TΙ ΜΟΥΣΙΚΗ Ν’ ΑΚΟΥΜΕ;

TΙ  ΜΟΥΣΙΚΗ  Ν’ ΑΚΟΥΜΕ;(*)

  Ξαφνιάζει ο τίτλος. Απ’ όσο ξέρω, κανείς μέχρι τώρα δεν έχει πραγματευθεί ένα τέτοιο θέμα σε χριστιανικό συνέδριο, τουλάχιστον στον τόπο μας. Γι’ αυτό και πολλά πράγματα μένουν αξεκαθάριστα κι επικρατεί μεγάλο μπέρδεμα και σύγχυση. Κάτι που συμφέρει αρκετούς. Όταν τα νερά είναι θολά, ησυχάζουν κι οι συνειδήσεις. Με την ίδια νοοτροπία δε μιλάμε και δε συζητάμε και γι’ άλλα θέματα. Τι θεάματα να βλέπουμε. Τι βιβλία να διαβάζουμε. Τι και πώς να συζητάμε. Τι και πόσο να τρώμε ή να πίνουμε, και πολλά άλλα. Κι αν θέλετε, ίσως ακόμη και αν πρέπει να χορεύουμε, πότε να χορεύουμε και πώς να χορεύουμε. Φυσικά, συνταγές δεν υπάρχουν για τίποτε απ’ αυτά. Ο καθένας ενεργεί σύμφωνα με τη συνείδησή του, με βάση τις αρχές του Λόγου του Θεού που ακολουθεί ή που πρέπει ν’ ακολουθεί. Και κανένας δεν έχει δικαίωμα να επιβάλλει στον άλλο την άποψή του κατηγορώντας τον για έλλειψη πνευματικότητας. Καθένας μας «εις τον ίδιον αυτού Κύριον ίσταται ή πίπτει». Στο κάτω-κάτω κάποια πράγματα δεν έχουν γίνει συνείδηση ακριβώς επειδή δεν έχουν συζητηθεί ποτέ. Και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δεν ανέχονται να τους επιβληθεί κάτι, μόνο και μόνο γιατί έτσι το θέσπισαν οι πιο παλιοί. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα σε μια τέτοια περίπτωση είναι να φτάσουμε στη διπλή συμπεριφορά, στην υποκριτική στάση μέσα στην εκκλησία και σε μια κρυφή –ή και όχι τόσο κρυφή ζωή έξω απ’ αυτήν. Ό,τι χειρότερο.

*********************** 

   Τι μουσική λοιπόν ν’ ακούμε; Όταν ήμουν μικρός η μητέρα μου είχε την άποψη -και μας την επέβαλε- πως μοναδική μουσική που πρέπει ν’ ακούμε ή να τραγουδάμε είναι οι ύμνοι που ψάλλουμε στην εκκλησία, και καταχρηστικά και τα βιεννέζικα βαλς, κατάλοιπο της αστικής κωνσταντινουπολίτικηςρομάντσα σε φα μειζ. του Μπετόβεν. καταγωγής της. Αργότερα, όταν τ’ αδέλφια μου κατατάχτηκαν στους προσκόπους, «επιτράπηκαν» -και πάλι καταχρηστικά- και τα προσκοπικά τραγούδια. Όσο για την κλασική μουσική, αυτή δεν ήταν για μας, ήταν κάτι άπιαστο, για κάποιους πολύ ειδικούς, σαν το θείο μας Τηλέμαχο που είχε κάνει πολύχρονες σπουδές στο βιολί. Τον θυμάμαι ακόμη –τον θείο τον Τηλέμαχο, πρώτο δάσκαλό μου στο βιολί- να ξεσπά σε λυγμούς στο πρώτο άκουσμα μεγάλων έργων θρησκευτικής μουσικής σε σχετικές ομιλίες που διοργάνωνα σ’ αυτόν εδώ το χώρο πριν τριάντα – τριανταπέντε χρόνια, ή ακόμη και στα μαθητικά μου χρόνια στο σπίτι μας, όταν κάποιο πρωινό το ραδιόφωνό μας μετέδιδε την περίφημη

   Καμιά φορά δεν ωφελεί και πάρα πολύ ν’ ακούμε τους γονείς μας. Όπως εδώ, σ’ αυτήν την περίπτωση. Μέσα σε δυο-τρία χρόνια, από τα δεκατέσσερα μέχρι τα δεκαέξι μου, είχα μάθει τις συμφωνίες του Μπετόβεν απ’ έξω και αρκετά από τα έργα αρκετών άλλων κλασικών συνθετών. Και βέβαια όχι από στερεοφωνικά ή από δίσκους υψηλής πιστότητας –πού τέτοιες πολυτέλειες  εκείνη την εποχή. Θυμάμαι κάθε Χριστούγεννα που ψάχναμε με αγωνία με τον αδελφό μου το Θανάση και τον αξέχαστο φίλο μας, το Νίκο Νικολάου, ν’ ανακαλύψουμε ανάμεσα σε ασυρμάτους και περίεργους θορύβους στα βραχέα κύματα το σταθμό του ΒΒC, που τόχε τότε παράδοση να μεταδίδει ολόκληρο το «Μεσσία» του Χαίντελ, και δεν ξέρω αν το συνεχίζει ακόμη και σήμερα. Και τα πρώτα μου ακούσματα ήταν από ένα ραδιόφωνο αυτοσχέδιο με ακουστικά που είχε κατασκευάσει ο Θανάσης με τη βοήθεια του Νίκου. Απ’ τη στιγμή που θα σε προσβάλει το μικρόβιο, μπορείς να βρεις πολλούς τρόπους να το καλλιεργήσεις. Και να το μεταδώσεις και στους άλλους. Ο πατέρας μου, ας πούμε, τα κυριακάτικα πρωινά που ετοίμαζε το κήρυγμά του, με παρακινούσε: «βάλε παλιά μουσική ν’ ακούσουμε», εννοώντας τον Μπαχ, το Χαίντελ και τους άλλους μεγάλους του μπαρόκ.

   Την εποχή εκείνη και για αρκετά χρόνια αργότερα δεν ήξερα καμιά άλλη μουσική εκτός από τη λεγόμενη κλασική ή έντεχνη. Και μάλιστα ο γιος μου, φανατικός λάτρης της ροκ, μου παραπονιέται πως πέρασαν από πάνω μου όλες οι δεκαετίες, κι εγώ δεν κράτησα τίποτε για νάχει κι αυτός ν’ ακούει κάποιες ηχογραφήσεις μοντέρνας μουσικής του παρελθόντος, που δύσκολα βρίσκονται σήμερα. Ωστόσο καθώς περνούσαν τα χρόνια, συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο πόσο η μονομέρεια, ακόμη και στην κλασική μουσική, διαμορφώνει ένα χαρακτήρα μονοκόμματο κι αποκομμένο από την ποικιλομορφία που υπάρχει στην τέχνη και γενικότερα στη ζωή. Κι αυτό ισχύει και για τη μουσική που χρησιμοποιούμε στις εκκλησίες μας. Πάρτε το τριπλό μας CD «Ματιές στην Ιστορία της Χριστιανικής Χορωδιακής Μουσικής». Θα βρείτε από βυζαντινούς ύμνους έντεχνα εναρμονισμένους, ρωσικούς πολυφωνικούς και αποσπάσματα από μεγάλα κλασικά έργα, μέχρι νέγρικα σπιρίτσουαλ, αποσπάσματα από χριστιανικά μιούζικαλ και τραγούδια δικών μας, ελλήνων ευαγγελικών συνθετών. Κι αυτή ακριβώς η ποικιλία αντικατοπτρίζει το σημερινό μου «πιστεύω», όπου έχω καταλήξει ύστερα από πείρα πολλών δεκαετιών. Το σημερινό μας θέμα αφορά στη μουσική που πρέπει ν’ ακούμε στην καθημερινή μας ζωή, κι όχι στη μουσική που πρέπει να ψάλλουμε στις εκκλησίες μας στην ώρα της λατρείας, στις υπόλοιπες συνάξεις μας, στα συνέδριά μας κλπ. Ωστόσο η ίδια ποικιλία και πολυμορφία πρέπει να ισχύει κι εκεί. Πάντα μούθάπρεπε οι χριστιανικές εκκλησίες  σ’ ολόκληρο τον κόσμο ν’ αποτελούν πραγματικά μουσικά θησαυροφυλάκια. Γιατί ανάμεσα στ’ άλλα η ευαγγελική μας εκκλησία έχει κι αυτήν ακριβώς την ιδιομορφία: πως έχει να παρουσιάσει, σε συνδυασμό μάλιστα και με το μουσικό πλούτο της καθολικής εκκλησίας, ποιοτική μουσική κάθε τεχνοτροπίας, κάθε είδους και κάθε επιπέδου. Όποιος έχει γνωρίσει ολόκληρο το φάσμα της χριστιανικής μουσικής και έχει μάθει να την αγαπάει στο σύνολό της, έχει κάνει ήδη ένα μεγάλο βήμα στο να κατακτήσει την τέχνη τού πώς ν’ ακούμε μουσική. Και θάπρεπε οι μουσικοί υπεύθυνοι των μεγάλων κυρίως εκκλησιών να οδηγούν τους πιστούς προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. κάνει εντύπωση πόση λίγη επίδραση στη μουσική ζωή των εκκλησιών μας έχουν οι πολλοί και πολύ καλοί μουσικοί που διαθέτουμε. Που κρατούν συνήθως τα ταλέντα τους και τις δραστηριότητές τους –και τις γνώσεις τους- έξω από το έργο του Θεού, και μέσα στην εκκλησία προσαρμόζονται στη δοσμένη γραμμή ή απέχουν τελείως από οποιαδήποτε μουσική δραστηριότητα. Κι αυτό με πολύ λίγες εξαιρέσεις κυρίως στο χορωδιακό τομέα. Κανονικά

   Μια από τις μεγαλύτερες λοιπόν απολαύσεις στη ζωή μας είναι η εξοικείωση με κάθε είδος μουσική. Αυτό που συχνά ακούμε πως η «μουσική είναι μία», πως ο μόνος διαχωρισμός που ουσιαστικά ισχύει είναι η διάκριση σε καλή και κακή μουσική, μουσική με έμπνευση και χωρίς έμπνευση, αποτελεί πραγματικότητα. Έτσι μπορούμε να βρούμε μουσική ποιότητας –και μάλιστα εκλεκτής ποιότητας- σε έργα δικά μας, ελλήνων συνθετών, όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Κουνάδης, ο Λοΐζος και πολλοί άλλοι, σε τραγούδια που έχουν γίνει πια κλασικά όπως τα περίφημα τραγούδια της Λιλιπούπολης, -για να θυμηθούμε την ανεπανάληπτη σειρά για παιδιά από 5 εώς 85 ετών του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ της δεκαετίας του ’70 στην εποχή Χατζιδάκι- στη σύγχρονη ποπ και στη σύγχρονη ροκ, σε δικά μας δημοτικά και λαϊκά τραγούδια –κι όταν λέμε λαϊκά δεν εννοούμε αυτά που παίζουν στα «σκυλάδικα» αλλά αυτά που έχουν έντονο ελληνικό χρώμα- ή στα κάθε είδους ξένα «έθνικ» τραγούδια, στη μουσική για τον κινηματογράφο που είναι κι αυτή ένας ολόκληρος κόσμος, και φυσικά στον απέραντο πλούτο της μελοδραματικής μουσικής, την όπερα, που δεν περιορίζεται μονάχα στο ιταλικό μπελκάντο του Βέρντι και του Ντονιτσέτι. Οι γερμανοί, για παράδειγμα, ο Βάγκνερ, ο Μότσαρτ, ο Βέμπερ και πολλοί άλλοι, έχουν κάνει θαυμάσιες δημιουργίες, άγνωστες πολλές απ’ αυτές στον τόπο μας, κι ακόμη ας μην ξεχνάμε τις σημαντικές δημιουργίες μέσα στον εικοστό αιώνα στις ΗΠΑ, όπως τα διάφορα μιούζικαλ και κάποιες όπερες σαν την αριστουργηματική «Trimonisha» του αφροαμερικανού συνθέτη Σκοτ Τζόπλιν στις αρχές του αιώνα. Και τέλος –και σ’ αυτό θα δώσουμε μεγαλύτερη έκταση- ο μεγάλος πλούτος βρίσκεται στην έντεχνη, την «κλασική» λεγόμενη μουσική, που ξεκινά κυρίως από το 17ο και 18ο αιώνα με μεγάλους συνθέτες όπως ο Μπαχ και ο Χαίντελ και άλλοι παλιότεροι, και φτάνει  στις μέρες μας έχοντας αφομοιώσει ακόμη και είδη όπως η τζαζ και ρυθμούς απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και κυρίως από την αφροαμερικανική παράδοση. Και σε καθένα απ’ αυτά τα είδη, και σε άλλα ακόμη, παίρνει ένα σημαντικό μέρος η χριστιανική μουσική προτεσταντικής και καθολικής προέλευσης. Από καντάτες και λειτουργίες και ορατόρια της εποχής μπαρόκ μέχρι το 1750, ή της κλασικής εποχής στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ή και ρομαντικά έργα του 19ου αιώνα με τις γιγαντιαίες χορωδίες και ορχήστρες μέχρι σύγχρονα έντεχνα θρησκευτικά έργα όπως το ρέκβιεμ του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ Και από σύγχρονη, μοντέρνα χριστιανική μουσική –ποπ, ροκ και τα υπόλοιπα- έχουμε πια πλημμυρίσει, κι όσοι ασχολούνται μ’ αυτά δεν ξέρουν τι να πρωτοδιαλέξουν. Κι ας μην  ξεχνάμε και τα καθαρά χριστιανικά είδη μοντέρνας μουσικής, όπως τα νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια ή τη νεότερη έκδοσή τους, τα γκόσπελ.

*********************** 

   Καλά όλα αυτά. Όπως βλέπετε, παράπονο δεν έχουμε από έλλειψη ήχων. Ένας απέραντος πλούτος από μουσική κάθε είδους, κάθε εποχής και κάθε προέλευσης βρίσκεται στη διάθεσή μας. Το ερώτημα είναι πώς θα επωφεληθούμε απ’ όλον αυτόν τον πλούτο κατά τον καλύτερο και τον πιο εποικοδομητικό τρόπο. Εξάλλου υποπτεύομαι πως υπάρχουν κιόλας κάποιες απορίες ή και αντιρρήσεις. Μιλήσαμε για ροκ και για ποπ μουσική, κι είναι μερικοί από μας που μόνο τ’ όνομά τους ν’ ακούσουν παθαίνουν αλλεργία. Κι είπαμε μάλιστα και για χριστιανική ροκ και ποπ. Ακόμα χειρότερα… Μπορούμε άραγε να συμφωνήσουμε πάνω στο τι θ’ ακούμε και τι δε θ’ ακούμε όλοι μας; Μάλλον αδύνατο. Άλλωστε δεν ωφελεί να επιβάλλουμε απαγορεύσεις του τύπου «δε θ’ ακούς καθόλου μουσική ροκ» ή «θ’ ακούς μόνο κλασική μουσική» ή «θ’ ακούς μονάχα και θα ψάλλεις ύμνους» -αυτό που έλεγε η μητέρα μου- γιατί δεν πρόκειται να μας ακούσει κανένας. Ο σκοπός μας είναι να ωφελήσουμε, να μην πεταχτεί ακόμη μια ομιλία για τη μουσική στον κάλαθο των αχρήστων, όπως γίνεται συνήθως. Παίρνουμε λοιπόν σα δεδομένο –πώς να το κάνουμε αλλιώς;- πως ένα μεγάλο μέρος από τους νέους μας εκστασιάζεται με τη μοντέρνα μουσική. Άλλωστε είναι η μουσική της γενιάς τους, κι εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω πολλούς από τους παλιότερους, απ’ όλους εμάς, που να μην αρέσουν τη μουσική της δικής τους γενιάς. Και μάλιστα νομίζω πως πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό που όλα τα είδη της μοντέρνας μουσικής υπάρχουν και σε χριστιανική έκδοση, ακόμη και σύγχρονη χριστιανική μουσική σ’ ελληνικό στυλ. Που προσφέρονται άφθονα από το μουσικό τμήμα των εκδόσεων «ο Λόγος»,  Logos Music, και από τα λίγα έστω χριστιανικά μας συγκροτήματα, που άλλα έχουν –δυστυχώς- διαλυθεί, και άλλα –ελάχιστα- συνεχίζουν την πορεία τους. Όλα αυτά κι όλοι αυτοί μπορούν να μας γεμίσουν από ακούσματα κάθε είδους και πάλι να περισσέψουν αρκετά και για την άλλη ζωή. Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα σχετικά με τη σύγχρονη μουσική που πρέπει να τα επισημάνουμε και στη συνέχεια να τα συζητήσουμε.    

   Το πρώτο είναι πως με οτιδήποτε ασχολούμαστε –κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μουσική- πρέπει να είμαστε εκλεκτικοί, να διαλέγουμε και ν’ αγαπούμε την ποιότητα. Η φτήνια, η προχειρότητα, η ευτέλεια -ας το πούμε για πολλοστή φορά- δεν ταιριάζει ούτε στα ακούσματά μας, ούτε στα διαβάσματά μας, ούτε σ’ αυτά που βλέπουμε. Και σ’ αυτό ας μάθουμε να ζητούμε και τη γνώμη κάποιων που ξέρουν καλύτερα από μας.

   Το δεύτερο που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως υπάρχουν κάποια πράγματα σε κάθε τομέα της ζωής μας που καλό είναι να τα αποφεύγουμε. Είναι ανεπίτρεπτο να προσαρμόζουμε τα μουσικά μας γούστα στις πιο ακραίες μορφές της σύγχρονης μουσικής, όπως είναι αυτές που τις αποκαλούμε με τ’ όνομα «μέταλ» κι άλλα παρόμοια, όπως το λεγόμενο «σκληρό ροκ». Ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτή τη μουσική είναι ύποπτο για σατανισμό και για κάθε είδος διαστροφής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξημεροβραδιαζόμαστε με το Μέριλιν Μάνσον, τον Όζι Όσμπορν, τους ACDC  και τους ομοίους τους –κι ας με συγχωρήσουν οι επαΐοντες του είδους αν αστόχησα κάπως στην αναφορά των κατάλληλων ονομάτων. Ας μάθουμε να «ανακρίνουμε τα πάντα πνευματικώς», όπως μας λέει κι ο απόστολος Παύλος.

   Και το τρίτο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, η μουσική που μ’ αυτήν τρεφόμαστε –κι όχι μονάχα η μουσική, αλλά γι αυτήν μιλούμε εδώ σήμερα- βοηθά στο να διαμορφώσουμε τον τρόπο σκέψης μας, επιδρά στο χαρακτήρα μας, μας περνά κάποια μηνύματα που σίγουρα μας επηρεάζουν –κι αυτό πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψη μας όταν διαλέγουμε τη μουσική που μ’ αυτήν περνάμε τη ζωή μας. Πώς μπορεί ένας χριστιανός να τρέφεται αποκλειστικά –ας το πούμε ακόμη μια φορά: αποκλειστικά- με ακραίες μορφές μοντέρνας μουσικής ή με φτηνά κατασκευάσματα, από αυτά που ακούγονται μέσα στα αποκαλούμενα «σκυλάδικα», είναι κάτι που εγώ τουλάχιστον αδυνατώ να κατανοήσω. Οι αρχαίοι έλληνες τόχανε καταλάβει από νωρίς. Ήξεραν πολύ καλά την παιδευτική αξία της μουσικής και τη σημαντική συμβολή της στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Κι όταν κάποτε –ένα μονάχα παράδειγμα- οι μυτιληναίοι έγιναν θαλασσοκράτορες, στους αποστάτες από τους συμμάχους τους, μας λέει ο ρωμαίος σοφιστής Αιλιανός Κλαύδιος, επέβαλλαν σαν τιμωρία να μένουν τα παιδιά τους αγράμματα και να μη διδάσκονται μουσική, γιατί πίστευαν «πασών των ζημιών βαρυτάτην είναι ταύτην, εν αμουσία και αμαθεία ζην» -ότι πιο βαριά απ’ όλες τις τιμωρίες είναι να ζει κανείς χωρίς μουσική και χωρίς παιδεία.

   Αυτά τα λίγα σαν ερέθισμα για σκέψη και συζήτηση, γιατί υπάρχει και κάτι ακόμη –το σπουδαιότερο κατά τη γνώμη μου- που άφησα τελευταίο και που θ’ άξιζε να προσεχτεί απ’ όλους ιδιαίτερα. Υποστηρίζω λοιπόν-κι αυτό ύστερα από μισό αιώνα μουσικής ακρόασης, ερμηνείας και μελέτης- ότι η κλασική λεγόμενη μουσική αποτελεί το αποκορύφωμα της μουσικής τέχνης, ότι παρόλο που και στα άλλα είδη της μουσικής βρίσκονται αληθινοί θησαυροί, με το ν’ αφήνουμε την κλασική μουσική έξω από τη ζωή μας χάνουμε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές απολαύσεις και μια από τις πιο σημαντικές ευκαιρίες να πλουτίσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, κι ακόμη εμείς οι χριστιανοί στερούμε τον εαυτό μας από μια σπουδαία πηγή πνευματικών ευλογιών. Κοντολογίς, αγαπητοί μου, είναι αδύνατον να φανταστείτε το τι χάνετε όσοι δεν έχετε ακόμη κάνει την κλασική μουσική αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σας. Και μόνο αν αναλογιστείτε ότι υπήρξαν μέγιστοι συνθέτες χριστιανοί, που έχουν γράψει σπουδαία έργα υμνώντας τη μεγαλοσύνη του Θεού και το έργο του Χριστού με τον πιο υπέροχο τρόπο, κι εσείς μένετε έξω από την ανεπανάληπτη αυτή πνευματική πανδαισία -και μόνο αυτό θάπρεπε νάναι αρκετό, νομίζω, να σας παρακινήσει σ’ όποια ηλικία κι αν βρίσκεστε, κι όποια κι αν είναι η προϊστορία σας στη μουσική, να δοκιμάσετε μια γνωριμία μαζί της.

   Ξέρω τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που θ’ ακουστούν. Τις ακούω εδώ και πολλές δεκαετίες. «Η κλασική μουσική δεν είναι για όλους». (Είναι μόνο για κάποιους που την καταλαβαίνουν-«σαν το θείο Τηλέμαχο» δεν έλεγε η μητέρα μου; Και μάλιστα εκείνη την εποχή την αποκαλούσαν και «υψηλή μουσική», κι αυτό την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο απρόσιτη) «Η κλασική μουσική είναι βαριά και κουραστική», άλλη μια προκατάληψη. Θάθελα κάποτε, αν μου δώσει χρόνια ο Θεός, να κάνω μια σειρά από ομιλίες με θέμα «Μη Φοβάστε την Κλασική Μουσική», για να διαλυθούν τουλάχιστον, για όσους ενδιαφερθούν, κάποιες πλανεμένες αντιλήψεις γύρω απ’ αυτήν. Και θα ήταν ευχής έργο στις μεγάλες εκκλησίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο να μάθαιναν οι μικροί μαθητές στα κυριακά τους σχολεία ν’ ακούνε και καλή μουσική, για νάχουμε αργότερα πιστούς με λεπτά μουσικά γούστα. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μερικοί που δεν την αντέχουν  την κλασική μουσική με τίποτε –τουλάχιστον στο πιο μεγάλο της ποσοστό- αλλά ξέρετε  κάποιο είδος μουσικής που ν’ αρέσει σε όλους; Και είναι και μερικά έργα που κουράζουν ακόμη και τους μεγάλους λάτρεις της κλασικής μουσικής, αυτό όμως δεν είναι καθόλου περίεργο, να υπάρχουν και μερικά κουραστικά ανάμεσα στις χιλιάδες που κυκλοφορούν και που εκτείνονται σε τέσσερις αιώνες. Κι ακόμη η ακρόαση κι η απόλαυσή της απαιτεί αυξημένη προσοχή και, αν θέλετε, αυξημένο σεβασμό. Δεν ανέχεται το δεύτερο ρόλο, σα συνοδεία στην κουβέντα και στη διασκέδασή μας. Δεν μπορούμε όμως να ξοδεύουμε όλη την ώρα μας στην αφροντισιά και στην ελαφρότητα, δε νομίζετε; Ο φίλος μου Άλκης Μπαλτάς, μαέστρος σε πολλές συμφωνικές ορχήστρες στη χώρα μας, μου διηγόταν την εποχή που ήταν επικεφαλής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και διοργάνωνε συναυλίες  σε εργοστάσια και σε σχολεία, ότι στο τέλος κάθε συναυλίας τον πλησίαζαν οι εργάτες και οι μαθητές κατενθουσιασμένοι: «αυτή είναι λοιπόν η κλασική μουσική που μας είχαν μάθει ότι είναι βαριά και κουραστική;» Μη φοβάστε την κλασική μουσική…Απλά το περιβάλλον που ζούμε δεν ευνοεί τη γνωριμία μαζί της. Πριν από μερικά χρόνια είχαμε βρεθεί για λίγες μέρες στο Παρίσι με την οικογένειά μου. Πήγαμε για καφέ σε κάποια καφετέρια. Τα μεγάφωνα έπαιζαν το κοντσέρτο σε λα για πιάνο του Μότσαρτ. Κάποια άλλη μέρα φάγαμε στα McDonalds. Η μουσική που μας συνόδευε ήταν η άρια από την 3η  σουίτα του Μπαχ. Μπήκαμε στο ταξί. Άλλη κλασική μελωδία, εκεί όπου στην Ελλάδα αντηχεί ό,τι φθηνότερο κι ευτελέστερο. Πώς να φοβηθούν την κλασική μουσική οι παριζιάνοι; Κάτι ανάλογο έγινε  και στο Βερολίνο όπου βρεθήκαμε με τη γυναίκα μου τον περασμένο Οκτώβριο. Και φυσικά, το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Στην Πράγα –το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα τα παραδείγματα- η κλασική μουσική -συμφωνική, όπερα, μουσική δωματίου- κυκλοφορεί με τον ίδιο τρόπο και στη ίδια έκταση όπως αλλού η μοντέρνα μουσική και η λαϊκή κάθε είδους. Όχι, η κλασική μουσική δεν είναι για να τη φοβόμαστε. Είναι για να τη μαθαίνουμε και να την απολαμβάνουμε. Πόσοι άνθρωποι στον κόσμο θα έβρισκαν – για ν’ αναφέρουμε και ν’ ακούσουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα- βαρύ, κουραστικό και δύσκολο το τουρκικό εμβατήριο από τα «Ερείπια των Αθηνών» του Μπετόβεν, ή το χορωδιακό για γυναικεία χορωδία «Εκεί Όπου η Αθωότητα Σκορπούσε Άνθη» από το «Βασιλέα Στέφανο» του ίδιου συνθέτη, ή το ντιβερτιμέντο  σε ρε του Μότσαρτ, ή το «Κουιντέτο της Πέστροφας» του Σούμπερτ, ή το χορωδιακό των βοσκών από τη «Ραζαμούνδη» και πάλι του Σούμπερτ –αλλά αυτό δεν αντέχω στον πειρασμό να σας βάλω να τ’ ακούσετε ολόκληρο…

   Και να σας πω και κάτι άλλο; Από έρευνες που έχουν γίνει –αρκετές σε αριθμό και σε διαφόρους τόπους- έχει αποδειχτεί ότι η κλασική μουσική, και ιδιαίτερα η μουσική του Μότσαρτ, κάνει τα παιδιά πιο έξυπνα και τα βοηθά στο να κατανοούν τα μαθηματικά και να λύνουν τις ασκήσεις τους πιο εύκολα. Κάπου, σε κάποιο σχολείο, έβαλαν στα παιδιά ν’ ακούσουν μουσική Μπαχ και Μότσαρτ. Και τους είπαν να ζωγραφίσουν ό,τι τους ερχόταν στο μυαλό από όσα άκουγαν. Για τη μουσική του Μπαχ ζωγράφισαν τα πιο πολλά προσόψεις ή εσωτερικά σπιτιών. Είναι φανερό ότι η μουσική τούς είχε προκαλέσει το αίσθημα της ασφάλειας και της σπιτικής ζεστασιάς. Για το Μότσαρτ ζωγράφισαν χρώματα , ωραία τοπία, χαρούμενες εικόνες. Όπως έλεγε και ο μεγάλος ελβετός θεολόγος του εικοστού αιώνα Καρλ Μπαρτ: «στις μεγάλες συγκεντρώσεις στον ουρανό που γίνονται στην παρουσία του Θεού, είναι φανερό ότι οι άγγελοι παίζουν Μπαχ. Σίγουρα όμως,  στα διαλείμματα για να διασκεδάσουν μεταξύ τους, παίζουν Μότσαρτ»…

************************* 

   Είπαμε πιο πριν ότι σε κάθε μουσικό είδος υπάρχει η αντίστοιχη χριστιανική μουσική –ένα σπουδαίο επίτευγμα της ευαγγελικής, και σε αρκετό ποσοστό και της καθολικής εκκλησίας, που η συμβολή της εστιάζεται περισσότερο στην κλασική θρησκευτική μουσική. Δυστυχώς στον τομέα της κλασικής μουσικής πολύ λίγα στοιχεία έχουν απομείνει σε κάποιους ύμνους που λέμε στις εκκλησίες μας, και αρκετά μάλιστα απ’ αυτά δανεισμένα από κάποια κοσμικά κλασικά κομμάτια. Έτσι π.χ. ο ύμνος «Νυξ είναι σκυθρωπή» προέρχεται από την εισαγωγή της όπερας «Ελεύθερος Σκοπευτής» του γερμανού ρομαντικού συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Ο ύμνος «Της γης τα έθνη πανταχού», που ψάλλει κυρίως η ελληνική ευαγγελική εκκλησία, αποτελεί απλοποιημένη μορφή του γνωστού χορωδιακού «Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» από το ορατόριο «Η Δημιουργία» του Γιόζεφ Χάυντν που έχει παρουσιάσει και η χορωδία μας, ο ύμνος «Ευχαριστούμεν Σε» είναι ντουέτο από την όπερα «Νόρμα» του Μπελίνι, ο ύμνος «Ω, ψυχή μου τώρα ευλόγει» είναι σεξτέτο(για έξι φωνές) από την όπερα «Λουτσία Ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι, και ο ύμνος «Ψάλλε ψυχή μυστικά» περιέχει δάνεια –υποπτεύομαι με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Μεταλληνού- από την εισαγωγή του βιεννέζου Φραντς φον Σουπέ «Ποιητής και Χωρικός». Τέλος ο ύμνος «Ω Κύριε, προστάτη ισχυρέ μας» είναι μελωδία από το συμφωνικό ποίημα «Φινλάντια» του φιλανδού συνθέτη Γιαν Σιμπέλιους και ο ύμνος «Με χαρά Σε προσκυνούμε» δεν είναι άλλος από την «Ωδή στη Χαρά» της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν, που έχει κακοποιηθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο όσο λίγα  αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής. Εξάλλου γενικότερα οι παλιοί ύμνοι που ψάλλουμε συγγενεύουν στο ύφος τους με ένα μεγάλο μέρος του κλασικού ρεπερτορίου και αποτελούν μια σημαντική προπαίδεια, ας πούμε, για την κατανόηση της κλασικής μουσικής. Κι αυτός είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους για τους οποίους δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να χαθούν.

   Θάθελα όμως στο σημείο αυτό ν’ αποταθώ στους αδελφούς μου αυτής εδώ της εκκλησίας και να τους πω ότι για ολόκληρες δεκαετίες έχουν το προνόμιο ν’ ακούνε του κόσμου τα κλασικά έργα του Μπαχ, του Σούμπερτ, του Μέντελσον και πολλών άλλων, κι όχι μονάχα από τη χορωδία αλλά και από δοκιμασμένους σολίστες καλλιτέχνες στη λατρευτική μας σύναξη κάθε μήνα, και πείτε μου αν δε βοηθά κι αυτή η μουσική απόλαυση ν’ ανυψωθεί το πνεύμα σας και να επικοινωνήσετε με το Θεό. Κι εδώ κι αρκετά χρόνια ακόμη σας έχει δοθεί η ευκαιρία στις χριστουγεννιάτικες συναυλίες μας να έρθετε σε επαφή με μεγάλα γνωστά έργα του κλασικού θρησκευτικού ρεπερτορίου, όπως για παράδειγμα το «Te Deum laudamus» (Εσένα Θεέ υμνούμε) του Μότσαρτ, η λειτουργία του «Της Στέψης» πρόσφατα πριν από τρεις μήνες, η δεύτερη λειτουργία του Σούμπερτ, ο «Μεσσίας» του Χαίντελ που παρουσιάσαμε τον προπερασμένο Οκτώβριο  και στην εκκλησία της οδού Αλκιβιάδου, κι ο καθένας μας μπορεί να βεβαιώσει αν και πόσο ευλογήθηκε πνευματικά καθώς η προσωπικότητα και το έργο του Κυρίου ξετυλίχτηκε μπροστά μας μ’ αυτό τον υπέροχο τρόπο. Κι οι πιο παλιοί από ανάμεσά μας θα θυμούνται πριν αρκετά χρόνια τα μουσικά μας βραδινά όπου παρουσιάζαμε μεγάλα έργα και μεγάλες μορφές της κλασικής χριστιανικής μουσικής –πάνω από δεκαπέντε τέτοια μουσικά βραδινά- κι ίσως θάταν σκόπιμο να τα επαναλάβουμε και να προσθέσουμε και καινούργια, εφ’ όσον υπάρχει όρεξη για κάτι τέτοιο. Κι αρκετά απ’ αυτά τα είχαμε παρουσιάσει και στην εκκλησία της οδού Αλκιβιάδου στην Αθήνα. Δεν ξέρω τι πνευματική ωφέλεια έχει προκύψει απ’ όλα αυτά για τον καθένα μας ξεχωριστά. Αυτό ο Θεός μονάχα το γνωρίζει. Έχω όμως  κάποιες σημαντικές ενδείξεις που με ενθαρρύνουν και με παρακινούν να προχωρώ. Υπάρχουν στην εκκλησία μας τουλάχιστον δυο-τρεις αδελφοί –και δεν ξέρω πόσοι άλλοι- όχι ιδιαίτερα σπουδαγμένοι, που με τις μουσικές τους γνώσεις θα μπορούσαν να βάλουν κάτω πολλούς μαθητές μουσικών σχολών. Ρωτήστε τους τι κέρδισαν πνευματικά από την ενασχόλησή τους με τα μεγάλα έργα της μουσικής. Είμαι σίγουρος ότι πολλά έχουν να σας πουν. Και θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια, όταν ανιχνεύοντας τις μουσικές προτιμήσεις των νέων της εκκλησίας μας τους είχα βάλει ν’ ακούσουν την αρχή του δεύτερου μέρους από τη λειτουργία σε φα του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, και στο τέλος τους ρώτησα σε πόσους απ’ όλους άρεσε ό,τι άκουσαν, πόσο  ευχάριστη  ήταν η έκπληξή μου όταν είδα να σηκώνουν το χέρι οι περισσότεροι από τους σαράντα-πενήντα παρόντες, και σκέφτηκα ότι οι προσπάθειές μου δεν πάνε εντελώς άδικα. Αν όχι τίποτε άλλο, η κλασική μουσική αποτελεί ένα θαυμάσιο αντίδοτο στην ελαφρότητα και στην ευτέλεια που μας περιβάλλει… 

   Το θέμα της μουσικής, ένα τόσο βασικό και τόσο σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μας, δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται πρόχειρα και ανεύθυνα. Ιδιαίτερα στο χριστιανικό χώρο έχουν γίνει και γίνονται πολλά λάθη και κυκλοφορούν πολλές παράλογες αντιλήψεις. Κάθε τόσο διάφοροι ομιλητές και συγγραφείς, «ειδικοί» στη δαιμονολογία, «ανακαλύπτουν» διάφορα δαιμονικά και σατανικά στοιχεία άλλοτε στη μουσική του Μπετόβεν, άλλοτε στη μουσική του Βάγκνερ, άλλοτε σε άλλα μουσικά αριστουργήματα. Και μάλιστα μερικοί φτάνουν σε τέτοιο σημείο διαστρέβλωσης ώστε «θεμελιώνουν» τάχα τη δαιμονική προέλευση της μουσικής στην Αγία Γραφή, όπως τόχουμε πει και τόχουμε γράψει πολλές φορές μέχρι τώρα. Μην τους ακούτε. Η μουσική είναι ένα από τα πιο υπέροχα δώρα που μας έχει χαρίσει ο Θεός κι η αλήθεια αυτή διαπερνά ολόκληρη την Αγία Γραφή, Παλιά και Νέα Διαθήκη, από την αρχή ως το τέλος. Μου διηγόταν κάποια ηλικιωμένη αδελφή, ότι τον πρώτο καιρό που είχαν ενωθεί με την εκκλησία μαζί με το σύζυγό της, παρασυρμένοι από τις αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν είχαν καταστρέψει τους δίσκους τους της κλασικής μουσικής. Δεν είναι κρίμα; Ο Λούθηρος έλεγε πως μετά τη θεολογία τη μεγαλύτερη τιμή αποδίδει στη μουσική. Κι ολόκληρη η ιστορία της εκκλησίας του Χριστού είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη μουσική, με τον ύμνο, με τη δοξολογία, με το πνευματικό τραγούδι. Ας μάθουμε ν’ απολαμβάνουμε τη μουσική, ας μάθουμε να ψάλλουμε, ας μάθουμε να αινούμε τον Κύριο «εν τυμπάνω και χοροστασία, εν χορδαίς και οργάνω, εν κυμβάλοις  ευήχοις». Και δεν μπορώ να βρω πιο κατάλληλα λόγια και πιο κατάλληλη μουσική από εκείνα του τελευταίου αυτού ψαλμού, όπως μας τα ζωντανεύει ο μεγάλος Μέντελσον στο τέλος της εκπληκτικής δεύτερης συμφωνίας του: «Alles wasOdem hat, lobe den Herrn! Alleluja!» «Πάσα πνοή ας αινή τον Κύριον! Αλληλούια!»  

(Συνέδριο Θεσσαλονίκης 12/3/05)

 

 

Comments are closed.