Μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου …


                                                               Manfred Brauch*

          «Γιατί όποιος τρώει και πίνει ανάξια, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του, επειδή δεν διακρίνει το σώμα του Κυρίου.»

                                                                       (Α’ Κορ. 11:29)

        Τα ανησυχητικά αυτά λόγια γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο, αφού προηγουμένως είχε υπενθυμίσει τους παραλήπτες της επιστολής την παράδοση σχετικά με την καθιέρωση του Δείπνου του Κυρίου και την ερμηνεία που ο ίδιος ο Ιησούς έδωσε, καθώς έκοβε τον άρτο και μοίραζε το ποτήριο τη νύχτα πριν από τη Σταύρωση Του (11:23-26). Τα εδάφια αυτά διαβάζονταν συνήθως πριν από την τέλεση του Κυριακού Δείπνου στις εκκλησίες όπου μεγάλωσα ως έφηβος και ενήλικας αργότερα. Τα συναισθήματα που προκαλούνταν μέσα μου κάθε φορά δεν ήταν μόνο δέος και σοβαρότητα,  αλλά και φόβος, υπερβολικός φόβος μάλιστα. «Μήπως δεν διακρίνω, όπως θα έπρεπε,  ‘το σώμα του Κυρίου;’ Πώς θα βεβαιωνόμουν ότι, τρώγοντας από τον άρτο και πίνοντας από το ποτήριο, δεν θα ήμουν ένοχος του σώματος και αίματος του Κυρίου»; (Η προειδοποίηση αυτή γίνεται ακριβώς πριν από το εδάφιο που εξετάζουμε,  ενώ στη συνέχεια δίνεται η προτροπή ‘Ας δοκιμάζει λοιπόν ο άνθρωπος τον εαυτό του, και έτσι ας τρώει από τον άρτο και ας πίνει από το ποτήριο).

       

        Ο φόβος μου μήπως «τρώγω και πίνω καταδίκη για τον εαυτό μου» σε περίπτωση που «δεν διέκρινα το σώμα του Κυρίου», με έκανε, κάποιες φορές, να αποφύγω να λάβω μέρος στο Δείπνο του Κυρίου ή να απόσχω εντελώς από την κυριακάτικη λατρεία. Οι προειδοποιήσεις αυτές και οι νουθεσίες του Αποστόλου χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς από διάφορους  χριστιανικούς κύκλους στο να αποκλείσουν ανθρώπους από το Δείπνο, επειδή είχαν διαπράξει ορισμένες αμαρτίες που τους καθιστούσαν ανάξιους να λάβουν από τα στοιχεία του άρτου και οίνου.

        Το κριτήριο του να θεωρείται ένας άξιος ή ανάξιος να μετέχει στο Δείπνο είναι πραγματικά η ουσία της περικοπής που εξετάζουμε. Τι είναι εκείνο που κάνει κάποιον άξιο, έτσι ώστε να λαμβάνει χωρίς να καταδικάζει τον εαυτό του; Και αν η αξία κάποιου κρίνεται ανάλογα  με την ηθική του τελειότητα ή την πνευματική του ωριμότητα, θα μπορέσει κάποιος ποτέ να θεωρηθεί άξιος να συμμετάσχει; Τα ερωτήματα αυτά είναι ιδιαίτερα δύσκολα, εφόσον προκύπτουν από ένα κείμενο που αναφέρεται στη Σταύρωση, γεγονός που αποκαλύπτει την άνευ όρων αγάπη του Θεού για τους αμαρτωλούς (ο Θεός… δείχνει τη δική του αγάπη σ’ εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για χάρη μας- Ρωμ.  5:8).

        Εγκύπτοντας με μεγαλύτερη προσοχή στο πρόβλημα αυτό που υπήρχε στην εκκλησία της Κορίνθου, και εξετάζοντας                                                τους όρους που ο Παύλος χρησιμοποίησε, ένιωσα μεγάλη απελευθέρωση, όταν ανακάλυψα ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Επειδή, με την τέλεση του Δείπνου γίνεται κάθε φορά μια δυνατή υπενθύμιση ότι ο Χριστός θυσίασε τον εαυτό Του για αμαρτωλούς όπως εγώ,  ενώ αποτελεί συνάμα και μια πρόκληση, ώστε να διακρίνω ξανά και ξανά, τόσο εγώ όσο και οι άλλοι που συμμετέχουν, τη σπουδαιότητα του θανάτου Του για τη ζωή του καθενός από εμάς. Ας μελετήσουμε λοιπόν το περιεχόμενο αυτής της περικοπής,  καθώς και την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Παύλος, για να δούμε τι ήθελε να πει πραγματικά στους Χριστιανούς της Κορίνθου αλλά και σε όλους εμάς σήμερα.

        Το ευρύτερο περιεχόμενο του εδαφίου μας αρχίζει από το 11:17,  και είναι σαφές,  από τα εισαγωγικά λόγια του Παύλου,  ότι αφήνει τη συζήτηση για το κάλυμμα των γυναικών στη λατρεία (11:3-16),  για να ασχοληθεί με ένα άλλο πρόβλημα που παρουσιαζόταν στις συναθροίσεις τους. Ποιο ήταν αυτό το πρόβλημα; Ο Παύλος μπαίνει μάλλον κατευθείαν στο θέμα: «… δεν σας επαινώ, γιατί συνέρχεστε όχι για το καλύτερο, αλλά για το χειρότερο». Έπειτα προχωρεί για να περιγράψει τη φύση της ζημιάς που προκαλείται όταν συνέρχονταν ως εκκλησία. Είχε ακούσει ότι υπήρχαν σχίσματα μεταξύ τους,  τα οποία εκδηλώνονταν σ’  αυτές τούτες τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις τους (11:18,20).

        Τι παράδοξο,  αλήθεια! Δεν ήταν, ως εκκλησίασμα, ο ναός του Πνεύματος του Θεού; (3:16). Και δεν ήταν το Άγιο Πνεύμα εκείνος που τους συσσωμάτωσε, ενώ ήταν μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων,  «σε ένα σώμα … ώστε να μην υπάρχουν σχίσματα στο σώμα,  αλλά τα μέλη να μεριμνούν το ίδιο το ένα για το άλλο; (12:13, 25). Το όραμα του Παύλου για την κοινωνία του λαού του Θεού στην Κόρινθο μακράν απείχε από του να γίνει αντιληπτό. Πράγματι, ενώ τα κοινά τους γεύματα ήταν η πιο ιδανική περίπτωση, όπου η  αμοιβαιότητα και η φροντίδα θα μπορούσαν να εκδηλωθούν με τον καλύτερο τρόπο, οι Κορίνθιοι επιδείκνυαν μια αλαζονική, ατομικιστική αμέλεια για  κάποιους από τους αδελφούς τους.

        Στα εδάφια που ακολουθούν την εισαγωγική κριτική (11:20-26),  είναι προφανές ότι η περίπτωση κατά την οποία τα σχίσματα αυτά εκδηλώνονταν ήταν ένα σύνηθες κοινό γεύμα, που περιλάμβανε συμβολικές πράξεις και δήλωση σημαντικών λόγων. Τα γεύματα αυτά ακολούθως έγιναν γνωστά ως «αγάπες»,  ή γεύματα αγάπης (Ιούδ. 12 και Β’ Πέτρ. 2:13). Δυστυχώς όμως, εκείνο που θα ΄πρεπε να ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό σ’  αυτά τα γεύματα, απουσίαζε εντελώς, δηλαδή η στοργική φροντίδα του ενός προς τον άλλον με βάση τη θυσία του Χριστού: «Όταν λοιπόν συνέρχεστε στο ίδιο μέρος, δεν είναι ότι συναθροίζεστε για να φάτε το δείπνο του Κυρίου» (11:20). Απεναντίας, έτρωγαν και έπιναν μ’  έναν ατομικιστικό,  εγωιστικό τρόπο το δικό τους δείπνο (11:21). Κάποιοι από αυτούς, οι πιο εύποροι προφανώς, έφερναν τα φαγητά τους και, χωρίς να περιμένουν τους άλλους,  άρχιζαν να τρώνε. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε και υπερβολική κατανάλωση κρασιού! Με τον τρόπο αυτό οι άποροι αδελφοί τους, που είχαν φέρει λίγα ή καθόλου φαγητά, καταντροπιάζονταν και περιφρονούνταν (11:22). Αντί οι έχοντες να μοιραστούν τα αγαθά τους όπως είχαν κάνει και οι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ (4:32), συμπεριφέρονταν ατομικιστικά σαν να ήταν στο σπίτι τους,  χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τους φτωχούς αδελφούς τους. Πράγματι, δεν έτρωγαν το Δείπνο του Κυρίου αλλά το δικό τους!

        Αφού εξέθεσε αυτή την παρεκτροπή,  την οποία χαρακτηρίζει ως ντροπή για την εκκλησία του Θεού (11:22), ο Απόστολος τούς υπενθυμίζει τα λόγια που είπε ο Ιησούς στο τελευταίο δείπνο με τους μαθητές Του (11:23-25). Με τα λόγια εκείνα ο Κύριος τούς εξηγούσε τη σημασία της ζωής και του θανάτου Του, που συμβολικά θα αναπαριστούσαν στο εξής ο άρτος και ο οίνος. Η θυσία Του ήταν για χάρη τους  (11:24). Μια νέα διαθήκη είχε εγκαινιαστεί «εν τω αίματί Του» (11:25).  Είχαν ήδη γίνει μέτοχοι αυτής της καινο-διαθηκικής κοινότητας, όπως τους είχε ήδη πει ο Παύλος προηγουμένως: «Επειδή ένας είναι ο άρτος, ένα σώμα είμαστε οι πολλοί, γιατί όλοι από τον έναν άρτο μετέχουμε» (10:17). Καθώς έτρωγαν και έπιναν και άκουγαν τα λόγια που είπε ο Κύριος, έπρεπε να φέρνουν στο νου τους Εκείνον. Η βρώση του άρτου και η πόση του οίνου έπρεπε να είναι αναγγελία και διακήρυξη του θανάτου Του μέχρις ότου έρθει(11:26).

        Ορισμένοι σχολιαστές αντιλαμβάνονται τις φράσεις «στη δική μου ανάμνηση» και «το θάνατο του Κυρίου αναγγέλλετε» ως ειδικό κάλεσμα για μαθητεία και μίμηση της αυτοθυσίας του Ιησού για χάρη μας. Υπό το φως άλλων δηλώσεων του Παύλου, π.χ. «Γίνεστε, λοιπόν, μιμητές του Θεού ως τέκνα αγαπητά και περπατάτε με αγάπη, καθώς και ο Χριστός μάς αγάπησε και παράδωσε τον εαυτό του για χάρη μας ως προσφορά και θυσία στο Θεό για οσμή ευωδίας» (Εφ. 5:1), καταλαβαίνουμε ότι σίγουρα αυτό είναι που ο Παύλος επιθυμούσε και για τους πιστούς στην Κόρινθο. Αυτοί, ωστόσο, έτρωγαν από τον άρτο και έπιναν από το ποτήριο του Κυρίου αναξίως (11:27).

        Έτσι,  λοιπόν, το θέμα που απασχολούσε τον Παύλο δεν ήταν το αν ένας ήταν άξιος να λάβει ή όχι ως άτομο. Επειδή,  κανένας δεν θα γινόταν ποτέ «άξιος» με την αυστηρή έννοια του όρου. Το φλέγον ζήτημα ήταν η κατακριτέα στάση ορισμένων ευκατάστατων αδελφών, που συμμετείχαν στο δείπνο του Κυρίου αναξίως, επειδή επιδείκνυαν έλλειψη σεβασμού προς την αδελφότητα ως σύνολο, με ενέργειες που δεν εμπνέονταν από αγάπη προς τους ενδεείς αδελφούς και αδελφές τους. Με τη συμπεριφορά τους αυτή ήταν ένοχοι αμαρτίας κατά «του σώματος και αίματος Κυρίου» (11:27). Η λέξη ένοχος χρησιμοποιείται κυρίως ως νομικός όρος και σημαίνει ότι κάποιος είναι υπόλογος για κάποια αμαρτία που διέπραξε. Στην περίπτωση αυτή οι Κορίνθιοι ήταν ένοχοι,  επειδή με την εγωιστική συμπεριφορά τους αντιτίθονταν και εναντιώνονταν στο σκοπό για τον οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε, δηλαδή, για να δημιουργήσει μια καινο-διαθηκική κοινότητα,  η οποία θα λειτουργούσε ως ένα πρότυπο αγάπης και υπηρεσίας που επιζητεί το καλό των άλλων, σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, όπου κυριαρχεί το ατομικό συμφέρον και ο φιλοτομαρισμός.

        Πρέπει, επομένως,  η προτροπή του Παύλου «να εξετάζει ο καθένας τον εαυτό του» (11:28) και να διακρίνει, όπως του αρμόζει, «το σώμα του Κυρίου» (11:29),  να ιδωθεί υπό το φως αυτής της σημασίας που είχαν οι «αγάπες», όπως ο ίδιος την αναλύει.  Οι Κορίνθιοι θα ΄πρεπε να εξετάζουν τον εαυτό τους για να δουν με ποιο πνεύμα συμμετείχαν στο δείπνο: ήταν πνεύμα αλληλοσεβασμού και αλληλοϋπηρεσίας ή πνεύμα εγωκεντρισμού και αδιαφορίας για τους άλλους;

        Μερικά από τα αρχαιότερα και καλύτερα ελληνικά χειρόγραφα δεν περιέχουν τη φράση «του Κυρίου»,  γι’  αυτό και είναι πολύ πιθανόν στην  πρωτότυπη επιστολή του ο Παύλος να είχε γράψει « … μη διακρίνων το σώμα». Όπως και να ΄χει όμως, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Απόστολος μιλάει για αυτή την πραγματικότητα την οποία αλλού καθορίζει είτε ως  «σώμα» είτε ως «ένα σώμα» είτε ως «το σώμα του Χριστού»  (Α’ Κορ. 10:17,  12:12-13,27,  Εφ.  2:16,  3:6,  4:4,  Κολ. 1:18). Το να μη διακρίνει, λοιπόν, ένας το σώμα ή το σώμα του Κυρίου σημαίνει ότι παρανοεί καίρια τη φύση της Χριστιανικής κοινότητας και ενεργεί με τρόπους που υποσκάπτουν τη ζωτικότητά,  τη ζωή και τη μαρτυρία της. Αυτό είναι κάτω από την κρίση του Θεού, επειδή,  βλάπτοντας το σώμα του Χριστού,  σημαίνει εναντίωση στους σκοπούς του Θεού για τους οποίους θυσιάστηκε το σώμα του Χριστού και χύθηκε το αίμα της ζωής Του, ως «Αμνού αμώμου και ασπίλου» (Α΄ Πέτρ. 1:19).

Απόδοση στα Ελληνικά:  Αντρέας Φούρναρης

 

Manfred T. Brauch (Ph.D., McMaster University) είναι συνταξιούχος καθηγητής βιβλικής θεολογίας και πρώην πρόεδρος του Palmer Theological Seminary στο Eastern University στη Φιλαδέλφεια. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: 1) Set Free to Be: A Study in Romans,  2) Hard Sayings of Paul, ενώ συνεργάστηκε στη συγγραφή του βιβλίου: Hard Sayings of the Bible.

Comments are closed.