(1848 – 1915)
Όταν η Μαίρη Σλέσσορ (Μ.) γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1848, οι γονείς της δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι έφεραν στον κόσμο ένα παιδί που θα γινόταν το θαύμα της Αφρικής. Ως παιδί, τα πρώτα έντεκα χρόνια της ζωής της, η Μ. έζησε στο Gilcomston, κοντά στο Αμπερντήν της Σκωτίας. Μόλις έγινε έντεκα, το 1859, η οικογένειά της μετακόμισε στο Dundee, μια άλλη πόλη της Σκωτίας. Η μετακόμιση οφειλόταν στον πατέρα της, του οποίου η επιχείρηση υποδηματοποιίας δεν πήγε καλά. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ο πατέρας της να γίνει αλκοολικός. Η οικογένεια Slessor έλπιζαν ότι η μετακίνηση στο Dundee θα βοηθούσε τον κ. Slessor να βρει μια σταθερή δουλειά, και να σταματήσει να πίνει. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο κ. Slessor μόνο για ένα μήνα κατάφερε να απέχει από το αλκοόλ, γιατί ύστερα γύρισε πίσω στον παλιό εαυτό του. Η σκληρότητα του πατέρα της, έμαθε τη Μ. να είναι δυνατή και γενναία. Επειδή ο πατέρας της δεν δούλευε, η Μ. αναγκάστηκε να πιάσει αυτή, για πολλές ώρες, σε ένα εργοστάσιο βαμβακιού. ΄Ηταν κουραστική δουλειά, αλλά έπρεπε να κερδίζει χρήματα για την επιβίωση της οικογένειάς της. Δυστυχώς, από τα επτά παιδιά της οικογένειας Slessor, μόνο το 4 επέζησαν, τα άλλα πέθαναν (με την εξαίρεση της Μαρίας), πριν φθάσουν 30. Ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία, αφήνοντας την οικογένειά του με ανάμεικτα συναισθήματα θλίψης και ανακούφισης. ΄Ετσι, η οικογένεια Slessor έμεινε χωρίς κανένα άρρενα, κάτι που γκρέμισε τα όνειρα της μητέρας Slessor που επιθυμία ήταν να έχουν έναν ιεραπόστολο στην οικογένειά τους. Ο Θεός όμως άρχισε να φυτεύει σιγά σιγά μια αγάπη και επιθυμία στη νεαρή Μ. για να εκπληρώσει το όνειρο της μητέρας της.
Στα 27 της, το 1873, η Μ. άρχισε να συνειδητοποιεί ότι υπήρχε κάτι περισσότερο στη ζωή, από μια εργασία σε εργοστάσιο βαμβακιού. Όταν η Μ. πληροφορήθηκε ότι ο μεγάλος ήρωας της, ο ιεραπόστολος Δαβίδ Λίβινγκστον, πέθανε, ήταν αποφασισμένη να «πάει μπροστά», όπως είχε κάνει αυτός. Τα λόγια αυτά, «πάμε μπροστά», του Δαβίδ Λίβινγκστον, έδειχαν την προθυμία του να πάει όπου ο Θεός τον καλούσε. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, μετά από τους μήνες κατάρτισης και υπογραφής διαφόρων εγγράφων, η 28χρονη Μ. βρισκόταν στο δρόμο της προς το Calabar. Το ταξίδι ήταν επίπονο και η Μ. αρρώστησε πολλές φορές, αλλά πήγαινε στο Calabar με ελπίδα. Αν και ήταν αισιόδοξη, η νέα ιεραπόστολος, ήρθε να συνειδητοποιήσει ότι η μαρτυρία της στον πληθυσμό της Calabar δεν θα ήταν μια εύκολη δουλειά. Μετά από προσωπικές επισκέψεις σε μερικούς ανθρώπους της φυλής έμαθε πραγματικά πόσο δεμένοι ήταν με τα κακά πνεύματα.
Αφού ξόδεψε 3 χρόνια στην ιεραποστολική της διακονία στο Calabar, η Μ. λαχταρούσε να πάει στο εσωτερικό της Αφρικής, «όπου κανένας άλλος λευκός άνθρωπος δεν εγκαταστάθηκε». Αντί, όμως, να συμβεί αυτό, ο χειρότερος εφιάλτης κάθε ιεραποστόλου ήρθε στην Μ., η ελονοσία. Ο Θεός ασφαλώς είχε σχέδια για την Μ., γιατί επέζησε από τη θανατηφόρα ασθένεια. Για απογοήτευσή της όμως στάλθηκε στην πατρίδα για ανάρρωση. Τελικά, μετά από 16 μήνες, αφού έγινε καλά, η Μ. στάλθηκε πίσω στο Calabar. ΄Ηταν χαρούμενη που δεν στάλθηκε στο ιεραποστολικό συγκρότημα, αλλά 5 χιλιόμετρα πιο μέσα, στην Παλιά πόλη. Κι έτσι θα δημιουργούσε τους δικούς της κανόνες και θα εργαζόταν μόνη. Χρειάστηκε κάμποσος χρόνος για τους κατοίκους της Παλιάς πόλης να συνηθίσουν τα κόκκινα μαλλιά της Μ. και τα γαλάζια μάτια της. Σύντομα όμως άρχισαν να την καλούν «λευκή μα”.
Τα μωρά άρχισαν να εμφανίζονται στο κατώφλι της Μ., γιατί η ανθρώπινη ζωή δεν είχε αξία μεταξύ των ανθρώπων των φυλών. Και αν δεν φρόντιζε αυτή για τα μωρά, θα τα άφηναν να πεθάνουν. Η Μ. ανέλαβε την ευθύνη αμέσως, γρήγορα όμως χρειάζονταν περισσότερη βοήθεια, πολλή βοήθεια. Τα κορίτσια του τόπου πρόσφεραν αμέσως αυτήν τη βοήθεια. Η Μ. υιοθέτησε ένα μωρό για τον εαυτό της. Πήρε το μωρό από ένα άλλο χωριό, την ώρα που οι γονείς ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν τα δίδυμα (οι ιθαγενείς εκεί πίστευαν ότι τα δίδυμα ήταν κατάρα για το χωριό τους), όταν η Μ. άρπαξε τα δίδυμα από τους δολοφόνους και τα έφερε στο ορφανοτροφείο της. Τα δίδυμα ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που περνούσαν καλά ώς ότου οι γονείς των διδύμων κάποτε ξεγέλασαν ένα κορίτσι από τις βοηθούς της Μ. και τους έδωσε «το αγόρι δανεικά. Οι γονείς σκότωσαν το αγόρι, κάτι που πλήγωσε τη Μ. Το κορίτσι, όμως, έζησε και έγινε η «θυγατέρα» της Μ. Του έδωσε το όνομα Janie».
Η υγεία της Μ. επηρέασε επανειλημμένα το έργο της στην Αφρική, και έπρεπε να σταλεί στην πατρίδα της. Αυτή τη φορά όμως δεν επέστρεψε μόνη. Η Janie πήγε με τη μητέρα στο ταξίδι της επιστροφής προς τη Σκωτία. Μόλις έφθασαν στη Σκωτία, η Janie έγινε το επίκεντρο της προσοχής των ανθρώπων, καθώς οι περισσότεροι τους ποτέ δεν είχαν δει ένα μαύρο παιδί. Αν και η Μ. απολάμβανε το χρόνο της στη Σκωτία, ήταν ανήσυχη να επιστρέψει στο σπίτι της, στην Αφρική. Αυτό έγινε 3 χρόνια αργότερα. Δεν επέστρεψε στην Παλιά πόλη, αλλά πήγε για να ζήσει ανάμεσα σε 2 φυλές. Αν και δεν έμενε σε ένα μέρος για πολύ, συχνά πήγαινε σε γειτονικές φυλές για να βοηθήσει τους ανθρώπους εκεί.
Στα 39 χρόνια που έζησε στην Αφρική η Μ. τα πέρασε με ανθρώπους διαφορετικών περιοχών του Calabar. Τα χρόνια αυτά την γέμισαν με ενθουσιασμό, απογοήτευση, τρόμο και χαρά. Αν και ήταν πολύ κοντή, αντιμετώπισε με θάρρος πολλούς πολεμιστές, αρχηγούς φυλών, μάγους γιατρούς και φονιάδες. Οι περιπέτειες της ποικίλουν (θεράπευσε πολλούς, ακόμη και φύλαρχους, διέσωσε φυλακισμένους και δούλους, γυναίκες που κινδύνευαν να δολοφονηθούν, έσωσε και περιέθαλψε αμέτρητα παιδιά και βρέφη, έδωσε μαρτυρία στις πιο τρομακτικές φυλές, επίλυσε πολλές διαφορές μεταξύ των φυλών, βοήθησε αρχηγούς να πάρουν αποφάσεις για τη φυλή τους, και τους μιλούσε για την αγάπη του Θεού.
Η Μαίρη Slessor πέθανε, σε ηλικία 67, 13 Ιαν. 1915, από μια αρρώστια της ζούγκλας. Η Janie, η κόρη της, και όλα τα άλλα «παιδιά» της ήταν εκεί για να την παρηγορήσουν. Σαν τον Απόστολο Παύλο, η ζωή της προσφέρθηκε σπονδή στο Θεό, για την εξάπλωση του Ευαγγελίου (Β’ Τιμοθ. 4/6-8). Αν και δεν το γνώριζε η ίδια και δεν θα το παραδεχόταν ήταν πράγματι το θαύμα της Αφρικής!