ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 

Ας επιχειρήσουμε έναν περιγραφικό ορισμό της παράδοσης. Παράδοση ονομάζουμε ένα σύνολο από θεσμούς, συνήθειες, πράξεις, εκδηλώσεις, τεχνοτροπίες, καθώς και δοξασίες, απόψεις, νοοτροπία και τρόπο σκέψης που χαρακτηρίζουν μια ανθρώπινη ομάδα, είτε αυτή η ομάδα είναι ένα έθνος, -και τότε μιλάμε για εθνικές ή για λαϊκές παραδόσεις-  είτε μια κοινότητα, είτε μια εκκλησία ή μια θρησκευτική ομάδα, -και τότε μιλάμε για θρησκευτικές  ή εκκλησιαστικές παραδόσεις-  είτε οποιοδήποτε άλλο συλλογικό όργανο. Μια παράδοση διαμορφώνεται  -και στο μεγαλύτερο ποσοστό της παγιώνεται και μένει αναλλοίωτη-  με μακροχρόνιες διαδικασίες και μέσα από πολλούς παράγοντες κατά τη διάρκεια ετών ή και αιώνων.

   Υπάρχει μια τάση στις ανθρώπινες ομάδες να θεωρούν την παράδοσή  τους σαν κάτι ιερό που πρέπει να παραμείνει αναλλοίωτο και να μην υφίσταται καμιά κριτική και καμιά αναθεώρηση. Και μάλιστα όταν πρόκειται για εκκλησιαστική παράδοση, εκεί είναι ακόμη πιο δύσκολη, σχεδόν αδύνατη η αναθεώρησή της, μια και συνήθως η εκκλησιαστική παράδοση έχει περιβληθεί και το κύρος της θεϊκής αυθεντίας. Έτσι στην ορθόδοξη και στην καθολική εκκλησία η λεγόμενη Ιερά Παράδοση θεωρείται ισότιμη με την Αγία Γραφή, ή, για να το πούμε πιο σωστά, η Αγία Γραφή αποτελεί κι αυτή τμήμα της Ιεράς Παράδοσης.

  Κάνουν μεγάλο λάθος όσοι από μας νομίζουν ότι η ευαγγελική εκκλησία δεν έχει παράδοση. Μια παράδοση, μάλιστα, που μας ήρθε σχεδόν αυτούσια από άλλους τόπους, όσο κι αν μερικοί υποστηρίζουν, χωρίς να το στηρίζουν πουθενά, πως ειδικά εμείς στην Ελλάδα αποτελούμε συνέχεια της μεταρρύθμισης των Ισαύρων  – ισχυρισμός εντελώς ανιστόρητος και εντελώς άσχετος με την πραγματικότητα. Ακόμη και το κίνημα του Κωνσταντίνου Μεταλληνού που προήλθε από τους ορθοδόξους έχει αποβάλει βαθμιαία όλα τα ελληνορθόδοξα χαρακτηριστικά του και αφομοιώθηκε στο μεγαλύτερο ποσοστό του με το ευαγγελικό –διαμαρτυρόμενο- κίνημα της δύσης. Λέμε λοιπόν πως έχουμε κι εμείς οι ευαγγελικοί την παράδοσή μας, μια παράδοση μάλιστα πλούσια που εκτείνεται σε πολλούς τομείς. Θεσμούς, συνήθειες, απόψεις, νοοτροπία, που δεν πηγάζουν όλα κατ’ ανάγκη κι άμεσα από την Αγία Γραφή. Κανένας οργανισμός που έχει ζωή πέντε αιώνων όπως η ευαγγελική εκκλησία δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγει να διαμορφώσει τη δική του παράδοση. Κι αυτό δεν είναι πάντα κακό. Πηγάζει από το αίτημα να ικανοποιηθούν ορισμένες ανάγκες με τρόπο μάλιστα που να εξοικονομεί κόπο και σκέψη, γιατί τους παραδοσιακούς θεσμούς τους παίρνουμε έτοιμους από τις προηγούμενες γενιές, κι αυτό είναι πολύ βολικό για όλους μας. Βλέπετε, η πολλή δουλειά κουράζει και η πολλή σκέψη συχνά ενοχλεί. Θέλετε μερικά παραδείγματα δικών μας παραδοσιακών στοιχείων και θεσμών έτσι πρόχειρα, χωρίς ιεράρχηση και αξιολόγηση; Τα συνέδρια, όπως αυτό εδώ που γίνεται κάθε χρόνο και έχει λίγο πολύ αναλλοίωτο πρόγραμμα –πέντε ομιλίες, συναυλία χορωδίας, στρογγυλό τραπέζι, βραδιά με ομολογίες, πρωινή ομιλία Καρμπόνη κλπ. Παράδοση λοιπόν ο θεσμός των συνεδρίων για κάθε ηλικία, για κάθε ανθρώπινη κατηγορία και ομάδα, για κάθε επάγγελμα και δεν ξέρω τι άλλο κι αυτό όχι μόνο στον τόπο μας, μα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο πληθαίνουν και τα συνέδρια. Παράδοση τα κυριακά μας σχολεία  -πείτε μου πού υπάρχει ένα τέτοιο σχολείο στην Αγία Γραφή ή στους πρώτους χριστιανούς-  οι όμιλοι νέων, το είδος της μουσικής που χρησιμοποιούμε, τα διάφορα μουσικά όργανα στην ώρα της λατρείας, οι χορωδίες, η μορφή του άμβωνα και οι πάγκοι που έχουν οι περισσότερες εκκλησίες, ο σταυρός σε ορισμένες εκκλησίες όπως η δική μας, ολόκληρη η δομή της λατρείας μας που έχει πάντα μια ορισμένη σειρά στους ύμνους, στις προσευχές, στα βιβλικά αναγνώσματα, στο κήρυγμα  -την ίδια πάντα σειρά στην ίδια εκκλησία αλλά διαφορετική σειρά από εκκλησία σ’ εκκλησία-  και πολλά άλλα παρόμοια. Παραδοσιακές συνήθειες το να σηκωνόμαστε όρθιοι και να κλείνουμε τα μάτια στην προσευχή ή να καθόμαστε στους ύμνους,  – σ’ άλλες εκκλησίες γίνεται ακριβώς το αντίθετο-  το να τελείται σε μερικές εκκλησίες το δείπνο του Κυρίου κάθε Κυριακή, σ’ άλλες κάθε μήνα, σ’ άλλες τέσσερις φορές το χρόνο, ή το να τηρείται από μερικές εκκλησίες η Κυριακή αργία σε βαθμό υπερβολικό, τόσο που να θυμίζει την τήρηση του Σαββάτου από τους εβραίους. Παράδοση ακόμη η αφιέρωση των νηπίων σε μερικές εκκλησίες, η διαδικασία της γαμήλιας τελετής με τις ερωτήσεις προς τους νεόνυμφους, οι γιορταστικές βραδιές νέων και οι συναυλίες στη δική μας εκκλησία εδώ και 36 χρόνια και τελευταία και σε μερικές άλλες εκκλησίες, κ.ο.κ. Παράδοση το νηπιοβάπτισμα σε άλλες ευαγγελικές εκκλησίες  -που με πολύ μεγάλη φαντασία μπορεί να στηριχτεί στην Αγία Γραφή,- και η υποχρεωτική παρουσία χειροτονημένου ποιμένα στο δείπνο του Κυρίου. Κι ακόμη παράδοση ορισμένες διδασκαλίες σε κάποιες εκκλησίες που δεν προκύπτουν για όλους αυτονόητα και αναντίρρητα από την Αγία Γραφή, όπως η διδασκαλία του λεγόμενου απόλυτου προορισμού- ή,  πιο σωστά, προορισμού-  στις καλβινιστικές εκκλησίες όπως η ελληνική ευαγγελική εκκλησία, η διδασκαλία της κένωσης  στις ελεύθερες εκκλησίες του νότου, καθώς και η υπερβολική έμφαση στη γλωσσολαλιά  -σα να μην υπάρχουν πολλά πολύ πιο σημαντικά κεφάλαια-  στις εκκλησίες της πεντηκοστής και στο χαρισματικό κίνημα. Ξέρω πως μερικοί θα ξαφνιαστούν που τοποθετούμε και αυτές τις ιδιαίτερες διδασκαλίες στο κεφάλαιο της παράδοσης, ας μην ξεχνάμε όμως ότι σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε, ακόμη και ένας τρόπος ερμηνείας ενός κεφαλαίου της Αγίας Γραφής καθώς και γενικά η φιλοσοφία με την οποία αντιμετωπίζουμε την έννοια της θεοπνευστίας αποτελεί παραδοσιακό στοιχείο. Από εδώ προκύπτουν και οι διαφορές στην τακτική που ακολουθούμε ως προς την παρουσία και τη δραστηριότητα των γυναικών στις εκκλησίες μας. Αλλού απαγορεύεται ακόμη και να προσεύχεται μια γυναίκα στην ώρα της συμπροσευχής, κατά περίεργο όμως τρόπο μπορεί να ψάλλει ακόμη και μόνη της  -σόλο-  ή να διδάσκει στο κυριακό σχολείο ή να μιλά από τον άμβωνα στις γιορταστικές βραδιές των νέων ή και να κηρύττει κανονικά, ακριβώς όπως οι άντρες, αν έχει την ιδιότητα του ιεραποστόλου. (Συνέβη και στη δική μας εκκλησία στα νιάτα μας, όταν οι γυναίκες απαγορευόταν ακόμη και να προσεύχονται. Και μάλιστα το κήρυγμά της το είχε μεταφράσει από τα γερμανικά αυτός που σας μιλά. Και το ίδιο ξέρω πως συμβαίνει και σήμερα με μερικές ιεραποστόλους και ουδείς ενοχλείται).

   Παραδοσιακό στοιχείο αποτελούν ακόμη οι αντιλήψεις των χριστιανών περί ηθικής και αμαρτίας πάνω σε διάφορα θέματα που επικρατούν από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, σε μερικές χώρες αποκλείεται εντελώς το αλκοόλ ενώ είναι ανεκτό το κάπνισμα  -κακώς, κατά τη γνώμη μου, ύστερα από τις πληροφορίες των τελευταίων ετών για τις ολέθριες συνέπειες του καπνού. Σε άλλους συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όπως στη δική μας τη χώρα. Εδώ μερικοί χριστιανοί «με την άδεια της αστυνομίας», όπως λέμε, το «τσούζουν» λιγάκι παραπάνω, ενώ αν καπνίσουν ένα μόνο τσιγάρο τοποθετούνται στον έβδομο κύκλο της κόλασης.

   Τα πράγματα όμως σοβαρεύουν ακόμη περισσότερο σχετικά με τη χριστιανική ηθική σε άλλα πολύ πιο σοβαρά θέματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες π.χ. οι χριστιανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο πρόβλημα των εκτρώσεων και σε άλλα θέματα προσωπικής ηθικής. Πολύ σωστά. Κατά καιρούς όμως αρκετοί απ’ αυτούς  -και μάλιστα με επιχειρήματα δήθεν από την Αγία Γραφή-  έχουν στηρίξει το θεσμό της δουλείας, τις φυλετικές διακρίσεις ή την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε διάφορες χώρες ή τη θανατική ποινή ή τη διεξαγωγή πολέμων και μάλιστα με αρκετό ενθουσιασμό. Θυμάμαι ότι την εποχή που κυβερνούσε τη Βραζιλία ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς με φυλακίσεις, βασανισμούς και «εξαφανίσεις», κάποιος ελληνοαμερικανός χριστιανός αρθρογράφος ήταν ενθουσιασμένος που ο κυβερνήτης της χώρας ήταν πιστός χριστιανός και «ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε»… Είναι φανερό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει σοβαρή διάσταση ανάμεσα σε όσα ορίζει η Αγία Γραφή και στις παραδοσιακές αντιλήψεις περί χριστιανικής ηθικής και χριστιανικής ζωής ενός ολόκληρου λαού. Αυτόματα έρχονται στο νου μας τα λόγια του Χριστού : «ηκυρώσατε τον λόγον του Θεού δια την παράδοσίν σας»… Και φυσικά αυτό δε συμβαίνει μονάχα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

   Τέλος για να φαιδρύνουμε και λίγο την ατμόσφαιρα, υπάρχουν ακόμη και στη χώρα μας «αμαρτίες» κατά την παραδοσιακή αντίληψη που τα τελευταία χρόνια έχουν πάρει συγχωροχάρτι. Δεν είναι μονάχα ο κινηματογράφος που παλιότερα θεωρούνταν έγκλημα καθοσιώσεως  και σήμερα έχει εισβάλει με την τηλεόραση σε όλα σχεδόν τα χριστιανικά σπίτια. Είναι κι άλλα πράγματα μικρότερης σημασίας. Κάποτε για ανεξήγητους λόγους το ν’ αφήνει κάποιος μούσι αποτελούσε παράπτωμα σε ολόκληρες ομάδες εκκλησιών που θα μπορούσε νάχει σαν συνέπεια ίσως και την αποβολή από το σώμα των πιστών. Σήμερα αποτελεί στοιχείο στολισμού ακόμη και για εργάτες του άμβωνα. Στην παλιά μας εκκλησία ήταν αδιανόητο να παίζουν οι χριστιανοί τάβλι ή παρόμοια παιχνίδια. Θυμάμαι πόσο περίεργο μου φάνηκε όταν το πρωτοείδα μέσα σε χριστιανικό σπίτι. Σήμερα το τουρνουά στο τάβλι χρησιμοποιείται ακόμη και για ευαγγελιστικούς σκοπούς ανάμεσα σε νεανικές ομάδες ισότιμα με το σκάκι, το μπάσκετ και άλλα παρόμοια παιχνίδια  -και μόνο ο «Τυχικός»  εξακολουθεί ακόμη να διαμαρτύρεται. Τέλος θυμάμαι πως ένα βράδυ στην παλιά μας εκκλησία, όταν για πρώτη φορά σα νέοι χρησιμοποιήσαμε μια κιθάρα για συνοδεία στους ύμνους μας, κάποιος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία αδελφούς παρατήρησε: «απόψε μας έλειψαν μόνο οι μεζέδες και το ούζο, για να γίνουμε σκέτη ταβέρνα»…

**************************

   Είπαμε πιο πριν  ότι η παράδοση στην ορθόδοξη και στην καθολική εκκλησία δεν αναθεωρείται και δεν αλλάζει εύκολα γιατί έχει παγιωθεί από την ίδια την εκκλησία. Βέβαια αυτό δεν ισχύει απόλυτα για την καθολική εκκλησία, όπου ένα μεγάλο τμήμα της έχει στραφεί σε πιο πνευματικές κατευθύνσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν και έχει εκσυγχρονίσει τη λατρεία της στη μουσική και σε άλλα λατρευτικά στοιχεία, τόσο που να προσεγγίζει σε αρκετό βαθμό τη δική μας ευαγγελική, τουλάχιστον σε μερικές αποχρώσεις της. Στην ορθόδοξη εκκλησία, κυρίως της πατρίδας μας, ξέρουμε όλοι με ποιο τρόπο αντιμετωπίζεται η προσπάθεια για οποιαδήποτε καινοτομία. Θάταν πολύ αισιόδοξοι οι λεγόμενοι «παπαροκάδες»  αν έτρεφαν την παραμικρή ελπίδα πως θα μπορούσαν να σταθούν και  να ευδοκιμήσουν σ’ ένα κλίμα σαν κι αυτό του ορθόδοξου ελληνικού χώρου.

   Για τη δική μας τώρα, την ευαγγελική εκκλησία, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, ή τουλάχιστον θάπρεπε νάναι διαφορετικά. Υποτίθεται πως ολόκληρο το οικοδόμημα της ευαγγελικής  -διαμαρτυρόμενης-  εκκλησίας στηρίζεται μονάχα στη Αγία Γραφή. Γι’ αυτό και έχει μια ιδιότυπη σχέση με την παράδοση, και στη θεωρία και στην εφαρμογή. Για να καταλάβουμε όμως πώς τίθεται το πρόβλημα της παράδοσης και του συσχετισμού παράδοσης και ανανέωσης στις εκκλησίες της μεταρρύθμισης χρειάζεται να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις κυρίως ιστορικού χαρακτήρα. Είναι αυτονόητο ότι οι παρατηρήσεις αυτές αποτελούν προσωπικές μου αντιλήψεις που μπορούν στη συνέχεια να συζητηθούν.

   Όταν πρωτοσχηματίστηκε η ευαγγελική εκκλησία πριν πέντε περίπου αιώνες, βρέθηκε αντιμέτωπη με την πλούσια παράδοση της καθολικής εκκλησίας. Πολλά από τα στοιχεία της παράδοσης αυτής  -τα κυριότερα, ίσως και τα περισσότερα-  βρίσκονταν σε ασυμφωνία με το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. Δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε. Είναι γνωστά σε όλους. Συγχρόνως όμως υπήρχε και ένα άλλο μεγάλο τμήμα της παράδοσης. Αυτό δεν αντιστρατευόταν  προς την Αγία Γραφή. Παράδοση μιας εκκλησίας είναι ολόκληρη η κληρονομιά της σ’ όλους τους τομείς. Οι μεγάλοι γοτθικοί ναοί με την υπέροχη αρχιτεκτονική τους, η εξαίσια μουσική παράδοση, πολλά από τα  λειτουργικά κείμενα, τα γραπτά σπουδαίων πατέρων της εκκλησίας όπως ο Ιερός Αυγουστίνος, ο Άγιος Ιερώνυμος, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, οι μεγάλοι πατέρες της ανατολικής εκκλησίας  -τίποτε απ’ όλα αυτά βέβαια δεν ήταν για πέταμα. Κι ο Λούθηρος, άνθρωπος έξυπνος και διορατικός, και προπάντων άνθρωπος ελεύθερος και άνετος  στη σκέψη του, κι επιπλέον άνθρωπος με φαντασία και καλλιτεχνικές ευαισθησίες, ήξερε πολύ καλά πως με το να στεγνώσεις και να στραγγίσεις ένα ζωντανό οργανισμό απ’ όλους τους χυμούς του, απ’ όλη την πολιτιστική  και πνευματική του κληρονομιά, απ’ όλη την τέχνη που είναι εσωτερική ανάγκη για τον άνθρωπο  -για τους πιο πολλούς ανθρώπους τουλάχιστον-  με μια λέξη με το να τον ξεκόψεις από οποιοδήποτε παρελθόν, δεν τον βοηθάς καθόλου στην παραπέρα πνευματική του ανάπτυξη. Μάλλον τον συρρικνώνεις και τον διαστρεβλώνεις. Γι’ αυτό και άφησε πολλά από τα υγιή παραδοσιακά στοιχεία μέσα στην καινούργια μεταρρυθμισμένη εκκλησία. Βλέπετε, το πνευματικό του κίνημα ονομάστηκε μεταρρύθμιση. Και μια μεταρρύθμιση σημαίνει αλλαγή, μετατροπή. Όχι ξεθεμέλιωμα. Αντίθετα, οι μεταγενέστεροι ευαγγελικοί ηγέτες που ίδρυσαν ο καθένας το δικό του πνευματικό κίνημα που σήμερα ονομάζουμε «ευαγγελική απόχρωση» (denomination) νιώθοντας αλλεργία μπροστά σε κάθε στοιχείο καθολικής παράδοσης, διατύπωσαν το δόγμα πως θα πρέπει ν’ αφαιρέσουμε όχι μονάχα εκείνο το κομμάτι της παράδοσης που είναι αντίθετο με την Αγία Γραφή σα βλαβερό κι απαράδεκτο, αλλά κι όλη την υπόλοιπη παράδοση που συμφωνεί με την Αγία Γραφή σαν περιττή. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου υπήρξε ένα μέγιστο ιστορικό λάθος. Από δω προήλθε και η αδιαφορία ή και η αντιπάθεια της συντριπτικής πλειοψηφίας των ευαγγελικών χριστιανών  -εκτός από εκείνους που ακολούθησαν τη λουθηρανή μεταρρύθμιση-  προς την υψηλή τέχνη και κυρίως προς την ποιοτική μουσική. Κι έτσι ενώ οι λουθηρανικές εκκλησίες έχουν να επιδείξουν έναν Συτς, έναν Πραιτόριους, έναν Τέλεμαν, έναν Μέντελσον και προπάντων έναν ογκόλιθο τέχνης, τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, οι υπόλοιπες ευαγγελικές εκκλησίες φτώχαιναν όλο και περισσότερο τη μουσική τους με εξαίρεση την αγγλικανική εκκλησία που κι αυτή κράτησε ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης παράδοσής της. Και το ίδιο έγινε και σ’ άλλους τομείς όπως η ποίηση των ύμνων, μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή απογύμνωση με τα «σε υψώνουμε», «σε καθίζουμε στο θρόνο», «σε προσκυνούμε», «σε δοξολογούμε», «έλα όπως είσαι» και τα παρόμοια. Θα πρέπει να δοξάζουμε  το Θεό που βρέθηκαν στον ευαγγελικό χώρο πνευματικά κινήματα που γέμισαν σε κάποιο βαθμό το κενό που προέκυψε, με την ελευθερία στην έκφραση και τη δημιουργικότητα, με πλούσια κουλτούρα που μπήκε ολόκληρη στην υπηρεσία του Κυρίου, όπως έγινε με τις εκκλησίες των μαύρων της Αμερικής που μας έδωσαν απ’ τον καιρό ακόμη της σκλαβιάς τόσα πολύτιμα στοιχεία. Υποθέτω πως αρκετοί νομίζετε ότι αιθεροβατώ μιλώντας για υψηλή τέχνη και υψηλή παράδοση, γιατί τάχα αυτή δε συμβιβάζεται με την αληθινή πνευματική ζωή. Κι ασφαλώς θάχετε υπ’ όψη σας τις λουθηρανικές εκκλησίες της Γερμανίας που τους έχει απομείνει μονάχα η υψηλή τέχνη  -σε όσες έχει απομείνει κι αυτή-  χωρίς ουσιαστικό πνευματικό υπόβαθρο. Κι εδώ ακριβώς έχουμε ένα από τα λεγόμενα «ψευτοδιλήμματα» που έχουν προκαλέσει και εξακολουθούν να προκαλούν σύγχυση στον ευαγγελικό χριστιανικό κόσμο: ή υψηλή τέχνη, ή πνευματικότητα. Και τα δυο δεν πάνε μαζί. Είναι αυτό που το διατύπωσε μ’ αυτά τα λόγια ηγετικό στέλεχος των ελληνικών ελεύθερων εκκλησιών: «Δεν υπάρχει αμφιβολία», έγραψε, «πως δεν πάνε πνευματικά καλά οι συνάξεις που μαζεύουν πολύ κόσμο, διαθέτουν τεράστιες αίθουσες, κουρδίζουν πολλά μουσικά όργανα, παρουσιάζουν περίφημα χορωδιακά συγκροτήματα». Μ’ άλλα λόγια: κάντε ό,τι μέτριο και κακομοίρικο, γιατί αν προσπαθήσετε να ανεβάσετε λίγο το επίπεδό σας και να βελτιώσετε την ποιότητά σας θα εξατμισθεί  η πνευματικότητά σας. Μύθος, εντελώς αντίθετος από την πραγματικότητα. Η υψηλή τέχνη είναι προϊόν της ανθρώπινης δημιουργικότητας που αποτελεί  ό,τι ευγενέστερο έχει βάλει ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Σήμερα ακούμε το «Μεσσία» του Χαίντελ  -και μερικοί από μας τον τραγουδούμε-  και συγκινείται η καρδιά μας και δοξάζουμε το Θεό και νιώθουμε την παρουσία Του, την εποχή όμως που πρωτοακούστηκε το έργο οι ευαγγελικοί χριστιανοί μιλούσαν για κοσμικές εκδηλώσεις και για τις αλήθειες του ευαγγελίου που τάχα διασύρονται μέσα στις αίθουσες συναυλιών. Ακόμη και ο μεγάλος ιεροκήρυκας και πνευματικός οδηγός Τζων Γουέσλεϋ παραπονιόταν ότι η «διασκέδαση»  -οι συναυλίες δηλ. με το «Μεσσία»-  συγκεντρώνει πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο οι συναθροίσεις των πιστών. Κανένας τους δε σκέφτηκε ότι το έργο αυτό τους ανήκει, ότι είναι γραμμένο για να ψάλλεται από χορωδίες πιστών ανθρώπων, και το άφησαν  -κι αυτό και πολλά άλλα σπουδαία έργα χριστιανικής μουσικής-  στα χέρια κοσμικών ανθρώπων, και τα πράγματα είναι ίδια και χειρότερα σήμερα. Δυστυχώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του ευαγγελικού κόσμου σε αρκετά θέματα έχει έμμονες αντιλήψεις και ιδέες που σε τελευταία ανάλυση αποτελούν τροχοπέδη για την πρόοδο του έργου του Θεού. Στο κέντρο της Ρίγας, πρωτεύουσας της Λετονίας, υψώνεται ο καθεδρικός ναός της πόλης, έδρα του λουθηρανού αρχιεπισκόπου της χώρας, ανθρώπου πιστού όπως πολλοί άλλοι μέσα στη λουθηρανική εκκλησία της πατρίδας του. Αν βρεθείτε καμιά φορά εκεί, θ’ ακούσετε ό,τι εξοχότερο έχει να επιδείξει η θρησκευτική μουσική από χορωδίες και ορχήστρες  υψηλότατου επιπέδου. Κι αυτό συνδυασμένο με ευαγγελιστικό ζήλο και αξιόλογη ευαγγελιστική δραστηριότητα, με συνεπή χριστιανική μαρτυρία, με κύκλους προσευχής, ένας αληθινός πνευματικός φάρος στο κέντρο της πόλης. Τα μαθαίνω όλα αυτά από πρώτο χέρι, μια και ο κάντορας της εκκλησίας, ο μουσικός της διευθυντής (μαέστρος και οργανίστας) είναι προσωπικός μου φίλος και με πληροφορεί για τα πάντα. Και το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Θα μπορούσα ν’ αναφέρω κι άλλα παρόμοια παραδείγματα. Είναι πολύ άδικο και άσοφο να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα και αφορισμούς και μάλιστα για θέματα που δεν τάχουμε καθόλου ερευνήσει. Ποιος μας τόπε πως η σωστή πνευματική ζωή πρέπει πάντα να συνδυάζεται με τρίτης και τέταρτης ποιότητας καλλιτεχνικά κατασκευάσματα; Και βέβαια δε μιλώ για εκκλησίες που δεν έχουν δυνατότητες, παρά για μεγάλες, πολυάριθμες εκκλησίες που μπορούν και δε θέλουν, κι είναι κι ευχαριστημένες από τη χαμηλή τους ποιότητα, κι αυτό σ’ ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο στη χώρα μας. Με σημαντικά  -αρνητικά-  αποτελέσματα στην πνευματική παιδεία των πιστών, κάτι που επηρεάζει τον χαρακτήρα τους,  τις αντιδράσεις τους, τις ευαισθησίες τους. Πρόκειται για ένα τεράστιο κεφάλαιο, αυτό της ποιοτικής αναβάθμισης της εκκλησιαστικής μας ζωής, που βέβαια δεν περιορίζεται μόνο στη μουσική, και που δεν είναι δυνατόν να το πραγματευτούμε τώρα, μια και θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στον πυρήνα του θέματος μας, καθώς έχω αυστηρές εντολές από το προεδρείο να μην ξεπεράσω το χρόνο μου.

   Συνοψίζοντας λοιπόν τα όσα είπαμε μέχρι τώρα παρατηρούμε ότι ενώ η ορθόδοξη εκκλησία έχει καθορισμένη κι αναλλοίωτη παράδοση, κι ενώ η καθολική εκκλησία αναθεωρεί πού και πού ορισμένα παραδοσιακά της στοιχεία, όλα όμως κατά κανόνα με κεντρικό προγραμματισμό που ξεκινά απ’ την Αγία Έδρα, η ευαγγελική εκκλησία ή μάλλον οι ευαγγελικές εκκλησίες με εξαίρεση τη λουθηρανική και την αγγλικανική εγκατέλειψαν οποιαδήποτε προηγούμενη παράδοση, δημιουργώντας καινούργιες παραδόσεις με διαφορές σε κάποια σημεία από εκκλησία σε εκκλησία (Φυσικά, τα πάντα δεν μπορούν να εξαλειφθούν. Οι ευαγγελικές εκκλησίες θάταν τελείως διαφορετικές αν προέρχονταν από τις ορθόδοξες. Είναι αυτό που είχα πει κάποτε ότι η ευαγγελική εκκλησία είναι μια μεταλλαγμένη καθολική). Κι ενώ οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί θεωρούν αρκετή την αυθεντία της εκκλησίας για να προσδώσουν το απαραίτητο κύρος στη δική τους παράδοση, οι ευαγγελικοί στηρίζουν όλες τις παραδόσεις τους, ή τουλάχιστον θεωρούν πως τις στηρίζουν μονάχα στην Αγία Γραφή. Και μάλιστα το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο στις ελεύθερες εκκλησίες όπως είναι οι δικές μας, όπου η απουσία οποιουδήποτε καταστατικού σε αντίθεση με τις λεγόμενες «συστηματικές», όπως οι ελληνικές ευαγγελικές, δημιουργεί εντονότερα την πεποίθηση ότι τα πάντα στηρίζονται στην Αγία Γραφή. Έτσι π.χ. αναρωτιέμαι πόσοι από μας έχουν σκεφτεί πως η τέλεση του δείπνου του Κυρίου κάθε Κυριακή  -και μόνο την Κυριακή-  δεν προκύπτει από κανένα μέρος της Αγίας Γραφής, και εξίσου βιβλικό θα ήταν  -ή και περισσότερο βιβλικό-  να τελείται σε κάθε σύναξη, ή, αντίθετα, να τελείται μια φορά το μήνα. Βλέπετε, η συνήθεια και η παγιωμένη παράδοση μπορεί πολύ συχνά να δημιουργήσει λαθεμένες εντυπώσεις. Θυμάμαι κάποτε, πριν αρκετές δεκαετίες, όταν είχα πρωτοαναλάβει τη διεύθυνση της χορωδίας μας  -αρκετοί από σας δεν ήσασταν καν γεννημένοι- που  θέλησα ν’ αλλάξω μια λέξη σε κάποιο ύμνο με μιαν άλλη που κατά τη γνώμη μου ταίριαζε καλύτερα. Η αντίδραση ήρθε άμεση από ένα νεαρό τότε χορωδό. Καθώς μάλιστα εγώ ήμουν σχεδόν ο νεότερος απ’ όλους υπήρχε και κάποια δόση «άνωθεν» εντολής: «Δεν θ’ αλλάξεις καμιά από τις λέξεις του ύμνου. Τα λόγια των ύμνων είναι θεόπνευστα!»… Είναι το ίδιο πνεύμα που κάνει τους χριστιανούς κάθε εποχής να θεωρούν τη μουσική της δικής τους γενιάς τη μοναδική κατάλληλη για τη λατρεία και για το έργο του Θεού γενικότερα. Εξάλλου το πόσο προσκολλημένοι είναι οι ευαγγελικοί στη δική τους παράδοση φαίνεται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Μόλις στα τελευταία χρόνια άρχισαν να πείθονται οι εκκλησίες πως μπορούν να χρησιμοποιούν πότε-πότε και κάποια άλλη μετάφραση της Βίβλου εκτός από τη μετάφραση του Βάμβα. Θυμάμαι μάλιστα τη μητέρα μου που προερχόταν από την ορθόδοξη εκκλησία, που δήλωνε: «εμένα μ’ αρέσει η μετάφραση του Βάμβα. Όχι το κείμενο. Αυτό είναι ορθόδοξο»! Κι όταν η γυναίκα μου, νεαρή δασκάλα τότε στο κυριακό, θέλησε να απλοποιήσει τη γλώσσα των εδαφίων που φυσικά δεν την καταλάβαιναν τα μικρά παιδιά, συνάντησε αντίδραση από μέρους κάποιων υπευθύνων. Κάπως έτσι συναντήσαμε κι εμείς κάποια αντίδραση  -όχι έντονη-  πριν από είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, όταν παρουσιάσαμε με τη χορωδία κείμενα καθολικών λειτουργιών που αρχίζουν με το «Κύριε ελέησον». Κι ακόμη λιγότερο άρεσε  -πάντα όμως με ήπια αντίδραση-  όταν παρουσιάσαμε μερικά τροπάρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Φυσικά, ο χρόνος και η συνήθεια έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Σήμερα δεν αντιδρά κανείς ούτε στο «Κύριε ελέησον», ούτε στα τροπάρια της ορθόδοξης εκκλησίας, ούτε στα λατινικά καθολικά κείμενα που χρησιμοποιούμε στις συναυλίες μας. Κι ούτε βέβαια στα ντραμς και τα ηλεκτρονικά όργανα που κατά καιρούς έχουμε χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιούμε, ούτε στα μιούζικαλ και στα υπόλοιπα είδη σύγχρονης χριστιανικής μουσικής. Πολλά χρόνια αργότερα μάλιστα μας μιμήθηκαν κι άλλες εκκλησίες κι άλλοι όμιλοι νέων που χρησιμοποίησαν ντραμς  -και αερολογίες-  έχουμε χορτάσει πια στις εκκλησίες μας. Δυστυχώς εμείς των ελεύθερων εκκλησιών, ιδιαίτερα στον τόπο μας, δεν εκμεταλλευθήκαμε τη δυνατότητα να δανειζόμαστε ελεύθερα από ξένες παραδόσεις καθώς ούτε παγιωμένη δική μας παράδοση σε πολλά πράγματα είχαμε, ούτε και συνόδους και άλλα διοικητικά όργανα για να μας βάζουν περιορισμούς. Σε πολλά μάλιστα οι ελληνικές ευαγγελικές εκκλησίες αποδείχτηκαν πιο ευέλικτες και πιο ελεύθερες απ’ τις ελεύθερες. Παράδειγμα τα ορθόδοξα τροπάρια που περιέλαβαν στο καινούργιο υμνολόγιό τους. κι άλλα σύγχρονα μέσα στα συνέδριά τους, από εκείνους που μας κακολογούσαν σαν «κοσμικούς» και υπερβολικά «καινοτόμους». Δεν τα λέω όλα αυτά για να καυχηθώ, αλλά όπως και να το κάνουμε άλλο να έχεις εφαρμόσει κάτι και να διαθέτεις τη σχετική εμπειρία κι άλλο να μιλάς θεωρητικά. Και από θεωρητικολογίες και γενικολογίες

   Θυμάμαι κάποιον γερμανό χριστιανό, εξαίρετο μουσικό, που συνάντησα σε ένα χριστιανικό μουσικό συνέδριο. Ήταν καθηγητής της μονωδίας σε μια σημαντική μουσική ακαδημία της Γερμανίας, στο Ντάρμστατ, αν δεν κάνω λάθος. Όταν τον ρώτησα γιατί στην εκκλησία του που ανήκε στο πεντηκοστιανό δόγμα δεν έψαλλαν καθόλου μουσική του Μπαχ, που στο κάτω-κάτω ήταν κι ο μεγάλος χριστιανός συμπατριώτης τους, μου απάντησε πως η μουσική του Μπαχ δε συμβιβάζεται με την παράδοση της εκκλησίας του. Πώς οι ελεύθερες εκκλησίες στον τόπο μας, που δε δεσμεύονται από τέτοιου είδους παραδόσεις, έγιναν πιο άκαμπτες και πιο αρνητικές σε οποιαδήποτε αλλαγή, είναι κι αυτό ένα μυστήριο που μονάχα με τη λαθεμένη περί απλότητος του ευαγγελίου αντίληψη θα μπορούσε ίσως να εξηγηθεί.

  Να λοιπόν που βρίσκεται το πρόβλημα της παράδοσης και της ανανέωσης μέσα στην ευαγγελική εκκλησία. Στο να συνειδητοποιήσει η εκκλησία ποια από τα παραδοσιακά της στοιχεία δεν επιδέχονται αλλαγή γιατί αποτελούν σαφή θεϊκή εντολή  -όπως είναι π.χ. το κήρυγμα και το περιεχόμενό του, «κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν», που όμως κι αυτό δεν μπορεί να αγγίζει τα πενήντα λεπτά ή τη μια ώρα- και ποια μπορούν ν’ αναθεωρηθούν και ν’ ανανεωθούν και να εκσυγχρονιστούν, καθώς προέρχονται από συνήθειες και αντιλήψεις του παρελθόντος που σήμερα πια δεν έχουν τη σημασία που είχαν άλλοτε, ή ποια καινούργια στοιχεία μπορούν ή πρέπει να προστεθούν γιατί στο μεταξύ έχουν δημιουργηθεί νέες ανάγκες και επικρατούν νέες συνήθειες. Αυτό όμως προϋποθέτει σοφία και σύνεση, σαφή γνώση και σωστή αντίληψη του Λόγου του Θεού, βαθιά γνώση της ιστορίας και της εποχής μας, ευελιξία, ελευθερία στη σκέψη και δημιουργική φαντασία, και φυσικά όλα αυτά συνδυασμένα με αγάπη για το έργο του Θεού, με λαχτάρα για την πρόοδό του και με βαθιά συναίσθηση ευθύνης απέναντι σε μια τόσο μεγάλη υπόθεση. Δύσκολο να βρεθούν όλα αυτά μαζί. Γι’ αυτό και το γνωστό ορθόδοξο λαϊκό ρητό «έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε» αποτελεί είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα σύνθημα και των πιο πολλών ευαγγελικών.

   Υπάρχει όμως και μια ακόμη διάσταση στη σχέση παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Κι αυτή πρέπει να την προσέξουν όσοι εντελώς άκριτα κι αβασάνιστα θέλουν να πετάξουν όλα τα παλιά για να βάλουν καινούργια  -καινούργια γλώσσα, καινούργιους  ύμνους, καινούργιο τρόπο υμνωδίας, καινούργια συστήματα-  μόνο και μόνο για να φανούν σύγχρονοι, καταπώς  βλέπουν άλλες εκκλησίες ή χριστιανικές ομάδες να κάνουν, κυρίως του εξωτερικού. Δυστυχώς πληρώνουμε πολύ ακριβά την αντιπάθειά μας για την υψηλή ποιότητα, κι αυτό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Όπου, σ’ όποιο τομέα εκτός εκκλησιών  γίνονται εκσυγχρονιστικά βήματα  -σε τομείς όπως είναι η αρχιτεκτονική, η μουσική και πολλοί άλλοι-  αυτά γίνονται προσεκτικά, με σεβασμό στην παράδοση και παράλληλη διατήρηση  όλων των πολύτιμων στοιχείων του παρελθόντος που κληροδότησαν στους καινούργιους οι παλιές γενιές. Αν θέλουμε να κάνουμε σωστό, «σύγχρονο» εκσυγχρονισμό, θα πρέπει να αντλήσουμε απ’ όλους τους πνευματικούς θησαυρούς οποιασδήποτε εποχής και ακόμη και οποιουδήποτε δόγματος. Για να παραφράσουμε αυτό που είπε κάποιο ηγετικό στέλεχος της εκκλησίας μας, η έννοια του εκσυγχρονισμού και της ανανέωσης έχει πλούσιο μέσα της και το στοιχείο της αναπαλαίωσης, ακριβώς όπως η εμπειρία αιώνων έχει οδηγήσει τους λαούς να διατηρούν ως κόρη οφθαλμού την παλιά κληρονομιά τους (κι εδώ πρέπει να θυμηθούμε τη θαυμάσια δουλειά που έχουν κάνει κυρίως σ’ ελληνικό ύφος  οι έλληνες ευαγγελικοί συνθέτες και στιχουργοί τα τελευταία χρόνια). Έτσι π.χ. δίπλα στους καινούργιους ύμνους που θάχουν κείμενα ποιότητας και υψηλής έμπνευσης  -κι αυτό έγινε στο καινούργιο υμνολόγιο της ελεύθερης εκκλησίας,  όπου όμως υπάρχει υπερβολική δόση, καλής βέβαια, ποίησης, σε βάρος ωστόσο της απλής  ποιοτικής στιχουργίας-  θα διατηρηθούν και τα ανεκτίμητα κείμενα του παρελθόντος, βέβαια με κάποια διάκριση, κι αυτό απαιτεί πείρα, ευαισθησία και επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Γιατί μπορεί τα κείμενα αρκετών από τους παλιούς ύμνους να είναι στιχουργικά μνημεία, υπάρχουν όμως και κάποια στιχουργικά μαργαριτάρια όπως η «απαράμιλλος θεία χάρις», που είναι «ευρυτέρα όλων των σκοπών μου  -όντως- ανωτέρα των αμαρτιών» του μακαρίτη Ζαζάνη και άλλα παρόμοια. Μπορεί ακόμη για λόγους συναισθηματικούς και από σεβασμό προς την προσωπικότητα και τη μνήμη ενός μεγάλου ανθρώπου του Θεού, του Κωνσταντίνου Μεταλληνού, να θέλουμε να διατηρήσουμε ακέραιο το στιχουργικό του έργο, δεν μπορούμε όμως ν’ αποφύγουμε κάποιες διορθώσεις όπως στο «ενθυμού και μη λησμόνει» όπου έρχεται αυτόματα στη σκέψη το «πίνε τσάι με λεμόνι», σατιρικό δίστιχο γνωστό ανά το πανελλήνιο (κάποτε είχα ακούσει να το απαγγέλλει κάποιος οικοδόμος σ’ ένα γιαπί). Γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε πολύ σωστά με τη φράση «ω ποτέ σου μην ξεχάσεις», και δε νομίζω ότι χωρά κάποια αντίρρηση σ’ αυτή την αλλαγή.

**************************

   Είπαμε πως παραδοσιακό στοιχείο αποτελούν για τις επιμέρους ευαγγελικές εκκλησίες και ορισμένες διδασκαλίες τους, τις οποίες υποστηρίζουν φανατικά, που δεν είναι όμως εντελώς ξεκάθαρα διατυπωμένες μέσα στην Αγία Γραφή, τόσο ξεκάθαρα όσο τις διατυπώνουν οι εκκλησίες που τις πιστεύουν, αποτελούν δηλ. θέματα αμφιλεγόμενα. Εκσυγχρονισμός με τη σωστή, την πνευματική έννοια σημαίνει ότι προσπαθώ να απαλύνω κάποια «σημεία τριβής» που με χωρίζουν με τον αδελφό μου στην προσπάθειά μου να τον προσεγγίσω. Μ’ άλλα λόγια να παραδεχτώ και να κατανοήσω πως μπορεί να υπάρχει και άλλη άποψη εκτός από τη δική μου, που κι αυτή δεν έρχεται σε προφανή αντίθεση με την Αγία Γραφή. Πιο συγκεκριμένα, έχω τη γνώμη ότι η διδασκαλία του λεγόμενου απόλυτου προορισμού δεν πρέπει ν’ αποτελεί πια υποχρεωτικό δόγμα πίστης για κάποιον πιστό που ανήκει στην ελληνική ευαγγελική εκκλησία, κι έχω την εντύπωση πως κάπως έτσι συμβαίνει σε μερικές επιμέρους εκκλησίες. Η διδασκαλία αυτή βοήθησε καθοριστικά στο παρελθόν σε πολλούς τομείς όχι μόνο στην πνευματική ζωή αλλά και στη γενικότερη πορεία του δυτικού κόσμου, δε συμβιβάζεται όμως καθόλου με το γενικό πνεύμα της ελευθερίας της εποχής της χάρης του Χριστού, κι ακόμη λιγότερο με την ατμόσφαιρα όπου ζει και τις αντιλήψεις που μ’ αυτές είναι διαποτισμένος ο χριστιανός σαν ελεύθερος άνθρωπος του 21ου αιώνα. Όσο για τη διδασκαλία της κένωσης, δε βλέπω κανένα λόγο γιατί θα πρέπει ν’ αποτελεί προμετωπίδα οποιασδήποτε ελεύθερης εκκλησίας. Γιατί  δε νομίζω πως υπάρχει κανείς σωστός χριστιανός σήμερα ή να υπήρξε στο παρελθόν επάνω στη γη που να μην παραδέχεται το γεγονός της ενανθρώπησης του δεύτερου προσώπου της θεότητας. Στο λατινικό μάλιστα κείμενο του συμβόλου της πίστης η ενανθρώπηση διατυπώνεται ακόμη πιο κατηγορηματικά: «et homo factus est» – «και έγινε άνθρωπος». Οι λεπτομέρειες όμως της ενανθρώπησης, η ανάλυση δηλ. για το πώς αυτή πραγματοποιήθηκε, αποτελεί, νομίζω, μια εσωτερική υπόθεση της θεότητας κι εμάς δε μας πέφτει και πολύς λόγος. Κι αν κάποιοι θέλουν να  συζητούν  αυτές τις λεπτομέρειες, ας τις συζητούν, με «λόγο γνώσεως» όμως (γιατί πολλές ανεύθυνες κουβέντες έχουν ακουστεί κατά καιρούς), με πνεύμα πραότητας, με συναίσθηση της υπέρτατης σοβαρότητας του θέματος και με πνεύμα αγάπης και κατανόησης για την αντίθετη πλευρά. Και προπάντων με μια μονάχα βεβαιότητα: πως σε τέτοια σοβαρά θέματα μόνο υποψίες και εικασίες μπορούμε να διατυπώνουμε. Προσωπικά μάλιστα πιστεύω πως πάνω σ’ ένα τόσο ιερό θέμα μάς χρειάζεται μονάχα ο υμνογράφος και ο ποιητής και καθόλου ο θεολόγος με τη στεγνή του ανάλυση και την ξύλινη γλώσσα του. Τα μυστήρια του Θεού, βλέπετε, δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την αναλυτική χημεία ούτε με τα ανώτερα μαθηματικά. Και τέλος για την τρίτη μεγάλη ομάδα, τις εκκλησίες της πεντηκοστής και τις χαρισματικές, θάταν πιο εκσυγχρονιστικό να ξαναγυρίσουν πίσω στις πηγές της πίστης, τις Άγιες Γραφές, και να πάψουν να βλέπουν όλους εμάς που δε γλωσσολαλούμε και δε βλέπουμε οράματα σα μη ολοκληρωμένους χριστιανούς. Σε τελευταία ανάλυση το πιο εκσυγχρονιστικό για όλους μας  -και συγχρόνως και το πιο διαχρονικό-  είναι να ξαναγυρίσουμε πίσω στο Λόγο του Θεού, και να μελετήσουμε κύρια και πρωταρχικά την προσωπικότητα του Κυρίου Ιησού, που δεν χαρακτηριζόταν ούτε από τους δικούς μας δογματισμούς ούτε από τις δικές μας αγκυλώσεις και είπε και δίδαξε πολλά που ή ταχουμε ξεχάσει ή τα απωθούμε γιατί δε μας συμφέρουν  -δε συμφέρουν κυρίως στη μίζερη και στενοκέφαλη νοοτροπία μας.

Η ευαγγελική εκκλησία από τη φύση της θάπρεπε ν’ αναθεωρεί διαρκώς τις παραδόσεις της και ν’ αυτοβελτιώνεται συνεχώς. Είναι αυτό που τόσο εύστοχα διατυπώθηκε από τους πρώτους μεταρρυθμιστές: «Ecclesia reformata, semper reformanda» («Εκκλησία μεταρρυθμισμένη, που πρέπει να μεταρρυθμίζεται συνεχώς»). Δυστυχώς δεν το κατόρθωσε ποτέ σε ικανοποιητικό βαθμό, εκτός από λίγες λαμπρές εξαιρέσεις. Μια τέτοια λαμπρή εξαίρεση  -η κυριότερη- υπήρξε ο ιδρυτής της , ο Μαρτίνος Λούθηρος, που όπως είχα πει κάποτε αποτολμούσε βήματα μέσα σε  λίγα εικοσιτετράωρα ή μέσα σε λίγους μήνες, που οι δικές μας εκκλησίες θα τα πραγματοποιούσαν -αν τα πραγματοποιούσαν-  μέσα σε αρκετές δεκαετίες. Ποτέ δεν υπήρξε πνευματικός αρχηγός μέσα στην ευαγγελική εκκλησία που να σέβεται τόσο πολύ την παράδοση και συγχρόνως να επιχειρεί τόσες καινοτομίες. Γι’ αυτό και δε βρίσκω πιο κατάλληλο τρόπο για να κλείσω τη σημερινή εισήγηση, από το να διηγηθώ δυο ιστορίες που έχω αναφέρει κι άλλοτε, και που δείχνουν ολοκάθαρα τη νοοτροπία του, κι από όπου θα μπορούσαμε κι εμείς πολλά να διδαχθούμε.

    Η πρώτη ιστορία: Κάποιος πάστορας   -ποιμένας εκκλησίας-  από το Βερολίνο, έγραψε στα μέσα του 1539 στο Λούθηρο και τον ρώτησε αν στην ώρα της λατρείας θα μπορούσαν οι κληρικοί να εξακολουθούν να φορούν τα καθολικά άμφια, κι αν την Κυριακή του Πάσχα και σ’ άλλες Κυριακές θα μπορούσαν να βγαίνουν στο προαύλιο της εκκλησίας για την καθιερωμένη πομπή, όπως γινότανε μέχρι τότε, κι όπως ο ηγεμόνας τους επέμενε να συνεχίσει να γίνεται. Ο Λούθηρος του απάντησε: «πηγαίνετε λοιπόν σ’ αυτές τις ακολουθίες στ’ όνομα του Θεού και φορέστε ασημένιο ή χρυσό σταυρό, και χιτώνα ή άμφια βελούδινα, μεταξωτά ή λινά. Κι αν ο ηγεμόνας σας θεωρεί πως δεν είναι αρκετό ένα μονάχα φόρεμα, τότε φορέστε τρία μαζί, το ένα πάνω στ’ άλλο, όπως έκανε ο Ααρών ο Αρχιερέας που φόρεσε τρεις τόσο λαμπρούς και τόσο ωραίους χιτώνες ( Λευιτικό η΄7). Κι αν η ηγεμονική του χάρη δεν αρκεστεί σε μια λιτανεία ή σε μια μονάχα πομπή, τότε κάντε το γύρο του προαυλίου εφτά φορές, όπως γύρισε ο Ιησούς του Ναυή με τους Ισραηλίτες εφτά φορές γύρω από την Ιεριχώ. Κι αν ο κύριος σας, ο κόμης, του αρέσει να κάνει κάτι τέτοιο, τότε ας αρχίσει η ηγεμονική του χάρη να πηδά και να χορεύει με άρπες, με τύμπανα, με κύμβαλα και κρουστά, όπως έκανε ο Δαβίδ ενώπιον του Κυρίου… Κι εγώ θάμαι πολύ ευχαριστημένος μ’ όλα αυτά, γιατί κάτι τέτοια ούτε αφαιρούν ούτε προσθέτουν τίποτε στο ευαγγέλιο, με την προϋπόθεση πως δε γίνεται κακή χρήση τους».

   Πόσοι άραγε από τους σημερινούς πνευματικούς εργάτες έχουν σε τέτοιο βαθμό το χάρισμα της διάκρισης ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο ασήμαντο, ανάμεσα στον τύπο και στο πνεύμα, όπως ο Λούθηρος πριν πέντε σχεδόν αιώνες;

   Η δεύτερη ιστορία αναφέρεται τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 1543. Κάποιος διευθυντής σχολείου είχε το χάρισμα  -και την «επικίνδυνη» συνήθεια-  να γράφει και να παρουσιάζει θεατρικά έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο. Την εποχή εκείνη  -πλησίαζε το Πάσχα-  προετοίμαζε κάποιο έργο με επίκαιρο θέμα. Ωστόσο ο τοπικός εφημέριος και ιεροκήρυκας αντιτάχθηκε έντονα στην προσπάθεια του εκπαιδευτικού, ενώ αντίθετα ο πρωτοπρεσβύτερος του καθεδρικού ναού του Μαγδεμβούργου τάχθηκε με το μέρος του. Έστειλε λοιπόν ο διευθυντής του σχολείου στο Λούθηρο μια ευνοϊκή για την υπόθεση αυτή επιστολή του πρωτοπρεσβύτερου, ελπίζοντας στην υποστήριξή του. Δε διαψεύστηκε. Ο Λούθηρος έγραψε απ’ ευθείας  στον πρωτοπρεσβύτερο, κι αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο της επιστολής του: «Ο διευθυντής του σχολείου του Ντεσάου μου ζήτησε να εκφράσω τη γνώμη μου σχετικά με το έγγραφο  -έτσι το ονομάζει-  που έγραψε η χάρη Σας, στο οποίο αναφέρεται ότι ο εφημέριος και ιεροκήρυκας προκαλεί ταραχή και φασαρία ανάμεσα στο λαό καταδικάζοντας ύμνους και τραγούδια σχετικά με την Κυριακή των Βαΐων, καθώς και διάφορα θεατρικά έργα και δράματα. Δυσαρεστήθηκα για την είδηση αυτή. Υποπτεύομαι πως ένα κακό πνεύμα προσπαθεί να βρει ευκαιρία να πετύχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Τέτοια ουδέτερα πράγματα όπως αυτά  -ούτε καλά ούτε κακά-  πρέπει να επιτρέπονται, γιατί αποτελούν άκακες συνήθειες και έθιμα και δεν βλάπτουν, και επιπλέον αν κάποιος επιθυμεί ν’ αλλάξει κάτι, πρέπει να το κάνει όχι μόνος του αλλά παίρνοντας υπόψη του τη γνώμη όλων των αξιωματούχων και των κληρικών. Δεν νομίζω πως η χάρη Σας, που έχει τον τίτλο και του αξιωματούχου και του αρχιδιακόνου, θα πρέπει να βασανίζεται γιατί βρέθηκε κάποιος φανατικός που καταδικάζει αυθαίρετα τέτοιου είδους ουδέτερες ιστορίες. Δεν έχει καμιά εξουσία να ενεργεί έτσι, κι ακόμη δεν έχει τις απαραίτητες σχετικές γνώσεις. Πρέπει νάμαστε προσεκτικοί σε τέτοια θέματα, γιατί αν του επιτρέψουμε σήμερα να μασήσει το φόρεμά μας, ίσως αύριο να ζητήσει να φάει το πετσί μας. Πέρα απ’ όλα αυτά, ασφαλώς η χάρη Σας ξέρει να χειριστεί σωστά την υπόθεση.»

Δε νομίζω ότι χρειάζονται άλλα σχόλια. Οι ιστορίες μιλούν από μόνες τους.

 

 (Συνέδριο Θεσσαλονίκης, 8/3/03)

 

Comments are closed.