Γράφει ο Στέφανος Κ. Κατσάρκας, Πολιτικός Μηχανικός
Η παγκοσμιοποίηση για την οποία γίνεται τόσος λόγος και τόσος θόρυβος τα τελευταία χρόνια, δεν είναι κάτι που μας ήρθε ξαφνικά και απροσδόκητα. Υπήρξε προϊόν μιας εξέλιξης σε πολλούς τομείς, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας που έδωσε την ευκαιρία για την εύκολη διακίνηση των ιδεών και των πληροφοριών προπάντων μέσα από τις τηλεπικοινωνίες, την τηλεόραση και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κι αυτό σε συνδυασμό και με την ανάπτυξη των συγκοινωνιακών μέσων, που βοήθησε καθοριστικά στο να έρθουν σε επαφή και γνωριμία μεταξύ τους οι λαοί, να γνωρίσει ο ένας τον πολιτισμό του άλλου και τις κάθε είδους συνήθειές του , να δανειστεί ο ένας απ’ τον άλλο στοιχεία της τέχνης του, της φιλοσοφίας του, της θρησκείας του, δημιουργώντας το αμφιλεγόμενο ρεύμα του μεταμοντερνισμού που ζούμε στον καιρό μας και που προκαλεί τόση σύγχυση σ’ όλους τους τομείς. Ταυτόχρονα διάφορα γεγονότα και κυρίως η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού κατάργησαν ορισμένα στεγανά, ορισμένα «γκέτο» μέσα στον κόσμο μας, κι εμείς εδώ καθώς και αρκετά άλλα ευρωπαϊκά κυρίως έθνη , θέλαμε δε θέλαμε γνωρίσαμε άλλους λαούς που πλημμύρισαν τις χώρες μας σαν πρόσφυγες, δημιουργώντας ένα από τα μεγάλα προβλήματα του καιρού μας.
Αυτά, όσο αφορά στην κάπως αθώα πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχει όμως και η λιγότερο αθώα. Είναι αυτή για την οποία σπάζουν κεφάλια και καμιά φορά χάνονται και ανθρώπινες ζωές όπως έγινε πρόσφατα στη Γένοβα και παλιότερα στο Γκέτεμποργκ, στο Σηάτλ, στην Πράγα και σε μερικές άλλες πόλεις – η πλευρά που σχετίζεται με τον τομέα της οικονομίας. Η τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας έδωσε την ευκαιρία ή και δημιούργησε την ανάγκη για το σχηματισμό κολοσσιαίων οικονομικών επιχειρηματικών οργανισμών όπως είναι οι μεγάλες εμπορικές και βιομηχανικές εταιρίες, αυτές που από παλιά καλούμε πολυεθνικές, οι μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί -τράπεζες, χρηματιστήρια- και οι μεγάλες εταιρίες πληροφορικής. Που κερδίζουν όλο και περισσότερη δύναμη σε βάρος ακόμη και των κυβερνήσεων των χωρών. Σήμερα δεν είμαστε καθόλου σίγουροι αν ο αντίχριστος –για να πούμε ένα οικείο για το χώρο μας παράδειγμα- θα είναι πολιτικός κυβερνήτης ή μάνατζερ ενός γιγαντιαίου πολυεθνικού οργανισμού. Κι όπως και νάναι, όλα δείχνουν πως βρισκόμαστε στην τελευταία φάση της ανθρώπινης περιπέτειας. Φυσικά άγνωστο είναι πόσο θα κρατήσει αυτή. Το βέβαιο είναι πως εκείνα που αναφέρονται στην Αποκάλυψη, που έκαναν ίσως τους πιστούς σε παλιότερες εποχές ν’ αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν , σήμερα μας φαίνονται πολύ πιθανά και εντελώς πραγματοποιήσιμα . Η μόλυνση του περιβάλλοντος και τα επακόλουθά της, η μηχανογράφηση που τείνει να μας μεταβάλει σε ένα απλό αριθμό, η δυνατότητα χειραγώγησης όλων μας από λίγους μονάχα ανθρώπους, η μετάδοση μιας εικόνας την ίδια στιγμή σ’ ολόκληρο τον κόσμο -όλα αυτά σήμερα κι αρκετά άλλα ή έχουν ήδη πραγματοποιηθεί ή έχουν δρομολογηθεί. Και τίποτε απ’ όσα αναφέρονται στην Αποκάλυψη και στις άλλες προφητείες της Βίβλου δεν είναι πια για μας περίεργο ή άγνωστο.
**************************
Ποια λοιπόν είναι η θέση του χριστιανού ατομικά και της εκκλησίας του Χριστού γενικότερα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και που δεν ξέρουμε πού θα βρίσκεται ούτε καν σε ελάχιστα μόλις χρόνια από σήμερα; Στο ερώτημα αυτό ο Λόγος του Θεού μας δίνει δύο σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές : η πρώτη γραμμή πως είμαστε –και οφείλουμε νάμαστε- «εν τω κόσμω» , εκεί δηλ. που μας έταξε ο Κύριος για να ζούμε, να δραστηριοποιούμαστε και για να «εξαγγέλλουμε τις αρετές Του» και με τα λόγια, και με το παράδειγμά μας. Κι η δεύτερη κατευθυντήρια γραμμή είναι πως σαν πνευματικοί άνθρωποι έχουμε το δικαίωμα –και την υποχρέωση- να «ανακρίνουμε τα πάντα», να σχηματίζουμε γνώμη για κάθε πρόβλημα και για όλα εκείνα που συμβαίνουν με βάση τις αρχές τις Αγίας Γραφής, και να αντιδρούμε ανάλογα είτε με τα λόγια μας είτε με τις πράξεις μας. Και βέβαια πνευματική αντίδραση δεν μπορεί να είναι οι υστερικές εκδηλώσεις ενάντια στο «666» ή στη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες που παρακολουθούμε συχνά στον τόπο μας. Γενικότερα , δε νομίζω πως αποτελεί χριστιανική στάση να αναθεματίζουμε την παγκοσμιοποίηση ή την Ενωμένη Ευρώπη -στοιχείο της παγκοσμιοποίησης που μας ενδιαφέρει άμεσα- επειδή ίσως αποτελεί το σκηνικό όπου θα συμβούν τα τελευταία γεγονότα. Όσοι κάνουν κάτι τέτοιο, μπερδεύουν το σκηνικό με τα σκηνικά δρώμενα. Τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν με την παγκοσμιοποίηση δεν είναι από μόνο του κακό. Είναι πολλά μάλιστα εκείνα που αλλάζουν τη ζωή μας προς το καλύτερο με απόλυτα κριτήρια, ή και αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρία για την πρόοδο του έργου του Θεού, κάτι που αποτελεί κι ένα από τα σημεία της σημερινής μας ομιλίας. Ο κόσμος κάνει τη δουλειά του, εμείς τη δική μας δουλειά. Και βέβαια δουλειά μας δεν είναι να κλωτσάμε ή να χτυπάμε με το κεφάλι μας χαλύβδινους τοίχους, αν δεν θέλουμε κι εμείς να γελοιοποιηθούμε και την υπόθεση του ευαγγελίου να βλάψουμε.
Ποια λοιπόν είναι η δουλειά μας; Πρωτ’ απ’ όλα είναι η πνευματική μας θωράκιση με βάση τις αρχές του Λόγου του Θεού. Σήμερα κι έξω στον κόσμο, κι ακόμη κι ανάμεσα στις τάξεις των πιστών κυκλοφορούν διάφορες ιδέες κι απόψεις ποικίλων προελεύσεων, που διαμορφώνονται και διακινούνται πιο εύκολα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι μονάχα οι ιδεολογίες τύπου Νέας Εποχής (New Age) ή εκείνες που προέρχονται από διάφορες ανατολικές θρησκείες . Αυτές οι πιστοί του Χριστού τις αντιλαμβάνονται σχετικά εύκολα και ξέρουν λίγο – πολύ να τις αντιμετωπίσουν. Άλλοι είναι οι κίνδυνοι που μας απειλούν περισσότερο –όλη την εκκλησία, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι ο κίνδυνος της «αποχριστιανοποίησης», ο κίνδυνος της «υπερχριστιανοποίησης» και ο κίνδυνος του θρησκευτικού «φονταμενταλισμού». Ας εξηγήσουμε με δυο λόγια τι εννοούμε μ’ αυτές τις τρεις λέξεις.
Με τον όρο «αποχριστιανοποίηση» εννοούμε δύο κυρίως κινδύνους: ο πρώτος κίνδυνος είναι εκείνος που προέρχεται από τον κόσμο, και προπάντων από το φαινόμενο που ονομάζει ο Λόγος του Θεού «αλαζονεία του βίου». Δε συμφωνώ μ’ εκείνους τους χριστιανούς που θεωρούν πως πάει, ξόφλησε η χριστιανική πίστη και χρεοκόπησε η χριστιανική εκκλησία επειδή ανέβηκε το βιοτικό μας επίπεδο και ακολουθούμε έναν αστικό τρόπο ζωής. Μπορεί κάλλιστα αυτός να συνυπάρξει και να συνταιριάσει με την πνευματική νοοτροπία και με τη δραστηριότητα στο έργο του Θεού και με τη ζωή της αγιότητας. Ο κίνδυνος υπάρχει όταν βολευόμαστε και αδρανοποιούμαστε, όπως δυστυχώς συμβαίνει με πολλά νέα κυρίως ζευγάρια και οικογένειες –χωρίς να σημαίνει ότι οι παλιοί είναι απαλλαγμένοι από όλα αυτά– και προπάντων όταν η ψυχή μας κολλά επάνω στα υλικά αγαθά, στις υλικές επιδιώξεις και στην πολυτέλεια. Κι αυτό μπορεί να γίνει ανεξάρτητα πολλές φορές από την οικονομική μας κατάσταση. Υπάρχουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο άνθρωποι πάμπλουτοι που διαθέτουν ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους στην ανακούφιση φτωχών ανθρώπων και στην προαγωγή του έργου του Θεού , φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες όπου το πνεύμα του καλβινισμού έδωσε ώθηση στην οργανωμένη εργασία, στη γέννηση και ανάπτυξη του καλώς εννοούμενου καπιταλισμού και στη συσσώρευση πλούτου «για τη δόξα του Θεού», σύμφωνα με τη χαρακτηριστική έκφραση του Ιωάννη Καλβίνου, κάτι που δημιούργησε μια ηθική στις συναλλαγές και στη σχέση εργαζομένων και εργοδοτών. Κι αυτά από χριστιανούς που παράλληλα με την «εν τω κόσμω» παρουσία τους είχαν εδραιωμένη την προσδοκία του ερχομού του Χριστού πολύ περισσότερο από μας που την ξεθωριάσαμε και καμιά φορά κοντεύουμε και να την ξεχάσουμε. Δεν είναι καθόλου κακό να ασχολούνται με επιχειρήσεις οι χριστιανοί. Κακό είναι όταν οι σκέψεις κι οι επιδιώξεις τους είναι προσκολλημένες στην ύλη, στην επίδειξη και στην πολυτέλεια, είτε είναι επιχειρηματίες, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε είναι υπάλληλοι. Και θέλω να πω με την ευκαιρία αυτή πως είναι πολύ λυπηρό το φαινόμενο ν’ αποφεύγουν οι περισσότεροι από τους νέους χριστιανούς την επιχειρηματική δραστηριότητα και να βολεύονται σε μια υπαλληλική θέση μ’ ένα σταθερό μισθό. Ο Θεός μας καλεί σε μια δυναμική «εν τω κόσμω» παρουσία. Κι αυτό το είχαν καταλάβει πολύ καλά οι χριστιανοί στους περασμένους αιώνες, τόσο που σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας να είναι πρώτοι και πρωτοπόροι. Άλλο όμως αυτό, κι άλλο να μας παρασύρει και να μας απορροφά ολόκληρους ο πυρετός του πλουτισμού, και καμιά φορά και του εύκολου πλουτισμού, όπως έγινε πριν δυο-τρία χρόνια με το χρηματιστήριο. Ο πρώτος λοιπόν κίνδυνος «αποχριστιανοποίησης» προέρχεται από το πνεύμα του κόσμου. Ο δεύτερος από τον ορθολογισμό, αυτόν που αλλιώτικα ονομάζουμε «μοντερνισμό». Που ουσιαστικά αποτελεί άρνηση του υπερφυσικού και της δύναμης του ευαγγελίου του Χριστού. Είναι ευτύχημα ότι αυτό το φρούτο δεν έχει φυτρώσει ακόμη στον τόπο μας. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να προδικάσει τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον με την παγκοσμιοποίηση και τη συνεχώς αυξανόμενη διακίνηση ιδεών .
Με τον όρο τώρα «υπερχριστιανοποίηση» εννοούμε τα διάφορα ρεύματα, χαρισματικής κυρίως προέλευσης, που έχουν κατακλύσει ολόκληρο τον κόσμο και επηρεάζουν κι εμάς εδώ, ευεργετικά αρκετές φορές, καθόλου ευεργετικά σε άλλες περιπτώσεις. Δυστυχώς, κατά το πρότυπο των αθηναίων της εποχής του Παύλου, μια μεγάλη μερίδα χριστιανών « εις ουδέν άλλο ευκαιρούν» παρά μόνο στο να μαθαίνουν καινούργια πράγματα δήθεν από την Αγία Γραφή –ή και έξω απ’ αυτήν- που τάχα θα τους δώσουν περισσότερο πνευματικό φως. Πολλοί νομίζουν ότι θα ευαρεστήσουν το Θεό με το να εκστασιάζονται και να βλέπουν «οράματα και θάματα» χωρίς να δώσουν σημασία σε άλλα πολύ σπουδαιότερα κεφάλαια της χριστιανικής ζωής, όπως οι καρποί του Πνεύματος και το χριστιανικό ήθος. Κι όσο τα σύνορα ανάμεσα σε έθνη κι ανάμεσα σε ιδεολογίες γίνονται όλο και πιο θολά, τόσο η ανάμιξη της χριστιανικής διδασκαλίας με άλλες δοξασίες γίνεται πιο πιθανή . Να λοιπόν γιατί σήμερα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε η εκκλησία του Χριστού οφείλει να γνωρίζει τι πιστεύει και σε ποιόν πιστεύει και να πατά γερά πάνω στην πίστη της.
Κίνδυνος λοιπόν και από την «αποχριστιανοποίηση» του χριστιανικού κινήματος από το πνεύμα του κόσμου και του ορθολογισμού, και από την «υπερχριστιανοποίηση» με τις «ανώτερες» εμπειρίες και τις «καινούργιες» αποκαλύψεις. Κίνδυνος όμως κι από την τυποποίηση που προέρχεται από το θρησκευτικό «φονταμενταλισμό», που έχει πάρει την πιο ακραία μορφή του κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν έπαψε όμως ν’ απειλεί και να επηρεάζει την εκκλησία του Χριστού και σ’ όλους τους άλλους τόπους και σ’ όλες τις άλλες εποχές. Και που «καταπίνει την κάμηλο και διυλίζει τον κώνωπα», όπως είπε κι ο Χριστός. Που ανέχεται πολέμους, θανατικές εκτελέσεις, καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και φυλετικές διακρίσεις και παθαίνει κρίσεις αγιότητας εντελώς επιλεκτικά, όταν π.χ. πρόκειται για τις εκτρώσεις ή για τα σεξουαλικά παραπτώματα του προέδρου της χώρας. Που ερμηνεύει την Αγία Γραφή με τρόπο στενόκαρδο και στενόμυαλο, διατυπώνοντας εξωφρενικές και απαράδεκτες θεωρίες, που περιορίζει τη χριστιανική ζωή σ’ ένα σύνολο κανόνων, που εξορκίζει οποιαδήποτε καινοτομία, οποιοδήποτε είδος μουσικής εκτός από εκείνο που ακολουθεί τις δικές του προδιαγραφές, που βλέπει με καχυποψία και μίσος όλους τους υπόλοιπους χριστιανούς. Πώς να σταθεί πνευματικά και νάχει προκοπή ένα τέτοιο ρεύμα και μια τέτοια νοοτροπία σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία αμοιβαίας αποδοχής και συναδελφικότητας…
Πρωταρχική λοιπόν προϋπόθεση για να σταθούμε σαν πιστοί και σαν εκκλησία του Χριστού απέναντι στην πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης είναι η πνευματική μας θωράκιση απέναντι στους τρεις αυτούς κινδύνους: της «αποχριστιανοποίησης», της «υπερχριστιανοποίησης» και του θρησκευτικού «φονταμενταλισμού». Είναι μέσα στο χαρακτήρα μου να βλέπω τα πράγματα με αισιοδοξία ή, όπως συνηθίζω να λέω, να βλέπω πολύ περισσότερο το μισογεμάτο μέρος του ποτηριού και πολύ λιγότερο το μισοάδειο. Γι’ αυτό και νομίζω ότι με βάση την παραπάνω προϋπόθεση της πνευματικής μας θωράκισης αρκετά έχει να κερδίσει η εκκλησία του Χριστού από μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Είναι πολλοί αυτοί σήμερα που και μόνο στο άκουσμα της λέξεις «παγκοσμιοποίηση» νιώθουν αντίθεση και αποστροφή. Δεν οδηγεί σε σωστούς δρόμους η νοοτροπία αυτή, όπως δεν οδηγεί σε σωστούς δρόμους και η ξενοφοβία από την οποία πάσχουν αρκετοί ομοεθνείς μας, ακόμη και μια μερίδα ευαγγελικών χριστιανών. Η παγκοσμιοποίηση είναι κακή στην απρόσωπη και απάνθρωπη μορφή της, όπου η αποκλειστική της επιδίωξη είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των λίγων και η εξαθλίωση των πολλών. Κι ασφαλώς η εκκλησία του Χριστού δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετη σε μια τέτοια μορφή παγκοσμιοποίησης και να υποστηρίζει κι ίσως και ν’ αγωνίζεται για μια κατά το δυνατόν δίκαια και με κοινωνικές ευαισθησίες παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχει κι η άλλη όψη του νομίσματος. Πως παγκοσμιοποίηση σημαίνει την προσέγγιση, τη συνεργασία, την επικοινωνία όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από το έθνος, τη φυλή ή το φύλο στο οποίο ανήκουν και ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση. Με το νόημα αυτό διαπιστώνουμε ότι την πρώτη μορφή παγκοσμιοποίησης τη δημιούργησε η χριστιανική εκκλησία, όταν διακήρυξε πως «εν Χριστώ» δεν παίζει κανένα ρόλο ούτε η φυλή, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική θέση, ούτε η εθνική ταυτότητα. Την ίδια γραμμή άλλωστε ακολούθησαν οι μεγάλες ιεραποστολικές προσπάθειες του παρελθόντος, προπάντων οι γιγαντιαίες ευαγγελιστικές εκστρατείες του Μπίλλυ Γκράχαμ που οδήγησαν σε συναδέλφωση και σε συνεργασία ανθρώπους από διάφορα έθνη και από διάφορα δόγματα. Εξ ορισμού λοιπόν η εκκλησία του Χριστού δεν μπορεί να είναι αντίθετη σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε. Εξάλλου σ’ ένα είδος παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας γεννήθηκε κι αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός, όπως είχε δημιουργήσει αυτή την κοινωνία η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κι αυτό δεν ενόχλησε σε τίποτα τους πρώτους χριστιανούς και μάλιστα βοήθησε στην εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας. Τι έχει λοιπόν να κερδίσει η εκκλησία του Χριστού από την παγκοσμιοποίηση; Τι έχουμε να κερδίσουμε εμείς εδώ σαν ευαγγελικοί χριστιανοί απ’ αυτήν;
Χθες το βράδυ έγινε λόγος για την ελευθερία που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια. Ούτε σύγκριση με το σκηνικό που επικρατούσε στη δεκαετία του ’40 και του ’50 . Ακούστηκε όμως, πολύ σωστά, πως έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουμε για ν’ αποκτήσουμε πλήρη δικαιώματα σαν εκκλησία. Και σ’ αυτό το δρόμο δεν είμαστε πια μόνοι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο επωφελούμαστε σαν ευαγγελικοί χριστιανοί από την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη που αποτελεί ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης. Κι η απάντηση στο ερώτημα είναι πως επωφελούμαστε ελάχιστα απ’ αυτήν. Γιατί ενώ έχει προχωρήσει ο γύρω μας κόσμος εμείς έχουμε μείνει πίσω, και δεν έχουμε ωριμάσει ούτε καν για μια ενιαία εκπροσώπηση για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Κι αυτό είναι μονάχα το πρώτο βήμα. Πού να μιλήσουμε και για τον τρόπο με τον οποίο θα διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας.
Επόμενο σημείο: η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού άνοιξε τα σύνορα προς τις γειτονικές χώρες. Κι αυτό έγινε πριν από δώδεκα χρόνια. Αναρωτιέμαι μέσα σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα τι κάναμε για να γνωρίσουμε τους γείτονες αδελφούς μας. Κι όχι μονάχα να τους γνωρίσουμε, μα και ν’ ανταλλάξουμε απόψεις μαζί τους, κι ίσως και ν’ αντιμετωπίσουμε την προοπτική για κάποια προγράμματα συλλογικής δραστηριότητας σε διαφόρους τομείς, ίσως και στον ευαγγελιστικό. Μήπως ήρθε η ώρα για τη διεθνοποίηση συνεδρίων σαν κι αυτό το δικό μας, μήπως θάπρεπε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο το συνέδριο νέων του επόμενου χρόνου στη Λεπτοκαρυά να γίνει παμβαλκανικό, οργανωμένο μάλιστα απ’ όλες τις νεολαίες όλων των ευαγγελικών αποχρώσεων; Φυσικά όλα αυτά απαιτούν πολλή δουλειά και πολύ ενθουσιασμό, κι αυτό θάδινε ευκαιρία σε πολλές αδρανοποιημένες εφεδρικές δυνάμεις ν’ αποκτήσουν κάποιο ρόλο και κάποιο οραματισμό.
Τρίτο σημείο: όλο και περισσότερο ακούγονται τον τελευταίο καιρό κάποια σχέδια για μεγάλες κινητοποιήσεις στον τόπο μας. Το παγκόσμιο συνέδριο ελλήνων χριστιανών του Κώστα Μακρή τον Ιούνιο, κάποια σχέδια για μια γιγαντιαία ευαγγελιστική προσπάθεια που δεν ξέρω σε ποιο σημείο βρίσκονται αυτή τη στιγμή, η εκστρατεία ευαγγελισμού για την ολυμπιάδα του 2004 –όλα αυτά και άλλα που θα εμφανιστούν στο μέλλον απαιτούν αξιοποίηση όλων των δυνάμεων και συνεργασία χωρίς περιορισμούς και προκαταλήψεις. Αυτός ο απομονωτισμός και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας που χαρακτηρίζει αρκετές ακόμη εκκλησίες δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Ή θα ανταποκριθούν οι εκκλησίες στο κάλεσμα των καιρών ή αλλιώς είναι καταδικασμένες να πεθάνουν. Πρόσφατα οι ελεύθερες εκκλησίες της Αθήνας ανακάλυψαν τις πρεσβυτερικές εκκλησίες σ’ ένα-δυο τομείς και κυρίως στο χορωδιακό τομέα, κι είναι ο τομέας της μουσικής ο πιο αποτελεσματικός για τη συνεννόηση και τη συναδέλφωση, φτάνει να χρησιμοποιηθεί σωστά. Είναι καιρός αυτό που ξεκίνησε τόσο δειλά να ολοκληρωθεί με θαρραλέα βήματα όσο το δυνατόν συντομότερα. Και σ’ αυτό είμαστε πρόθυμοι κι εμείς να βοηθήσουμε, αν μας ζητηθεί.
Τέταρτο σημείο: η παρουσία ενός εκατομμυρίου ξένων προσφύγων έχει ανοίξει ένα ευρύτατο πεδίο ευαγγελισμού στη χώρα μας, το οποίο δυστυχώς κατά κανόνα μένει αναξιοποίητο. Ελάχιστες αξιέπαινες εξαιρέσεις, όπως η προσπάθεια για την ίδρυση μιας σχετικής οργάνωσης που βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα, το έργο ανάμεσα στους άραβες από την εκκλησία του Αιγάλεω και κάποια ομάδα αλβανών χριστιανών στην εκκλησία των Λιπασμάτων ενισχύουν απλώς τον κανόνα. Τι κάνουμε για όλους αυτούς τους ανθρώπους; Ποιός από μας έχει οραματιστεί να ξεκινήσει κάποιο ευαγγελιστικό ή κοινωνικό έργο ανάμεσά τους; Σκέφτομαι πως ο Θεός κάποτε θα μας ζητήσει λόγο για τις ώρες που σκοτώσαμε απέναντι στην τηλεόραση, τη στιγμή που προσφέρονται τόσες ευκαιρίες για δραστηριότητα πνευματική σε τόσους τομείς.
Πέμπτο σημείο: η ανάπτυξη της πληροφορικής και προπάντων η διάδοση του διαδικτύου –internet- προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, ή μάλλον σειρά από ευκαιρίες για ευαγγελισμό, για πληροφόρηση, ίσως και για ανταλλαγή απόψεων και ιδεών. Η δική μας εκκλησία προσπαθεί εδώ κι αρκετούς μήνες, ίσως πάνω από ένα χρόνο, να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα –αν χρησιμοποιώ σωστά τον όρο- που θα περιγράφει την ταυτότητα και τις δραστηριότητές της. Σαν αναλφάβητος της πληροφορικής αναρωτιέμαι απλώς: τόσο δύσκολο είναι να δημιουργηθεί κάτι τέτοιο; Κι είναι παρήγορο το γεγονός ότι κάποιοι νέοι μας έχουν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για ευαγγελιστικούς σκοπούς. Ας αναλογιστούμε πόσες και πόσο μεγάλες ευκαιρίες μπορεί αυτό να μας προσφέρει ακόμη. Ιδιαίτερα για κείνους που το βρίσκουν δύσκολο να τρέχουν σε ευαγγελιστικές εκστρατείες και που ντρέπονται να μοιράσουν φυλλάδια. Εδώ πια το πνευματικό έργο δεν απαιτεί ούτε σωματική προσπάθεια, ούτε θάρρος. Είναι σχεδόν παιχνίδι. Ούτε καν μ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορούμε ν’ ασχοληθούμε;
Να λοιπόν μερικές ευκαιρίες πολύ λίγες από τις πολλές που μπορεί να προσφέρει σ’ εμάς εδώ η παγκοσμιοποίηση. Θα πούμε όμως καθώς κλείνουμε πως η αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών προϋποθέτει αλλαγή στη νοοτροπία μας και στις αντιλήψεις μας. Ανάμεσα στα στοιχεία της παγκοσμιοποίησης είναι και η προσέγγιση των διαφόρων δογμάτων. Κάθε χρόνο στην καθολική εκκλησία της πόλης μας γίνεται κοινή συμπροσευχή όλων των χριστιανικών δογμάτων, όπου προσκαλείται και η δική μας εκκλησία και εκπροσωπείται από ελάχιστους, δυστυχώς, από ανάμεσά μας. Δεν πρέπει να μας τρομάζει η καθολική εκκλησία σήμερα. Αρκετοί από τους πιστούς της και τους εκπροσώπους της σ’ όλο τον κόσμο είναι αρκετά φωτισμένοι πνευματικά. Στη σύναξη λοιπόν που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο, κήρυξε από τον άμβωνα της καθολικής εκκλησίας ο αδελφός Γιώργος Γούδας. Εμείς εδώ αυτό το θεωρούμε εντελώς πρωτοποριακό, και ίσως το αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό και καμιά φορά κι επικριτικά. Ίσως αγνοούμε το γεγονός ότι ο μεγάλος Μπίλυ Γκράχαμ τόχει κάνει επανειλημμένα εδώ και δεκαετίες και στην καθολική και στην ορθόδοξη εκκλησία. Δεν έχει άλλωστε πρόβλημα να κηρύξει οπουδήποτε. «Ακόμη και στην κόλαση θα δεχόμουν να κηρύξω,» δήλωσε κάποτε , «φτάνει ο διάβολος να μ’ άφηνε να βγω από κει μέσα μετά το τέλος του κηρύγματος». Με τέτοια νοοτροπία γίνονται και κερδίζονται οι μεγάλες πνευματικές μάχες.
(Συνέδριο Θεσσαλονίκης 18/3/02)