Δεν ξέρω πόσοι από μας έχουν βρεθεί μέσα σ’ ένα τεράστιο μουσείο, όπως π.χ. το Λούβρο στο Παρίσι ή το Γερμανικό Μουσείο στο Μόναχο, έχοντας στη διάθεσή τους έναν εντελώς περιορισμένο χρόνο, ας πούμε μια-μιάμιση ώρα. Στην περίπτωση αυτή έχει κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε δύο λύσεις: η πρώτη λύση είναι να εξαντλήσει το χρόνο του σε δυο-τρεις μόνο πτέρυγες, τις πιο σημαντικές κατά την κρίση του, κι ίσως για τα υπόλοιπα να περιοριστεί στην αγορά ενός βιβλίου που θα του δώσει κάποιες πληροφορίες και κάποιες εντυπώσεις, περιμένοντας την επόμενη φορά που θάχει περισσότερο χρόνο για μια πλήρη ενημέρωση και απόλαυση. Η δεύτερη λύση είναι να προσπαθήσει να δει όσο το δυνατόν περισσότερα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Κάτι τέτοιο είχα κάνει κι εγώ όταν πριν μερικές δεκαετίες βρέθηκα στη Ρώμη. Μέσα σε μισή ώρα «είδα» μια τεράστια πτέρυγα απ’ το Μουσείο του Βατικανού. Μ’ άλλα λόγια ουσιαστικά δεν είδα σχεδόν τίποτε.
Στη δική μας τώρα περίπτωση, στο σημερινό μας θέμα, πρέπει να σταθούμε κάπου στη μέση: με γρήγορο βήμα και μ’ άγρυπνο μάτι –μέσ’ από τους διαδρόμους και μέσ’ από τις αίθουσες, ρίχνοντας όμως φως πάνω σε κάποια σημεία και προσέχοντάς τα ιδιαίτερα. Δύσκολη δουλειά, ας την προσπαθήσουμε τουλάχιστον φιλότιμα.
Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «λατρεία»; Σύμφωνα με κάποιο έγκυρο θεολογικό λεξικό, «λατρεία είναι η απόδοση στο Θεό της τιμής που του ανήκει». Στην αρχική της έννοια η λέξη σημαίνει υπηρεσία, κι ίσως κι αυτό έχει κάποια σημασία. Λατρεύω τον Κύριο λοιπόν σημαίνει «δοξάζω, υπηρετώ τον Κύριο». Ουσιαστικά ολόκληρη η ζωή του χριστιανού αποτελεί –πρέπει ν’ αποτελεί- λατρεία προς το πρόσωπό Του. «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε κάτι, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού» μας λέει ο απόστολος Παύλος. «Όλες οι πράξεις κι ενέργειές μας ας είναι μια ευσεβής δοξολογία», ψάλλουμε στη Γερμανική Λειτουργία του Σούμπερτ, -για να θυμηθούμε το προχθεσινό μας θέμα. Εδώ όμως δεν πρόκειται για την ατομική μας λατρεία. Μιλάμε για τη λατρεία στην εκκλησία, και γενικότερα στο έργο του Θεού, που είναι κάτι πιο συγκεκριμένο. Δεν ξέρω αν όλες οι εκκλησίες μας έχουν ξεκαθαρίσει τι ακριβώς αποτελεί λατρεία στην εκκλησία. Ας μη σκοντάψουμε στο πρώτο βήμα. Οτιδήποτε κάνουμε στις συνάξεις μας, εκτός από το κήρυγμα και τη διδασκαλία, περιέχει λατρευτικά στοιχεία ή είναι καθαρή λατρεία προς τον Κύριο. Η προσευχή ή η συμπροσευχή, ολόκληρη η ώρα του δείπνου του Κυρίου, η υμνωδία από έναν πιστό ή από τους πιστούς ή από τη χορωδία, κάποιο μουσικό κομμάτι παιγμένο από ένα ή περισσότερα όργανα, η ώρα της συνεισφοράς, κάποιες σιωπηλές στιγμές προσευχής ή πνευματικού στοχασμού, η ανάγνωση της Αγίας Γραφής, η απαγγελία προσευχών ή κειμένων από το σύνολο των πιστών, η απαγγελία ενός ποιήματος ή ενός ψαλμού, ή και ακόμη –μπαίνοντας σε πιο βαθιά νερά όπου μερικοί χρειάζονται σωσίβια- η παρουσίαση ενός θεατρικού δράματος, μιας παντομίμας ή μιας χορογραφίας- όλα αυτά και άλλα παρόμοια, είτε γίνονται από ένα μόνο πρόσωπο -ορισμένα απ’ αυτά- είτε γίνονται από μια ομάδα, είτε από το σύνολο των παρόντων πιστών, περιέχονται μέσα στον όρο «λατρεία» κι αποδίδουν τιμή στ’ όνομα του Θεού, κάτω βέβαια από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα με την πνευματική ζωή και τις πνευματικές εκδηλώσεις.
Βγαίνει λοιπόν το συμπέρασμα ότι η συμμετοχή μου στη λατρεία μπορεί να είναι είτε ενεργητική, όταν παίρνω ενεργό μέρος σ’ αυτήν, είτε παθητική, όταν παρακολουθώ απλώς τα «δρώμενα» και συμμετέχω με το πνεύμα μου σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Και στις δυο περιπτώσεις ο Λόγος του Θεού προκαθορίζει το πνευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η λατρεία μου είναι ουσιαστική και βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση.
Στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή, στο κβ΄ κεφάλαιο, στο εδάφιο 5, υπάρχει η προτροπή να λατρεύουμε τον Κύριο «εξ όλης της καρδίας μας και εξ όλης της ψυχής μας».Μ’ άλλα λόγια, το Πνεύμα του Θεού εδώ μας προτρέπει σε μια ουσιαστική συμμετοχή, κι όχι μονάχα σε μια τυπική παρουσία. Μας ζητά να συμμετέχουμε στη λατρεία με ολόκληρο τον εαυτό μας, και εξωτερικά, αλλά προπάντων εσωτερικά, κι αυτή η εσωτερική συμμετοχή τις περισσότερες φορές μόνο ο Θεός τη γνωρίζει και μόνο Εκείνος μπορεί να την ελέγξει, αν και καμιά φορά τα πράγματα μιλούν από μόνα τους, οπότε δε χρειάζεται νάναι κανείς καρδιογνώστης, όταν π.χ. ψάλλουμε «νυν εις σε αφιερούμαι» γνέφοντας χαριτωμένα ή κάνοντας γκριμάτσες στο μωρό απέναντι που μας χαμογελά, ή όταν διακηρύττουμε τη χαρά που έχουμε μέσ’ στην καρδιά μας μ’ ένα ύφος σα να υποφέρουμε από στομαχικές διαταραχές. Ένας αληθινός χριστιανός συμμετέχει ουσιαστικά σ’ ολόκληρη την ώρα της λατρείας. Και στην υμνωδία, κι όταν ψάλλει η χορωδία, και στην προσευχή, και στο κήρυγμα. Η εκκλησία βλέπετε δεν είναι ούτε αίθουσα διαλέξεων, ούτε αίθουσα συναυλιών, ούτε θεατρικός χώρος όπου κανείς παρακολουθεί και «αγοράζει» απλά χωρίς να συμμετέχει.
Μας λέει ακόμη ο ίδιος ο Κύριος στο δ΄κεφάλαιο του Ιωάννη στα εδάφια 23 και 24 πως ο Θεός σαν πνεύμα που είναι ζητά από αυτούς που Τον προσκυνούν –που Τον λατρεύουν δηλ.- να το κάνουν «εν πνεύματι και αληθεία». Κι αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε τρόπος ή είδος λατρείας απ’ αυτά που αναφέραμε πιο πριν χάνει το νόημα και την ουσία του αν γίνεται μονάχα τυπικά, χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, κι αν δε μας οδηγεί στην αληθινή προσκύνηση του Θεού με τη σωστή έννοια και τη σωστή νοοτροπία. Για ν’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα, μας είναι γνωστό ότι η τέχνη χρησιμοποιείται πολλές φορές για λατρευτικούς σκοπούς. Όχι μονάχα η μουσική μα και η ποίηση (οι ίδιες οι παραβολές του Κυρίου στην αρχική τους γλώσσα, την αραμαϊκή, που σ’ αυτήν πρωτογράφηκε και το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, έχουν μια ιδιαίτερη μετρική μορφή, πράγμα που βοηθούσε τους ακροατές να τις απομνημονεύουν) καθώς και οι εικαστικές τέχνες –υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δε θα υπάρχει εκτροπή προς την ειδωλολατρία- και η δραματική τέχνη και η χορογραφία, κι ακόμη και η αρχιτεκτονική. Όλα αυτά αν δεν χρησιμοποιηθούν σωστά και «εν πνεύματι και αληθεία», αντί να οδηγήσουν την ψυχή σε πνευματικούς δρόμους έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Κι αυτός είναι ο λόγος που οδήγησε τη συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών να κρατήσουν εχθρική στάση απέναντι στην τέχνη. Μεγάλο λάθος, γιατί και έξω από το πνεύμα της Γραφής είναι οι τέτοιου είδους αντιλήψεις, και στερούν την πνευματική ζωή και την ανθρώπινη ψυχή από πολύτιμα στοιχεία που θα μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν πνευματικά κατά τον καλύτερο τρόπο. Το «εν πνεύματι και αληθεία» είναι προϋπόθεση, και με κανένα τρόπο δε σημαίνει απογύμνωση της λατρείας μας. Αναφέρουμε συχνά σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα ψυχρής τέχνης χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, τους μεγάλους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς. Ωστόσο αυτό αποτελεί τη μια μόνο όψη του νομίσματος. Για την άλλη όψη, δανείζομαι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Μια Καρδιά, Μια Φωνή» του Άντριου Μέρις, μουσικού διευθυντή σε μια μεγάλη εκκλησία της Αγγλίας: «Αναμφίβολα», γράφει ο Μέρις, «μερικοί από τους καθεδρικούς ναούς κτίστηκαν για λόγους κοσμικής προβολής, άλλοι όμως, όπως ο καθεδρικός ναός της Chartres στη Γαλλία, κτίστηκαν σε εποχή μεγάλης πνευματικής αναζωπύρωσης. Εδώ χιλιάδες εθελοντές εργάτες από κάθε κοινωνική τάξη ένωσαν τις προσπάθειές τους για να σηκώσουν αυτό το θαυμάσιο οικοδόμημα για τη δόξα του Θεού. Η δουλειά στο κτίσιμο του ναού θεωρήθηκε σα μια θρησκευτική πράξη που απαιτούσε από τους ανθρώπους να ομολογήσουν και να τακτοποιήσουν τις κακίες και τις εχθρότητες που ένιωθαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Σαν αποτέλεσμα πολλοί οδηγήθηκαν σε μια ανανεωμένη πίστη. Όσο κτιζόταν ο ναός πολλοί άρρωστοι αποτέλεσαν θέμα προσευχής πολλών, και πολύ συχνά υψωνόταν αυθόρμητα δοξολογία και λατρεία προς το Θεό, καθώς ο κόσμος έψαλλε ψαλμούς και ύμνους και προσευχόταν με θέρμη». Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί στις κρίσεις μας, γιατί η ιστορία συχνά μας διαψεύδει. Κι όχι μονάχα σ’ αυτό, μα και σε πολλά άλλα. Είναι εκπληκτικό –και απογοητευτικό- με τι απόλυτο και τι πρόχειρο τρόπο οι περισσότεροι χριστιανοί διατυπώνουν τα δόγματά τους.
Μια ακόμη βασική εντολή του Θεού σχετικά με τη λατρεία είναι αυτή που αναφέρεται στην πεντάτευχο σε πολλά σημεία, και επαναλαμβάνει ο Κύριος Ιησούς στο ευαγγέλιο του Ματθαίου, στο δ΄κεφάλαιο, στο εδάφιο 10: «Κύριον τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει». Δε χρειάζεται και πολλή σοφία για να καταλάβει κανείς απ’ αυτό ότι κανένας άνθρωπος, είτε βρίσκεται στη γη είτε στην παρουσία του Θεού, δεν έχει το δικαίωμα ν’ αποτελεί αντικείμενο λατρείας, παρά μονάχα κι αποκλειστικά ο Θεός: Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Πιο ξεκάθαρα δε θα μπορούσε να το διατυπώσει ο Λόγος του Θεού. Ωστόσο εκατομμύρια άνθρωποι που ονομάζονται χριστιανοί, στηριγμένοι στην παράδοσή τους, καταπατούν κατά τον πιο κραυγαλέο τρόπο τη θεμελιακή αυτή εντολή του Θεού. Και φυσικά, η διάκριση ανάμεσα στη «λατρευτική» και την «τιμητική» προσκύνηση που ισχυρίζονται πως απονέμουν στους αγίους και στην Παρθένο Μαρία, και θεωρητικά δεν μπορεί να στηριχτεί και στην πράξη παραβιάζεται κατά το χειρότερο τρόπο, καθώς μάλιστα οι εκδηλώσεις λατρείας προς τους λατρευόμενους ανθρώπους συχνά ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες της θεϊκής τριάδας. Δεν πρόκειται όμως ν’ ασχοληθούμε περισσότερο με τις διαφορές που μας χωρίζουν από τους ορθοδόξους και τους καθολικούς –ή τουλάχιστον με τους περισσότερους απ’ αυτούς- στο θέμα της λατρείας, όπως π.χ. η λατρεία των αγίων που αναφέραμε πιο πριν, ο ρόλος του ιερατείου και το δόγμα της μετουσίωσης. Αυτά ίσως θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο μιας άλλης ομιλίας. Εμείς εδώ περιοριζόμαστε μονάχα στα δικά μας, της δικής μας «οικογένειας».
Μια τελευταία προϋπόθεση για τη σωστή λατρεία που χωρίς αυτήν λίγη αξία, πιστεύω, έχουν όσα αναφέραμε πιο πριν, είναι η απαραίτητη πνευματική προετοιμασία για την ώρα της λατρείας. Προετοιμασία με προηγούμενη προσευχή, με τη συναίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά στην παρουσία του Θεού κι ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αφιερώσουμε ολόκληρο τον εαυτό μας για να λατρεύσουμε τον Κύριο «εξ όλης της καρδίας μας και εξ όλης της ψυχής μας», και να Τον προσκυνήσουμε «εν πνεύματι και αληθεία». Κι αυτό σημαίνει ότι για να λατρεύσουμε σωστά τον Κύριο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε οποιαδήποτε εκκρεμότητα αποτελεί εμπόδιο στη σχέση μας με το Θεό και τους αδελφούς μας. Ακούμε συχνά από τους άμβωνες για κρυφές ή και φανερές αμαρτίες που δηλητηριάζουν την πνευματική μας ζωή, κι ακόμη για την υποχρέωση να συμφιλιωθούμε με τον αδελφό μας και να τακτοποιήσουμε τις σχέσεις μας μαζί του προτού πάρουμε μέρος στο δείπνο του Κυρίου. Τάχουμε όλοι μας ακούσει τόσες φορές όλα αυτά, ώστε ο καθένας μας θα μπορούσε άνετα να τα διδάξει απ’ τον άμβωνα. Το ερώτημα είναι ποια θέση έχουν όλα αυτά στην πνευματική μας ζωή. Μήπως τάχει συνηθίσει τόσο ο πνευματικός μας οργανισμός που καμιά επίδραση δεν έχουν πια επάνω του; Ο καθένας μας ας δώσει απάντηση στον εαυτό του και στον Κύριο.
Είπαμε πιο πριν για την πνευματική προετοιμασία πριν από τη λατρεία. Ένα ίσως σημείο πάνω στο κεφάλαιο αυτό που πολύ λίγο παίρνουμε υπ’ όψη μας είναι η προετοιμασία μας μέσα στην εκκλησία ακριβώς λίγη ώρα πριν από την έναρξη της λατρείας. Είναι ένα κεφάλαιο στο οποίο αρκετοί από μας βαθμολογούμαστε με πολύ χαμηλό βαθμό, μια και σχεδόν ποτέ δε βρισκόμαστε εγκαίρως στη θέση μας. Όταν φτάνω στην εκκλησία ένα τέταρτο, ας πούμε, μετά την έναρξη της λατρείας κουβαλώντας ακόμη όλα τα προβλήματά μου μαζί με την αγωνία που τράβηξα για να καταφέρω να παρκάρω, χρειάζομαι τουλάχιστον άλλο ένα τέταρτο για να προσαρμοστώ στο περιβάλλον, να ηρεμήσω και ίσως να προσευχηθώ. Έχω έτσι χάσει τη μισή λατρεία και μου απομένει μονάχα η άλλη μισή για να συμμετάσχω ουσιαστικά σ’ αυτήν. Το σωστό θάταν να βρισκόμουν ήδη στη θέση μου λίγη ώρα πριν από την έναρξη, να προετοιμαστώ σιωπηλά –άλλο μεγάλο πρόβλημα αυτό, το πρόβλημα της σιωπής πριν από τη λατρεία- με την προσευχή μου και με την ηρεμία του πνεύματός μου. Μήπως πρέπει να τα ξανασκεφτούμε όλα αυτά και να πάρουμε τις αποφάσεις μας; Εμείς εδώ έχουμε την καλή συνήθεια ν’ αρχίζουμε τη λατρεία ακριβώς στην ώρα της. Το ίδιο συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου, και φοβάμαι πως εμείς οι έλληνες δεν έχουμε την αποκλειστικότητα στην αργοπορία. Ήταν άγγλος, αν δεν κάνω λάθος, εκείνος που είπε επιγραμματικά: «το πρόβλημα για αυτόν που αρχίζει ακριβώς στην ώρα του, είναι πως ποτέ δε βρίσκεται κάποιος εκεί για να το εκτιμήσει»! Όπως βλέπουμε λοιπόν, ακόμη κι οι εγγλέζοι δεν είναι πάντα …εγγλέζοι στην ώρα τους.
**************************
Έχοντας μιλήσει για τις πνευματικές προϋποθέσεις της λατρείας βρισκόμαστε ακόμη στην πρώτη αίθουσα του απέραντου μουσείου. Ο «ξεναγός» έχει ξοδέψει ήδη ένα μεγάλο μέρος απ’ το χρόνο του κι οι αίθουσες που απομένουν είναι αμέτρητες κι απέραντες. Ο πειρασμός είναι μεγάλος, αλλά το σφυρί του χρόνου είναι αδυσώπητο κι ανελέητο. Ας περιορισθούμε σε μια-δυο αίθουσες ακόμη, από τις πιο ενδιαφέρουσες, άδειες όμως από επισκέπτες, γιατί το πάτωμά τους γλιστράει και μπορεί να βρεθεί ξαφνικά κανείς χυμένος φαρδύς- πλατύς, κι ως γνωστόν οι περισσότεροι αποφεύγουν τις κακοτοπιές. «Φύλαγε τα ρούχα σου νάχεις τα μισά»… Ωστόσο τα ευρήματα μέσα σ’ αυτές τις αίθουσες είναι πολλά και πολύ ενδιαφέροντα. Προχώρα, λοιπόν, και προσοχή μη γλιστρήσεις. Με το ν’ ακολουθείς συνεχώς την «πεπατημένη» δεν κερδίζεις και πολλά πράγματα, κι αυτή ακριβώς είναι η πρώτη σκέψη που μπορεί να μας οδηγήσει σε ενδιαφέροντες δρόμους. Η τυποποίηση και η παράδοση, η «πεπατημένη», για να ξαναπούμε τη λέξη, βολεύει και ξεκουράζει τον καθένα μας, χρόνια και χρόνια το ίδιο σκηνικό και τα ίδια «δρώμενα» π.χ. στο πρωινό της Κυριακής, και αρκετοί μάλιστα ιεροκήρυκες έχουν βολευτεί με τους ίδιους πάντα ύμνους που αφηρημένα και ξέπνοα το εκκλησίασμα επαναλαμβάνει και δεν προσέχει πια ούτε λόγια ούτε νοήματα. Ας μην τα ρίχνουμε όλα στους πιστούς που δε συμμετέχουν στη λατρεία κι αρκετές φορές είναι «φευγάτοι». Απαραίτητη κι ευλογημένη η σωστή προετοιμασία του κηρύγματος, από όσους γίνεται κάτι τέτοιο. Φοβάμαι όμως ότι τα υπόλοιπα στοιχεία, η υμνωδία, ο σχολιασμός των ύμνων, η χορωδία, η απαγγελία κειμένων απ’ όλους τους πιστούς, όπου αυτό γίνεται, ακόμη και η ανάγνωση των βιβλικών περικοπών, όλ’ αυτά αντιμετωπίζονται από μερικούς πνευματικούς εργάτες σαν ένα είδος καταναγκαστικών έργων –«να τελειώνω μ’ όλα αυτά για ν’ αρχίσω το κήρυγμά μου». Διερωτώμαι πόσοι ιεροκήρυκες και ποιμένες εκκλησιών ενδιαφέρονται και φροντίζουν ν’ ανανεώσουν το ενδιαφέρον των πιστών με διαφορετική υμνωδία και άλλου είδους στοιχεία που θα δώσουν στην ώρα της λατρείας μια καινούργια φρεσκάδα και μια νέα δυναμική. Ίσως ένα μικρό παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί αυτό που αποκαλούμε στην εκκλησία μας «λατρευτική σύναξη» που γίνεται κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα. Με υμνωδία άλλης μορφής, με αρκετή μουσική, με στιγμές σιωπηλής προσευχής, με ομαδική απαγγελία κειμένων, με το δείπνο του Κυρίου ενσωματωμένο στην υπόλοιπη ώρα αμέσως μετά το κήρυγμα. Κι αυτό είναι μονάχα μια ιδέα από τις πολλές ιδέες και τα πολλά σχέδια όπου μπορεί κανείς να οδηγηθεί με λίγη φαντασία και αρκετή προσευχή. Μη διστάζετε να πειραματίζεστε. Και μην επιμένετε –και το λέω με σεβασμό και αγάπη, αδελφοί συμπρεσβύτεροι, ποιμένες και ιεροκήρυκες- να νομίζετε πως μπορείτε να τα κάνετε όλα μόνοι σας, πως έχετε πάντα τις καλύτερες ιδέες και δεν έχετε ανάγκη από κανέναν. Υπάρχουν στις εκκλησίες σας μέλη με δημιουργική φαντασία και πρωτοτυπία που με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος μπορούν σε πάρα πολλά να βοηθήσουν – μην τους κρατάτε στη γωνιά. Μου μένει αξέχαστη η ώρα της λατρείας πριν δυο-τρία χρόνια στη συνάντηση καλλιτεχνών του Οκτωβρίου. Υμνωδία πρωτότυπη, απαγγελία ποιημάτων και κειμένων που διαλέχτηκαν με πολλή προσοχή και πολύ μεράκι, προσευχή και δοξολογία ο καθένας στη δική του «γλώσσα»: άλλος με υψωμένα χέρια και με μεγαλόφωνες εκδηλώσεις που δεν ξεφεύγουν όμως από το μέτρο και την ευπρέπεια, άλλος σιωπηλός και με σεβασμό και εσωτερική συγκίνηση, άλλος με όποιο άλλο τρόπο προς τον ίδιο Κύριο, με την ίδια πίστη. Ας μην είμαστε πάντα συγκρατημένοι και τυπικοί. Υπάρχουν τέτοιες ώρες όπου χρειάζεται να περιοριζόμαστε σε εσωτερική συγκίνηση και σε σιωπηλή ψυχική ανάταση. Υπάρχουν όμως και ώρες που πρέπει να δίνουμε την ευκαιρία σε πολλούς να εκδηλώνονται πιο ζωηρά, πιο ελεύθερα, αν το Πνεύμα του Θεού και η γενικότερη ψυχοσύνθεσή τους τούς οδηγεί σε κάτι τέτοιο. Κάποιος γνωστός χριστιανός συγγραφέας, ειδικός πάνω σε θέματα λατρείας, διηγείται με συναρπαστικό τρόπο την εμπειρία του όταν βρέθηκε για πρώτη φορά σε μια εκκλησία που λάτρευε τον Κύριο «με όλη την καρδιά και γεμάτη με το Πνεύμα του Θεού», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του. Ήταν τότε δεκαοκτώ χρονών, και συμμετέχοντας σαν μπασίστας σε κάποιο μουσικό συγκρότημα βρέθηκε σαν επισκέπτης στην εκκλησία αυτή. «Στις επτά ακριβώς οι ταξιθέτες άδειασαν τους διαδρόμους», γράφει, «και οι καθυστερημένοι υποχρεώθηκαν να περιμένουν στον προθάλαμο καθώς έμπαινε η χορωδία από τους δύο διαδρόμους στην αίθουσα με τις κόκκινες στολές τους βαδίζοντας στο ρυθμό του ύμνου που έψαλλε και κτυπώντας συγχρόνως τα χέρια. Καθώς οι χορωδοί άρχισαν να περνούν από δίπλα μου, αναγάλλιασε το πνεύμα μου από την αρμονία των φωνών τους. Όταν παρατάχτηκαν στον άμβωνα, γέμισαν ολόκληρη την πλατφόρμα με τις θέσεις της χορωδίας και όλοι τους, 120 στον αριθμό, ύψωσαν 240 χέρια.
Σα μενονίτης [από τις πιο αυστηρές και πιο πουριτανικές ευαγγελικές αποχρώσεις] δεν ήμουν συνηθισμένος σε πολλά «αμήν» και «δόξα στον Κύριο» στην ώρα της λατρείας. Ούτε και είχα δει τόσα χέρια μαζί υψωμένα. Ένιωσα νευρικότητα ανάμικτη με κάποιο φόβο. Ωστόσο υπήρχε κάτι που με εντυπωσίασε στον τρόπο που οι χορωδοί έψαλλαν τους ύμνους τους, μελωδίες γνωστές που περιλαμβάνονταν στο ρεπερτόριο και του δικού μας συγκροτήματος. Είχαν ένα ζήλο, μια χαρά, ξεχείλιζαν από ζωή σε βαθμό που μου φαινόταν υπερφυσικός».
Διηγείται παρακάτω πώς συνέχισε να επισκέπτεται την ίδια εκκλησία: «Μια μέρα ο Κύριος έφερε ξαφνικά στη μνήμη μου ένα εδάφιο που είχα διαβάσει: “υψώσατε τας χείρας σας εις τα άγια, και ευλογείτε τον Κύριον” (Ψαλμ. ρλγ΄2). Προσπάθησα ν’ αντισταθώ. Πρώτα είπα: “Κύριε, αυτό το εδάφιο είναι για τους πεντηκοστιανούς. Χρειάζονται κάπως έτσι να απελευθερώνονται συναισθηματικά”. Τότε άκουσα τη φωνή πιο δυνατή μέσα μου: “ύψωσε τα δικά σουμενονίτης. Εμείς δεν κάνουμε κάτι τέτοια”. Την επόμενη στιγμή ο Κύριος ήταν πιο κατηγορηματικός μαζί μου: “ύψωσε τα χέρια σου, κι ευλόγησε τον Κύριο”. Δε θα ξεχάσω πόσο δύσκολο ήταν για μένα να σηκώσω τα χέρια μου εκείνη τη μέρα. Φοβήθηκα πως όλος ο κόσμος θα κοίταζε εμένα. Ήξερα όμως πως έπρεπε να το κάνω. Έτσι σήκωσα το δεξί μου χέρι πίσω απ’ το κεφάλι του μπροστινού μου και κοίταζα γύρω μου μήπως το παρατήρησε κανείς. Κανένας δεν έδειξε να ενδιαφέρεται. Έτσι το σήκωσα πιο ψηλά. Τι ήταν εκείνο που ένιωσα… Αισθάνθηκα σαν να επρόκειτο να πετάξω. Το πνεύμα μου υψώθηκε μέσα μου. Ολόκληρο το σώμα μου μου φαινόταν πιο ελαφρό καθώς σήκωσα τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι μου προς την οροφή της αίθουσας. Ένιωσα σα να φεύγουν φορτία από πάνω μου. Σα να πετούσα». χέρια στα άγια, και ευλόγησε τον Κύριο”. Και πάλι «κλώτσησα»: “Εγώ είμαι
Για αρκετά χρόνια προβληματίστηκε πάνω στον τρόπο αυτόν της λατρείας, τόσο διαφορετικό από εκείνον που ήξερε μέχρι τότε. Είναι βιβλικός; Δε θυμίζει λίγο ειδωλολατρικές εκδηλώσεις; Γιατί δε λατρεύουν έτσι όλες οι εκκλησίες; Δυο πράγματα τον βοήθησαν τελικά να κατασταλάξει στην άποψή του:
1. Αυτό το είδος της λατρείας ενθαρρύνεται μέσα στην Αγία Γραφή.
2. Όσες φορές έπαιρνε μέρος σε τέτοιου είδους λατρεία πάντα ένιωθε πως υπάρχει γνησιότητα και ειλικρίνεια σ’ αυτήν.
Θέλετε να σας εξομολογηθώ κάτι; Εγώ από ιδιοσυγκρασία δεν είμαι καθόλου για τέτοιες εκδηλώσεις (αν και τώρα τελευταία δεν είμαι καθόλου σίγουρος γι’ αυτό). Ίσως νάμαι κι από κείνους που λένε στον Κύριο «Κύριε, είμαι μενονίτης» ή μάλλον «ανήκω στην ελεύθερη ευαγγελική εκκλησία». Προσωπικά επικοινωνώ με τον Κύριο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέσο με μουσική υψηλού επιπέδου και σιωπηλά, χωρίς ζωηρές εκδηλώσεις, όντας από τη φύση μου ευαίσθητος εσωτερικά. Ωστόσο με κανέναν τρόπο δε μπορώ να κατακρίνω τους αδελφούς που νιώθουν την ανάγκη να λατρεύουν τον Κύριο μ’ αυτόν τον τρόπο. Θα τους παρακινούσα μάλιστα να το κάνουν ελεύθερα, υπό δύο όμως προϋποθέσεις:
1. Ότι δεν θα θεωρήσουν πως αυτός είναι ο μόνος αποκλειστικός δρόμος για τη λατρεία του Θεού.
2. Ότι οι εκδηλώσεις αυτές θα μένουν μέσα στα πλαίσια της ευπρέπειας και της σοβαρότητας χωρίς να εγγίζουν τα όρια του κωμικού ή και να τα ξεπερνάνε, όπως καμιά φορά συμβαίνει. Είναι αυτό που τόσο ωραία διατυπώνει ο Λόγος του Θεού: «πάντα ας γίνονται ευσχημόνως και κατά τάξιν».
Εξετάζοντας λοιπόν τις δυο αυτές προϋποθέσεις πολλά χρήσιμα διδάγματα και συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για όλους μας. Έχουμε όλοι την τάση να τα θέλουμε όλα για τον εαυτό μας, και να νομίζουμε ότι εκείνο που μας συγκινεί στη λατρεία είναι ο μοναδικός δρόμος για την επικοινωνία όλων με το Θεό. Εκείνο που δε μπορούμε συνήθως να καταλάβουμε είναι ότι ενδέχεται ο αδελφός μας να συγκινείται και να υψώνεται το πνεύμα του με άλλα μέσα και με διαφορετικούς τρόπους από εμάς. Το χειρότερο είναι ότι αυτό δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι περισσότεροι ποιμένες των εκκλησιών. Πετυχημένος και συνετός ποιμένας είναι εκείνος, νομίζω, που βοηθά και προάγει διαφόρους τρόπους λατρείας, έτσι ώστε ο καθένας από τους πιστούς της εκκλησίας του να βρίσκει στοιχεία που ν’ ανταποκρίνονται στους, ας τους πούμε, συγκινησιακούς δέκτες του. Θ’ αναφέρω ένα χειροπιαστό παράδειγμα από τη δική μου προσωπική πείρα: στην παλιά μας εκκλησία στην οδό Παΐκου δεν ήταν πολλά τα λατρευτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να με συγκινήσουν. Δυστυχώς η ευαγγελική εκκλησία με το πέρασμα των αιώνων απογύμνωσε την ώρα της λατρείας από την ποίησή της και από άλλα πολύτιμα στοιχεία που θα βοηθούσαν πολύ την ψυχική ανάταση των πιστών, επιμηκύνοντας υπερτροφικά το χρόνο του κηρύγματος και γενικότερα το λόγο, που μάλιστα συχνά είναι πρόχειρος ή επαναλαμβάνει πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα με καθόλου πρωτότυπο τρόπο. Το ότι απ’ το άλλο μέρος χάσαμε το υπέροχο κείμενο της καθολικής λειτουργίας –που ο Λούθηρος το είχε διατηρήσει- ή άλλα κείμενα ή τροπάρια από την ορθόδοξη εκκλησία, είναι σίγουρα σημαντική απώλεια που δεν ξέρω πόσο την καταλαβαίνουν οι πιστοί των εκκλησιών μας. Φτάσαμε έτσι στο περίφημο «και τώρα η χορωδία θα μας ψάλει έναν ύμνο»- μ’ άλλα λόγια «ακολουθεί ένα ευχάριστο μουσικό διάλειμμα». Είναι από προσωπική πεποίθηση και από εσωτερική ανάγκη που φρόντισα να επανέλθουν ορισμένα στοιχεία από την καθολική λειτουργία στην κυριακάτικη πρωινή μας λατρεία και που ξαναθυμηθήκαμε ορισμένα τροπάρια της ορθόδοξης εκκλησίας* που πολύ καλά έκανε η ελληνική ευαγγελική εκκλησία και συμπεριέλαβε μερικά απ’ αυτά στο τελευταίο υμνολόγιό της. Και προσπαθήσαμε ακόμη να αποκαταστήσουμε, ας πούμε, μια συνεχή «ροή» στη λατρεία μας με μουσική όσο το δυνατόν υψηλότερου επιπέδου. Σταθήκαμε όμως στα μισά του δρόμου κι έχουμε πολλά ακόμη να κάνουμε. Η έλλειψη χρόνου και –ας το ομολογήσουμε- μια κάποια οκνηρία μάς ωθεί στο ν’ ακολουθούμε τον εύκολο δρόμο της δοσμένης παράδοσης. Εξάλλου ο πειραματισμός και η προσπάθεια δε θάπρεπε να περιορίζεται μονάχα στη μουσική, αλλά ο χρόνος που διαθέτουμε τώρα δε μας αφήνει να επεκταθούμε παραπάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο. Εξάλλου προσπαθούμε ν’ απελευθερώσουμε τις υπόλοιπες συνάξεις από όποια τυπικότητα ή εμπόδιο που μας έχει κληροδοτήσει η παράδοση. Και βέβαια αυτό αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια στο θέμα της λατρείας και γενικότερα στη ζωή της εκκλησίας και προϋποθέτει σύνεση, πνευματικότητα, βαθιά αίσθηση και γνώση των ορίων ανάμεσα στη σοβαρότητα και τη σοβαροφάνεια, κι ανάμεσα στην αβίαστη κι ελεύθερη συμπεριφορά απ’ το ένα μέρος και στο κωμικό και το γελοίο απ’ το άλλο. Το Πνεύμα του Θεού καθοδηγεί του πιστούς, το ερώτημα όμως είναι πόσο εμείς έχουμε τους κατάλληλους πνευματικούς δέκτες ώστε να συλλαμβάνουμε τα μηνύματά Του.
*Σημ.: χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίφημο δοξαστικό «Αναστάσεως Ημέρα» σε έξοχη χορωδιακή διασκευή του Θόδωρου Παπακωνσταντίνου που περιλαμβάνεται στη διπλή κασέτα μας «Ματιές στην Ιστορία της Χορωδιακής Χριστιανικής Μουσικής».
**************************
Η τελευταία από τις αίθουσες του μουσείου όπου θα ξεναγηθούμε για λίγα –δυστυχώς- λεπτά δεν έχει απλώς ολισθηρό έδαφος. Θάλεγα ότι χρειάζεται παγοπέδιλα για να μπορέσει κανείς να ισορροπήσει. Και σ’ αυτό δε φταίει φυσικά ούτε ο ξεναγός –στην προκειμένη περίπτωση ο ομιλητής- ούτε ασφαλώς ο Λόγος του Θεού, αλλά η ανθρώπινη έλλειψη από σύνεση, από αίσθηση του μέτρου και της σοβαρότητας, καθώς –προπάντων- και η εκτροπή από τις αρχές και τις υποδείξεις του Λόγου του Θεού. Δεν πρόκειται για τη συμμετοχή των γυναικών στην ώρα της λατρείας. Αυτό το θέμα έχει ξεπεραστεί από τις περισσότερες εκκλησίες -με πνευματική επιτυχία, όπως το δείχνει η πρακτική των τελευταίων χρόνων- και μόνο ελάχιστες εκκλησίες ακόμη επιμένουν αναχρονιστικά, να δούμε ως πότε. Πρόκειται για κάποια θέματα του θίγει ο Λόγος του Θεού και για κάποιες προτροπές του που οι πολύ συντηρητικοί και πολύ παραδοσιακοί από ανάμεσά μας τις προσπερνούν σφυρίζοντας αδιάφορα. Και το περίεργο είναι ότι αυτοί ακριβώς επιμένουν στην προσκόλληση κατά γράμμα σε όλες εκείνες τις εντολές της Αγίας Γραφής που ολοφάνερα η τήρησή τους εξαρτάται από τις πολιτιστικές συνήθειες της εποχής και από τις γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις. Ας μη φέρουμε παραδείγματα γιατί θα πάμε μακριά, κι εξάλλου πιστεύω ότι αρκετά απ’ αυτά μας είναι γνωστά. Φέρνω λοιπόν μπροστά σας δυο-τρία εδάφια από εκείνα που προκαλούν την αμηχανία κι ίσως πολύ θα θέλανε μερικοί από μας να μην υπάρχουν μέσα στην Αγία Γραφή. Ψαλμός μζ΄1: «πάντες οι λαοί, κροτήσατε χείρας· αλαλάξατε εις τον Θεόν με φωνήν αγαλλιάσεως». Ψαλμός ρμθ΄3: «ας αινώσι το όνομα αυτού χοροστατούντες· εν τυμπάνω και κιθάρα ας ψαλμωδώσιν εις αυτόν». Ψαλμός ρν΄4,5: «Αινείτε αυτόν [τον Κύριον] εν χορδαίς και οργάνω. Αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις· αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού». Και, φυσικά, «χοροστασία» δε σημαίνει «χορωδία», όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά «σύσταση και εκτέλεση χορού». Και τέλος το εδάφιο 39 από την πρώτη προς Κορινθίους, ιδ΄κεφάλαιο: «Ώστε, αδελφοί, ζητείτε μετά ζήλου το προφητεύειν και το λαλείν γλώσσας μη εμποδίζετε».
Ποια θέματα θίγουν τα παραπάνω εδάφια; Ας τα πούμε με τη σειρά:
1. Το θέμα των ελεύθερων –«εκ ψυχής»- εκδηλώσεων στην ώρα της λατρείας. Μιλήσαμε προηγουμένως για το ύψωμα των χεριών. Εδώ ο Λόγος του Θεού μάς μιλά για το κτύπημα των χεριών και για τον αλαλαγμό.
2. Το θέμα των μουσικών οργάνων που μ’ αυτά λατρεύουμε τον Κύριο. Ο Λόγος του Θεού μιλά για χορδές, για κιθάρα, για τύμπανα και «κύμβαλα αλαλαγμού» -για τα ντραμς, όπως θα λέγαμε σήμερα.
3. Το θέμα της συμμετοχής του σώματος στη λατρεία, που κυρίως εκδηλώνεται με τη «χοροστασία», τις ρυθμικές δηλ. κινήσεις και – όσο κι αν μας φαίνεται αποτρόπαιη η λέξη- το χορό για λατρευτικούς σκοπούς.
4. Το περίφημο και «άκρως ακανθώδες» θέμα της γλωσσολαλιάς στην ώρα της λατρείας.
Υποθέτω πως καταλαβαίνετε τώρα γιατί μίλησα προηγουμένως για παγοπέδιλα. Σ’ ένα συνέδριο όμως δεν μπορεί κανείς να μιλά για μερικά τυποποιημένα και χιλιοειπωμένα θέματα. Ένα συνέδριο πρέπει να συζητά τα πάντα, και ν’ ανοίγει δρόμους. Και στο κάτω – κάτω, εδάφια από το Λόγο του Θεού διαβάσαμε, και οφείλουμε να πάρουμε θέση απέναντι σ’ αυτά. Και πρώτ’ απ’ όλα, σπεύδω να καθησυχάσω όσους τυχόν ανησυχούν από ανάμεσά μας, πως δεν πρόκειται στην εκκλησία μας ούτε χορό να στήσουμε –παρόλο που το ψάλλουμε όλη την ώρα: «χίλια τραγούδια να Του πούμε, χορό να στήσουμε μαζί»- ούτε γλώσσες να μιλήσουμε. Κι όσο για το κτύπημα των χεριών, αυτό τόχουμε κάνει ήδη και το κάνουμε, και «αλληλούια» και «αμήν» φωνάζουν αρκετοί από ανάμεσά μας αν αυτό τους ανυψώνει πνευματικά, και ντραμς, όπως ξέρετε, έχουμε βάλει στην εκκλησία εδώ και είκοσι τόσα χρόνια, ποτέ όμως –δόξα τω Θεώ- δεν ξεφύγαμε από τα όρια της ευπρέπειας, και ποτέ δεν είχαμε την αίσθηση ότι κάνουμε κάτι που δεν εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα της πίστης μας, και που σκανδαλίζει μια μερίδα πιστών. Τέτοια φαινόμενα -και πάλι δόξα τω Θεώ- δεν εμφανίστηκαν ποτέ ανάμεσά μας. Μονάχα που όταν βάλαμε ντραμς και σύγχρονα όργανα κι αφήσαμε ελεύθερους τους νέους να τα χρησιμοποιήσουν και τους προτρέψαμε σ’ αυτό, βούιξε ο κόσμος ότι τάχα γίναμε κοσμικοί και υιοθετούμε κοσμικά πρότυπα, κι ύστερα από χρόνια ξαφνικά εμφάνισαν πιο προχωρημένα σχήματα στα συνέδριά τους αυτοί ακριβώς που μας κατηγορούσαν για κοσμικότητα. Δυστυχώς η συνέπεια στις αντιλήψεις και στη συμπεριφορά και ή συμφωνία ανάμεσα στα λόγια και στα έργα δεν αποτελεί το κύριο γνώρισμα των πιο πολλών πιστών.
Θάθελα λοιπόν να πω πως σύμφωνα με τη δική μας άποψη όλα τα παραπάνω -και αρκετά άλλα- δεν αποτελούν εντολές του Θεού που είμαστε αναγκαστικά υποχρεωμένοι ν’ ακολουθήσουμε, αλλά εξαρτάται από το γενικότερο πνεύμα της εποχής, από τις πολιτιστικές μας συνήθειες, από το κλίμα που επικρατεί σε κάθε επιμέρους εκκλησία και από το πώς το Πνεύμα του Θεού θα μας οδηγήσει μέσα στη γενικότερη ιστορική πορεία της εκκλησίας να συμπεριφερθούμε. Άλλοι είναι εκείνοι που επιμένουν στην κατά γράμμα συμμόρφωσή μας με όλα τα εδάφια, επιμένοντας στη διαχρονικότητά τους, κι αυτοί ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους με τα εδάφια που διαβάσαμε. Το θέμα π.χ. της λατρευτικής χοροστασίας, που τόσο πολύ σκανδάλισε κάποιους αδελφούς όταν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των τεχνών στη συνάντηση χριστιανών καλλιτεχνών του περασμένου Οκτωβρίου, ούτε «καινά δαιμόνια» εισάγει, ούτε αποτελεί άγνωστη πρακτική στην εκκλησία του Χριστού. Ανέκαθεν η χριστιανική εκκλησία από τότε που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα, σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διαφόρους τόπους ύμνησε τον Κύριο με ποικίλες μορφές «χοροστασίας». Κι αυτό έγινε σε αρκετές εκκλησίες κυρίως της ανατολής στους πρώτους αιώνες, σταμάτησε με το μεσαίωνα όπου επικράτησαν άλλες αντιλήψεις, και ποιοι νομίζετε πως ξαναθυμήθηκαν το χορό, αν όχι για λατρευτικούς σκοπούς, τουλάχιστον σε κοινωνικές και σε οικογενειακές εκδηλώσεις; Κάποιοι πουριτανοί στις αρχές του 18ου αιώνα, που την αυστηρότητα, τη σοβαρότητα και την καθαρότητά τους κανείς βέβαια δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Και στους κατοπινούς αιώνες μερικές προτεσταντικές αποχρώσεις, όπως π.χ. οι shakers που γι’ αυτούς έχουμε μιλήσει στις εκπομπές από το χριστιανικό κανάλι, καθιέρωσαν τη λατρευτική χοροστασία στις συνάξεις τους. Κάποιες εικόνες της εποχής είναι χαρακτηριστικές: από το ένα μέρος όλες οι γυναίκες, από το άλλο μέρος όλοι οι άνδρες, σε ευθύγραμμές σειρές, «ζυγημένοι και στοιχημένοι», όπως λέγαμε στο σχολείο, με τις ομοιόμορφες αυστηρές φορεσιές τους. Τέλος το ενδιαφέρον για τη λατρευτική χοροστασία ανανεώθηκε κυρίως με το χαρισματικό κίνημα από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα, επηρεάζοντας και αρκετές παραδοσιακές ευαγγελικές αποχρώσεις. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι η ρυθμική γενικά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λατρείας των μαύρων χριστιανών που τόχουν κυριολεκτικά στο αίμα τους να λατρεύουν τον Κύριο με τις κινήσεις του σώματος. Δεν τ’ αναφέρω όλα αυτά –ας το ξαναπούμε, για να αποφύγουμε παρανοήσεις και παρεξηγήσεις- για να στήσουμε χορό από αύριο στις συνάξεις μας και στις ευαγγελιστικές μας εκστρατείες, αλλά για να μάθουμε να μη ρίχνουμε στο «πυρ το εξώτερον» αδελφούς μας που ο Θεός τους έχει οδηγήσει να Τον λατρεύουν με κάποιο διαφορετικό από μας τρόπο, που στο κάτω – κάτω υποδεικνύεται και μέσα στην Αγία Γραφή. Βέβαια, είναι πολύ πιθανόν πως θα υπάρχουν και αποκλίσεις και υπερβολές ξένες προς το ουσιαστικό νόημα της λατρείας του Θεού, κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει και με οποιαδήποτε άλλη λατρευτική εκδήλωση; Και θάθελα ακόμη ν’ αναφέρω την εμπειρία που διηγείται κάποιος χριστιανός συγγραφέας από την πρώτη γνωριμία του με τη λατρεία με ρυθμικές κινήσεις, σε μια εκκλησία της Καλιφόρνιας στα τέλη της δεκαετίας του ’70. «Η αίθουσα της εκκλησίας ήταν τόσο γεμάτη», γράφει, «ώστε η γυναίκα μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να μείνουμε πίσω όρθιοι. Μεσ’ από την ανοιχτή πόρτα πίσω μου μπορούσα να διακρίνω τους χορευτές που ετοιμάζονταν για την είσοδό τους. Έκλαιγαν και προσεύχονταν. Αργότερα διαπίστωσα ότι είχαν νηστέψει επτά μέρες για τη μοναδική αυτή λατρευτική τους εμφάνιση. Καθώς κατέβαιναν μέσα απ’ τους διαδρόμους προς την ορχήστρα που έπαιζε τη μουσική, η γλυκιά ατμόσφαιρα της λατρείας άγγιζε την καρδιά μου. Οι χορευτές χαμογελούσαν μέσα απ’ τα δάκρυά τους. Κάθε κίνηση του σώματός τους ήταν προετοιμασμένη λατρεία του Θεού». «Όσα ο Θεός εκαθάρισε, συ μη λέγε βέβηλα». Έχουμε την εντύπωση ότι ο Θεός το είπε μονάχα για το χοιρινό κρέας και για τα υπόλοιπα φαγώσιμα;
**************************
Ασφαλώς το τελευταίο απ’ τα εκθέματα της πιο ολισθηρής αίθουσας του λατρευτικού μουσείου, το θέμα των γλωσσών, απαιτεί μια ολόκληρη ομιλία. Μην ανησυχείτε· εμείς θα πούμε δυο λόγια μονάχα και θα τελειώσουμε.
Διαβάσαμε προηγουμένως στην εντολή του αποστόλου Παύλου: «το λαλείν γλώσσας μη εμποδίζετε». Το εδάφιο αυτό, όπως είδαμε, βρίσκεται στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους, όπου ο συγγραφέας περιγράφει την κατάσταση -ή μάλλον την ακαταστασία- που επικρατούσε στις συνάξεις τους. Διαβάζοντας τις προτροπές και τις διαμαρτυρίες του έχουμε ολοκάθαρη την εικόνα μιας πεντηκοστιανής εκκλησίας, ακραίων μάλιστα εκδηλώσεων. Και όμως παρ’ όλο που παραδέχεται ότι κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν «μαινόμενοι» από ένα ξένο επισκέπτη, δεν απορρίπτει το χάρισμα των γλωσσών, παρά μόνο τις υπερβολές και το χάος που μπορούσε να προκαλέσει η έλλειψη ευπρέπειας και τάξης. Οι χριστιανοί αδελφοί, οι «Πλύμουθ Μπρέδρεν», από τους οποίους προέρχεται η εκκλησία μας , ήταν σίγουροι ότι το χάρισμα των γλωσσών καταργήθηκε μετά τα αποστολικά χρόνια, και στη συνέχεια η νηφάλια και ευλαβής σιωπηλή στάση αποτέλεσε τον κανόνα, μαζί με κάποιες θερμές συναισθηματικές εκδηλώσεις που δεν ξεπερνούσαν όμως το μέτρο. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.
Στο βιβλίο του «Η Πόλη του Θεού» ο Ιερός Αυγουστίνος, γύρω στο 400 μ.Χ., περιγράφει με τα παρακάτω λόγια τις εκδηλώσεις των πιστών σε μια πασχαλινή λατρεία, όπου δύο άνθρωποι είχαν θεραπευτεί: «τέτοιος θαυμασμός προκλήθηκε από άντρες και γυναίκες, ώστε οι επικλήσεις και τα δάκρυα έμοιαζε πως δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν… κραύγαζαν δοξολογίες στο Θεό χωρίς λέξεις [η υπογράμμιση δική μου], αλλά σε τέτοια ένταση, ώστε τ’ αυτιά μας σχεδόν δεν μπορούσαν να την αντέξουν. Τι άλλο υπήρχε στις καρδιές όλου αυτού του πλήθους που θορυβούσε μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά μόνο η πίστη του Χριστού;»
Εξάλλου περιγραφές από συναθροίσεις των πρώτων αιώνων μιλούν για πιστούς που προσεύχονται με υψωμένα τα χέρια, κτυπούν ρυθμικά τα χέρια τους, γελούν χαρούμενα κι πέφτουν μπρούμυτα στο πάτωμα σε μετάνοια, κι αυτό γίνεται και στην ώρα της λατρείας και σε ιδιωτικές συγκεντρώσεις. Κι όσο για την καθαυτό γλωσσολαλιά, αυτή διατηρήθηκε σε μερικές χριστιανικές ομάδες της ανατολής κι ίσως και σε κάποια μοναστήρια της ίδιας περιοχής, κι αργότερα στη δύση εμφανίζεται κατά καιρούς σε διάφορες χριστιανικές ομάδες, κυρίως μετά τη μεταρρύθμιση, μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα, οπότε δημιουργείται το κίνημα των πεντηκοστιανών και στις μέρες μας των χαρισματικών. Εκείνο που έκανε τους περισσότερους χριστιανούς εντελώς επιφυλακτικούς απέναντι στο χάρισμα της γλωσσολαλιάς δεν ήταν αυτό καθαυτό το χάρισμα, τις πιο πολλές φορές. Ήταν οι υπερβολές, οι αποκλίσεις και οι διαστροφές που δυστυχώς το συνοδεύουν από τότε σχεδόν που εμφανίστηκε. Αν εμείς όλοι, αγαπητοί αδελφοί πεντηκοστιανοί, αντιμετωπίζουμε με τόση δυσπιστία την υπόθεση της γλωσσολαλιάς, ασφαλώς σ’ αυτό δεν είναι υπεύθυνο το Άγιο Πνεύμα που το χάρισε τόσο άφθονα στα πρώτα αποστολικά χρόνια, και που ίσως να μην το απέσυρε ποτέ από την εκκλησία Του. Υπεύθυνοι είστε εσείς, με τις υπερβολές και την ασύνετη τακτική αρκετών από ανάμεσά σας, που μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς είναι και πνευματικοί ηγέτες και παρασύρουν τους πιστούς σε επικίνδυνους και σφαλερούς δρόμους. Έχω υπ’ όψη μου ακριβώς τα λόγια που ακούστηκαν από εντελώς υπεύθυνα χείλη –από έναν από τους πρωταγωνιστές του κινήματος της πεντηκοστής στον τόπο μας- σε κάποια σύναξη της εκκλησίας της οποίας είναι ποιμένας. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό ο αδελφός κατέχει δίπλα στο χάρισμα των γλωσσών και το χάρισμα της φραστικής υπερβολής –για να το πούμε έτσι- αλλά από τα λόγια του μαθαίνουμε ότι όταν τον πρωτοεπισκέφτηκε το Άγιο Πνεύμα με τη γλωσσολαλιά βρέθηκε σε έξαλλη κατάσταση, «σκότωνε άνθρωπο» -έτσι ακριβώς το λέει,- αυτοί που τον συγκρατούσαν –προφανώς για να μην γκρεμίσει τα πάντα- τα κατάφερναν με μεγάλη δυσκολία, κάποια μάλιστα αδελφή δέχτηκε κλωτσιά –κι από τότε της έμεινε μόνιμο σημάδι- και άλλα τέτοια. Και θυμήθηκα πως όταν ήμουν μικρός μια Κυριακή πρωί στην εκκλησία μας σηκώθηκε κάποια γυναίκα από άλλη εκκλησία και γλωσσολάλησε κι εγώ για δυο – τρεις νύχτες είχα ταραγμένο ύπνο από το θέαμα που αντίκρισα. Έχω την εντύπωση πως αν όχι τίποτε άλλο, οι εκδηλώσεις του Αγίου Πνεύματος σίγουρα βοηθούν ένα μικρό παιδί να κοιμάται ήσυχα, χωρίς να βλέπει εφιάλτες.
Το χειρότερο όμως είναι ότι ο εν λόγω ποιμένας προτρέπει σε έξαλλο σχεδόν ύφος τους πιστούς της εκκλησίας του να γλωσσολαλούν ασταμάτητα –«δεν υπάρχει ώρα της μέρας που δεν γλωσσολαλώ», βεβαιώνει για τον εαυτό του –και ό,τι κι αν τους συμβεί στη ζωή κι όποιο πρόβλημα κι αν έχουν κι όποιες καταστάσεις κι αν αντιμετωπίζουν, η λύση είναι πολύ απλή: να προφέρουν κάποιους ακατάληπτους φθόγγους σύμφωνα με το υπόδειγμα που τους δίνει. Κάτι δηλαδή σαν το μαγικό «άμπρα κατάμπρα» και τα παρόμοια. Διερωτώμαι τι σχέση μπορούν νάχουν όλα αυτά με το αληθινό ευαγγέλιο του Χριστού.
Η λατρεία αποτελεί το ουσιαστικότερο κεφάλαιο μέσα στη ζωή της εκκλησίας του Χριστού. Από αυτήν ξεκινούν κι αυτή επηρεάζει όλες τις υπόλοιπες εκδηλώσεις της κι ολόκληρη τη δραστηριότητά της. Ας αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού να δώσει νέα πνοή στην ώρα της λατρείας μέσα στη τοπική μας εκκλησία, κι ας μην την αφήνουμε να τυποποιηθεί και να γίνει μια ώρα συνήθειας και ρουτίνας. Ο Καρλ Μπαρτ, ο μεγάλος ελβετός θεολόγος, γράφει κάπου ότι η «χριστιανική λατρεία είναι η πιο βαρυσήμαντη, η πιο επιτακτικά αναγκαία, η πιο ένδοξη πράξη που μπορεί να λάβει χώρα στην ανθρώπινη ζωή». Τα λόγια αυτά προσδιορίζουν, πιστεύω, και το μέτρο της ευθύνης μας σχετικά με το θέμα της λατρείας απέναντι στο Θεό και στην εκκλησία Του. Μακάρι το Άγιο Πνεύμα να μας φωτίζει και να μας ανοίγει τους δικούς Του δρόμους.
(Συνέδριο Θεσσαλονίκης, 10/3/97)