Η ΝΕΑ ΓΕΝΝΗΣΗ


                     Από ένα κήρυγμα του John Wesley (1703-1791)

             « Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω»  (Ιωάν. 3:7)

        Δύο από τα δόγματα του Χριστιανισμού που πολύ ορθά θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε «θεμελιώδη» είναι εκείνο της δικαίωσης και εκείνο της νέας γέννησης. Το πρώτο έχει να κάνει με το μέγα έργο που κάνει ο Θεός ΓΙΑ ΜΑΣ με το να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας,  ενώ το άλλο με αυτό που κάνει ο Θεός ΜΕΣΑ ΜΑΣ,  ανανεώνοντας την πεσμένη μας φύση. Από απόψεως χρόνου, κανένα από τα δύο δεν προηγείται του άλλου, εφόσον, από τη στιγμή που δικαιωνόμαστε με τη χάρη του Θεού,  μέσω της απολύτρωσης που είναι μέσα στον Ιησού Χριστό, είμαστε επίσης και «γεννημένοι από το Πνεύμα». Από την άποψη όμως του πώς το αντιλαμβανόμαστε, η δικαίωση προηγείται της νέας γέννησης. Βλέπουμε, δηλαδή, πρώτα την οργή Του να απομακρύνεται από εμάς,  μέσω της δικαίωσης και έπειτα το Πνεύμα Του να εργάζεται στην καρδιά μας μέσω της νέας γέννησης.     

        Πόσο σημαντικό, λοιπόν, πρέπει να είναι για κάθε άνθρωπο να καταλάβει πλήρως τα δύο αυτά θεμελιώδη δόγματα! Πολλοί έχουν γράψει για τη δικαίωση και την εκ των άνω γέννηση, όχι όμως τόσο καθαρά όσο θα επιθυμούσαμε ούτε τόσο βαθιά και επακριβώς. Πόσο μας λείπει ακόμη μια πλήρης αλλά συνάμα και σαφής εξήγηση της νέας γέννησης, τέτοια που να μας δίνει τη δυνατότητα να δώσουμε ικανοποιητικές απαντήσεις στα τρία πιο κάτω ερωτήματα:

 α) Γιατί είναι ανάγκη να αναγεννηθούμε;

     Ποιο είναι το θεμέλιο αυτού του δόγματος;

 β) Πώς πρέπει να αναγεννηθούμε;

     Ποια είναι η φύση της νέας γέννησης;

 γ) Για ποιο σκοπό πρέπει να αναγεννηθούμε;

     Σε τι αποσκοπεί αυτή η αναγκαιότητα;

        Τα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσω, με τη βοήθεια του Θεού,  να απαντήσω σύντομα και απλά, και έπειτα θα προσθέσω μερικά συμπεράσματα,  τα οποία φυσιολογικά θα ακολουθήσουν.

1.      Γιατί πρέπει να αναγεννηθούμε;

        Ποιο είναι το θεμέλιο αυτού του δόγματος; Θα πρέπει να το αναζητήσουμε σχεδόν τόσο βαθιά όσο και τη δημιουργία του κόσμου. Στη βιβλική αναφορά διαβάζουμε: «Και είπε ο Θεός», ο τριαδικός Θεός, «Ας κάνουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, σύμφωνα με τη δική μας ομοίωση … Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα· σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού τον δημιούργησε..»  (Γέν. 1/26,27). Όχι απλώς σύμφωνα με τη ΦΥΣΙΚΗ Του εικόνα, όχι απλώς ένα πνευματικό ον προικισμένο με αντίληψη, ελευθερία βουλήσεως και ποικίλα συναισθήματα. Όχι απλώς σύμφωνα με την ΠΟΛΙΤΙΚΗ Του εικόνα, ως κυβερνήτη αυτού του κόσμου, ο οποίος να «εξουσιάζει επάνω στα ψάρια τής θάλασσας, κι επάνω στα πουλιά τού ουρανού, κι επάνω στα κτήνη, κι επάνω σε ολόκληρη τη γη, κι επάνω σε κάθε ερπετό, που σέρνεται επάνω στη γη»,  αλλά πρωτίστως σύμφωνα με την ΗΘΙΚΗ Του εικόνα,  η οποία, κατά τον Απόστολο είναι «εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφ.  4/24). Κατά την εικόνα αυτή του Θεού δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. «Ο Θεός είναι αγάπη», γι’ αυτό και ο άνθρωπος ήταν πλήρης αγάπης όταν δημιουργήθηκε. Η αγάπη αυτή ήταν η βάση όλων των συναισθημάτων,  των σκέψεων,  των λόγων και των έργων του. Ο Θεός είναι πλήρης δικαιοσύνης,  ελέους και αλήθειας. Έτσι ήταν και ο πρώτος άνθρωπος, όταν προήλθε από τα χέρια του Θεού. Ο Θεός είναι τέλεια αγνός. Το ίδιο ήταν και ο άνθρωπος στην αρχή, αγνός και απαλλαγμένος από κάθε κηλίδα αμαρτίας, πλήρης δικαιοσύνης και αληθινής αγιότητας. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε ο Θεός να διακηρύξει γι’ αυτόν αλλά και για όλη την υπόλοιπη δημιουργία Του ότι ήταν όλα «καλά λίαν» (Γεν. 1/31).

        Όμως, παρόλο που ο άνθρωπος πλάστηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, δεν ήταν αμετάβλητος. Κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με το είδος της δοκιμασίας στην οποία επρόκειτο να τον υποβάλει. Είχε δημιουργηθεί με την ικανότητα να στέκεται από τη μια και να είναι υποκείμενος σε πτώση από την άλλη. Ο Ίδιος ο Θεός τον είχε πληροφορήσει γι’ αυτό και του είχε δώσει σχετικά μια πολύ αυστηρή προειδοποίηση. Παρ’  όλα αυτά, ο άνθρωπος δεν παρέμεινε «εν τιμή». Εξέπεσε από την υψηλή του θέση. «Έφαγε από το δέντρο, από το οποίο τον είχε προστάξει, λέγοντας: Μη φας απ’ αυτό…». Με την εκούσια αυτή πράξη ανυπακοής προς τον Δημιουργό του, ο άνθρωπος διακήρυττε ανοικτά ότι δεν θα ήταν πλέον κάτω από την εξουσία του Θεού. Θα ακολουθούσε στο εξής το δικό του θέλημα και όχι το θέλημα Εκείνου που τον έπλασε. Θα αναζητούσε την ευτυχία του όχι μέσα στο Θεό αλλά μέσα στον κόσμο και στα έργα των χεριών του. Ο Θεός τον είχε προειδοποιήσει: « … την ίδια ημέρα που θα φας απ’ αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε». Και ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να αναιρεθεί. Συνεπώς, από τη στιγμή εκείνη, ο άνθρωπος πέθανε πράγματι. Πέθανε προς τον Θεό, τον πιο φοβερό θάνατο απ’  όλους τους θανάτους. Έχασε τη ζωή του Θεού. Χωρίστηκε από Εκείνον από τον Οποίο προερχόταν η δική του πνευματική ζωή. Το σώμα πεθαίνει, όταν χωριστεί από την ψυχή. Η ψυχή πεθαίνει όταν χωριστεί από το Θεό. Ο Αδάμ το απέδειξε αυτό αμέσως,  δείχνοντας με τη συμπεριφορά του ότι η αγάπη του Θεού εξαλείφθηκε από την ψυχή του,  η οποία τώρα ήταν «απαλλοτριωμένη από τη ζωή του Θεού». Τώρα ήταν υποδουλωμένος κάτω από την εξουσία του φόβου,  γι’  αυτό και έφυγε από την παρουσία του Θεού. Τόσο λίγο είχε διατηρήσει μέσα του τη γνώση Εκείνου που πληροί τον ουρανό και τη γη,  ώστε προσπάθησε να «κρυφτεί από το πρόσωπο του Κυρίου τού Θεού, ανάμεσα στα δέντρα τού παραδείσου». Είχε χάσει, όχι μόνο τη γνώση αλλά και την αγάπη του Δημιουργού του,  χωρίς την οποία η εικόνα του Θεού δεν μπορούσε πλέον να υφίσταται. Αποστερημένος έτσι από την εικόνα του Θεού,  κατέστη αμαρτωλός και δυστυχισμένος. Στη θέση της εικόνας του Θεού υπήρχαν τώρα η υπερηφάνεια και το εγωιστικό του θέλημα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εικόνας του διαβόλου, όπως επίσης  και οι αισθησιακές απολαύσεις και τα ζωώδη ένστικτα.

        Από τότε, όλο το ανθρώπινο γένος που ήταν ακόμη μέσα στην οσφύ του Αδάμ, πέθανε. Η φυσική συνέπεια αυτής της μιας παρακοής ήταν να γεννιέται κάθε άνθρωπος πνευματικά νεκρός μέσα σ’  αυτό τον κόσμο. Νεκρός προς τον Θεό, νεκρός μέσα στην αμαρτία, ολοκληρωτικά κενός από τη ζωή του Θεού. Αποξενωμένος εντελώς από την εικόνα του Θεού και από κάθε δικαιοσύνη και αγιότητα που είχε ο Αδάμ όταν δημιουργήθηκε. Αντ’  αυτής, τώρα ο άνθρωπος φέρει την εικόνα του κτήνους, δέσμιος των παθών και των διάφορων επιθυμιών του. Αυτό λοιπόν είναι το θεμέλιο (και η αναγκαιότητα) της νέας γέννησης: Η παντελής διαφθορά της ανθρώπινης φύσης μας. Γεννημένοι μέσα στην αμαρτία, «πρέπει να γεννηθούμε εκ νέου από επάνω». Καθένας που γεννήθηκε από γυναίκα,  πρέπει να γεννηθεί από το Πνεύμα του Θεού.

2.      Αλλά πώς πρέπει να αναγεννηθεί ένας άνθρωπος;

          Ποια είναι η φύση της νέας αυτής γέννησης; Αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα που θα μας απασχολήσει και του οποίου τη σπουδαιότητα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα. Δεν θα αρκεστούμε,  λοιπόν,  σε μια επιφανειακή έρευνα,  αλλά θα το εξετάσουμε με κάθε επιμέλεια και θα το μελετήσουμε βαθιά και σοβαρά μέσα στην καρδιά μας,  μέχρις ότου κατανοήσουμε πλήρως αυτό το τόσο σημαντικό θέμα και δούμε καθαρά ΠΩΣ πρέπει να αναγεννηθούμε.

 

        Ας μην περιμένουμε όμως μια λεπτομερή, φιλοσοφική ανάπτυξη του τρόπου με τον οποίο γίνεται η αναγέννηση. Ο Κύριος, στη συνομιλία που είχε με το Νικόδημο, μάς αποτρέπει  από το να κάνουμε κάτι τέτοιο, όταν του ανέφερε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως. «Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, και ακούς τη φωνή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται, και πού πηγαίνει· έτσι είναι καθένας που γεννήθηκε από το Πνεύμα». Μπορείς να είσαι τόσο βέβαιος για το γεγονός της νέας γέννησης,  όσο και για το φύσημα του ανέμου. Τον ακριβή όμως τρόπο με τον οποίο γίνεται και πώς το Άγιο Πνεύμα  εργάζεται το έργο της αναγέννησης μέσα στην ψυχή,  ούτε εσύ, μα ούτε και οι σοφότεροι των ανθρώπων μπορούν να περιγράψουν.

        Παρ’  όλα αυτά,  χωρίς να καταπιανόμαστε με ασυνήθιστες,  κριτικές αναζητήσεις πληροφοριών, μπορούμε να δώσουμε μια απλή βιβλική περιγραφή της φύσης της νέας γέννησης. Αυτό θα ικανοποιήσει  κάθε λογικό άνθρωπο, που επιθυμεί πάνω απ’ όλα τη σωτηρία της ψυχής του. Ο όρος «αναγέννηση» δεν χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Κύριό μας στη συνομιλία Του με τον Νικόδημο. Ήταν πολύ καλά γνωστός από προηγουμένως και ήταν σε κοινή χρήση από τους Ιουδαίους, όταν ο Ιησούς έζησε ανάμεσά τους. Ο Κύριος χρησιμοποιεί αυτό τον όρο,  τον οποίο ο Νικόδημος,  όντας «δάσκαλος του Ισραήλ», όφειλε να γνωρίζει πολύ καλά, μόνο που στην περίπτωση αυτή ο Κύριος χρησιμοποιεί πιο δυνατή γλώσσα. Ίσως γι’  αυτό και ο Νικόδημος ρώτησε: «Πώς μπορούν να γίνουν αυτά;».  Δεν μπορούν να γίνουν (ή να συμβούν)  κυριολεκτικά. Δεν μπορεί ο άνθρωπος «να εισέλθει μια δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και να ξαναγεννηθεί». Μπορεί όμως αυτό να γίνει πνευματικά. Ο άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί από επάνω, από το Θεό, από το Πνεύμα το Άγιο,  με έναν τρόπο που μοιάζει πολύ με εκείνον της φυσικής γέννησης.

 

        Προτού ένα παιδί γεννηθεί σ’  αυτό τον κόσμο,  έχει μάτια αλλά δεν βλέπει,  έχει αυτιά μα δεν ακούει. Αλλά και οι υπόλοιπες αισθήσεις του είναι ακόμη σε πολύ ατελή μορφή. Δεν έχει καμιά απολύτως γνώση των πραγμάτων του έξω κόσμου ή οποιαδήποτε φυσική κατανόηση. Από τη στιγμή όμως που γεννιέται,  αρχίζει να βλέπει το φως και τα διάφορα αντικείμενα που το περιβάλλουν. Τα αυτιά του ανοίγουν και ακούει ήχους. Ταυτόχρονα,  όλα τα άλλα όργανα των αισθήσεων του αρχίζουν να προσαρμόζονται στο νέο περιβάλλον. Τώρα αναπνέει και ζει με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από εκείνον που ήξερε προηγουμένως. Πόσο ακριβής είναι ο παραλληλισμός σε κάθε περίπτωση! Ενόσω ο άνθρωπος βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση,  προτού γεννηθεί από το Θεό, έχει μάτια, υπό πνευματική έννοια,  και δεν βλέπει. Ένα βαρύ, αδιαπέραστο κάλυμμα τα σκεπάζει. Έχει αυτιά,  αλλά δεν ακούει. Είναι τελείως κουφός σε αυτό που έπρεπε να ακούει περισσότερο. Οι άλλες του πνευματικές αισθήσεις είναι το ίδιο αδρανείς. Έτσι ο φυσικός άνθρωπος δεν έχει καμιά γνώση του Θεού και καμιά σχέση μαζί Του. Δεν έχει αληθινή γνώση των πραγμάτων του Θεού, των πνευματικών και αιώνιων.

        Από τη στιγμή όμως που γεννιέται από το Θεό,  μια ριζική αλλαγή γίνεται σε όλα αυτά τα πράγματα. «Τα μάτια του νου του ανοίγουν» (αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί ο Παύλος).  Και,  καθώς ο Θεός «που είπε να λάμψει φως μέσα από το σκοτάδι», φωτίζει την καρδιά του, βλέπει «το φως της δόξας του Θεού» (την ένδοξή Του αγάπη) στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Καθώς τα αυτιά του τώρα είναι ανοιχτά, ακούει τη εσωτερική φωνή του Θεού να του μιλάει κάπως έτσι: «Να χαίρεσαι,  επειδή οι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί. Πήγαινε και μην αμαρτάνεις πια!». Ως αναγεννημένος πλέον άνθρωπος είναι έτοιμος να ακούσει οτιδήποτε ευαρεστείται να του αποκαλύψει «Εκείνος που διδάσκει τον άνθρωπο στα ενδόμυχά του σοφία». Αισθάνεται στην καρδιά του το δυνατό έργο του Αγίου Πνεύματος. Είναι ευαίσθητος εσωτερικά και νιώθει τις αρετές που το Πνεύμα του Θεού εργάζεται στην καρδιά του. Αισθάνεται την «ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου».  Πολλές φορές νιώθει τέτοια χαρά μέσα στο Θεό, που είναι «ανεκλάλητη και ένδοξη». Νιώθει «την αγάπη του Θεού να είναι εκχυμένη στην καρδιά του από το Άγιο Πνεύμα που του δόθηκε», και όλα τα πνευματικά του αισθητήρια ασκούνται στο εξής, για να διακρίνουν το καλό από το κακό. ‘Ετσι αυξάνεται στη γνώση του Θεού, και του Ιησού Χριστού που απέστειλε και βιώνει όλα τα πράγματα που χαρακτηρίζουν την εσωτερική βασιλεία του Θεού. Τώρα μπορεί να πει ότι ζει την αληθινή ζωή,  καθώς ο Θεός τον ζωοποίησε με το Πνεύμα Του. Ζει μια ζωή για την οποία ο κόσμος δεν γνωρίζει τίποτε,  μια ζωή που «είναι κρυμμένη εν Χριστώ μέσα στο Θεό». Ο Θεός πνέει συνεχώς μέσα στην ψυχή, ως να ήταν, και η ψυχή του πνέει προς το Θεό. Η χάρη κατέρχεται στην καρδιά του και η προσευχή και ο αίνος του ανέρχονται προς τον ουρανό. Και μέσω αυτής της σχέσης ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, της κοινωνίας με τον Πατέρα και τον Υιό,  που είναι σαν μια πνευματική λειτουργία αναπνοής, διατηρείται η ζωή του Θεού στην ψυχή. Και το παιδί του Θεού αυξάνεται, μέχρις ότου γίνει «ώριμος άνδρας, σε μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».

 

        Αυτή είναι η φύση της νέας γέννησης. Είναι η μεγάλη αλλαγή που ο Θεός εργάζεται στην ψυχή, όταν την ζωοποιήσει και την αναστήσει από το θάνατο της αμαρτίας στη ζωή της δικαιοσύνης. Είναι η αλλαγή που ενεργεί σε ολόκληρη την ψυχή το Πνεύμα του Θεού, καθώς αυτή «κτίζεται εκ νέου εν Χριστώ Ιησού», «κατά Θεόν, εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας». Η αγάπη του κόσμου δίνει τη θέση της στην αγάπη του Θεού, η περηφάνια μεταβάλλεται σε ταπεινοφροσύνη, ο θυμός σε πραότητα. Το μίσος, ο φθόνος και η κακία δίνουν τη θέση τους σε μια άδολη, τρυφερή, ανιδιοτελή αγάπη για όλους τους ανθρώπους. Με δυο λόγια,  αναγέννηση είναι η ριζική εκείνη αλλαγή που γίνεται στην καρδιά του ανθρώπου, κατά την οποία το γήινο, το αισθησιακό και διαβολικό φρόνημα μετατρέπεται σε «φρόνημα Ιησού Χριστού».

3.      Για ποιο σκοπό πρέπει να αναγεννηθούμε;

          Δεν είναι δύσκολο για έναν που μελέτησε αυτά τα πράγματα να δει την αναγκαιότητα της νέας γέννησης και να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα. Πρώτα πρώτα, είναι ανάγκη να αναγεννηθούμε για να είμαστε άγιοι. Επειδή,  τι είναι αγιότητα σύμφωνα με την Αγία Γραφή; Μια εξωτερική θρησκεία κι ένας κατάλογος από θρησκευτικά καθήκοντα; Όχι, βέβαια. Η αγιότητα, όπως το Ευαγγέλιο την εννοεί,  δεν είναι τίποτα λιγότερο από την αγιότητα του Θεού αποτυπωμένη στην καρδιά. Δεν είναι τίποτε άλλο από το φρόνημα που ήταν «εν Χριστώ Ιησού» και το οποίο συνίσταται από όλες τις ουράνιες αρετές ενωμένες μαζί στο ένα. Είναι μια συνεχής ευχαριστία και ευγνώμων αγάπη προς Εκείνον που δεν φείσθηκε τον μονογενή Του Υιό, αλλά τον έδωσε για μας, έτσι ώστε να είναι φυσικό και αναγκαίο για μας να αγαπούμε «με σπλάχνα οικτιρμών, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία» κάθε άνθρωπο. Μια τέτοια αγάπη είναι που μας διδάσκει να είμαστε άμεμπτοι σε κάθε μας διαγωγή, που μας ικανώνει να προσφέρουμε την ψυχή και το σώμα μας, όλα που είμαστε και όλα που έχουμε, κάθε μας σκέψη,  κάθε μας λόγο και κάθε μας πράξη, ως μια συνεχή θυσία στο Θεό, ευάρεστη μέσω του Ιησού Χριστού. Η αγιότητα αυτή δεν μπορεί να υπάρξει με κανέναν τρόπο, μέχρις ότου γίνει με την αναγέννηση η ανακαίνιση του νου μας. Δεν μπορεί να αρχίσει μέσα στην ψυχή «αν δεν μεταφερθούμε πρώτα από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σατανά στην κυριαρχία του Θεού». «Χωρίς αγιασμό κανένας δεν θα δει τον Κύριο»,  άρα η αναγέννηση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αιώνια σωτηρία μας και τον αγιασμό μας.

         Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που, απατώντας τον εαυτό τους (πόσο απατηλή πράγματι και διεφθαρμένη είναι η ανθρώπινη καρδιά!),  νομίζουν ότι μπορούν να ζουν μέσα στις αμαρτίες τους όσο θέλουν και ύστερα, προς το τέλος της ζωής τους, να αποφασίσουν να ζήσουν για το Θεό. Χιλιάδες είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι έχουν βρει μια πολύ πλατιά λεωφόρο που δεν οδηγεί στην απώλεια,  έστω κι αν ο Κύριος είπε ξεκάθαρα ότι η οδός της σωτηρίας είναι στενή,  ενώ η οδός της απώλειας πλατιά και ευρύχωρη. Ακούω κάποιον από αυτούς να ρωτά με πολλή σιγουριά: «Τι;;; Να μη κάνω ό,τι και οι γείτονές μου,  έστω κι αν δεν είναι αναγεννημένοι;»   Όχι, να μην κάνεις ότι και οι ασεβείς γείτονές σου που θα πεθάνουν μέσα στις αμαρτίες τους, αν δεν μετανοήσουν,  για να μην πέσετε και οι δυο στο βάραθρο. Τότε θα δεις (μακάρι να το δεις από πριν) πόσο αναγκαίος είναι ο αγιασμός για να δεις τον Κύριο και κατά συνέπεια,  πόσο αναγκαία είναι η νέα γέννηση,  επειδή κανένας δεν μπορεί να είναι άγιος χωρίς αυτή».

        Για τον ίδιο λόγο,  κανένας δεν μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, ακόμη και στον παρόντα κόσμο,  αν πρώτα δεν αναγεννηθεί.  Επειδή είναι αδύνατο,  από τη φύση των πραγμάτων, να είναι ο άνθρωπος ευτυχής,  αν δεν είναι άγιος. Ο λόγος είναι απλός: Δεν είναι μόνο η κακία, το μίσος, ο φθόνος, η πικρία και η εκδικητικότητα που προκαλούν μια τωρινή κόλαση στην καρδιά, αλλά και τα πιο αθώα πάθη,  αν δεν κρατηθούν μέσα στα σωστά πλαίσια, προξενούν χίλιες φορές μεγαλύτερο πόνο παρά ευχαρίστηση. Κάθε επιθυμία, που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού, είναι δυνατόν να προκαλέσει στην ψυχή μας μεγάλη ζημιά. Παρόμοια και οι κύριες πηγές της αμαρτίας (περηφάνια, εγωιστικό θέλημα, ειδωλολατρία), καθώς υπερισχύουν, γίνονται πρόξενοι πολλής μιζέριας και καταστροφής. Είναι για αυτό το λόγο που,  ενόσω κυριαρχούν σε μια ψυχή,  η αληθινή ευτυχία και χαρά απουσιάζουν από αυτή. Αλλά θα κυριαρχούν εκεί μέχρις ότου η ισχυρή κλίση της φύσης μας αλλάξει,  δηλαδή,  μέχρι να αναγεννηθούμε. Κατά συνέπεια,  η νέα γέννηση από επάνω είναι εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να είμαστε ευτυχισμένοι,  όχι μόνον στον παρόντα κόσμο αλλά και στο μέλλοντα.

4.      Επίλογος

          Θα προσθέσω μερικά συμπεράσματα, που φυσιολογικά απορρέουν από όσα μελετήσαμε προηγουμένως. Πρώτον, το βάπτισμα στο νερό δεν συνεπάγεται την αναγέννηση. Δεν είναι ένα και το αυτό πράγμα. Το βάπτισμα στο νερό είναι ένας θεσμός που ο Κύριος όρισε, έτσι ώστε να αποτελεί ένα εξωτερικό σημάδι και σφραγίδα της εσωτερικής νέας γέννησης που διενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Τι μπορεί να είναι πιο απλό από αυτό, ότι δηλαδή το ένα είναι εξωτερικό έργο, ενώ το άλλο εσωτερικό; Το ένα είναι ορατό,  ενώ το άλλο αόρατο και επομένως τελείως διαφορετικό από το πρώτο; Το ένα είναι πράξη ανθρώπινη προς καθαρισμό του σώματος,  ενώ το άλλο είναι μια αλλαγή που επιφέρει ο Θεός στην ψυχή. Το πρώτο διακρίνεται απλώς  από το δεύτερο,  όπως το σώμα διακρίνεται από την ψυχή ή το νερό από το Άγιο Πνεύμα.

 

        Δεύτερον, η νέα γέννηση δεν συνοδεύει πάντοτε το βάπτισμα στο νερό. Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να «γεννηθεί εξ ύδατος» και όμως να μη έχει γεννηθεί ακόμη «εκ Πνεύματος». Ορισμένες φορές αν και λαμβάνει χώρα το εξωτερικό σημείο,  δεν υπάρχει ταυτόχρονα και η εσωτερική πραγματικότητα ή το βίωμα. «Το δέντρο γνωρίζεται από τους καρπούς του». Πολλοί από εκείνους που ήταν τέκνα του διαβόλου προτού βαπτιστούν, εξακολουθούν να ζουν με τον ίδιο τρόπο και μετά το βάπτισμά τους. Συνεχίζουν να είναι δούλοι της αμαρτίας, χωρίς καμιά πρόθεση είτε για εσωτερικό είτε για εξωτερικό αγιασμό.

 

        Τρίτον, η νέα γέννηση δεν είναι το ίδιο με τον αγιασμό. Ο αγιασμός είναι προοδευτικό έργο,  που λαμβάνει χώρα στην ψυχή βαθμιαία από την πρώτη στιγμή που στρεφόμαστε στο Θεό. Η νέα γέννηση είναι μέρος του αγιασμού και όχι το σύνολο. Είναι η θύρα προς αυτόν και η είσοδος. Από τη στιγμή που αναγεννιόμαστε,  αρχίζει και ο αγιασμός μας,  η εσωτερική αλλά και η εξωτερική μας αγιότητα. Από εκείνη τη στιγμή είναι που αυξανόμαστε σταδιακά μέσα στον Ιησού Χριστό,  ο οποίος είναι η Κεφαλή μας. Το παιδί γεννιέται σε μια στιγμή ή έστω ύστερα από λίγη ώρα.  Από κει και πέρα αρχίζει χρόνο με το χρόνο να αυξάνεται,  μέχρις ότου γίνει ώριμος άντρας ή γυναίκα. Κατά τον ίδιο τρόπο,  το τέκνο του Θεού γεννιέται ύστερα από κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα αν όχι σε μια στιγμή,  αλλά μετά είναι κατά στάδια που ωριμάζει μέχρι να φτάσει σε ώριμη χριστιανική ηλικία. Η ίδια σχέση λοιπόν που υπάρχει ανάμεσα στη φυσική μας γέννηση και την αύξηση,  υπάρχει και μεταξύ της νέας μας γέννησης και του αγιασμού μας.

 

        Ένα τελευταίο σημείο απ’  όλα όσα εξετάσαμε μέχρι τώρα θα ήθελα να προσθέσω. Τι άλλο πρέπει να πει κάποιος που θλίβεται, καθώς βλέπει έναν άνθρωπο να χάνεται μέσα στις αμαρτίες του,  παρά το: «Πρέπει να αναγεννηθείς»; Ίσως όμως ο αμαρτωλός, προς τον οποίο με αληθινή αγάπη λέμε αυτά τα λόγια, να αντιδράσει λέγοντας, καθώς τον έχουν διδάξει: «Δεν πιστεύω στη νέα αυτή διδαχή! Δεν χρειάζεται να αναγεννηθώ. Αναγεννήθηκα, όταν βαπτίστηκα. Θέλεις,  δηλαδή,  να αρνηθώ το βάπτισμά μου;» Απαντώ: Πρώτα πρώτα, έχεις ήδη αρνηθεί το βάπτισμα σου με το χειρότερο τρόπο. Επειδή με το βάπτισμά σου υποτίθεται ότι αποκήρυξες το διάβολο και όλα του τα έργα. Κάθε φορά, λοιπόν,  που υποκύπτεις σ’  αυτόν ξανά,  διαπράττοντας εκούσια κάποια αμαρτία, τότε αρνείσαι το βάπτισμά σου. Με κάθε πράξη ακαθαρσίας, μέθης ή εκδίκησης. Με κάθε όρκο που βγαίνει από το στόμα σου. Ναι,  κάθε φορά που κάνεις κάτι κακό σε κάποιον, το οποίο δεν θα ήθελες ποτέ να κάνουν σε σένα. Είτε είσαι, λοιπόν, βαπτισμένος είτε όχι,  «πρέπει να αναγεννηθείς». Διαφορετικά,  είναι αδύνατο να είσαι άγιος εσωτερικά. Και χωρίς αγιασμό εσωτερικά αλλά και εξωτερικά,  δεν μπορείς να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος,  όχι μόνο στην παρούσα ζωή αλλά και στη μέλλουσα. Ίσως όμως απαντήσεις: «Μα δεν κάνω κακό σε κανένα.  Είμαι τίμιος και δίκαιος σε όλες μου τις δοσοληψίες. Δεν βρίζω και ούτε λαμβάνω το όνομα το Κυρίου επί ματαίω. Δεν βεβηλώνω την ημέρα του Κυρίου. Δεν είμαι μέθυσος. Δεν κακολογώ το γείτονά μου ούτε διαπράττω καμιά αμαρτία θεληματικά». Εάν είναι πράγματι έτσι,  τότε μακάρι να έκαναν το ίδιο όλοι οι άνθρωποι. Εντούτοις,  πρέπει να προχωρήσεις πιο πέρα,  διαφορετικά δεν μπορείς να σωθείς. Πρέπει να αναγεννηθείς! «Μα προχωράω πάρα πέρα»,  ίσως ανταπαντήσεις. «Όχι μόνο δεν κάνω το κακό,  αλλά κάνω το καλό όσο πιο πολύ μπορώ». Επίτρεψέ μου να αμφιβάλλω γι’  αυτό. Πολύ φοβούμαι ότι είχες χιλιάδες φορές την ευκαιρία να κάνεις το καλό κι όμως δεν το έκανες,  γι’  αυτό και είσαι υπόλογος στο Θεό. Αλλά, έστω ότι έκανες πράγματι όλο το καλό που μπορούσες,  και πάλι σε διαβεβαιώνω ότι πρέπει να αναγεννηθείς! Χωρίς τη νέα γέννηση,  τίποτε δεν θα ωφελήσει τη φτωχή, αμαρτωλή και μολυσμένη ψυχή σου. Πήγαινε όσες φορές θέλεις στην εκκλησία, λάμβανε από τη θεία Ευχαριστία κάθε Κυριακή, λέγε όσες προσευχές θέλεις, άκουε κηρύγματα πολλά, διάβαζε όσα θρησκευτικά βιβλία μπορείς. Τίποτα απ’  όλα αυτά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη νέα γέννηση. «Εκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα· και εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνεύμα.  Μη θαυμάσεις ότι σου είπα: Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω» (Ιωάν. 3/6,7).

 

        Εάν δεν έχεις ακόμη προσωπική πείρα του εσωτερικού αυτού έργου του Θεού,  ας είναι τούτη η αδιάλειπτη προσευχή σου: «Κύριε, πρόσθεσε και αυτή μαζί με όλες τις άλλες ευλογίες Σου: Γέννησέ με εκ των άνω! Αρνήσου μου οτιδήποτε άλλο θέλεις,  αλλά μη μου το αρνηθείς αυτό, Κύριε: Αναγέννησέ με,  σε παρακαλώ! Πάρε από μένα ότι Εσύ νομίζεις: φήμη, περιουσία, φίλους, υγεία. Μόνο δώσε μου αυτή τη χάρη,  να γεννηθώ εκ Πνεύματος,  για να συμπεριλάβεις και μένα μέσα στα δικά Σου τέκνα. Άσε με να αναγεννηθώ «όχι από φθαρτό σπέρμα αλλά από άφθαρτο,  διά του Λόγου του Θεού, ο οποίος ζει και διαμένει στον αιώνα».  Και έπειτα,  ευλόγα με καθημερινά, έτσι ώστε να «αυξάνομαι στη χάρη και στην επίγνωση του Κυρίου και Σωτήρα μου Ιησού Χριστού». Αμήν!

 

Διασκευή από τα Αγγλικά:  Αντρέας Φούρναρης

Comments are closed.