«Η ευφραινομένη καρδία δίδει ευεξίαν ως ιατρικόν · το δε κατατεθλιμμένον πνεύμα ξηραίνει τα οστά» (Παρ. 17:22).
«Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε · πάλιν θέλω ειπεί, χαίρετε» (Φιλιππησίους 4:4).
Δυο ποιμένες, λέει το ανέκδοτο, συζητούν και διαφωνούν ζωηρά για το τι πιστεύει ο καθένας τους. «Εντάξει», λέει στο τέλος ήρεμα ο ένας. «Το μόνο στο οποίο θα συμφωνήσουμε, είναι το ότι διαφωνούμε. Στο κάτω-κάτω και οι δύο μας υπηρετούμε τον Κύριο, εσύ με τον τρόπο σου κι εγώ με το δικό Του».
Σκέπτομαι πως αν αρκετοί από τους ποιμένες, ιεροκήρυκες, θεολόγους και θεολογούντες ήξεραν να εκτιμήσουν τέτοιου είδους ιστορίες, και να συνειδητοποιήσουν απ’ αυτές πόσο τους εκθέτει ή και τους μειώνει πολλές φορές το να επιμένουν πως οι ίδιοι κατέχουν όλα τα μυστήρια και τη γνώση του Θεού και πως οι υπόλοιποι πιστοί βρίσκονται στην ολοκληρωτική πλάνη, τότε η εκκλησία του Χριστού θάχε αποφύγει πολλές δυσάρεστες περιπέτειες και το Πνεύμα του Θεού θα μπορούσε να δουλέψει πιο άνετα μέσα στις καρδιές των πιστών για το καλό και την προκοπή του έργου του Θεού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε ξέρουμε όλοι μας από προσωπική πείρα ότι από ένα ολόκληρο κήρυγμα 30 ή 40 ή 50 λεπτών κρατάμε συνήθως μια έξυπνη πνευματώδη φράση ή ένα ανέκδοτο που διδάσκει όσο ολόκληρο το κήρυγμα.
«Χιούμορ,» λοιπόν, «ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο» το σημερινό μας θέμα, κι υποθέτω πως αρκετοί από μας ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είναι καθόλου συνηθισμένοι σ’ ένα χριστιανικό συνέδριο ν’ ακούν τέτοιου είδους ομιλίες, κι ίσως και μερικοί όταν ακούν τη λέξη «χιούμορ» το μυαλό τους πάει στην πλάκα, στη «σαχλαμάρα», στο φτηνό αστείο και στο φτηνό πνεύμα και στην χοντρή κοροϊδία σε βάρος των άλλων, πράγματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το πραγματικό χιούμορ. «Χιούμορ» (humor) –αν θέλετε να πάρουμε τη λέξη στην ετυμολογία της- είναι λέξη λατινική και σημαίνει αρχικά «υγρό» καθώς και –κατ’ επέκταση- «χυμός του σώματος». Πήραν λοιπόν τη λέξη αυτή οι αγγλοσάξονες αρχικά –δεξιοτέχνες του χιούμορ- και της έδωσαν τη σημερινή της σημασία. Μ’ άλλα λόγια –θέλησαν να μας πουν- το χιούμορ μάς είναι κάτι τόσο απαραίτητο και τόσο ωφέλιμο, όσο οι χυμοί του σώματος που το διατηρούν φρέσκο, ζωντανό και δραστήριο. Κι ακόμα το χιούμορ είναι για τη ζωή ό,τι οι χυμοί για το σώμα. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και τον άνθρωπο που δεν έχει χιούμορ τον λέμε στεγνό, ξερό, ξύλινα αυτά που λέει και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Τι είναι όμως τελοσπάντων το χιούμορ; Πιστεύω πως είναι πολύ πιο χρήσιμο αντί να δώσουμε έναν ξερό –χωρίς χιούμορ- ορισμό, να κάνουμε μια περιγραφή που θα μας βοηθήσει πολύ καλύτερα να καταλάβουμε την έννοια της λέξης: χιούμορ, λοιπόν, είναι καταρχήν μια ολόκληρη φιλοσοφία και μια ολόκληρη στάση απέναντι στη ζωή και στις κάθε μορφής εκδηλώσεις της. Χιούμορ είναι το ν’ αντιμετωπίζω καλοδιάθετα καταστάσεις που μου προκαλούν άγχος, ταραχή ή και αμηχανία. Χιούμορ ακόμη είναι το να βλέπω την εύθυμη πλευρά ακόμη και σ’ αυτά που δύσκολα τα αντέχει η ανθρώπινη φύση. «Αν δε μάθεις να γελάς στις δύσκολες καταστάσεις», γράφει κάποιος, «δε θάχεις με τι να γελάς στα γεράματά σου». Στα 1940 ένα μεγάλο μαγαζί στο Λονδίνο είχε μισοκαταστραφεί από κάποιο βομβαρδισμό. Ο διευθυντής του δεν το έκλεισε, αντίθετα κόλλησε απ’ έξω την επιγραφή: «περισσότερο ανοιχτό απ’ ό,τι συνήθως»… Χιούμορ είναι ακόμη να μπορώ να εκτονώνω την εκρηκτική ή να φαιδρύνω τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα μ’ εύστοχες κι έξυπνες παρατηρήσεις που προκαλούν το γέλιο και τη χαλάρωση, ή ακόμη -κι αυτό είναι φυσικά μια ειδική περίπτωση που απαιτεί ένα ιδιαίτερο χάρισμα- το να μπορώ σα χριστιανός ν’ αντιμετωπίζω έξυπνα και με φαιδρή διάθεση τους κάθε λογής «εξυπνάκηδες» που πουλώντας φτηνό πνεύμα προσπαθούν να με γελοιοποιήσουν σα χριστιανό και να προσβάλουν την πίστη μου. Είχα πριν από λίγο καιρό δημοσιεύσει στο περιοδικό μας μια ιστορία που αναφέρεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Χιούμορ –Δώρο του Θεού» του Tal Bonham, ενός χριστιανού συγγραφέα που έχει γράψει πολλά βιβλία πάνω σ’ αυτό το θέμα: «Κάποτε ο Μπίλυ Γκράχαμ», γράφει ο Bonham, «μιλούσε στους φοιτητές της περίφημης Σχολής Οικονομικών Σπουδών του Λονδίνου (LondonSchoolofEconomics). Απ’ την πρώτη στιγμή που σηκώθηκε άρχισαν οι αποδοκιμασίες. Λίγο ύστερα από την αρχή της ομιλίας του κάποιος νεαρός πήδηξε μπροστά απ’ το ακροατήριο κι άρχισε να ενοχλεί διακόπτοντας τον ομιλητή και κάνοντας τον πίθηκο με χειρονομίες, γρατσουνίσματα και θορύβους σα μαϊμού. Καθώς η μεγάλη μάζα των φοιτητών άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια, φάνηκε πως ο Γκράχαμ είχε χάσει το ακροατήριό του.
Ύστερα από ένα ανοιχτόκαρδο γέλιο του, στράφηκε ο Γκράχαμ στο ακροατήριό του και είπε: «Αυτός εδώ μου θυμίζει τους προγόνους μου». Η αίθουσα τραντάχτηκε και πάλι από τα γέλια. Ο ομιλητής συνέχισε: «Φυσικά, όλοι οι πρόγονοί μου προέρχονταν από τη Βρετανία». Ύστερα απ’ αυτό, άλλαξε τελείως η ατμόσφαιρα και ο Γκράχαμ μπόρεσε να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με το ακροατήριό του». Κι είχα τότε σημειώσει πως ασφαλώς δεν είμαστε όλοι μας τόσο έξυπνοι κι ετοιμόλογοι σαν τον Μπίλυ Γκράχαμ. Μπορούμε όμως να ζητήσουμε χάρη απ΄ το Θεό για ν’ αντιμετωπίζουμε εύστοχα τους κάθε λογής «πιθήκους» που μπορεί να μας φέρουν σ’ αμηχανία ή να προσπαθήσουν να μας γελοιοποιήσουν. Κάπως έτσι τα κατάφερε κι ο πάστορας που ταξίδευε κάποτε μ’ ένα στρατιωτικό δίπλα-δίπλα στο τρένο. «Αν είχα τη δυστυχία νάχω ένα βλάκα γιο», γύρισε κάποια στιγμή και του είπε ο στρατιωτικός που προφανώς δε χώνευε ούτε τους πάστορες, ούτε την εκκλησία, «θα τον έκανα σίγουρα πάστορα». «Ο πατέρας σας όμως σκέφτηκε διαφορετικά από σας», παρατήρησε ήσυχα ο πάστορας, και ξαναβυθίστηκε στη μελέτη του βιβλίου του.
Χιούμορ είναι ακόμη το να μπορώ να διακρίνω τη σοβαρότητα απ’ τη σοβαροφάνεια που περιέχει σ’ αρκετό βαθμό το στοιχείο του γελοίου, το να είμαι σε θέση να σατιρίσω ακόμη και τον εαυτό μου και να δεχτώ κι απ’ τους άλλους το καλοδιάθετο « πείραγμα». Κι είναι δυστυχώς η σοβαροφάνεια κι η αδυναμία να μάθουμε να γελάμε με τον ίδιο τον εαυτό μας, δυο από τις μεγάλες αρρώστιες που βασανίζουν ειδικά εμάς τους έλληνες, κάτι που ιδιαίτερα στο παρελθόν ήταν ακόμη πιο έντονο. Ο αδελφός μου ο Θανάσης που ζει σήμερα στον Καναδά θυμάται ακόμη πως πριν από αρκετές δεκαετίες είχε παρουσιαστεί στο πρεσβυτέριο της παλιάς μας εκκλησίας της οδού Παΐκου, που βέβαια δε χαρακτηριζόταν ούτε για το χιούμορ της, ούτε για την έλλειψη σοβαροφάνειας. Κάποια στιγμή λοιπόν καθώς εξέθετε τις απόψεις του –ή απολογούνταν, δε θυμάμαι ακριβώς- γέλασε, ίσως και με κάποια δόση αμηχανίας. Οπότε τούρθε καρφωτή η ατάκα από κάποιον από τους πρεσβυτέρους: «Αδελφέ Θανάση, ευρίσκεσαι ενώπιον του πρεσβυτερίου και μη γελάς»! Κι αυτό θυμίζει τους πουριτανούς του 17ου και του 18ου αιώνα που όχι μονάχα είχαν διώξει το χιούμορ από το κήρυγμά τους, αλλά και κήρυτταν ενάντια σε οποιοδήποτε αστείο και σε οποιαδήποτε φαιδρή διάθεση, έχοντας συνδέσει τη μελαγχολία και τη βλοσυρότητα με την ευσέβεια. Μερικοί μάλιστα είχαν αλλάξει τα λόγια του εκατοστού ψαλμού «δουλεύσατε εις τον Κύριον εν ευφροσύνη» σε «δουλεύσατε εις τον Κύριον με φόβον». Δεν ήταν όμως μονάχα οι πουριτανοί και οι πρεσβύτεροι της Παΐκου που τους έλειπε το χιούμορ κι η ευχάριστη διάθεση. Το χιούμορ πριν απ’ όλα απαιτεί ευγένεια, λεπτότητα και διακριτικότητα, γιατί τα όρια ανάμεσα σ’ αυτό και στη «χοντράδα» γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα όσο κατεβαίνει το πνευματικό επίπεδο, όσο πιο πολύ «χοντραίνει» ο εσωτερικός μας εαυτός, κι όσο πιο πολύ γεμίζει με συμπλέγματα, κακίες κι αισθήματα φθόνου. Κι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο αληθινός χριστιανός διαθέτει –έπρεπε να διαθέτει- άφθονο χιούμορ στην πιο καθαρή μορφή του. Κι ωστόσο αυτό συμβαίνει σπάνια και σε πολύ λίγους. Ίσως φταίει η λαθεμένη μας αντίληψη σχετικά με τη σωστή χριστιανική ζωή και συμπεριφορά, και δεν προσέχουμε πόσο συχνά η χαρούμενη διάθεση τονίζεται μέσα στο Λόγο του Θεού. Ίσως φταίει ακόμη η γενικότερη αγωγή μας η ιδιοσυγκρασία μας σα λαού που ρέπει περισσότερο σ’ αυτό που ονομάζουμε «πλάκα» παρά στο λεπτό κι έξυπνο χιούμορ. Και το χειρότερο είναι, πως ακόμη κι οι άνθρωποι μεταξύ μας που διαθέτουν άφθονο το αίσθημα του χιούμορ το χάνουν αστραπιαία όταν νομίσουν ότι πληγώνεται το γόητρό τους. Από δω κυρίως προέρχονται και οι συγκρούσεις κι η φορτισμένη ατμόσφαιρα μέσα στις εκκλησίες για ασήμαντα θέματα, καθώς και η ένταση και οι καυγάδες μέσα σε οικογένειες κι ανάμεσα σε ζευγάρια. Με το νόημα αυτό μη μου πείτε ότι το χιούμορ και η καλή διάθεση δεν είναι –δεν πρέπει να είναι- αρετή που πρέπει να διακρίνει κατεξοχήν τον πραγματικό χριστιανό. Και θέλω πάνω σ’ αυτό να ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του: πόσες φορές στους τελευταίους μήνες έχω συμβάλει στην ατμόσφαιρα ειρήνης μέσα στην εκκλησία μου αποτρέποντας τις συγκρούσεις με το χιούμορ και την καλή διάθεση μου; Πόσο βοηθώ μέσα στην οικογένεια ν’ αντιμετωπίζονται οι δύσκολες καταστάσεις με το χαμόγελό μου, με τ’ αστεία μου, με την παιχνιδιάρικη διάθεσή μου; Κι ακόμη, πόσο πολύ κρατάω το γόητρό μου απέναντι στον ή στη σύντροφό μου, πόσο είμαι σφιγμένος και σοβαροφανής απέναντί του /της ή κι απέναντι στα παιδιά μου, πόσο είμαι έτοιμος να δεχτώ τ’ αθώο πείραγμα και να γελάσω με τον εαυτό μου αποφεύγοντας έτσι στο κάτω-κάτω και τη γελοιοποίησή μου από τους άλλους; «Το να γελάω σε βάρος άλλων ανθρώπων αποτελεί απλά κοροϊδία. Το να γελάω με άλλους ανθρώπους μπορεί ν’ αποτελεί μια ένδειξη ότι διαθέτω χιούμορ. Το να γελάω όμως με τον εαυτό μου, αυτό αποδεικνύει ότι σίγουρα έχω το χάρισμα του χιούμορ», γράφει ένας χριστιανός συγγραφέας. Κι όσο για την έλλειψη χιούμορ μέσα στις εκκλησίες, κάποιος άλλος συγγραφέας σημειώνει πως «ένα μεγάλο μέρος από την κακοδαιμονία που ταλανίζει το χριστιανικό κόσμο σήμερα, ιδιαίτερα τις προτεσταντικές μορφές του, οφείλεται στο ότι έχει ξεχάσει (ή δεν έμαθε ποτέ) να γελάει». Κι ακόμη ο περίφημος γερμανός θεολόγος Helmut Thielicke είπε κάποτε πως «μια εκκλησία βρίσκεται σε κακό δρόμο όταν εξορίζει το γέλιο από μέσα απ’ το χώρο του ναού της και το αφήνει μονάχα στα χέρια των διασκεδαστών, στις επιθεωρήσεις και στα νάϊτξαναλέμε. Δεν πρόκειται «να μας πάρουν τον αέρα» όταν ξέρουμε να κρατάμε τη σοβαρότητά μας. Γιατί και αυστηρός μπορείς νάσαι -κυρίως με τον εαυτό σου και λιγότερο με τους άλλους- και σοβαρός και σεβαστός, και συγχρόνως να διαθέτεις και άφθονο χιούμορ που είναι –όπως τόπαμε και στον τίτλο μας- ένα απ’ τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, είναι ο μόνος σ’ ολόκληρο το ζωϊκό βασίλειο που έχει το προνόμιο να γελά. «Χρησιμοποιώντας το χιούμορ στο σπίτι», γράφει ο Tal Bonham, «μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παιδί ν’ αναπτύξει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του καθώς και μια πιο θετική εικόνα του κόσμου έξω απ’ το σπίτι του», και παρακάτω εκφράζει το παράπονο: «Πολλοί έφηβοι δεν ακούνε ποτέ γέλιο μέσα στα σπίτια τους. Πολλές οικογένειες έχουν υποκαταστήσει με το γέλιο που τους χαρίζει η τηλεόραση κι οι κινηματογραφικές ταινίες το γέλιο που θα μπορούσαν να μοιράζονται με τους εφήβους τους». Να γιατί υποστηρίζω πως οφείλουμε σα χριστιανοί όχι μονάχα να γελάμε και ν’ αστειευόμαστε, μα και να προσπαθήσουμε ν’ αναπτύξουμε την ποιότητα και το επίπεδο του χιούμορ μας. Ο αδελφός μου εδώ δίπλα –που ευτυχώς διαθέτει το αίσθημα του χιούμορ σε ικανή ποσότητα και ποιότητα- θα χαμογελάσει κι ίσως θάχει και κάποιες αντιρρήσεις αν πω πως ακόμη κι ο Αστερίξ, ο Λούκι Λουκ κι ο Ιζνογκούντ θα μας βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό ν’ αναπτύξουμε το χιούμορ μας. Δεν τους έχει ανακαλύψει ακόμη. Κι ακόμη ας μάθουμε νάμαστε λιγότερο βλοσυροί και κουμπωμένοι στα έντυπά μας και στα περιοδικά μας. Δεν πέφτει η ποιότητα και η σοβαρότητα του μηνύματός μας με το χιούμορ και την παιχνιδιάρική διάθεση, με κάποια γελοιογραφία, κάποιο σκίτσο, κάποιο χρονογράφημα. Θυμάμαι κάποιον νεαρό συγγενή μου που είχε ετοιμάσει μια σειρά από ευθυμογραφήματα για το πώς βλέπει ένα μικρό παιδάκι, που βέβαια δεν έχει ούτε τη σοβαροφάνεια ούτε την υποκρισία των μεγάλων, τα περίεργα και τα στραβά μέσα στην εκκλησία που μεγαλώνει, κάτι που πιστεύω θα βοηθούσε πολύ στο να βελτιωθούν ορισμένες καταστάσεις μέσα στην εκκλησία και θα μπορούσε να γεννήσει γόνιμους προβληματισμούς. Τα έδωσε λοιπόν στον υπεύθυνο της εκκλησίας του για να τα δει και να τα προωθήσει για δημοσίευση. Κι αυτός τα εξαφάνισε… Είναι κακό να μην ανέχεσαι την αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή διατυπώνεται με χιούμορ και καλή διάθεση. Χάνουμε πολλά και πολλές ευκαιρίες για βελτίωση με το να μη δεχόμαστε το χιούμορ μέσα στα έντυπα και στα περιοδικά μας, επειδή τάχα είναι επικίνδυνο. Το ένα μας φοβίζει , το άλλο είναι επικίνδυνο, για το άλλο «μήπως κάποιοι έχουν αντιρρήσεις» ή «μήπως κάποιοι σκανδαλιστούν», καταφέραμε και κάναμε τη γλώσσα μας ξύλινη, άχαρη, στεγνή κι ανάλατη, εμείς που θέλουμε νάμαστε το «άλας της γης». Προσοχή, όμως! Αυτό δε σημαίνει πως έχουμε το δικαίωμα να σατιρίζουμε και να γελοιοποιούμε οτιδήποτε μέσα στην εκκλησία και στο έργο του Θεού. Θυμάμαι κάποιο νεαρό σ’ ένα συνέδριο μας της Λεπτοκαρυάς που σε μια βραδιά ψυχαγωγίας είχε σηκωθεί και καθώς ομολογουμένως διέθετε το ταλέντο του χιούμορ, της σάτιρας και της μίμησης, μιμούνταν με μεγάλη επιτυχία και σατίριζε πολλούς και πολλές καταστάσεις. Κι είχα πει τότε «αλίμονο αν, μέσα στην ευφορία που τον έχει κυριεύσει αυτή τη στιγμή, του κατέβει να σατιρίσει και τον τρόπο που γίνεται η πρόσκληση στην ευαγγελιστικήευαγγελιστική μας προσπάθεια». Γι’ αυτό πιστεύω πως στην περίπτωση που θα προχωρούσαμε σε ένα χιουμοριστικό «άνοιγμα» στα έντυπά μας, θάπρεπε να υπάρχει ισχυρό αίσθημα αυτολογοκρισίας ή και ακόμη μια επιτροπή, που τα μέλη της όμως να διαθέτουν άφθονο το αίσθημα του χιούμορ και -κάτι συγγενικό προς το χιούμορ- να μπορούν να διακρίνουν το γελοίο από το σοβαρό. Κι αυτό είναι χρήσιμο ακόμη και τώρα, που μπορεί να μην κάνουμε ούτε σάτιρα, ούτε χιούμορ από τα περιοδικά μας, χρειαζόμαστε όμως ν’ αποφεύγουμε απόψεις κι εκφράσεις που μας εκθέτουν και μας γελοιοποιούν. Όπως το άρθρο που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από μερικές μέρες σε επίσημο έντυπο των ελεύθερων ευαγγελικών εκκλησιών, και κατέκρινε τις χριστιανές αμερικανές τραγουδίστριες απ’ το «ΕΛΛΑΣ 62» που … «κρατάνε το μικρόφωνο στο χέρι όπως το κρατάνε και …οι κοσμικές», και αναρωτιόταν κατακρίνοντας το χριστιανικό κανάλι: «αφού ο Χριστός θάρθει μέσα από τα σύννεφα κι όχι μέσα από το γυαλί γιατί εμείς Τον περιμένουμε στο γυαλί της τηλεόρασης;» κι άλλα φαιδρά παρόμοια. Βλέπετε λοιπόν πως μερικές «σοβαρές» δηλώσεις μπορούν να μας εκθέσουν πιο πολύ από το κακής ποιότητας χιούμορ. κλαμπ». Ας μάθουμε λοιπόν να γελάμε και ν’ αστειευόμαστε μέσα στο περιβάλλον μας και μέσα στην οικογένειά μας, το συνάθροιση του κυριακάτικου πρωινού στα συνέδριά μας. Θα καταστραφεί ολόκληρη η
Στο βιβλίο «Χιούμορ: Δώρο του Θεού» του Tal Bonham που γι’ αυτό μιλήσαμε πιο πριν, αναφέρονται αρκετά κομμάτια μέσα από την Αγία Γραφή, Παλιά και Καινή Διαθήκη, που σύμφωνα με τη γνώμη του συγγραφέα είναι γραμμένα με χιουμοριστική διάθεση. Ίσως μερικοί από τους ισχυρισμούς του είναι υπερβολικοί. Είναι όμως κι αρκετά σημεία που δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις σ’ αυτά με το συγγραφέα. Το ότι π.χ. ο Κύριος χρησιμοποιεί το λογοπαίγνιο του ονόματος του Πέτρου με την πέτρα, ή –ακόμη περισσότερο- το παρατσούκλι «βοανεργές» -«υιοί βροντής»- που κολλάει στους γιους του Ζεβεδαίου, και πολλά άλλα, δείχνουν μια προσωπικότητα ευέλικτη, καλοδιάθετη και με προφανή χιουμοριστική διάθεση. Ένα μονάχα απόσπασμα θάθελα να μεταφέρω απ’ το βιβλίο, που πιστεύω πως θα μας πείσει αρκετά σε όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας.
«Φανταστείτε», γράφει, «το εξής σενάριο: βλέπετε έναν άνθρωπο να κατεβαίνει το δρόμο μ’ ένα τεράστιο δοκάρι που βγαίνει απ’ την κόγχη των ματιών του. Είναι περιττό να πούμε πως τα χέρια του είναι συνεχώς απασχολημένα με το να προσπαθούν να ισορροπήσουν το μακρύ δοκάρι, όπως ακριβώς προσπαθεί να ισορροπήσει ένας ακροβάτης στο τσίρκο κάποιο δοκάρι μ’ έναν άλλον ακροβάτη καθισμένο πάνω σ’ αυτό. Απ’ την αντίθετη κατεύθυνση τον πλησιάζει κάποιος άλλος, που παρατηρώντας τον προσεκτικά διακρίνεις λίγη σκόνη από πριονίδια μέσα στο ένα του μάτι. Ο άνθρωπος με το δοκάρι στο μάτι του δείχνει με το δάχτυλό του τον άλλον με το πριονίδι στο μάτι κι ανακράζει: «Βλέπω πως έχεις κάτι στο μάτι σου! Θάταν καλύτερα ν’ απομακρυνθείς απ’ αυτό τον τόσο πολυσύχναστο δρόμο μια κι η όρασή σου έχει μειωθεί απ’ αυτό. Και βέβαια ούτε να σκεφτείς πως μπορείς να περάσεις απέναντι μια και δε θάσαι ίσως σε θέση να διακρίνεις πότε το φανάρι των πεζών θα γίνει πράσινο! Άσε με λοιπόν», καταλήγει ο άνθρωπος με το δοκάρι που εξέχει απ’ το μάτι του, «να σε βοηθήσω να βγάλεις απ’ το μάτι σου τη σκόνη απ’ το πριονίδι».
Ζητά λοιπόν απ’ το φίλο του να κάτσει σ’ ένα παγκάκι εκεί στο πεζοδρόμιο, ενώ ακουμπά το δοκάρι του στην πλάτη απ’ το παγκάκι για να μπορέσει να διώξει τη σκόνη απ’ το πριονίδι. Καθώς προσπαθεί, συνεχίζει το κατηγορητήριό του για μια τέτοια ανόητη πράξη, να περπατά κανείς σ’ ένα πολυσύχναστο δρόμο με τόσα πριονίδια μέσα στο μάτι που του εμποδίζουν την όραση».
«Δεν ξέρω αν βρήκατε την ιστορία αυτή συναρπαστική», συνεχίζει ο Tal Bonham. «Ίσως όχι. Όπως και νάναι, στον πρώτο αιώνα, όταν ο Ιησούς είπε την παραβολή για το δοκάρι και το μικρό ξυλαράκι είμαι σίγουρος πως οι ακροατές του γέλασαν».
Δυο ήταν, όπως ξέρουμε, οι μεγάλοι ηγέτες του θρησκευτικού μεταρρυθμιστικού κινήματος: ο Λούθηρος και ο Καλβίνος. Ο δεύτερος, ο Ιωάννης Καλβίνος, για τον οποίο τρέφω ένα απέραντο θαυμασμό αντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν μερικοί φίλοι μου, έβαλε πολύ περισσότερο από το Λούθηρο τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του στην ευαγγελική εκκλησία που τον ακολούθησε σε αρκετά από τα προτερήματα και τις αρετές του –όσο ήταν δυνατόν και στο βαθμό που μπορούσε ο κάθε πιστός ή η καθεμιά επιμέρους εκκλησία να το κάνει – αλλά επίσης –δυστυχώς – και σ’ αρκετές από τις ελλείψεις και τα ελαττώματά του. Και μια απ’ τις πιο βασικές του ελλείψεις ήταν και το ότι ήταν τελείως ξένος προς το χιούμορ. Αναμφισβήτητα ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Κι ασφαλώς κατεξοχήν σ’ αυτόν έβρισκε εφαρμογή αυτό που έγραψε κάποιος: «το χιούμορ χωρίς την αγιότητα μπορεί να είναι ανεύθυνο. Αλλά κι η αγιότητα χωρίς το χιούμορ είναι απάνθρωπη». Και κάποιος άλλος προσθέτει: «φυλάξου απ’ τους θεολόγους που δεν έχουν το αίσθημα του χιούμορ»!
Αντίθετα απ’ τον Καλβίνο, ο Λούθηρος, που προσωπικά όχι μονάχα τον θαυμάζω, μα και τον αγαπώ απεριόριστα και θεωρώ μια απ’ τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ευαγγελικής εκκλησίες –του πιο μεγάλου μέρους της- ότι δέχτηκε μονάχα τη διδασκαλία του χωρίς να επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από την προσωπικότητά του, ήταν άνθρωπος με τελείως αντίθετο χαρακτήρα: εύθυμος, καλλιτέχνης, αυθόρμητος, με ανεπτυγμένο μέσα του σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα του χιούμορ. Και μάλιστα είχε πει κάποτε: «Αν στον Κύριό μας ήταν άγνωστο το χιούμορ, δε θα μου ήταν ευχάριστο να πάω στον ουρανό»!
Είχα αναφέρει μια σχετική ιστορία στην ομιλία μου για το μεγάλο μεταρρυθμιστή πριν από αρκετά χρόνια, από τις πολλές που μαρτυρούν το πόσο του άρεσε ν’ αστειεύεται, κι αξίζει να την επαναλάβω τώρα. Μια Κυριακή λοιπόν, παρακολουθούσε σε κάποια εκκλησία ο Μαρτίνος Λούθηρος το παρθενικό κήρυγμα ενός νεαρού ιεροκήρυκα, που όπως ήταν φυσικό βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή κι έξαψη έχοντας στο ακροατήριό του το διάσημο δάσκαλο. Στο τέλος του κηρύγματος –που όπως φαίνεται είχε τραβήξει αρκετά παραπάνω απ’ την κανονική ώρα- καθώς έκανε να κατεβεί απ’ τον άμβωνα πιάστηκε το ράσο του σ’ ένα καρφί και το σκίσιμο του ρούχου έγινε αντιληπτό απ’ όλους. Τότε μεσ’ στην ησυχία της εκκλησίας ακούστηκε η φωνή του Λούθηρου: «Καλά τόχα καταλάβει πως είχε καρφωθεί στον άμβωνα. Γι’ αυτό δεν έλεγε να τελειώσει»! Βέβαια είναι δυστύχημα το ότι ο μεγάλος άνθρωπος του Θεού έχανε το χιούμορ του όταν συζητούσε για θεολογικές διαφορές. Και μια και μιλάμε για κήρυγμα, σίγουρα το ρεκόρ για την πιο σύντομη περίληψη κηρύγματος το κατέχει ο Γλάδστον, ο μεγάλος άγγλος πολιτικός, που έχοντας γυρίσει μια Κυριακή πρωί από την εκκλησία, ρωτήθηκε από τη γυναίκα του: «Για ποιο πράγμα μίλησε σήμερα ο ιεροκήρυκας;» «Για την αμαρτία», απάντησε ο Γλάδστον. «Και τι είπε;» ξαναρώτησε η γυναίκα του. «Ήταν εναντίον της», ήταν η απάντηση του άντρα της.
Είχα γράψει πριν από αρκετά χρόνια ένα άρθρο συγκρίνοντας το Μαρτίνο Λούθηρο με τον Κωνσταντίνο Μεταλληνό. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία, και δεν είναι του παρόντος ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτά. Το σίγουρο είναι πως κι οι Κωνσταντίνος Μεταλληνός διέθετε κι αυτός άφθονο το αίσθημα του χιούμορ και δημιούργησε μέσα στην εκκλησία του ολόκληρη σχολή χιούμορ, κερκυραϊκής μάλιστα προέλευσης. Ο Γεράσιμος Ζερβόπουλος στο βιβλίο του «Έπεσε ο Δυνατός», αναφέρει αρκετά σχετικά περιστατικά, κι ασφαλώς ο αδελφός Θάνος Καρμπόνης μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του θάχει να μας πει κι εκείνος πολλά. Προσωπικά τον έχω ακούσει αρκετές φορές στα αθώα, έξυπνα πειράγματά του –έμμετρα καμιά φορά- και σε άλλα παρόμοια. Είπαμε πως το χιούμορ βοηθά στο ν’ αντιμετωπίζονται οι δύσκολες καταστάσεις κι οι δύσκολοι άνθρωποι, και σ’ αυτό ο δάσκαλος ήταν άφθαστος. Όταν, για να πούμε ένα μονάχα παράδειγμα, αντιμετώπιζε κάποιον που δημιουργούσε προβλήματα στην εκκλησία –από κείνους που ξεφυτρώνουν σ’ όλες τις εκκλησίες κι έχουμε όλοι πείρα από τέτοιους- συνήθιζε να λέει με το αιώνιο χαμόγελό του: «μην τον παρεξηγείτε· απ’ τον υπερβολικό του ζήλο το κάνει»…Φυσικά, ήξερε πολύ καλά να διακρίνει τον καλόπιστο ζηλωτή από το δύστροπο «τζαναμπέτη», ήξερε όμως ακόμη καλύτερα ότι οι δυσαρέσκειες και οι συγκρούσεις μέσα στην εκκλησία του Χριστού αποτελούν το χειρότερο δηλητήριο και το πιο εύστοχο όπλο του εχθρού, κάτι που μια μεγάλη μερίδα των χριστιανών δε μοιάζει ν’ αντιλαμβάνεται, και με το χιούμορ του και την καλώς εννοούμενη διπλωματία του απέφευγε κι ο ίδιος κι απέτρεπε και τους συνεργάτες του από τη «θερμή» κατά μέτωπο αντιμετώπιση των «δυστροπούντων».
Δώρο λοιπόν του Θεού στον άνθρωπο το χιούμορ; Σίγουρα, αλλά και πολύ παραπάνω: και προνόμιο και υποχρέωση –αν μπορεί νάναι υποχρέωση- κι απαραίτητο γνώρισμα για το χριστιανό. Κι όπως πολύ σωστά σημειώνει ένας χριστιανός συγγραφέας, «όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ευθυμίας, δε σημαίνει φυσικά πως μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο –ούτε και να τον καταστρέψουμε. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι καλό: ν’ απολαύσουμε μια στιγμή απ’ το χρόνο που μας έχει δώσει ο Θεός». Και κάποιος άλλος γράφει πως «το γέλιο μπορεί να μη θεραπεύει, αλλά σε τελευταία ανάλυση λιγοστεύει τον πόνο, απαλύνει τις δυσκολίες, δεν έχει κακές πλευρές- και δεν κοστίζει και τίποτε». Κι εδώ θα προσθέσουμε ακόμη πως το γέλιο μπορεί μεν να μη θεραπεύει, πρόσφατες όμως ιατρικές έρευνες αποκάλυψαν ότι ανακουφίζει από τον πονοκέφαλο, τις αϋπνίες και τα αρθριτικά. Μ’ άλλα λόγια μειώνει σε σημαντικό βαθμό την εξάρτησή μας από τους γιατρούς. Αυτό άλλωστε μας λέει και το εδάφιο που διαβάσαμε στην αρχή: «η χαρούμενη καρδιά είναι φάρμακο καλό, αλλά το θλιμμένο πνεύμα ξεραίνει τα κόκαλα», προκαλεί δηλ. οστεοπόρωση…
Κι όσο για μας που πιστεύουμε πως διαθέτουμε κάποιο χιούμορ, ελπίζω να μην πέσουμε στο αμάρτημα του φαρισαίου που προσευχήθηκε «σ’ ευχαριστώ Πατέρα γιατί δεν είμαι καθώς αυτός ο τελώνης», και πούμε «σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που διαθέτω χιούμορ που δεν έχει ο διπλανός μου», απαράλλαχτα όπως προσευχήθηκε η ηλικιωμένη κυρία βγαίνοντας από το κήρυγμα για τον τελώνη και το φαρισαίο: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί δεν είμαι όπως ο φαρισαίος»…
( Συνέδριο Θεσσαλονίκης, 6/3/95)