Η γνώμη μου για το κίνημα των αγανακτισμένων

 του Γεωργίου Αδάμ

{Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως αποτέλεσμα συζήτησης με φίλους πως η Εκκλησία θα έπρεπε να είναι στο Σύνταγμα και είναι ένοχη που δεν κατεβαίνει στους δρόμους. Αποτυπώνω, λοιπόν, κάποιες σκέψεις μου ως ιδιώτης. Δεν βάζω κάθε συνειδητοποιημένο έλληνα που αγανακτεί στον  ίδιο παρανομαστή, ούτε απευθύνομαι σε αυτόν. Το κίνημα των αγανακτισμένων είναι πολύπλοκο και μπορεί να εξεταστεί από πολλές πλευρές. Σας ευχαριστώ όλους για τις γνώμες  και κυρίως για τις διορθώσεις και παρεμβάσεις σας}.

Πιστεύω πως η αγανάκτηση ακόμη και με τις ατέλειές της είναι μια ευπρόσδεκτη ενέργεια. Η Εκκλησία πρέπει να επιδοκιμάζει το αίσθημα δικαίου που εκφράζεται σε αυτά τα κινήματα. Δεν είναι κακό που οι άνθρωποι αγανακτούν. Πρέπει να το κάνουν ώστε οι πολιτικοί να πάρουν πιο σοβαρά υπόψη τους, τους ανθρώπους. Είναι εντυπωσιακό πως δώδεκα μέρες τώρα μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι στην Αθήνα και δεκάδες άλλες χιλιάδες σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σίγουρα για τα ελληνικά δεδομένα είναι καινοφανές το ετερόκλητο του πλήθους. Βλέπεις μαζί ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, πολιτικής προέλευσης και οικονομικής κατάστασης. Πάνω από όλα για πρώτη φορά από καιρό είδα τόσο μαζικές διαδηλώσεις χωρίς εκδηλώσεις βίας. Αυτό με εξέπληξε πολύ θετικά, ειδικότερα μετά την έκρηξη βίας και ξενοφοβίας των τελευταίων ημερών. 

 Όμως, το κίνημα των αγανακτισμένων δεν με καλύπτει. Τι εννοώ;

Πρώτον, είναι «αργοπορημένο». Αν το κίνημα αυτό λάμβανε χώρα νωρίτερα, πολύ πιο εύκολα θα μπορούσε να επηρεάσει τη ροή των πραγμάτων από πολιτικής/οικονομικής πλευράς. Τώρα όλα έχουν γίνει δυσκολότερα. Μπορεί όμως, (υπό προϋποθέσεις) να βοηθήσει ανθρώπους να σκεφτούν περισσότερο το «κοινό» καλό του τόπου. Η αργοπορία, όμως, δεν το ακυρώνει καθώς η αντίδραση έστω και καθυστερημένη είναι θεμιτή.

Δεύτερον, τοποθετεί το πρόβλημα κάπως «μονόπλευρα». Ενώ έχουν ουσιαστική και πραγματική ευθύνη οι ιθύνοντες, εντούτοις «αθωώνει» πλήρως το ευρύ κοινό το οποίο αξιοποίησε προς ίδιον όφελος την υπάρχουσα κατάσταση. Δεν ακούω παρά ελάχιστη αυτοκριτική. Κι όμως, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως κι ο λαός, έχει περιθώρια πίεσης, πέραν της ψήφου του κάθε τέσσερα χρόνια. Η υπευθυνότητα αποδεικνύεται από την καθημερινή ζωή του πολίτη: όταν δεν παρανομεί, σέβεται τους νόμους, το περιβάλλον, τους ανθρώπους.  Η ουσία της ανηθικότητας είναι πως κάνουμε μια εξαίρεση για τον εαυτό μας.

Τρίτον, η αγανάκτηση εκφράστηκε όταν το πρόβλημα έφτασε και σε μας, ή λίγο πιο ωμά, όταν θίχτηκε το δικό μας πορτοφόλι. Αυτό δεν είναι «κάπως»;  Δεν θα έπρεπε νωρίτερα να έχει υπάρξει αγανάκτηση – από όλους μας – όταν φτωχοί στους δρόμους δεν έχουν να φάνε;  Ή όταν ο γείτονας  μπήκε στο νοσοκομείο, αλλά δεν έκανε εγχείρηση επειδή δεν είχε αρκετά για το φακελάκι;  Ή όταν ο μετανάστης της κοντινής πλατείας κοιμήθηκε έξω στη βροχή; Γιατί δεν δώσαμε – έστω από αγανάκτηση – από τα δικά μας χρήματα; [1] Ελπίζω το κίνημα να κινηθεί και προς την κατεύθυνση αυτή.

Τέταρτον, δεν προτείνει καμία θετική λύση. Θέλω να πιστεύω πως κι αυτό θα διορθωθεί στο μέλλον.  Η διαμαρτυρία από μόνη της είναι «μισή» αρχή. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως όσοι συμμετέχουν, είναι αυτοί που «ξύπνησαν» και αντιλαμβάνονται την κατάσταση ενώ όποιος δεν αντιδρά με τον συγκεκριμένο τρόπο, κοιμάται.

Πέμπτον, ένας συνειδητός χριστιανός, θα έπρεπε να έχει ήδη αγανακτήσει με την κατάσταση του κόσμου μας και να έχει ήδη δώσει τη ζωή του σε μια άλλη βασιλεία, δίνοντας  με θυσία από τα χρήματά του, τον χρόνο και τον κόπο του. Μαγειρεύοντας για άστεγους, καθαρίζοντας δρόμους, επισκεπτόμενος  θύματα σωματεμπορίας και του περιθωρίου, φροντίζοντας παιδιά μεταναστών, φροντίζοντας το περιβάλλον. Πρέπει να το κάνει για να ανακουφιστούν κάποιες ανάγκες συνανθρώπων μας, οι οποίες προκλήθηκαν από τον καταναλωτισμό και την αδιαφορία όλων μας, και των «αγανακτισμένων». Πρέπει να μάχεται το συστημικό κακό της κοινωνίας με κάθε δυνατό μέσο.

Ο χριστιανός δεν είναι ήρωας, απλά προσπαθεί να κάνει αυτό που πρέπει  με βάση αυτό που πιστεύει. Δεν επαγγέλλεται την ουράνια βασιλεία από τον καναπέ του σαλονιού του, αλλά ούτε και καθιστός στο Σύνταγμα. Εργάζεται εντατικά για να δείξει έμπρακτα πως η μοναδική ελπίδα βρίσκεται «έξω» από εμάς, στον Ιησού Χριστό, ο οποίος επειδή «αγανάκτησε» με την κατάστασή μας, δεν «κάθισε» στον ουρανό, αλλά ήρθε, και πέθανε και θυσιάστηκε για χάρη αυτών που αγαπούσε. Δείχνει πως η χριστιανική απάντηση στα προβλήματα του κόσμου είναι πιο ολοκληρωμένη από οποιαδήποτε άλλη, όταν είναι «έμπρακτη» επειδή δεν οδηγεί στον εφησυχασμό αλλά στη θυσία, αλλάζοντας τον άνθρωπο από μέσα.[2] Το μήνυμα του Σταυρού και σε αυτή την περίσταση είναι είτε «σκάνδαλο» είτε «μωρία». Αυτό το μήνυμα, όμως, έχουμε.

Δεν μπορώ να αγνοήσω πως ‘η καρδιά του ανθρώπου είναι απατηλή’. Δεν μπορώ να περιμένων έναν νέο κόσμο από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τον Ιησού Χριστό που είναι ο Μόνος που μπορεί να φέρει ειρήνη και δικαιοσύνη και να κάνει τα πάντα νέα.

Γίνεται κατανοητό πως η ερμηνεία των αγανακτισμένων για την παρούσα κατάσταση δεν με καλύπτει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Το αίτιο είναι βαθύ και ηθικό. Η μόνη ελπίδα που βλέπω για τον κόσμο δεν βρίσκεται σε κάποιους άλλους σοφότερους ηγέτες, ή σε κάποια αλλιώτικη διακυβέρνηση, αλλά στην πιθανότητα να αλλάξει ο άνθρωπος μέσα του κι αυτό μόνο ο Χριστός μπορεί να το κάνει. Για αυτό δεν εφησυχάζω. Προσπαθώ να εργάζομαι για να γνωρίσει ο κόσμος Αυτόν.

Τι προτείνω στην Εκκλησία;

Δεν την αθωώνω. Πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα. Πρέπει να μετανοήσει από την έλλειψη έργων της. Εν πολλοίς δίνουμε στο Θεό ό,τι μας περισσεύει κι όχι το καλύτερο μας. Σε όσους δεν υπηρετούν κάπου,  να αρχίσουν να το κάνουν, επιτέλους! Η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή. Δεν αντικαθίσταται με την παρουσία σε διαμαρτυρίες.  Άραγε αν ζητούσα από κάποιους φίλους που πήγαν εκεί κι έδωσαν τόσες ώρες, να έρθουν και να πληρώσουν από την τσέπη τους για το φαγητό και τον ύπνο των κοινωνικά αδικημένων, θα το έκαναν; Όσοι προσφέρουν σε τέτοιες προσπάθειες, δεν τους περισσεύουν. Το παράδειγμα του Χριστού είναι σαφές. Ο Χριστός ενσαρκώθηκε και με προσωπικό κόστος μας ελευθέρωσε.

Η Ευαγγελική Εκκλησία πρέπει να μετανοήσει γιατί πήρε το δόγμα της δικαίωσης εκ πίστεως και το μετέτρεψε σε δικαιολογία για εφησυχασμό. Οι πρόγονοι μας (κάποιοι από τους οποίους ήταν πάμφτωχοι, πρόσφυγες, μετανάστες) έχτισαν πρώτα τις εκκλησίες μας  (που ακόμη απολαμβάνουμε) και μετά τα σπίτια τους.

Το κίνημα έχει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά η δεν μπορεί ούτε πρέπει να δώσει άλλοθι για την έλλειψη όλων όσων θα έπρεπε ήδη ως χριστιανοί να κάνουμε, ως άτομα κι ως Εκκλησίες. Αν λέμε πως γνωρίσαμε τον Κύριο και το Ευαγγέλιό Του το οποίο διακηρύττουμε πως είναι ‘δύναμις Θεού’, δεν μπορούμε να θέλουμε ο κόσμος μας να αλλάξει χωρίς τον ιδρώτα μας, το πορτοφόλι μας, το χρόνο μας, την θυσία μας, και την καθαρή ζωή μας.

Οι αγανακτισμένοι είναι μια καλή αρχή για την Ελλάδα. Δεν ξέρω που θα καταλήξει. Εύχομαι ειλικρινά το καλύτερο για τον τόπο μας. Όποιον όμως λέει πως είναι χριστιανός, δεν μπορεί να παρακάμψει την υπηρεσία με θυσία από τον χρόνο και τα χρήματά μας για κάθε ανάγκη των συνανθρώπων μας.



[1] «Μα δεν είναι μόνο αυτό που θίγεται», θα πει κάποιος. «Είναι κι εθνική ανεξαρτησία. Είναι και η γη που αρπάζεται. Είναι που σε λίγο και τα μνημεία μας θα απειληθούν. Να μη μιλήσω για την κακή παιδεία που υπάρχει,  την περίθαλψη και όλο αυτό σκηνικό που βλέπουμε και άλλα πολλά!». Επειδή πράγματι υπάρχουν κι αυτοί οι λόγοι, οι οποίοι είναι σωστοί, παραπέμπω στην τελευταία παράγραφο του προηγούμενου σημείου (περί ευθύνης) και επεκτείνω: η αγανάκτηση για να «πιάσει τόπο» πρέπει να συνοδεύεται από σαφή αλλαγή νοοτροπίας σε κάθε ένα από αυτά. Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τα σκουπίδια που αφήνουμε στις παραλίες και τους αρχαιολογικούς χώρους; Για τα μνημεία που «ζωγραφίζουμε»; Την έμμεση ή άμεση αποφυγή των υποχρεώσεών μας, ως πολίτες;  Τις σπατάλες που κάναμε; Τη μεγαλομανία μας; Τον καταναλωτισμό μας; Επαναλαμβάνω, πως – εγώ τουλάχιστον – δεν ακούω αυτοκριτική, αλλά μετάθεση ευθυνών.

[2] Οι διοργανωτές στο facebook γράφουν: “Χρειαζόμαστε μία ηθική επανάσταση. Αντί να τοποθετούμε τα χρήματα πάνω τους ανθρώπους, ας τα φέρουμε στην υπηρεσία των ανθρώπων. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι ένα προϊόν αυτού που αγοράζω ,του λόγου για τον οποίο το αγοράζω, ούτε αυτού από τον οποίο το αγοράζω. Για όλα τα παραπάνω, είμαι εξοργισμένος.
Νομίζω ότι μπορώ να τα αλλάξω. Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω. Γνωρίζω ότι μαζί μπορούμε. Γνωρίζω ότι μπορώ να βοηθήσω
.” Ως χριστιανός πιστεύω πως αυτό είναι εφικτό μόνο με την εσωτερική αλλαγή που ο Χριστός μπορεί να φέρει.

 

Comments are closed.