ΓΩΝΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 31 * ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Τροφή για σκέψη

ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΣ

Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι, πολλοί  Χριστιανοί έχουμε έλλειψη ευσπλαχνίας και ειλικρίνειας στην προσευχή μας σε σχέση με τους άλλους …Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε την προσευχή με επιπολαιότητα. Εύκολα λέμε σε κάποιον που είναι άρρωστος ή έχει κάποιο πρόβλημα ή  μια διακονία στο ΄Εργο του Θεού: «Θα προσεύχομαι για σένα», για να του δείξουμε έτσι τη συμπάθειά μας. Το λέμε αυτό με τόση ευκολία, χωρίς να το εννοούμε πολλές φορές, και ύστερα από λίγο ξεχνούμε την υπόσχεσή μας. 

Η προσευχή είναι από το πιο άγια, δυνατά και ευλογημένα προνόμια που έχουμε ως πιστοί του Κυρίου στη διάθεσή μας. Θα πρέπει να προσέχουμε να μην είμαστε βιαστικοί στις υποσχέσεις μας και σε σχέση με το θέμα αυτό. Και μην ξεχνάμε, ότι έχουμε δυνατότητα  να προσευχόμαστε μόνο για έναν ορισμένο αριθμό προσώπων. Και γι αυτό, ας είμαστε προσεκτικοί και  συνεπείς όταν δίνουμε υποσχέσεις.

Κάτι άλλο που πρέπει να προσέχουμε στην προσευχή μας: να λέμε πάντα, σε κάθε αίτημά  μας, «αν είναι, Κύριε, το Θέλημά Σου» ή το «Θέλημά Σου να γίνει, Κύριε».   Πολλοί απελπίζονται όταν δεν παίρνουν απάντηση στο αίτημά τους. Κι άλλοι πιστεύουν ότι, όταν δεν υπάρχει απάντηση, οφείλεται αυτό σε αδύνατη ή ελλειμματική  πίστη… 

Πώς όμως μια απλή προσευχή μπορεί να επηρεάσει τον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Θεό, αφού ο Θεός τα ξέρει όλα και μπορεί να κάνει τα πάντα; Αν και υπάρχουν ερωτήματα  για το θέμα αυτό, το βέβαιο είναι ότι η προσευχή που βγαίνει μέσα από την καρδιά μας έχει μεγάλη δύναμη. Η Βίβλος είναι σαφής σ’ αυτό. Πρέπει να προσευχόμαστε συχνά και με πίστη, «Παράλληλα, να προσεύχεστε πάντοτε υποβάλλοντας όλα τα αιτήματα και τις παρακλήσεις σας στο Θεό με την οδηγία του Πνεύματος. Και γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό να αγρυπνείτε με πολλή επιμονή και να προσεύχεστε για όλους τους πιστούς. Και για μένα να προσεύχεστε για να μου δοθούν τα κατάλληλα λόγια όταν ανοίγω το στόμα μου, ώστε ξεκάθαρα να φανερώσω το μυστήριο του Ευαγγελίου» (Εφεσ.  6/18,19).  Και ο Κύριος μας προσεύχονταν με θέρμη,  κι αυτό ζητά ο Θεός από μας να κάνουμε. Η θερμή προσευχή δείχνει και το βαθμό της πίστης μας σε καθημερινή βάση…

Όταν προσευχόμαστε για τους γείτονές μας, τότε οπωσδήποτε θα τους βλέπουμε και με συμπάθεια.  Βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση τους, στην κατάστασή τους που αντιμετωπίζουν, το πρόβλημα  που δοκιμάζουν, την ανάγκη  που έχουν και αυτό μας κάνει να προσευχόμαστε με συμπάθεια και ευσπλαχνία γι αυτούς. Είναι στην πράξη η εντολή «αγάπα τον πλησίον σου όπως  τον εαυτό σου…» Κι όσο προσεύχομαι για κάποιον, τόσο  πιο πολύ σχετίζομαι μαζί του, τον καταλαβαίνω, τον συμπαθώ και μοιράζομαι μαζί του μόνο αγάπη.  

Η προσευχή είναι το δώρο του Θεού στον άνθρωπο. ΄Ισως δεν μπορούμε να καταλαβαίνουμε πλήρως μερικά πράγματα για την προσευχή, και, ίσως, αυτό ποτέ  να μη γίνει σ’ αυτή ζωή.  Πατ’ όλα αυτά, όταν  Θεός μάς λέει να κάνουμε κάτι, άσχετα αν το καταλαβαίνουμε ή όχι, ας  είμαστε πιστοί  σ΄  Αυτόν και ας Τον εμπιστευτούμε απόλυτα. Εκείνος θα εργαστεί με θαυμαστό τρόπο το καλύτερο για τη ζωή μας!

                                               ******

ΑΝΤΙ ΣΧΟΛΙΟΥ

ΚΥΡΙΕ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Κύριε της ζωής μας, μέσ’ απ’ τα έτη που κυλούν στο χρόνο

Εσένα εμπιστευόμαστε.

Όλο το παρελθόν μας μ’ ελπίδα και με φόβο

απ’ το χέρι Σου κρατιόμαστε.

Στην κάθε νέα μέρα που η αυγή το πέπλο ανασηκώνει

τα ελέη Σου γευόμαστε—σειρά που δεν τελειώνει.

 

Κύριε του χτες, οι μέρες μας στα χέρια Σου—Συ οίδας.

Μαζί μας μείνε.

Με πίστη στης επαγγελίας τη γη, τη χώρα της ελπίδας,

ο Οδηγός μας γίνε.

Με Σένα να ελεείς το σκότος φως φαντάζει,

της πίστης η ελπίδα μας όραση μοιάζει.

 

Κύριε των χρόνων των μελλοντικών, μέσ’ απ’ αγνώστους δρόμους

Εσένα ακολουθούμε.

Όταν γενναίοι νιώθουμε και δυνατοί, μη μας αφήνεις μόνους,

σε Σένα θα κρυφτούμε.

Γίνε για μας στο βίο μας ο άρτος της ημέρας

κι οίκος καρδιάς μας αληθής σαν έρθουμε αντιπέρα.

 

 Οι στίχοι του Hugh T. Kerr (1916) για τον αμερικανικό ύμνο GOD OF OUR LIVES

Μουσική, SANDON  του Charles P. Purday

(Ελεύθερη μεταφορά από τα αγγλικά: Γιούλικα Κ. Masry, 2010

                                                        ******

ΣΧΟΛΙΟ  ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΜΑΣ

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΚΟΚΟΡΑ

Ένα από τα έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου που με συγκινεί ιδιαίτερα είναι «Ο Πέτρος». Σ’ εκείνη τη μορφή που ζωγράφισε, κατάφερε να παρουσιάσει το πιο συντετριμμένο πρόσωπο του κόσμου. Το περίλυπο βλέμμα του Πέτρου, σου σπαράζει την καρδιά. Το δάκρυ που γυαλίζει στην άκρη του ματιού του, σου μεταδίδει έναν αβάσταχτο πόνο. Και καθώς τον κοιτάζεις, νιώθεις πως εκείνος ο Πέτρος της άρνησης, της ολιγοπιστίας, της αγνωμοσύνης, της φιλαυτίας και του προσωπικού συμφέροντος, μοιάζει τόσο πολύ με εμάς. Εκείνο το δάκρυ που το προκάλεσε η κραυγή ενός κόκορα, πιστεύω πως ήταν η αποφασιστικότερη εμπειρία στη ζωή του Πέτρου. Διότι εκείνη τη νύχτα της αυτοσυντριβής, των δακρύων και της μετάνοιας, ξέφυγε από τον εναγκαλισμό του διαβόλου και γύρισε πίσω στην αγκαλιά του αγαπημένου του Κυρίου.

Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο αισθάνομαι έντονα την απουσία από τη ζωή των πόλεων, της πρωινής λαλιάς του κόκορα. Πιστεύω ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη τα κοκόρια, γιατί μας προκαλούν συνειρμούς που μπορούν να μας ξυπνήσουν από το λήθαργο της αμαρτίας. Μας θυμίζουν τις προδοσίες και την αγνωμοσύνη μας στο Χριστό. Διαισθάνομαι ότι τα διώξαμε από τις πόλεις, για να μη διαλαλούν τις ενοχές μας. Να μη μας στήνουν στον τοίχο κάθε πρωί που ξυπνάμε. Τα διώξαμε, για να μην απαριθμούν απ’ τα χαράματα τις αθλιότητές μας. Εδώ και είκοσι αιώνες η λαλιά τους περιέχει ένα μήνυμα ενοχλητικό, ενοχοποιητικό, καταγγελτικό. Σαν να θέλουν να πουν στον καθένα ξεχωριστά: ” Είσαι κι εσύ σαν τον Πέτρο, αχάριστος, επιλήσμων, αγνώμων, δειλός, ολιγόπιστος”. Κι όμως η κραυγή του κόκορα πρέπει να μας αφυπνίσει και να μας οδηγήσει, όπως οδήγησε τον Πέτρο, στην αυτοσυντριβή και στα πικρά δάκρυα της μετάνοιας. Αλλά ο εγωισμός και η αυτοδικαίωση δε μας αφήνουν να ψελλίσουμε ένα συγνώμη στον Κύριο. Έτσι, αφήσαμε τα κοκόρια στα βουνά και τα λιβάδια, για να μην αναμοχλεύουν τις συνειδήσεις μας και προτιμήσαμε ένα ξυπνητήρι, για να διακόπτει τα γλυκά όνειρά μας και να μας στέλλει ανάλγητους, αμετανόητους και αγνώμονες στη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, μια ικεσία προς το Χριστό ανεβαίνει απ’ την καρδιά μου. «Κύριε, κάνε το έθνος μας να ξυπνήσει ένα πρωί με την κραυγή ενός «κόκορα», που θα το στείλει με δάκρυα κατευθείαν στα πόδια Σου. Κάνε μας όλους ικανούς ν’ ακούσουμε την κραυγή του, όπως την άκουσε και την εννόησε ο μαθητής Σου. Διότι πρέπει Κύριε, πρέπει να κλάψουμε πικρά».


Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός
Λεμεσός-Κύπρος  stavrinoup@hotmail.com

                                                                  ******

Βιογραφίες ιεραποστόλων

Mary Slessor (Μαίρη Σλέσσορ)

(1848 – 1915)

Όταν η Μαίρη Σλέσσορ (Μ.) γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1848, οι γονείς της δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι έφεραν στον κόσμο ένα παιδί που  θα γινόταν  το θαύμα της Αφρικής. Ως παιδί, τα πρώτα έντεκα χρόνια της ζωής της, η Μ. έζησε στο Gilcomston, κοντά στο Αμπερντήν  της  Σκωτίας. Μόλις έγινε έντεκα, το 1859, η οικογένειά της μετακόμισε στο Dundee,  μια άλλη πόλη της Σκωτίας. Η μετακόμιση  οφειλόταν στον πατέρα της, του   οποίου  η επιχείρηση  υποδηματοποιίας δεν πήγε καλά. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ο πατέρας της να γίνει αλκοολικός. Η οικογένεια Slessor  έλπιζαν ότι η μετακίνηση στο Dundee θα βοηθούσε  τον κ. Slessor να  βρει μια σταθερή δουλειά, και να σταματήσει να πίνει. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο  δεν συνέβη.  Ο  κ. Slessor μόνο για ένα μήνα κατάφερε να απέχει   από το αλκοόλ, γιατί ύστερα  γύρισε πίσω στον παλιό εαυτό του. Η σκληρότητα  του πατέρα της, έμαθε  τη Μ. να είναι δυνατή και γενναία. Επειδή  ο πατέρας της  δεν δούλευε, η Μ. αναγκάστηκε να πιάσει αυτή, για  πολλές ώρες,  σε ένα εργοστάσιο βαμβακιού. ΄Ηταν  κουραστική δουλειά, αλλά έπρεπε να  κερδίζει χρήματα για την επιβίωση της οικογένειάς της. Δυστυχώς,  από τα επτά παιδιά  της οικογένειας Slessor,  μόνο το 4 επέζησαν,  τα άλλα πέθαναν  (με την εξαίρεση της Μαρίας), πριν φθάσουν 30. Ο πατέρας της  πέθανε από πνευμονία, αφήνοντας την οικογένειά του με ανάμεικτα συναισθήματα  θλίψης και  ανακούφισης. ΄Ετσι, η οικογένεια Slessor έμεινε  χωρίς κανένα άρρενα, κάτι που γκρέμισε τα όνειρα της μητέρας Slessor που επιθυμία ήταν να  έχουν έναν ιεραπόστολο στην οικογένειά τους.  Ο Θεός όμως άρχισε να φυτεύει σιγά σιγά μια αγάπη και  επιθυμία στη νεαρή Μ. για να εκπληρώσει το όνειρο της μητέρας της.

Στα 27 της, το 1873, η Μ.  άρχισε να συνειδητοποιεί ότι  υπήρχε κάτι  περισσότερο στη ζωή, από μια εργασία σε εργοστάσιο βαμβακιού. Όταν η Μ. πληροφορήθηκε ότι ο  μεγάλος  ήρωας  της, ο ιεραπόστολος Δαβίδ Λίβινγκστον,   πέθανε, ήταν αποφασισμένη να «πάει μπροστά», όπως είχε κάνει αυτός. Τα λόγια αυτά, «πάμε μπροστά», του Δαβίδ Λίβινγκστον, έδειχαν την προθυμία του να πάει όπου ο Θεός τον καλούσε. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, μετά από τους μήνες κατάρτισης και υπογραφής διαφόρων εγγράφων, η 28χρονη Μ. βρισκόταν στο δρόμο της προς το Calabar. Το ταξίδι ήταν επίπονο και η Μ. αρρώστησε  πολλές φορές, αλλά πήγαινε στο Calabar με ελπίδα. Αν και ήταν αισιόδοξη, η νέα ιεραπόστολος,  ήρθε να συνειδητοποιήσει ότι η μαρτυρία της στον πληθυσμό της Calabar δεν θα ήταν μια εύκολη δουλειά. Μετά από προσωπικές επισκέψεις σε μερικούς ανθρώπους της φυλής έμαθε  πραγματικά πόσο δεμένοι ήταν με τα κακά πνεύματα. ​​

Αφού ξόδεψε 3 χρόνια στην ιεραποστολική της διακονία στο Calabar, η Μ. λαχταρούσε να πάει στο εσωτερικό της Αφρικής, «όπου κανένας άλλος λευκός άνθρωπος δεν εγκαταστάθηκε». Αντί, όμως, να συμβεί αυτό, ο χειρότερος εφιάλτης κάθε ιεραποστόλου ήρθε στην Μ., η ελονοσία. Ο Θεός ασφαλώς είχε σχέδια για την Μ., γιατί επέζησε από τη θανατηφόρα ασθένεια. Για απογοήτευσή της  όμως στάλθηκε στην πατρίδα για ανάρρωση. Τελικά, μετά από 16 μήνες, αφού έγινε καλά, η Μ. στάλθηκε πίσω στο Calabar. ΄Ηταν χαρούμενη που δεν στάλθηκε στο ιεραποστολικό συγκρότημα, αλλά 5 χιλιόμετρα πιο μέσα, στην Παλιά πόλη. Κι έτσι θα δημιουργούσε τους δικούς της κανόνες και θα εργαζόταν μόνη. Χρειάστηκε κάμποσος χρόνος για τους κατοίκους της Παλιάς πόλης να συνηθίσουν τα κόκκινα μαλλιά της Μ. και τα γαλάζια μάτια της. Σύντομα όμως άρχισαν να την καλούν «λευκή μα”.

Τα μωρά άρχισαν να εμφανίζονται στο κατώφλι της Μ.,  γιατί η ανθρώπινη ζωή δεν είχε αξία μεταξύ των  ανθρώπων των φυλών. Και αν δεν φρόντιζε αυτή για τα μωρά, θα τα άφηναν να πεθάνουν. Η Μ. ανέλαβε την ευθύνη αμέσως, γρήγορα όμως χρειάζονταν περισσότερη βοήθεια, πολλή βοήθεια. Τα κορίτσια του τόπου πρόσφεραν αμέσως αυτήν τη βοήθεια. Η Μ. υιοθέτησε ένα μωρό για τον εαυτό της. Πήρε το μωρό από ένα άλλο χωριό, την ώρα που οι γονείς ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν τα δίδυμα (οι ιθαγενείς εκεί πίστευαν ότι τα δίδυμα ήταν κατάρα για το χωριό τους), όταν η Μ. άρπαξε τα δίδυμα από τους δολοφόνους και τα έφερε στο ορφανοτροφείο της. Τα δίδυμα ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που περνούσαν καλά ώς ότου οι γονείς των διδύμων κάποτε ξεγέλασαν ένα κορίτσι από τις βοηθούς της Μ. και  τους έδωσε «το αγόρι δανεικά. Οι γονείς σκότωσαν το αγόρι, κάτι που  πλήγωσε τη Μ. Το  κορίτσι, όμως, έζησε και έγινε η «θυγατέρα» της Μ. Του έδωσε το όνομα Janie».

 Η υγεία της Μ. επηρέασε επανειλημμένα  το έργο της στην Αφρική, και έπρεπε να σταλεί στην πατρίδα της. Αυτή τη φορά όμως δεν επέστρεψε μόνη. Η  Janie πήγε με τη μητέρα στο ταξίδι της επιστροφής προς τη Σκωτία. Μόλις έφθασαν στη Σκωτία, η Janie έγινε το επίκεντρο της προσοχής των ανθρώπων, καθώς οι περισσότεροι τους ποτέ δεν είχαν δει ένα μαύρο παιδί. Αν και η Μ. απολάμβανε το χρόνο της στη Σκωτία, ήταν ανήσυχη να επιστρέψει στο σπίτι της, στην Αφρική. Αυτό έγινε 3 χρόνια αργότερα. Δεν επέστρεψε στην Παλιά πόλη, αλλά πήγε για να ζήσει ανάμεσα σε 2 φυλές. Αν και δεν έμενε σε ένα μέρος για πολύ, συχνά πήγαινε σε γειτονικές φυλές για να βοηθήσει τους ανθρώπους εκεί.

 Στα 39 χρόνια που έζησε στην Αφρική η Μ. τα πέρασε με ανθρώπους διαφορετικών περιοχών του Calabar. Τα χρόνια αυτά  την γέμισαν με ενθουσιασμό, απογοήτευση, τρόμο και χαρά. Αν και ήταν πολύ κοντή, αντιμετώπισε με θάρρος πολλούς πολεμιστές, αρχηγούς φυλών, μάγους γιατρούς και φονιάδες. Οι περιπέτειες της ποικίλουν (θεράπευσε πολλούς, ακόμη και φύλαρχους, διέσωσε φυλακισμένους και δούλους, γυναίκες που κινδύνευαν να δολοφονηθούν, έσωσε και περιέθαλψε αμέτρητα παιδιά και βρέφη, έδωσε μαρτυρία στις πιο τρομακτικές φυλές, επίλυσε πολλές διαφορές μεταξύ των φυλών, βοήθησε αρχηγούς να πάρουν αποφάσεις για τη φυλή τους, και τους μιλούσε για την αγάπη του Θεού.

Η Μαίρη Slessor πέθανε, σε ηλικία 67, 13 Ιαν. 1915, από μια αρρώστια της ζούγκλας. Η Janie, η κόρη της, και όλα τα άλλα «παιδιά» της ήταν εκεί για να την παρηγορήσουν. Σαν τον Απόστολο Παύλο, η ζωή της προσφέρθηκε σπονδή στο Θεό, για την εξάπλωση του Ευαγγελίου (Β’ Τιμοθ. 4/6-8). Αν και δεν το γνώριζε η ίδια και δεν θα το παραδεχόταν ήταν πράγματι το θαύμα της Αφρικής!  

Comments are closed.