Γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει

(A. W. Tozer, 1950 – «Αν και απέθανε, ακόμη μιλάει»)

Η χριστιανική πίστη, με βάση πάντοτε την Καινή Διαθήκη, διδάσκει την πλήρη αντίθεση μεταξύ της Εκκλησίας και του κόσμου. Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χριστιανοσύνης σήμερα είναι ότι έχει προσπαθήσει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ δύο αντιθέτων – του κόσμου και της Εκκλησίας,  συνάπτοντας έναν παράνομο γάμο για τον οποίο δεν υπάρχει κανένα βιβλικό έρεισμα. Στην πραγματικότητα, καμιά πραγματική ένωση μεταξύ του κόσμου και της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Όταν η Εκκλησία ενώνεται με τον κόσμο, δεν είναι πλέον η αληθινή Εκκλησία, αλλά μόνο ένα θλιβερό υβριδικό κατασκεύασμα – βδέλυγμα στα μάτια του Κυρίου.

Το σύμμεικτο αυτό σύστημα – σκότους και φωτός – μέσα στο  πολλοί Χριστιανοί (ή μήπως θα πρέπει να λέμε οι περισσότεροι;) περπατούν σήμερα,  δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε ασάφεια σε σχέση με τη διδασκαλία των Γραφών. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφές στην Αγία Γραφή, όσον αφορά στη σχέση του Χριστιανού με τον κόσμο. Η σύγχυση οφείλεται στην απροθυμία των κατ’  επίφαση Χριστιανών να λάβουν σοβαρά υπόψη τον Λόγο του Κυρίου. Και είναι σε τέτοιο βαθμό ο χριστιανισμός μπλεγμένος με τον κόσμο, ώστε εκατομμύρια Χριστιανών δεν μπορούν να διανοηθούν πόσο πολύ έχουν εκπέσει από το πρότυπο της Καινής Διαθήκης.

Όλο αυτό το πράγμα είναι στην ουσία του πνευματικό. Ο Χριστιανός είναι αυτό που είναι, όχι από θεολογική ιδεολογία, αλλά από ΝΕΑ ΓΕΝΝΗΣΗ. Είναι Χριστιανός, επειδή κατοικεί μέσα σ’ αυτόν Άγιο Πνεύμα. «Μόνο αυτό που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα είναι πνεύμα» (Ιωάννης 3:6). Η σάρκα δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε πνεύμα, άσχετα με το πόσοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί εργάζονται πάνω σε αυτό. Η τελετή της αφιέρωσης, το βάπτισμα στο νερό,  η κοινωνία, η ομολογία πίστεως – κανένα από αυτά ούτε όλα αυτά μαζί μπορούν να μετατρέψουν τη σάρκα σε πνεύμα ούτε να μεταλλάξουν έναν γιο του Αδάμ σε γιο του Θεού.  «Επειδή είστε υιοί», έγραψε ο Παύλος στην προς Γαλάτας,  «ο Θεός έστειλε το Πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές σας, που φωνάζει, Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4:6), ενώ προς τους Κορινθίους έγραφε: «Να εξετάζετε τον εαυτό σας, για να δείτε αν είστε στην πίστη. Να δοκιμάζετε τον εαυτό σας. Δεν ξέρετε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μέσα σας, εκτός και αν είστε αδόκιμοι κατά τι;» (2 Κορινθίους 13:05). Και στην προς Ρωμαίους: «Αλλά εσείς δεν είστε της σάρκας, αλλά του Πνεύματος, αν το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας. Αλλά, αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει στον Χριστό» (Ρωμαίους 8:9).

Όλη αυτή η τραγική σύγχυση,  η τόσο εμφανής ανάμεσα σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, θα μπορούσε να διαλυθεί «εν μιά νυκτί», αν οι Χριστιανοί, αντί να ακολουθούν άσκεφτα ο ένας τον άλλον,  άρχιζαν να ακολουθούν πραγματικά τον Ιησού Χριστό. Επειδή ο Κύριος ήταν τόσο σαφής ως προς τη σχέση του πιστού με τον κόσμο. Σε μια περίπτωση, όταν οι κατά σάρκα αδελφοί Του, μέσα στην άγνοιά τους, τον είχαν προτρέψει να πάει κι αυτός στην Ιερουσαλήμ, τους είπε: «Ο δικός μου καιρός δεν ήρθε ακόμα, ενώ ο δικός σας καιρός είναι πάντοτε έτοιμος. Δεν μπορεί ο κόσμος να μισεί εσάς.  Εμένα, όμως, με μισεί, επειδή εγώ δίνω μαρτυρία γι’ αυτόν, ότι τα έργα του είναι πονηρά» (Ιωάν. 7/6-7). Ταύτιζε έτσι τους σαρκικούς αδελφούς Του με τον κόσμο, λέγοντας ότι Αυτός κι εκείνοι ήταν από δύο διαφορετικά πνεύματα. Ο κόσμος μισούσε τον Ίδιο,  όχι όμως και εκείνους,  επειδή ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να μισεί τους δικούς του. Καμιά οικογένεια δεν μπορεί να σταθεί,  αν το ένα μέλος είναι εναντίον του άλλου. Αλλά, παρόλο που τα τέκνα της σάρκας μπορεί να μάχονται το ένα εναντίον του άλλου, στην ουσία είναι ένα και το αυτό. Είναι για αυτό τον λόγο που ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Αν ο κόσμος σάς μισεί, να ξέρετε ότι πρωτύτερα από σας μίσησε εμένα. Αν ήσασταν από τον κόσμο, ο κόσμος θα αγαπούσε το δικό του επειδή, όμως, δεν είστε από τον κόσμο, αλλά εγώ σας διάλεξα από τον κόσμο, γι’ αυτό ο κόσμος σάς μισεί» (Ιωάν. 15/18-19). Αλλά και ο Παύλος εξηγεί στην επιστολή του προς τους Γαλάτες για ποιο λόγο ο σαρκικός άνθρωπος θα διώκει πάντοτε τον πνευματικό: «… όπως τότε αυτός που γεννήθηκε κατά σάρκα καταδίωκε αυτόν που γεννήθηκε κατά πνεύμα, έτσι και τώρα» (Γαλ. 4/29).

Έτσι, σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, από την αρχή μέχρι το τέλος, σύρεται ξεκάθαρα  μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Εκκλησία και τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεσαία κατάσταση. Ο Κύριος δεν εγκρίνει κάποιο είδος αλληλοανοχής με βάση το  «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε», έτσι ώστε οι ακόλουθοί Του να επιτρέπεται να υιοθετούν τους τρόπους του κόσμου και να φλερτάρουν με αυτόν. Το χάσμα ανάμεσα στον αληθινό Χριστιανό και τον κόσμο είναι τόσο μεγάλο και αγεφύρωτο όσο το χάσμα που χώριζε τον πλούσιο από τον φτωχό Λάζαρο.

Γνωρίζω καλά και αισθάνομαι βαθιά πόσο προσβλητικά θα είναι τα πιο πάνω για τους πολυπληθείς κοσμικούς ανθρώπους που περιτριγυρίζουν το παραδοσιακό ποίμνιο του Χριστού. Δεν ελπίζω, βέβαια, ότι θα αποφύγω την κατηγορία της μισαλλοδοξίας και της μη ανεκτικότητας, που αναμφίβολα θα προσάψουν εναντίον μου οι συγχυσμένοι θρησκόληπτοι που νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν οι ίδιοι πρόβατα με το να συναγελάζονται απλώς με τους γνήσιους Χριστιανούς. Αλλά θα πρέπει να πούμε τη σκληρή αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν γίνονται Χριστιανοί με το να συμμετέχουν απλώς σε εκκλησιαστικές συναθροίσεις, ούτε με τη θρησκευτική επαφή ούτε ακόμη από τη θρησκευτική εκπαίδευση. Τότε μόνο οι άνθρωποι γίνονται Χριστιανοί, όταν το Άγιο Πνεύμα, αφού μετανοήσουν ειλικρινά και λυπηθούν κατά Θεόν για την αμαρτωλότητά τους,  «εισβάλει» στην καρδιά τους και τους αναγεννήσει. Και όταν λάβει χώραν αυτό το θαυμαστό, μοναδικό γεγονός, τότε μπορούν να πιστεύουν για τους εαυτούς τους ότι ανήκουν  «στο εκλεκτό γένος, στο βασίλειο ιεράτευμα, στο άγιο έθνος,  στον λαό που απέκτησε ο Θεός … που κάποτε δεν ήταν  λαός, τώρα όμως είναι λαός του Θεού (Α’ Πέτρου 2/9-10).

Με την παράθεση των πιο πάνω εδαφίων δεν θέλουμε με κανέναν τρόπο να εστιάσουμε  την προσοχή σε ένα μονάχα μέρος της αλήθειας,  αποκρύπτοντας κάποιο άλλο. Το νόημα των εδαφίων αυτών είναι καθόλα σύμφωνο με το πνεύμα ολόκληρης της Καινής Διαθήκης. Είναι σαν να βουτάμε ένα φλιτζάνι στη θάλασσα. Δεν παίρνουμε έτσι όλο το νερό του ωκεανού, ωστόσο  αυτό αποτελεί ένα πραγματικό δείγμα θαλασσινού νερού, απόλυτα όμοιο με όλο το υπόλοιπο.

Η δυσκολία που αντιμετωπίζουμε ως σύγχρονοι Χριστιανοί δεν είναι η μη κατανόηση της Γραφής,  αλλά η απροθυμία μας να εφαρμόσουμε αυτά που σαφώς διακηρύττει. Το πρόβλημά μας έγκειται στο να εγκαταλείψουμε παντελώς το κοσμικό φρόνημα και να λάβουμε τον Ιησού Χριστό πραγματικά ως ΚΥΡΙΟ,  όχι μόνο στα λόγια αλλά προπάντων στην πράξη, στα έργα. Επειδή ένα πράγμα είναι να λέμε «Κύριε,  Κύριε» και άλλο είναι να υπακούμε στις εντολές Του. Ένα πράγμα είναι να ψάλλουμε: «Μπρος στα πόδια Σου πέφτω, προσκυνώ …» ή να απολαμβάνουμε τις όμορφες μελωδίες των ύμνων και άλλο να σηκώσουμε τα μάτια μας από τα απατηλά θέλγητρα του κόσμου και να τα προσηλώσουμε στην Πόλη του Θεού, την ουράνια Ιερουσαλήμ.

Τόσο τα τέκνα αυτού του κόσμου όσο και τα τέκνα του Θεού έχουν βαπτιστεί ξεχωριστά σε ένα πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα όμως και το πνεύμα του κόσμου είναι τόσο αντίθετα μεταξύ τους όσο ο ουρανός και η κόλαση. Για τους υιούς του αιώνα τούτου τα πράγματα του Αγίου Πνεύματος είναι είτε γελοία – οπότε διασκεδάζει με αυτά – είτε χωρίς σημασία οπότε του προκαλούν ανία. «Ο φυσικός άνθρωπος, όμως, δεν δέχεται αυτά που ανήκουν στο Πνεύμα τού Θεού, επειδή είναι σ’ αυτόν μωρία, και δεν μπορεί να τα γνωρίσει για τον λόγο ότι ανακρίνονται με πνευματικό τρόπο» (1 Κορ. 2/14).

Στην πρώτη επιστολή του Ιωάννη,  δύο λέξεις χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά, «αυτοί » και «εσείς», οριοθετώντας έτσι, ο θεόπνευστος συγγραφέας, δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους.  Η πρώτη αναφέρεται στους άνδρες και τις γυναίκες του αιώνα τούτου,  ενώ η δεύτερη στους εκλεκτούς, που έχουν στρέψει την πλάτη στον κόσμο,  για να ακολουθήσουν το Αρνίο.  Ο απόστολος πουθενά δεν αποτίνει φόρο τιμής στον μικρό θεό που λέγεται «ανοχή», αλλά είναι ωμά ασυμβίβαστος. Ξέρει ότι η ανοχή μπορεί να είναι απλώς ένα άλλο όνομα για την αδιαφορία. Χρειάζεται μια ισχυρή πίστη για να δεχθεί κανείς τη διδασκαλία του Ιωάννη. Είναι  πολύ πιο εύκολο να θολώνει κανείς τη γραμμή του διαχωρισμού και έτσι να μην προσβάλλει κανέναν. Είναι πολύ ασφαλέστερο να μιλάει γενικά και να χρησιμοποιεί το «εμείς», περιλαμβάνοντας γνήσιους  χριστιανούς και άπιστους. Η πατρότητα του Θεού τεντώνεται τόσο πολύ από κάποιους σύγχρονους κήρυκες,  ώστε αυτή να μπορεί να περιλαμβάνει τους πάντες,  από τον πιο διαβόητο σύγχρονο εγκληματία μέχρι τον προφήτη Δανιήλ.  Έτσι, κανείς δεν νιώθει προσβεβλημένος και όλοι αισθάνονται  πολύ άνετα και είναι έτοιμοι για τον ουρανό. Αλλά ο μαθητής που έθεσε το αυτί του στο στήθος του Ιησού δεν μπορούσε τόσο εύκολα να εξαπατηθεί. Τράβηξε μια διακριτή γραμμή για να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε δύο στρατόπεδα, τους σωσμένους από τους χαμένους. Από τη μια πλευρά είναι  τα γνήσια παιδιά του Θεού, που θα αναστηθούν την έσχατη ημέρα σε αιώνια ζωή κι από την άλλη τα παιδιά του διαβόλου, που  θα βυθιστούν  στην αιώνια απώλεια και καταδίκη. Μεταξύ των δύο «χάσμα μέγα εστήρικται», το οποίο κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να διαπεράσει. «Εσείς, παιδάκια, είστε από τον Θεό και τους έχετε νικήσει επειδή, μεγαλύτερος είναι αυτός που είναι μέσα σε σας, παρά αυτός που είναι μέσα στον κόσμο. Αυτοί είναι από τον κόσμο γι’ αυτό μιλούν από τον κόσμο, και ο κόσμος τούς ακούει. Εμείς είμαστε από τον Θεό εκείνος που γνωρίζει τον Θεό, ακούει εμάς, όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν ακούει εμάς. Από τούτο γνωρίζουμε το πνεύμα τής αλήθειας και το πνεύμα τής πλάνης» (1 Ιωάν. 4/4-6). Μπορεί ένας, που ειλικρινά αναζητάει την αλήθεια, να μην καταλάβει τι θέλει να πει το Πνεύμα του Θεού μέσω του αποστόλου; Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, δεν είναι η κατανόηση αλλά η πίστη και η υπακοή. Το ερώτημα δεν είναι θεολογικό: «Τι διδάσκει εδώ ο Ιωάννης;»,  αλλά ηθικό: «Είμαι πρόθυμος να υπακούσω και να υποστώ τις συνέπειες; Να δεχτώ την απαρέσκεια και την περιφρόνηση της ούτω καλούμενης φιλελεύθερης άποψης; Να διαφωνήσω με το θρησκευτικό κατεστημένο και να ακολουθήσω τον Απόστολο του Χριστού; Με δυο λόγια, να σηκώσω το ματωμένο σταυρό και να αψηφήσω το όνειδός του;»

Ο Χριστιανός καλείται να ξεχωρίσει από τον κόσμο, ωστόσο θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι τι εννοούμε με αυτό ή μάλλον τι ο Θεός εννοεί με τη λέξη «κόσμος». Ας μη νομίζουμε ότι πρόκειται απλά για εξωτερικούς τρόπους συμπεριφοράς, γιατί έτσι χάνουμε το πραγματικό νόημα. Τα γλέντια, το ποτό, η μόδα και τα συναφή, δεν είναι παρά οι εξωτερικές εκφάνσεις του κόσμου. Ο πόλεμός μας δεν είναι απλώς ενάντια στις εξωτερικές κοσμικές εκδηλώσεις αλλά ενάντια στο πνεύμα του κόσμου. Επειδή ο άνθρωπος, είτε αναγεννημένος είναι είτε μη, είναι στην ουσία πνεύμα.

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, «κόσμος» είναι η ανθρώπινη μη αναγεννημένη φύση, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, είτε στην ταβέρνα είτε στην εκκλησία. Οτιδήποτε προέρχεται ή βασίζεται πάνω στην πεσμένη ανθρώπινη φύση είναι «κόσμος», είτε ηθικά διεστραμμένο είναι είτε ηθικά σεβάσμιο.

Οι αρχαίοι Φαρισαίοι, παρά την ενθουσιώδη αφοσίωση στη θρησκεία τους, ήταν στην ουσία εκ του κόσμου. Οι πνευματικές αρχές πάνω στις οποίες είχαν οικοδομήσει το σύστημά τους δεν αντλήθηκαν από επάνω (από τον Θεό) αλλά από κάτω. Ακολούθησαν εναντίον του Ιησού την τακτική των απίστων: δωροδόκησαν ανθρώπους για να ψευδομαρτυρήσουν. Για να υπερασπιστούν  τον Θεό, ενέργησαν σαν διάβολοι. Για να υποστηρίξουν την Αγία Γραφή, αψήφησαν τις διδασκαλίες της. Βούλιαξαν τη θρησκεία για να σώσουν τη θρησκεία. Κυριεύθηκαν από τυφλό μίσος στο όνομα της θρησκείας της αγάπης.  Αλίμονο – ο κόσμος σε όλη του τη «δόξα» εναντίον του Θεού! Τόσο άγριο ήταν αυτό το πνεύμα, που ποτέ δεν ησύχασε μέχρι που θανάτωσε τον ίδιο τον Υιό του Θεού! Το πνεύμα των Φαρισαίων ήταν ενεργά και κακόβουλα εχθρικό προς το Πνεύμα του Ιησού, σαν να ήταν το καθένα ένα είδος απόσταξης των δύο κόσμων από όπου προέρχονταν.

Οι σημερινοί δημοφιλείς διδάσκαλοι,  τοποθετούν την Επί του Όρους Ομιλία σε μια άλλη Οικονομία, αμφισβητώντας  τη διαχρονικότητά της. Αποδεσμεύουν έτσι τους Χριστιανούς από τις διδαχές της, χωρίς να  αντιλαμβάνονται, δυστυχώς, πόση ζημιά προκαλούν. Οι μακάριοι πτωχοί στο πνεύμα και αυτοί που πεινούν και διψούν για τη δικαιοσύνη είναι αληθινοί υιοί της Βασιλείας.  Με πραότητα δείχνουν έλεος προς τους εχθρούς τους. Με άδολη ειλικρίνεια ατενίζουν τον Θεό. Αν και διώκονται με μανία,  ευλογούν και δεν καταριούνται. Δεν  διατυμπανίζουν τα καλά τους έργα. Υπηρετούν τον Θεό με ταπείνωση και με υπομονή,  προσμένοντας τον έπαινο από Αυτόν και όχι από τους ανθρώπους. Δεν μεταχειρίζονται βία για να προστατέψουν τα υπάρχοντά τους, ενώ θησαυρίζουν θησαυρούς στον ουρανό.

Ύστερα από τα χαρακτηριστικά αυτά των αληθινών ακόλουθων του Ιησού, τι να πούμε για τους Χριστιανούς εκείνους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για θέσεις και αξιώματα; Πώς να παραγνωρίσουμε το πάθος για αναγνώριση που διακατέχει ορισμένους εκκλησιαστικούς ηγέτες; Τι να πούμε για τις πολιτικές φιλοδοξίες που δεν κρύβουν κάποιοι άλλοι ηγέτες ή για την απληστία και την απαίτηση για μεγαλύτερες χρηματικές εισφορές εκ μέρους των Χριστιανών για το «έργο του Θεού»; Πώς να εξηγήσουμε την ξεδιάντροπη προσωπολατρία που εξυψώνει ορισμένους κήρυκες σε μέγεθος κολοσσού ή το δουλοπρεπές χειροφίλημα των πλουσίων του κόσμου τούτου από μέρους εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους σωστούς κήρυκες του Ευαγγελίου;

Από την άλλη, οι ποικίλες χονδροειδείς εκδηλώσεις της πεσμένης ανθρώπινης φύσης αποτελούν μέρος της βασιλείας αυτού του κόσμου. Όλος αυτός ο τεχνητός κόσμος που αποκαλείται «υψηλή κοινωνία»,  οι οργανωμένες φιέστες με σκοπό τη ρηχή διασκέδαση, οι μεγάλες αυτοκρατορίες που είναι κτισμένες πάνω σε φαύλες και αφύσικες συνήθειες, η χωρίς όρια κατάχρηση φυσιολογικών ορέξεων, όλα αυτά συνιστούν το  σαθρό οικοδόμημα του κόσμου τούτου, που έχει στρέψει τα νώτα του προς τον Θεό, αρνούμενος ακόμη και αυτή την ύπαρξή Του! Όλα είναι μέρος της σάρκας, κτισμένα πάνω στη σάρκα και θα απολεστούν μαζί με τη σάρκα. Σε όλα αυτά τα πράγματα ο γνήσιος μαθητής του Χριστού δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συμμετέχει. Απεναντίας, θα πρέπει να γυρίσει την πλάτη του σ’  αυτά, ήσυχα και σταθερά,  χωρίς κανένα φόβο.

Όπως λοιπόν κι αν παρουσιάζεται ο κόσμος, είτε στις πιο άσχημες είτε στις πιο ύπουλες και εκλεπτυσμένες μορφές του, θα πρέπει να μην μας εξαπατά,  αλλά να τις αναγνωρίζουμε και να τις αποκηρύττουμε χωρίς περιστροφές. Αυτό πρέπει να κάνουμε,  αν θέλουμε να περπατήσουμε στη δική μας γενεά με τον Θεό όπως ο Ενώχ. Ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός του Χριστιανού με τον κόσμο είναι αναπόδραστη ανάγκη.

«Γι’ αυτό, «βγείτε έξω από ανάμεσά τους και αποχωριστείτε», λέει ο Κύριος, «και μη αγγίξετε ακάθαρτον» κι «εγώ θα σας δεχθώ, και θα είμαι Πατέρας σας, κι εσείς θα είστε γιοι μου και θυγατέρες», λέει ο Κύριος, ο Παντοκράτορας». (Β’ Κορ. 6/17)

«Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν ξέρετε ότι η φιλία τού κόσμου είναι έχθρα προς τον Θεό; ‘Οποιος, λοιπόν, θελήσει να είναι φίλος τού κόσμου, γίνεται εχθρός τού Θεού». (Ιακ. 4/4)

«Μη αγαπάτε τον κόσμο, ούτε αυτά που υπάρχουν μέσα στον κόσμο. Αν κάποιος αγαπάει τον κόσμο, η αγάπη τού Πατέρα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτόν. επειδή, κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο: Η επιθυμία τής σάρκας και η επιθυμία των ματιών και η αλαζονεία τού βίου, δεν είναι από τον Πατέρα, αλλά είναι από τον κόσμο. Και ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία του εκείνος, όμως, που πράττει το θέλημα του Θεού, μένει στον αιώνα». (1 Ιωάν. 2/15-16)

Απόδοση στα Ελληνικά:  Αντρέας Φούρναρης

Comments are closed.