ΟΠΩΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ


( Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)

     Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη που μπορούν να γίνουν σε μια ομιλία σαν τη σημερινή, είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση μέσα στο μυαλό του ακροατή πως αυτός που μιλά θεωρεί τον εαυτό του απαλλαγμένο από όλες εκείνες τις αδύνατες πλευρές που επισημαίνει μέσα στην ομιλία του. Στην περίπτωσή μας, για να ξεκαθαρίσουμε απ’ την αρχή τον ορίζοντα και να εξαφανίσουμε οποιαδήποτε αμφιβολία και οποιοδήποτε ερωτηματικό, σπεύδουμε να δηλώσουμε πριν καν μπούμε στο θέμα μας, πως αυτός που μιλά θεωρεί τον εαυτό του απλά ένα μέσο χριστιανό, σαν όλους τους άλλους μέσους χριστιανούς των χριστιανικών εκκλησιών, με διαφορετικούς βαθμούς στα διάφορα πνευματικά κεφάλαια και με γενική πνευματική βαθμολογία που είναι φυσικά αδύνατο, κι ούτε κι επιτρέπεται, να προσδιοριστεί σε επίγεια εξεταστικά κέντρα. Δήλωση, που του χαρίζει την άνεση να μιλά ελεύθερα, χωρίς να γεννά καχυποψίες και στενόχωρες αντιδράσεις. Και τη δυνατότητα, ελπίζω, να γίνεται πιο ευπρόσδεκτος και να εισακούεται πιο απροκατάληπτα.

   Διερωτώμαι, πόσοι άραγε από τους ειλικρινείς χριστιανούς κάθε εποχής θα μπορούσαν να βαθμολογήσουν τον εαυτό τους με ικανοποιητικό βαθμό, ή να βαθμολογηθούν ανάλογα απ’ τον επουράνιο βαθμολογητή πάνω στο πιο βασικό εδάφιο–μάθημα του Λόγου του Θεού, που συγκεφαλαιώνει σε μια φράση ολόκληρη τη χριστιανική ζωή: «Όστις λέγει ότι μένει εν αυτώ, χρεωστεί καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω να περιπατή» (Α΄ Ιωάννου. β΄ 6). Κάτι που συχνά διατυπώνεται μ’ ένα γνωστό σ’ όλους μας ερώτημα που ισχύει για κάθε περίπτωση της ζωής μας: «Τι άραγε θα έκανε ο Χριστός στη θέση μου;» Εγώ μάλιστα θα συμπλήρωνα το ερώτημα και με το «τι θα έλεγε άραγε ο Χριστός πάνω σ’ αυτό που κάνω ή σ’ αυτό που πάω να κάνω;» Προσωπικά πιστεύω πως τα ευαγγέλια έχουν αρκετό υλικό για ν’ αντιμετωπίζουν και ν’ απαντούν στις άπειρες λεπτομέρειες που απαρτίζουν την καθημερινή ζωή και που θα πρέπει να προσαρμοστούν στο πιο πάνω εδάφιο. Κι είναι αυτό το υλικό αποκλειστικό κριτήριο και «συνταγματικός χάρτης» για τη συμπεριφορά μας, που με βάση αυτό θα κρίνουμε και όποιο άλλο περιστατικό ή άλλη περίπτωση αναφέρει ο Λόγος του Θεού σε άλλα μέρη του, είτε στην Καινή είτε –προπάντων- στην Παλιά Διαθήκη, απ’ όπου πολλοί δυστυχώς αποτολμούν να βγάλουν συμπεράσματα και να διατυπώσουν άσκοπες και άστοχες γενικεύσεις. Γιατί το εδάφιο που διαβάσαμε τονίζει πως οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε όπως συμπεριφέρθηκε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός –και φυσικά κι όπως μας δίδαξε να συμπεριφερόμαστε- κι όχι οποιοσδήποτε άνθρωπος, όσο άγιος κι όσο πνευματικά σημαντικός κι αν είναι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ου φονεύσεις». Εντολή που κατεύθυνε κι επεξήγησε ο Κύριος μέχρι τις έσχατες και λεπτές αποχρώσεις της. Κι ωστόσο οι χριστιανοί –και οι «χριστιανοί»- κατόρθωσαν και βρήκαν τάχα άλλοθι για πολέμους και σκοτωμούς από άλλα μέρη του Λόγου του Θεού, προπάντων της Παλιάς Διαθήκης, και από περιπτώσεις ξένες προς το πνεύμα και την εποχή που εγκαινίασε ο Χριστός με το παράδειγμα και τη διδασκαλία Του.

   Ξαναγυρίζουμε στο ερώτημα πόσοι άραγε από τους πιστούς κάθε εποχής θα μπορούσαν να βαθμολογηθούν με ικανοποιητικό βαθμό συγκρίνοντας την ζωή τους με το παράδειγμα του Χριστού. Προσωπικά μέχρι σήμερα δε γνώρισα παρά ελάχιστους. Κι είμαι σίγουρος πως ο αριθμός αυτός θα λιγόστευε ακόμα περισσότερο αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή τους σ’ όλες της τις λεπτομέρειες. Δεν έχω πρόθεση ν’ απογοητεύσω εκείνους απ’ τους χριστιανούς που αγωνίζονται. Αντίθετα, θα παρατηρήσω πως δεν υπάρχει πιο σημαντικός και πιο συναρπαστικός αγώνας. Ωστόσο η ανθρώπινη φύση πάντα καραδοκεί, κι ο εχθρός πάντα παραμονεύει. Κι ίσως οι αποτυχίες μας να μας προστατεύουν από μια ακόμη μεγαλύτερη παγίδα, τον πνευματικό εγωισμό. Εικόνα που παρουσιάζουν αρκετοί δυστυχώς χριστιανοί, γνήσιοι δονκιχώτες, που αποτυχαίνουν καθημερινά στη συμμόρφωσή τους με το Χριστό, κι ωστόσο φουσκώνουν και προβάλλουν και τεντώνουν το ανύπαρκτο πνευματικό τους ανάστημα. Κρίμα που η γελοιογραφία δεν έχει καλλιεργηθεί ακόμη στους κύκλους μας. Δε θα γελούσαμε μονάχα. Θάχαμε πολλά να διδαχτούμε.

 

   Μιλάμε λοιπόν όχι μόνο για το πώς συμπεριφέρθηκε ο Χριστός, αλλά και για το πώς μας δίδαξε να συμπεριφερόμαστε. Κι είναι ακριβώς εκεί –στη διδασκαλία Του- που γεννιούνται κάποιες απορίες κι ερωτηματικά, κι όπου σημειώνονται οι πιο πολλές αποτυχίες. Στην επί του όρους ομιλία, για παράδειγμα, υπάρχουν αρκετές προτάσεις που μας στέλνουν όλους καθημερινά στην επόμενη εξεταστική περίοδο με απαράδεκτα χαμηλούς βαθμούς: «Πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού, ένοχος έσται τη κρίσει…» (Προσοχή! η λέξη «αναιτίως» που αναφέρει η μετάφραση του Βάμβα, αποτελεί πιθανότατα μεταγενέστερη προσθήκη!) Κι ο Ιωάννης συμπληρώνει στην πρώτη επιστολή του: «πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί». Κι ακόμη: «Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (και, φυσικά, το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες σε αντίστροφη κατεύθυνση). Ή: «Όστις σε ραπίσει εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Και δεν είναι μονάχα η επί του όρους ομιλία που μας φέρνει σ’ αμηχανία. Πόσοι άραγε από μας έχουν μοιράσει όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς; πόσοι έχουν χαρίσει απλόχερα ρούχα που αγαπούν και δεν τάχουν αποσύρει από την κυκλοφορία; πόσοι έχουν δανείσει χρήματα σ’ αυτούς που δεν περιμένουν να τους τα επιστρέψουν; είναι λοιπόν ανεδαφικές κι ανεφάρμοστες οι εντολές του Κυρίου, ή τουλάχιστον ορισμένες απ’ αυτές;

   Προσωπικά πιστεύω πως ο Χριστός με τη διδασκαλία Του παρουσίασε την ολοκληρωμένη εικόνα του θελήματος του Θεού, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε με εξωβιβλική ορολογία «απόλυτη ηθική ζωή». Σ’ αυτό το πρότυπο τείνουμε χωρίς να το φτάσουμε απόλυτα ποτέ. Αυτή άλλωστε την έννοια έχει και η φράση πως «χρεωστούμε να περπατούμε στη ζωή μας όπως ο Χριστός». Το πρότυπο είναι χειροπιαστό και συγκεκριμένο. Το τέρμα είναι άπιαστο και ιδανικό. Τείνουμε όμως προς αυτό, και πρέπει να τείνουμε. Κι αλίμονό μας αν για πολλά χρόνια εξακολουθούμε και φοιτάμε στην ίδια πάντα χαμηλή τάξη…

 

   Έφερα ένα παράδειγμα για αποφυγή, όταν αναφέρθηκα στην παραποίηση και καταστρατήγηση της εντολής «ου φονεύσεις». Και τέτοιου είδους φαινόμενα επαναλαμβάνονται δυστυχώς κάθε τόσο, προπάντων από μέρους εκείνων που χωρίς να γνωρίζουν το ευαγγέλιο έχουν απομονώσει μερικές γνωστές του φράσεις. Γιατί η διδασκαλία του Χριστού και το παράδειγμά Του αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο, κι είναι λάθος να ξεχωρίζουμε ορισμένες μόνο πλευρές και να τις προβάλλουμε αποσιωπώντας ή παρατρέχοντας τις υπόλοιπες. Φυσικά, δεν φιλοδοξούμε να ολοκληρώσουμε την εικόνα για το πώς Εκείνος περπάτησε και δίδαξε σε μερικά μονάχα λεπτά. Θα κάνουμε όμως μερικές χρήσιμες επισημάνσεις, κι αυτό όσο το δυνατόν από περισσότερες πλευρές.

   Χρεωστούμε, λοιπόν, όπως Εκείνος περπάτησε, κι εμείς έτσι να περπατάμε, πρώτο και κύριο: στην απόλυτη εξάρτησή Του απ’ τον Πατέρα και στην επικοινωνία μαζί Του, καθώς και στην πνευματικότητα, στη σωστή δηλ. αποτίμηση, με κριτήρια πνευματικά, των υλικών αγαθών και απολαύσεων από το ένα μέρος, και των πνευματικών αγαθών και αξιών από το άλλο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό με τους πειρασμούς του Κυρίου στην έρημο. «Όλα τα βασίλεια του κόσμου είναι δικά σου, αν πέσεις και με προσκυνήσεις», Του είχε πει ο διάβολος. Κι είναι αυτό το αιώνιο δίλημμα του χριστιανού κι ο αιώνιος αγώνας του. Μοτίβο που διασώζεται ακόμη και στη μυθολογία λαών. Απ’ τη μια η Αρετή, απ’ την άλλη η Κακία στο μύθο του Ηρακλή. Απ’ τη μια οι πιστοί προσκυνητές, απ’ την άλλη οι πειρασμοί του Βουνού της Αφροδίτης στο μύθο του Ταγχώυζερ. Αγώνας παρόμοιος κι αυτός του χριστιανού, αλλά με άλλου είδους όπλα κι άλλου είδους συντροφιά και στήριγμα. Με όπλα την προσευχή και το Λόγο του Θεού, με συντροφιά και στήριγμα το Άγιο Πνεύμα που μας έστειλε ο Χριστός. Η χριστιανική ζωή, βλέπετε, δεν είναι απλώς ένα σύνολο αντιλήψεων ή απλώς μια κοσμοθεωρία, ή ακόμα λιγότερο είναι η συμμετοχή σε μια ομάδα όπως ακριβώς γίνεται με τη συμμετοχή μας στους διαφόρους συλλόγους και λέσχες. Θ’ άξιζε τον κόπο να μετρήσουμε πόσες φορές αναφέρουν τα ευαγγέλια πως ο Κύριος προσευχήθηκε προς τον Πατέρα Του για δύναμη, για καθοδήγηση, για πνευματικό ανεφοδιασμό. Δηλώνουμε χριστιανοί. Πόσο συχνά προσευχόμαστε, πόσο ουσιαστικά προσευχόμαστε, πόσο νιώθουμε την ανάγκη της προσευχής, πόσο πιστεύουμε στην αξία της προσευχής; Δηλώνουμε χριστιανοί. Πόση τιμή αποδίδουμε στο Λόγο του Θεού, απαράλλαχτα όπως έκανε ο Κύριος με το Νόμο και τους Προφήτες; Πόσο συχνά τον μελετούμε, πόσο σοβαρευόμαστε μαζί του; Πόσο τον πιστεύουμε για γνήσια θεόπνευστο λόγο; Δηλώνουμε χριστιανοί, και διαπιστώνουμε την περιφρόνηση που έδειχνε ο Κύριος προς τα υλικά αγαθά. Πόσο χρόνο ξοδεύουμε μελετώντας και συζητώντας την εξωτερική εμφάνιση, και τη δική μας και των ανθρώπων του περιβάλλοντός μας; Πόσο πολύ έχει απορροφήσει τον πολύτιμο χρόνο μας κι έχει σκλαβώσει τη σκέψη μας η ανάπτυξη κι επέκταση της επιχείρησής μας, τι είδους κριτήρια χρησιμοποιούμε και με ποια νοοτροπία αντιμετωπίζουμε την όποια σταδιοδρομία μας, πόσο η «αλαζονεία του βίου» έχει κυριεύσει τη σκέψη και τα όνειρά μας; «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού», διακήρυξε ο Κύριος. Μήπως έχουμε την εντύπωση πως εμείς είμαστε απαλλαγμένοι απ’ αυτή την υποχρέωση;

   Δεύτερο: Χρεωστούμε να συμμορφωνόμαστε όλο και περισσότερο με την περί ηθικής αντίληψη και τον ηθικό νόμο του Χριστού. Όταν ακόμη και το πονηρό βλέμμα το τοποθετεί στο επίπεδο και στη σημασία του αμαρτήματος της μοιχείας, όταν η θέση Του για τη διάλυση του γάμου είναι τόσο ξεκάθαρη, κανενός είδους ηθική χαλαρότητα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, κι ακόμη λιγότερο να θεμελιωθεί θεωρητικά όπως ίσως μερικοί χριστιανοί προσπαθούν να επιχειρήσουν. Όταν η αλήθεια κι η ειλικρίνεια κυριαρχούν στα λόγια και στο παράδειγμα του Κυρίου, κανενός είδους θολές και διφορούμενες καταστάσεις και κανένα ψέμα σε όποια μορφή δεν έχει θέση στη ζωή του χριστιανού. Όταν ακόμη και την απλή οργή ενάντια στον αδελφό την τοποθετεί στο επίπεδο του φόνου, πολύ, πάρα πολύ θα πρέπει να φοβηθούμε όταν  χειρότερα φαινόμενα αποτελούν τον καθημερινό σχεδόν κανόνα στις σχέσεις αρκετών χριστιανών με τους αδελφούς τους, και γενικότερα με το περιβάλλον τους. Αναρωτιέμαι μάλιστα πώς αρκετοί χριστιανοί δικαιολογούν καταστάσεις που μονάχα με την παραπομπή σε σκοτεινούς καιρούς της Παλιάς Διαθήκης μπορούν να θεμελιωθούν, όπως η κρατική βία, η θανατική καταδίκη, οι πόλεμοι, τα ανελεύθερα καθεστώτα, οι φυλετικές διακρίσεις κι άλλα παρόμοια. Κι είναι περίεργο πώς χριστιανοί άψογοι στην ηθική τους ζωή, στην αφιέρωσή τους στον Κύριο και στις σχέσεις τους με τους αδελφούς και τους συνανθρώπους τους, παρουσιάζουν αγεφύρωτο χάσμα κι εκπληκτική ασυνέπεια στις αντιλήψεις τους πάνω σε θέματα όπως τα παραπάνω. Να υποθέσουμε άραγε πως κι εδώ λειτουργεί κάποιος φυσικός νόμος, όπως: «το άθροισμα της γενικής βαθμολογίας των χριστιανών στους διαφόρους τομείς της ζωής είναι περίπου σταθερό» ή, αλλιώτικα: «η υπερβολική επιτυχία σε ορισμένους τομείς συνεπάγεται την πλήρη αποτυχία σε άλλους»; Ποιος ξέρει…

Τρίτο: Όπως ο Χριστός στη συμπεριφορά απέναντι σε διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Πάρα πολλά θάχαμε να πούμε πάνω σε τούτο το κεφάλαιο. Γιατί είναι ίσως το λιγότερο προσεγμένο κι αρκετά από τα σημεία του αρκετοί από τους «παραδοσιακούς» χριστιανούς όλων των αιώνων τα έχουν παρατρέξει και παρασιωπήσει νιώθοντας όχι και τόσο άνετα, ή κι αρκετά στενόχωρα. Κι ο λόγος είναι ότι απέναντι στον αμαρτωλό, στον κάθε αμαρτωλό, μονάχα συμπόνια και συγχωρητικότητα έδειξε ο Γιος του Θεού, τη στιγμή που αρκετοί χριστιανοί κάθε εποχής δεν έκρυψαν τα αισθήματα αποστροφής και αντιπάθειας απέναντί τους. Η επ’ αυτοφώρω συλληφθείσα σε μοιχεία, η αμαρτωλή γυναίκα που έβρεξε με τα δάκρυά της τα πόδια Του, οι τελώνες και οι πόρνες, όλοι αυτοί και αρκετοί άλλοι πολλά θα μπορούσαν να διηγηθούν για την αγάπη και την  επιείκεια που τους έδειξε μόλις Τον πλησίασαν. Κι ασφαλώς αρκετοί απ’ αυτούς θα τόκαναν με αρκετή ταραχή, αρκετή αμφιβολία και αρκετό «τρακ». Τι εμπειρίες έχουν άραγε αποκομίσει παρόμοιου είδους άνθρωποι από το πλησίασμα τους κοντά μας; Πόσο ξέρουμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην αποστροφή μας προς την αμαρτία και στην αντιμετώπιση του αμαρτωλού, που έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού; Και σε τελευταία ανάλυση: πόσο αυστηροί είμαστε απέναντι στον εαυτό μας και πόσο επιεικείς απέναντι στους άλλους;

   Δεν είναι όμως μονάχα η συμπεριφορά απέναντι στους αμαρτωλούς. Είναι και η αντιμετώπιση αυτών που αρνούνται την πίστη και αυτών που δεν ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο, αν και πιστοί. Έτοιμοι οι μαθητές να ζητήσουν να πέσει «πυρ εξ ουρανού» να κατακαύσει την πόλη των σαμαρειτών που δεν δέχτηκε να τους φιλοξενήσει. «Δεν εξεύρετε ποίου πνεύματος είσθε σεις· διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να απολέση ψυχάς ανθρώπων, αλλά να σώση.»(Λουκ. θ΄54-55). Αλήθεια, πόσο εκδικητικοί είμαστε γι’ αυτούς που δε μας δέχονται και δε μας τιμούν όσο μας πρέπει; Κι όταν εμφανίζεται κάποιος που βγάζει δαιμόνια στο όνομα του Δασκάλου, οι μαθητές τον εμποδίζουν γιατί δεν ανήκει στη δική τους ομάδα. «Μην τον εμποδίζετε», τους παρατηρεί ο Κύριος. «Όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας». Όταν ο ίδιος ο Χριστός αντιμετωπίζει έτσι αυτούς που δεν ανήκουν στην ομάδα Του, από πού αντλούμε εμείς το δικαίωμα ν’ αντιμετωπίζουμε διαφορετικά αυτούς που δεν ανήκουν στη δική μας εκκλησία;

   Υποθέτω πως έχετε παρατηρήσει ποιους μονάχα αντιμετώπισε αυστηρά και μ’ απροσδόκητη σκληρότητα: τους κακόπιστους, στρεψόδικους κι υποκριτές γραμματείς και φαρισαίους, όλους εκείνους που καπηλεύονταν τη θρησκεία για ν’ αποκτήσουν κάθε είδους οφέλη σαν τους εμπόρους και τους αργυραμοιβούς του Ναού, τους κάθε είδους απατεώνες που εκμεταλλεύονταν τη θρησκευτική ευπιστία του απλού λαού. Κι ασφαλώς πολλά θα είχε να πει γι’ αρκετούς από τους σημερινούς πνευματικούς οδηγούς και ιεράρχες που έχουν αντιγράψει πιστά τους αντίστοιχους της εποχής εκείνης. Ωστόσο η υποκρισία και ο φαρισαϊσμός δεν έλειψαν ποτέ και από την ίδια την αληθινή εκκλησία του Χριστού. Πώς άραγε θ’ αντιμετώπιζε ο ίδιος ο Κύριος τους κάθε λογής φαρισαίους μέσα στην ίδια του την εκκλησία, που συχνά μάλιστα χαίρουν ιδιαίτερης τιμής και εκτίμησης από μέρους των υπόλοιπων πιστών; τι θάχε άραγε να πει για τους σύγχρονους ευπρεπείς πιστούς, που πολύ ενοχλούνται από αρκετά που συμβαίνουν γύρω τους, από ανθρώπους που η εξωτερική τους εμφάνιση δεν ταιριάζει απόλυτα στις προδιαγραφές τους, από εκδηλώσεις που δεν ταιριάζουν στη δική τους ευπρέπεια κι αξιοπρέπεια και στη σοβαρότητα και παράδοση της εκκλησίας τους, απαράλλαχτα όπως ενοχλήθηκε ο ευπρεπής και άψογος πρωτότοκος γιος της παραβολής του ασώτου;

   Τέταρτο: Όπως ο Χριστός στη νοοτροπία, στην άνεση και στο ελεύθερο πνεύμα. Γράφτηκε η Αγία Γραφή –Παλιά και Καινή Διαθήκη- κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων. Κι ήταν οι ιδέες του κάθε της βιβλίου τον καιρό που γράφτηκε πρωτοποριακές και ριζοσπαστικές για την εποχή του. Και πήραμε εμείς, οι κατοπινοί χριστιανοί, αυτές ακριβώς τις πρωτοποριακές ιδέες, και χωρίς επεξεργασία και χωρίς φαντασία τις μεταφέραμε στην κάθε εποχή από τότε, και μας ειρωνεύτηκαν για οπισθοδρομικούς, για ανεδαφικούς και για ξεπερασμένους. Βλέπουμε μέσα σ’ ολόκληρη τη Γραφή πιστούς που τους κατηγορούν για ανυπακοή στις αρχές και στις εξουσίες, για επαναστάτες, για ταραξίες, για ιδιόρρυθμους ίσως και αντισυμβατικούς, πουθενά όμως δε χαρακτηρίζονται οπισθοδρομικοί και προσκολλημένοι σε παλιές νεκρές παραδόσεις. Κι ωστόσο στους κατοπινούς αιώνες ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε από χριστιανούς (χριστιανούς με εισαγωγικά ή όχι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, μια κι οι λαθεμένες αντιλήψεις κι η οπισθοδρομικότητα είναι κοινά γνωρίσματα σε αρκετούς εκπροσώπους και των δύο κατηγοριών) γιατί τάχα ανέτρεψε την αλήθεια της Γραφής με το να πιστεύει πως κινείται η γη γύρω από τον ήλιο κι όχι ο ήλιος γύρω απο τη γη. Κι ο Παστέρ συνάντησε πολλή αντίδραση, γιατί η ανακάλυψη των μικροβίων ήταν δήθεν αντίθετη με την άποψη της Γραφής πως οι αρρώστιες προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα. Και μόλις πριν μερικά χρόνια οι χριστιανοί διακήρυτταν με πύρινα άρθρα πως ο άνθρωπος δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ στο φεγγάρι, γιατί προκύπτει απ’ την Αγία Γραφή πως ο Θεός δε θέλει να γίνει κάτι τέτοιο και, φυσικά, γελοιοποιηθήκαμε γι’ άλλη μια φορά. Και η ιστορία της μωρίας κατεβαίνει ακόμη πιο χαμηλά. Μέχρι τις ατέλειωτες και περισπούδαστες συζητήσεις για πολλούς αιώνες, αν επιτρέπεται η γυναίκα να κόβει τα μαλλιά της κοντά, ή αν πρέπει να φορά κάλυμμα στο κεφάλι στην ώρα της λατρείας ή του δείπνου, ή αν πρέπει να προσεύχεται δημόσια ή ακόμη αν πρέπει να βάζουμε αρμόνια και χορωδίες και πολυφωνία και βιτρώ μέσα στις εκκλησίες, ή αν πρέπει να πλένουμε τα πόδια μας πριν απ’ το δείπνο όπως έκανε ο Χριστός στους μαθητές Του –γιατί υποστηρίχτηκε κι αυτό από μερίδα πιστών- ή αν πρέπει να αποφεύγουμε τη μετάγγιση αίματος γιατί η Γραφή το απαγορεύει, όπως υποστηρίζουν οι λεγόμενοι μάρτυρες του Ιεχωβά.

   Ναι, η Αγία Γραφή είναι το πιο πρωτοποριακό βιβλίο, μαζί όμως μ’ αυτό ο Θεός μάς έχει δώσει και το μυαλό, που μας βοηθά να διακρίνουμε τις μεγάλες διαχρονικές αλήθειες από τις διατάξεις που αφορούσαν εκδηλώσεις χρήσιμες κι απαραίτητες για την εποχή που γράφτηκε η Αγία Γραφή, που όμως σήμερα δεν έχουν καμιά απολύτως έννοια. Όσο για το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, για τη συμπεριφορά Του, για το παράδειγμά Του, για τις αντιλήψεις Του και για τα όσα δίδαξε, εκεί τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Γιατί όχι μόνο ισχύουν απαράλλαχτα τα πάντα μέχρι την τελευταία λέξη και την τελευταία λεπτομέρεια σήμερα, αλλά επιπλέον αρκετά βρίσκονται πιο μπροστά κι από τη δική μας εποχή. Αξίζει ν’ αναφέρουμε δυο-τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, δίνοντας αρκετή έκταση στο κεφάλαιο μας αυτό, για να προσπαθήσουμε να κάνουμε τους νεαρούς ακροατές μας να συνειδητοποιήσουν πόσο λαθεμένη είναι η αντίληψη ότι δήθεν οι σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις είναι ξένες στην πίστη και τη διδασκαλία του Χριστού, και πως τάχα προήλθαν από αρνητές και αθεϊστές, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κι αυτό ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι αρκετοί χριστιανοί δεν ακολούθησαν πιστά όλα εκείνα που έδειξε και δίδαξε ο Δάσκαλος. Κι ακόμη θα επιμείνουμε κάπως περισσότερο σ’ αυτό το κεφάλαιο, γιατί ακούγεται πολύ σπάνια και μάλλον φευγαλέα στους κύκλους μας.

   Είναι ανοιχτό ακόμη και σήμερα –ιδιαίτερα για τη χώρα μας, όπου δεν καταφέραμε να το λύσουμε ακόμη- το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος, και γενικότερα το πρόβλημα της εξουσίας από την πνευματική του σκοπιά. Και μάλιστα αρκετοί από τους ηγεμόνες στο κύλισμα των αιώνων, απ’ το Χριστό μέχρι σήμερα, ειδικεύοντας ορισμένες γενικές παρατηρήσεις του αποστόλου Παύλου διατύπωσαν το πολύ συμφέρον γι’ αυτούς δόγμα της «ελέω Θεού βασιλείας», πως τάχα δηλ. αντλούν την εξουσία τους μονάχα απ’ το Θεό κι επομένως οφείλουν να λογοδοτούν μονάχα σ’ Αυτόν και δεν υπόκεινται σε κανένα ανθρώπινο έλεγχο. Ωστόσο το πρόβλημα το είχε ήδη λύσει ο Χριστός με μια του μονάχα φράση: «απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν». Μ’ άλλα λόγια: «μη μπερδεύετε κοσμικές εξουσίες με πνευματικές. Μη συσχετίζετε ανθρώπινες κυβερνήσεις με την κυριαρχία του Θεού». Κάτι που μεταφράζεται και στο χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, αν φυσικά με τον όρο «Εκκλησία» εννοούμε την πραγματική εκκλησία του Χριστού. Πώς κατάφεραν τώρα ακόμη και γνήσιοι χριστιανοί και μπέρδεψαν τις δύο έννοιες μέχρι και σήμερα, είναι άλλο θέμα.

   Το πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων είναι παλιό, όσο κι οι ανθρώπινες φυλές Η ίδια η εκκλησία του Χριστού έχει ταλαιπωρηθεί απ’ αυτό, με διάφορες ύποπτες θεωρίες που δήθεν στηρίζονται στη Γραφή, και μάλιστα στην ιστορία του Νώε που τον κορόιδεψε ο Χαμ, ο γιος του, πρόγονος όλων των εγχρώμων, όταν μια μέρα ο Νώε σε κατάσταση μέθης γυμνώθηκε και γελοιοποιήθηκε. Είχαν κι οι εβραίοι της εποχής του Χριστού τους «μαύρους» τους. Τους σαμαρείτες. Που χωρίς νάναι έγχρωμοι αντιμετώπιζαν ωστόσο το φυλετικό μίσος και τη φυλετική περιφρόνηση των καθαρόαιμών εβραίων, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους φυλετικά υπέρτερους από τους σαμαρείτες, μια κι οι τελευταίοι προέρχονταν από ανάμιξη εβραίων και ασσυρίων. Οι ιουδαίοι λοιπόν «δεν συγκοινωνούσαν με τους σαμαρείτες», όπως μας βεβαιώνει ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε καθόλου τον Κύριο να κάνει ολόκληρη –θεολογική- συζήτηση με κάποιον καθόλου ευυπόληπτο εκπρόσωπο των σαμαρειτών, και μάλιστα θηλυκού γένους, κάτι δηλ. μεταξύ ανθρώπου και ζώου, όπως περίπου θα εκφραζόταν ο εβραίος της εποχής εκείνης. Κι όταν ο Κύριος θεραπεύει τους δέκα λεπρούς, που ανάμεσά τους βρίσκεται κι ένας σαμαρείτης –ο μόνος που θυμάται να ξαναγυρίσει και να Τον ευχαριστήσει για τη θεραπεία του- βρίσκει ευκαιρία να επαινέσει την πίστη του ξένου και να τον βεβαιώσει πως τον έχει σώσει η πίστη του. Κι ασφαλώς οι μαθητές θα κοιτάζονται μεταξύ τους απορημένοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν μια τέτοια περίεργη κι ανορθόδοξη συμπεριφορά. Είχαν άλλωστε υποστεί ήδη μια ακόμη ψυχρολουσία, όταν στην παραβολή του καλού σαμαρείτη οι πιο σπουδαίοι εκπρόσωποι του εβραϊκού έθνους, οι ιερείς και οι λευίτες, εμφανίστηκαν αδιάφοροι και ανελέητοι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, αντίθετα με το σαμαρείτη που έδειξε την αγάπη στον πλησίον παραδειγματικά και πλουσιοπάροχα.

   Όσο για το επίσης, ακόμα και σήμερα, επίκαιρο θέμα της ισότητας των δύο φύλων, μια ανδρική προσευχή του Ισραήλ στην εποχή του Χριστού έλεγε: «Ευλογημένος να είσαι, Κύριε, που δεν με έκανες γυναίκα». Με αντίλογο μάλιστα από μέρους της γυναίκας: «Ευλογημένος να είναι ο Κύριος, που με δημιούργησε σύμφωνα με το θέλημά Του». Για να μη μιλήσουμε για τους ειδωλολατρικούς λαούς της ίδιας εποχής, κι ακόμη και για τους δικούς μας φωτισμένους και δημοκρατικούς προγόνους και για τους σοφούς μας φιλοσόφους, που είτε αδιαφορούν τελείως για τη γυναίκα, είτε μιλούν γι’ αυτήν περιφρονητικά και καθόλου κολακευτικά (Αριστοτέλης: «εκ φύσεως ελαττωματική και ατελής», Πυθαγόρας: «από τη γυναίκα το χάος και το σκοτάδι», Κικέρων: «αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες, οι άνδρες θα συνδιαλέγονταν με τους θεούς»). Κι ακόμη ας μη μιλήσουμε καθόλου για το Βούδα ή τον Κομφούκιο, ή και –φυσικά- για το Μωάμεθ. Αντίθετα με όλους αυτούς, η συμπεριφορά του Ιησού Χριστού απέναντι στις γυναίκες και η αντίληψή Του γι’ αυτές ξεπερνά και τις πιο προοδευτικές σύγχρονες ιδέες, σ’ αντίθεση, βέβαια, με πολλούς χριστιανούς κάθε εποχής, κι ασφαλώς και της δικής μας. Θυμόμαστε όλοι τη συμπεριφορά Του απέναντι στη σύζυγο που κατηγορήθηκε για απιστία και που θέλησαν να λιθοβολήσουν οι βλοσυροί και αυστηροί τηρητές του νόμου. Μιλήσαμε για την πολύ ελαφρών ηθών σαμαρείτιδα, με την οποία ο Κύριος είχε μια πολύ σοβαρή συζήτηση, πράγμα αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Ωστόσο δεν είναι μονάχα τα δύο αυτά παραδείγματα. Υπάρχουν αρκετές άλλες περιπτώσεις που ίσως είτε τις έχουμε αφήσει απαρατήρητες, είτε φωτίζονται περισσότερο από άλλες άγνωστες λεπτομέρειες. Ας θυμηθούμε την παραβολή των δέκα παρθένων, που τις πέντε απ’ αυτές τις παρουσίασε ο Κύριος σαν υπόδειγμα επίμονης και ζωντανής πίστης. Ας θυμηθούμε τη Μαρία που καθόταν στα πόδια Του κι άκουγε τα λόγια Του, κι Εκείνος την επαίνεσε πολύ περισσότερο από τη Μάρθα, που ασχολούνταν με το καθαρά γυναικείο έργο του νοικοκυριού –και διερωτώμαι μήπως θάπρεπε και οι άντρες ν’ ασχολούνται περισσότερο με την κουζίνα στα νεανικά μας συνέδρια, για ν’ ακούνε και οι γυναίκες πού και πού μερικά χρήσιμα πράγματα. Ας θυμηθούμε ακόμη τη συμπεριφορά Του απέναντι στην αμαρτωλή μετανοούσα γυναίκα που τόσο πολύ την επαίνεσε και την εξύψωσε, παίρνοντας μάλιστα αφορμή για να συγκρίνει τη συμπεριφορά και την πίστη της μ’ εκείνη του φαρισαίου οικοδεσπότη Του. Ας θυμηθούμε πως σε γυναίκες ανέθεσε ο Χριστός την αποστολή ν’ αναγγείλουν το κορυφαίο γεγονός της χριστιανικής πίστης, την ανάστασή Του απ’ τους νεκρούς. Κι ακόμη πως αντίθετα με πολλές αντιλήψεις της εποχής μας διευκρινίζει πως η διαίρεση σε άνδρα και γυναίκα είναι τελείως εφήμερη και προσωρινή, και διαρκεί μόνο όσο διαρκεί η παρούσα ζωή: «Κατά την ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό». Ο Vittorio Messori στο εκπληκτικό βιβλίο του «Υπόθεση Ιησούς» αναφέρει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία πάνω σ’ αυτό το θέμα. Σχολιάζοντας τη θεραπεία της αιμορροούσας που έπασχε από μια καθαρά «γυναικεία» ασθένεια, παρατηρεί πως ο Ιησούς, αντίθετα από οποιοδήποτε κανόνα σεμνοτυφίας ακόμη και της δικής μας εποχής, ζήτησε από τη γυναίκα να μιλήσει δημόσια για τη θεραπεία της, για να φανεί μ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι αρρώστιες των γυναικών δεν είναι πιο «ντροπιαστικές» από τις παθήσεις των ανδρών, όπως πίστευαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Πιο εκπληκτική ακόμη η περίπτωση της πεθεράς του Πέτρου. Ο Χριστός τη θεράπευσε, πιάνοντάς την απ’ το χέρι. Κι αυτή σηκώθηκε και Τον υπηρέτησε. Στην πράξη αυτή, μας λέει ο Messori, υπάρχουν τρία ανήκουστα πράγματα για την εβραϊκή κοινωνία:

1.     Ένας ραβίνος ή ένας μεσαίος δάσκαλος του Ισραήλ δε θα καταδεχόταν ποτέ να πλησιάσει μια γυναίκα.

2.     Και στην περίπτωση που θα βρισκόταν κάποιος να το κάνει, δε θα την έπιανε ποτέ από το χέρι.

3.     Ένας ραβίνος θα αρνιόταν οπωσδήποτε να εξυπηρετηθεί από μια γυναίκα, για την οποία θα είχε κάποιες υποψίες για την ασθένειά της.      

   Δεκαέξι αιώνες αργότερα ο μεγάλος φιλόσοφος της αναγέννησης Giordano Bruno, σύμβολο της ελευθερίας της σκέψης και πρόδρομος των σύγχρονων αθεϊστών και υλιστών, θα εκφραστεί για τις γυναίκες υβριστικά με λέξεις που είναι δύσκολο να μεταφερθούν στο χώρο αυτό, αποδεικνύοντας γι ακόμη μια φορά ποιος στην πραγματικότητα χάρισε την αληθινή απελευθέρωση στη γυναίκα, και ποιοι ιδιοποιήθηκαν μια τιμή που καθόλου δεν ανήκει σ’ αυτούς. Κι όσο για τις σημερινές εκκλησίες του Χριστού, αφήνω στη δική σας κρίση ν’ απαντήσετε στο ερώτημα ποιες και κατά πόσο ευθυγραμμίζονται με το παράδειγμα και τη διδασκαλία του Χριστού στην καθημερινή τους πρακτική, στη συμπεριφορά και στις αντιλήψεις τους σχετικά με το θέμα αυτό. Κι ασφαλώς το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο δραματικό, όταν πρόκειται για τη συμπεριφορά και της αντιλήψεις μας σαν ατόμων μέσα στην εκκλησία μας και μέσα στην οικογένειά μας.

   Σε κάποιο χαρακτηρισμό της προσωπικότητας του Ιησού Χριστού, τον τελειότερο ίσως απ’ όσους έχω διαβάσει μέχρι τώρα, αναφέρεται πως ήταν «απαλλαγμένος από κάθε μονομέρεια και αποκλειστικότητα», πως ήταν «στολισμένος με μια αγνότητα που ακτινοβολούσε, χωρίς όμως ν’ αποφεύγει τον κόσμο, ακόμη και τη συναναστροφή με αμαρτωλούς ανθρώπους», πως περιφρονούσε τους πειρασμούς του κόσμου και δεν τους φοβόταν, πως «αγαπούσε τη μόνωση κι ωστόσο ζούσε συνήθως ανάμεσα στους ανθρώπους». Αυτό ακριβώς είναι το παράδειγμα που μας άφησε ο Χριστός. Να συνδυάζουμε την παρουσία μας «εν τω κόσμω» με την τέλεια αγνότητα και τη σωστή αξιολόγηση των υλικών αγαθών. Χωρίς προσκόλληση κι εξάρτηση απ’ αυτά, χωρίς όμως και επιδεικτική άρνηση και ασκητική ψευδοσεμνοτυφία. Αρκετοί από τους πουριτανούς χριστιανούς θα επιθυμούσαν το θαύμα στην Κανά όπου ευλογήθηκε το κρασί κι ενθαρρύνθηκε η διασκέδαση κι η εύθυμη διάθεση –μέσα στα πλαίσια φυσικά της ευπρέπειας και νηφαλιότητας- να μην περιλαμβανόταν στην ευαγγελική διήγηση. Ακριβώς όπως κι η ιστορία της έπ’ αυτοφώρω συλληφθείσης για μοιχεία, που μάλιστα έχει αφαιρεθεί από αρκετά χειρόγραφα, προφανώς γιατί οι χριστιανοί αντιγραφείς των ευαγγελίων δεν την θεώρησαν «πολλής περιωπής». (Είναι αυτό το πνεύμα που εντελώς πετυχημένα εκφράζει ο Ντοστογέφσκυ, βάζοντας έναν εκπρόσωπο της εκκλησίας να φωνάζει προς τον Ιησού: «Μην ξαναγυρίσεις. Σταμάτα να μας καταπιέζεις με την ελευθερία σου»!) Αρκετοί από τους πολύ αυστηρούς χριστιανούς δεν έχουν προσέξει πως ο Χριστός μάς παραγγέλλει ν’ αποφεύγουμε το υποκριτικό σκυθρωπό ύφος όταν εκτελούμε θρησκευτικές πράξεις όπως ήταν η νηστεία την εποχή εκείνη, προσέχοντας μάλιστα την τακτική φροντίδα της εξωτερικής μας εμφάνισης, όπως την καθαριότητα του προσώπου και την περιποίηση των μαλλιών με άρωμα ή κάτι ανάλογο, αντίθετα μάλιστα με τους Εσσαίους, αστέρες θρησκευτικούς πρώτου μεγέθους της εποχής, που τόσο επιπόλαια και τόσο ανόητα συγκρίνουν παλιότεροι ερευνητές τη διδασκαλία τους μ’ εκείνη του Χριστού, που διακήρυτταν: «Κανείς να μην τολμήσει ν’ αρωματιστεί τη μέρα του Σαββάτου». Ή ότι αντίθετα με τον ασκητικό Ιωάννη το Βαπτιστή που φορούσε φορέματα από τρίχες καμήλας και τρεφόταν με αγριόχορτα και άγριο  μέλι, Εκείνος δεν περιφρονούσε καθόλου το καλό φαΐ και το καλό κρασί, και ήταν τόσο ωραίος ο μονοκόμματος ολοΰφαντος χιτώνας που φορούσε, ώστε οι στρατιώτες συναγωνίζονταν με τα ζάρια τους ποιος θα τον πρωταρπάξει. Κι ακόμη αρκετοί χριστιανοί που πολλές διατάξεις και πολλές παραδόσεις θέσπισαν μέσα στους αιώνες, θα ένιωθαν πολύ άσχημα αν πρόσεχαν πως η περιφρόνηση προς τις διατάξεις του νόμου (όπως η τήρηση του Σαββάτου με σχολαστικότητα που έπνιγε τ’ αληθινό νόημα της εντολής, το πλύσιμο των χεριών κι άλλες τυπικότητες) δεν ήταν απλή περιφρόνηση προς το άχρηστο πια τυπικό του μωσαϊκού νόμου, μα ακόμη περισσότερο, αποτελούσε αναίρεση οποιασδήποτε τυπικότητας κι οποιασδήποτε άχρηστης παράδοσης, και προτροπή να ερευνούμε την ουσία και το βάθος και τον πνευματικό πυρήνα κάτω από τα σκληρά εξωτερικά περιβλήματα.

    Στο ευαγγέλιο του Λουκά διασώζεται ένα περιστατικό που κατά περίεργο τρόπο αναφέρεται σ’ ένα μόνο χειρόγραφο –από τα πιο σημαντικά- γι’ αυτό και ο Βάμβας το παραλείπει, και το κριτικό κείμενο το αναφέρει σε μια υποσημείωσή του. Ποιος ξέρει αν ειπώθηκε πραγματικά απ’ τον Κύριο, κι αν  ίσως οι διάφοροι αντιγραφείς πολύ στενοχωρέθηκαν και φρόντισαν να τ’ αφαιρέσουν… Και μάλιστα ο Γιώργος Χατζηαντωνίου  αναφέροντας το περιστατικό στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη» το χαρακτηρίζει «πολύ ενδιαφέρον». Γράφει λοιπόν ο Λουκάς: «τη αυτή η μέρα θεασάμενός τινα εργαζόμενον τω σαββάτω είπεν αυτώ· άνθρωπε, ει μεν οίδας τι ποιείς, μακάριος ει· ει δε μη οίδας, επικατάρατος και παραβάτης ει του νόμου». Μ’ άλλα λόγια (όπως τουλάχιστον εγώ το καταλαβαίνω): «Αν μεν εργάζεσαι το Σάββατο επειδή πιστεύεις πως οι τύποι δεν έχουν καμιά σημασία κι έχεις συλλάβει τ’ αληθινό νόημα της υπακοής στο νόμο του Θεού, τότε είσαι μακάριος. Αν όμως πιστεύεις πως πρέπει να κρατάς τις παραδόσεις και παρ’ όλα αυτά εργάζεσαι μια τέτοια μέρα, αμφιβάλλοντας μέσα σου και τρέμοντας την ενδεχόμενη τιμωρία του Θεού, τότε είσαι καταραμένος και παραβάτης του νόμου». Θεμελιώνεται έτσι αυτό που εκλεπτύνει σε ακραίο βαθμό τη χριστιανική συνείδηση, και που θεσμοθετεί την άκρα ελευθερία επιλογής του χριστιανού με βάση τα δικά του πνευματικά κριτήρια σε θέματα που δε σχετίζονται άμεσα με τον ηθικό νόμο του Θεού, αρχή που αργότερα αναπτύσσει ο απόστολος Παύλος με τ’ ακόλουθα λόγια: «Ο παρατηρών την ημέραν παρατηρεί αυτήν δια τον Κύριον, και ο μη παρατηρών την ημέραν δια τον Κύριον δεν παρατηρεί αυτήν. Ο τρώγων δια τον Κύριον τρώγει· διότι ευχαριστεί εις τον Θεόν· και ο μη τρώγων δια τον Κύριον δεν τρώγει, και ευχαριστεί εις τον Θεόν». Κι ακόμη: «Μακάριος όστις δεν κατακρίνει εαυτόν εις εκείνο το οποίον αποδέχεται. Όστις όμως αμφιβάλλει, κατακρίνεται, εάν φάγη· διότι δεν τρώγει εκ πίστεως· και παν ό,τι δεν γίνεται εκ πίστεως, είναι αμαρτία».

Πέμπτο. Όπως ο Χριστός στην αγάπη, στο πνεύμα της θυσίας, στη συγκατάβαση και στην ταπεινοφροσύνη. Κι είναι αυτό το κεφάλαιο ασφαλώς το πιο σπουδαίο, κι αυτό που –πολύ σωστά- ακούγεται περισσότερο μέσα στις εκκλησίες μας. Το ερώτημα είναι πόσο πολύ βιώνεται ανάμεσά μας. Στην περίφημη αρχιερατική προσευχή στο ιζ΄κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ιωάννη, στο 21ο εδάφιο, ο Κύριος κάνει μια δήλωση με συγκλονιστικό περιεχόμενο: Η ενότητα των πιστών μεταξύ τους είναι σημάδι πως είναι ο Θεός που απέστειλε στον κόσμο τον Ιησού Χριστό. Μ’ άλλα λόγια, η ευθύνη του πιστού για ενότητα και αγάπη μεταξύ τους είναι τρομακτική. Κι ωστόσο φοβάμαι πως τις περισσότερες φορές πολύ ελαφρά και πολύ επιπόλαια αντιμετωπίζουμε την ευθύνη μας αυτή. Δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία σ’ αυτό που αρκετοί χαρακτηρίζουν με τον όρο «εμπειρία με το Χριστό». Ο ίδιος όμως ο Κύριος το δήλωσε ξεκάθαρα: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ακόμη κι ο ευαγγελισμός στον οποίο πολύ σωστά δίνουμε πρωταρχική σημασία, αν δεν έχει βάση την αγάπη, αν δεν προέρχεται από αγωνία για το συνάνθρωπο και από γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτόν, πιστεύω πως πολύ μικρή σημασία έχει και ασφαλώς ασήμαντο είναι το αποτέλεσμά του. Προσκαλούμε νέους ανθρώπους να γνωρίσουν το Χριστό. Κι είναι ο Χριστός –το είδαμε και σήμερα- ό,τι πιο πλούσιο, ό,τι πιο άφθονο κι ό,τι πιο έξοχο διαθέτει η ανθρώπινη ιστορία. Ισχυριζόμαστε ακόμη πως εμείς Τον έχουμε ήδη γνωρίσει. Μ’ άλλα λόγια προσκαλούμε τους άλλους να γίνουν όπως εμείς. Πόσο άφοβα θα αφήναμε όμως έναν ξένο να μπει ελεύθερα στην παρέα μας, να διαπιστώσει την αγάπη που κυριαρχεί στις σχέσεις μας, να εντυπωσιαστεί από την ανυπόκριτη αποδοχή του ενός από τον άλλο, να θαυμάσει τη λεπτότητα στη συμπεριφορά μας, το πνεύμα της αμοιβαίας υπηρεσίας και θυσίας, την έμπρακτη εφαρμογή της προσταγής «προλαμβάνετε να τιμάτε αλλήλους»; Λίγο προτού παραδοθεί ο Ιησούς Χριστός στους βασανιστές Του, σε μια κορυφαία πράξη ταπεινοφροσύνης, υπηρεσίας και αγάπης, ζώστηκε το προσόψι κι έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. «Κι εσείς χρεωστείτε να νίπτετε τους πόδας αλλήλων», ήταν μια από τις τελευταίες Του εντολές. Ποια  άραγε απήχηση βρίσκει μέσα μας τούτη η σπουδαία προσταγή στην καθημερινή πρακτική ζωή; Με πόσο καθαρή καρδιά είμαστε πρόθυμοι να υπηρετήσουμε τον αδελφό μας ή τον πλησίον μας; Στην επί του όρους ομιλία, για να αναφέρουμε ένα μονάχα παράδειγμα, υπάρχει ένα πολύ πρακτικό εδάφιο ανάμεσα στην πληθώρα των υπόλοιπων πρακτικών εδαφίων: «Αν σε αγγαρεύσει τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο». Ίσως στη σύγχρονη γλώσσα θα μπορούσαμε να το ειδικεύσουμε: «Αν κάποιος σου ζητήσει να τον πας με το αυτοκίνητο ένα χιλιόμετρο, πήγαινέ τον δύο χιλιόμετρα». Αν τώρα σκεφτείς πως έχεις πολλές απασχολήσεις και δεν προλαβαίνεις να το κάνεις, ζήτα απ’ τον Κύριο να σου δίνει πιο πολύ ελεύθερο χρόνο για να εξυπηρετείς τους άλλους. Αν σκεφτείς πως είσαι πολύ κουρασμένος για να οδηγήσεις πέρα απ’ το καθημερινό σου πρόγραμμα, ζήτα απ’ τον Κύριο να σου δίνει περισσότερη αντοχή. Αν όμως σκεφτείς πως δεν πρέπει να τον εξυπηρετήσεις, γιατί φοβάσαι μήπως σε περάσει για ταξιτζή του, τότε ζήτα απ’ τον Κύριο να καθαρίσει την καρδιά σου. Δε βρίσκεσαι σε καθόλου καλό πνευματικό μήκος κύματος…

 

 

   Η ιστορία επαναλαμβάνεται πολύ συχνά και διδάσκει ένα πράγμα: πως πολύ λίγοι διδάσκονται απ’ αυτήν. Κι ακόμη λιγότεροι από την ιστορία του Ιησού Χριστού. Του κόσμου τα πνευματικά λάθη και αποκλίσεις από τη διδασκαλία Του κι απ’ το παράδειγμα που μας έδωσε έχουν γίνει από πολλούς χριστιανούς μέσα στους αιώνες. Είναι γιατί τις περισσότερες φορές ξεχνούν να μελετήσουν την προσωπικότητά Του, και περιορίζονται μονάχα στο Σταυρό και στην Ανάσταση, που είναι βέβαια τα κορυφαία γεγονότα της παρουσίας Του στη γη, όχι όμως και το μοναδικό. Σήμερα παρακολουθήσαμε, φευγαλέα έστω, τη ζωή και το παράδειγμα και τη διδασκαλία της μοναδικής αυτής προσωπικότητας. Και ασφαλώς θα συμφωνήσουμε, αν είμαστε αρκετά ειλικρινείς, με κάποιο σοφό που παρατήρησε πως «ο θρησκόληπτος ηθικολόγος βρίσκεται το ίδιο μακριά από το μήνυμα του Χριστού, όσο κι ο άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές». Γιατί ούτε η θρησκοληψία, ούτε η ξερή ηθικολογία έχει να κάνει τίποτε με μια προσωπικότητα σαν του Κυρίου, πάντα επίκαιρη, που δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει καμιά εποχή, που μας φανέρωσε το αληθινό πρόσωπο του Θεού, που μας δίδαξε μια ηθική ρωμαλέα, που μας έδειξε τι θα πει εσωτερική λεβεντιά και μεγαλοψυχία, με μεγαλειώδεις φράσεις όπως «όστις σε ραπίσει εις την δεξιάν σου σιαγόνα στρέψον εις αυτόν και την άλλην» (κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν πιάνει τ’ αληθινό νόημα της μεγαλοψυχίας και της αξιοπρέπειας που κρύβει η φράση, και τη νομίζει κακομοιριά και μαζοχισμό), που μας χάρισε μια τόσο μεγάλη σωτηρία. Μακάρι εμείς εδώ νάμαστε από τους λίγους που «εξέλεξαν την αγαθή μερίδα». Που διδάχτηκαν από την ιστορία. Την ανεπανάληπτη ιστορία του Χριστού.

 

Comments are closed.