Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ

Γράφει ο Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός


Σήμερα είχα μια ιδιαίτερη επίσκεψη. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος που τον έβλεπα τακτικά να ζητιανεύει στους δρόμους της πόλης. Ήλθε και μου χτύπησε την πόρτα ξαφνικά και απρόσμενα όπως έρχεται η ανοιξιάτικη μπόρα. Πήγα και άνοιξα. Και καθώς τον αντίκρισα, ξετυλίχτηκε μπροστά μου μια αξιολύπητη πλευρά της ζωής. Στο πρόσωπό του διέκρινα μια πονεμένη ψυχή που διψά για αγάπη, κατανόηση και συμπόνια. Τα γένια του άσπρα και σκληρά ενώ το μελαγχολικό και περίλυπο βλέμμα του, μου τρυπούσε την καρδιά.
«Λίγη βοήθεια παιδί μου, για το Θεό».
Τα λόγια του θαρρώ πως έφταναν στα βάθη της συνείδησής μου σαν την ύστατη ικεσία του μελλοθάνατου. Σε λίγο επέστρεφα απ’ την κουζίνα με μια χαρτοσακούλα στο χέρι, που την γέμισα με ό, τι βρήκα στη φρουτιέρα. Την πήρε στα τρεμάμενα χέρια του ευχαριστώντας με συνέχεια, σαν να του χάρισα τον Παράδεισο.
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά παιδί μου», «καλά Χριστούγεννα», έλεγε και ξανάλεγε.  Ένοιωθα από τη χροιά της φωνής του πως κάτι απροσδιόριστο και ενοχλητικό υπονοούσε. Καθώς έφευγε, μου ευχόταν ξανά και ξανά, καλά Χριστούγεννα, αλλά αυτή η ευχή, μου τάραξε τη γαλήνη της ψυχής. Απ’ τη συνείδησή μου έρχονταν σαν αντίλαλος τούτα τα λόγια: «κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν», «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών…», «…μείζων δε τούτων η αγάπη», η αγάπη, η αγάπη,…

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μπήκε η γυναίκα μου φορτωμένη με διάφορα ψώνια.
«Έλα, βοήθησέ με να φέρουμε και τα υπόλοιπα από το αυτοκίνητο».
«Υπάρχουν και υπόλοιπα»;

Ρώτησα με τόνο που ίσως και να την πείραξε.
«Μα δεν κατάλαβες ότι σε λίγες μέρες έχουμε Χριστούγεννα»;
«Ναι, μου το υπενθύμισε κάποιος πριν λίγα λεπτά. Φεύγοντας μάλιστα, μου ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα».
«Και ποιος ήταν αυτός»;

Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να απαντήσω και μετά είπα σχεδόν ψιθυριστά κοιτάζοντάς την στα μάτια.
«Ο Χριστός».
Με κοίταξε μάλλον αινιγματικά και χαμογελώντας είπε.
«Τι εννοείς καλέ μου»;
«Κάθισε και θα σου εξηγήσω».

Προσπάθησα να δικαιολογήσω την απάντησή μου, κάνοντας αναφορά στα λόγια του Κυρίου: «
Αληθώς σας λέγω, καθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε» (Ματ.25/40). Τελειώνοντας είπα και τούτα τα λόγια νομίζω.

«Ο γέρος έφυγε ξαφνικά όπως ήλθε, αλλά τα βήματά του ηχούν ακόμα στ’ αφτιά μου. Έφυγε, κουβαλώντας στη γέρικη ράχη του μια μεγάλη πλαστική σακούλα. Τώρα το γέρικο μπαστούνι θα βροντά σε άγνωστες πόρτες. Κι ενώ θα ζητιανεύει υπομονετικά  για λίγη αγάπη και συμπόνια, ίσως πάρει σαν απάντηση από χριστιανούς και άθεους, από ευσεβείς και ασεβείς, ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Κι αυτός θα εύχεται σε όλους. ”Καλά Χριστούγεννα”. Τόσο απλά, με κήρυγμα δυο λέξεων θα τους στήνει αναπολόγητους μπροστά στο Χριστό. Όπως έστησε θαρρώ κι εμένα. Θα αναμοχλεύσει τη συνείδησή τους.  Αλλά σε ερωτώ. Σε έναν κόσμο που ζει μακριά από το Χριστό, πόσοι απέμειναν για να κάνουν μια ενδοσκόπηση και έναν αυτοέλεγχο στο άκουσμα αυτής της ευχής; Πόσοι συνειδητοποιούν την ανάγκη να ικετέψουν το Χριστό: “Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ” (Λουκ.18/13);
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ύστερα με πλησίασε και κοιτάζοντάς με κατάματα, είπε με νόημα.

«Πριν από λίγη ώρα έκανες ένα δάνειο στο Χριστό».

 Ήταν η δική μου σειρά να ζητήσω εξηγήσεις. Αλλά τα λόγια της απέκτησαν ένα ξεκάθαρο νόημα όταν μου υπενθύμισε ένα εδάφιο από τη Βίβλο. «Ο ελεών πτωχόν δανείζει εις τον Κύριον· και θέλει γίνει εις αυτόν η ανταπόδοσις αυτού» (Παρομ.19/17).

«Αυτές τις μέρες, που πολλοί συμπατριώτες μας ζουν μέσα στη φτώχεια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, το εδάφιο που ανέφερες μπορεί να γίνει για τον καθένα μια αληθινή ευλογία».

«Μακάρι».

Ήταν η τελευταία λέξη που προφέραμε και οι δυο ταυτόχρονα.

 

stavrinoup@hotmail.com
Λεμεσός

Comments are closed.