Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

του Στέφανου Κ. Κατσάρκα, Πολιτικού Μηχανικού

(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)

    Ζούμε σε μια εποχή έντονων κοινωνικών αναστατώσεων, κοινωνικών μεταβολών και κοινωνικών προβλημάτων. Από μια στοιχειώδη γνώση της παγκόσμιας ιστορίας εύκολα διαπιστώνει κανένας, πως ποτέ τα προβλήματα που απασχολούσαν και αφορούσαν στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και γενικότερα στην ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολο της δεν ήταν τόσο πολλά, δεν συζητιούνταν τόσο πλατιά, και δεν επηρέαζαν τόσο βαθιά όλους τους τομείς της ζωής όσο σήμερα. Το φαινόμενο αυτό που ξεκινά κυρίως μετά τον παγκόσμιο πόλεμο και που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς περνάνε τα χρόνια, οφείλεται σε διαφόρους παράγοντες που έφεραν στο προσκήνιο ποικίλα κοινωνικά προβλήματα και που δημιούργησαν επιπλέον και νέα, άγνωστα σε παλιότερες εποχές. Κι αν θέλουμε με χοντρές πινελιές να παραστήσουμε το μεταπολεμικό παγκόσμιο σκηνικό παρατηρούμε πως:

   1. Σ’ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της γης εμφανίζονται καινούργιες ή και παλιές, άγνωστες σχεδόν μέχρι τον πόλεμο, «υπό ανάπτυξη» χώρες, με σοβαρότατα κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια και η πείνα, οι αρρώστιες και οι θάνατοι που προέρχονται απ’ αυτές, προβλήματα που συγκινούν ένα αξιόλογο ποσοστό του πληθυσμού των πολιτισμένων χωρών της δύσης και της ανατολής, με αρκετές εκδηλώσεις καλής θέλησης για την αντιμετώπισή τους, με οργανωμένη φιλανθρωπία είτε σε ιδιωτικό, είτε σε κρατικό επίπεδο. Συνηθίζουμε, ιδιαίτερα εμείς οι χριστιανοί, να γκρινιάζουμε αδιάκοπα για την εποχή μας που βαδίζει απ’ το κακό στο χειρότερο, και μέσα στ’ άλλα παραπονιόμαστε για την αδιαφορία των πλουσίων του κόσμου γι’ αυτούς που πεθαίνουν καθημερινά απ’ την πείνα και τις αρρώστιες. Και μάλιστα τα περιοδικά μας συνήθως συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα δώσει την πιο ζοφερή κι απελπιστική εικόνα για το κατάντημα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Ξεχνάμε ωστόσο πως ποτέ το ενδιαφέρον –έστω και σε θεωρητικό επίπεδο- γι’ αυτούς που πεινάνε δεν αγκάλιαζε τόσο πολύ οποιαδήποτε γωνιά της γης, και πως ποτέ η ανθρώπινη ιστορία δε γνώρισε τόσο γιγαντιαίες κινητοποιήσεις για την αντιμετώπιση της πείνας και της δυστυχίας, όσο εκείνη που έγινε πριν μερικά χρόνια για το λαό της Αιθιοπίας –για ν’ αναφέρουμε ένα μονάχα παράδειγμα. Άσχετα αν οι «σοσιαλμιλιταριστές» κυβερνήτες της χώρας προτίμησαν να μετατρέψουν ένα μεγάλο μέρος της βοήθειας σε εξοπλισμούς, για να υπερασπίσουν τάχα τη χώρα –ή, πιο σωστά, το καθεστώς τους- «ενάντια στον ιμπεριαλισμό», επιβεβαιώνοντας έτσι γι’ ακόμη μια φορά ένα απ’ τα αναμφισβήτητα ρεκόρ της εποχής μας, τον εξευτελισμό των λέξεων, των εννοιών και των κάθε μορφής ιδεολογιών. Το πρόβλημα λοιπόν για μας τους χριστιανούς δεν είναι το πόσο ευαισθητοποιημένη ή αδιάφορη είναι η κοινή γνώμη απέναντι στην παγκόσμια δυστυχία, ούτε και ωφελεί σε τίποτε να ελεεινολογούμε την κατάντια της εποχής μας σα νάταν καλύτερες και πιο φιλάνθρωπες οι παλιότερες εποχές. Το ερώτημα είναι πόσο έχει προχωρήσει η παγκόσμια εκκλησία του Χριστού στον τομέα αυτό, όπου χωρίς αμφιβολία η υπόλοιπη ανθρωπότητα έχει κάνει σημαντικά και ουσιαστικά βήματα.

    2.Η αλματώδης ανάπτυξη στην πληροφόρηση με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας επιτρέπει όλο και περισσότερο να παρακολουθούμε τι γίνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της γης. Είδαμε έτσι λεπτομέρειες πριν μερικά χρόνια από τις γενοκτονίες στην Καμπότζη και το Βιετνάμ από μέρους των δήθεν «λαϊκών» καθεστώτων, παρακολουθήσαμε τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Γουατεμάλα και στην Περσία, ανατριχιάσαμε πριν από μερικές μέρες με τις θηριωδίες των ισραηλινών στρατευμάτων σε βάρος των νεαρών παλαιστινίων, γνωρίσαμε από κοντά το μεγάλο πρόβλημα της φυλετικής καταπίεσης στη Νότια Αφρική, μάθαμε άγνωστες λεπτομέρειες για την τρομοκρατία  της σταλινικής και των κατοπινών εποχών στη Σοβιετική Ένωση χάρη στη διαφάνεια -«γκλάσνοστ»- του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Κι ασφαλώς όσο η γνώση και η πληροφόρηση αυξάνουν, τόσο η ευθύνη των χριστιανών και της χριστιανικής εκκλησίας γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Μαθαίνουμε για οργανώσεις όπως η «Διεθνής Αμνηστία» που έχει σώσει πολιτικούς κρατουμένους σ’ ολόκληρο τον κόσμο από τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και τις πιθανές εκτελέσεις. Δε θάπρεπε άραγε τέτοιου είδους οργανώσεις να ήταν στα χέρια χριστιανών, που όφειλαν πολύ περισσότερο να ενδιαφέρονται για ν’ ανακουφίσουν τον πόνο των συνανθρώπων τους; Κι ασφαλώς η προβαλλόμενη δικαιολογία του κινδύνου της «πολιτικοποίησης» της εκκλησίας του Χριστού, δε νομίζω πως αποτελεί σοβαρό επιχείρημα. Πανανθρώπινο και άλλοτε και ιδιαίτερα σήμερα το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, για ατομική ελευθερία και δικαιώματα, για ισότητα φυλετική και ίσα δικαιώματα των φύλων, για κατάργηση κάθε διάκρισης του ενός σε βάρος του άλλου. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο η παγκόσμια συνείδηση ευαισθητοποιείται όλο και περισσότερο, τόσο το αίτημα για ποιότητα ζωής γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένο. Ποια πρέπει νάναι η θέση της εκκλησίας του Χριστού στη δέσμη των προβλημάτων που εδραιώνεται σαν κοινός τόπος ανάμεσα στις πλατιές μάζες σ’ ολόκληρο τον κόσμο;

   3.Απ’ το άλλο μέρος, μέσα στις αναπτυγμένες χώρες, η αλματώδης βιομηχανική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την τεχνολογική επανάσταση έφερε στο φως καινούργια προβλήματα, όπως το ενεργειακό, η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο κίνδυνος απ’ την πυρηνική ενέργεια, το πρόβλημα της ανεργίας που ξαναεμφανίστηκε απειλητικό τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα των ναρκωτικών που πήρε γιγαντιαίες διαστάσεις τελευταία και στη χώρα μας. Κι ακόμη η αύξηση του πληθυσμού της γης –κυρίως στις υπανάπτυκτες χώρες- η αλόγιστη σπατάλη πλουτοπαραγωγικών πηγών από μέρους των αναπτυγμένων χωρών, και η ανάγκη για ορθολογικό οικονομικό προγραμματισμό μέσα στην εθνική και μέσα στην οικιακή οικονομία, έφεραν στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα του ελέγχου των γεννήσεων, με ένα επίσης  σοβαρό πρόβλημα –«υποπροϊόν» του πρώτου:  το πρόβλημα των εκτρώσεων, που έχει απασχολήσει κι εξακολουθεί ν’ απασχολεί τις ευαγγελικές εκκλησίες κυρίως του εξωτερικού και προπάντων των ΗΠΑ, καθώς και την καθολική εκκλησία και τον ίδιο τον προκαθήμενό της.

   4.Ο ιλιγγιώδης ρυθμός των εξοπλισμών που έχει προκαλέσει την περίφημη «ισορροπία του τρόμου» και η αντίθεση σ’ αυτούς των λαών που έζησαν τη φρίκη των μεγάλων πολέμων, έχουν δημιουργήσει τα μεγάλα ειρηνιστικά κινήματα κυρίως στις δημοκρατικές χώρες της δύσης, προκαλώντας έναν επιπλέον πονοκέφαλο στην εκκλησία του Χριστού που σπάνια στην ιστορία της διακρίθηκε για τις ιδιαίτερα ειρηνόφιλες διαθέσεις της, και που πολύ συχνά ευλόγησε τα όπλα των δικών της ενάντια στους εχθρούς της πατρίδας, κάτω από το πρόσχημα της άμυνας και της υπεράσπισης των «ιερών και των οσίων».

   5.Η μεταπολεμική εποχή με τη χαλάρωση των ενδοοικογενειακών δεσμών έφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ολόκληρη σειρά σοβαρών προβλημάτων όπως το πρόβλημα των διαζυγίων, το πρόβλημα των σχέσεων των παιδιών με τους γονείς, το πρόβλημα των προγαμιαίων σχέσεων, προβλήματα που δημιούργησε ή διόγκωσε η εξάπλωση της τηλεόρασης, όπως π.χ. το πρόβλημα της εγκληματικότητας των νέων και πολλά άλλα. Ιδιαίτερα μάλιστα για το πρόβλημα των διαζυγίων, παρ’ όλο που προσωπικά μού είναι αδύνατο να πάρω μια απόλυτη και άκαμπτη θέση σαν εκείνη της καθολικής εκκλησίας, φοβάμαι ότι η εκκλησία του Χριστού, σε μερικές ιδιαίτερα αναπτυγμένες χώρες, και προπάντων στις ΗΠΑ, απομακρύνθηκε αρκετά από όσα καθορίζει κι επιτάσσει η Αγία Γραφή. Κι είναι αληθινά περίεργο πώς ο χριστιανικός κόσμος της μεγάλης υπερατλαντικής χώρας, ενώ δείχνει τόση ευαισθησία σε θέματα ηθικής και τιμιότητας σε άλλους τομείς λιγότερο βασικούς και λιγότερο σοβαρούς, αφέθηκε να παρασυρθεί σε τέτοιο βαθμό απ’ το κοσμικό πνεύμα σε ένα τόσο βασικό κεφάλαιο της χριστιανικής ζωής. Δεν διαθέτω αρκετή φαντασία για να κρίνω πώς βλέπουν τις περί ηθικής αντιλήψεις μας οι ξένοι χριστιανοί, ξέρω όμως πως η δική τους σχολαστικότητα σε επουσιώδη θέματα και η ανεκτικότητά τους σε βασικά κεφάλαια της χριστιανικής ζωής, όπως αυτό των διαζυγίων, θυμίζει το μύθο του γαϊδάρου που βγάζοντάς τον απ’ το πηγάδι φοβούνταν μερικοί μη τυχόν και στάξει η ουρά του και μολύνει το νερό…

   6.Τέλος η ανάπτυξη της πληροφορικής τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρο πως θα δημιουργήσει καινούργια προβλήματα, άγνωστα μέχρι σήμερα. Μια γεύση άλλωστε είχαμε πριν λίγο καιρό με το γνωστό ψευτοδίλημμα αν πρέπει ν’ αποδεχτούμε τον αριθμό 666 στο ηλεκτρονικό φακέλωμά μας, θέμα που δημιούργησε κρίση συνειδήσεως και σειρά διαδηλώσεων από μέρους του χριστεπώνυμου πληρώματος της πατρίδας μας.        

 

   Συνοψίζοντας λοιπόν την απαρίθμηση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων παρατηρούμε πως μπορούμε να τα κατατάξουμε στις εξής κατηγορίες:

   α) Σ’ εκείνα που αφορούν σ’ ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας και που βρίσκονται έξω απ’ το άμεσο περιβάλλον μας ή κι έξω από τον τόπο μας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν σαν ανθρώπους και σα χριστιανούς. Τέτοια είναι π.χ. η πείνα και η δυστυχία στις χώρες του τρίτου κόσμου, οι εξοπλισμοί και η εφαρμογή της πυρηνικής ενέργειας, η καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων κ.α.

 β)Σ’ εκείνα που αφορούν και στη δική μας τη χώρα, όπως το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης κατανομής του πλούτου, το ενεργειακό πρόβλημα, το πρόβλημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος, το πρόβλημα των ναρκωτικών κ.α.

 γ) Σ’ εκείνα που εγγίζουν άμεσα την καθημερινή μας ζωή, κι όπου καλούμαστε να πάρουμε άμεση και ξεκάθαρη θέση, όπως το πρόβλημα των εκτρώσεων και του ελέγχου των γεννήσεων ,το πρόβλημα των διαζυγίων, προβλήματα καθημερινής κοινωνικής συμπεριφοράς του χριστιανού κ.α.

 

  Απέναντι σε όλον αυτόν τον ωκεανό των θεμάτων και προβλημάτων, ποια υπήρξε, ποια είναι και ποια θα πρέπει να είναι η στάση του μέσου χριστιανού, και προπάντων η στάση της εκκλησίας του Χριστού; Φυσικά, το πρώτο που έχουμε να κάνουμε για να δώσουμε ικανοποιητική απάντηση στο σπουδαίο αυτό ερώτημα, είναι να στραφούμε στην πρωταρχική και μοναδική πηγή της χριστιανικής διδασκαλίας, στην Αγία Γραφή. Και προπάντων στο παράδειγμα του ίδιου του Χριστού. Διαπιστώνουμε λοιπόν αμέσως –και θαυμάζουμε- την αρμονική ισορροπία στη ζωή και στη συμπεριφορά του Χριστού ανάμεσα στο ενδιαφέρον και τη φροντίδα για τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων και στην ταυτόχρονη μέριμνα για τα υλικά τους προβλήματα και τη σωματική θεραπεία τους. Ο Ιησούς μιλά για τη μετάνοια και για τη βασιλεία των ουρανών, για τη σωτηρία του ανθρώπου και για τη μοναδικότητα της αποστολής του, για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, για την προσευχή και τη νηστεία, ταυτόχρονα όμως μιλά και για την αγάπη στον πλησίον, για το έμπρακτο ενδιαφέρον για τους φτωχούς και τους αρρώστους, για τα καθήκοντα του πολίτη απέναντι στο κράτος. Και μαζί δίνει αυτός πρώτος το παράδειγμα πρακτικής χριστιανικής ζωής καθώς αλωνίζει κυριολεκτικά τη χώρα ευεργετώντας και θεραπεύοντας, και καθώς ενδιαφέρεται όχι μονάχα να κηρύξει στα πλήθη, μα και να τα χορτάσει με τα ψωμιά και τα ψάρια. Κι αυτό το παράδειγμα του Χριστού βρίσκει πολλούς και αξιόλογους μιμητές ανάμεσα στους χριστιανούς ή και χαρακτηρίζει ολόκληρες εποχές. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων διαβάζουμε για την κοινωνική μέριμνα στις κοινότητές τους, για τα κοινά τραπέζια κι ακόμη για την κοινοκτημοσύνη των υλικών αγαθών, υπερβολή που δικαιολογημένα εγκαταλείφθηκε σύντομα. Στους κατοπινούς αιώνες διαβάζουμε για το τεράστιο κοινωνικό φιλανθρωπικό έργο μεγάλων χριστιανών όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, για τη δυναμική κοινωνική παρουσία του Ιωάννη Καλβίνου στη Γενεύη, που γι’ αυτόν μας αρέσει να μνημονεύουμε περισσότερο την καταδίκη του αιρετικού Σερβέ σε θάνατο πάνω στην πυρά και πολύ λιγότερο –ή και καθόλου- για το κοσμογονικό  εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο του. Κι ακόμη για την έμφαση που έδωσε στην «εν τω κόσμω» παρουσία του χριστιανού τονίζοντας την ανάγκη της εργασίας οργανωμένης με ορθολογικό τρόπο, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη του καπιταλισμού  -κι ας μην ξεχνάμε πως ο όρος αυτός που τόσο δυσφημίστηκε και κακοποιήθηκε στον καιρό μας  υποδήλωνε σε παλιότερα χρόνια τον κυριότερο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και προόδου της κοινωνίας σε πολλούς βασικούς τομείς. Τούτη η παράδοση του καλβινισμού στάθηκε πολλαπλά ευεργετική αργότερα σε πολλούς βασικούς τομείς και στην κοινωνική και στην πολιτική πορεία του δυτικού κόσμου. Η αμερικανική επανάσταση και η διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων ξεκίνησε από χριστιανούς που έδιναν έμφαση στην παρουσία του χριστιανού σ’ όλους τους τομείς της ζωής, όπως έκανε κι ο Καλβίνος, άποψη που στηρίζεται ολοφάνερα πάνω στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Η παρουσία και η δραστηριότητα του John Wesley και του George Whitefield, δύο μεγάλων χριστιανών εργατών του ευαγγελίου στην Αγγλία του 18ου αιώνα, προώθησε την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία στη χώρα, και μάλιστα αρκετοί σοβαροί ιστορικοί υποστηρίζουν πως η ευεργετική αυτή επίδραση στάθηκε η κυριότερη αιτία που η Αγγλία απέφυγε μια αιματηρή περιπέτεια ανάλογη με τη γαλλική επανάσταση. Μην ξεχνάμε άλλωστε -και μπορούμε σαν χριστιανοί ευαγγελικοί νάμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό- πως σε χώρες όπου επικράτησε η θρησκευτική μεταρρύθμιση, όπως η Γερμανία – μ’ εξαίρεση την εποχή του ναζιστικού παραλογισμού της που προκάλεσε την αντίδραση μεγάλου μέρους της ευαγγελικής εκκλησίας- η Αγγλία, οι σκανδιναβικές χώρες, οι Κάτω Χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι πολιτικές ελευθερίες και η οικονομική ανάπτυξη στάθηκαν πάντα πολλά σκαλοπάτια πιο ψηλά απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες, κι αυτό οφείλεται στην έμφαση που έδωσε η θρησκευτική μεταρρύθμιση, και κυρίως ο καλβινισμός, στην οργάνωση ολόκληρης της ζωής, ατομικής και κοινωνικής, με βάση την Αγία Γραφή. Κι ακόμη πως προωθημένες πολιτικές και κοινωνικές πράξεις, όπως η κατάργηση της δουλείας πρώτα στην Αγγλία κι ύστερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν σαν πρωτεργάτες χριστιανούς που είχαν συνειδητοποιήσει σ’ ολόκληρο της το βάθος τη φράση του αποστόλου Παύλου: «ουκ ένι έλλην και ιουδαίος, βάρβαρος, σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά πάντες είσθε εις εν Χριστώ Ιησού». Άλλωστε ήδη ο μωσαϊκός νόμος απ’ την εποχή της Παλιάς Διαθήκης είχε θεσπίσει δίκαιες κοινωνικές διατάξεις και ευεργετικές παραχωρήσεις προς τους δούλους, άγνωστες στην αρχαία ελληνική κοινωνία.

  Τούτη η ευεργετική επίδραση ανάμεσα στους χριστιανούς συνεχίζεται μέσα στους αιώνες, μέχρι και τη δική μας εποχή. Βλέπετε, υπάρχουν αρκετοί χριστιανοί που αγαπούν τον πλησίον τους και φροντίζουν γι αυτόν  και που αγωνίζονται για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη πολύ περισσότερο από πολλούς μη χριστιανούς που κόπτονται τάχα για τα δίκαια των λαών και για τις ανθρωπιστικές αξίες, χωρίς να κουνήσουν το μικρό τους δαχτυλάκι για να βοηθήσουν το διπλανό τους που πάσχει και χωρίς στην πραγματικότητα να ενδιαφέρονται και ν’ αγαπούν τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα πέρα από μια άδεια συνθηματολογία από λέξεις βαρύγδουπες και χωρίς περιεχόμενο, κι από δυνατές οργισμένες φωνές με γουρλωμένα μάτια και τεντωμένες φλέβες. Σήμερα αμέτρητα είναι τα ιδρύματα που φροντίζουν για τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και στις δυτικές χώρες και στις χώρες του τρίτου κόσμου, και που διευθύνονται και συντηρούνται και χρηματοδοτούνται από χριστιανούς. Μια γεύση έχουμε άλλωστε και στον τόπο μας με το χριστιανικό νοσοκομείο «Άγιος Λουκάς», ιδιοκτησία της ιεραποστολής ΑΜG International που το κοινωνικό έργο της στην Ινδία και σ’ άλλες χώρες είναι σ’ όλους μας γνωστό, με τα χριστιανικά στέκια για ναρκομανείς και περιθωριακούς νέους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, με το γηροκομείο «Λωίδα» της Κηφισιάς, με τις κατασκηνώσεις, με το ορφανοτροφείο της Κατερίνης, και μακάρι κάποτε ν’ αξιωθούμε να ιδρύσουμε χριστιανικά σχολεία, μια και από διδακτικό προσωπικό είμαστε μάλλον συμπληρωμένοι.

 

***********************

 

  Καλά, πολύ καλά μάλιστα όλα αυτά. Ωστόσο σ’ αυτό τον κόσμο τίποτε δεν είναι τέλειο και κανένα πράγμα δεν έχει μονάχα την καλή του πλευρά -ούτε καν η εκκλησία του Χριστού. Είναι βλέπετε η ανθρώπινη φύση που δεν είναι πάντα πρόθυμη για θυσίες και που προτιμά τις εύκολες και βολικές λύσεις, είναι οι κάθε είδους προκαταλήψεις και στραβές αντιλήψεις, κι είναι και το ανθρώπινο μυαλό που αρκετές φορές ακολουθεί περίεργους δρόμους στην προσπάθεια ερμηνείας του Λόγου του Θεού. Ήδη τα πρώτα χρόνια το είχε επισημάνει ο απόστολος Ιάκωβος: «Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και στερούνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος;»

   Κανείς δεν αμφισβητεί, και φυσικά πρώτη η Αγία Γραφή, πως πρωταρχική σημασία στην επίγεια ζωή έχουν οι πνευματικές αλήθειες. Ωστόσο ο Λόγος του Θεού δεν παύει να μας θυμίζει κάθε τόσο πως ο άνθρωπος όσο ζει σ’ αυτό τον κόσμο εκτός από ψυχή και πνεύμα έχει και σώμα και υλικές ανάγκες, και πως αποτελεί μέλος μιας κοινωνικής ομάδας με δικαιώματα και υποχρεώσεις, και πως γεννήθηκε ελεύθερος με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που θέτει ο θεϊκός Λόγος, και κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να καταδυναστεύει το συνάνθρωπό του με βασανισμούς, αυθαιρεσίες και αδικίες. Κι ας μην ξεχνάμε πως η Αγία Γραφή τον καιρό που γραφόταν ήταν το πιο προοδευτικό και πιο ριζοσπαστικό βιβλίο σε όλους τους τομείς, και φυσικά και στον κοινωνικό και  πολιτικό τομέα, και ασφαλώς μ’ αυτό αποτελεί παράδειγμα για τους χριστιανούς που οφείλουν πάντα σε τέτοιου είδους θέματα να βρίσκονται στην πρωτοπορία της εποχής τους. Ελπίζω άλλωστε να θυμάστε από την ομιλία του περασμένου μας συνεδρίου μερικά απ’ αυτά που είχαμε πει για τις άκρως προοδευτικές θέσεις του ίδιου του Χριστού στα κοινωνικά θέματα της εποχής του, αρκετές από τις οποίες για πολλές κοινωνίες είναι ακόμη και σήμερα άπιαστες. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλά από τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ήταν άγνωστα την εποχή που γράφτηκε η Αγία Γραφή. Ας μην απορούμε λοιπόν για την υπεραπλουστευμένη για τη σημερινή αντίληψη φράση του αποστόλου Παύλου: «θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής», γιατί την εποχή εκείνη το θέμα σχέσης εξουσίας και λαού, έξω από τον κλασικό αρχαιοελληνικό χώρο, βρισκόταν ακόμη σε νηπιακή κατάσταση και η φράση αυτή του αποστόλου Παύλου αποσκοπεί στο να προλάβει πολιτικές αναταραχές που θ’ απειλούσαν σοβαρά την υπόσταση και το χαρακτήρα του νεαρού χριστιανικού κινήματος. Εγώ νομίζω πως μάλλον πρέπει να μας εντυπωσιάζουν φράσεις όπως εκείνη του Χριστού «απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν», που θεμελιώνει το χωρισμό εκκλησίας και κράτους, κάτι που δεν κατάφερε να κάνει ακόμα μέχρι σήμερα η χώρα μας –παρ’ όλα τα ηχηρά λόγια και τις χωρίς αντίκρισμα υποσχέσεις – ή το «πρέπει να πειθαρχούμε στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους», φράση των αποστόλων που περιορίζει την αυθαιρεσία του ηγεμόνα και τον υποχρεώνει να ενεργεί με βάση τον ηθικό νόμο και τα επιτάγματα του θεϊκού Λόγου, και  δίνει στους πιστούς το δικαίωμα να ελέγχουν τους ηγεμόνες τους –κι ήταν αυτό που έδωσε ώθηση στις μεγάλες δυτικές δημοκρατίες. Κι όσες φορές η αλήθεια αυτή ξεχάστηκε και ξεχνιέται, το αποτέλεσμα είναι το έγκλημα, ο σκοταδισμός, η καταπίεση, ή τυραννία και ο αμοραλισμός.

  Δεν φταίει λοιπόν καθόλου η Αγία Γραφή, το πιο προοδευτικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πρακτικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ, αν αρκετοί από τους χριστιανούς κάθε εποχής κλείστηκαν μέσα στους τέσσερις τοίχους της εκκλησίας τους, περιορίστηκαν μονάχα στη μετάνοια και στην προσευχή και έδωσαν έμφαση σε μια πλευρά μόνο της χριστιανικής πίστης, την προσωπική εμπειρία και τον πλούσιο, ξέχειλο συναισθηματισμό, αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες εξ ίσου σοβαρές πλευρές του ευαγγελίου. Κι αυτό έγινε αρκετούς αιώνες ύστερα από τον Ιωάννη Καλβίνο με τα πιετιστικά κινήματα που μπορεί να έδωσαν πετυχημένα αποτελέσματα στον ευαγγελιστικό τομέα, με τον αναχωρητισμό τους όμως και τον αποχωρισμό τους από τη ζωή άφησαν ελεύθερο το πεδίο στους μοντερνιστές να μονοπωλούν την κοινωνική πλευρά του ευαγγελίου και να εμφανίζονται υπέρμαχοι και προστάτες των απανταχού καταπιεσμένων της γης. Και φυσικά, στον ίδιο δρόμο με τους τελευταίους –τους μοντερνιστές– συμπορεύτηκαν και οι άθεοι οπαδοί του διαφωτισμού, κι αργότερα οι μαρξιστές, παρ’ όλο που αυτοί οι τελευταίοι μέσα στη μηχανιστική τους αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη δε δίνουν πεντάρα για φιλευσπλαχνίες, φιλανθρωπίες, αγάπη προς τον πλησίον κι άλλους αστικούς αρρωστημένους συναισθηματισμούς.

  Δεν πρέπει λοιπόν καθόλου να μας παραξενεύει το γεγονός πως πίσω από κάθε διακήρυξη ή διαμαρτυρία ενάντια π.χ. στην καταπίεση των λαών της Χιλής ή της Αργεντινής παλιότερα, ή της Ελλάδας ακόμα πιο παλιά, ή ενάντια στις φυλετικές αθλιότητες της Νότιας Αφρικής, ή κι ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις που ευτυχώς υποχωρούν όλο και περισσότερο στις ΗΠΑ, όταν υπάρχει η υπογραφή μιας κάποιας ευαγγελικής εκκλησίας ή ενός εκκλησιαστικού οργανισμού, τις πιο πολλές φορές προέρχεται από ανθρώπους που μπορεί νάχουν τ’ όνομα του Χριστού, στην πραγματικότητα όμως πολύ λίγη σχέση έχουν με την πίστη Του και τη σωτήρια δύναμη του σταυρικού Του θανάτου. Οι άλλοι, οι υπόλοιποι, αυτοί που δέχονται τις αλήθειες της Αγίας Γραφής όπως ακριβώς κι εμείς σαν τον ανόθευτο Λόγο του Θεού, προτιμούν να οχυρώνονται πίσω από το εδάφιο «το πολίτευμα ημών είναι εν ουρανοίς» για να δικαιολογήσουν την αδράνεια και την αδιαφορία τους γύρω απ’ όσα απαράδεκτα συμβαίνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ξέρω πως αρκετοί χριστιανοί –τόπαμε και πιο πριν- προβάλλουν τη δικαιολογία πως το έμπρακτο ενδιαφέρον γι’ αυτά μπορεί να παρασύρει την εκκλησία του Χριστού στην  παγίδα της πολιτικής –κι ίσως και της κομματικοποίησης. Κι αυτό είναι μέχρι ένα σημείο σωστό, μια κι εμείς οι χριστιανοί εδώ και πολλά χρόνια υποχωρήσαμε στον κοινωνικό τομέα κι αφήσαμε τα σπουδαία αυτά θέματα να τα διαχειριστούν αποκλειστικά οι πολιτικοί και τα κόμματα. Πληρώνουμε μ’ άλλα λόγια τα δικά μας λάθη που κατάφεραν να μας δέσουν τα χέρια και να μας αδρανοποιήσουν. Ωστόσο η άψογη ουδετερότητα των χριστιανών απέναντι σε πολλά από αυτά που συμβαίνουν στον καιρό μας,  οδηγεί μοιραία σε καταστάσεις και νοοτροπίες που κάθε άλλο παρά δίκαιες και αμερόληπτες μπορούν να χαρακτηριστούν. Κάπως έτσι ουδέτεροι, υποθέτω, απέναντι στο θεσμό της δουλείας θάταν αρκετοί από τους χριστιανούς στις Νότιες Πολιτείες της Αμερικής του περασμένου αιώνα, παρέχοντας έτσι σε αρκετούς εύπορους κτηματίες την ασυλία με το ένα χέρι να κρατούν το διαβατήριο για την αιώνια ζωή και με το άλλο ν’ ανεμίζουν το μαστίγιο πάνω από τα κεφάλια των νέγρων σκλάβων τους. Γράφει ο μεγάλος χριστιανός στοχαστής Francis Schaeffer στο σπουδαίο βιβλίο του  «How Should We  Then Live» («Πώς Λοιπόν να Ζούμε»), σελ113: «Στο φυλετικό πρόβλημα υπήρξαν δύο ειδών παραστρατήματα: το πρώτο ήταν η δουλεία που βασιζόταν σε φυλετικά κριτήρια. Το δεύτερο, οι φυλετικές προκαταλήψεις. Και οι δύο αυτές απαράδεκτες καταστάσεις επικρατούσαν συχνά την εποχή που οι χριστιανοί είχαν μεγαλύτερη επίδραση στην κοινή γνώμη απ’ όση έχουν σήμερα –κι ωστόσο η εκκλησία, σαν εκκλησία, δεν αντέδρασε σε ικανοποιητικό βαθμό εναντίον τους. Οι συνθήκες πάνω στα πλοία που κουβαλούσαν σκλάβους –στα οποία χιλιάδες πέθαιναν καθώς διέσχιζαν τις θάλασσες-, η μεταχείριση που έβρισκαν συχνά οι σκλάβοι, και προπάντων η ίδια η σκλαβιά που βασιζόταν στο χρώμα του δέρματος δεν μπορούν να σβηστούν με μια μονοκονδυλιά. Για κάποιους λόγους που είναι δύσκολο να ξεκαθαριστούν, και που ακόμη και σήμερα αποτελούν αντικείμενο έρευνας για τους ιστορικούς, οι άγγλοι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ευρώπης και οι αμερικανοί κατάπιαν το παραμύθι πως ο μαύρος δεν αποτελούσε ανθρώπινη ύπαρξη και πως επομένως μπορούσε κανένας να τον μεταχειρίζεται σαν πράγμα. Το παραμύθι αυτό έδινε ένα άλλοθι στην υποκρισία τους. Στην πράξη αποδέχτηκαν τον ορισμό του Αριστοτέλη για το δούλο πως είναι ένα ζωντανό εργαλείο και απομακρύνθηκαν από τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση η εκκλησία σαν εκκλησία πάρα πολύ συχνά έμεινε σιωπηλή» (Η υπογράμμιση δική μου).

 Και σήμερα στις ΗΠΑ ένα πολύ μεγάλο μέρος των «συντηρητικών» λεγόμενων χριστιανών, και κυρίως αυτοί που αυτοαποκαλούνται «fundamentalists» -κάπως σαν «θεμελιακοί» ή περιφραστικά «οπαδοί της σωστής βάσης» στα ελληνικά- και που βέβαια στο σύνολό τους δηλώνουν  «born again» -αναγεννημένοι- ταυτίζεται με ό,τι πιο αναχρονιστικό, πιο σκοτεινό και πιο σκοταδιστικό υπάρχει στο συντηρητικό ρεπουμπλικανικό κόμμα της χώρας τους. Και αρκετοί μάλιστα απ’ αυτούς «θεμελιώνουν» τις ρατσιστικές τους αντιλήψεις στην Αγία Γραφή, το ίδιο ακριβώς που κάνουν και οι ομογάλακτοι αδελφοί τους στην Νότια Αφρική. Και η μόνη περίπτωση που συγκινούνται για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, είναι όταν ακούσουν πως κάπου καταδιώκονται οι χριστιανοί κι εμποδίζονται στην ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους, σα ν’ ανήκουν μονάχα οι χριστιανοί στο ανθρώπινο γένος και μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα στην ελευθερία και στο σεβασμό των δικαιωμάτων τους. Κι είναι περίεργο πως οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, ή τουλάχιστον αρκετοί απ’ αυτούς, είναι πρόθυμοι για κάθε είδους θυσία προκειμένου να βοηθήσουν το συνάνθρωπό τους σ’ οποιοδήποτε μέρος της γης κι αν βρίσκεται –και σ’ αυτόν τον τομέα οι έλληνες βρισκόμαστε, πρέπει να ομολογήσουμε, αρκετά χιλιόμετρα πιο πίσω απ’ αυτούς- κι απ’ το άλλο μέρος οι πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις τους έρχονται σε τέλεια αντίθεση με την υπόλοιπη πρακτική τους. Είναι κι αυτό ένα από τα πολλά ψυχολογικά παράδοξα που αντιμετωπίζει κανένας στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Πρόσφατα, πριν μερικά μόλις χρόνια, η Βραζιλία στέναζε κάτω από το ζυγό ενός απάνθρωπου στρατιωτικού καθεστώτος που καταπίεζε, βασάνιζε κι εξαφάνιζε τους πολίτες της. Κι ωστόσο το μόνο που βρήκε να πει για την κατάσταση της χώρας κάποιο χριστιανικό ευαγγελικό περιοδικό, είναι να επαινέσει τον αρχηγό του καθεστώτος πως ούτε πίνει, ούτε καπνίζει… Με ποια λογική λοιπόν η μεροληπτική αυτή τακτική χαρακτηρίζεται σαν ουδετερότητα, ενώ μια διαμαρτυρία, ας πούμε, για όσα συμβαίνουν σήμερα στο Ισραήλ σε βάρος των παλαιστινίων θάτανε πολιτική ενέργεια και κομματικοποίηση;

 

*************************  

 

 Ας μην πηγαίνουμε όμως μόνο μακριά, με θεωρητικές τοποθετήσεις και ανεδαφικούς συλλογισμούς. Γιατί είναι εύκολο να μιλάμε για το ενδιαφέρον που πρέπει να δείξουμε σχετικά με όσα συμβαίνουν στη Λατινική Αμερική και πολύ πιο δύσκολο –και πιο βασικό- να φροντίζουμε και να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά και γι’ αυτούς που βρίσκονται δίπλα μας, στο περιβάλλον μας. Το πρώτο και κύριο λοιπόν ερώτημα σαν αφετηρία στην αντιμετώπιση του προβλήματος είναι: Πόση αγάπη κι ενδιαφέρον νιώθουμε για τον πλησίον μας, γι’ αυτόν που βρίσκεται στο άμεσο περιβάλλον μας, για τον αδελφό μας μέσα στην εκκλησία μας, πόσο πολύ τα προβλήματά του είναι και δικά μας προβλήματα; Και κάτι ακόμη: συνηθίζουμε να περιορίζουμε την αγάπη μας στον πλησίον, στην έμπρακτη θυσία και τη φροντίδα μας γι’ αυτόν, πράγμα βέβαια πολύ σημαντικό και βασικό. Υπάρχει όμως και μια ακόμη σπουδαία πλευρά, ή μάλλον ένα ακόμη θεμελιακό ερώτημα: Πόσο άνετα κι ευχάριστα ζει κοντά μας ο γείτονάς μας, ο συνεργάτης μας, ο αδελφός μας; πόσο ιδανικές γενικά είναι οι δικές μας μικρές κοινωνίες, ο όμιλός μας των νέων, οι εκκλησίες μας, οι κοινωνίες των δυο-τριών ημερών που δημιουργούμε στα συνέδριά μας; πόσο φροντίζουμε να δίνουμε ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης σε όλα τα μέλη της χριστιανικής μας κοινότητας; πόσο ανεχόμαστε τις ιδιομορφίες και τις ιδιορρυθμίες, αν θέλετε, όλων εκείνων που τους βρίσκουμε παράξενους και που δεν ακολουθούν σε όλα τη δοσμένη γραμμή και τις προκαθορισμένες προδιαγραφές; πόσο εξακολουθούμε και κρατούμε προλήψεις και προκαταλήψεις που αδικούν άλλους, και άλλους πάλι τους προωθούν υπερβολικά, πάρα την αξία και τις δυνατότητές τους; ως πότε στα συνέδριά μας και σε πολλές άλλες συγκεντρώσεις θα μονοπωλούμε εμείς οι άντρες τις εκδηλώσεις και τις ομιλίες και την κάθε είδους πρωτοκαθεδρία μέσα στις εκκλησίες, παραχωρώντας στις γυναίκες μονάχα το δικαίωμα σε δουλειές βοηθητικές ή χειρωνακτικές -όταν βέβαια συμβαίνει αυτό, γιατί δε συμβαίνει σ’ όλες τις εκκλησίες. Πόσο πετυχημένες εξετάσεις έχουμε δώσει σαν όμιλος νέων και σαν εκκλησία -η κάθε τοπική εκκλησία- στη συνεργασία μας με άλλες εκκλησίες κι άλλους νέους που μπορεί να έχουν κάπως διαφορετικές αντιλήψεις από μας; πόσο δημοκρατικοί είμαστε στη συνεργασία μας ή πόσο κομματικά κλεινόμαστε στις δικές μας μικρές ομάδες; Και μια τελευταία ερώτηση: πόσο φυλετικό και ρατσιστικό χαρακτήρα δίνουμε -άθελά μας κι υποσυνείδητα, έστω- στη διάκριση ανάμεσα στα «λευκά» πρόβατα, αυτούς που είναι ή δηλώνουν αναγεννημένοι, και στα «μαύρα» πρόβατα, που μπορεί ανάμεσά τους να υπάρχουν και μερικοί που προβληματίζονται πολύ πιο σοβαρά και πολύ πιο ειλικρινά από άλλους που έσπευσαν όπως-όπως να κάνουν μια ομολογία για να ενταχθούν στο «σύστημα»;

  Όλα τούτα τα ερωτήματα, και πολλά άλλα παρόμοια, αποτελούν ένα τεστ για τα παραπάνω σκαλοπάτια, ή, αν θέλετε, και μια καλή άσκηση για να προχωρήσουμε σε άλλα κεφάλαια κοινωνικής συμπεριφοράς που αγκαλιάζουν πιο πλατιές ομάδες και κατηγορίες απ’ ό,τι είναι μια εκκλησία ή μια συντροφιά. Πόσο πολύ προσευχόμαστε κι ενδιαφερόμαστε για τα λίγα έστω χριστιανικά κοινωνικά ιδρύματα της πατρίδας μας, για τον «Άγιο Λουκά», για τη «Λωίδα», για τα χριστιανικά στέκια; πόσο είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε προσφέροντας υπηρεσίες ή δίνοντας απ’ το υστέρημα ή απ’ το περίσσευμά μας, ή ακόμη διαλέγοντας ένα κοινωνικό επάγγελμα για να βοηθήσουμε ακόμη πιο ουσιαστικά αυτούς που έχουν ανάγκη; Διαβάζουμε συχνά στο περιοδικό «η Φωνή του Ευαγγελίου» για το τεράστιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο που προσφέρει σε χώρες φτωχές του Τρίτου Κόσμου η οργάνωση AMG International. Ξέρουμε ασφαλώς οι περισσότεροι πως μπορούμε να υιοθετήσουμε κάποια από τα παιδιά που αλλιώς θα πεθάνουν απ’ την πείνα ή τις αρρώστιες, με ελάχιστα χρήματα το μήνα. Πόσοι από μας άραγε που έχουν τη δυνατότητα, έχουν κάνει ή έχουν σκεφτεί να κάνουν κάτι τέτοιο; Στη δική μας τοπική εκκλησία, περισσότερο στα προηγούμενα χρόνια, λιγότερο σήμερα, έφταναν κάθε τόσο αγωνιώδη γράμματα με εκκλήσεις από την Ουγκάντα από αδελφούς που υπέφεραν ή υποφέρουν απ’ το κρύο και την πείνα, ζητώντας μας ρούχα και κουβέρτες. Αρκετές φορές οργανώσαμε αποστολές με προσφορές από μέλη της εκκλησίας μας. Υποθέτω ότι παρόμοιες περιπτώσεις θάχετε κι εσείς στις δικές σας εκκλησίες. Μήπως θα έπρεπε να οργανωθεί σε πανευαγγελική βάση για ολόκληρη τη χώρα μια υπηρεσία που ν’ αναλάβει τέτοιου είδους φροντίδες, κι όχι μονάχα για την Ουγκάντα; πόσα άχρηστα παπούτσια, ρούχα και κουβέρτες μας θα μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν για αδελφούς μας που κυριολεκτικά λιμοκτονούν σ’ άλλες χώρες; πόσο έχουμε συνειδητοποιήσει την ανάγκη για μια τέτοια δραστηριότητα, πόσο μας βαραίνει η δυστυχία αδελφών μας και συνανθρώπων μας, όσο μακριά μας κι αν βρίσκονται αυτοί, πόσο κακοσυνηθισμένοι είμαστε, κυρίως οι μεγαλύτεροι από ανάμεσά μας, απ’ την εποχή που άλλες χώρες μάς βοηθούσαν και μας ελεούσαν, κι εμείς ούτε είχαμε, ούτε νιώθαμε κανενός είδους υποχρέωση για κανέναν έξω από τον εαυτό μας; πόσοι από μας σκεπτόμαστε ακόμη  σαν κάποιο ξένο ιεροκήρυκα, που βροντοφώναζε κάποια μέρα από τον άμβωνα της εκκλησίας μας: «Τη στιγμή αυτή που μιλάμε εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν στον κόσμο από την πείνα. Δεν πρέπει λοιπόν να είμαστε ευγνώμονες στο Θεό που εμείς είμαστε χορτάτοι;» ή σαν κάποιον, συμπατριώτη μας αυτή τη φορά, ποιμένα κάποιας εκκλησίας, που όταν πριν πολλά χρόνια κάποιος που βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη τον επισκέφτηκε και του ζήτησε βοήθεια, εκείνος περιορίστηκε να προτείνει: «ας κάνουμε μια προσευχή», και τον εξαπέστειλε εν ειρήνη…

 

**************************

 

  Κι όσο για τα μεγαλύτερα, τα πανανθρώπινα κοινωνικά προβλήματα που ενδιαφέρουν ολόκληρο τον κόσμο κι όχι μονάχα τις εκκλησίες μας, κανείς φυσικά δε ζητά από μας να κάνουμε τους ανθρώπους πιο ηθικούς, να ξεκινήσουμε, για παράδειγμα, αντικαπνιστικές εκστρατείες, ή ν’ αρχίσουμε να διαδηλώνουμε ενάντια στα καλλιστεία ή στα μικτά θαλάσσια μπάνια, κατά το πρότυπο του γνωστού ιεράρχη των ακριτικών περιοχών. Δεν έχουμε άλλωστε καμιά υποχρέωση ούτε δυνατότητα να επιβάλουμε δια τις βίας τις περί ηθικής αντιλήψεις μας στους υπόλοιπους συνανθρώπους μας. Τον άνθρωπο ηθικό και καθαρό τον κάνει μονάχα ο Χριστός, και μονάχα απέναντι στο Θεό έχει να δώσει λόγο αυτός, όποιος και νάναι. Άλλωστε τελευταία προσπάθεια να επιβληθεί με τη βία η ηθική έγινε τουλάχιστον στην ευαγγελική μας εκκλησία στα χρόνια του Ιωάννη Καλβίνου πριν αρκετούς αιώνες, κι από τότε οι πιστοί διδάχτηκαν πόσο μάταιες και άδικες είναι οι τέτοιου είδους προσπάθειες. Ωστόσο ο Καλβίνος –τόπαμε και πιο πριν-  όπως κι ο Λούθηρος κι οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές, πίστευαν στις μεγάλες αλήθειες της Αγίας Γραφής για τη συνεχή παρουσία του χριστιανού σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Και τ’ αποτελέσματα όπως είδαμε υπήρξαν θαυμαστά. Σήμερα απ’ όλο εκείνο το λαμπρό οικοδόμημα μένουν μονάχα υπολείμματα και καμιά φορά και συντρίμμια. Εκείνο που μένει σ’ εμάς είναι να συνειδητοποιήσουμε πόσο απαραίτητο είναι για την εκκλησία του Χριστού να ξαναγυρίσει πίσω σ’ εκείνες τις παλιές αρχές, και ν’ αναδείξει και πάλι μεγάλους χριστιανούς που θ’ αγωνισθούν παντού ενάντια στην αυθαιρεσία και στην καταπίεση, και που θα κάνουν τη φωνή της χριστιανικής εκκλησίας ν’ ακουστεί και σ’ άλλους τόπους και μ’ άλλους τρόπους, κι όχι μονάχα με τον μονόπλευρο τρόπο που ακούγεται σήμερα, όσο κι αν αυτή η πλευρά είναι η πρωταρχική κι η πιο σπουδαία. Είναι καιρός πια η εκκλησία του Χριστού ν’ απαλλαγεί από το σύνδρομο του φόβου απέναντι στην πολιτική. Η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο είναι απαράδεκτη σ’ όποιο μέρος του πλανήτη κι αν συμβαίνει, και σ’ όποια πολιτική παράταξη ή και σ’ όποιο είδος ανήκουν οι καταπιεστές, κι έχουν υποχρέωση οι χριστιανοί ανάμεσα στα θέματα που περιλαμβάνουν στα πολλά, κι όχι πάντα τόσο χρήσιμα συνέδριά τους, ν’ αρχίζουν να συζητούν και κανένα από τα τόσο σοβαρά αυτά προβλήματα, για να γίνονται μερικά βασικά πράγματα κοινή συνείδηση σ’ όλους.

  Στο κάτω-κάτω, μ’ αυτό τον τρόπο η εκκλησία του Χριστού μονάχα κέρδος μπορεί ν’ αποκομίσει. Και να εξιλεωθεί για τα πολλά σφάλματα του παρελθόντος και του παρόντος. Σ’ εμάς μένει τουλάχιστον να συνειδητοποιήσουμε αυτή την ανάγκη, να προσευχόμαστε γι’ αυτήν όσο μπορούμε, και ν’ αγωνιζόμαστε μ’ όποιο τρόπο κι όποια μέσα έχουμε στη διάθεσή μας.

Comments are closed.