ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)

Η Ομιλία αφιερώνεται  στη Μουσικό Τζένη Χαριζοπούλου

    Ήρθε λοιπόν η ώρα επιτέλους να μιλήσουμε για μουσική. Δεκαπέντε χρόνια τώρα στα ανοιξιάτικα συνέδριά μας έχουμε μιλήσει για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτήν. Η μουσική, δυστυχώς, -το λέμε συχνά- ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στο έργο του Θεού, συζητιέται πάρα πολύ σπάνια. Με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται η άγνοια και η προχειρότητα στις διάφορες απόψεις που κατά καιρούς εκφράζονται είτε γραπτά είτε προφορικά, και να επιτείνεται η σύγχυση ακόμη περισσότερο. Εγώ τουλάχιστον θεωρώ το φαινόμενο αυτό σα μεγάλη αχαριστία απέναντι σ’ ένα σπουδαίο δώρο που μας έχει προσφέρει ο Θεός, κι έμμεσα αποτελεί αχαριστία απέναντι στο ίδιο το πρόσωπο του Θεού. Ασχολούμαι με τη μουσική και κυρίως τη χριστιανική μουσική περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες. Δειλά κι απροσανατόλιστα στην αρχή, συστηματικά και με λεπτομέρειες καθώς περνούσαν τα χρόνια. Έχω διαβάσει κι έχω ακούσει πολλούς χριστιανούς να μιλούν γι’ αυτήν. Όχι τόσο πολλούς, όσο θα της άξιζε. Και δυστυχώς, οι περισσότεροι απ’ αυτούς καταπιάνονται μαζί της με σκοπό ν’ ασκήσουν πολεμική, να γκρινιάσουν, να αμφισβητήσουν, να πούνε «ωραία η μουσική, αλλά…». Έναν μονάχα Μαρτίνο Λούθηρο, ανάμεσα σ’ όλους τους επώνυμους χριστιανούς ηγέτες, ανέδειξε η ιστορία της εκκλησίας του Χριστού, -και μιλάμε κυρίως για την ευαγγελική εκκλησία- που ήξερε ν’ απολαμβάνει, που ήξερε να διαλέγει, που ήξερε ν’ ανοίγει καινούργιους δρόμους, που ήξερε να δημιουργεί ελεύθερα και να διώχνει τ’ αγκάθια της προκατάληψης και του φαρισαϊσμού. Οι υπόλοιποι ηγέτες με πρώτο διδάξαντα το σπουδαίο σε πολλά άλλα Ιωάννη Καλβίνο, δεν μπόρεσαν να μπούνε στο αληθινό νόημα της μουσικής και γενικότερα της τέχνης. Η τέχνη, βλέπετε, πριν απ’ όλα προϋποθέτει ελευθερία. Χωρίς την ελευθερία στραγγαλίζεται και η έμπνευση και η δημιουργικότητα. Και χωρίς αυτά τα δύο, την έμπνευση και τη δημιουργικότητα, αληθινή τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει. Και δυστυχώς οι μεγάλοι από τους χριστιανούς ηγέτες, αυτοί τουλάχιστον που επηρέασαν περισσότερο το ευαγγελικό κίνημα, δεν υπήρξαν ελεύθεροι άνθρωποι. Ή τουλάχιστον δεν υπήρξαν τόσο ελεύθεροι όσο ο Μαρτίνος Λούθηρος. Γι’ αυτό και στους τόπους που δέχτηκαν την επίδραση της προσωπικότητάς του υπήρξε τόσο μεγάλη η μουσική άνθηση. Γι’ αυτό κι όπου αλλού προόδευσε η χριστιανική μουσική, αυτό έγινε «ερήμην» της πνευματικής ηγεσίας και πάρα τη θέλησή της και, φυσικά, και παρά τη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας των χριστιανών και «κόντρα στο ρεύμα» που ακολουθούσε αυτή. Κάτι που γίνεται και σήμερα στις περισσότερες χώρες με τη σύγχρονη χριστιανική μουσική. Αυτή ακριβώς η νοοτροπία διαπότισε ολόκληρη την ευαγγελική εκκλησία. Κι αυτής της νοοτροπίας τις συνέπειες πληρώνουμε ακόμη κι εμείς σήμερα.

   Το θέμα μας έχει διατυπωθεί με τον τίτλο «Ελευθερία στη Μουσική Έκφραση». Ωστόσο δεν πρόκειται να περιορισθούμε μονάχα στη μουσική έκφραση, γιατί τότε θ’ απευθυνόμασταν περισσότερο στους μουσικούς δημιουργούς  -τους συνθέτες- και το πολύ-πολύ, κι όχι σε μεγάλο βαθμό, στους μουσικούς εκτελεστές. Ας δώσουμε λοιπόν μεγαλύτερη ευρύτητα στο θέμα μας, για ν’ αγκαλιάσουμε όλους τους χριστιανούς, είτε ασχολούνται ειδικά με τη μουσική είτε όχι: «Ελευθερία στη Χριστιανική Μουσική». Και θα διατυπώσουμε ορισμένες προτάσεις που αρκετές απ’ αυτές κυκλοφορούν ανάμεσά μας πολύ συχνά, ή όχι και τόσο συχνά, για να ελέγξουμε την ακρίβεια και την αλήθεια σ’ αυτές και στη συνέχεια να συζητήσουμε τις γνώμες που θα διατυπωθούν σ’ αυτήν εδώ την εισήγηση.

    Για τη μουσική θα μπορούσαμε να μιλούμε ώρες ολόκληρες, ίσως και μέρες. Ανάγκη λοιπόν να αυτοπεριοριστούμε σ’ αυτές μονάχα τις προτάσεις και σε μερικά άλλα απαραίτητα στοιχεία, γιατί έτσι κι ανοίξουμε τα φτερά μας ανεξέλεγκτα δεν προσγειωνόμαστε με τίποτε. Είναι όμως απαραίτητο προτού διατυπώσουμε τις προτάσεις μας που αφορούν άμεσα τη μουσική να πούμε μερικά, έστω και απλώς μονολεκτικά ή με υπαινιγμούς, για το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «ελευθερία». Κι είναι αυτό εντελώς απαραίτητο, γιατί η έννοια της ελευθερίας έχει κακοποιηθεί βάναυσα σε πάρα πολλούς τομείς, και από μη χριστιανούς –κυρίως- και από αρκετούς χριστιανούς –δυστυχώς. Το χειρότερο είναι πως η κατάχρηση της ελευθερίας κι ο στραγγαλισμός της στ’ όνομα δήθεν της ίδιας της ελευθερίας γίνεται συνήθως στο χώρο της τέχνης. Τα παραδείγματα είναι άφθονα και τα ζούμε όλοι μας καθημερινά.

    Υποστηρίζουμε λοιπόν πως καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι τόσο ελεύθερη σε οποιοδήποτε τομέα, δεν μπορεί νάναι τόσο ελεύθερη, όσο ο αληθινός χριστιανός, κι αν αυτό δε συμβαίνει με μερικούς στην πραγματικότητα, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτούς τους χριστιανούς ή κάτι δεν έχουν καταλάβει σωστά. «Εάν ο Υιός σας ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι θέλετε είσθαι», διακήρυξε ο ίδιος ο Χριστός. Κι ασφαλώς αυτή η ελευθερία που είναι μια βαθιά, εσωτερική ελευθερία που εξωτερικεύεται σ’ όλες τις πράξεις κι εκδηλώσεις, δεν περιορίζεται μονάχα στην απαλλαγή από την αμαρτία και τα διάφορα πάθη. Απλώνεται σ’ ολόκληρη την προσωπικότητα, στην ανθρώπινη δημιουργικότητα, στις πνευματικές εκδηλώσεις, στην ανάπτυξη κάθε ικανότητας και χαρίσματος που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Μόνο που η ελευθερία, όπως όλα τα ωραία πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι μια πραγματικότητα πολύ ευαίσθητη και πολύ εύθραυστη. Σαν ένα ευαίσθητο λουλούδι που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να μαραθεί, σαν ένα πολύ ωραίο λεπτουργημένο βάζο που κινδυνεύει να γίνει χίλια κομμάτια, ή σαν το τσιντσιλά –το ξέρετε ίσως το μικρό, ωραίο κι ευαίσθητο ζωάκι που με την παραμικρή στενοχώρια και καταπίεση χάνει το πανέμορφο τρίχωμά του στους τέσσερις  ανέμους. Είναι κι η ελευθερία του χριστιανού, όπως τόσα άλλα δώρα, σαν το περπάτημα πάνω στο τεντωμένο σχοινί. Από τ’ αριστερά καραδοκεί ο κίνδυνος της σάρκας με όλα τα επακόλουθά του. «Μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν της σαρκός, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις», τονίζει ο Λόγος του Θεού. («Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο»). Μ’ άλλα λόγια, όπου δεν υπάρχει αληθινή ελευθερία εκεί δεν υπάρχει και γνήσια αγάπη. Κι είναι και πάλι από τ’ αριστερά ο κίνδυνος να μεταχειριστούμε την ελευθερία μας για να προκαλέσουμε τους άλλους, αυτό που ο Λόγος του Θεού ονομάζει «σκανδαλισμό». Ο αληθινός χριστιανός, αν θέλει ν’ ανοίξει καινούργιους δρόμους, θα το κάνει προσεκτικά με γνώμονα πάντα τις αρχές του Λόγου του Θεού και με σεβασμό στη γνώμη και στην ευαισθησία των άλλων, των καλόπιστων αδελφών του –γιατί υπάρχουν και οι κακόπιστοι που κατά σύστημα και επαγγελματικά σκανδαλίζονται, ενοχλούνται, πειράζονται, και στην πραγματικότητα τα θέλουν όλα για τον εαυτό τους και για τη δική τους ευχαρίστηση. Κι απ’ το άλλο μέρος, δεξιά απ’ το τεντωμένο σχοινί, παραμονεύει ο κίνδυνος της τυποποίησης, του κομφορμισμού, της συμμόρφωσης δηλ. με μια γενικά δοσμένη παράδοση, με ό,τι έχουν συσσωρεύσει οι αιώνες ανάλογα με την κουλτούρα κάθε εποχής, που δεν έχει πάντα στενή σχέση με ό,τι διδάσκει ο Λόγος του Θεού που μονάχα κατευθυντήριες γραμμές δίνει κι αφήνει ελεύθερες τη δράση και τη δημιουργικότητα μέσα σ’ αυτά τα πλατιά περιθώρια. Ελευθερία δεν είναι, για παράδειγμα, να σηκωθώ σε μια γιορταστική νεανική βραδιά και να επαναλάβω τυπικά κι ανόρεχτα, σα κακοχωνεμένη τροφή, τις ίδιες πάντα στερεότυπες φράσεις –«κλισέ» που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και τις πιο πολλές φορές δε βρίσκουν καμιά απήχηση στον πραγματικό εσωτερικό μου κόσμο. Ελευθερία σημαίνει να πω αυτό που νιώθω –αυτό που πραγματικά νιώθω- όπως θέλω εγώ να το πω, με λόγια δικά μου και σκέψεις δικές μου, με το δικό μου ελεύθερο τρόπο, και με μοναδικό περιορισμό –το ξαναλέμε- τις γενικές και διαχρονικές αλήθειες του Λόγου του Θεού. Ελευθερία είναι να εκφραστώ εντελώς αβίαστα σε ανώτερες μορφές έκφρασης, όπως είναι η κάθε είδους τέχνη -και φυσικά η μουσική και οι στίχοι με το κείμενο που πάντα την ακολουθεί- με τη γλώσσα και την κουλτούρα της δικής μου εποχής, με τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου και μου έχουν γίνει δεύτερη φύση από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, χωρίς να περιορίζομαι από όλους εκείνους που τα θέλουν σώνει και καλά όλα δικά τους, που απλώνονται σ’ ολόκληρο το χώρο και με σπρώχνουν εμένα να βγω απ’ έξω, που μου ζητούν να συμπεριφερθώ, να εκφραστώ, να ντυθώ, να τραγουδήσω όπως αυτοί ξέρουν, όπως αυτοί έμαθαν, όπως αυτούς τους ευχαριστεί, και –το χειρότερο- όπως αυτοί προκαθορίζουν το δρόμο του Θεού, κομμένο και ραμμένο στα δικά τους αποκλειστικά μέτρα.

   Με βάση λοιπόν τα όσα είπαμε πιο πριν, θα αναφερθούμε σε επτά μύθους, προτάσεις δηλ. με περιεχόμενο λαθεμένο ή και μη πραγματικό, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Η διατύπωσή τους θα γίνει με τυχαία σειρά, χωρίς αξιολογικά ή άλλα κριτήρια, με κύριο σκοπό να δώσουν αφορμή σε παραπέρα διάλογο. Θερμή μας παράκληση είναι να προσεχθεί ιδιαίτερα το περιεχόμενό τους για να μη δημιουργηθούν παρανοήσεις και παρερμηνείες και για νάχει ουσιαστικό νόημα η συζήτηση που θα επακολουθήσει. Θα προσθέσουμε ακόμη ότι οι επτά μύθοι που θα διατυπώσουμε περιορίζουν άδικα την ελευθερία της μουσικής στο έργο του Θεού, και εμποδίζουν, όπως πιστεύω, την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ανάμεσά μας.

   Μύθος πρώτος: «Η μουσική έχει διαβολική ή, στην καλύτερη περίπτωση, ύποπτη προέλευση». Με βάση το 21ο εδάφιο του τέταρτου κεφαλαίου της Γένεσης υποστηρίζουν μερικοί πως αφού ο Ιουβάλ, ο πρώτος μουσικός που εμφανίστηκε στη γη, «πατήρ πάντων των παιζόντων κιθάραν και αυλόν», είναι απόγονος του κακού Κάιν, οι κληρονομικές καταβολές της μουσικής δεν είναι καθόλου καθαρές, καθώς προέρχονται από εκείνη την πλευρά της ανθρωπότητας που στάθηκε εχθρική απέναντι στο Θεό. Ισχυρισμός  κακόπιστος, υποκριτικός και διεστραμμένος που κάθε άλλο παρά χριστιανικό ήθος φανερώνει. Και που πολύ εύκολα καταρρίπτεται ακόμη κι από ένα μικρό παιδί. Και μόνο το γεγονός πως στην ίδια κατηγορία από άλλους γενάρχες απογόνους του Κάιν ανήκουν και οι κτηνοτρόφοι και όλοι εκείνοι που κατασκευάζουν χάλκινα και σιδηρά εργαλεία, και προπάντων το γεγονός πως η μουσική εμπλουτισμένη με του κόσμου τα μουσικά όργανα και τις ορχήστρες χρησιμοποιείται ευρύτατα με τη έμπνευση και την οδηγία του Θεού σ’ ολόκληρη την Παλιά Διαθήκη, κάνει αυταπόδεικτη την πλάνη και το ψέμα σ’ αυτό τον ισχυρισμό. Ωστόσο η «ευεργετική» του επίδραση, σε συνδυασμό με διάφορες άλλες προκαταλήψεις και στενοκέφαλες αντιλήψεις, οδήγησε πολλούς χριστιανούς και αρκετές χριστιανικές εκκλησίες ν’ αντιμετωπίζουν τη μουσική όχι ιδιαίτερα φιλικά, να βάζουν περιορισμούς στη χρήση διαφόρων μουσικών οργάνων, ν’ αντιδρούν στη χορωδιακή μουσική, να περιορίζουν και να φτωχαίνουν την υμνολογία. Κατά καιρούς μάλιστα μερικοί χριστιανοί υποστηρίζουν την ολοκληρωτική κατάργηση της μουσικής στην εκκλησία του Χριστού. Ανάμεσά τους κι ο περίφημος μεταρρυθμιστής Ulrich Zwinglius, σε τέλεια αντίφαση με την υπόλοιπη ζωή του, μια και υπήρξε προικισμένος μουσικός και έπαιζε μ’ επιτυχία το λαούτο. Δυστυχώς αρκετοί μεταφέρουν στην εκκλησία του Χριστού τις ιδιαιτερότητές τους, τις ιδιοτροπίες τους και τις στραβοκεφαλιές τους. Κι αν μεν είναι απλά μέλη, οι απόψεις τους συνήθως αποτελούν μια από τις γραφικότητες της εκκλησίας. Αν όμως ανήκουν στην ηγεσία, υφίστανται τις συνέπειες των αντιλήψεων και ενεργειών τους ένα πλήθος από πιστούς που δε φταίνε σε τίποτε.

   Μύθος δεύτερος, που αναφέρεται στο ρόλο της μουσικής στο έργο του Θεού και γενικότερα στη ζωή μας. Κι ανάλογα με τις διάφορες απόψεις  -ο καθένας μέσα στην εκκλησία αυτοανακηρύσσεται μουσικοκριτικός και μουσικολόγος- ο ρόλος της μουσικής περιορίζεται κυρίως στον ευαγγελιστικό τομέα, ή ακόμη η μουσική θεωρείται σαν κάποιο απαραίτητο ή και όχι τόσο απαραίτητο στοιχείο της λατρείας, ή και μια ευχάριστη απασχόληση για τα συνέδρια, τις κατασκηνώσεις, τις συναναστροφές και τις ώρες των νέων. Σωστά όλα αυτά. Ωστόσο η μουσική, πιστεύω, μπορεί και πρέπει να εκπληρώνει μια πολύ ευρύτερη αποστολή στο έργο του Θεού και στην εκκλησία Του.  Δεν είναι καθόλου τυχαία η σπουδαιότητα που αποδίδεται σ’ αυτήν σ’ ολόκληρη την Παλιά Διαθήκη και στην Αποκάλυψη. Και ο απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του προσδιορίζει επακριβώς το ρόλο της μουσικής μέσα στη εκκλησία του Χριστού, μιας μουσικής που βρισκόταν μάλιστα στα πρώτα της μονάχα βήματα την εποχή εκείνη: «Διδάσκοντας και νουθετούντες αλλήλους με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς». Μ’ άλλα λόγια το Άγιο Πνεύμα εδώ υπογραμμίζει μέσα από την πένα του αποστόλου Παύλου τον παιδαγωγικό ρόλο της μουσικής, κάτι που ήταν άλλωστε γνωστό στους αρχαίους λαούς και φυσικά και στους δικούς μας προγόνους. Αναφέρεται μάλιστα ότι όταν οι μυτιληναίοι έγιναν θαλασσοκράτορες, στους αποστάτες από τους συμμάχους επέβαλαν σαν «τιμωρία» να μένουν τα τέκνα τους αγράμματα και να μη διδάσκονται μουσική, γιατί πίστευαν «πασών ζημιών βαρυτάτην είναι ταύτην,  εν αμουσία και αμαθεία ζην». Όταν κάποτε είχα διατυπώσει μέσα στην εκκλησία μας την άποψη πως η μουσική παιδαγωγεί και διαμορφώνει το χριστιανικό χαρακτήρα, σηκώθηκε κάποιος αδελφός και παρατήρησε πως το χαρακτήρα του χριστιανού τον διαμορφώνει μονάχα ο Χριστός. Κανείς δε διαφωνεί πάνω σ’ αυτό. Ωστόσο ο Χριστός μεταχειρίζεται διάφορα μέσα για να μας παιδαγωγήσει. Κι ένα από τα πιο σπουδαία είναι η μουσική. Μας το δείχνει και το εδάφιο του αποστόλου Παύλου, που αναθέτει στη μουσική τη σπουδαία αποστολή της διδαχής και της νουθεσίας. Και δεν είναι μόνο διδακτικός ο ρόλος κι ο χαρακτήρας της. Η μουσική αποτελεί έκφραση και μέσο της σχέσης κι επικοινωνίας του χριστιανού με τον Κύριο. «Εν χάριτι ψάλλοντες εκ της καρδίας υμών προς τον Κύριον», τονίζει ο Λόγος του Θεού.

   Δεν είναι λοιπόν διαβολικό κατασκεύασμα η μουσική (ευτυχώς, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θάπρεπε να χειροκροτήσουμε το διάβολο σα μεγάλο καλλιτέχνη, τη στιγμή που μονάχα καταστροφέας μπορεί να γίνει, ή το πολύ-πολύ κακός απομιμητής του Θεού –κάτι σα μαϊμού). Κι όχι μονάχα δεν είναι διαβολικό κατασκεύασμα, αλλά αποτελεί κι ένα από τα πιο υπέροχα δημιουργήματα του Θεού. Κι η πρόταση αυτή δεν έχει θεωρητικό μονάχα χαρακτήρα. Προσωπικά έχω ασχοληθεί με τα πιο σπουδαία έργα της χριστιανικής μουσικής, και σαν ακροατής και σαν ερμηνευτής σολίστας, και σαν διευθυντής χορωδίας και σαν ομιλητής και αναλυτής. Και μπορώ με συγκίνηση να σας διαβεβαιώσω την ανεκτίμητη προσφορά της μουσικής στη διαμόρφωση της πνευματικής μου ζωής –σε όλους τους τομείς της. Και μαζί μου, πιστεύω, μπορούν να διαβεβαιώσουν το ίδιο κι όλοι εκείνοι που έχουν ασχοληθεί μαζί της κι είναι σε θέση να την εκτιμήσουν. Να γιατί ο Μαρτίνος Λούθηρος έδινε, όπως έλεγε, την πρώτη θέση στη μουσική μετά τη θεολογία. Και υποστήριζε πως κάθε εκκλησιαστικός ποιμένας πρέπει απαραίτητα νάχει μουσικές γνώσεις, και πως σε κάθε εκκλησία πρέπει να υπάρχει μια μουσική σχολή. Όνειρό μου, ανεκπλήρωτο ακόμη, είναι η μουσική διαπαιδαγώγηση όλων των παιδιών μας μέσα στην εκκλησία. Και το ίδιο ακριβώς έπρεπε να επιδιώκουν όλες οι εκκλησίες που είναι σε θέση να το κάνουν. Και πολύ καλά κάνουν μερικές εκκλησίες , όπως οι ελεύθερες της Αθήνας και των Λιπασμάτων, που έχουν αναπτύξει μουσική δραστηριότητα ανάμεσα στα παιδιά της εκκλησίας, και πολύ καλύτερα θα κάνουν να τη διευρύνουν και να την αναβαθμίσουν.

    Μύθος τρίτος: «Υπάρχουν μουσικά όργανα ιερά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο έργο του Θεού, και όργανα βέβηλα που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται». Μύθος που φανερώνει έλλειψη φαντασίας και έλλειψη γνώσης του Λόγου του Θεού, και που στηρίζεται σε καθαρά υποκειμενικά κριτήρια. Ο Λόγος του Θεού πουθενά δεν κάνει τέτοια είδους διάκριση. Και μάλιστα στον τελευταίο ψαλμό απαριθμεί κάθε είδους όργανο της εποχής εκείνης –και σ’ ένα ποσοστό και της δικής μας. Από τη σάλπιγγα, το ψαλτήρι –κάτι σαν το σημερινό σαντούρι- και την κιθάρα, μέχρι τα τύμπανα, τα έγχορδα και τα «εύηχα κύμβαλα», τα ντραμς όπως θα λέγαμε σήμερα. Μιλά ακόμη και για «χοροστασία». Και σε μερικές συνάξεις πιστών, στους πρώτους αιώνες της εκκλησίας του Χριστού, οι ρυθμικές κινήσεις του σώματος, ένα είδος μιμικής, χορού, αποτελούσε τμήμα της λατρείας. Κάτι που γίνεται και σήμερα, για παράδειγμα, σε εκκλησίες μαύρων της Αμερικής και της Αφρικής. Τίποτε δεν εμποδίζει τους πιστούς να εκφράζουν τη λατρεία τους και τη σχέση τους με τον Κύριο ανάλογα με την κουλτούρα τους. Κι όσοι αντιστέκονται στη χρήση διαφόρων οργάνων, δεν έχουν ιδέα από την ιστορία της εκκλησίας κι ακόμη είναι γαντζωμένοι στο δικό τους περιορισμένο τοπικά και χρονικά πολιτισμό, σα ν’ αποτελεί αυτός το άλφα και το ωμέγα του θεϊκού θελήματος. Κι ασφαλώς αγνοούν το γεγονός ότι το ίδιο το εκκλησιαστικό όργανο έχει πιο αμαρτωλό παρελθόν από οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο, μια και αρχικά χρησιμοποιήθηκε στα πανηγύρια και στις άσεμνες διασκεδάσεις και στ’ αμφιθέατρα όπου «ψυχαγωγούνταν» ρίχνοντας στα λιοντάρια τους πρώτους χριστιανούς. Πέρασαν όμως πολλοί αιώνες από τότε και το παρελθόν ξεχάστηκε, και οι διάφοροι πουριτανοί «εξυγιαντές» δεν έχουν ιδέα απ’ όλα αυτά.

   Μύθος τέταρτος: «Οποιαδήποτε κατηγορία της κλασικής λεγόμενης μουσικής, και φυσικά η κλασική θρησκευτική μουσική, είναι κατάλληλη μοναχά για τους πολύ μορφωμένους ή για μερικά άτομα μεγάλης ηλικίας ή για όλους εκείνους που ασχολούνται ειδικά μ’ αυτήν». Κι εδώ ακριβώς είναι που το μπέρδεμα καταντά απελπιστικό, τόσο που δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει. Ασφαλώς το κακό ξεκινά από την ολοκληρωτική σχεδόν έλλειψη μουσικής παιδείας στον τόπο μας. Που πολύ λίγο ή και καθόλου δε θεραπεύεται με τα μέγαρα της μουσικής. Οι πιο πολλοί από μας δεν ξέρουν καλά-καλά τι είναι κλασική μουσική. Επόμενο και δικαιολογημένο. Σ’ όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου η κλασική μουσική, είτε οργανική, είτε φωνητική, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής. Κι αυτό αρχίζει ήδη από τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Χιλιάδες νέοι στελεχώνουν ορχηστρικά και φωνητικά συγκροτήματα ποιότητας, κι αυτό δεν εμποδίζει τους περισσότερους ίσως απ’ αυτούς να ασχολούνται και με τη ροκ και με όποια άλλη μορφή της σύγχρονης μοντέρνας μουσικής. Εδώ στον τόπο μας η κλασική μουσική εκτός από τις αίθουσες συναυλιών ακούγεται πού και πού στο ραδιόφωνο, σε μερικές τηλεοπτικές εκπομπές χαμηλής θεαματικότητας, και κυρίως στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, όπως τις τελευταίες μέρες όπου οι ευχές για «Καλό Πάσχα» μιας μεγάλης εταιρίας συνοδεύονταν απ’ το χριστουγεννιάτικο απόσπασμα του «Μεσσία» του Χαίντελ  «διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς» (for  unto us a child is born). Και μέσα στις εκκλησίες μας –λυπάμαι που το λέω- με εξαίρεση μια-δυο απ’ αυτές, η άγνοια και το μπέρδεμα είναι εξίσου απελπιστικά, και σ’ αυτό βέβαια φέρουν μεγάλο μέρος ευθύνης και οι μουσικοί μας που φροντίζουν να κρατήσουν τις γνώσεις τους και τα ταλέντα τους –οι περισσότεροι απ’ αυτούς- έξω από το χώρο της εκκλησίας. Και το χειρότερο είναι πως όχι μόνο μας δέρνει η άγνοια, αλλά δεν αισθανόμαστε καν την ανάγκη ν’ ακούσουμε και να μάθουμε κάτι. Προσωπικά έχω κληθεί από εκκλησίες ελάχιστες φορές –μετρημένες στα μισά ίσως δάχτυλα του ενός χεριού- για ομιλίες σχετικές με μεγάλα έργα και μεγάλους δημιουργούς της χριστιανικής μουσικής. Και κατά κανόνα στις ομιλίες αυτές οι νέοι έλαμψαν με την απουσία τους. Στην τελευταία μάλιστα ομιλία μου σχετικά με τα διακόσια χρόνια από το θάνατο του Μότσαρτ, η αδιαφορία και η έλλειψη τεχνικής έστω βοήθειας άγγισε τα όρια του μποϋκοτάζ. Όπως και η δική μου επιμονή να μιλώ σε μισοάδειες αίθουσες άγγισε τα όρια του μαζοχισμού. Ας μην κατηγορούμε μονάχα την ηγεσία της εκκλησίας. Η ευθύνη μας είναι συλλογική. Δεν ισχυρίζομαι πως στη δική μας εκκλησία οι πάντες είναι γνώστες της κλασικής χριστιανικής μουσικής. Ωστόσο η μακροχρόνια εξοικείωση μ’ αυτήν έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό κλίμα. Πριν λίγο καιρό σε μια βραδιά νέων της εκκλησίας μας ακούστηκε από ηχογράφηση κάποιο απόσπασμα από μια λειτουργία του Μπαχ. Για λόγους απλά στατιστικούς ζήτησα να σηκώσουν τα χέρια όσοι ειλικρινά κι ανεπιφύλακτα άκουσαν μ’ ευχαρίστηση το απόσπασμα. Κι είδα με συγκίνηση τη συντριπτική πλειοψηφία ανάμεσα στους πενήντα περίπου νεαρούς ακροατές να σηκώνει ψηλά το χέρι. Δεν μπορώ να πω αν και τι κερδίσαμε πνευματικά από την καλλιέργεια αυτού του κλίματος. Αυτό θα το κρίνουν άλλοι, φτάνει να το κάνουν με καλή πίστη. Σίγουρα όμως η εκκλησία μας –για τη δόξα και μόνο του Θεού το αναφέρω- δεν πάσχει ούτε από χάσμα γενεών, ούτε από έντονες  αντιθέσεις, ούτε κι η κάθε ομάδα έχει στεγανά περιχαρακωθεί μέσα στα δικά της όρια και στις δικές της αντιλήψεις. Και μόνο το γεγονός αυτό νομίζω πως αποτελεί μεγάλο πνευματικό κέρδος.

   Μύθος πέμπτος: «Κάθε σοβαρός και καλλιεργημένος άνθρωπος και, φυσικά, κάθε σοβαρός και καλλιεργημένος χριστιανός οφείλει να ασχολείται μονάχα με τη λεγόμενη «κλασική» μουσική. Οποιαδήποτε άλλης μορφής μουσική είναι από ακατάλληλη μέχρι βλαβερή και καταστροφική».

   Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από μερικούς «καθαρόαιμους» οπαδούς της κλασικής μουσικής μέσα κι έξω από τις εκκλησίες, κι από αρκετούς άλλους μέσα στις εκκλησίες, πολέμιους κυρίως της σύγχρονης μουσικής, που έχουν ίσως βαφτίσει «κλασική» τη μουσική που ακούν οι ίδιοι καθώς και τους –όποιας ποιότητας και όποιου επιπέδου- ύμνους που ψάλλονται στις συνάξεις της εκκλησίας τους. Θάθελα αυτή την ώρα να διακηρύξω εγώ, ο γνωστός σαν παθιασμένος οπαδός της κλασικής μουσικής, πως είναι μεγάλο λάθος κι οδηγεί σε επικίνδυνους δρόμους το να βάζουμε «στεγανά» και να δογματίζουμε πάνω στο μεγάλο θέμα της μουσικής. Η μουσική είναι μία, ο διαχωρισμός της σε διάφορες κατηγορίες είναι πλασματικός και σχετικός, όπως είχα γράψει σε σειρά άρθρων στο παιδικό περιοδικό «Ουράνιο Τόξο». Η μουσική χωρίζεται μονάχα σε καλή και κακή, σε εμπνευσμένη και χωρίς έμπνευση. Όπως και οι μουσικοί δημιουργοί χωρίζονται σε ταλαντούχους και ατάλαντους, φυσικά με μια κλιμάκωση από το άριστο μέχρι το απαράδεκτο. Προσωπικά έχω απολαύσει, έχω τραγουδήσει κι έχω διευθύνει σχεδόν κάθε είδους χριστιανική μουσική. Από τα  θεωρούμενα δύσκολα της κλασικής δημιουργίας όπως το «χριστουγεννιάτικο ορατόριο» κι οι καντάτες του Μπαχ, μέχρι τους βυζαντινούς ύμνους, τα νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια, τα σύγχρονα μιούζικαλ κι άλλα μοντέρνα κομμάτια, καθώς και έργα της σύγχρονης έντεχνης πολυφωνικής μουσικής. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχει και ευχαρίστηση και πνευματικό κέρδος και κάθε είδος ωφέλεια απ’ όλα αυτά. Κι έχω συγκινηθεί με τις μεγάλες μουσικές δημιουργίες του Μπαχ και του Μπετόβεν και του Μότσαρτ και με τον απέραντο κόσμο της λυρικής δημιουργίας, και έχω ενθουσιαστεί ακούγοντας και τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια από διάφορες χώρες, και μ’ έχει συνεπάρει ο ρυθμός της τζαζ και της ροκ, κι έχω δακρύσει με τα γκόσπελ και τα σπιρίτσουαλ, κι εκτιμώ πάρα πολύ και τους έντεχνους συγχρόνους μας, το Βων Ουίλιαμς και τον Προκόφιεφ και το Στραβίνσκυ, μα μαζί κι αρκετά απ’ τα τραγούδια των Μπήτλς κι αρκετά απ’ τα σημερινά τραγούδια, κι έχω μαγευτεί από το «ορατόριο του Λίβερπουλ» του Πωλ Μακ Κάρτνεϋ. Κι εκτιμώ ιδιαίτερα αρκετούς απ’ τους δικούς μας με πρώτους πάντα το Χατζιδάκι και το Θεοδωράκη, και θεωρώ τα τραγούδια της Λιλιπούπολης του Γ΄ Προγράμματος της δεκαετίας του ’70 -της «εποχής Χατζιδάκι»- μικρές σημαντικές μουσικές δημιουργίες. Κι όσο για τη χριστιανική μουσική, βρίσκω σπουδαίους μουσικούς θησαυρούς όχι μονάχα στους μεγάλους κλασικούς  -από ποιον ν’ αρχίσει κανένας και πού να τελειώσει και ποιον να πρωτοθαυμάσει- μα και στα νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια και στα γκόσπελ και στις δημιουργίες του Καρμάικελ και των «Πέτρα», του Άντριου Σνελλ και του Ντον Φραντσίσκο και των «Κοντινένταλς» και τόσων άλλων, και του Κωστή Παπάζογλου και του Μάνου Αναγνώστου, για ν’ αναφέρω δύο μονάχα από τους δικούς μας που έχουν γεμίσει τα συνέδριά μας με ωραίες κι εμπνευσμένες μελωδίες, τη στιγμή που αρκετά συνέδρια του εξωτερικού πάσχουν μόνιμα από μελωδική φτώχεια. Και θάθελα ακόμη να ενθαρρύνω προσπάθειες σαν κι αυτή της «Παρεμβολής» που ψάχνει να ενταχθεί κάπου μέσα στο όχι και τόσο πλούσιο και φιλόξενο και κάθε άλλο παρά πλουραλιστικό μουσικό μας περιβάλλον, ή σαν την «Απόδραση» που δεν ξέρω προς τα πού έχει αποδράσει τώρα τελευταία κι έχουν χαθεί τα ίχνη της. Και θάθελα ακόμη να πω πόσο χαίρομαι για «μοναχικούς ταξιδιώτες» σαν τον Ξενοφώντα Ιωαννίδη και το Γιασουμή Αναστασίου που άκουσα πριν μερικές μέρες στο χριστιανικό κανάλι 62 και που τόσο μου άρεσε. Η χριστιανική ευαγγελική μας κοινότητα πρέπει να σφύζει από ζωή, και βέβαια μια από της κυριότερες εκδηλώσεις της ζωής αυτής και του δυναμισμού είναι και η μουσική. Ας αφήσουμε τον καθένα να εκφραστεί με τον τρόπο του, με τον πολιτισμό του, μ’ εκείνα που ξέρει και μ’ εκείνα που προσπαθεί να μάθει -και πάντα πρέπει κάτι καινούργιο να μαθαίνει. Κι όλα αυτά να γίνονται υπεύθυνα, μ’ επιμέλεια και ποιότητα και σοβαρότητα.

   Θυμάστε ίσως μερικοί, οι πιο παλιοί, τα «Τραγούδια της Νέας Γης», τις δυο κασέτες που είχε ετοιμάσει και διαθέσει στα συνέδριά μας ο Κωστής Παπάζογλου με τη δική μου συνεργασία, που περιλαμβάνουν κλασικά κομμάτια χριστιανικής μουσικής, σύγχρονες δημιουργίες, ακόμη και βυζαντινή μουσική και θρησκευτική μουσική απ’ την Αρμενία, το Κογκό και τη Λατινική Αμερική. Κι όλα αυτά τα κάναμε για να δείξουμε πόσο ενιαία είναι η μουσική, και πόσο ο Χριστός αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο όποιας προέλευσης κι όποιου πολιτισμού, κι όποια μουσικά γούστα κι αν έχει αυτός. Και μ’ αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία κι αυτό το «πιστεύω» είναι διαλεγμένα και τα κομμάτια της φετινής μας κασέτας που ακούγονται από τα μεγάφωνά μας κι έχουν ξανακουστεί πριν εφτά χρόνια στο ανοιξιάτικό συνέδριο του ’85. 

   Μύθος έκτος, ακριβώς αντίθετος απ’ τον προηγούμενο: «Η μοναδική κατάλληλη μουσική για νέους είναι η σύγχρονη, η ροκ ή η ποπ κι όλα τα παρόμοια συγγενικά είδη. Όλα τα άλλα μουσικά είδη, και κυρίως η κλασική μουσική, είναι για άλλες εποχές, και για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας».

   Ξέρετε, όλες αυτές οι αντιλήψεις και οι τέτοιου είδους διαχωρισμοί προέρχονται από τη μουσική αγραμματοσύνη μας και την άγνοια που μας δέρνει, τόπαμε και πιο πάνω. Γιατί μέσα στ’ άλλα δεν ξέρουμε κάτι που είναι «κοινός τόπος» σ’ άλλες, αναπτυγμένες μουσικά χώρες: πως για να δημιουργήσεις σ’ οποιοδήποτε τομέα της μουσικής χρειάζεται μια γερή μουσική παιδεία, και φυσικά πρώτη και κύρια θέση σ’ αυτήν κατέχει η κλασική λεγόμενη μουσική. Πως η αποκλειστική ενασχόληση με τη ροκ και τις διάφορες ακραίες κυρίως μορφές της και με κανένα άλλο είδος, μπορεί να οδηγήσει κάποιους νέους σ’ ένα τρόπο ζωής και σε μια κουλτούρα που περιέχει πολλά στοιχεία αλλοτρίωσης και νοητικής υποβάθμισης, κι αυτό είναι απαράδεκτο ιδιαίτερα για χριστιανούς νέους. Κι ακόμη –κι αυτό και πάλι κυρίως για τους χριστιανούς νέους- πως ένα σημαντικό μέρος της μουσικής ροκ, κυρίως στις ακραίες μορφές της, τη χαρντ ροκ και τη χέβυ μέταλ, έχει σατανική και σατανιστική προέλευση κι εκτελείται από συγκροτήματα που είναι οπαδοί του σατανά και του σατανισμού ή ερωτοτροπούν μαζί του. Πώς λοιπόν ένας χριστιανός νέος μπορεί να συντονίσει ολόκληρο το μουσικό μέρος της προσωπικότητάς του με τους «Μπλακ Σάμπαθ» και τους «ΑCDC»; -για ν’ αναφέρουμε δύο μονάχα χαρακτηριστικά σατανιστικά συγκροτήματα. Κι όσο για τη χριστιανική ροκ και γενικότερα τη σύγχρονη χριστιανική μουσική, υπήρξα ο πρώτος που μίλησα γι αυτήν το φθινόπωρο του ’75, και ο πρώτος που έβαλα μαζί με τους συνεργάτες μου τη σύγχρονη χριστιανική μουσική στο έργο του Θεού στον τόπο μας. Η «συναυλία για νέους» που έγινε την άνοιξη του ’76 στην εκκλησία μας με μοντέρνα όργανα, ταυτόχρονα με την καθολική εκκλησία της Αθήνας, υπήρξε σταθμός για την πορεία της θρησκευτικής μουσικής στις εκκλησίες μας. Σχετικά μάλιστα δημοσίευσε κριτική –επαινετική στο πιο μεγάλο της ποσοστό- το περιοδικό «Ήχος» του Αυγούστου του ’76. Κι αυτή η προσπάθεια που συνεχίστηκε γι’ αρκετά χρόνια, άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία των «Πάροικων» και των άλλων χριστιανικών συγκροτημάτων στις εκκλησίες μας. Σήμερα, δεκαέξι χρόνια από τότε, σκέπτομαι πως έκανα πολύ καλά που προχώρησα. Δε συμφωνώ καθόλου μ’ όλους εκείνους τους υπεύθυνους στο έργο του Θεού που τρέμει η ψυχή τους μη τυχόν και προχωρήσουν κάπου , μη τυχόν και κάνουν κάτι καινούργιο, μη τυχόν και ξεφύγουν από τα καθιερωμένα, γιατί τότε τι θα πει ο αδελφός τάδε και η αδελφή τάδε που κατά σύστημα και κατ’ επάγγελμα μονίμως σκανδαλίζονται, και  μόλις δουν κάτι καινούργιο μέσα στην εκκλησία μουρμουρίζουν πως «βάλαμε τον κόσμο» μέσα σ’ αυτήν. Πρέπει όμως ό,τι τολμάμε να το τολμάμε με σύνεση, με προσευχή, με σεμνότητα και σεβασμό στον αδελφό μας που μπορεί καλόπιστα να οδηγηθεί στο σκανδαλισμό. Η πείρα μού έχει δείξει ότι με τις προϋποθέσεις αυτές ούτε σκανδαλισμοί δημιουργούνται, ούτε διαμάχες, ούτε χάσματα. Χρειάζεται όμως να διαμορφωθεί ένα ολόκληρο κατάλληλο κλίμα. Που θα κάνει τους χριστιανούς να συνειδητοποιήσουν πως αποστολή τους δεν είναι να στέκονται συνεχώς με το όπλο «παρά πόδα», παρά να επικροτούν και να συντρέχουν σε κάθε καλή πνευματική προσπάθεια έστω κι αν αυτή δεν ταιριάζει πάντα με τη δική τους νοοτροπία. Λυπάμαι ειλικρινά που βλέπω εκκλησίες να «διυλίζουν κώνωπες» και να ταλανίζονται σε άγονες συζητήσεις για πράγματα που σε μας είναι αυτονόητα και που καμιά επικίνδυνη παρενέργεια δεν προκαλούν ακόμα και στους πιο ιδιότροπους και στους πιο συντηρητικούς πιστούς, εκτός από την έκφραση της γνώμης τους, που πάντα είναι ελεύθερη και δε δημιουργεί κανένα πρόβλημα.

   Λέω λοιπόν πως ποτέ δε μετάνιωσα που έδωσα πρώτος την ώθηση για τη σύγχρονη χριστιανική μουσική. Και θάθελα να πω για πρώτη φορά και κάτι ακόμη: η ενασχόληση με τη χριστιανική ροκ μουσική αποτελεί το καλύτερο αντίδοτο για τους χριστιανούς νέους στη ροπή τους προς την αποκλειστική στροφή τους στην κοσμική ροκ. Μπορείτε ελεύθερα ν’ ασκείτε κριτική πάνω σε οποιαδήποτε καινοτομία σε κάτι που δεν σας αρέσει ή που το βρίσκετε αντίθετο με το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Μπορείτε ακόμη να εκφράζετε ελεύθερα τη γνώμη σας για τις διάφορες εκπομπές του καινούργιου χριστιανικού τηλεοπτικού σταθμού «ΕΛΛΑΣ 62» που δυστυχώς δεν άρχισε ακόμη να εκπέμπει στην πόλη μας. Δεν έχετε όμως δικαίωμα να καταδικάζετε στο σύνολό της τη σύγχρονη χριστιανική μουσική που μεταδίδεται και από εκεί, γιατί δεν υπάρχει πιο πετυχημένος και πιο ευλογημένος τρόπος να δεχτούν οι νέοι μας και τα παιδιά μας  και βέβαια και οι νέοι εκτός εκκλησιών τα πνευματικά μηνύματα χωνεμένα μέσα στη δική τους κουλτούρα και τη δική τους νοοτροπία. Και χίλιες φορές καλύτερα να παρακολουθούν τα χριστιανικά βιντεοκλίπ παρά τ’ αντίστοιχα κοσμικά, και μη φαντάζεστε πως θάχετε για πολύ τη δυνατότητα να τους απαγορεύετε τα πάντα, και τα μη χριστιανικά –δικαιολογημένα σε αρκετές περιπτώσεις- και τα χριστιανικά –αδικαιολόγητα στο σύνολό τους σχεδόν. Άκουσα με λύπη μου πως άρχισε κιόλας η δολιοφθορά απέναντι στον καινούργιο χριστιανικό τηλεοπτικό σταθμό. Με εντελώς απόλυτο, δυστυχώς, τρόπο αντιδρούν πολλοί χριστιανοί απέναντι σε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που ξέρουν. Αντί να το περιβάλλουν μ’ αγάπη και να προσεύχονται γι’ αυτό, κι αντί να συμβάλλουν με πραότητα και χριστιανικό πνεύμα στο να διορθωθούν ίσως μερικά «κακώς κείμενα» κατά τη γνώμη τους ή και με αντικειμενικά κριτήρια -γιατί υπάρχουν και μερικά απ’ αυτά και αρκετές προχειρότητες, κυρίως στις εγχώριες παραγωγές και εκπομπές- αρπάζουν το σφυρί και το τσεκούρι και το μαχαίρι και κατεδαφίζουν και καταστρέφουν κι αποκεφαλίζουν. Δόξα τω Θεώ για το «ΕΛΛΑΣ 62». Μπορεί να έχει πολλά να διορθώσει και να βελτιώσει ακόμη. Ποιος όμως θα περίμενε πριν λίγο καιρό κάτι τέτοιο στον τόπο μας; Παρακολουθείστε το κι ενισχύστε το και διορθώστε το, αν μπορείτε να το κάνετε. Και παρακινείστε τους γνωστούς σας, τ’ αδέλφια σας, τους νέους των εκκλησιών σας, τα παιδιά σας αν έχετε, να το παρακολουθούν τακτικά. Στο κάτω-κάτω ανάμεσα στ’ άλλα αποτελεί και το μοναδικό δρόμο που μπορεί να μας φέρει σ’ επαφή και με την κλασική χριστιανική μουσική, όσο κάπως μονομερείς κι αν είναι ακόμη οι σχετικές εκπομπές, γιατί πάσχουμε απελπιστικά από την έλλειψή της μέσα στις εκκλησίες μας, και αναρωτιέται κανείς πως αλλιώς μπορεί να διορθωθεί αυτό. Τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει αν πρώτα δεν ξεκινήσει, δε στηριχτεί και δεν ενθαρρυνθεί. Και ποιοι θέλετε να στηρίξουν και να ενθαρρύνουν πρώτοι το χριστιανικό κανάλι, αν όχι εμείς;

   Μύθος έβδομος: «Οι σωστοί πνευματικοί χριστιανοί δεν ασχολούνται τόσο πολύ με το καλλιτεχνικό μέρος της μουσικής –και παρόμοια συμπεριφέρονται με οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης- γιατί τους ενδιαφέρει η ουσία και δεν πολυσκοτίζονται να χάνουν τον καιρό τους με καλλιτεχνικές λεπτομέρειες. Εξάλλου όσοι δίνουν μεγάλη σημασία στο καλλιτεχνικό επίπεδο δεν είναι αρκετά πνευματικοί.»

   Ο μύθος αυτός αποτελεί ένα πρώτης τάξεως όπλο στα χέρια του εχθρού για να μας κρατά στην προχειρότητα και στη χαμηλή ποιότητα, με αποτέλεσμα να προκαλούνται  σχόλια σε βάρος του έργου του Θεού και να αμφισβητείται η σοβαρότητα και η ποιότητα των χριστιανών. Λένε όσοι υποστηρίζουν τον παραπάνω μύθο πως όταν υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό επίπεδο οι ακροατές προσέχουν περισσότερο τη μουσική και λιγότερο το μήνυμα και το πνευματικό μέρος της εκδήλωσης. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που τα ρεπερτόρια των περισσότερων χριστιανικών μουσικών ομάδων ελάχιστα έχουν προχωρήσει για ολόκληρες δεκαετίες. Προσωπικά πιστεύω ακριβώς το αντίθετο, και δεν το στηρίζω μονάχα σε λόγια και θεωρίες, μα σε εμπειρία πολλών ετών. Η καλή ποιότητα ποτέ δεν είναι σε βάρος της πνευματικότητας. Γιατί ο Θεός, η πιο υψηλή κι η πιο έξοχη προσωπικότητα στο σύμπαν, ζητά από μας να δώσουμε ό,τι καλύτερο κι ό,τι πιο ποιοτικό για τη δόξα Του και την προαγωγή του έργου Του. Και ο κόσμος ξέρει να το εκτιμήσει, και μας παίρνει πολύ περισσότερο στα σοβαρά και μας ακούει με μεγαλύτερη προσοχή. Δείτε με πόση επιμέλεια και με τι καλλιτεχνική πληρότητα παρουσιάζονται οι ξένες εκπομπές στο «ΕΛΛΑΣ 62», και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ας αφήσουμε λοιπόν τις ανούσιες δικαιολογίες κι ας αρχίσουμε να σοβαρευόμαστε με τη μουσική στις εκκλησίες μας. Κι ας διαβάσουμε μερικά πράγματα κι ας ενδιαφερθούμε λιγάκι περισσότερο κι ας ειδικευτούμε λίγο παραπάνω στον τομέα μας, ή αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, ας βάλουμε στη θέση μας πιο ειδικούς. Τόχω πει και άλλοτε, πως μέχρι τώρα δεν έχω ακούσει ούτε έναν από τους νέους των εκκλησιών μας να θέλει ν’ ασχοληθεί σοβαρά, με σπουδές και μελέτη, στον τομέα της διεύθυνσης της χορωδίας, εκτός από μια μονάχα κοπέλα, αλλά, βλέπετε, οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα μέσα στις εκκλησίες μας. Για τολμείστε ν’ ανεβάσετε μια γυναίκα πάνω στο βάθρο του μαέστρου της χορωδίας, να δείτε τι έχει να γίνει… Και μια που κάνουμε λόγο για το βάθρο του μαέστρου, φοβάμαι ότι η χορωδιακή μας κακοδαιμονία οφείλεται στο μεγαλύτερό της ποσοστό στο γεγονός ότι γενικά επικρατεί η αντίληψη πως για ν’ ανέβει κανείς πάνω σ’ αυτό το βάθρο είναι αρκετές μερικές μουσικές γνώσεις ή το παίξιμο κάποιου μουσικού οργάνου. Δεν υπάρχει πιο λαθεμένη αντίληψη απ’ αυτήν. Η θέση του μαέστρου της χορωδίας απαιτεί μια σειρά από ειδικά προσόντα που δεν αποκτιούνται απλά με την εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου ή με μερικές γνώσεις θεωρίας της μουσικής. Μοιάζει σα να διοριζόμουν εγώ οργανίστας στην εκκλησία μου μόνο και μόνο επειδή διαθέτω δίπλωμα φωνητικής μουσικής. Με τη διαφορά ότι όταν δεν ξέρω να παίζω όργανο όλοι θα το καταλάβουν. Ενώ δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που να μη μπορεί να κουνήσει τα χέρια του ρυθμικά πάνω-κάτω. Θα μου πείτε πού θα τους βρούμε τους μαέστρους με τα ειδικά προσόντα. Ας συνειδητοποιήσουμε τουλάχιστον το πρόβλημα,  και είναι κι αυτό ένα σημαντικό βήμα για τα επόμενα.

 

************************* 

 

   Να λοιπόν επτά μύθοι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και που εμποδίζουν την ελευθερία στη μουσική μας, και φυσικά και την ελεύθερη διεξαγωγή του έργου του Θεού, και που προσπαθήσαμε να τους αντικρούσουμε. Δεν έχει λοιπόν –για να συνοψίσουμε- διαβολική προέλευση η μουσική, αλλά αντίθετα είναι ένα απ’ τα σπουδαιότερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο. Δεν περιορίζεται ο ρόλος της μουσικής μονάχα στον ευαγγελισμό ή σαν απλό στοιχείο της λατρείας, αλλά διδάσκει και νουθετεί κατά τη βιβλική έκφραση, και διαμορφώνει το χαρακτήρα του χριστιανού. Δεν υπάρχουν μουσικά όργανα βέβηλα και ιερά, αλλά όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δόξα του Θεού. (Όπως έλεγε κι ο Λούθηρος: «ας ηχήσει ό,τι μπορεί να βγάλει ήχο»). Δεν είναι η κλασική μουσική κατάλληλη μονάχα για τους λίγους ή για τις παλιότερες γενιές, αλλά ο καθένας μπορεί και αξίζει να την απολαύσει, και το ίδιο ισχύει και για την κλασική χριστιανική μουσική. Δεν αποτελεί ωστόσο η κλασική τη μοναδική κατάλληλη μουσική για το χριστιανό ή για τον κάθε άνθρωπο. Η μουσική είναι μία και χωρίζεται σε καλή και κακή, φυσικά με ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Κι ασφαλώς είναι απαράδεκτο να κατέχει η ροκ μουσική το μονοπώλιο στο χώρο της νέας γενιάς. Και τέλος, είναι εντελώς λαθεμένο και πολύ κακόγουστο κι αρκετά κακόπιστο -και καθόλου πνευματικό- να προβάλλουμε την πνευματικότητα σαν άλλοθι στην κακή μουσική μας ποιότητα.

   Κι είναι και μερικές άλλες προκαταλήψεις κι απαγορεύσεις που θα πρέπει ν’ απαλλαχτούμε κι απ’ αυτές, αν θέλουμε ν’ αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού να δουλέψει ελεύθερα ανάμεσά μας στον τομέα της μουσικής. Και πρώτα-πρώτα –ας το πούμε γι ακόμη μια φορά- κάποτε πρέπει η μουσική ν’ αρχίσει να συζητιέται ανάμεσα στους χριστιανούς με διάλογο γόνιμο από όλες τις πλευρές, χωρίς δογματισμούς κι αφορισμούς, με πνεύμα γνήσια χριστιανικό. Χρόνια και χρόνια διαβάζουμε άρθρα κι ακούμε ομιλίες που καταδικάζουν στο σύνολό της τη σύγχρονη χριστιανική μουσική γιατί, λέει, επικρατεί σ’ αυτήν το «σταρ σύστεμ», ή γιατί ο εκκωφαντικός θόρυβος κι ο επίμονος ρυθμός παραπέμπουν στη ζούγκλα, ή γιατί η μεγάλη φασαρία σκεπάζει το μήνυμα κι άλλα παρόμοια. Σωστά όλα αυτά, και πρέπει να πω πως μ’ ενόχλησε κι εμένα όταν κάποτε βρέθηκα στην Ολλανδία, και πριν απ’ τη συναυλία του «σούπερ-σταρ» Στηβ Τέηλορ πουλιόνταν καρφίτσες, αφίσες και μπλουζάκια (Tshirts) με την εικόνα του. Ωστόσο θα μπορούσαν ίσως τα φαινόμενα αυτά να εξαφανιστούν ή τουλάχιστον να μετριαστούν, αν αντί να αντιπαρατάσσονται οι δύο αντιμαχόμενες ομάδες σε θέση μάχης ξεκινούσαν ένα διάλογο με αμοιβαία αγάπη και κατανόηση. Αντί γι αυτό ο καθένας οχυρώνεται πίσω από την πολεμίστρα του, κτυπά αδιακρίτως δικαίους και αδίκους, και βέβαια το αποτέλεσμα είναι να μένει η κατάσταση ίδια –και χειρότερη- και το χάσμα να γιγαντώνεται. Κι όσο για το «σταρ-σύστεμ», ας μη γελιόμαστε. Αυτό καλά κρατεί όχι μονάχα ανάμεσα στους καλλιτέχνες, μα και σ’ οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη ομάδα που έχει σχέση με τη δημοσιότητα, και φυσικά κι ανάμεσα στους πάστορες και ιεροκήρυκες. Και στο κάτω-κάτω μέχρι ένα ορισμένο σημείο είναι ανθρώπινο και δικαιολογημένο. Ας πάψουμε να κυνηγάμε και να πυροβολούμε τους πάντες και τα πάντα μέσα στους κύκλους μας, κι ας μάθουμε ν’ απομονώνουμε και ν’ αρνιόμαστε μόνο τη φτηνή, χωρίς αντίκρισμα επίδειξη και τον ευτελή εγωισμό –και τέτοια φαινόμενα, δυστυχώς, αφθονούν πολύ περισσότερο ανάμεσα σε πολλούς χαμηλοβλέποντες ταπεινολόγους.

   Κι υπάρχουν κι άλλες προκαταλήψεις κι αναστολές κι εμπόδια, αυτή τη φορά κυρίως ανάμεσά μας, εδώ, στον τόπο μας και στις εκκλησίες μας, που δεν τα υπαγορεύει βέβαια ο Λόγος του Θεού και το Πνεύμα του Θεού παρά ο παραδοσιακός πουριτανισμός, η τυπολατρία κι ο φόβος μπροστά στην ελευθερία. Λίγα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα θ’ αναφέρουμε. Πριν μερικά χρόνια , τον Οκτώβριο του ’86 , είχε κατεβεί στην Αθήνα η χορωδία μας για δυο συναυλίες, στο «Παλλάς» και στην αίθουσα της οδού Αλκιβιάδου. Στη δεύτερη συναυλία χρειαστήκαμε τη βοήθεια μερικών μουσικών οργάνων, ουσιαστικά μια μικρή ορχήστρα. Ήταν κάτι που το χάρηκαν πολύ τα παιδιά –και τα μεγαλύτερα παιδιά- που πήραν μέρος σ’ αυτήν, γιατί η μοναδική τους ευκαιρία να σχηματίσουν μια χριστιανική ορχήστρα είναι αυτή που τους δίνουμε εμείς, κάθε πέντε δηλ. περίπου χρόνια (η δεύτερη ευκαιρία τους δόθηκε τον περασμένο Οκτώβριο). Στην πρώτη λοιπόν εκείνη εμφάνιση του ’86, κάποια περιφερική εκκλησία –και δεν ξέρω αν υπήρξαν κι άλλες τέτοιες- αντέδρασε κι αρνήθηκε να βοηθήσει με τις δικές της μουσικές δυνάμεις γιατί, όπως δήλωσε, θεωρούσε τη συναυλία μας σαν κοσμική εκδήλωση (ας σημειωθεί ότι πάντοτε αφθονούν τα πνευματικά μηνύματα στις συναυλίες μας) κι ότι σαν πνευματικές εκδηλώσεις θεωρούν  μονάχα το κήρυγμα και τις γιορταστικές βραδιές των νέων. Και για μεν το κήρυγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί τον πρωταρχικό πνευματικό θεσμό στη ζωή κάθε είδους χριστιανικών οργανισμών κι εκκλησιών. Οι γιορτές όμως των νέων, όπως κι οι συναυλίες, όπως και τα συνέδρια, όπως και τα κυριακά σχολεία, όπως και οι χορωδίες και οι υπόλοιποι θεσμοί που απαρτίζουν την πνευματική δραστηριότητα μέσα στις εκκλησίες, στηρίζονται έμμεσα μόνο στο Λόγο του Θεού και συμβιβάζονται με το πνεύμα του, δεν εμφανίζονται όμως σαν θεσμοί στις πρώτες εκκλησίες. Κι αυτός είναι ο λόγος που ακραίες χριστιανικές ομάδες  απορρίπτουν οτιδήποτε άλλο και περιορίζονται μονάχα στο κήρυγμα,  στο δείπνο του Κυρίου, στην προσευχή και  –σε περιορισμένο βαθμό- στην υμνολογία σε απλή μορφή και χωρίς συνοδεία οργάνων. Κι όσο κι αν αυτό μας φαίνεται στεγνό και χωρίς φαντασία, ακολουθεί με συνέπεια κάποια ιδεολογία: «Ό,τι υπάρχει μονάχα στη Γραφή. Ό,τι είναι έξω απ’ αυτήν απορρίπτεται». Στην περίπτωση της περιφερικής εκκλησίας που αναφέραμε πιο πριν, δεν ακολουθήθηκε με συνέπεια καμιά ιδεολογία. Απλά, η εκκλησιαστική παράδοση κι η συνήθεια είχαν κάνει αποδεκτές τις γιορτές των νέων –ο θεσμός λειτουργεί αρκετά χρόνια- και το μόνο που λειτούργησε με συνέπεια ήταν τ’ ανακλαστικά που απορρίπτουν κάθετι το καινούργιο. Ναι, αλλά όλα αυτά δεν αποτελούν μονάχα παρωνυχίδα και λεπτομέρεια. Έτσι ούτε το έργο του Θεού μπορεί να προοδεύσει –τουλάχιστον σ’ ορισμένους τομείς- ούτε η πνευματική συνεργασία ανάμεσα στους χριστιανούς να προχωρήσει, κι ακόμη αυτού του είδους οι απαγορεύσεις κι αναστολές δημιουργούν στους χριστιανούς που ξέρουν να σκέπτονται  -στους νέους κυρίως- ερωτηματικά, αισθήματα πικρίας κι ίσως -το χειρότερο- και αισθήματα αντίθεσης απέναντι στις αλήθειες του Λόγου του Θεού. Κι ακόμα  -κι αυτό το παραβλέπουν οι διάφοροι υπέρμαχοι του πουριτανισμού- ο καθένας μας, ποιος λίγο ποιος πολύ, κρύβει μέσα του ένα παιδί, στοιχείο πολύτιμο της ανθρώπινης προσωπικότητας και στον πνευματικό τομέα (κάτι που άλλωστε μας τόνισε κι ο ίδιος ο Χριστός: «αν δεν γίνετε ως τα παιδία…» και φυσικά δεν αναφέρθηκε μονάχα στον τομέα της πίστης). Είναι πολύ κακό, λοιπόν, είναι σχεδόν έγκλημα, να σκοτώνουμε το παιδί μέσα μας και μέσα σ’ εκείνους που μας έχει εμπιστευθεί ο Κύριος. Η χαρά και η ποίηση της ζωής, η ομορφιά, η τέχνη, η μουσική, η συμμετοχή σε χορωδίες και ορχήστρες κι άλλα παρόμοια, πέρα από τον πνευματικό τους χαρακτήρα και πνευματική τους αποστολή, αποτελούν πολύτιμα στοιχεία, ενισχύουν το παιδί μέσα μας και μαζί και πολλές ανεκτίμητες  ιδιότητες του χαρακτήρα μας που μας έχουν μείνει από την παιδική μας ηλικία. Ποιος μας έδωσε το δικαίωμα να στεγνώνουμε, ν’ αποστεώνουμε, ν’ απονευρώνουμε;

   Κάτι ανάλογο –και πολύ χειρότερο- συνέβη με κάποιο οργανικό σύνολο, κάποια μικρή ορχήστρα με προσανατολισμό προς την κλασική μουσική που είχαν σχηματίσει πριν χρόνια μερικά παιδιά των εκκλησιών κυρίως του λεκανοπεδίου Αττικής, και μάλιστα με πρωτοβουλία, αν δεν κάνω λάθος, της επιτροπής νεολαίας των ελεύθερων εκκλησιών. Έγραφε τότε μ’ ενθουσιασμό ένας από τους πιο ένθερμους θιασώτες της ορχήστρας και ιδρυτικό της μέλος, ο Βασίλης Γαλάνης, καθηγητής σήμερα του δημοτικού ωδείου της Λάρισας, πως μακρινή, έστω, προοπτική του μικρού συνόλου, ήταν να εξελιχθεί σε ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα που ν’ αποτελείται μονάχα από αναγεννημένους χριστιανούς. Η προσπάθεια εκείνη δε συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Δεν ήταν μόνο το όλο κλίμα που δεν ευνοεί τις τέτοιου είδους προσπάθειες. Υπήρξαν και συγκεκριμένες, κατά μέτωπο επιθέσεις. Τα παιδιά ξεκίνησαν ετοιμάζοντας την περίφημη σουίτα του Χαίντελ «Μουσική των Νερών», ένα από τα πιο ευχάριστα κι ίσως κι από τα πιο κατάλληλα για ξεκίνημα από ολόκληρο το κλασικό ορχηστρικό ρεπερτόριο. Οι αντιδράσεις υπήρξαν άμεσες: «Πώς; ετοιμάζετε να παρουσιάσετε κοσμική μουσική;» Δεν ξέρω αν υπήρξαν κι άλλου είδους εμπόδια και στενοκέφαλοι περιορισμοί. Εκείνο που ξέρω είναι πως με τέτοια και με τέτοια ούτε ν’ απλωθούμε στο έργο του Θεού μπορούμε, ούτε την επιδοκιμασία και την ευλογία Του μπορούμε νάχουμε, κι εκτός απ’ αυτό δημιουργούμε και κλίμα νευρικότητας κι ανοίγουμε το δρόμο σε κάθε είδους διχογνωμίες και διαμάχες. Έχω ακούσει πως πάρα πολλές χορωδίες έχουν διαλυθεί λόγω του ότι δεν μπόρεσαν να σταθούν από τις πολλές φιλονικίες και τους πολλούς καυγάδες. Κι αυτό, παρακαλώ, έχει συμβεί όχι στην Ελλάδα, μα στη Βρετανία με τους ψύχραιμους και συγκρατημένους κατοίκους της, τη στιγμή μάλιστα που είναι γνωστό παγκόσμια το δόγμα πως ένα από τα μεγάλα οφέλη της χορωδιακής μουσικής είναι ότι προάγει την αρμονική συνεργασία ανάμεσα στα μέλη καθώς και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Εγώ τουλάχιστον είμαι σίγουρος πως οι διαμάχες στην περίπτωση των χριστιανικών χορωδιών της Βρετανίας προκλήθηκαν από δύο αιτίες: πρώτα από εκδηλώσεις εγωισμού που αφθονούν, δυστυχώς, κι ανάμεσα στους χριστιανούς, κι έπειτα –κι αυτό αποτελεί χριστιανική πρωτοτυπία- από εκείνους που σηκώνουν ψηλά τη σημαία δήθεν  του Λόγου του Θεού και του θεϊκού θελήματος, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται μονάχα για τη δική τους στενοκεφαλιά και τις δικές τους παρωπίδες

   Το τρίτο παράδειγμα είναι ένα δόγμα που επικρατούσε σε αρκετές εκκλησίες πριν από χρόνια, και δεν ξέρω βέβαια σε πόσες εξακολουθεί να επικρατεί ακόμη και σήμερα (η έλλειψη ελεύθερου διαλόγου, βλέπετε, απλώνει σκοτάδια πάνω σε πολλά θέματα). Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό το δόγμα, αφού η συμμετοχή στη χορωδία αποτελεί διακονία στο έργο του Θεού, πρέπει σ’ αυτήν να μετέχουν μόνο αναγεννημένα παιδιά του Θεού ή –ακόμα πιο συγκεκριμένα και πιο αυστηρά- κοινωνά μέλη της εκκλησίας. Με λίγη πείρα από τη ζωή των εκκλησιών και με μια πιο προσεκτική μελέτη της Αγίας Γραφής διαπιστώνει κανείς πόσο άδικη, ανεδαφική και βλαβερή είναι αυτή η άποψη. Η χορωδία εκτός από διακονία αποτελεί κι ένα πνευματικό φυτώριο, προάγει όπως είπαμε την αρμονική συνεργασία ανάμεσα στα μέλη της –όπου συμβαίνει αυτό, κι αλίμονο αν δε συμβαίνει- κι είναι και μια ευχάριστη απασχόληση και μια προσφορά της εκκλησίας προς τους νέους της. Έχουμε μιλήσει και πέρσι για τον προβληματικό κι επικίνδυνο διαχωρισμό των νέων μας σε μαύρα και άσπρα πρόβατα, σε αναγεννημένους και μη, ανάλογα με τη «δήλωση μετανοίας» που έχουν ή δεν έχουν κάνει ακόμη. Δηλώνεις «αναγεννημένος»; έχεις ενταχθεί στο «σύστημα». Ακολουθείς μια σταθερή πορεία, προβληματίζεσαι, έχεις γενικά μια καλή μαρτυρία, μαθαίνεις «από βρέφους τα ιερά γράμματα» σαν τον Τιμόθεο, αλλά δεν έχεις δηλώσει ακόμα δημόσια πως είσαι αναγεννημένος; αυτόματα βρίσκεσαι απ’ έξω από τη ζωή

Comments are closed.