ΕΝΑ ΣΥΝΘΗΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ του Παναγιώτη Σταυρινού, Μαθηματικού


Ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, όταν ένα πρωί καθώς βγήκα από την πολυκατοικία όπου έμενα, η ματιά μου έπεσε σε ένα σύνθημα, που ήταν γραμμένο σε ένα τοίχο. Το σύνθημα έγραφε: «Αν υπάρχει Θεός, την πατήσαμε». Αυτή η γραφή έμεινε ως τον καιρό που τέλειωσα τις σπουδές μου και κάθε μέρα που περνούσα από αυτό το δρομάκι, έριχνα μια ματιά στον τοίχο από περιέργεια, για να εξακριβώσω αν ακόμα το σύνθημα παρέμενε εκεί. Πέρασε κάμποσος καιρός και μια μέρα αποφάσισα να πάω σαν κλέπτης εν νυκτί, να προσθέσω στο σύνθημα τη φράση, «και όμως υπάρχει». Αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη, γιατί κατάλαβα πως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη ενός Γαλιλαίου της πίστης. Κάθε μέρα που περνούσα από αυτό το δρομάκι σκεφτόμουν το τραγικό πρόσωπο που έγραψε αυτά τα λόγια στον τοίχο. Τα λόγια του ήταν μια δυνατή κραυγή αγωνίας, σαν να’ θελε να εξομολογηθεί στην κοινωνία το δράμα της ψυχής του. Πολύ γρήγορα κατάλαβα, ότι ο Θεός μιλούσε με τον πιο δυνατό και εκφραστικό τρόπο στους περαστικούς, που διάβαζαν το σύνθημα. Τους έστελνε το μήνυμα ότι χωρίς Θεό μπορούν να καταντήσουν τα πιο τραγικά όντα μέσα στο σύμπαν, όπως ο απελπισμένος συντάκτης του συνθήματος, που ζητούσε στην πραγματικότητα επειγόντως βοήθεια. Όμως υπήρχε κάτι, που με έκανε να ελπίζω ότι ο άγνωστος μια μέρα μπορεί να ερχόταν στο Χριστό. Αυτό το κάτι ήταν η μικρή λέξη «αν», που έβαλε στο σύνθημά του. Γιατί ξέρω, πως με τούτη τη λέξη ξεκινούμε όλοι, προτού καταλήξουμε στο Χριστό.

Την τελευταία φορά που πήγα στην Αθήνα, πέρασα από τον ίδιο δρόμο που διάβαινα κάθε μέρα στα φοιτητικά μου χρόνια. Στον τοίχο δεν υπήρχε τίποτε γραμμένο. Εκεί κοντά καθόταν ένας λαχειοπώλης. Πλησίασα τον τοίχο και με τα δάχτυλα άγγιξα το σημείο που υπέθεσα ότι κάποτε ήταν γραμμένο το σύνθημα. «Συμβαίνει τίποτε κύριε»; Μου είπε ο λαχειοπώλης. «Προσπαθώ να διαβάσω κάτι», του είπα. «Λοιπόν, διάβασε να δούμε τι γράφει», μου απάντησε με ένα κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του. «Άκουσε τι γράφει»: «Ενώ εμείς είμαστε ακόμα αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας» (Ρωμ.5/8). Σηκώθηκε από το καρεκλάκι του και αφού κοίταξε πρώτα τον καθαρό τοίχο, ύστερα με κοίταξε σαστισμένος και είπε. «Ο Θεός να σε ελεήσει κύριε», και ξανακάθισε στο καρεκλάκι του. «Με ελέησε φίλε μου και μπορεί να ελεήσει και σένα, αν πιστέψεις και δεχτείς τα λόγια που άκουσες. Του εξήγησα ότι «σ’ αυτόν τον τοίχο πριν αρκετά χρόνια, κάρφωσε την ψυχή του ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Εμείς, αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό, είμαστε στην ίδια θέση μ’ εκείνον το δύστυχο. Απλώς κρατάμε το στόμα μας κλειστό». «Τι πρέπει να κάνουμε κύριε»;(Πρ.16/30) Είπε ο λαχειοπώλης. «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού και θα σωθείς» (Πρ.16/31), του είπα, ενώ τον εγκατέλειπα σαστισμένο στο καρεκλάκι του.

Καθώς απομακρυνόμουν συνειδητοποίησα, πως ο Θεός χρησιμοποίησε ξανά εκείνη την ιστορία με το σύνθημα. Σαράντα χρόνια μετά, ο Θεός με οδήγησε σε ένα λαχειοπώλη, για να χαράξω στην καρδιά του το όνομα του Αγαπημένου μας Λυτρωτή.


Παναγιώτης Σταυρινού
Μαθηματικός
Λεμεσός
stavrinoup@hotmail.com

Comments are closed.