Εκείνος πρέπει να αυξάνει του A.W. Tozer


«Εκείνος πρέπει να αυξάνη, εγώ δε να ελαττόνωμαι» (Ιων. 3/30)

(τα λόγια του Ιωάννη του Βαπτιστή για τον Ιησού Χριστό)

            Πριν από πάρα πολλά χρόνια, κάπου δύο αιώνες πριν από το το Λούθηρο, στη Γερμανία ζούσε ένας άνθρωπος, ο Έκχαρτ Μάιστερ, ο οποίος ήταν ένας πολύ ταλαντούχος ιεροκήρυκας σ’ ένα μεγάλο καθεδρικό ναό μιας Γερμανικής πόλης και είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους κήρυκες της Γερμανίας.

            Μια μέρα στην πόλη αυτή κατέβηκε κάποιος άνθρωπος από μια ορεινή περιοχή, ένας αγρότης που λεγόταν Νίκολας και πήγε ν’ ακούσει το φημισμένο ιεροκήρυκα –όλοι όσοι επισκέπτονταν την πόλη το έκαναν αυτό. Μετά το τέλος του κηρύγματος, ο αγρότης πήγε και βρήκε τον κήρυκα και του είπε: «Μάιστερ, ήταν πολύ ωραίο το κηρυγμά σου. Θα μείνω για λίγο στην πόλη και θα ήθελα να σ’ ακούσω να κάνεις ένα κήρυγμα για τη βαθιά εσωτερική ζωή και για το πώς μπορεί κανείς ν’ απαλλαγεί από το σαρκικό άνθρωπο και να ενωθεί με το Χριστό εν Πνεύματι Αγίω, να έχει δηλαδή κανείς αυτό για το οποίο μιλούν ο Ιερός Αυγουστίνος και όλοι οι άγιοι άνθρωποι. Θα ήθελα να σ’ ακούσω να κάνεις ένα κήρυγμα για τη σταυρωμένη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτή τη βαθιά πνευματική ζωή».

            «Θα το κάνω με χαρά», είπε ο Μάιστερ. «Και μάλιστα θα το κάνω την επόμενη Κυριακή κιόλας».

            Ετοίμασε λοιπόν ο Μάιστερ ένα κήρυγμα με είκοσι τέσσερα καίρια σημεία. Το έχω διαβάσει αυτό το κήρυγμα του Μάιστερ και είναι πράγματι πολύ καλό. Υπάρχει πολλή αλήθεια μέσα του.

            Μετά το κήρυγμα, ο αγρότης, που φαινόταν να είναι ένα επίμονο άτομο, ξαναπήγε να βρει το Μάιστερ και του είπε «Μάιστερ, το κήρυγμά σου ήταν πολύ καλό».

            «Ευχαριστώ», απάντησε ο κήρυκας.

            Κι έπειτα πρόσθεσε: «Τα ζητήματα που έθιξες ήταν όλα πολύ σωστά. Θα σε πείραζε να σου έλεγα κάποιες παρατηρήσεις γι’ αυτό το κήρυγμα;»

            «Και βέβαια όχι», απάντησε ο Έκεχαρτ. «Πες τες μου».

            Οπότε ο αγρότης τού είπε ωμά: «Κηρύττεις τη βαθιά εσωτερική ζωή, αλλά δεν την έχεις εσύ ο ίδιος. Δεν την έχεις ποτέ σου γευτεί».

            Ο Μάιστερ θα μπορούσε να είχε κάνει ό,τι θα έκαναν οι περισσότεροι από μας. Θα μπορούσε να βασιστεί στην αξιοπρέπειά του ως κήρυκα, να ξεροβήξει μια δυο φορές και να του πει, «Συγγνώμη, αλλά έχω κάποιο ραντεβού».

            Αντί να κάνει όμως αυτό, έκανε κάτι άλλο. «Αδελφέ Νίκολας», του είπε «αν έχεις κάτι που δεν το έχω εγώ, πολύ θα το ήθελα. Δέχεσαι να με διδάξεις;»

            «Ω, Μάιστερ», απάντησε ο αγρότης, «εγώ να διδάξω εσένα; Εσύ είσαι μεγάλος δάσκαλος και διδάκτορας. Εγώ δεν είμαι παρά ένας απλός αγρότης απ’ την ορεινή περιοχή. Ούτε που θα μου πέρναγε ποτέ απ’ το νου κάτι τέτοιο».

            Ο Μάιστερ όμως απάντησε: «Μα εγώ θέλω να το κάνεις».

            «Εγώ ό,τι ξέρω, Μάιστερ, το έχω διδαχτεί απ’ το Άγιο Πνεύμα. Δεν θα μπορούσα να διδάξω έναν άνθρωπο της δικής σου μόρφωσης».

            Ο Έκχαρτ όμως απάντησε: «Ναι, θα μπορούσες, γιατί εγώ θέλω να διδαχτώ από σένα. Θα πληρώσω τα έξοδά σου ώστε να μείνεις στην πόλη και θα ’ρθεις να μου πεις πώς μπορώ να μάθω κι εγώ αυτά τα πράγματα που ξέρεις εσύ».

            Ο γηραιός αγρότης απάντησε και είπε: «Δεν είναι ανάγκη να μου πληρώσεις τα έξοδα. Είμαι εντάξει. Θα μείνω».

            Ξεκίνησαν λοιπόν να έχουν καθημερινές συνομιλίες και συμπροσευχή και ο Νίκολας άρχισε να εργάζεται στην καρδιά του μεγάλου ρήτορα ο οποίος γνώριζε για τη βαθιά πνευματική ζωή και μπορούσε να γράφει επιστημονικά άρθρα γι’ αυτήν. Άρχισε να εργάζεται συστηματικά στον αγρό της καρδιάς του κλαδεύοντας και καθαρίζοντας.[1] Τον ‘κλάδευε’, τον κλάδευε’, τον κλάδευε’ κι έπειτα τον άφηνε μια δυο μέρες να γιατρευτούν τα τραύματα. Μετά ξανάρχιζε απ’ την αρχή και τον ‘κλάδευε’ και πάλι.

            Τον ‘κλάδεψε’ τόσο πολύ που ο Μάιστερ έφτασε στο σημείο να πει: «Αδελφέ Νίκολας, δεν είμαι ικανός να κηρύττω. Δεν το ήξερα, αλλά είμαι ένας σαρκικός άνθρωπος. Ήμουν περήφανος για τα κηρύγματά μου, περήφανος για την εκκλησία μου, περήφανος για τη φήμη μου. Είναι τρομερό. Δεν είμαι ικανός να κηρύττω».

            «Κοίτα να δεις», του απάντησε ο Νίκολας. «Δεν είναι ανάγκη να παραιτηθείς τόσο εύκολα. Μείνε στο πόστο σου κι άσε για λίγο κανέναν άλλο να κηρύττει, αλλά εσύ μένε πιστός στην εργασία μας».

            Διαφώνησαν ανοιχτά για πολύ και ο καιρός περνούσε κι άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Μάιστερ έχασε τα λογικά του εξαιτίας της θρησκείας. Οι δύο συν-εργάτες δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία σ’ αυτές τις φήμες. Συνέχιζαν μόνο να προσεύχονται. Και ο Έκχαρτ συνέχισε να ‘πεθαίνει’ στο εγώ του.

            Κάποια στιγμή ο Έκχαρτ πήγε στο Νίκολας και του είπε: «Αδελφέ, Νίκολας, νομίζω ότι ο Θεός με συνάντησε. Στ’ αλήθεια, νομίζω ότι ο Θεός συναντήθηκε μαζί μου. Τώρα μπορώ να ξανανέβω στον άμβωνα».

            Ανάγγειλαν λοιπόν ότι ο Έκχαρτ θα κήρυττε και πάλι και, όπως ήταν φυσικό, η εκκλησία ξεχείλισε από κόσμο. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν ακόμα και γύρω απ’ τα παράθυρα για ν’ ακούσουν αυτό τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν τόσο σπουδαίος κήρυκας, αλλά ξαφνικά τρελάθηκε από τη θρησκεία. Ήθελαν να δουν τι θα είχε να τους πει.

            Ο Μάιστερ ανέβηκε στον άμβωνα, διάβασε το κείμενο που είχε διαλέξει από το Λόγο του Θεού και ετοιμάστηκε να κηρύξει. Ξαφνικά όμως ξέσπασε σε κλάμματα και δεν μπορούσε να κηρύξει. Καθάρισε το λαιμό του, τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, προσπάθησε να συγκρατηθεί  και είπε: «Αγαπημένα μου παιδιά». Αλλά ξαναξέσπασε σε κλάμματα. Τίναξε και πάλι το κεφάλι του προς τα πίσω και είπε: «Αγαπημένοι μου φίλοι». Αλλά ευθύς αμέσως άρχισε να κλαίει περισσότερο.

            Απελπισμένος παραιτήθηκε από την προσπάθεια να κηρύξει, κατέβηκε από τον άμβωνα και πήγε στα παρασκήνια όπου συνάντησε το Νίκολας και του είπε: «Ω, Νίκολας, γελοιοποιήθηκα».

            «Καθόλου», είπε ο Νίκολας. «Απλά είχε μείνει κάποιο μικρό νεύρο ακλάδευτο στην υπερηφάνειά σου και σήμερα ο Θεός σού το κλάδεψε δημοσία. Γελοιποιήθηκες δημοσία. Εσύ βέβαια ήθελες να πεθάνεις στο εγώ σου διακριτικά στο παρασκήνιο, αλλά ο Θεός ήθελε από σένα να πεθάνεις δημοσία».

            Έπειτα κοίταξε τον κήρυκα και του είπε: «Νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά από ’δω κι εμπρός».

            Την επόμενη Κυριακή στον άμβωνα ήταν ένας νεαρός φοιτητής απ’ τη Θεολογική Σχολή. Όταν τελείωσε το κήρυγμά του, έκανε μια ανακοίνωση και είπε: «Μου ζήτησαν να ανακοινώσω ότι την επόμενη Κυριακή θα κηρύξει ο πάστορας αυτής της εκκλησίας, Δρ Έκχαρτ Μάιστερ. Εάν όμως κρίνω από τα γεγονότα της περασμένης Κυριακής, δεν μπορώ να σας υποσχεθώ τίποτε. Απλά μου ζητήθηκε να κάνω αυτή την ανακοίνωση». Kαι μ’ αυτά τα λόγια κατέβηκε απ’ τον άμβωνα σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι.

            Ο αδελφός Έκχαρτ ετοιμάστηκε και την επόμενη Κυριακή ανέβηκε στον άμβωνα και κήρυξε. Το έχω διαβάσει αυτό το κήρυγμα και πραγματικά είναι σαν να πίνεις νέκταρ από τις μέλισσες της Εδέμ. Είναι απ’ το ευαγγέλιο του Ματθαίου (25/6) που λέει «Ιδού ο νυμφίος έρχεται· εξέλθετε εις απάντησιν αυτού».

            Τι κήρυγμα ήταν αυτό! Τι κήρυγμα γλυκό σαν μέλι! Ενόσω ο Έκχαρτ κήρυττε, μερικοί άνθρωποι άρχισαν να λιποθυμούν στις πτέρυγες. Αν μπορεί να το φανταστεί κανείς! Κάποιος του φώναξε: «σταμάτα, σταμάτα το κήρυγμα, γιατί οι άνθρωποι αυτοί θα πεθάνουν!», αλλά ο Έκχαρτ απάντησε: «Δεν πειράζει αν ο Νυμφίος θέλει να τους καλέσει πριν της ώρας τους. Ωστόσο, εντάξει, θα σταματήσω».

            Και σταμάτησε το κήρυγμα.

            Κάποιος γύρισε πίσω κατάχλομος και του είπε: «Μα, ποιμένα μου, τι κάνατε; Αφήσατε σαράντα άρρωστους ανθρώπους μισολιπόθυμους –σαν να ήταν χαμένοι».

            Εκείνος όμως απάντησε: «Μη σε ανησυχεί αυτό. Θα το τακτοποιήσω».

            Κατέβηκε απ’ τον άμβωνα, πήγε προς το μέρος τους και τον ένα κατόπιν του άλλου τους οδήγησε στον Κύριο. Έπειτα συνέχισε το έργο του ως ποιμένας και κατέληξε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους κήρυκες του ευαγγελίου στη Γερμανία, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια του έργου που θα έκανε αργότερα ο Λούθηρος και οι υπόλοιποι. Συνήθως δεν αναφέρεται στην ιστορία η συμβολή του. Ο Λούθηρος είναι εκείνος που είναι γνωστός. Ο Έκχαρτ ήταν απλά εκείνος που ιστορικά προετοίμασε το έδαφος για το σπόρο που θα έσπερνε ο Λούθηρος πολύ αργότερα.

            Βλέπετε τώρα τι εννοώ και τι εννοούσε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν έλεγε για τον Ιησού Χριστό: «Εκείνος πρέπει να αυξάνει αλλά εγώ να ελλατώνομαι»;

            Δεν υπάρχουν πολλοί που είναι πρόθυμοι ν’ ακούσουν αυτή τη φωνή. Οι περισσότεροι από μας θα τα παρατούσαν απ’ την αρχή, θα πλήρωναν το εισιτήριο του Νίκολας να γυρίσει στον τόπο του και θα το έκαναν αυτό με τη βεβαιότητα ότι ενεργούν εκ πίστεως. Έπειτα, θα τίναζαν τη σκόνη απ’ τα γόνατά τους και θα φόραγαν ένα χαμόγελο που κάθε άλλο παρά ανήκε στα χείλη τους.

            «Ναι, ο Κύριος με συνάντησε», θα έλεγαν και μετά θα ξαναγύριζαν στον ίδιο παλιό νεκρό εαυτό τους από τον οποίο είχαν βγει. Ο Έκεχαρτ όμως είχε αρκετή σύνεση να συνεχίσει μέχρι που ήταν πια τελείως νεκρός.

            Θα ήθελα να μιλήσω και για τη νίκη που επίσης έρχεται. Αλλά μην ξεχνάτε ότι δεν υπάρχει Ανάσταση αν δεν έχει προηγηθεί Μεγάλη Παρασκευή. Μην το λησμονείτε ποτέ αυτό. Κανείς δεν ανασταίνεται αν δεν πεθάνει πρώτα. Εμείς όμως βιαζόμαστε και θέλουμε ν’ αναστηθούμε εδώ και τώρα. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε να πεθάνουμε στο εγώ μας, όπως έκανε ο Έκχαρτ και οι άλλοι άγιοι άνθρωποι. Θέλουμε τη νίκη αλλά δεν θέλουμε να υποστούμε το θάνατο του εγώ.

            Αν ρωτούσα απόψε πόσοι από σας θα ήθελαν να έρθουν μπροστά να λάβουν κάτι, είμαι σίγουρος ότι οι υποψήφιοι θα ήταν πολλοί. Τα παιδιά του Θεού είναι πάντα πρόθυμα να ‘λάβουν’ κάτι, οπουδήποτε το βρουν. Να πάνε στη μία χριστιανική κατασκήνωση και στην άλλη, να πάρουν μια ευλογία εδώ και μια εκεί, να πάρουν κάτι από ’δω και κάτι από κει. Πάντα θέλουν να παίρνουν κάτι, αλλά ποτέ δεν θέλουν να ξεφορτωθούν κάτι, να απαλλαγούν από κατιτί. Εδώ ακριβώς είναι και η δυσκολία. Γιατί, βέβαια, δεν μπορείς να γεμίσεις ένα γεμάτο δοχείο. Πρώτα πρέπει να το αδειάσεις.

            Φίλοι μου, δεν θα γνωρίσετε ποτέ τον Κύριο, αν δεν πεθάνετε στο εγώ σας—στην περιουσία σας, στον εαυτό σας, στο μέλλον σας, σε όλα τα αγαπημένα μικροπράγματα που λατρεύετε.

            Στην οικογένειά μου αποκτήσαμε έξι αγόρια μέσα σε διάστημα δώδεκα χρόνων. Μετά, καθώς περνούσε ο καιρός, είπαμε με το νου μας ότι αυτό ήταν: θα είχαμε μόνο αυτά τα έξι αγόρια. Εμείς βέβαια θέλαμε κι ένα κοριτσάκι, αλλά δεν φαινόταν να έρχεται. Όταν ο μικρότερος γιος μας, ο Στάνλεϋ, ήταν εννιά χρονών, ήρθε το κοριτσάκι, το μοναδικό μας κοριτσάκι. Ήταν τόσο, μα τόσο γλυκό και αξιαγάπητο στα μάτια μου! Ήμουνα τότε σαράντα δύο χρονών και ήθελα τόσο πολύ μια κορούλα να αντισταθμίσει αυτά τα έξι θηρία που έκαναν το σπίτι μύλο και σκόρπαγαν τα παλιωμένα αθλητικά τους βρομοπάπουτσα παντού!

            Είχα ανάγκη από κάτι λεπτεπίλεπτο και τότε ο Θεός μάς την έφερε τη Μπέκι. Εκείνη την εποχή είχα μια πνευματική εμπειρία η οποία με βοήθησε να λυγίσω το εγώ μου περισσότερο από ποτέ άλλοτε και η εμπειρία αυτή είχε να κάνει μ’ εκείνη.

Το όνομά της ήταν Ρεβέκκα Μέι αλλά εμείς τη φωνάζαμε Μπέκι. Είχε καστανά σγουρά μαλλιά, τόσο σγουρά που δεν θα ’βρισκες ούτε μία ίσια τρίχα ανάμεσά τους. Ήταν όμορφη σαν ζωγραφιά, παρόλο που έλεγαν ότι έμοιαζε σε μένα. Η Μπέκι ήταν απαλή και φαρφουρένια και μού έδινε τόση χαρά να βλέπω κρεμασμένα τα λεπτεπίλεπτα ροζ μωρουδιακά της!

            Την αγαπούσα περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε να χωρέσει ο νους μου και έπρεπε να πάω ενώπιον του Θεού να πεθάνω στην τόση αγάπη μου για κείνη. Το έκανα. Την παρέδωσα. Παρέδωσα στο Θεό την αγαπημένη μου Μπέκι και το έκανα τόσο απόλυτα που, αν ο Θεός την καλούσε και μού την έπαιρνε, δεν θα παραπονιόμουν.

            Κάποτε έδωσα τη μαρτυρία μου γιαυτό και μια γυναίκα στο ακροατήριο, η οποία μάλιστα ήταν και ιεραπόστολος, ήρθε να με βρει και μου είπε: «Κε Τόζερ, εγώ θα φοβόμουνα να δώσω τη μαρτυρία μου για κάτι τέτοιο. Εσείς δεν φοβάστε;»

            Της απάντησα και της είπα: «Όχι, αδελφή, δεν φοβάμαι, γιατί εμπιστεύτηκα τη Μπέκι στα χέρια που έχουν επάνω τους το σημάδι των καρφιών, στα χέρια που την αγάπησαν τόσο όσο να πεθάνουν για κείνη και αυτή η αγάπη δεν κάνει ποτέ λάθος. Τώρα είνα πιο ασφαλής απ’ ό,τι υπήρξε ποτέ στη ζωή της. Όσο την κράταγα σφιχτά—τόσο ώστε να είναι η πολυαγαπημένη κι η μοναδική μου αγάπη, κομμάτι αναπόσπαστο του εαυτού μου—δεν ήταν καθόλου ασφαλής, αλλά όταν πέθανα ως προς αυτήν, όταν την παρέδωσα στα τρυπημένα χέρια του Κυρίου, από τότε είναι σε πολύ ασφαλή θέση».

            Αδελφοί, αυτό σας κήρυξα απόψε, ότι πρέπει εσείς να ελαττώνεστε, ώστε ο Ιησούς Χριστός να αυξάνει. Κι όταν Εκείνος αυξάνει και αυξάνει και αυξάνει… είναι σαν τον ήλιο που ανατέλλει και το μονοπάτι των δικαιωμένων οι οποίοι Τον ακολουθούν γίνεται ολοένα και λαμπρότερο, μέχρι να φτάσει στο κορύφωμα της Τέλειας Ημέρας.

            Εδώ τώρα εμένα με αποκαλούν ευαγγελιστή επειδή κηρύττω το βράδυ, αλλά δεν έχω καμμιά ανησυχία για το πόσοι άνθρωποι θα έρθουν στο βήμα να κάνουν την ομολογία πίστης τους. Δεν με απασχολεί μάλιστα κι αν ακόμα δεν έρθει κανείς από τώρα μέχρι την επόμενη Κυριακή. Για μένα αυτό δεν έχει καμμία σημασία. Δεν θα γίνω διάσημος απ’ αυτό ούτε θα χάσω τη φήμη μου αν αυτό δεν συμβεί. Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας πάνω σ’ αυτό και να είμαστε φίλοι. Εγώ θέλω να μιλήσω για τον Κύριό μου τον Ιησού Χριστό. Κι έπειτα θέλω εσείς να απαντήσετε σαν ν’ ακούγατε το μήνυμα από Κείνον. Εγώ θα αποσυρθώ και θα παρατηρώ από μια γωνιά και θα είμαι ευτυχισμένος. Αν δεν απαντήσετε, θα λυπηθώ, επειδή Εκείνος θέλει να απαντήσετε. Αν όμως ανταποκριθείτε, δεν το κάνετε για μένα, αλλά για Κείνον. Θα θέλατε να ανταποκριθείτε απόψε; Η αρχή είναι «Εγώ πρέπει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει».

Ζητήστε από το Θεό να σας βοηθήσει να τη βάλετε μέσα σας και να την εκζητήσετε αυτή την αρχή. Είστε διατεθειμένοι; Θέλετε να έχετε μια συνάντηση με τον Κύριο Ιησού απόψε; Αν ήταν εδώ αυτή τη στιγμή και μπορούσατε να δείτε το πρόσωπό Του, έτσι όπως βλέπετε το δικό μου, τι θα Του λέγατε; Τι θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα Του λέγατε; Τι θα ήταν το μόνο πράγμα που θα Του λέγατε; Ελάτε και πείτε το απόψε. Τι θα ήταν εκείνο που θα Του λέγατε, αν ο Ιησού ερχόταν και περπατούσε σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα σήμερα φορώντας τα ίδια τριμμένα ρούχα που φορούσε και τότε και Τον αναγνωρίζατε και, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, είχε επιστρέψει για μια στιγμή στη γη και σας άπλωνε το χέρι Του; Τι θα Του λέγατε τότε; Ελάτε κει πείτε το Του το απόψε. Είναι εδώ Παρών σαν τον είχατε δει με τα μάτια σας. Πείτε Του λοιπόν απόψε γονατιστοί ό,τι θα Του λέγατε αν γινόταν να Τον κοιτάξετε στα μάτια και να Του το πείτε απευθείας. Θα το κάνετε;

 (Απόσπασμα από το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου του A. W. Tozer που περιέχει μία συλλογή των κηρυγμάτων του εκδοθείσα με τον τίτλο Fellowship of the Burning Heart (BridgeLogos, Orlando, FL, 2006, σελ. 136-142)

 Μετάφραση: Δρ Γιούλικα Κ. Masry (11 Μαΐου 2008)


[1] «Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, και ο Πατήρ μου είναι ο γεωργός. Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, εκκόπτει αυτό· και παν το φέρον καρπόν καθαρίζει αυτό, διά να φέρη πλειότερον καρπόν», Ιωάν. 15/1-3 (Σ.τ.μ.)

Comments are closed.