αντίθετα από τις γυναίκες που χρησιμοποιεί το γ΄ πρόσωπο, π.χ. «δεν θέλεις επιθυμήσει την γυναίκα του πλησίον σου», ενώ πουθενά δε γράφει κάτι ανάλογο προς τις γυναίκες όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά πιθανόν επειδή κάτι τέτοιο θάταν αδιανόητο για την εποχή).

   Ας δούμε τώρα πώς ο Χριστός τοποθετεί το θέμα. Διαβάζουμε στο κεφάλαιο ιθ΄, στα εδάφια 1-9 του ευαγγελίου του Ματθαίου, ότι σε ερώτηση των φαρισαίων σχετικά με το διαζύγιο ο Κύριος δηλώνει απερίφραστα πως αρχική πρόθεση του Θεού ήταν να μη χωρίζει με κανένα τρόπο ο άντρας τη γυναίκα του, και αν αργότερα ο μωσαϊκός νόμος επέτρεψε κάτι τέτοιο, αυτό έγινε εξαιτίας της ανθρώπινης «σκληροκαρδίας». Απ’ το μέρος αυτό μπορούμε να βγάλουμε τα ακόλουθα πολύτιμα συμπεράσματα:

     (1) Πως ο Μωϋσής εμπνεόμενος από το Θεό αναγκάζεται να προσαρμόσει την ηθική –αυτό ακριβώς που υποστηρίζουμε- μέσα στο κλίμα της πτώσης του ανθρώπου «δια την σκληροκαρδίαν του»,  όπως το εκφράζει εδώ ο Κύριος: «Απ’ αρχής όμως δεν έγινεν ούτω» Βλέπετε ακριβώς το ίδιο μοτίβο, όπως και στην περίπτωση του «ου φονεύσεις». Ξαναβάζει ο Χριστός και εδώ στη θέση του τον απόλυτο ηθικό νόμο, «όπως ήταν στην αρχή».

      (2) Πως ο Χριστός εδώ, όπως φαίνεται και σε πολλές άλλες ευαγγελικές περικοπές, ξανατοποθετεί τη γυναίκα σε ισότιμη με τον άντρα θέση, πράγμα που και πάλι είχε αναστείλει ο μωσαϊκός νόμος.

   Ανάλογα συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε μελετώντας και άλλα μέρη της Παλιάς Διαθήκης –και σε μικρό ποσοστό και της Καινής- όπως είναι π.χ. ο θεσμός της δουλείας. Ο μωσαϊκός νόμος θεωρεί το δούλο «αργύριον» του κυρίου του, μ’ αλλά λόγια αντικείμενο, αλλά προσοχή! Θεσπίζει νόμους και διατάξεις και για τους δούλους και για τις γυναίκες και για άλλες ομάδες ανθρώπων, όπως π.χ. οι ξένοι κλπ., πολύ πιο ανθρωπιστικές και πιο προοδευτικές από οποιοδήποτε άλλο κώδικα της εποχής εκείνης ή και κατοπινών εποχών, κι είναι εδώ που μέσα στ’ άλλα  φαίνεται ο θεϊκός χαρακτήρας των διατάξεων αυτών. Έρχεται τώρα η Καινή Διαθήκη και διακηρύττει: «δεν είναι άρσεν και θήλυ, δεν είναι δούλος και ελεύθερος, διότι πάντες είσθε εις εν Χριστώ Ιησού», χωρίς να υποστηρίζει την άμεση κατάργηση του θεσμού της δουλείας, πράγμα που θα είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις, με σίγουρο επακόλουθο την ακύρωση του ευαγγελικού μηνύματος. Τόσο όμως η κατάργηση της δουλείας, όσο και η τοποθέτηση της γυναίκας σε θέση ισότιμη με τον άντρα είναι αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Χριστού και των αποστόλων, και τουλάχιστον για την κατάργηση της δουλείας είναι σίγουρο πως αυτή προήλθε κυρίως από πιστούς χριστιανούς. Κάπως έτσι συνέβη και με τη σχέση πολίτη και κράτους, καθώς και με παρόμοια άλλα θέματα.

    Συνοψίζουμε λοιπόν τα συμπεράσματά μας μέχρι τώρα και επαναλαμβάνουμε: Ο Χριστός –η διδασκαλία Του, το παράδειγμά Του, ο θάνατος και η ανάστασή Του- είναι το Α και το Ω της πίστης μας και η λυδία  λίθος που μ’ αυτήν κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη αντίληψη, άποψη και διδασκαλία. Ο Χριστός μάς δίδαξε το απόλυτο θέλημα του Θεού με λόγια απλά, για να γίνει κατανοητός από οποιοδήποτε άνθρωπο οποιασδήποτε εποχής. Αντανάκλαση της διδασκαλίας του Χριστού και της προσωπικότητάς Του αποτελούν και όλα τ’ άλλα μέρη του Λόγου του Θεού, των οποίων οι πνευματικές διδαχές είναι αιώνιες, με την προϋπόθεση πως γράφτηκαν «εν τόπω και χρόνω»  (μέσα σ’ ένα ορισμένο πολιτιστικό περίγυρο, μέσα στο κλίμα μιας κάποιας εποχής, και με το πνευματικό φως που τότε είχαν οι θεόπνευστοι συγγραφείς). Έτσι σήμερα αποτελεί για μας πολύτιμη διδαχή η φράση του Σαμουήλ στο Σαούλ «η υποταγή είναι καλυτέρα παρά την θυσίαν, και η υπακοή παρά το πάχος των κριών», κανείς όμως σωστός χριστιανός με το πνεύμα της απόλυτης ηθικής που δίδαξε ο Χριστός δεν έχει το δικαίωμα  να στηριχθεί σε φράσεις της Παλιάς Διαθήκης όπως το «ύπαγε τώρα και πάταξον τον Αμαλήκ, και εξολόθρευσον παν ό,τι έχει και μη φεισθής αυτούς· αλλά θανάτωσον και άνδρα και γυναίκα και παιδίον και θηλάζον, και βουν και πρόβατον, και κάμηλον και όνον», και να δικαιολογήσει παρόμοιες ενέργειες στη σημερινή εποχή της χάρης του Χριστού. «Δια την σκληροκαρδίαν σας», όπως τονίζει ο Κύριος –κι είναι αυτό το κλειδί για κάθε απορία κι αμηχανία μας πάνω σε τέτοια θέματα. Η απόλυτη ηθική και το απόλυτο θέλημα του Θεού είναι το ίδιο από την αρχή. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι σε θέση να το συλλάβει αμέσως –χαλασμένος τελείως μετά την πτώση- και ο Θεός τον καθοδηγεί –επί αιώνες- όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος, μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και να μας αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά διαμέσου του Ιησού Χριστού. Οποιαδήποτε άλλου είδους προσπάθεια για ερμηνεία των Γραφών είτε θα προσκρούσει σε ανυπέρβλητα εμπόδια και σε άλυτα ερωτηματικά, είτε θα οδηγήσει σε πλάνες που μπορούν ν’ αποβούν τραγικές. Τέτοια παραδείγματα έχουμε αρκετά, από τα πρώτα κιόλας βήματα της χριστιανικής εκκλησίας. Πρώτο κλασικό παράδειγμα οι ιουδαΐζοντες, που δεν ήταν καθόλου αμελητέα ποσότητα στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ένας από τους μεγάλους δασκάλους των πρώτων αιώνων, ο Ωριγένης, αναφέρει ένα αριθμό πιστών ιουδαίων που ξεπερνά τις 100.000. Τι έγιναν όλοι αυτοί; γιατί χάθηκαν; ή, αν θέλετε, γιατί επέτρεψε ο Θεός να χαθούν; Απλούστατα, δεν είχαν πιάσει σωστά το νόημα της νέας εποχής και της καινούργιας πίστης, εξακολούθησαν να τα βλέπουν όλα κάτω απ’ το πρίσμα της Παλιάς Διαθήκης, κλείστηκαν  κατά την κοινή έκφραση «στο καβούκι τους», με αποτέλεσμα να παρακμάσουν και να εξαφανιστούν.

    Τραγικές ακόμα παρανοήσεις και λαθεμένες ερμηνείες της Γραφής, ή μάλλον λαθεμένη φιλοσοφία γύρω από τη Γραφή, οδήγησαν π.χ. το Γαλιλαίο και πολλούς άλλους σε καταδίκη  στην εποχή του μεσαίωνα και της αναγέννησης. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις μελανές σελίδες της μεταρρύθμισης, όπως οι θρησκευτικοί πόλεμοι και η επιβολή θεοκρατικού κράτους στη Γενεύη από τον Καλβίνο με κριτήρια αποκλειστικά της Παλιάς Διαθήκης. Το ίδιο έγινε και με τις φυλετικές διακρίσεις που θεμελιώνονται δήθεν στη Γραφή. Ίσως μάλιστα κάποιοι από σας έχετε ακούσει διάφορες απόψεις που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα μεταξύ μας, και μάλιστα από αξιόλογους χριστιανούς με πνευματικό κύρος, που φανερώνουν μια ανάλογη νοοτροπία, όπως π.χ. ότι η ψυχή του ανθρώπου που πρόκειται να γεννηθεί βρίσκεται στο ανδρικό σπερματοζωάριο (θεμελιώνεται έτσι έμμεσα γι ακόμη μια φορά η υπεροχή του ανδρικού φύλου απέναντι στο γυναικείο). Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως σ’ ένα εδάφιο της προς Εβραίους επιστολής : «Δια του Αβραάμ και ο Λευί, όστις ελάμβανε δέκατα, απεδεκατώθη. Διότι εν τη οσφύι του πατρός αυτού ήτο έτι, ότε συνήντησεν αυτόν ο Μελχισεδέκ».(Εβρ.ζ΄9,10). Δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει το πώς απ’ το εδάφιο αυτό μπορούμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για την προέλευση της ψυχής.

    Μια άλλη άποψη στηρίζεται σε εδάφιο της Αποκάλυψης πλούσιο σε ποιητικές και αλληγορικές εκφράσεις: «Ιδού ίππος ωχρός, και ο καθήμενος επάνω αυτού ωνομάζετο Θάνατος, και ο Άδης ηκολούθει μετ’ αυτού». Υποστηρίζει λοιπόν η άποψη αυτή πως ο θάνατος και ο άδης είναι πραγματικές, ζωντανές προσωπικότητες του κάτω κόσμου. Βλέπετε, απ’ τη στιγμή που δεν παίρνουμε υπ’ όψη μας για την Αγία Γραφή όλα αυτά που αναφέραμε, εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε σε τέτοιου είδους ακρότητες, ή ακόμη να συζητούμε σοβαρά αν πράγματι ο άδης ή η κόλαση βρίσκονται κάπου στο κέντρο της γης.

   Διαχρονικές, λοιπόν, κι αιώνιες οι αλήθειες και οι διδαχές της Αγίας Γραφής  και δε θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε. Αλήθειες και διδαχές που δεν υπόκεινται στην κριτική της λογικής. Κι είναι μια από τις πιο βλάσφημες και τις πιο ανόητες ενέργειες των λεγόμενων ορθολογιστών ή «μοντερνιστών», να προσπαθούν να εξηγήσουν τα θαύματα και το υπερφυσικό με λογικά κριτήρια και με φυσικές ερμηνείες. Γιατί ο Θεός θέσπισε τους φυσικούς νόμους, και δεν υπάρχει τίποτε πιο φυσικό από το να τους αναιρεί ο ίδιος με το θαύμα, δημιουργώντας το υπερφυσικό, ή ακόμη –όπως υποστηρίζουν μερικοί- χρησιμοποιώντας άλλους φυσικούς νόμους άγνωστους ακόμη σ’ εμάς.  Απορώ μάλιστα πώς το θέμα αυτό απασχολεί τόσο πολύ και μερικούς χριστιανούς. Αιώνιες λοιπόν, διαχρονικές αλήθειες και τα θαύματα της Βίβλου. Αιώνιες και διαχρονικές οι προτάσεις «ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως», «τώρα δε μένει πίστις, ελπίς αγάπη. Μεγαλυτέρα δε τούτων είναι η αγάπη» κι ολόκληρος ο υπέροχος ύμνος της αγάπης. Κάθε άλλο όμως παρά διαχρονική η πρόταση «πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα με την κεφαλήν ασκεπή, καταισχύνει την κεφαλήν αυτής», για τον απλό λόγο ότι εδώ ο απόστολος Παύλος προσπαθεί να αποτρέψει τις κορίνθιες από μια συνήθεια η οποία πρόσβαλλε το κοινό περί σεμνότητος αίσθημα της εποχής που γράφτηκε η επιστολή. Καθόλου ακόμη διαχρονικό το «ανήρ εάν έχει κόμην, είναι εις αυτόν ατιμία», γιατί διαφορετικά θάχανε κηρυχτεί άτιμοι και οι μεγάλοι ευαγγελιστές του παρελθόντος Τζωρτζ Χουάιτφιλντ, Τζων Γουέσλεϋ και Τζόναθαν  Έντουαρντς. Κι αν θέλετε, όχι και τόσο διαχρονικό το «ανήρ δεν χρεωστεί να καλύπτει την κεφαλήν αυτού, επειδή είναι εικών και δόξα του Θεού· η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός», για τον απλό λόγο ότι είναι ενταγμένο μέσα στις αντιλήψεις της εποχής που θεωρούσε κατώτερη τη γυναίκα απ’ τον άντρα, αντίληψη στην οποία αντιτάχτηκε ο Χριστός και με τη διδασκαλία Του, και με το παράδειγμά Του.  Είναι οι ίδιες αντιλήψεις που κάνουν το νομοδιδάσκαλο Ελιέζερ ν’ αποφανθεί: «θάταν καλύτερα να καούν στη φωτιά τα λόγια του νόμου, παρά να πέσουν στα χέρια μιας γυναίκας»…

   Ας μη βαυκαλιζόμαστε λοιπόν εμείς οι άντρες, πως τάχα είμαστε ανώτεροι από τις γυναίκες στην κλίμακα της δημιουργίας, επειδή «η γυνή απατηθείσα έγινε παραβάτις», γιατί οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους στη διδασκαλία του Χριστού είναι αδιανόητη. Πολύ δικαιολογημένα ωστόσο το Πνεύμα το Άγιο οδήγησε τον απόστολο Παύλο να διατυπώσει τις απόψεις αυτές την εποχή εκείνη. Γιατί όποια καινοτομία κι όποια απελευθέρωση όταν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, δημιουργεί ανωμαλίες και ακρότητες που πληρώνονται πολύ ακριβά. Πολύ σωστά και σοφά λοιπόν ο απόστολος Παύλος βάζει φρένο στις, καθώς φαίνεται, αρκετά ασύδοτες κι ασυγκράτητες στο φεμινισμό τους γυναίκες της Κορίνθου. Καθόλου σωστό όμως και καθόλου σοφό να ξαναγυρίσουμε στην εποχή εκείνη και να μεταχειριζόμαστε τα επιχειρήματα που ίσχυαν τότε για να δικαιολογήσουμε τη χοντρή συμπεριφορά μας απέναντι στις γυναίκες, μια και η διδασκαλία του Χριστού μας δείχνει ολοκάθαρα το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε.

 

**************************

   

    Είναι λοιπόν φυσικό και δικαιολογημένο και δε θα πρέπει να μας δημιουργεί προβλήματα το γεγονός πως οι θεόπνευστοι συγγραφείς, ζώντας και γράφοντας μέσα σ’ έναν ορισμένο πολιτιστικό περίγυρο, εντάσσονται σ’ αυτόν και δανείζονται στοιχεία απ’ αυτόν κι επηρεάζονται ακόμη απ’ αυτόν. Έτσι ο απόστολος Παύλος δανείζεται στην Α΄ προς Κορινθίους τη φράση του αρχαίου ποιητή Μένανδρου που είχε γίνει πια παροιμία στην εποχή του: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Κι ακόμη αποδίδει με μια άλλη γνωστή έκφραση της εποχής του, παρμένη από τις Βάκχες του Ευριπίδη, τα λόγια του Κυρίου στην πορεία του προς τη Δαμασκό: «Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν». Πιο χαρακτηριστικά ακόμη δύο αποσπάσματα που αναφέρονται στην επιστολή του Ιούδα. Το πρώτο είναι το γνωστό περιστατικό με τον αρχάγγελο Μιχαήλ που φιλονικούσε με το διάβολο για το σώμα του Μωυσή. Το περιστατικό αυτό εξιστορείται στο απόκρυφο εβραϊκό βιβλίο «Ανάληψις Μωϋσέως», και ασφαλώς ο Ιούδας δανείζεται από κει τη φράση « ο Κύριος να σε επιτιμήσει» που απευθύνει ο αρχάγγελος προς το διάβολο. Ανεξάρτητα λοιπόν από το εάν το περιστατικό αυτό έχει ιστορική υπόσταση ή αποτελεί απλώς μια εβραϊκή παράδοση, ουσία της περικοπής αποτελεί η διδαχή της πως η βλασφημία είναι απαράδεκτη για ένα χριστιανό, κι όχι η ιστορική ακρίβεια του περιστατικού. Απλά εδώ ο Ιούδας δανείζεται μια περικοπή από τη θρησκευτική φιλολογία του καιρού του για να μας δώσει μια αιώνια και διαχρονική αλήθεια, κι είναι αυτό το τελευταίο που έχει σημασία

    Το ίδιο ισχύει και για τη φράση που δανείζεται από άλλο απόκρυφο βιβλίο, το βιβλίο του Ενώχ (προσοχή! ο χαρακτηρισμός «απόκρυφο» δεν περιέχει τίποτε μαγικό ή μυστηριακό. Απλά αναφέρεται σε βιβλία που ανήκουν στην θρησκευτική φιλολογία των εβραίων ή των πρώτων χριστιανών, και που δεν έχουν περιληφθεί στον κανόνα της Παλιάς και της Καινής Διαθήκης). Ανεξάρτητα λοιπόν απ’ το αν το βιβλίο αυτό γράφτηκε πραγματικά απ’ τον ίδιο τον Ενώχ -και κατά πάσα πιθανότητα δε γράφτηκε απ’ αυτόν –κι ανεξάρτητα απ’ το ότι δεν περιλαμβάνεται στον κανόνα των θεόπνευστων βιβλίων της Παλιάς Διαθήκης, δεν πρέπει να μας σκανδαλίζει η αναφορά του απ’ τον Ιούδα, μια και το περιεχόμενό του καθόλου δεν αντιστρατεύεται, επιβεβαιώνει μάλιστα τις αιώνιες και διαχρονικές αλήθειες του Λόγου του Θεού. Όπως και νάναι, είτε ο Ιούδας δανείζεται τη φράση απ’ το βιβλίο του Ενώχ, είτε η φράση αυτή και παρόμοιες υπήρχαν αποθησαυρισμένες στην πανάρχαια προφορική θρησκευτική παράδοση των εβραίων, γεγονός είναι ότι οι θεόπνευστοι συγγραφείς δεν είναι ξένοι προς τη λογοτεχνία, τον πολιτισμό, τη θρησκευτική παράδοση και τις κοινωνικές αντιλήψεις του καιρού τους. Κι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στους κατοπινούς αιώνες, όταν η χριστιανική εκκλησία δανείζεται πολιτιστικά στοιχεία από την εποχή της κι από τον ιδιαίτερο χώρο όπου αυτή αναπτύσσεται. Κι είναι αυτό κάτι όχι πάντα εντελώς ακίνδυνο. Βλέπετε, ήταν η μεγάλη «ελληνοποίηση» της πίστης του Χριστού που δημιούργησε στρατιές αγίων κατά το πρότυπο των θεών της αρχαίας Ελλάδας και νόθευσε το νόημά της. Αυτό είναι όμως άλλο κεφάλαιο και αποτελεί την παθολογική πλευρά του θέματός μας, που δεν είναι αντικείμενο της σημερινής μας ομιλίας. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στην υγιή πλευρά.

    Με όσα είπαμε παραπάνω γίνεται φανερό γιατί π.χ. η μουσική μεταβάλλεται στην εκκλησία του Χριστού ανάλογα με την εποχή και την προέλευση των πιστών, καθώς και γιατί είναι φυσικό να γίνεται αυτό και γιατί αποτελεί υγιή εκδήλωση μέσα στο έργο του Θεού. Όλα αυτά τα έχουμε εξηγήσει άλλωστε σε μια ειδική ομιλία. Οποιοδήποτε στοιχείο που δεν επηρεάζει και δεν αλλοιώνει τις αιώνιες και διαχρονικές αλήθειες, μπορεί να προσαρμοστεί στο πολιτιστικό κλίμα της εποχής, με αποτέλεσμα πάντα το πνευματικό όφελος των πιστών. Πάνω σ’ αυτό καλύτερο παράδειγμα δε μπορώ να βρω από τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γερμανική γλώσσα που έκανε ο Μαρτίνος Λούθηρος, και που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της γερμανικής λογοτεχνίας. Χαρακτηριστική η φράση του: «Προσπάθησα να κάνω το Μωυσή τόσο γερμανό, ώστε κανένας να μην υποψιάζεται πως ήταν ιουδαίος». Αυτό πριν από 450 χρόνια, τη στιγμή που ακόμη και σήμερα αρκετές ευαγγελικές εκκλησίες της χώρας μας διατηρούν το χρώμα των αγγλικών ευαγγελικών εκκλησιών, και μάλιστα του περασμένου αιώνα. Εξάλλου και σήμερα το παράδειγμα των μαύρων χριστιανών με τα τραγούδια τους και με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των θρησκευτικών τους συνάξεων, παρέχει μια εντελώς αντιπροσωπευτική εικόνα για το πώς μπορεί να διαμορφωθεί μια εκκλησία με βάση τον πολιτισμό ενός λαού και την ιδιοσυγκρασία του, κι αυτό και σε παλιότερες και στη σημερινή εποχή.

    Δε θάθελα να σας κουράσω πολύ. Η λίγη ωστόσο κούραση είναι απαραίτητη για ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο. Γιατί η υγιής σκέψη κι ο υγιής προβληματισμός θα πρέπει κάποτε να πάρει περισσότερη θέση μέσα στις εκκλησίες μας, κι ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε στο μέλλον «χαζοχαρούμενες» γενιές που έξω από μερικές ωραίες λέξεις και από μερικά όμορφα συνθήματα και μερικούς σύγχρονους ρυθμούς δε θα ξέρουν ούτε τι πιστεύουν, ούτε περί τίνων «διισχυρίζονται».

    Δεν είναι λοιπόν μονάχα ο θεόπνευστος συγγραφέας του βιβλικού κειμένου που νιώθει και μεταδίδει τα θεϊκά μηνύματα μέσα από τα φίλτρα του δικού του πολιτιστικού περίγυρου και των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στην εποχή του. Είναι κι ο χριστιανός όποιας άλλης εποχής, όποιας προέλευσης, κι όποιας ιδιοσυγκρασίας. Που όχι μόνο μεταδίδει τα μηνύματα ανάλογα με την εποχή του, τον πολιτισμό και την ιδιοσυγκρασία του, μα και τα ζει και τα νιώθει ανάλογα μ’ αυτήν. Ρίξτε μια ματιά στα κηρύγματα του μεγάλου άγγλου ευαγγελιστή του 18ου αιώνα Τζόναθαν Εντουαρντς. Άνθρωπος ευλογημένος, που χρησιμοποίησε ευρύτατα ο Θεός για την πνευματική αναζωπύρωση της χώρας του, και ασφαλώς δε μας πέφτει πολύς λόγος να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε τις σκέψεις του εμείς, που δεν έχουμε να παρουσιάσουμε ανάλογο πνευματικό έργο. Ωστόσο με πολύ σεβασμό θάθελα απλά να παρατηρήσω, πως ο Έντουαρντς ζούσε μέσα στο πουριτανικό κλίμα του 18ου αιώνα, που θαυμάσια μέσα σ’ αυτό εντάσσεται και η καλβινιστική ακραία άποψη του απόλυτου προορισμού, που θα μπορούσε να συνοψιστεί περίπου στην πρόταση «ο Χριστός σταυρώθηκε όχι για όλο τον κόσμο, μα μονάχα για τους εκλεκτούς που εκείνος προσδιόρισε και προόρισε». Έτσι λοιπόν και η ορολογία του και η όλη δομή της σκέψης του Έντουαρτς μάς είναι τελείως ξένη κι έξω απ’ το δικό μας κλίμα. Κι ίσως όχι τόσο σ’ εμάς τους θεσσαλονικείς, που καλώς ή κακώς η θεολογία μας είναι αρκετά επηρεασμένη από την καλβινιστική, όσο στις εκκλησίες του νότου, που είναι τελείως ξένες στο πνεύμα αυτό. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που κάποιος από τους επικεφαλής του έργου στην Αθήνα, όταν τον ρώτησα τη γνώμη του για τα κηρύγματα του Έντουαρντς μου απάντησε μονολεκτικά: «απαράδεκτα» Προσωπικά δε διαφωνώ και πολύ με την άποψή του -φυσικά με τα σημερινά κριτήρια-, παρ’ όλο το θαυμασμό και το σεβασμό μου για τον άνθρωπο του Θεού. Κάποιος άλλος, με διαφορετική ιδιοσυγκρασία και διαφορετικές «κεραίες» από τις δικές μου θα τα έβρισκε εντελώς κατάλληλα και για τον εαυτό του και για πολλούς άλλους σήμερα. «Άς είναι έκαστος πεπληροφορημένος εις τον ίδιον αυτού νουν». Σέβομαι τη γνώμη του. Όπως είναι υποχρεωμένος κι αυτός να σεβαστεί τη δική μου. Κι είναι αυτός ο αλληλοσεβασμός στις αντίθετες απόψεις και γνώμες που ανάμεσα στ’ άλλα λείπει ακόμη από τις εκκλησίες μας. Οι περισσότεροι νομίζουν πως πήραν κατευθείαν τηλεγράφημα απ’ τον ουρανό. Συμφωνείς μαζί τους; είσαι υγιώς σκεπτόμενος και πνευματικός. Διαφωνείς; μόλις που ξεφεύγεις –αν ξεφεύγεις- τα τάρταρα της κόλασης.

   Διαβάστε ακόμη τον «Χριστιανό Αποδημητή» του Ιωάννη Βουνιάνου  (Τζων Μπένιαν), το πασίγνωστο λογοτέχνημα του 17ου αιώνα, που έχει εκδοθεί στη δημοτική γλώσσα τα τελευταία χρόνια με τον τίτλο «Το Μεγάλο Ταξίδι». Έργο που κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας, κι ένα από τα σημαντικότερα έργα της χριστιανικής φιλολογίας. Ωστόσο σήμερα όποιος θα σκεφτόταν, θα εκφραζόταν ή θα έγραφε όπως ο Βουνιάνος το 17ο αιώνα, θα ήταν τελείως εκτός τόπου, χρόνου και κλίματος. Γιατί όπως και τα κοστούμια που φορούν οι άνθρωποι στις εικόνες του βιβλίου είναι σύμφωνα με τη μόδα της εποχής εκείνης, έτσι και ολόκληρο το έργο εντάσσεται μέσα στο κλίμα και την κοινωνία των άγγλων πουριτανών του 17ου αιώνα, και το ίδιο, όπως είναι φυσικό, συμβαίνει και με όλα τα έργα του πνεύματος και της τέχνης σε όποια εποχή και σε όποια χώρα. Ή μήπως είναι κανένας που αμφιβάλλει ότι π.χ. το εδάφιο των Παροιμιών «παίδευε τον υιόν σου ενόσω είναι ελπίς· αλλά μη διεγείρης την ψυχήν σου, ώστε να θανατώσης αυτόν» εντάσσεται αποκλειστικά στο κλίμα της εποχής που γράφτηκε; Προσωπικά έχω παιδεύσει τον υιόν μου αρκετές φορές, γιατί κάτι τέτοιο ούτε κι ο αρχάγγελος Μιχαήλ δε θα μπορούσε να το αποφύγει. Βρίσκω όμως το δεύτερο μισό του εδαφίου αυτονόητο, και επομένως περιττό για τους χριστιανούς της σημερινής εποχής. Σήμερα απλά μας χρησιμεύει να διαπιστώσουμε την αγριότητα στα ήθη που επικρατούσε στην εποχή του Σολομώντα.

   Ποιος λοιπόν είναι πιο χριστιανός, ή ποιος εκφράζεται πιο χριστιανικά; αυτός που έγραψε πριν μερικές δεκαετίες: «ω τι λαμπρά στολή, ω τι ωραία γη, που βασιλεύει εκεί χαρά παντοτινή, ω στέφανον χρυσούν λάμποντα θα φορώ, όταν εις την Σιών θα αφιχθώ»(αλήθεια, έχετε ακούσει κανέναν νέο να μιλά για στεφάνους, βραβεία και στολές; εγώ ποτέ μου, ούτε κανέναν νέο, ούτε τον ποιμένα μου. Είναι γιατί ούτε οι στολές ούτε τα βραβεία και τα στεφάνια εντάσσονται στο κλίμα της εποχής μας. Βλέπετε λοιπόν πως άθελά μας αυτόματα προσαρμοζόμαστε στο πολιτιστικό κλίμα της εποχής μας;)  ή μήπως είναι πιο πολύ ή πιο λίγο χριστιανός αυτός που έδωσε με τη γλώσσα της γενιάς του τη νοσταλγία για την ουράνια πατρίδα: «Είσαι πηγή αστείρευτης ζωής, χρυσή πατρίδα, κόρη τ’ ουρανού»; Σίγουρα είναι και οι δύο το ίδιο χριστιανοί. Απλά ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, και ζει ο καθένας στο κλίμα της δικής του εποχής.

    Θυμάμαι που διάβασα κάποτε αποσπάσματα απ’ το ημερολόγιο κάποιου πουριτανού στις αρχές του 17ου αιώνα. Σας τα μεταφέρω σε πρόχειρη μετάφραση:

1601. Ο υπηρέτης μου πηγαίνοντας με φορτωμένο τ’ αμάξι του έπεσε κάτω, και οι ρόδες με τα σιδερένια τους στεφάνια πέρασαν πάνω απ’ το πόδι του, κι ωστόσο δεν τον πλήγωσαν καθόλου. Laus Deo, [λατινικά] δόξα στο Θεό.

1602. Ο γιος μου ο John καθώς βρισκόταν στο χωράφι, πήρε ένα δρεπάνι για να δει πώς θα μπορούσε να θερίσει. Το δρεπάνι μπήκε μέσα στην κάλτσα του ακουμπώντας το κόκαλο της κνήμης και βγήκε από την πίσω πλευρά του ποδιού του, και δεν άγγισε ούτε τη σάρκα ούτε το δέρμα:  Laus Deo, δόξα στο Θεό.

1603. Κάποιος που κατοικεί στο αγρόκτημά μου στο Wimble-Stafford, βλέποντας στο δρόμο δύο ανθρώπους του Θεού, είπε σε κάποιον άλλον που τον συνόδευε: «Εγώ θα εξακολουθήσω να χορεύω, να κάνω τον καμπόσο, και να λέω βρωμοκουβέντες, μόνο και μόνο για να βγάλω απ’ τα ρούχα τους αυτούς εκεί κάτω τους δυο πουριτανούς». Και πραγματικά έτσι έκανε, προς μεγάλη τους θλίψη. Ξαφνικά όμως το τιμωρό χέρι του Θεού [στο κείμενο:revenging, εκδικητικό] απλώθηκε επάνω του, κι έτσι έπεσε άρρωστος, τον κουβάλησαν στο σπίτι του μέσα σ’ ένα αμάξι, και μέσα σε τρεις μέρες πέθανε κατά τον πιο φοβερό τρόπο. Όλη η δόξα ανήκει στο Θεό…

    Μας είναι γνωστό ασφαλώς πως υπάρχουν ακόμα και σήμερα χριστιανοί που υιοθετούν τέτοιου είδους ακραίες θέσεις. Κι είναι αυτό ακριβώς και τελευταίο σημείο της σημερινής μου ομιλίας. Πως ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, το χαρακτήρα και την αγωγή του κάθε χριστιανού, κι ακόμα ανάλογα με το χώρο απ’ όπου προέρχεται κι επομένως ανάλογα με το ιδιαίτερο πολιτιστικό του περιβάλλον, διαμορφώνεται και η προσωπικότητα και η νοοτροπία του όχι μονάχα σε διαφορετικές εποχές μα και μέσα στην ίδια εποχή, και φυσικά μέσα στη δική μας εποχή. Το να προσπαθούμε να μιμηθούμε ή να προσαρμοσθούμε σε πρότυπα που δεν ταιριάζουν ούτε στο χαρακτήρα μας ούτε στον τόπο μας, αποτελεί καταναγκασμό και φυσικά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να εγγίσει τα όρια του κωμικού. Το να διακηρύττει κάποιος χριστιανός στον τόπο μας –για να πάρουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα- πως ο πιστός δεν πρέπει να βάζει στο στόμα του οινοπνευματώδη ποτά μόνο και μόνο επειδή οι άγγλοι και οι αμερικανοί που έχουν σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού στη χώρα τους ακολουθούν πολύ δικαιολογημένα τον ακραίο αυτό τρόπο, είναι αστείο κι εκθέτει αυτόν που τα λέει. Όπως είναι εξίσου απαράδεκτος κι ο αντίθετος δρόμος, να προσφέρουμε, σε ανεξέλεγκτες μάλιστα ποσότητες, οινοπνευματώδη ποτά σε ελληνικά χριστιανικά συνέδρια, σκανδαλίζοντας έτσι αδελφούς που στην προηγούμενη ζωή τους είχαν πρόβλημα αλκοολισμού κι ενθαρρύνοντας άλλους στην αλόγιστη χρήση της μπύρας και του κρασιού. Όπως και σ’ όλα τ’ άλλα θέματα, ο μέσος δρόμος είναι πάντα ο προτιμότερος.

    Για να πούμε κάτι από τον καθαρά πνευματικό χώρο: Άλλες αλήθειες μιλούν πιο πολύ στον ένα χριστιανό, άλλες αλήθειες συγκινούν έναν άλλον περισσότερο. Κάθε ιεροκήρυκας βγάζει απ’ το περίσσευμα της καρδιάς του εκείνες τις πλευρές του Λόγου του Θεού που του ταιριάζουν περισσότερο. Ο Μεταλληνός τόνιζε πάντα την αγάπη του Θεού και δε μιλούσε ποτέ για την κόλαση, γιατί η κόλαση σα θέμα ομιλίας δεν του ταίριαζε, και υποπτεύομαι μάλιστα  ότι τον προβλημάτιζε κιόλας. Ο πατέρας μου, που η χριστιανική αγωγή και η θεολογία του ήταν επηρεασμένα από των «χριστιανών αδελφών» (των brethren) και που από ιδιοσυγκρασία ένιωθε περισσότερο τη φρίκη μιας επικείμενης τιμωρίας, πρόβαλλε περισσότερο την οργή του Θεού πάνω στον αμαρτωλό άνθρωπο. Και οι δύο κήρυτταν ανόθευτο το ευαγγέλιο. Μα διάλεγαν τις πλευρές που τους ταίριαζαν περισσότερο.

    Προσωπικά βρίσκω την προς Εβραίους επιστολή, μέχρι τουλάχιστον το περίφημο 11ο περί πίστεως κεφάλαιό της οπότε το κλίμα της μεταβάλλεται τελείως, ένα βιβλίο εντελώς θεολογικό κι εγκεφαλικό, που μιλά πολύ περισσότερο στους εβραίους των πρώτων χριστιανικών αιώνων προς τους οποίους απευθύνεται, και πολύ λιγότερο στο σημερινό άνθρωπο που του είναι ξένη η πλούσια προπαίδεια κι εμπειρία του εβραίου της παλιάς εποχής πάνω στις πάμπολες διατάξεις και λεπτομέρειες του μωσαϊκού νόμου. Ωστόσο μ’ έκπληξη διαπιστώνω πως το βιβλίο αυτό, ακόμα και στα πιο δυσνόητα και στρυφνά σημεία του, βρίσκει απήχηση σε αδελφούς που το περίεργο είναι πως δεν έχουν ούτε τη στοιχειώδη προπαίδεια να εμβαθύνουν σε βιβλία πολύ λιγότερο εγκεφαλικά και θεωρητικά, και σε κείμενα πολύ απλούστερα κι ευκολότερα. Μυστηριώδης κι ανεξερεύνητος ο τρόπος που μιλά στον καθένα μας ο Θεός.

 

************************

 

   Συνοψίζοντας τα όσα είπαμε φτάνουμε στ’ ακόλουθα συμπεράσματα:                Συμπέρασμα πρώτο. Διαπιστώνουμε πως οι αλήθειες του Λόγου του Θεού που βρίσκονται αποθησαυρισμένες μέσα στο Χριστό, στη διδασκαλία Του, στο παράδειγμά Του και στο σταυρό Του, και που διαποτίζουν ολόκληρη την Καινή και Παλιά Διαθήκη, είναι ανεξάρτητες από το χρόνο κι από τον τόπο που πρωτογράφτηκαν, από πολιτιστικά στοιχεία και από κοινωνικές συνθήκες, από τον πολιτισμό και το επίπεδο των ανθρώπων οποιασδήποτε εποχής. Μ’ άλλα λόγια, το ευαγγέλιο του Χριστού δε φοβάται τον εκσυγχρονισμό, κι ούτε υπάρχει ποτέ περίπτωση να βρεθεί εκτός εποχής, σαν τις διδασκαλίες των διαφόρων θρησκειών, όπως εκείνη του Ισλάμ που αναφέραμε σαν παράδειγμα. Η σκέψη αυτή μας κάνει να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το τεράστιο σε σημασία έργο που έκανε για μας ο Χριστός, έργο γνήσιας, ολοκληρωτικής κι οριστικής απελευθέρωσης.

Συμπέρασμα δεύτερο. Το ξεκαθάρισμα των διαχρονικών αληθειών του Λόγου του Θεού από το ιδιαίτερο πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνονται οι αλήθειες αυτές, θα μας βοηθήσει στο να ξεκαθαρίσουμε πως δεν υπάρχουν στην Αγία Γραφή θέματα που να τα παρατρέχουμε και να τ’ αποσιωπούμε με αμηχανία, θα μας αποτρέψει απ’ το να εκφράζουμε τελείως αναχρονιστικούς αφορισμούς και θα μας βοηθήσει ν’ απελευθερωθούμε από αντιλήψεις που σήμερα είναι εκτός τόπου και χρόνου, χρήσιμες για την εποχή που γράφτηκαν, εκτός κλίματος όμως ή και βλαβερές για τη σημερινή εποχή, όπως π.χ. η επίκληση του Θεού για την ευλογία των όπλων που αναφέραμε. Κι ακόμη θα μας αποτρέψει ν’ αξιώνουμε για τον εαυτό μας το μονοπώλιο στη γνώση της απόλυτης αλήθειας. Γιατί όσο βρισκόμαστε ακόμη στη γη βλέπουμε την πραγματικότητα με το γεμάτο ατέλειες ανθρώπινο μάτι, «ως εν κατόπτρω».

Συμπέρασμα τρίτο:  Διαπιστώνουμε πως ο Λόγος του Θεού αγκαλιάζει πολύ μεγαλύτερο φάσμα αντιλήψεων και έχει πολύ περισσότερο πλάτος από τη στενόκαρδη ερμηνεία που πολλές φορές του δίνουμε. Είναι άλλωστε τόσο ξεκάθαρες οι διαχρονικές αλήθειες που υπάρχουν μέσα στη Γραφή, ώστε μονάχα το στρίμωγμα κι ο στραγγαλισμός διαφόρων εδαφίων μπορεί να οδηγήσει σε πλάνες και σε θεολογικές διαμάχες. Η σκέψη αυτή μας κάνει να αποδεχόμαστε άνετα τον αδελφό μας που έχει κάπως διαφορετικές αντιλήψεις από μας. Εξάλλου το να ρίχνουμε μέσα στο ίδιο καλάθι αιώνιες αλήθειες και κανόνες που υπαγορεύονται αποκλειστικά από τις πολιτιστικές συνθήκες και τις αντιλήψεις μιας ορισμένης εποχής, και που ολοφάνερα δεν έχουν την ποιότητα των διαχρονικών αληθειών, κάνει πολλούς χριστιανούς να στρέφουν την προσοχή τους σε ορισμένα εξωτερικά και τυπικά χαρακτηριστικά και να παραμελούν τους ουσιαστικούς και αιώνιους καρπούς του Πνεύματος. Έτσι δεν λείπουν και δεν έλειψαν, ευτυχώς περισσότερο στο παρελθόν, π.χ. χριστιανές με μακριά μαλλιά και μακριά μανίκια και απόκοσμο «χριστιανικό» ύφος, που το περιεχόμενο της καρδιάς τους μόνο χριστιανικό δεν ήτανε. Σ’ ένα μονάχα οφείλουμε νάμαστε ανυποχώρητοι: Κανείς δεν έχει δικαίωμα να υποβιβάσει το ρόλο και το πρόσωπο του Χριστού, τη διδασκαλία Του, το παράδειγμά Του, το σταυρό Του και την ανάστασή Του. Υποβιβάζοντας ή χάνοντας το Χριστό, χάνουμε τα πάντα. Δεχόμενοι το Χριστό, αυτόματα αποδεχόμαστε όλες τις αλήθειες του Λόγου του Θεού.

Συμπέρασμα τέταρτο. Συνειδητοποιούμε πως ενώ ο χριστιανός στις διάφορες εποχές και στους διαφόρους τόπους όπου ζει, ανεξάρτητα απ’ το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του πιστεύει στις ίδιες διαχρονικές αλήθειες και είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζει τους ίδιους ακριβώς καρπούς του Πνεύματος, διαμορφώνει ωστόσο  τις εκδηλώσεις του, τη δραστηριότητα του κι ορισμένες αντιλήψεις του, μ’ άλλα λόγια αυτό που θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε το «πρόσωπό» του, ανάλογα με τον πολιτισμό του, την εποχή του και την ιδιοσυγκρασία του. Είναι λάθος, και φυσικά ούτε ο Λόγος του Θεού μας ζητά να μοιάσουμε με τον εβραίο της Παλιάς Διαθήκης, ή με τον πουριτανό του 17ου αιώνα, ή με τον άγγλο της βικτοριανής Αγγλίας, ή  με τον αμερικανό της σημερινής εποχής.

   Χρέος μας λοιπόν εμάς των ελλήνων ευαγγελικών είναι να βρούμε το δικό μας ελληνικό σύγχρονο πρόσωπο· και στη μουσική μας, και στην ποίησή μας –πράγμα που εν μέρει στη μουσική κι αρκετά στην ποίηση άρχισε ήδη να γίνεται- και στο κήρυγμά μας, και στη διατύπωση της θεολογίας μας, ανακαλύπτοντας επιτέλους τους έλληνες εκκλησιαστικούς πατέρες και διαμορφώνοντας αβίαστα και χωρίς δάνεια και μίμηση ξένων προτύπων τη θεολογική μας σκέψη, και φυσικά χωρίς να φτωχύνουμε ή να στενέψουμε το περιεχόμενο του ευαγγελίου, διαμορφώνοντας ακόμη το σύγχρονο ελληνικό μας πρόσωπο και στα συνέδριά μας –και αρκετά άρχισε να γίνεται κι αυτό με κάτι συνέδρια σαν το δικό μας- και στη λατρεία μας, και στην όλη εκκλησιαστική μας δομή. Τι σημαίνει αυτό, μη ρωτάτε να σας πω λεπτομέρειες. Σ’ αυτό θα μας οδηγήσει και το Πνεύμα του Θεού και η πρακτική εφαρμογή. Κι ασφαλώς όλα αυτά απαιτούν πολλή μελέτη, πολλή σπουδή και, φυσικά, υψηλό επίπεδο πνευματικότητας. Κι είναι αυτό το τελευταίο μας συμπέρασμα. Δεν αποτελεί κήρυγμα σωβινισμού. Αλλά μια έκκληση στο να διαμορφώσουμε ολόκληρη τη χριστιανική μας προσωπικότητα χωρίς καταναγκασμούς και χωρίς μιμητισμούς, μέσα στα πλατιά όρια που μας παρέχει ο Λόγος του Θεού. Κι είναι επόμενο και φυσικό η διαμόρφωση αυτή νάχει σύγχρονο ελληνικό χαρακτήρα όσο μπορεί να γίνει αυτό μέσα στο κλίμα της εποχής μας. Και, πιστεύω, πως μέσα στ’ άλλα θα μας βοηθήσει αποφασιστικά και η μετάφραση ολόκληρης της Γραφής σε σωστή δημοτική που σύντομα θα κυκλοφορήσει. Ελπίζω κι εύχομαι όσα είπαμε να σας βοηθήσουν. Ίσως να μη συμφωνείτε σε όλα. Θα ξαναπώ τη φράση του αποστόλου Παύλου που αποτελεί δόγμα πίστης μου: «Ας είναι έκαστος πεπληροφορημένος εις τον ίδιον αυτού νουν». Όσο ζούμε πάνω στη γη, θα βλέπουμε την πραγματικότητα «ως εν κατόπτρω αινιγματωδώς» Και μονάχα η αιωνιότητα θα μας αποκαλύψει την απόλυτη αλήθεια. Κι είναι αυτή η κυριότερη αιτία που μας αποτρέπει από το νάμαστε απόλυτα δογματικοί, και νάμαστε απόλυτοι μονάχα ενάντια στο δογματισμό.


Comments are closed.