“Το Τελευταίο Πρόσωπο”, της Βίκυς Κάλφογλου, Λέκτορος ΑΠΘ

 

Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου- Καλοτεράκη , Λέκτωρ Α.Π.Θ.

Πολιτισμός και Βαρβαρότητα: ένας σύγχρονος στοχαστής αντιμέτωπος με τη “διαίσθηση της αρχέγονης Πτώσης…”

«..ο δέκατος έννατος αιώνας είναι μεγάλος, αλλά ο εικοστός αιώνας θα είναι ευτυχισμένος.”

Βίκτωρ Ουγκώ

 

«..τίποτα δεν μας προετοίμασε για τον αιώνα μας.»

Τζωρτζ Στάϊνερ

 

Ξαφνικά το βλέπεις μπροστά σου…

Για τον επισκέπτη του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου στο Βερολίνο   (Deutsches Historisches Museum ), – στεγασμένο στο επιβλητικό μέγαρο της Παλαιάς Οπλοθήκης ( Zeughaus ) στη λεωφόρο Unter den Linden -, η περιήγηση στις αίθουσες που περιέχουν ιστορικό υλικό της περιόδου 1933 – 1945 είναι μια συγκλονιστική εμπειρία και παράλληλα μάθημα ιστορίας. Μέσα από φωτογραφικό και αρχειακό υλικό ( διαγράμματα, προσωπικές μαρτυρίες και εκπληκτικές αναλύσεις ) παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων : το ιστορικό πλαίσιο που ευνόησε την άνοδο και επικράτηση του Ναζισμού, η δομή και ιδεολογία της εξουσίας, οι μηχανισμοί καταπίεσης και εξόντωσης ανεπιθύμητων πολιτικών και φυλετικών ομάδων, το πρόγραμμα « ευθανασίας» για την « απαλλαγή » της κοινωνίας από τα « άχρηστα» μέλη της, (  ανθρώπους δηλ. ανάπηρους σωματικά και διανοητικά ), το πρόγραμμα της « τελικής λύσης» (  Endloesung ) του Εβραϊκού « προβλήματος » που ξετυλίχθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ανατολικής Ευρώπης – Auschwitz, Treblinka, Majdanek…. Παρουσιάζονται με σκληρή ειλικρίνεια. Και, πράγματι, δεν ξέρω, αν άλλος λαός αντιμετώπισε ποτέ με τέτοια εντιμότητα ζοφερές σελίδες της ιστορίας του.

 

Και ξαφνικά το βλέπεις μπροστά σου.

Ένα ανθρώπινο πρόσωπο λαξεμένο σε ξύλο οξιάς. Ένα πρόσωπο που « βλέπει» κατάματα τον θάνατο. Τίτλος του εκθέματος : « Το τελευταίο πρόσωπο» (  Das letzte Gesicht ). Κι αυτή είναι η ιστορία του.

Μέσα στον χώρο του στρατοπέδου του Buchenwald ( σημαίνει δάσος από οξιές ) υπήρχε μια τεράστια οξιά. Λέγεται πως ήταν το αγαπημένο δέντρο του Γκαίτε, ο τόπος όλος εκεί γύρω ο συνηθισμένος προορισμός  στους συχνούς περιπάτους του. Θεωρούνταν εθνικό μνημείο. Κάποτε, το 1944, στη διάρκεια μιας αεροπορικής  επίθεσης, οι βόμβες από τα συμμαχικά αεροπλάνα χτύπησαν την αιωνόβια οξιά. Σωριάστηκε στο χώμα γεμίζοντας το ξέφωτο κλαδιά και σπαράγματα του κορμού της. Με μεγάλες προφυλάξεις ένας πολιτικός κρατούμενος, ο Bruno Apitz[1], πήρε ένα κομμάτι και σκάλισε πάνω του αυτή τη μορφή, σύμβολο του ανθρώπινου πόνου που τον περιτριγύριζε, σύμβολο των ανθρώπων που χάνονταν ανώνυμοι, σαν απλά νούμερα. Για να  δώσει, όπως είπε αργότερα, αξιοπρέπεια στον πόνο και στον θάνατό τους.

 

Μια σιωπηλή κραυγή

Το συγκεκριμένο έκθεμα αυτό καθεαυτό γεννά σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο σκέψεις, συνειρμούς, ερωτηματικά. Ίσως το όποιο δικό μας σχόλιο θα ήταν και περιττό και προσβλητικό, αφού θα προερχόταν από ανθρώπους που τη φρίκη αυτή τη βλέπουμε σε « εκθέματα», την αναλύουμε σε ιστορικούς σχολιασμούς. Όμως δεν τη ζήσαμε.

Ήταν αδύνατον όμως,  όταν βρέθηκα μπροστά του και μαγνητισμένη διάβαζα και ξαναδιάβαζα  το κείμενο με τις πληροφορίες, να μην θυμηθώ, ανατριχιάζοντας κυριολεκτικά, τον Τζωρτζ Στάϊνερ ( George Steiner ). Αυτός ο σημαντικότατος λόγιος και στοχαστής του 20ου , και τώρα του 21ου, αιώνα έθεσε ένα αγωνιώδες ερώτημα – πώς ο άνθρωπος, παρά την πολιτιστική και τεχνολογική του πρόοδο, είναι ικανός για τόση βαρβαρότητα. Διαλεγόμενος μάλιστα τον Ιανουάριο του 1997 στη ραδιοφωνική εκπομπή FranceCulture  με τον Γάλλο δοκιμιογράφο Αντουάν Σπιρ και θίγοντας  πάλι  αυτό το θέμα που σαν έμμονη ιδέα ( αληθινή idée fixe ) διαπερνά το έργο του, κάνει λόγο για τον συμβολισμό της γέρικης οξιάς  :

« .. τίποτα δεν μας προετοίμασε για τον αιώνα μας. ..Το ερώτημα με το οποίο παλεύω σ’ όλα μου τα βιβλία και σ’ όλη μου τη διδασκαλία είναι πολύ απλό.. : γιατί οι ανθρώπινες επιστήμες, με την ευρύτερη έννοια του όρου, γιατί η λογική στις επιστήμες δεν μας πρόσφερε καμιά προστασία απέναντι στο απάνθρωπο ; Πραγματικά, γιατί μπορεί κανείς ( όπως το είπατε μόλις πριν ) το βράδυ να παίζει Σούμπερτ και το πρωί να πηγαίνει να εκτελεί το καθήκον του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης; Ούτε η ανάγνωση μεγάλων έργων ούτε η μουσική ούτε η τέχνη μπόρεσαν να εμποδίσουν την πλήρη βαρβαρότητα. Και- πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα : συχνά έγιναν ο διάκοσμος, η « φιοριτούρα», το όμορφο πλαίσιο της φρίκης. Ο κύριος Γ. έπαιζε Ντεμπυσσύ – ασύγκριτα προφανώς- ενώ ακούγονταν οι κραυγές εκείνων που περνούσαν από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου καθ’οδόν προς το Νταχάου. Και στη μέση του στρατοπέδου του Μπούχενβαλντ ιδού η περίφημη Buche, η οξιά : το αγαπημένο δέντρο του Γκαίτε.»[2]

Οι συνειρμοί είναι σαφείς : σύμβολα της Γερμανικής και γενικώτερα Ευρωπαϊκής κουλτούρας, όπως ήταν μια αγαπημένη τοποθεσία του Γκαίτε, οριοθετούν πια έναν εφιαλτικό  χώρο, το Μπούχενβαλντ, όπου η ανθρώπινη προσωπικότητα συστηματικά και μεθοδικά ταπεινώνεται και εξευτελίζεται. Η υψηλής ποιότητος πολιτιστική ζωή του Μονάχου υφίσταται παράλληλα με όσα συμβαίνουν στο γειτονικό στρατόπεδο του Νταχάου.

Σ’ ένα πληγωμένο σπάραγμα από το ξύλο αυτής της οξιάς του Γκαίτε χαράχτηκε το « Τελευταίο πρόσωπο», η μορφή ενός ανθρώπινου πλάσματος στην εσχατιά της ύπαρξης. Μ’ αυτό το « πρόσωπο» ο κρατούμενος του Μπούχενβαλντ « έβλεπε» το τέλος. Από τα μισάνοιχτα χείλη  της φιγούρας που θαρρείς  παλεύει να βγει μέσα απ’ τη φυλακή της  ξεπηδά μια κραυγή που κανένα ηχητικό σήμα δεν μπορεί να προκαλέσει.

« Τίποτα δεν μας προετοίμασε για τον αιώνα μας».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1760 ένας καλβινιστής έμπορος, ο Ζαν Καλά ( 1698-1762 ), ο οποίος απέκρυψε από τις αρχές την αυτοκτονία του γιου του, επειδή αυτό ήταν τότε ποινικό αδίκημα, κατηγορήθηκε ότι σκότωσε ο ίδιος τον γιο του, για να τον εμποδίσει να ασπασθεί τον καθολικισμό. Ο Καλά βασανίστηκε και  εκτελέστηκε. Η οικογένειά του ζήτησε τη συνδρομή του Βολταίρου, ο οποίος  συνέταξε τότε την Πραγματεία περί ανεξιθρησκείας ( Traite sur la tolerance ) και  κατόρθωσε τελικά να αποδείξει τη δικαστική πλάνη που, βέβαια, οφειλόταν  στον θρησκευτικό φανατισμό. Και σχολιάζει ο Τζ.Στάϊνερ[3] : « Με την παρακμή του σφρίγους των θρησκευτικών δογμάτων, θα ακολουθούσε αναπόφευκτα, έλεγε ο Βολταίρος, η παρακμή στα ανθρώπινα μίση, στην επιθυμία να καταστρέφουμε τον άλλο, επειδή ενσαρκώνει το κακό ή το ψεύδος. Η αδιαφορία θα γεννούσε την ανεκτικότητα.Σήμερα,… βρεθήκαμε να ζούμε σε μια κουλτούρα όπου έχει καθιερωθεί ευρύτατα η μεθοδική χρήση βασανιστηρίων για πολιτικούς σκοπούς. Ερχόμαστε αμέσως μετά από ένα στάδιο της ιστορίας όπου εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά έγιναν στάχτη. Σήμερα, σε διαφορετικά μέρη της γης, ολόκληρες κοινότητες πυρπολούνται ξανά, βασανίζονται ξανά, εκτοπίζονται ξανά. Μετά βίας θα βρει κανείς μέθοδο ταπείνωσης και πόνου που δεν εφαρμόζεται κάπου, αυτήν τη στιγμή ακριβώς, σε άτομα και σε ανθρώπινες ομάδες. Ο Βολταίρος, όταν τον ρώτησαν γιατί είχε βαλθεί να ξεσηκώσει όλη την Ευρώπη υπέρ ενός και μόνο ανθρώπου που είχε παραδοθεί στα χέρια των βασανιστών δικαστών, απάντησε, τον Μάρτιο του 1762 :   C’est que je suis homme” ( “ Επειδή είμαι άνθρωπος” ). Αν είν’έτσι, σήμερα θα φώναζε μονίμως και ματαίως».

Σαν μοναδική του απάντηση θ’ άκουγε ίσως την « κραυγή » απ’ το  «τελευταίο πρόσωπο».

 

Ποιος είναι ο George Steiner

Αν λίγοι δικαιούνται να μιλούν με το κύρος και την αυθεντία του αληθινού γνώστη για την Ευρωπαϊκή πολιτιστική παράδοση και την εξέλιξή της μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αναμφίβολα ένας απ’ αυτούς είναι ο Τζωρτζ Στάϊνερ. Έτσι, όταν  υποστηρίζει ότι « η τυπική υπεροχή και η αριθμητική επέκταση της εκπαίδευσης δεν αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα και σε πολιτική ορθολογικότητα..», ή ότι « φανερά χαρίσματα λογοτεχνικής εμβάθυνσης και αισθητικής λεπτότητας μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχουν με μια βάρβαρη, πολιτικά σαδιστική συμπεριφορά στο ίδιο άτομο» [4],  δεν μιλά για πράγματα που ούτε γνωρίζει σε βάθος, ούτε αγαπά. Όταν ρωτά : « Σε τι ωφέλησε το υψηλό επίπεδο του ανθρωπισμού τις καταπιεσμένες μάζες της ανθρώπινης κοινότητας ; Πού βοήθησε, όταν ήρθε η βαρβαρότητα ; Ποιο αθάνατο ποίημα σταμάτησε ή μετρίασε ποτέ τον πολιτικό τρόμο – μολονότι πολλά τον ύμνησαν;» [5], δεν μιλά ο  ημιμαθής, ο  ξένος σε κάθε καλλιτεχνική ευαισθησία . Ο άνθρωπος που παραδέχεται ότι « τίποτα από τον.. κόσμο του Νταχάου δεν επηρέασε τον μεγάλο κύκλο έργων μουσικής δωματίου του Μπετόβεν που παιζόταν τη χειμερινή περίοδο στο Μόναχο»[6] είναι ο ίδιος που εξομολογείται « προσωπικά ξέρω.. πως η μουσική είναι εκ των ων ουκ άνευ της ύπαρξής μου. Επαναδιαβεβαιώνει αυτό που διαισθάνομαι πως είναι το υπερβατικό, ή μάλλον αυτό για το οποίο ψάχνω στο υπερβατικό».[7]

Αξίζει να αναφερθεί, ως πλέον έγκυρη, η γνώμη του ανθρώπου που «κονταροχτυπήθηκε» με το κείμενο του Στάϊνερ μεταφράζοντας μελέτες του στα Ελληνικά. Ο Σεραφείμ Βελέντζας προλογίζοντας το 2001 τη Βαρβαρότητα της άγνοιας εξηγεί, γιατί ως τότε το έργο του ήταν ουσιαστικά άγνωστο στο Ελληνικό κοινό : « Η απίστευτη ευρυμάθεια, η χρήση φιλοσοφικής ορολογίας σχεδόν από όλα τα ρεύματα της δυτικής σκέψης, πολλές φορές και της ανατολικής, η αναφορά σε γλωσσολογικά ή καθαρά επιστημονικά θέματα, η εβραϊκή παράδοση…τα παραθέματα λογοτεχνικών έργων κάθε είδους και εποχής, κι όλα αυτά σε ένα ανεπίληπτο λογοτεχνικό ύφος είναι υπεραρκετά για να πτοήσουν και τον πιο παράτολμο και χαλκέντερο μεταφραστή.» [8]

Οι διευκρινίσεις αυτές είναι απαραίτητες, προκειμένου να καταδειχθεί η σημασία των παρατηρήσεων του Τζ. Στάϊνερ.  Έχει πάντα σημασία ποιος εκφέρει μια γνώμη. Η κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα από έναν μαθητή χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώση, αλλεργικό στα βιβλία, βαραίνει λίγο ως καθόλου. Είναι όμως κάτι το τελείως διαφορετικό, όταν προέρχεται από έναν μαθητή ουσιαστικά, όχι τυπικά, αριστούχο, γεμάτο ενδιαφέροντα και δίψα να μάθει, έναν μαθητή που η γνώση του δίνει χαρά. Και  αυτή είναι η περίπτωση του Στάϊνερ.

Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου του 1929 στο Παρίσι από εξαιρετικά μορφωμένους γονείς, γνήσιους εκπροσώπους των καλλιεργημένων, πολύγλωσσων Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Βιέννης του Μεσοπολέμου. Διαβλέποντας τον υφέρποντα αντισημιτισμό που είχε αρχίσει να δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα της αυστριακής πρωτεύουσας οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει ήδη το 1924 στο Παρίσι. Η ίδια σωτήρια διαίσθηση οδήγησε την οικογένεια το 1940 στις ΗΠΑ. Σώθηκαν από τη φωτιά του Ολοκαυτώματος. Η σκιά του όμως σφραγίζει αποφασιστικά τη σκέψη και το έργο του Στάϊνερ.

Θυμάται : « Η παιδική μου ηλικία ήταν εντελώς προνομιούχα, προστατευμένη, σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, πολλή μουσική, μια υπέροχη μητέρα, Βιεννέζα στην καταγωγή, πολύγλωσση… άρχιζε μια φράση σε μια γλώσσα και την τέλειωνε σε άλλη, χωρίς να το πάρει είδηση».[9] Ο πατέρας  του, όταν έγινε έξι χρονών, του δώρισε την Ιλιάδα στο πρωτότυπο κείμενο ( ! ) και άρχισε να διδάσκει τον κατενθουσιασμένο μικρό τη γλώσσα του Ομήρου. Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, η στέρεη γνώση τεσσάρων Ευρωπαϊκών γλωσσών, η κουλτούρα του οικογενειακού περιβάλλοντος, έδωσαν στον Στάϊνερ τα εφόδια για λαμπρές σπουδές και την ελευθερία να προσεγγίζει τη σκέψη και την ψυχή ολόκληρης της Ευρωπαϊκής παράδοσης.

Σπούδασε  στο Παρίσι, στο Σικάγο, στο Χάρβαρντ, στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ. Μέλος αρχικά του συντακτικού επιτελείου του περιοδικού Economist, άρχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα στο Institute for Advances Study του Princeton. H διδακτική του δραστηριότητα συνέχισε στο Καίμπριτζ και τη Γενεύη, όπου ήταν καθηγητής της Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας από το 1974 ως το 1994. Επίσης δίδαξε στο Γέηλ, στη Νέα Υόρκη , στην Οξφόρδη.

Γνωστά έργα του, κυρίως  μελέτες πάνω σε θέματα συγκριτικής λογοτεχνίας και πολιτισμού,  είναι : Τολστόυ ή Ντοστογιέφσκι ( 1958 ), Ο Θάνατος της Τραγωδίας ( 1961 ), Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα –  Λίγες σημειώσεις για ένα Νέο ορισμό της Κουλτούρας ( 1971 ), Αξόδευτα Πάθη : Δοκίμια 1978-96 ( 1996 ). Περίφημη είναι η μελέτη του Μετά τη Βαβέλ  (1975 ), « βιβλίο ορόσημο στις μεταφραστικές και γλωσσολογικές σπουδές», όπως χαρακτηρίστηκε. Το 1997 εκδόθηκαν τα Errata : Ανασκόπηση μιας Ζωής, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Μεγάλο μέρος του έργου του κυκλοφορεί τώρα και στα Ελληνικά.

 

Ερωτήματα που ζητούν απάντηση- Το «ατέλειωτο βάρος της απουσίας του Θεού».

Είναι αυτονόητο ότι όσα ακολουθούν δεν συνιστούν απόπειρα προσέγγισης του έργου του Στάϊνερ, στο σύνολό του. Η υπογράφουσα δεν έχει επίσης  το θράσος ή την ανοησία να προτάξει τις διανοητικές της ικανότητες απέναντι στις δικές του και να καταλήξει απλοϊκά στη  δήλωση ότι « εμείς, ως Χριστιανοί, έχουμε όλες τις απαντήσεις που εκείνος δεν μπορεί να διακρίνει». Θέλει πολύ απλά να αναδείξει και να υπογραμμίσει κάποια ερωτήματα και προβληματισμούς που κυριολεκτικά σφυροκοπούν τα κείμενά του και συνδέονται άμεσα με το ιστορικό και πνευματικό πλαίσιο της εποχής μας.

Τα ίδια αυτά ερωτήματα  οδήγησαν και οδηγούν κάποιους οδοιπόρους σ’ Εκείνον που διακήρυξε  «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Μέσα στο Φως της Βιβλικής αποκάλυψης «βλέπουν» την εξήγηση για το ανθρώπινο πρόβλημα. Αντίθετα ο Στάϊνερ οδηγείται καταρχήν στον αγνωστικισμό,  « πανταχού παρόντα στη μεταδαρβινική, μετανιτσεϊκή και μεταφροϋδική Δύση». Δέχεται ότι « κάθε απόδειξη της λογικής όσον αφορά τον Θεό είναι αδιέξοδη», εφόσον, όπως χαρακτηριστικά επεξηγεί, « τι θα ήταν ο Θεός αν το Είναι Του μπορούσε να το περιγράψει, πόσο μάλλον να το αποδείξει, η ανθρώπινη διαλεκτική και συλλογιστική;».[10]

Όμως, από την άλλη μεριά, η σκέψη του πουθενά δεν θυμίζει την αλαζονική αυταρέσκεια του πολίτη της μεταμοντέρνας «πόλης» . Η Απουσία του Θεού  βαραίνει τον Στάϊνερ, στοιχειώνει κυριολεκτικά το έργο του ( όπως και η εβραϊκή του παιδεία ). Δηλώνει έντιμα : « Ένας ειδικός αγνωστικισμός ως προς τη λογική ή την «απόδειξη» βρίσκεται στη βάση των δικών μου αποσπασματικών και ακατάστατων πεποιθήσεων. Αισθάνομαι βέβαιος πως, αν υπάρχει «Θεός», δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με τις αντιλήψεις που προβάλλουν γι’ Αυτόν… τα ανθρώπινα πνεύματα, όσο οξυδερκή κι αν είναι.»[11] που πανηγυρίζει και κομπάζει, επειδή «εξόρισε» τον Θεό

Συνειδητοποιεί απόλυτα ότι η πορεία και οι μεγάλες κορυφές του ανθρώπινου πνεύματος είναι απόλυτα συνδεδεμένα με την αναζήτηση και τον στοχασμό γύρω από τον Θεό και τη σχέση Του με τον άνθρωπο. Καλεί τον αναγνώστη να θυμηθεί  την Ορέστεια του Αισχύλου, τον Τίμαιο του Πλάτωνα, τον Ιώβ και τους Ψαλμούς, τους Καθεδρικούς ναούς, τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου και τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, την Καπέλλα Σιξτίνα και τη Μissa Solemnis, τις καντάτες του Μπαχ και το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. «Φανταστείτε», σημειώνει, « τα τοπία μας χωρίς τους λατρευτικούς χώρους τους, τις τέχνες και τη μουσική μας χωρίς αναφορά σε ζητήματα πίστης, τη φιλοσοφία και τη μεταφυσική μας, από τους προσωκρατικούς ως τον Χάιντεγκερ, αν τους έλειπε η κίνηση, η αναζήτηση, η μελέτη της θρησκευτικής εμπειρίας, της πρώτης αρχής ή του πρώτου κινούντος». [12]Ιδιαίτερα ο τρόπος που η μουσική λειτουργεί στον ψυχισμό μας, φαίνεται στον Στάϊνερ δύσκολο να εξηγηθεί, χωρίς την αναφορά σε μια υπερβατική διάσταση : « Στους περισσότερούς μας,.. η μουσική.. συνεπάγεται μια εμβάθυνση, μια δεκτικότητα απέναντι σε αισθήματα που οι ψυχολόγοι τα ονόμασαν «ωκεάνια».  «Μεταρσιωνόμαστε», « απογειωνόμαστε» ταπεινά, εκστατικά…Πώς όμως, και πού; Η αναλογία..με τους ψυχοσωματικούς φόβους μπρος στο υπερβατικό, στο πεισματικά ανεξήγητο, είναι ακαταμάχητη».[13]

Διαλεγόμενος με τον Γάλλο δοκιμιογράφο ( βλ.παραπάνω ) παρατηρεί : « Όταν αναφέρουμε τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Ραφαήλ, τον Μπετόβεν, τον Σαίξπηρ, μιλάμε για έναν κόσμο πλήρη Θεού. Δεν λέω για την προσωπική πίστη καθενός. Το πεδίο αναφοράς στην υπερβατικότητα είναι πάντοτε κοντινό. Το έργο τέχνης είναι μια μίμηση της πρώτης πράξης της δημιουργίας. Ο Μιχαήλ Άγγελος σ’ ένα μεγάλο σονέτο του μιλάει για τον άλλο γλύπτη, τον Θεό… Είναι πολύ σημαντικό- η αίσθηση του καλλιτέχνη πως είναι αντίπαλος ή θεράπων ενός υπέρτατου και τελικού καλλιτέχνη.» Αντίστοιχα, στο έργο του Κάφκα, ή και άλλων σύγχρονων δημιουργών, ο Στάϊνερ εντοπίζει « το ατέλειωτο βάρος της απουσίας του Θεού».[14] 

Γνωρίζει σε βάθος τη σκέψη λαμπρών πνευματικών δημιουργών του παρελθόντος που αποδέχονταν με δέος την Ύπαρξη του Θεού. Σε αντίθεση  με τον επιπόλαιο αγνωστικιστή της  μεταμοντέρνας « πόλης», ο οποίος καθισμένος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή , «κύριος» της νεας τεχνολογίας, θεωρεί τον εαυτό του διανοητικά ανώτερο από τους ανθρώπους των προηγούμενων γενεών και, συνεπώς, απορρίπτει εξαρχής τις περί Θεού αντιλήψεις ενός  Πλάτωνα ή ενός Πασκάλ, ο Στάϊνερ παραδέχεται : « Αν είναι ελεύθερος κανείς να διαλέξει τη συντροφιά του, οι πιστοί είναι μια συντροφιά με συντριπτική ανωτερότητα. Αν την απορρίψουμε, αν αποδώσουμε στις αντιλήψεις της απλώς ρητορική ή αρχαιολογική ισχύ, σημαίνει ότι αφήνουμε κενό το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμού μας.»

Για να επανέλθει αμέσως στο ερώτημα που δεν τον αφήνει σε ησυχία : « Αλλά αυτό ακριβώς δεν έγινε με την « απουσία του Θεού» στο Άουσβιτς…;»[15]

Στην ίδια συζήτηση με τον Α.Σπιρ ο Στάίνερ  αφηγείται επίσης μια συγκλονιστική σκηνή. Στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου ένας γνωστός θεωρητικός της λογοτεχνίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ, δίνει το τελευταίο του σεμινάριο στο σπίτι του σ’ έναν κύκλο «πιστών» φοιτητών. Ένας απ’ αυτούς επιχειρεί να υπερθεματίσει επιχειρηματολογώντας πάνω στις θεωρίες του δασκάλου, ενός  «λαμπερού μηδενιστή», κατά τον Στάϊνερ. Σε μια στιγμή ο δάσκαλος ουρλιάζει : « Πάψτε!Πάψτε! Δεν το ξέρετε πως μόνο ένα ερώτημα έχει σημασία : υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει;».[16]

 

Έχω τη γνώμη ότι όσο τέτοιου είδους ερωτήματα διατυπώνονται  μέσα στη σύγχρονη  «πόλη», το Χριστιανικό μήνυμα, καθώς διακηρύττει ότι έχει τις απαντήσεις, παραμένει επίκαιρο και προκαλεί ν’ αναμετρηθούμε μαζί του. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που κοιτάζουν κατάματα την πραγματικότητα και θέτουν  τις σωστές ερωτήσεις, ο δρόμος προς την αλήθεια παραμένει ανοιχτός. Είναι πολύ βαριά η ευθύνη της Εκκλησίας και η ευθύνη του κάθε συνειδητού Χριστιανού να φωτίζουν κι όχι να κρύβουν ή να δυσφημούν αυτόν τον δρόμο.

 

Προσδοκίες που διαψεύστηκαν

Ένα βασικό πρόβλημα που απασχολεί τον Στάϊνερ αλλά, πιστεύω, και κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο είναι η διαπίστωση που τόσο περιεκτικά συμπυκνώνεται στη φράση-προμετωπίδα του παρόντος κειμένου :  «Τίποτα δεν μας προετοίμασε για τον αιώνα μας».[17] Αντίθετα. Η επικρατούσα άποψη, η μεγάλη προσδοκία μετά τον Διαφωτισμό και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου ήταν ότι ο άνθρωπος  με την πρόοδο της επιστήμης και την έξοδο από το σκοτάδι της άγνοιας και της δεισιδαιμονίας, με την ορθολογική πολιτική οργάνωση και την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση και τη μόρφωση θα άφηνε πίσω του οριστικά αιώνες πνευματικής και κοινωνικής καθυστέρησης και καταπίεσης και, παράλληλα με την προσωπική του καλλιέργεια, θα απολάμβανε επιτέλους έναν αληθινά « Χρυσόν αιώνα» ειρήνης, ελευθερίας και δικαιοσύνης. « ..Η εκπαίδευση», γράφει σχετικά ο Στάϊνερ, « αν της αφήσουν το πεδίο ελεύθερο και επεκταθεί βαθμιαία, και ανάλογα με τον διαφορετικό βαθμό ατομικής ικανότητας, σε όλο και μεγαλύτερες περιοχές της κοινωνίας και του πλανήτη, θα εξασφάλιζε μια σταθερά ανοδική ποιότητα ζωής. Όπου ανθούσε η παιδεία, η βαρβαρότητα ήταν εξ ορισμού ένας εφιάλτης από το παρελθόν.»

 Για να καταλήξει στην πικρή διαπίστωση : « Τώρα πια ξέρουμε πως δεν είναι έτσι.… Τώρα πια συνειδητοποιούμε ότι οι ακρότητες της συλλογικής υστερίας και της αγριότητας μπορεί να συνυπάρχουν με την παράλληλη συντήρηση και βεβαίως με την περαιτέρω ανάπτυξη των θεσμών, της γραφειοκρατίας και των επαγγελματικών κωδίκων της υψηλής παιδείας. Μ’ άλλα λόγια, οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία, τα θέατρα, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, στα οποία και μέσω των οποίων γίνεται κυρίως η μετάδοση ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών, μπορεί κάλλιστα να ευδοκιμούν δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».[18]

Στη συζήτησή του με τον Γάλλο δοκιμιογράφο ο λόγος του Στάϊνερ γίνεται πιο άμεσος : « ..Επιμένω στο γεγονός ότι πρέπει να μας συγκλονίζει η φρίκη αυτού του αιώνα. Επιμένω. Επιμένω. Και επιμένω. Αναφέρατε τη μεγάλη φράση του Τζέφφερσον: « Δεν θα καίμε πια τα βιβλία.» Ο Βολταίρος: « Δεν θα επιτρέπονται πια τα βασανιστήρια στην Ευρώπη!» Ολόκληρη σειρά ορθολογικές υποσχέσεις, απολύτως λογικές.. Η Διεθνής Έκθεση στο Παρίσι τον 19ο αιώνα, στο Λονδίνο, οι κορυφές μιας ελευθερόφρονης αστικής αυτοπεποίθησης : « φυσικά κι υπάρχουν ακόμα τεράστια προβλήματα, αλλά εμείς προχωρούμε προς τα μπρος..» Και τότε εμφανίζεται η υπέρτατη φρίκη : τα στρατόπεδα του θανάτου, τα γκούλαγκ, οι μεγάλες σφαγές, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι ανάμεσα στον Αύγουστο του 1914 και τον Απρίλιο του 1945 : εβδομήντα εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες, παιδιά χάνονται στην Ευρώπη – είτε στις μάχες, είτε από πείνα, από εξορίες, από βασανιστήρια, στα στρατόπεδα του θανάτου και στους φούρνους αερίων…Κι αυτό, στην καρδιά του υψηλότερου πολιτισμού!»[19]

Κι ενώ θα περίμενε κανείς στο τέλος του 20ου αιώνα, ύστερα από δύο Παγκοσμίους πολέμους, να έρθει η πολυπόθητη ειρήνη και ισορροπία, ο Στάίνερ υπογραμμίζει ότι «.. δεν έχει σταματήσει η αλυσίδα μαζικών δολοφονιών για φυλετικούς, ιδεολογικούς ή πολιτικούς λόγους.» Θυμίζει τους χιλιάδες νεκρούς στα « φονικά πεδία» ( killing fields ) της Καμπότζης κατά την περίοδο των Ερυθρών Χμερ, τις « εθνοκαθάρσεις» της Βοσνίας, τις σφαγές στην Αφρική. Επισημαίνει ακόμη φαινόμενα που βρίσκονται σε εξέλιξη παράλληλα με τη συνηθισμένη μας καθημερινότητα  : « Η Διεθνής Αμνηστία έχει καταγράψει πάνω από 100 έθνη ( στα οποία περιλαμβάνεται το Ισραήλ, η Μεγάλη Βρεταννία στη Βόρειο Ιρλανδία), όπου τα εντεταλμένα βασανιστήρια είναι αποδεκτή πρακτική. Η συστηματική οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών θεωρείται από αρμόδιους παρατηρητές, ότι βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδό της στην ανθρώπινη ιστορία…η απογραφή του απάνθρωπου εξακολουθεί να μην έχει τέλος.»[20]

 

Οι απόλυτες ηθικές απαιτήσεις

Ο μελετητής του έργου του Στάίνερ βρίσκεται κάθε τόσο μπροστά στην  «πάλη» του με μια επίμονη  Παρουσία. Έχει κανείς την αίσθηση πως τον καταδιώκει επίμονα. Είναι αγνωστικιστής, φροντίζει όμως να διευκρινίσει ότι « ο αγνωστικισμός δεν είναι αθεϊσμός».[21] Είναι Εβραίος, σφραγισμένος από την ερμηνεία των βιβλίων της Π.Διαθήκης, ποτισμένος από την Εβραϊκή κουλτούρα της Κεντρικής Ευρώπης  αποδεχόμενος ουσιαστικά αυτό που του είχε πει ο πατέρας του :  «Ανήκεις σε μια λέσχη από την οποία δεν παραιτείται κανείς».[22] Θεωρεί ότι ο Νόμος που δόθηκε στο Όρος Σινά και η Επί του Όρους Ομιλία του Ιησού έθεσαν τον άνθρωπο μπροστά σε ασύλληπτα ηθικά αιτήματα :  «Τα Βιβλία των Προφητών, η Επί του όρους Ομιλία και οι παραβολές του Χριστού, που συνδέονται στενά με τη γλώσσα των προφητειών, συνιστούν μια ασύγκριτη πράξη ηθικού αιτήματος… Δεν υπάρχει σωτηρία στη μέση οδό. Για τον αληθινό μαθητή του Χριστού, η έσχατη ηθική δέσμευση είναι σαν τη φυσική αναπνοή. Ο άνθρωπος, για να γίνει άνθρωπος, πρέπει ν’ αλλάξει, να ανανεωθεί, και για να το καταφέρει, πρέπει να καταπνίξει τις ενστικτώδεις επιθυμίες, τις αδυναμίες και της απαιτήσεις του εγώ….Ο εκβιασμός της τελειότητας σφυροκοπάει ακατάπαυστα τη συγκεχυμένη, εγκόσμια, εγωϊστική διάρθρωση της κοινής, ενστικτώδους συμπεριφοράς.»[23]

 Ακόμα κι όταν η « πόλη» δήλωσε επίσημα ότι « ο Θεός πέθανε», το όραμα της ευτυχισμένης κοινωνίας ανθρώπων ελεύθερων από εγωϊσμό και απληστία εξακολούθησε να συναρπάζει : « Φαντάσου πως ο άνθρωπος είναι άνθρωπος και πως οι σχέσεις του με τον κόσμο είναι ανθρώπινες : τότε η αγάπη ανταλάσσεται μόνο με αγάπη, η  εμπιστοσύνη με εμπιστοσύνη». Αυτά έγραφε ο Μαρξ σε κείμενο του 1844. Και ο Στάίνερ σχολιάζει : « ο σοσιαλισμός του Μαρξ, του Τρότσκι, του Ερνστ Μπλοχ, ακόμα κι όταν δηλώνεται αθεϊστικός, είναι ριζωμένος βαθιά στη μεσσιανική εσχατολογία», δηλαδή στις Εβραϊκές τους ρίζες.[24]

 

Η « διαίσθηση της Πτώσης»

Όπως και για τον C.S.Lewis, κατά την περίοδο που ήταν άθεος, έτσι και για τον Στάϊνερ το πρόβλημα της θεοδικίας παραμένει ένα αδιαπέραστο τείχος : «αν υπάρχει Θεός, τότε γιατί ανέχεται τις κραυγαλέες φρικαλεότητες και την αδικία της ανθρώπινης συνθήκης;».[25] Προξενεί όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι συχνά, σχολιάζοντας την αρνητική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, ανατρέχει, έστω ως ενδεχόμενη εξήγηση που πρόκειται να απορρίψει, σ’ αυτό που κάπου αποκαλεί  «μύθο της Πτώσης», – ένας μύθος, ο οποίος « έχει πολύ μεγαλύτερη διάδοση από οποιαδήποτε επιμέρους θρησκεία».            « Δύσκολο να βρεθεί πολιτισμός», επισημαίνει, « ίσως δύσκολο να βρεθεί ατομική συνείδηση, που να μη μεταφέρει μέσα της μια απάντηση σε εικασίες για κάποια μακρινή καταστροφή. Κάπου σ’ αυτό το « σκοτεινό και ιερό δάσος» ο άνθρωπος πήρε λάθος στροφή, και έκτοτε είναι αναγκασμένος να μοχθεί κοινωνικά και ψυχικά, σε αντίθεση με τη φυσική τάξη του είναι».[26]

Ο Στάϊνερ παραδέχεται ότι η εικόνα του κόσμου γύρω μας οδηγεί « σ’ ένα πρότυπο ιστορίας που η λογική του προέρχεται από την αρχή του προπατορικού αμαρτήματος», στην άποψη « ότι η βαρβαρότητα της σύγχρονης πολιτικής, η οπισθοδρόμηση του μορφωμένου, τεχνολογικά εφευρετικού ανθρώπου στη σφαγή εκτελούν ένα αναγκαίο σχέδιο της εσχατολογίας της Πτώσης».[27]

Και μολονότι ουσιαστικά δεν δέχεται αυτή την ερμηνεία, βρίσκουμε σε  κάποιες σελίδες του έργου του, οι οποίες πάλλονται από αλήθεια και πόνο για ό,τι βλέπει γύρω του, μια μοναδική εξομολόγηση. Σαν αφορμή λειτουργεί μια από τις τόσες εκδηλώσεις του « κακού», της ανθρώπινης βαρβαρότητας – η κακοποίηση ενός παιδιού. « Αυτά τα γεγονότα με συγκλονίζουν από απελπισμένη αηδία.. Το καυτό σκοτάδι που αισθάνομαι να με καταπίνει υπερβαίνει τη θέλησή μου. Η φρικαλεότητα με κυριεύει. Αυτό όμως το απελπισμένο μίσος και η λύπη, αυτή η ναυτία της ψυχής, έχουν έναν περίεργο αντίκτυπο. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Στον αγριεμένο πυρήνα της απελπισίας βρίσκεται το επίμονο ένστικτο – και πάλι, δεν μπορώ να το πω αλλιώς – ενός αθετημένου συμβολαίου....Κάτι – τί ανίσχυρη μπορεί να γίνει η γλώσσα – πήγε στραβά κατά τον ειδεχθέστερο τρόπο.Η πραγματικότητα θά’πρεπε, θα μπορούσε να είναι αλλιώς..Η μοναδικότητα της οργανικής, ενσυνείδητης ύπαρξης θά’πρεπε, θα μπορούσε να αποκλείει τον σαδισμό, το ατέρμονο κακό των τρόπων μας. Η ανίσχυρη οργή, η ενοχή που κατακλύζει και ξεπερνάει την ταυτότητά μου φέρνουν μαζί τους την υπόθεση εργασίας, τη «μεταφορά εργασίας», αν θέλετε, του «προπατορικού αμαρτήματος»….. Σ’ αυτή την έκφραση είμαι ανίκανος να αποδώσω οποιαδήποτε αιτιολογημένη, πόσο μάλλον ιστορική, υπόσταση…. Κι όμως, μπροστά στο δαρμένο, βιασμένο παιδί….. με κυριεύει, σαν από μεταμεσονύχτια διαύγεια, η διαίσθηση της Πτώσης.»[28]

 

Θα πρόσθετα – και μπροστά στο «Τελευταίο Πρόσωπο», την αφετηρία αυτού του κειμένου.

 Η μορφή που χάραξε ο Bruno Apitz μέσα στο σκοτάδι του Μπούχενβαλντ έχει τώρα τη δική της «διεύθυνση» στο Διαδίκτυο. Πληκτρολογώντας τα σχετικά δεδομένα τη βλέπεις να εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή σου. Υψηλή τεχνολογία και βαρβαρότητα. Είναι αδύνατον να  δεις αυτό το σύμβολο της πάσχουσας ανθρωπότητας, είναι αδύνατον ν’ «ακούσεις» την κραυγή που ξεπηδά από τα μισάνοιχτα χείλη – η ίδια μέσα στους αιώνες – και να μη νιώσεις να σε διαπερνά  η παγερή αίσθηση του Αρχέγονου Τρόμου – « Αδάμ, πού ει…Την φωνήν Σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι είμαι γυμνός, και εκρύβην ( Γεν.3:10 ).

Πράγματι, κάτι φαίνεται να  πήγε πολύ στραβά τη χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας, κάποιο πολύ σημαντικό συμβόλαιο πρέπει να αθετήθηκε, η Σκιά της Πτώσης – « διαίσθηση» ( intuition) για τον Στάϊνερ, βεβαιότητα για τον Χριστιανό – πέφτει βαριά στη ζωή μας.

 

Ο Θεός “πολιορκεί” την “πόλη”

Κάλεσμα σ’ ένα θρησκευτικό σύστημα, εναλλακτική ψυχοθεραπεία, αντίδοτο και παρηγοριά στο άγχος και τ’ αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής – τίποτα απ’ αυτά δεν είναι το Χριστιανικό μήνυμα και δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από την τάση να παρουσιάζεται μ’ αυτό τον τρόπο. Αντίθετα – αυτό που θέλει πρώτα – πρώτα να κάνει είναι να κλονίσει την αυτάρεσκη πεποίθησή  ότι μέσα στην αστραφτερή hi-tech πόλη ο άνθρωπος ελέγχει ή πρόκειται τελικά να ελέγξει τα πάντα, και βέβαια τον εαυτό του. Το τείχος του αγνωστικισμού έχει κάποιες επικίνδυνες χαραμάδες και ρωγμές, όπως είναι τα ερωτήματα που συναντήσαμε στο έργο του Τζ.Στάϊνερ. Κι από κει ο Θεός πολιορκεί την « πόλη» :

– Μήπως τελικά ο Μύθος της Πτώσης δεν είναι μύθος;

– Μήπως πράγματι υπάρχει στη ρίζα της ύπαρξής μας ένα ολέθριο καρκίνωμα που τη δηλητηριάζει και την αλλοιώνει;-

 Γιατί να μην μπορούμε να εξελιχθούμε σ’ αυτό το ηθικά «χαριτωμένο» πλάσμα όπως,( το διαισθανόμαστε ), είναι ο προορισμός μας;

 Μήπως αυτή  η πραγματικότητα που « θα έπρεπε να είναι αλλιώς», όπως γράφει ο Στάϊνερ, δεν μπορεί ν’ αλλάξει, « όσο η ανθρώπινη φύση μένει ίδια», όπως συμπεραίνει πικρά κάνοντας τον μοναχικό απολογισμό του εκείνος ο μεγάλος παρατηρητής», ο Θουκυδίδης;[29] των «ανθρωπήιων πραγμάτων

Μήπως τελικά «πήραμε τη ζωή μας λάθος»;

Κι ύστερα είναι κι Εκείνος, « σημείον αντιλεγόμενον » μέσα στους αιώνες. Ο Ιησούς Χριστός, ως απόλυτος Δάσκαλος, μαγνητίζει και τον Στάϊνερ. Η ακτινοβολία της προσωπικότητάς Του, οι απίστευτες ηθικές απαιτήσεις που προβάλλει είναι θέματα που επανέρχονται στο έργο του, όπως ενδεικτικά είδαμε.

Όμως, το κρίσιμο ερώτημα που Εκείνος έθεσε εξακολουθεί να ηχεί και σήμερα, με την ίδια αμεσότητα : « Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι ότι είμαι;» . Κι ακόμη πιο «ενοχλητικά» : « Τίνα με λέγεις συ ότι είμαι;». Η πολιορκία γίνεται συχνά πολύ στενή.

Στην πραγματικότητα ο Ίδιος δεν μας άφησε περιθώριο επιλογών. Ενεργούσε και μιλούσε  με εξουσία ( Ματθ.7: 28,29 ), συγχωρούσε αμαρτίες ( Ματθ. 9 : 6 ) , δήλωνε ότι είναι Κύριος του Σαββάτου ( Λουκ. 6 : 5 ), ότι « υπάρχει» πριν τον Αβραάμ ( Ιωάνν. 8 : 58 ), ότι είναι Εκείνος που μέσα στους αιώνες «αποστέλλει προφήτας,σοφούς και γραμματείς»  (Ματθ.23 : 34 ), ότι « ο εωρακώς Αυτόν, εώρακε τον Πατέρα» ( Ιωάνν.14: 8, 9 ). Ή αποδέχεσαι την Προσωπικότητα αυτή στο σύνολο των διακηρύξεων και ενεργειών της, ή επίσης συνολικά Την απορρίπτεις. Το τρίλημμα του C.S.Lewis ισχύει πάντα : « ή παράφρων, ή δαίμων, ή Θεός». Δεν υπάρχει πουθενά θέση για τον Δάσκαλο, ακόμη και για έναν Μεγάλο Δάσκαλο. Στη μελέτη του « Ένας Ραββί διαλέγεται με τον Ιησού» ( « A Rabbi talks with Jesus», Νέα Υόρκη, 1993 ) ο σύγχρονός μας Ιουδαίος λόγιος Jacob Neusner διαπιστώνει : « Μου είναι σαφές ότι αυτό που απαιτεί ο Ιησούς από μένα μόνον ο Θεός μπορεί να το απαιτήσει». [30]

 

Το μήνυμα της Εκκλησίας στην «πόλη»

« Πιστεύω στη Χριστιανική αποκάλυψη», έλεγε ο C.S.Lewis, « όπως πιστεύω στον ήλιο που ανατέλλει. Όχι μόνον γιατί βλέπω τον ίδιο τον ήλιο, αλλά και γιατί στο φως του μπορώ να διακρίνω και κάθετι άλλο».[31]

Κι αυτό είναι που διακρίνουμε :  

 Πράγματι, η Πτώση κατέστρεψε την ανθρώπινη φύση, χωρίζοντάς την από τον Θεό, την Πηγή της Αληθινής Ζωής, της Αλήθειας και της Αγαθότητας. Σύμφωνα με την διεισδυτική παρατήρηση του Lewis : « ένα νέο είδος,που ποτέ δεν είχε πλασθεί από τον Θεό, έφερνε τον εαυτό του στην ύπαρξη μέσω της αμαρτίας»[32]. Αυτό που βλέπουμε γύρω μας είναι η εικόνα και οι πράξεις ενός ηθικά πεσμένου κόσμου. 

Όμως – σ’ αυτή τη γη της « σκιάς του θανάτου» ήρθε και « εσκήνωσεν» ο Ενανθρωπίσας Λόγος. Πάνω στον σταυρό του Γολγοθά, καθώς βυθιζόταν  μέσα στη μοναξιά και το  σκοτάδι του Θανάτου, ο Αμνός του Θεού, ο « αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» έδειξε πόσο αγάπησε αυτή την πεσμένη ανθρωπότητα. Μια αγάπη « εις τέλος».

Και όχι μόνον. « Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» παρατηρεί ο Μέγας Αθανάσιος αναλύοντας τη Βιβλική αποκάλυψη[33] – ο Ιωάννης μιλά για την « εξουσία» που δίνεται σε όσους Τον δέχονται να γίνουν « τέκνα Θεού» ( Ιωάνν.1 : 12 ), ο Πέτρος για την πρόθεση του Θεού να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως»( Β’Πέτρ. 1 : 4 ),  ενώ πάλι ο Ιωάννης βεβαιώνει ότι κάποτε θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό, εφόσον θα μπορούμε να Τον βλέπουμε, όπως είναι ( Α’ Ιωάνν. 3 : 2 ). Ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε να ιδρύσει άλλη μια θρησκεία αλλά να δημιουργήσει νέα κτίσματα. Ο Στάϊνερ είναι εκπληκτικά εύστοχος, όταν, αναφερόμενος στο κάλεσμα του Ιησού, στις απόλυτες  ηθικές απαιτήσεις Του, παρατηρεί, όπως είδαμε : « Για τον αληθινό μαθητή του Χριστού η έσχατη δέσμευση είναι σαν τη φυσική αναπνοή».

 Πράγματι, έτσι είναι. Στόχος του Χριστού δεν είναι να βελτιώσει την πεσμένη μας φύση, αλλά, εφόσον Του το επιτρέψουμε, να τη θανατώσει. Θέλει να μας δώσει τον Εαυτό Του, τον δικό Του Χαρακτήρα ( Ρωμ. 6 : 8 – 11 ).

Και αυτό, μόνον αυτό, είναι το μήνυμα που καλείται να φέρει η  Εκκλησία, δηλαδή η οικογένεια των πιστών του Χριστού, μέσα στη σύγχρονη « πόλη». Ανεξάρτητα από τις όποιες θεολογικές διαφορές και  επιμέρους αποχρώσεις αυτό το μήνυμα θα έπρεπε να « διαβάζεται » με ευκρίνεια στη ζωή πρώτα αλλά και στον λόγο των πιστών.

« Είναι εύκολο να νομίζουμε», γράφει πάλι ο C.S.Lewis, « πως  η Εκκλησία έχει διάφορες δραστηριότητες : εκπαίδευση, ανοικοδόμηση κτιρίων, ιεραποστολές, λατρευτικές ακολουθίες… η Εκκλησία δεν υπάρχει παρά για να ελκύει ανθρώπους στον Χριστό, να τους κάνει μικρούς Χριστούς. Αν δεν το κάνει αυτό, τότε όλοι οι καθεδρικοί ναοί, οι κληρικοί, οι ιεραποστολές, τα κηρύγματα, ακόμα και η ίδια η Βίβλος, δεν είναι παρά χάσιμο χρόνου. Ο Θεός δεν έγινε άνθρωπος για κάποιον άλλο λόγο…»[34]

 

Το άρθρο αυτο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

 


[1] Εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων ο Bruno Apitz ( Λειψία, 1900 – Αν. Βερολίνο, 1979 ) έζησε ολόκληρο σχεδόν το διάστημα 1933 – 1945 ως κρατούμενος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεταξύ αυτών και στο Μπούχενβαλντ. Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιήθηκε στην πολιτιστική ζωή της Ανατολικής Γερμανίας. Διακρίθηκε για το ποιητικό, θεατρικό και γενικώτερο συγγραφικό του έργο. Παγκόσμια γνωστός έγινε με το βιβλίο του « Γυμνό ανάμεσα στους λύκους», βασισμένο στις αναμνήσεις του από τη ζωή των στρατοπέδων. Το έργο μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

[2] Η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση εκδόθηκε το 1998 με τον τίτλο Barbarie de lignorance. Στα Ελληνικά το έργο κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις SCRIPTA  με τον τίτλο Η βαρβαρότητα της άγνοιας μεταφρασμένο από τον Σεραφείμ Βελέντζα. Το ανωτέρω παράθεμα : σ.54.

[3] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα – Λίγες Σημειώσεις για ένα Νέο Ορισμό της Κουλτούρας, μετ. Σ.Βελέντζας, εκδ.SCRIPTA, Αθήνα 2002, 69-70.

[4] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.101

[5] Ό.π., σ.111.

[6] Ό.π., σ.86

[7] Errata. Ανασκόπηση μιας ζωής, μετ. Σ.Βελέντζας, 137, εκδ.SCRIPTA, 137.

[8] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ.11.

[9] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ. 17,20.

[10] Errata, σ.278.

[11] Errata, σ.279

[12] Errata, σ.274,275.

[13] Errata, s.275.

[14] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ.88.

[15] Errata, σ.274.

[16] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ. 89,90.

[17] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ.54

[18] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.100,101.

[19] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ. 53.

[20] Errata, σ. 184,185.

[21] Errata, σ.278.

[22] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, σ.34.

[23] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.63, 66.

[24] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.64,65.

[25] Errata, σ.266.

[26] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.22.

[27] Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα, σ.103,104.

[28] Errata, σ. 282,283.

[29] Θουκ. Ιστοριών Γ, 82.2: « γιγνόμενα μεν καί αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η».

[30]  Το παράθεμα βρίσκεται στην πρόσφατη μελέτη του προκαθήμενου της Καθολικής Εκκλησίας Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ (  Γιόζεφ Ράτσιγκερ ) : Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, Α’ Μέρος ( μτφρ. Σ.Δεσπότης, Αθήνα,2007 ), σ. 123. Ο συγγραφέας αξιοποιεί αριστοτεχνικά τις παρατηρήσεις του Neusner, προκειμένου να καταδείξει τη σημασία της Επί του Όρους Ομιλίας σε σχέση με την Ιουδαϊκή παράδοση και την ερμηνεία του Νόμου.  

[31] Is Theology Poetry ?, στο The Weight of Glory, σ.92.

[32] Το Πρόβλημα του Πόνου ( The Problem of Pain ), μετ. Γ.Τασίογλου, Αθήνα 2004, σ.69.

[33] Περί της Ενανθρωπήσεως του Λόγου, 54.

[34] Χριστιανισμός απλώς ! ( Μere Christianity ), μετ. Β.Αδραχτάς, Αθήνα, 1999, σ. 273.

Γράψτε μας τη γνώμη σας για το άρθρο: Αφήστε το μήνυμα σας στο βιβλίο επισκεπτών

Comments are closed.