ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΑΕΣΤΡΟ ΣΤ. ΚΑΤΣΑΡΚΑ

(Η ΧΟΡΩΔΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ)
                                                   

Ο Στέφανος Κατσάρκας (Σ.Κ.) είναι γνωστός, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις κυρίως για τις αξιόλογες χορωδιακές συναυλίες του πάνω σε έργα μεγάλων μουσικοσυνθετών. Η Χορωδία της εκκλησίας τους, που διευθύνει ο Σ.Κ. συμμετείχε σε διαγωνισμούς χορωδιών. Μάλιστα μια φορά κατέκτησε και την πρώτη θέση στην Βόρειο Ελλάδα, αν και γενικά στην πατρίδα μας η εκκλησιαστική μουσική δεν είναι και τόσο δημοφιλής. Οι γονείς του, ο Κωνσταντίνος και η Κορίνα, ήταν άνθρωποι του Θεού. Μάλιστα ο πατέρας του διακόνησε την εκκλησία τους για πολλά χρόνια.

Ο Σ. Κ. είναι πολιτικός μηχανικός. Υπήρξε επιμελητής στο ΑΠΘ και καθηγητής Σχολής Υπομηχανικών-σήμερα ΤΕΙ. Σπούδασε βιολί στο Κρατικό Ωδείο και τραγούδι, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Από το 1957 διευθύνει τη χορωδία της Ευαγγελικής Εκκλησίας Θεσσαλονίκης (στην οποία είναι και πρεσβύτερος) με πολλές δημόσιες συναυλίες και ηχογραφήσεις και πλούσιο ρεπερτόριο από την κλασική και  σύγχρονη χριστιανική μουσική.
   Έχει δώσει πολλές διαλέξεις με μια γκάμα ποικίλων  θεμάτων, σε χριστιανικά συνέδρια και άλλους εκκλησιαστικούς χώρους. Οι βαθυστόχαστες, και αρκετές φορές ρηξικέλευθες, διαλέξεις του έχουν εκδοθεί σε δυο καλαίσθητους τόμους. Έχει διδάξει διεύθυνση χορωδίας σε σεμινάρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ως  σολίστ τενόρος έχει συμμετάσχει σε μεγάλα έργα θρησκευτικής κυρίως μουσικής με ελληνικές και ξένες χορωδίες και ορχήστρες. Έχει βραβευτεί από τη Μουσική Εταιρία Βορείου Ελλάδος για τις μουσικές του επιδόσεις και είναι επίτιμο μέλος του Διεθνούς Συνδέσμου Χριστιανών Καλλιτεχνών. Είναι γνώστης της αγγλικής, γερμανικής, γαλλικής και  ιταλικής γλώσσας. Είναι παντρεμένος με την Έμμυ Αλεξανδρή και πατέρας δύο παιδιών, της Κλαύδιας και του Κωνσταντίνου. Του θέσαμε μερικά ερωτήματα, στα οποία μας απάντησε με τη γνωστή άνεση που τον διακρίνει.

 

ΕΡΩΤ.: Πώς άρχισες την πνευματική σου πορεία και συνειδητή πίστη στον Ιησού Χριστό;
> Ο απόστολος Παύλος γράφοντας στον Τιμόθεο παρατηρεί ότι «από βρέφους γνωρίζει τα ιερά γράμματα», σε αντίθεση με πολλούς άλλους χριστιανούς της εποχής του, πρώην ειδωλολάτρες. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Τιμόθεος δε θα μπορούσε να προσδιορίσει την ημερομηνία και την ώρα της αναγέννησής του, όπως συμβαίνει και με αρκετούς ακόμη από μας που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε χριστιανικές οικογένειες, και αναπτυχθήκαμε πνευματικά χωρίς επικίνδυνες περιπέτειες και σοβαρούς κλυδωνισμούς. Άσχετα αν το εκκλησιαστικό κατεστημένο επιμένει στο «μανιχαϊστικό»  διαχωρισμό –«άσπρο – μαύρο»- σε «αναγεννημένους» και μη ανάμεσα στους νέους των εκκλησιών μας. (Έχω κι εγώ τη δική μου «ημερομηνία», δεν της δίνω όμως και τόσο θεμελιακή σημασία). Η γνωριμία με το Χριστό γίνεται με μελέτη –πάντα κάτω από την καθοδήγηση και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος- με προβληματισμό, με προσευχή, με συνεχή πνευματική πρόοδο. Καθημερινά «ανακαλύπτεις» όλο και περισσότερα για την προσωπικότητα και το έργο του Χριστού, και η πορεία και ο αγώνας του καθενός από μας αποτελεί κάτι εντελώς προσωπικό, και πρέπει να γίνεται με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, χωρίς την επιπολαιότητα και την ελαφρότητα που χαρακτηρίζει αρκετούς «τηλευαγγελιστές» -και δυστυχώς όχι μονάχα αυτούς.
 
ΕΡΩΤ.: Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ξεκινήσεις την πρώτη χορωδία στην τοπική σας εκκλησία;
> Κατ’ αρχήν τη χορωδία της εκκλησίας μας δεν την ξεκίνησα εγώ. Είμαι βέβαια ο μόνος που μετέχει σ’ αυτήν συνεχώς από τη μέρα της ίδρυσής της, τον Ιανουάριο του 1949. Ιδρυτής της όμως υπήρξε ο Νίκος Κανταρτζής, ένας άνθρωπος του οποίου η δημιουργικότητα και ο ενθουσιασμός παραμένουν αμείωτα ακόμη και σήμερα σε πολλούς τομείς. Εγώ απλά κατέχω το χρονικό ρεκόρ –όχι μονάχα πανελλήνιο, υποπτεύομαι- της συνεχούς παρουσίας στη διεύθυνση μιας χορωδίας: πενήντα έξι «συναπτά έτη»- από τον Ιανουάριο του 1957!  Και δεύτερος, μερικά χρόνια αργότερα, με ακολουθεί ο αγαπητός φίλος και αδελφός Γιάννης Αδαμίδης της εκκλησίας Κατερίνης.

ΕΡΩΤ.: Έχει θέση η χορωδία στην εκκλησιαστική ζωή, αφού στην αποστολική και μεταποστολική εκκλησία δεν υπήρχαν χορωδίες, ενώ στους χρόνους της Π.Δ. υπήρχαν διάφορα μουσικά σχήματα;
> Πρωτ’  απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Έχω τη γνώμη ότι το να προσπαθούμε ν’ «ανιχνεύσουμε» τις συνήθειες και τους θεσμούς της αρχαίας χριστιανικής εκκλησίας για να προσαρμόσουμε κι εμείς ανάλογα την εκκλησιαστική μας ζωή, είναι πέρα για πέρα λάθος. Άλλωστε στην πράξη αυτό έχει «καταστρατηγηθεί» σε απόλυτο βαθμό. Οι πρώτοι χριστιανοί δεν είχαν ούτε κυριακά σχολεία, ούτε ομίλους νέων, ούτε πάσης φύσεως συνέδρια, ούτε συναθροίσεις γυναικών, ούτε εξωεκκλησιαστικές οργανώσεις, ούτε υμνωδία με συνοδεία οργάνων, και φυσικά ούτε χορωδίες, μια και  η πολυφωνία ήταν εντελώς άγνωστη ακόμη την εποχή εκείνη. Ο θεόπνευστος Λόγος του Θεού ορίζει σαν υποχρεωτικά μόνο ηθικές αρχές και πνευματικούς κανόνες. Όλα τα άλλα προσαρμόζονται ανάλογα με τις κοινωνικές και τις κάθε άλλου είδους συνθήκες και αντιλήψεις, και οι πιστοί σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο είναι ελεύθεροι να ρυθμίζουν ανάλογα με τις ανάγκες και τις συνήθειές τους θέματα όπως είναι π.χ. ο τρόπος διοίκησης της εκκλησίας, ο τρόπος λατρείας, το είδος της μουσικής και τα όργανα που θα χρησιμοποιηθούν, η κάθε άλλη μορφή τέχνης κ.ο.κ.

ΕΡΩΤ.: Ποιος ο σκοπός της χορωδίας στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας, και ακόμη ποιο ρόλο παίζει η υμνωδία και ιδιαίτερα η χορωδιακή μουσική στη ζωή του χριστιανού;
>  Είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί το ερώτημα αυτό μέσα στα περιορισμένα μας πλαίσια, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις περισσότερες από τις ερωτήσεις σου. «Ακροθιγώς» μόνο θάθελα να πω ότι η χορωδία και ο ρόλος της δεν περιορίζονται στα πλαίσια ούτε μόνο της λατρευτικής ζωής, ούτε μόνο της τοπικής εκκλησίας. Ανάμεσα στα ποικίλα είδη της χριστιανικής μουσικής τέχνης, η χορωδιακή μουσική αποτελεί την κορωνίδα και δυστυχώς οι χριστιανοί παντού, και κυρίως στον τόπο μας, το αντιλαμβάνονται όλο και λιγότερο. Είναι αμέτρητα τα υπέροχα δημιουργήματα –μεγάλα και μικρά- της χορωδιακής θρησκευτικής μουσικής, και μια εκκλησιαστική χορωδία μπορεί να μεταδώσει του κόσμου τα πνευματικά μηνύματα με τον πιο έξοχο τρόπο μέσα από δημόσιες συναυλίες και κάθε άλλου είδους εκδηλώσεις,  και ασφαλώς  και μέσα από τη συμμετοχή της στη λατρεία της τοπικής εκκλησίας. Με την προϋπόθεση ότι όλα αυτά θα γίνονται με σοβαρή προετοιμασία, σε υψηλό επίπεδο και σε ποιότητα ανάλογη με εκείνη  των καλών κοσμικών χορωδιών.        
         Βέβαια, η πνευματική ωφέλεια που προκύπτει από την ακρόαση ή, ακόμη περισσότερο, από τη συμμετοχή σε μια εκκλησιαστική χορωδία ποικίλει ανάλογα με την προσωπικότητα και την ευαισθησία του καθενός μας. Γνωρίζω κάποιους -λίγους ευτυχώς- που είναι εντελώς «κουφοί» στην τέχνη των ήχων. Στον αντίποδα ακριβώς βρισκόμαστε όλοι εμείς που η μουσική –και κυρίως η χορωδιακή μουσική-  αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πνευματικής μας ζωής. Κι αν θέλεις να σου μιλήσω πιο συγκεκριμένα για τον εαυτό μου, η μουσική και η διακονία μου στη χορωδία ήταν κυρίως που ζωντάνεψε και ερμήνευσε μέσα μου το Λόγο του Θεού, και με οδήγησε σε στενότερη γνωριμία με το έργο και την προσωπικότητα του Χριστού. Και φυσικά εγώ δεν αποτελώ μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους πιστούς. Αρκεί μόνο να σκεφτείς τον ανεπανάληπτο τρόπο που σου μεταδίδονται τα μηνύματα του ευαγγελίου από έργα όπως ο «Μεσσίας» του Χαίντελ  (κι εσείς οι κατερινιώτες έχετε πλούσια σχετική εμπειρία), το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» και τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, ή ακόμη και απλοί ύμνοι και εμπνευσμένα πνευματικά τραγούδια που κυριολεκτικά σε «ταρακουνούν» από τα κατάβαθα της ψυχής σου.

ΕΡΩΤ.: Γιατί τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των χορωδιών στις εκκλησίες της πατρίδας μας συρρικνώνεται;  
> Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Στη Βρετανία π.χ. αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πια χορωδίες σε εκκλησίες, εκτός βέβαια από τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς. Φυσικά, ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στον τόπο μας. Δυο-τρεις παλεύουμε ακόμη, και δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το πόσοι από μας δε θα «κλείσουμε την πόρτα» πίσω μας. Είναι κι αυτό σύμπτωμα της εποχής μας. Η τέχνη και το επίπεδό της υποβιβάζονται όλο και περισσότερο μέσα στις εκκλησίες μας, η ποίηση, η μουσική, ο λόγος  γίνονται όλο  και πιο φτωχά, και οι νέοι προτιμούν συνήθως  τον εύκολο και χωρίς σοβαρή προετοιμασία δρόμο του μοντέρνου συγκροτήματος από την επίπονη δουλειά της χορωδίας. Χωρίς να θέλω μ’ αυτό να πω ότι δεν υπάρχουν ομάδες και άτομα που κάνουν κι εκεί υπεύθυνη και επιμελημένη δουλειά. Άλλωστε και οι περισσότερες από τις χορωδίες μας στο παρελθόν δεν χαρακτηρίζονταν ούτε από το υψηλό τους επίπεδο ούτε από την αντοχή τους στο χρόνο. Φαινόμενα γνωστά σ’ όλους τους τομείς και σ’ όλες τις δραστηριότητες της νεοελληνικής κοινωνίας  μας.

ΕΡΩΤ.: Πώς βλέπεις τα διάφορα είδη μουσικής που χρησιμοποιούνται στις ποικίλες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, από την υμνωδία στις κυριακάτικες λατρείες μέχρι τις συνάξεις νεολαίας, συνέδρια κλπ. ;
>  Δεν έχω τώρα πια να σου πω πάνω σ’ αυτό το θέμα και πολλά πράγματα. Έχουν γραφτεί εκατοντάδες σελίδες, εκδόθηκαν και στα ελληνικά αρκετά βιβλία, το θέμα έχει εξαντληθεί και ο καθένας έχει οχυρωθεί πίσω απ’ όσα υποστηρίζει, αγνοώντας τις αντίθετες απόψεις και υποτιμώντας τις πνευματικές ανάγκες των άλλων.
     Υπήρξα ο πρώτος που άνοιξα το δρόμο για τη σύγχρονη χριστιανική μουσική στο έργο του Θεού στη χώρα μας με μια ομιλία μου το φθινόπωρο του 1975, και μερικούς μήνες αργότερα με μια δημόσια συναυλία με μοντέρνο οργανικό συγκρότημα (ηλεκτρική κιθάρα, πληκτροφόρο, ντραμς κλπ.) και τη χορωδία μας. Όλα έγιναν με πολλή προσοχή και χωρίς προκλήσεις, κι έτσι δεν υπήρξαν σοβαρές αντιδράσεις, κι ίσως αυτό ήταν το κυριότερο κέρδος τουλάχιστον για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκαν στη συνέχεια και τα πρώτα μοντέρνα μουσικά συγκροτήματα. Σήμερα, στη δική μας εκκλησία, το μοντέρνο μας συγκρότημα παίρνει μέρος και στην κυριακάτικη λατρεία μας. Προσωπικά δεν έχω πολλές αντιρρήσεις, γιατί βλέπω με πόση όρεξη ακόμη και μικρά παιδιά ψάλλουν τους καινούργιους σύγχρονους ύμνους.
  Ωστόσο με κανένα τρόπο δεν πρέπει η σύγχρονη μουσική ν’ αποτελεί το μοναδικό είδος, κυρίως στην κυριακάτικη λατρεία. Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να διατηρηθεί και η παραδοσιακή υμνωδία από το εκκλησίασμα, καθώς και η έντεχνη χορωδιακή μουσική από χορωδίες επιπέδου, κάτι που λείπει από τις περισσότερες μεγάλες εκκλησίες μας (συμπεριλαμβανομένων και των εκκλησιών της πεντηκοστής όπου κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο). Πάντα υποστηρίζω ότι οφείλουμε να προσφέρουμε κάθε μορφής και κάθε επιπέδου πνευματική τροφή στα εκκλησιάσματά μας, κι αυτό ισχύει σε κάθε τομέα, όχι μονάχα στο μουσικό. Κι αυτό είναι αδύνατον να το αντιληφθούν οι περισσότεροι. Που νομίζουν ότι τα πάντα πρέπει να περιστρέφονται γύρω από το άτομό τους και την παρέα τους, αδιαφορώντας για τις πνευματικές ανάγκες των αδελφών τους. Σε τελευταία ανάλυση όλα αυτά σχετίζονται και με το χριστιανικό μας ήθος, αλλά –δυστυχώς-  και με τη νεοελληνική μας παιδεία.
                  
     Από   ’δω κι ύστερα όμως ανοίγουμε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, και είναι καιρός να σταματήσουμε, μη νυχτωθούμε….
      
                                                                                                                     Επιμέλεια: Γ.Σ.Κ.

Comments are closed.