ΟΜΟΨΥΧΟΣ

 

Μεσάνυχτα…

Σκοτάδι απέξω μου, σκοτάδι μέσα

Και απορώ ετούτη τη στιγμή

Γεμάτος φόβο, φορτωμένος λησμονιά

Αν άραγε ποτέ άλλος κανείς

Έρημος τόσο, τόσο μοναχός,

Τόσο εγκαταλείφθηκε,

τόσο απελπίστηκε μες στη νυχτιά

ζητώντας να γευτεί ξανά

το Θέλημά Του,

Την Ειρήνη Του,

Την Εύνοιά Του.

 

Δαβίδ…

Βασιλιάς

Κατακτητής

Απάτης Φταίχτης

Αμαρτωλός

Άνθρωπος κατά την καρδία του Θεού…

Μείγμα συντριπτικό

Πίστης και Δύναμης

Κι αδυναμίας άστατης.

Μα όταν καταλαγιάσαν

Του πολέμου οι ιαχές,

Σαν φύγανε τα πλήθη και χαθήκαν,

Όταν μονάχος του πλανιόταν ο Δαβίδ

 

Μες στης καρδιάς του τις μουγκές,

κρύφιες βουνοκορφές,

Έκλαιγε,

όπως κλαίω τώρα εγώ,

ποθώντας την Ειρήνη του Θεού,

τ’ Άγγιγμα της Συγγνώμης Του,

το Πρόσωπό Του…

Γιατί δεν άντεχε ο Δαβίδ χωρίς Αυτόν…

 

Απ’ της ψυχής την τόση αγωνία

Ξεπήδησαν πολύτιμα τραγούδια

Εκείνα της Αγάπης της Αιώνιας,

Δοξολογίας τραγούδια

Χάρης και Συγγνώμης

Καταφύγιου

Μια βακτηρία τόσο κοντινή, μια μουσική

Στη μεσονύχτια

Του πόνου ώρα.

 

Τα διαβάζω τώρα κι εγώ…

Την ψυχή ψηλαφώντας,

Υποσχέσεις αδράχνοντας

όπως θ’αγκιστρωνόμουν από μια κλωνά ζωής

Ψαχουλεύοντας

Δεχόμενος

Τραγουδώντας…

 

Ο βασιλιάς Δαβίδ κι εγώ,

Τα μεσάνυχτα.

 

Joy Morgan Davis

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιούλικα Κ. Masry, 1995

 

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «ΣΑΛΠΙΣΜΑ», «Ξένη Ποίηση», Έτος 51ο, Τεύχος 2, Απρίλιος-Δεκέμβριος 1995, σελ. 48)

Comments are closed.