ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Normal 0 false false false MicrosoftInternetExplorer4

                                                     του C.S. Lewis σε μετάφραση της Δρος Γιούλικας Κ. Masry

Αφιέρωμα  στον μεγάλο χριστιανό απολογητή  C.S.Lewis (1898-1963)
με την ευκαιρία
50 χρόνων από την επέτειο της αποδημίας του στον Κύριο. Το άρθρο του αυτό διαβάστηκε ήδη από 1.529 επισκέπτες της ιστοσελίδας μας 

Αν ρωτούσες σήμερα είκοσι καλούς ανθρώπους ποια νομίζουν πως είναι η μεγαλύτερη αρετή, οι δέκα εννιά θα απαντούσαν ‘η Αυταπάρνηση’. Αν όμως είχατε ρωτήσει οποιονδήποτε από τους πιστούς μεγάλου αναστήματος της παλιάς εποχής, θα είχε απαντήσει ‘η Αγάπη’. Βλέπετε τι συνέβη; Ένας αρνητικός όρος ήρθε και πήρε τη θέση ενός θετικού και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι φαίνεται από φιλολογικής πλευράς. Η αρνητική έννοια του όρου ‘αυταπάρνηση’ δεν έχει το νόημα ότι βασικά εξασφαλίζεις αγαθά πράγματα για άλλους, αλλά ότι τα στερείσαι εσύ ο ίδιος, λες κι η δική μας στέρηση είναι πιο σημαντική από τη δική τους ευτυχία. Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η χριστιανική έννοια της αγάπης.

Η Καινή Διαθήκη λέει πολλά για την αυταπάρνηση, αλλά όχι για την αυταπάρνηση ως αυτοσκοπό. Μας διδάσκει να απαρνιόμαστε τον εαυτό μας και να σηκώνουμε το σταυρό μας προκειμένου να ακολουθήσουμε το Χριστό και σχεδόν σε κάθε αναφορά στο τι θα βρούμε στο τέλος αν το κάνουμε αυτό, υπάρχει και μια έκκληση στην επιθυμία. Αν στο νου των περισσότερων μοντέρνων ανθρώπων υποβόσκει η ιδέα ότι το να επιθυμούμε το καλό μας και να ελπίζουμε ότι πραγματικά θα το απολαύσουμε είναι κάτι κακό, νομίζω ότι αυτή η έννοια προέρχεται από τον Καντ και τους Στωικούς  φιλοσόφους και δεν είναι στοιχείο της χριστιανικής σκέψης.

Πραγματικά, αν σκεφτούμε τις απροκάλυπτες υποσχέσεις για ‘ανταμοιβή’, καθώς και το μεγαλειώδες των ανταμοιβών που αναφέρονται στα ευαγγέλια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κύριός μας δεν βρίσκει τις επιθυμίες μας πολύ έντονες, αλλά πολύ εξασθενημένες. Είμαστε χλιαρά όντα που επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην απόλαυση την οποία μπορούν να δώσουν το ποτό, το σεξ και οι φιλοδοξίες τη στιγμή που μας προσφέρεται μια ασύνορη και ασύλληπτη ευτυχία. Είμαστε σαν το μικρό παιδί που δεν ξέρει και συνεχίζει να φτιάχνει λασπόβολους στη φτωχογειτονιά γιατί δεν μπορεί να φανταστεί τι σημαίνει να σου προσφέρονται διακοπές στη θάλασσα. Ικανοποιούμαστε με ελάχιστα.

Δεν πρέπει να ταράζεται η καρδιά μας από τα λεγόμενα των μη πιστών ότι η υπόσχεση ανταμοιβής κάνει τους χριστιανούς ‘μισθοφόρους’. Υπάρχουν πολλών ειδών ανταμοιβές. Υπάρχει μια ανταμοιβή που δεν έχει καμία οργανική σχέση με τα όσα κάνεις για να την επιτύχεις και είναι μάλιστα τελείως ξένη προς τις επιθυμίες που θα’πρεπε να συνοδεύουν αυτά τα πράγματα.

Τα χρήματα δεν είναι η ‘φυσιολογική’ ανταμοιβή της αγάπης. Γι’ αυτό και παρομοιάζουμε με μισθοφόρο εκείνον που παντρεύεται μια γυναίκα για τα πλούτη της. Ο γάμος όμως είναι η ‘φυσιολογική’ ανταμοιβή για τον πραγματικά ερωτευμένο και το να τον επιθυμεί κανείς επ’ ουδενί λόγο τον κάνει ‘μισθοφόρο’. Ένας στρατηγός που πολεμά γενναία προκειμένου να πάρει ένα μετάλλιο είναι ‘μισθοφόρος’. Ένας στρατηγός όμως που πολεμά για να νικήσει δεν είναι, διότι η νίκη είναι η σωστή ανταμοιβή μιας μάχης όπως είναι και ο γάμος της αγάπης. Οι σωστές ανταμοιβές δεν  συνιστούν απλά επακόλουθα της δραστηριότητας την οποία ανταμείβουν. Αυτές οι ίδιες αποτελούν τη δραστηριότητα στον ύψιστο βαθμό ολοκλήρωσής της.

Υπάρχει ωστόσο και μια τρίτη περίπτωση που είναι πιο περίπλοκη. Η απόλαυση της αρχαίας ελληνικής ποίησης είναι μια σωστή ανταμοιβή για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και σίγουρα όχι μια ανταμοιβή του τύπου των μισθοφόρων. Αλλά μόνο όσοι έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να απολαμβάνουν την αρχαία ελληνική ποίηση μπορούν να το βεβαιώσουν αυτό από την πείρα τους.

Ο άγγλος μαθητής που μόλις αρχίζει σχολείο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει με το νου του πως, όταν μεγαλώσει, θα απολαμβάνει το Σοφοκλή, το ίδιο εύκολα όπως ένας ερωτευμένος μπορεί να προβλέψει ότι θα απολαμβάνει το γάμο ή ένας στρατηγός τη νίκη. Πρέπει ν’ αρχίσει με το κίνητρο ότι θα απολαύσει την ανταμοιβή των καλών βαθμών ή την αποφυγή της τιμωρίας ή την ευχαρίστηση που θα δώσει στους γονείς του ή, στην καλύτερη περίπτωση, την ελπίδα για ένα μελλοντικό αγαθό που προς το παρόν δεν μπορεί να φανταστεί ή επιθυμήσει. Η θέση του, συνεπώς, έχει κάποια ομοιότητα μ’ εκείνη του μισθοφόρου.

Βέβαια, η ανταμοιβή που θα πάρει θα είναι η σωστή και φυσιολογική ανταμοιβή, αλλά αυτό δεν θα το ξέρει ο ίδιος μέχρι να το επιτύχει. Φυσικά, το απολαμβάνει βαθμιαία γιατί η απόλαυση έρχεται και διεισδύει στην ‘αγγαρεία’ και κανείς δεν μπορεί να πει ποια μέρα ή ποια χρονική στιγμή σταματάει το ένα και αρχίζει το άλλο. Ωστόσο, μόνο όσο πλησιάζει προς την ανταμοιβή τού παρέχεται η δυνατότητα να μπορεί να την επιθυμεί αυτή καθεαυτή. Η δυνατότητα μάλιστα να είναι σε θέση να επιθυμεί την ανταμοιβή είναι ήδη μια ‘προκαταρκτική’ ανταμοιβή.

Ο πιστός χριστιανός είναι στην ίδια περίπου θέση με τον αρχάριο αυτό  μαθητή καθόσον αφορά τη Βασιλεία των Ουρανών. Φυσικά, όσοι έχουν μπει στη Βασιλεία των Ουρανών και βρίσκονται ενώπιον του Θεού αναμφισβήτητα γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δεν ήταν απλά και μόνο ένα δέλεαρ αλλά ο τερματικός σταθμός και η ολοκλήρωση της μαθητείας τους στην υπακοή πάνω στη γη. Εμείς όμως που δεν έχουμε ακόμα φτάσει εκεί με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε έτσι όπως το γνωρίζουν εκείνοι και δεν μπορούμε ούτε καν ν’ αρχίσουμε να το γνωρίζουμε παρά μόνο δια μέσου της συνεχούς υπακοής και βιώνοντας σαν ‘προκαταρκτική’ ανταμοιβή για την υπακοή μας την ολοένα αυξανόμενη επιθυμία να πάρουμε και την ‘τελική ανταμοιβή’.

Κατά το μέτρο που αυξάνει η επιθυμία μας, μειώνεται ο φόβος μας μη τυχόν και η επιθυμία μας είναι του τύπου των μισθοφόρων, μέχρι που ο φόβος αυτός σβήνει τελείως και μπορούμε πια να τον αναγνωρίσουμε σαν μια ανοησία. Αυτό όμως προφανώς δεν θα γίνει μέσα σε μια μέρα, τουλάχιστον για τους περισσότερους από μας. Η ποίηση αντικαθιστά τη γραμματική, το ευαγγέλιο το νόμο, η επιθυμία την υπακοή το ίδιο αργά και βαθμιαία όσο η παλίρροια όταν σηκώνει ένα αραγμένο πλοίο.

Αλλά υπάρχει και μια άλλη σημαντική ομοιότητα μεταξύ του αρχάριου άγγλου μαθητή και του εαυτού μας. Αν είναι παιδί με φαντασία, κατά πάσα πιθανότητα θα απολαμβάνει την αγγλική ποίηση και τους άγγλους ρομαντικούς -στα κείμενα της ηλικίας του εννοείται- πολύ πριν αρχίσει να υποπτεύεται ότι η γραμματική της ελληνικής γλώσσας θα τον οδηγήσει μια μέρα σε όλο και μεγαλύτερες απολαύσεις του ίδιου αυτού είδους. Μπορεί μάλιστα και να παραμελεί τα ελληνικά του για να διαβάσει κρυφά Σέλλι και Σουίνμπερν. Με άλλα λόγια η επιθυμία την οποία θα μπορέσει κάποτε να ικανοποιήσει δια μέσου της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας υπάρχει ήδη μέσα του και είναι συνυφασμένη με άλλα αντικείμενα, αντικείμενα τα οποία του φαίνονται τελείως άσχετα με τον Ξενοφώντα και τα ρήματα σε –μι.

Τώρα, αν είναι να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, η επιθυμία μας για τη θέση αυτή υπάρχει ήδη μέσα μας αλλά δεν είναι συνδεδεμένη με το πραγματικό αντικείμενο. Μπορεί μάλιστα και να φαίνεται ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με το αντικείμενο αυτό. Νομίζω ότι αυτό είναι εκείνο που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, υπάρχει ένα σημείο που ο παραλληλισμός μου με τον αρχάριο μαθητή χωλαίνει. Η αγγλική ποίηση που εκείνος απολαμβάνει αντί να διαβάζει τη γραμματική της ελληνικής γλώσσας μπορεί να είναι εξίσου καλή με την ελληνική ποίηση την οποία θα μπορέσει να διαβάσει όταν μάθει τα ελληνικά. Έτσι, με το να εστιάζει την προσοχή του στο Μίλτωνα, αντί να προχωρεί με στόχο τον Αισχύλο, η επιθυμία του δεν αγκαλιάζει κάποιο αντικείμενο που δεν είναι αληθινό. Για μας όμως το πράγμα έχει αλλιώς: αν προορισμός μας είναι ένα υπερβατικό και απεριόριστα αγαθό πράγμα στο οποίο εστιάζεται η επιθυμία μας, τότε κάθε άλλο αγαθό που επιθυμούμε πρέπει –τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου– να είναι λάθος και πρέπει, στην καλύτερη περίπτωση, να έχει μια συμβολική μόνο σχέση μ’ εκείνο που θα μας δώσει την αληθινή απόλαυση.

Μιλώντας για την επιθυμία αυτής της μακρινής πατρίδας, την οποία ανακαλύπτουμε μέσα μας ακόμα και τώρα, με κάνει να νιώθω κάποια δειλία. Μου φαίνεται σαν να επιχειρώ να κάνω μια αδιακρισία. Προσπαθώ ν’ αποκαλύψω το απαρηγόρητο μυστικό που ο καθένας κρύβει μέσα του, το μυστικό που πονάει τόσο πολύ που του βγάζεις άλλα ονόματα και το λες ‘νοσταλγία’, ‘ρομαντισμό’, ‘εφηβεία’, το μυστικό που διαπερνά την ψυχή με τέτοια γλυκύτητα που κατά τη διάρκεια μιας πολύ ‘από καρδιάς’ συζήτησης σχεδόν βγαίνει στη φόρα -μάς πιάνει αμηχανία και κάνουμε πως γελάμε με τον εαυτό μας-, το μυστικό που ούτε μπορούμε να κρύψουμε ούτε να φανερώσουμε, παρόλο που τα επιθυμούμε και τα δύο. Δεν μπορούμε να το φανερώσουμε διότι αφορά μια επιθυμία μας για κάτι που δεν έχουμε ποτέ γνωρίσει εμπειρικά. Δεν μπορούμε να το κρύψουμε γιατί η εμπειρία το φέρνει διαρκώς στο κατώφλι του νου μας και προδίδουμε τον εαυτό μας σαν τους ερωτευμένους μόλις αναφερθεί κάποιο όνομα. Το πιο κοινό όνομα που του δίνουμε είναι ‘ομορφιά’ και μετά κάνουμε σαν να λύθηκε το πρόβλημα.

Ο Γουέρντσγουερθ είχε έναν άλλο τρόπο να το περιγράψει: το ταύτιζε με κάποια στιγμή από το προσωπικό του παρελθόν. Όλα αυτά όμως είναι ζαβολιές. Αν ο Γουέρντσγουερθ είχε ξαναγυρίσει σ’ εκείνες τις στιγμές του παρελθόντος του, δεν θα είχε βρει το πράγμα αυτό καθεαυτό αλλά μόνο κάτι που του το θύμιζε. Εκείνο που θυμόταν λοιπόν κατέληγε να είναι κι αυτό η ανάμνηση κάτι άλλου. Τα βιβλία ή η μουσική που νομίζαμε ότι εκεί βρισκόταν η ομορφιά θα μας προδώσουν αν τα εμπιστευτούμε. Επειδή δεν είναι μέσα σ’ αυτά, αλλά μέσα απ’ αυτά που βρίσκεται η αλήθεια για τον άσβεστο πόθο μας. Αυτά τα άλλα πράγματα -η ομορφιά, η ανάμνηση του δικού μας παρελθόντος- είναι καλοί συμβολισμοί για το ποιο είναι πραγματικά το αντικείμενο του πόθου μας. Αν όμως τα εκλάβουμε σαν το αντικείμενο του πόθου μας αυτό καθεαυτό, γίνονται βουβά είδωλα που τσακίζουν την καρδιά όποιων τα λατρεύουν. Διότι δεν είναι αυτά το πραγματικό αντικείμενο του πόθου μας. Αυτά είναι μόνο το άρωμα του λουλουδιού που βρήκαμε, ο απόηχος μιας μουσικής που δεν έχουμε ποτέ ακούσει, νέα από μια χώρα που δεν έχουμε ακόμα επισκεφθεί.

Μήπως νομίζετε ότι προσπαθώ να υφάνω έναν ιστό που θα σας γοητεύσει; Μπορεί να είναι κι έτσι. Θυμηθείτε όμως τι γίνεται στα παραμύθια. Οι ιστοί που γοητεύουν χρησιμοποιούνται για να λύνουν τα μάγια το ίδιο όπως και για να τα δένουν. Και εσείς κι εγώ έχουμε ανάγκη από τη δυνατότερη γοητεία που υπάρχει για να μας ‘ξυπνήσει’ από τα ‘κακά μάγια’ της ζωής αυτού του κόσμου που μας έχουν κάνει εδώ και χρόνια.

Σχεδόν ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει ως στόχο να σιγάσει αυτή τη δειλή και επίμονη εσωτερική φωνή. Σχεδόν όλες οι μοντέρνες φιλοσοφίες μας έχουν στόχο να μας πείσουν ότι το καλό του ανθρώπου πρέπει να ανακαλυφθεί σ’ αυτή τη γη. Είναι όμως απορίας άξιο ότι οι ίδιες αυτές φιλοσοφίες της Προόδου και της Δημιουργικής Εξέλιξης τελικά πιστοποιούν, καίτοι απρόθυμα, ότι ο πραγματικός στόχος βρίσκεται αλλού.

Όταν προσπαθούν να μας πείσουν ότι αυτός ο κόσμος είναι ο αντικειμενικός σκοπός μας, δείτε πώς επιχειρηματολογούν: αρχίζουν με το να προσπαθούν να μας πείσουν ότι η γη μπορεί να γίνει Ουρανός, προσφέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα ‘δώρο’ στη δική μας διαίσθηση ότι η γη, όπως είναι τώρα, είναι τόπος εξορίας για μας, προκειμένου να της κλείσουν το στόμα. Στη συνέχεια υποστηρίζουν ότι το ‘ευτυχές γεγονός’ είναι για το απώτερο μέλλον, ‘εξαγοράζοντας’ ξανά τη δική μας διαίσθηση ότι η αληθινή μας πατρίδα δεν είναι εδώ και τώρα. Τέλος, για την περίπτωση που η επιθυμία μας για τον Ουρανό ξυπνήσει και τους χαλάσει έτσι την όλη υπόθεση, χρησιμοποιούν οποιαδήποτε ρητορικά επιχειρήματα βρουν πρόχειρα για να μας θυμίσουν ότι, ακόμα κι αν όλη η ευδαιμονία που υπόσχονται έρθει επί γης, ο άνθρωπος και πάλι θα τη χάσει με το θάνατο -κάθε γενιά, ακόμα και η έσχατη- οπότε τελικά η όλη ιστορία θα καταλήξει στο μηδέν, δηλαδή ούτε καν μια ιστορία του τύπου ‘και ζήσαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα’.

Εδώ ανήκουν όλες οι ανοησίες που ο Μπέρναρντ Σόου βάζει στο στόμα της Λίλιθ στο τελευταίο της λογύδριο, καθώς και το επιχείρημα του Μπέργκσον ότι το ζωτικό πάθος (élan vital) μπορεί να νικήσει όλα τα εμπόδια, ίσως ακόμα και το θάνατο – λες και θα’ταν δυνατό να πιστέψουμε ότι οποιαδήποτε κοινωνική ή βιολογική εξέλιξη σ’ αυτό τον πλανήτη θα μπορούσε να καθυστερήσει το γέρασμα του ήλιου ή να ανατρέψει το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής! Όπως και να’χει το πράγμα, εξακολουθούμε να έχουμε συνείδηση μιας βαθιάς επιθυμίας μέσα μας την οποία καμία φυσική ευτυχία δεν μπορεί να ικανοποιήσει.

Υπάρχει όμως άραγε κανένας λόγος να μας κάνει να υποθέτουμε ότι η απτή πραγματικότητα μπορεί να προσφέρει κάποια ικανοποίηση σ’ αυτή μας την επιθυμία; «Το ότι πεινάμε δεν σημαίνει κιόλας ότι υπάρχει ψωμί», λένε. Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, είναι νομίζω εσφαλμένο. Η φυσική πείνα του ανθρώπου δεν αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος οπωσδήποτε θα βρει ψωμί να φάει. Μπορεί μάλιστα και να πεθάνει από ασιτία σε μια σχεδία στον Ατλαντικό. Σίγουρα όμως η ανθρώπινη πείνα αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από ένα είδος που ανανεώνει τον οργανισμό του με το φαγητό και ότι ζει σ’ έναν κόσμο όπου υπάρχει τροφή. Κατά τον ίδιο τρόπο –αν και δεν το πιστεύω (μακάρι να το πίστευα) ότι η επιθυμία μου για τη Βασιλεία των Ουρανών αποδεικνύει ότι και θα την απολαύσω– νομίζω ότι ο πόθος του ανθρώπου για τον Ουρανό είναι μια αρκετά καλή ένδειξη ότι υπάρχει κι ότι κάποιοι πραγματικά θα Τον απολαύσουν. Ένας άνθρωπος μπορεί να αγαπά μια γυναίκα, αλλά να μην την κερδίσει. Θα ήταν όμως πολύ περίεργο να ερωτεύεται κανείς σ’ έναν κόσμο που η αγάπη μεταξύ των δύο φύλων είναι ανύπαρκτη.

Έχουμε λοιπόν εδώ την επιθυμία η οποία ακόμα πλανιέται και είναι αβέβαιη για το αντικείμενό της και εν πολλοίς ακόμα αδυνατεί να δει αυτό το αντικείμενο εκεί που  πραγματικά βρίσκεται. Τα ιερά βιβλία μάς έχουν δώσει κάποιες ενδείξεις για το αντικείμενο. Φυσικά, πρόκειται για συμβολική περιγραφή. Ο Ουρανός είναι εξ ορισμού πέρα απ’ την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά κάθε συμβολική περιγραφή πρέπει να βρίσκεται εντός των πλαισίων της εμπειρίας μας. Συνεπώς, η περιγραφή του Ουρανού που μας δίνει η Αγία Γραφή είναι το ίδιο συμβολική όσο και η εικόνα που επινοεί ο πόθος μας, χωρίς τη βοήθεια των Γραφών. Ο Ουρανός δεν είναι γεμάτος από κοσμήματα, το ίδιο όπως και δεν συνίσταται μόνο στην ομορφιά της Φύσης ή στην αρμονία της μουσικής. Η διαφορά έγκειται στο ότι η περιγραφή της Αγίας Γραφής έχει αυθεντικότητα. Μας έρχεται από συγγραφείς που ήταν πολύ πιο κοντά στον Θεό απ’ ό,τι εμείς και έχει περάσει τη δοκιμασία του χρόνου μέσ’ απ’ όλους τους αιώνες του χριστιανισμού.

Για μένα η φυσική έλξη γι’ αυτή την αυθεντική εικόνα που μας δίνουν οι Γραφές δεν είναι μεγάλη. Εκ πρώτης όψεως αντί να αφυπνίζει την επιθυμία μου, την παγώνει. Και αυτό θα έπρεπε να ήταν και το αναμενόμενο. Αν ο χριστιανισμός δεν μπορούσε να μου πει περισσότερα για τη μακρινή χώρα που η προσωπική μου διαίσθηση μ’ έχει ήδη κάνει να υποθέσω ότι υπάρχει, τότε δεν θα ήταν κάπου ψηλότερα απ’ τον εαυτό μου. Αν πάλι έχει να μου δώσει περισσότερα, υποθέτω ότι αυτά δεν θα ασκούσαν τόσο άμεση έλξη επάνω μου όσο ασκούν εκείνα που προέρχονται από μένα τον ίδιο. Στην αρχή ο Σοφοκλής φαίνεται ανιαρός και κρύος στον άγγλο μαθητή που έχει μόνο μάθει να διαβάζει Σέλλι. Αν η θρησκεία μας είναι κάτι το αντικειμενικό, δεν θα πρέπει ποτέ να αποστρέφουμε την προσοχή μας από εκείνα τα στοιχεία της που φαίνονται αινιγματικά ή και απωθητικά. Δεδομένου ότι είναι το αινιγματικό και το απωθητικό που κρύβει μέσα του εκείνο που εμείς δεν γνωρίζουμε ακόμα αλλά που χρειάζεται να το γνωρίσουμε.

Βασικά, μπορούμε να διαιρέσουμε τις υποσχέσεις των Γραφών σε πέντε κατηγορίες. Μας δίνεται η υπόσχεση ότι: 1) θα είμαστε με τον Χριστό× 2) θα είμαστε σαν κι Αυτόν× 3) θα έχουμε ‘δόξα’ -κάτι που μας δίνεται με μια πληθώρα πλούσιων εικόνων× 4) θα είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, οι συνδαιτημόνες και τιμώμενοι ομοτράπεζοί Του στην πανήγυρη× και 5) θα έχουμε ένα είδος επίσημης θέσης στο Σύμπαν (διοικώντας πόλεις, δικάζοντας αγγέλους, όντας οι κολώνες στο Ναό του Θεού). Το πρώτο ερώτημα που έχω γι’ αυτές τις υποσχέσεις είναι «γιατί οι οποιεσδήποτε άλλες υποσχέσεις εκτός από την πρώτη;» Είναι δυνατό να προστεθεί τίποτε άλλο στο να είναι κανείς με τον Χριστό; Όπως λέει κι ένας παλιός συγγραφέας, πρέπει να είναι αλήθεια ότι εκείνος που έχει τα πάντα και έχει και το Θεό δεν είναι σε καλύτερη θέση από κείνον που έχει μόνο το Θεό.

Νομίζω ότι η απάντηση μάς φέρνει ξανά στη φύση των συμβόλων. Διότι, παρόλο που μπορεί να μην το προσέξουμε στην αρχή, είναι πάντως σωστό πως, οποιαδήποτε αντίληψη μπορεί να έχουμε για το τι σημαίνει να είσαι με το Χριστό -κάτι για το οποίο οι περισσότεροι από μας μπορεί να έχουν από τώρα μια εικόνα- δεν θα είναι λιγότερο συμβολική από τις άλλες υποσχέσεις. Γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, η υπόσχεση του να είμαστε με τον Χριστό θα εισαγάγει εικόνες στενής επαφής μας μαζί Του μέσα στο χώρο και ‘από καρδιάς’ συζητήσεων μ’ Εκείνον και μάλλον θα επικεντρώνεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού παρά στη Θεϊκή. Και, πραγματικά, διαπιστώνουμε ότι εκείνοι οι πιστοί που δίνουν προσοχή μόνο στην πρώτη υπόσχεση πάντοτε τη γεμίζουν με γήινες εικόνες αγάπης. Δεν το καταδικάζω καθόλου αυτό. Μάλιστα θα επιθυμούσα να μπορούσα κι εγώ να μπω μέσα σε τέτοιες εικόνες σε μεγαλύτερο βάθος απ’ ό,τι το κάνω και προσεύχομαι ότι αυτό θα γίνει κάποτε.

Εκείνο που θέλω να τονίσω όμως είναι πως κι αυτό είναι μια συμβολική απεικόνιση η οποία, υπό μία έννοια, είναι σαν την πραγματικότητα και υπό μία άλλη έννοια, είναι διαφορετική από την πραγματικότητα και χρειάζεται να διορθωθεί το ίδιο όπως και οι άλλες εικόνες στις υπόλοιπες υποσχέσεις. Η ποικιλία των υποσχέσεων δεν σημαίνει ότι κάτι άλλο εκτός από τον Θεό θα είναι  η τελική μας ευτυχία. Επειδή όμως ο Θεός είναι παραπάνω από ένα Πρόσωπο και για να μη φανταζόμαστε τη χαρά της παρουσίας Του αποκλειστικά με βάση τις τωρινές μας φτωχές εμπειρίες προσωπικής αγάπης -με όλη τους τη στενότητα, ένταση και μονοτονία- μας προσφέρεται ένα πλήθος μεταλλασσόμενων εικόνων που διορθώνουν και συμπληρώνουν η μία την άλλη.

Στη συνέχεια έρχομαι στο θέμα της δόξας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό είναι κάτι που τονίζεται πολύ στην Καινή Διαθήκη και στα πρώτα χριστιανικά κείμενα. Η σωτηρία μονίμως συνδέεται με φοίνικες, στεφάνια, λευκά ενδύματα, θρόνους και θάμπος σαν τον ήλιο και τ’ αστέρια. Σ’ εμένα όλα αυτά δεν εξασκούν κάποια άμεση έλξη και υποθέτω ότι καθόσον αφορά αυτό το ζήτημα είμαι κλασικό παράδειγμα ανθρώπου που είναι δημιούργημα της μοντέρνας εποχής. Η δόξα εμένα μού φέρνει δύο ιδέες στο νου η μία από τις οποίες φαίνεται να είναι κάτι το κακό και η άλλη κάτι το γελοίο. Για μένα δόξα σημαίνει ή φήμη ή απαστράπτουσα ύπαρξη. Σχετικά με το πρώτο, αφού το να αποκτήσεις φήμη συνεπάγεται το να είσαι διασημότερος απ’ τους άλλους, η επιθυμία για δόξα μού φαίνεται σαν ένα πάθος που κρύβει μέσα του πολύ ανταγωνισμό και συνεπώς μοιάζει περισσότερο με την Κόλαση παρά με τη Βασιλεία των Ουρανών. Όσο για το δεύτερο, ποιος θα’θελε να είναι ένα είδος ζωντανής ηλεκτρικής λάμπας;

Όταν πρωτάρχισα να ερευνώ αυτό το θέμα, μου έκανε εντύπωση που τόσο διαφορετικοί χριστιανοί όσο ο Μίλτων, ο Τζόνσον και ο Θωμάς Ακινάτος καταλαβαίνουν τη δόξα σαν ένα είδος φήμης ή καλής διαγωγής. Όχι όμως φήμης που την παίρνουμε από τους συνανθρώπους μας, αλλά που μας την εξασφαλίζει η έγκριση ή, θα’λεγα ίσως καλύτερα, η ‘επιδοκιμασία’ του Θεού. Κι έπειτα, όταν το σκέφτηκα καλά αυτό, είδα ότι αυτή η άποψη είναι και Βιβλική.

Τίποτε δεν μπορεί να αφαιρέσει το χαρακτήρα του Θεϊκού επαίνου από τη φράση στη Βιβλική παραβολή, «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ!». Μ’ αυτή τη διαπίστωση όλα όσα σκεφτόμουν μια ζωή γκρεμίστηκαν σαν τραπουλόχαρτα. Ξαφνικά, θυμήθηκα ότι κανείς δεν μπορεί να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γίνει «όπως το μικρό παιδί» και τίποτε δεν είναι τόσο εμφανές σ’ ένα παιδί (όχι σ’ ένα ξιπασμένο αλλά σ’ ένα καλό παιδί) όσο η χαρά του να το επιβραβεύουν η οποία δεν κρύβεται με τίποτε. Κι αυτό όχι μόνο στο παιδί αλλά και σ’ ένα σκύλο ή άλογο.

Προφανώς, εκείνο που λανθασμένα είχα εκλάβει ως ταπείνωση όλα αυτά τα χρόνια με είχε εμποδίσει να καταλάβω ποια είναι τελικά η πιο αληθινά ταπεινή και παιδική ευχαρίστηση απ’ όλες, η ευχαρίστηση που είναι χαρακτηριστικό όλων των δημιουργημάτων: ναι, πραγματικά, η ειδική ευχαρίστηση του κατώτερου μπρος στον ανώτερο. Η ευχαρίστηση δηλαδή του ζώου μπροστά στον άνθρωπο, του παιδιού μπροστά στον πατέρα του, του μαθητή μπροστά στο δάσκαλό του, του δημιουργήματος μπροστά στο Δημιουργό του.

Δεν ξεχνώ βέβαια πόσο αυτή η αθώα ανθρώπινη επιθυμία μας έχει τόσο διαστρεβλωθεί στον κόσμο των προσωπικών μας φιλοδοξιών, πόσο γρήγορα αυτή η κατά πάντα θεμιτή απόλαυση του να παίρνουμε έπαινο από εκείνους που είναι καθήκον μας να ευχαριστούμε μετατρέπεται, στην ανθρώπινη εμπειρία, στο θανατηφόρο δηλητήριο του αυτοθαυμασμού. Νομίζω όμως ότι μπορούσα να διακρίνω μια στιγμή, μια απειροελάχιστη στιγμή πριν συμβεί αυτή η διαστροφή, κατά την οποία η απόλαυση του να έχω ευχαριστήσει εκείνους που δίκαια αγαπούσα και σεβόμουν ήταν αγνή. Αυτό αρκεί για να υψώσει τις σκέψεις μας στο σημείο που να μπορούν να διακρίνουν τι συμβαίνει όταν μια λυτρωμένη ψυχή, παρελπίδα και σχεδόν απίστευτα, μαθαίνει ότι επιτέλους έχει προσφέρει ευχαρίστηση σ’ Εκείνον που τη δημιούργησε και που τη δημιούργησε γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό: για να Τον ευχαριστεί. Τότε δεν υπάρχει χώρος για ματαιοδοξία. Η καρδιά θα είναι απελευθερωμένη από τη θλιβερή αυταπάτη ότι το κατόρθωμα είναι δικό της. Χωρίς ίχνος αυτο-ικανοποίησης -τώρα πια θα πρέπει να αποκαλέσουμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους- η ψυχή θ’ απολαμβάνει εκείνο για το οποίο ο Θεός την έπλασε και το παλιό της κόμπλεξ κατωτερότητος θα γιατρευτεί μια για πάντα πνίγοντας την υπερηφάνειά της κάπου βαθύτερα κι από το βιβλίο Του Πρόσπερο.

Η πραγματική ταπείνωση της ψυχής είναι ασυμβίβαστη με τη σεμνότητα. Αν ο Θεός είναι ικανοποιημένος απ’ το έργο του ανθρώπου, το έργο πρέπει να’ναι κι αυτό ικανοποιημένο απ’ τον εαυτό του. «Δεν είναι δουλειά της ψυχής να απορρίπτει την επιδοκιμασία που προέρχεται από τον Κύριό της». Μπορώ να φανταστώ κάποιον να λέει ότι τον απωθεί η ιδέα των Ουρανών σαν το μέρος εκείνο όπου μας χτυπούν επιδοκιμαστικά στην πλάτη. Πίσω όμως απ’ αυτή τη δυσαρέσκεια κρύβεται υπερηφάνεια η οποία και μας οδηγεί στην παρανόηση του θέματος. Σε τελευταία ανάλυση την ημέρα του τέλους το Πρόσωπο Εκείνου που είναι είτε η Απόλαυση είτε ο Φόβος και ο Τρόμος του Σύμπαντος πρέπει να στραφεί προς τον καθέναν μας είτε με τον άλφα είτε με το βήτα τρόπο, είτε αποδίδοντάς μας δόξα απερίγραπτη είτε επιβάλλοντάς μας ντροπή η οποία δεν θα μπορούσε με τίποτε να απαλειφθεί ή να κρυφτεί.

Διάβασα σ’ ένα περιοδικό τις προάλλες ότι το σπουδαιότερο πράγμα είναι το πώς βλέπουμε εμείς το Θεό. Από πλευράς Θεού όμως δεν είναι αυτό που έχει σημασία, αλλά το πώς ο Θεός βλέπει εμάς! Και αυτό όχι απλά έχει μεγαλύτερη σημασία αλλά απείρως μεγαλύτερη. Πραγματικά το πώς βλέπουμε εμείς το Θεό δεν έχει καμιά σημασία παρά μόνο κατά το μέτρο που σχετίζεται με το πώς Εκείνος βλέπει εμάς. Είναι γραμμένο ότι θα σταθούμε ενώπιόν Του, θα εμφανιστούμε, θα μας γίνει επιθεώρηση. Η υπόσχεση της δόξας είναι η σχεδόν απίστευτη υπόσχεση, δυνατή μόνο μέσω του έργου του Χριστού, ότι μερικοί, οποιοιδήποτε από μας πραγματικά κάνουν αυτή την επιλογή, θα ‘περάσουν’ τις εξετάσεις, θα επιδοκιμαστούν, θα δώσουν ευχαρίστηση στον Θεό. Να ευχαριστήσεις τον Θεό! Να είσαι ένας παράγοντας στη Θεϊκή ευτυχία! Να αγαπιέσαι από τον Θεό -όχι δηλαδή απλά να έχεις τον οίκτο Του αλλά να ευαρεστείται Εκείνος μ’ εσένα όπως ένας καλλιτέχνης ευχαριστείται με το έργο του ή ένας πατέρας με το παιδί του- μοιάζει σαν κάτι το ακατόρθωτο, σαν ένα ασήκωτο βάρος δόξας! Οι ώμοι του νου μας μόλις και μετά βίας μπορούν να το βαστάξουν… Αλλά έτσι είναι.

Και τώρα ας δούμε τι συμβαίνει. Αν είχα απορρίψει την αυθεντική και Βιβλική περιγραφή της δόξας και επέμενα πεισματικά στην αόριστη επιθυμία που αρχικά ήταν το μόνο στοιχείο που με κατεύθυνε προς τον Ουρανό, δεν θα διέκρινα καμιά απολύτως σχέση μεταξύ αυτής της επιθυμίας και της χριστιανικής υπόσχεσης. Τώρα όμως που ακολούθησα εκείνο που στις ιερές Γραφές φαινόταν αινιγματικό και απωθητικό, καθώς κάνω αυτή την αναδρομή, ανακαλύπτω προς έκπληξή μου ότι όλα είναι σαφέστατα.

Η δόξα, έτσι όπως η χριστιανική πίστη με οδηγεί να την προσμένω, ικανοποιεί την αρχική μου επιθυμία και μάλιστα αποκαλύπτει κι ένα στοιχείο σ’ αυτή την επιθυμία που δεν το είχα προσέξει. Σταματώντας προς στιγμή να σκέφτομαι μόνο τις δικές μου επιθυμίες, άρχισα να μαθαίνω καλύτερα τι είναι εκείνο που πραγματικά επιθυμούσα. Όταν πριν λίγο προσπάθησα να περιγράψω τις πνευματικές μας επιθυμίες, παρέλειψα ένα απ’ τα πιο παράδοξα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Αυτό είναι κάτι που το προσέχουμε μόνο τη στιγμή που το όραμα αρχίζει να σβήνει, η μουσική φτάνει στο τέλος της ή το τοπίο χάνει το Ουράνιο φως του.

Εκείνο που νιώθουμε εκείνη τη στιγμή είναι αυτό που ο Κίητς περιέγραψε ως ‘το ταξίδι της επιστροφής στο συνηθισμένο εαυτό μας’. Ξέρετε τι εννοώ. Για λίγα λεπτά εκεί είχαμε την ψευδαίσθηση ότι ανήκαμε σ’ εκείνο τον κόσμο. Τώρα ξυπνάμε στην πραγματικότητα ότι δεν ανήκαμε αλλά ήμασταν απλοί θεατές. Η ομορφιά μάς χαμογέλασε, αλλά δεν μας καλωσόρισε. Το πρόσωπό της ήταν στραμμένο προς το μέρος μας, αλλά δεν μας είδε. Δεν γίναμε αποδεκτοί, δεν μας καλωσόρισαν, δεν μας κάλεσαν στο χορό. Αν θέλαμε να φύγουμε, φεύγαμε κι αν μπορούσαμε να μείνουμε, μέναμε. Κανείς δεν μας ‘βαθμολόγησε’.

Ένας επιστήμονας θα μπορούσε να πει ότι, αφού τα περισσότερα όμορφα πράγματα είναι άψυχα, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που εκείνα δεν μας προσέχουν. Αυτό, βέβαια, αληθεύει. Δεν μιλώ όμως εδώ για φυσικά αντικείμενα, αλλά για κείνο το απερίγραπτο ‘Κάτι’ του οποίου προς στιγμή τα αντικείμενα αυτά γίνονται οι αγγελιοφόροι. Κι ένα μέρος της απογοήτευσης που συγκερνιέται με τη γλυκύτητα αυτού του μηνύματος οφείλεται στο γεγονός ότι σπάνια αυτό το μήνυμα προορίζεται για μας. Μάλλον το μαθαίνουμε κρυφακούγοντας. Με τη λέξη ‘απογοήτευση’ εννοώ τον πόνο που νιώθουμε. Όχι ότι έχουμε πικρία. Δεν θα’πρεπε να απαιτούμε να μας προσέξουν. Αλλά μαραζώνουμε. Το γεγονός ότι σ’ αυτό το Σύμπαν είμαστε σαν ξένοι, το ότι ποθούμε να μας δώσουν σημασία, να πάρουμε κάποια απάντηση, να γεφυρώσουμε το χάσμα που χαίνει ανάμεσα σ’ εμάς και στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί ένα μέρος του απαρηγόρητου μυστικού μας. Και βέβαια, απ’ αυτή τη σκοπιά η υπόσχεση της δόξας, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, συνδέεται άμεσα με τη βαθιά μας επιθυμία. Γιατί δόξα σημαίνει ‘έπαινος για καλή διαγωγή’ από τον Θεό. Σημαίνει ότι ο Θεός μάς αποδέχεται, μας απαντά, μας αναγνωρίζει, μας καλωσορίζει στα μύχια της ουσίας των πραγμάτων. Η πόρτα την οποία χτυπούσαμε μια ζωή επιτέλους άνοιξε.

Ίσως να φαίνεται κάπως πρωτόγονο να περιγράφουμε τη δόξα με το ‘να σου δώσει σημασία ο Θεός.’ Αλλά αυτό είναι σχεδόν ταυτόσημο με την έκφραση που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή. Ο Απόστολος Παύλος υπόσχεται σε όσους αγαπούν τον Θεό όχι ότι θα Τον γνωρίσουν, αλλά ότι θα γνωριστούν απ’ Αυτόν (Α΄ Κορινθ. 8/3). Είναι μια παράξενη υπόσχεση. Γιατί, δηλαδή; Ο Θεός δεν ξέρει ανά πάσα στιγμή τα πάντα; Αλλά ο ίδιος απόηχος μάς έρχεται -και μάλιστα έτσι που μας προξενεί τρόμο- και από ένα άλλο εδάφιο της Αγίας Γραφής. Εκεί μας δίνεται η προειδοποίηση ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα μας να παρουσιαστεί επιτέλους ενώπιον του Θεού μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τα αποκρουστικά λόγια, «Ποτέ μου δεν σε γνώρισα. Φύγε από μπρος μου» (Ματθ. 7/23).

Κατά κάποιον τρόπο -τόσο σκοτεινό και ακατανόητο για τη διάνοια όσο είναι και ανυπόφορος για το συναίσθημα- μπορεί να διωχτούμε από την Παρουσία Εκείνου ο οποίος είναι πανταχού Παρών, να σβηστούμε από τη γνώση Εκείνου ο οποίος γνωρίζει τα πάντα. Μπορεί να κλειστούμε εντελώς και απολύτως απέξω –να εκδιωχτούμε, εξοριστούμε, αποξενωθούμε και να αγνοηθούμε ολοκληρωτικά και απερίγραπτα.

Από την άλλη μεριά όμως μπορεί να κληθούμε να μπούμε μέσα, να γίνουμε δεκτοί, να αναγνωριστούμε. Κάθε μέρα περπατάμε στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ των δύο αυτών απίστευτων πιθανοτήτων. Προφανώς λοιπόν η νοσταλγία όλης μας της ζωής, η επιθυμία μας να ενωθούμε με κάτι στο Σύμπαν από το οποίο τώρα νιώθουμε ξεκομμένοι, ο πόθος μας να είμαστε από τη μέσα μεριά της πόρτας η οποία πάντα μας είχε κλείσει απέξω δεν είναι μια απλά νευρωτική φαντασίωση, αλλά η σωστότερη ένδειξη του ποια είναι η αληθινή μας κατάσταση. Και το να προσκληθούμε επί τέλους μέσα θα ήταν δόξα και τιμή πέρα από κάθε δική μας αξία καθώς επίσης και η γιατρειά εκείνου του αρχαίου πόνου.

Αυτό με φέρνει στην άλλη όψη της δόξας -της δόξας σαν φωτεινότητα, στιλπνάδα και αστραφτερότητα. Ο προορισμός μας είναι ν’ αστράφτουμε σαν τον ήλιο και την πούλια. Νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό. Υπό μία έννοια βέβαια, ο Θεός μάς έχει ήδη δώσει την πούλια. Αυτό το δώρο μπορείς να πας να το απολαύσεις πολλά όμορφα πρωινά, αν βέβαια σηκωθείς αρκετά νωρίς. Μπορεί να ρωτήσει κανείς, και τι παραπάνω θέλουμε; Α, μα εμείς θέλουμε τόσα πολύ περισσότερα πράγματα απ’ αυτό! -κάτι στο οποίο τα βιβλία της αισθητικής δίνουν πολύ λίγη σημασία. Οι ποιητές όμως και οι μυθολογίες το ξέρουν πολύ καλά. Δεν θέλουμε απλά και μόνο να δούμε την ομορφιά, παρόλο που ο Θεός ξέρει ότι αυτό είναι ήδη πολύ. Θέλουμε κάτι άλλο που δεν εκφράζεται εύκολα με λόγια: θέλουμε και να γίνουμε ένα με την ομορφιά που βλέπουμε, να περάσουμε απ’ τη δική της μεριά, να τη δεχτούμε στο είναι μας, να βυθιστούμε μέσα της, να γίνουμε τμήμα της. Γι’ αυτό γεμίσαμε τον κόσμο -τον αέρα, τη γη και το νερό- με θεούς και θεές, νύμφες και ξωτικά έτσι ώστε, παρόλο που εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε, ωστόσο αυτές οι ‘προεκτάσεις’ να μπορούν να χαίρονται την ομορφιά, τη χάρη και τη δύναμη των οποίων η Φύση δεν είναι παρά η απεικόνιση.

Γι’ αυτό και οι ποιητές μάς λένε τέτοιες πανέμορφες ανακρίβειες. Μιλάνε λες κι ο δυτικός άνεμος μπορούσε πραγματικά να φυσήξει μες στην ανθρώπινη ψυχή× αλλά δεν μπορεί. Μας λένε πως ‘η ομορφιά που γεννά ο ήχος του ψίθυρου’ θα περάσει πάνω απ’ το ανθρώπινο πρόσωπο× αλλά αυτό δεν θα γίνει, ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Γιατί, αν πάρουμε τις εικόνες που μας δίνει η Αγία Γραφή στα σοβαρά, αν πιστέψουμε πως μια μέρα ο Θεός πραγματικά θα μας δώσει την πούλια και θα μας κάνει να ντυθούμε τη λαμπρότητα του ήλιου, τότε μπορεί να υποθέσουμε ότι και οι αρχαίοι μύθοι και η μοντέρνα ποίηση, όσο κι αν είναι αναληθείς σαν ιστορία, μπορεί να είναι πολύ κοντά στην αλήθεια σαν προφητεία. Για την ώρα είμαστε στην απέξω μεριά αυτού του κόσμου, στην απέξω μεριά της πόρτας. Διακρίνουμε τη φρεσκάδα και την αγνότητα του πρωινού, αλλά αυτό δεν μας προσδίνει εμάς φρεσκάδα και αγνότητα. Δεν μπορούμε να γίνουμε ένα με τα θεσπέσια της ομορφιάς που βλέπουμε.

Όλες όμως οι σελίδες της Αγίας Γραφής θροΐζουν με τον ψίθυρο ότι δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια μέρα, κατά το θέλημα του Θεού, θα μπούμε μέσα. Όταν η ανθρώπινη ψυχή τόσο πλησιάσει την απόλυτη υπακοή, τότε θα ντυθούμε τη δόξα της, ή μάλλον αυτή τη μεγαλύτερη δόξα της οποίας η Φύση δεν είναι παρά ένα απλό ιχνογράφημα. Γιατί μη νομίσετε ότι υποστηρίζω καμιά ειδωλολατρική φαντασίωση με το ότι θα ‘απορροφηθούμε’ στη Φύση. Η Φύση είναι θνητή. Εμείς θα ζήσουμε περισσότερο απ’ τη Φύση. Όταν όλοι οι ήλιοι κι οι νεφέλες παρέλθουν, εσείς θα ζείτε. Η Φύση δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα σύμβολο. Είναι όμως το σύμβολο που η Αγία Γραφή μάς καλεί να χρησιμοποιήσουμε. Καλούμαστε να περάσουμε μεσ’ απ’ τη Φύση και να την αφήσουμε πίσω προχωρώντας προς το Θαυμάσιο που εκείνη καθρεφτίζει πιστά.

Και εκεί, πέρα απ’ τη Φύση, θα φάμε από το Δέντρο της Ζωής. Σήμερα, αν έχουμε αναγεννηθεί εν Χριστώ, το πνεύμα μέσα μας παίρνει ζωή κατευθείαν από τον Θεό. Το μυαλό όμως, και ακόμα περισσότερο το σώμα, παίρνει ζωή απ’ Αυτόν με πολύ έμμεσο τρόπο -μέσω των προγόνων μας, της τροφής και των στοιχείων της Φύσης. Εκείνο που σήμερα αποκαλούμε ‘φυσικές απολαύσεις’ είναι τα αμυδρά, μακρινά αποτελέσματα των ενεργειών που ο Θεός, στη δημιουργική Του έξαρση, φύτεψε μέσα στην ύλη όταν έφτιαξε τον κόσμο. Ακόμα όμως κι έτσι έμμεσα δοσμένες, μας πέφτουν πολύ στην τωρινή μας κατάσταση. Πόσο μεγαλύτερο, λοιπόν, θα ήταν το να γευτούμε στην πηγή, στο κεφαλάρι, το νερό του ρυακιού που ακόμα κι απ’ αυτή τη μακρινή απόσταση είναι τόσο μεθυστικό!

Αλλά αυτό, πιστεύω, είναι κάτι που βρίσκεται ακόμα στο μέλλον για μας. Ολόκληρος ο άνθρωπος πρόκειται να γευτεί χαρά στην Πηγή της Χαράς. Όπως είπε και ο Αυγουστίνος, η έκσταση και η αγαλλίαση της σωσμένης ψυχής θα ‘χυθεί’ μέσα στο ένδοξο σώμα. Κάτω απ’ το φως των τωρινών εξειδικευμένων και φαύλων επιθυμιών μας, δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτό το χείμαρρο της ηδονής, τον torrens voluptatis, και δεν θα συμβούλευα σε κανέναν να το επιχειρήσει. Πρέπει όμως να το αναφέρουμε αυτό για να διώξουμε κάποιες ακόμα πιο πλανεμένες σκέψεις -σκέψεις για το ότι εκείνο που έχει απομείνει δεν είναι παρά ένα φάντασμα ή ότι το αναστημένο σώμα ζει σε μια μουδιασμένη αν-αισθησία. Το σώμα φτιάχτηκε για τον Κύριο και αυτές οι θλιβερές φαντασιώσεις είναι πολύ μακριά απ’ την αλήθεια.

Στο μεταξύ όμως, ο σταυρός έρχεται πριν από το στεφάνι της δόξας και αύριο είναι Δευτέρα πρωί. Στους ανελέητους τοίχους αυτού του κόσμου έχει γίνει ένα ρήγμα κι εμείς καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε τον Αρχηγό μας μέσ’ από κει. Φυσικά, το κλειδί είναι να Τον ‘ακολουθήσουμε’.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς τι πρακτική χρησιμότητα έχουν οι διαλογισμοί στους οποίους επιδόθηκα. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον μία τέτοια πρακτική χρησιμότητα: Είναι δυνατό να αφιερώνει κανείς πολλή σκέψη στο θέμα της δικής του ενδεχόμενης δόξας μετά θάνατο, αλλά είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αναλογίζεται συχνά ή σε βάθος τη δόξα του πλησίον του. Όμως, το φορτίο ή η ζαλιά ή το βάρος της δόξας του πλησίον μου πρέπει να φορτωθεί στους ώμους μου, ένα φορτίο τόσο βαρύ που μόνο η ταπείνωση μπορεί να το κρατήσει και οι πλάτες των περήφανων θα σπάσουν απ’ το βάρος του. Είναι πολύ σημαντικό να ζεις σε μια κοινότητα μελλοντικών Θεών -αντρών και γυναικών-, να θυμάσαι πάντα ότι το πιο ανιαρό και πληκτικό άτομο στο οποίο μιλάς σήμερα μπορεί μια μέρα να είναι ένα πλάσμα που, αν το έβλεπες τώρα όπως θα είναι, ίσως έμπαινες στον πειρασμό να το λατρέψεις× ή, αντίθετα, ένα πλάσμα φρικτό, ένα μόλυσμα, που μόνο σε εφιάλτη μπορεί να δει κανείς, κι αυτό αν είναι δυνατόν.

Κάθε μέρα χαράζουμε την πορεία μας προς τη μία ή την άλλη απ’ αυτές τις δύο κατευθύνσεις. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συμπεριφερόμαστε ο ένας προς τον άλλο (φιλίες, αγάπη, διασκέδαση, πολιτική) έχοντας υπόψη αυτές τις δύο συντριπτικές πιθανότητες και με το δέος και την περίσκεψη που αρμόζει στην περίπτωσή τους. Δεν υπάρχουν συνηθισμένοι άνθρωποι. Δεν έχετε ποτέ σας μιλήσει μ’ έναν ‘απλό θνητό’. Τα έθνη, η κουλτούρα, οι τέχνες, οι πολιτισμοί αυτά είναι θνητά και η ζωή τους, σε σύγκριση με τη δική μας, είναι σαν τη ζωή ενός κουνουπιού. Αλλά εκείνοι με τους οποίους χαριεντιζόμαστε, δουλεύουμε, παντρευόμαστε, εκείνοι τους οποίους αποπαίρνουμε ή εκμεταλλευόμαστε είναι αιώνιοι: αιώνια βδελύγματα ή αιώνιες λαμπρότητες.

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πάντα σοβαροί. Χρειάζεται και το παιχνίδι. Αλλά η διασκέδασή μας πρέπει να είναι του είδους (το οποίο μάλιστα είναι και το καλύτερο είδος διασκέδασης) που ταιριάζει σε ανθρώπους οι οποίοι παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά -όχι επιπολαιότητες, υπεροψία, αλαζονεία. Και η αγάπη μας πρέπει να είναι μια αγάπη πραγματική, μια αγάπη που μας κοστίζει ακριβά, δηλαδή αγάπη με βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας του αμαρτωλού τον οποίο όμως παρόλα αυτά αγαπάμε -όχι απλά τον ανεχόμαστε συγκαταβατικά, πράγμα που είναι παρωδία της αγάπης, το ίδιο όπως και η ελαφρότητα είναι παρωδία της πραγματικής διασκέδασης. Το να στέκεις ενώπιον του πλησίον σου που είναι πιστός χριστιανός είναι μια άγια ώρα γιατί ο Χριστός πραγματικά βρίσκεται κρυμμένος εκεί, vere latitat, δοξάζων και δοξαζόμενος συγχρόνως. Η Ίδια η Δόξα του Ουρανού είναι κρυμμένη εκεί μέσα.

Αν θέλετε να διαβάσετε παρουσίαση και ανάλυση του βιβλίου αυτού κάντε κλικ στο παρακάτω link: C.S.LEWIS «Το Βάρος της Δόξας», Παρουσίαση – Ανάλυση της Βίκυς Κάλφογλοy, Λέκτορος

Μετάφραση: Δρ. Γιούλικα Κ. Masry (2006)

(Από το βιβλίο του C.S. Lewis The Weight of Glory, που είναι υπό έκδοση)

Comments are closed.