Το σωματίδιο του Θεού και η βιασύνη του ανθρώπου — Γράφει ο Παναγιώτης Κανταρτζής

 Γράφει ο Παναγιώτης Κανταρτζής

 

Με το σημείωμα αυτό ξέρω ότι μπαίνω σε χωράφια ξένα, καταπιάνομαι με θέματα που ούτε τα γνωρίζω αλλά ούτε και πιστεύω ότι θα μπορέσω ποτέ να κατανοήσω. Από την άλλη όμως δεν μπορώ να προσπεράσω όλη τη φασαρία που γίνεται σχετικά με το μποζόνιο του Higgs, γνωστό και ως σωματίδιο του Θεού. Γι’ αυτό τολμώ να κάνω δυο τρεις σκέψεις και να τις μοιραστώ μαζί σας. Δεν έχουν να κάνουν με την ουσία της υπόθεσης (μιας και όπως είπα δεν την κατέχω) αλλά κυρίως με τη διαχείρισή της.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο προβλήθηκε στα ελληνικά ΜΜΕ. Στο ραδιόφωνο που άκουγα το πρωί της Τετάρτης, μια εκπομπή είχε σχεδόν ζωντανή σύνδεση για να μας κρατά ενήμερους για τις ανακοινώσεις των επιστημόνων. Στη φωνή του δημοσιογράφου που σχολίαζε διέκρινα μια – πώς να το πω – υφέρπουσα ικανοποίηση. Μία υποβόσκουσα χαρά. Ένα σχεδόν συνωμοτικό κλείσιμο τού ματιού σε όσους καταλαβαίνουν. Γιατί άραγε αυτή η αντίδραση; Ήταν τόσο βαθιά η ικανοποίησή του για την νέα επιστημονική ανακάλυψη που από ότι φαίνεται θα ανοίξει καινούργιους δρόμους στην επιστημονική έρευνα; Η εντύπωσή μου είναι ότι κι αυτός μάλλον ήταν το ίδιο ανίδεος όπως και εγώ. Τότε προς τι όλη αυτή η συγκίνηση; Πιστεύω ότι η απάντηση είναι απλή. Κι αυτός, όπως και ο κάθε άνθρωπος βαθιά μέσα του θέλει ένα σύμπαν χωρίς αναφορά στον Θεό. Μία δημιουργία χωρίς Δημιουργό. Κι ο λόγος είναι τόσο απλός, τόσο ανθρώπινος. Θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι δημιουργοί του εαυτού μας.

Πώς όμως πρέπει να αντιδράσει ο άνθρωπος της πίστης μπροστά σε ζητήματα που θέτει η επιστήμη; Στην πορεία της ιστορίας της εκκλησίας έχουν ακολουθηθεί διάφοροι δρόμοι. Ο πρώτος ήταν η ποδηγέτηση της επιστήμης ως θεραπαινίδας της θεολογίας. Όταν αυτός αμφισβητήθηκε τότε πήγαμε στην δαιμονοποίηση της επιστήμης. Στη σύγκρουση αυτή κάποιοι βρήκαν οδό διαφυγής μέσω του κλασσικού «πίστευε και μη ερεύνα». Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε μια «συμφιλίωση» των δύο ήταν μέσα από την πλατωνική διαίρεση της πραγματικότητας. Η επιστήμη λοιπόν ασχολείται με της σφαίρα της ύλης, του ορατού ενώ η πίστη με τη σφαίρα του πνεύματος, του αόρατου. Η παραπάνω παρουσίαση φυσικά είναι υπεραπλουστευτική και σχηματική (για αυτό και εξ ορισμού ανακριβής). Βοηθά όμως να δούμε τα αδιέξοδα που συναντούμε στη σχέση της πίστης με την επιστήμη. Για τα προβλήματα στη σχέση αυτή όμως δεν ευθύνεται αποκλειστικά η πλευρά της πίστης (όπως συχνά διάφοροι θέλουν να υποστηρίξουν). Συχνά η πλευρά της επιστήμης υποτιμά την πίστη, πιστεύοντας ότι σε αντίθεση με αυτήν η δική της ορθολογικότητα την οδηγεί στην αντικειμενική, τεκμηριωμένη αδιαμφισβήτητη και κατά συνέπεια αναλλοίωτη αλήθεια. Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα από αυτή την ανακάλυψη. Ξαφνικά όλα αυτά που νομίζαμε ότι ξέραμε για το σύμπαν αλλάζουν και αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. Αίφνης θεωρίες που διδάσκονταν ως αντικειμενικά αξιώματα τίθενται εν αμφιβόλω. Ο κόσμος που νομίσαμε ότι κατανοήσαμε είναι τελικά πιο περίπλοκος από ότι πιστεύαμε. Νομίζω, λοιπόν, πως αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να κρατήσουμε ως συμπέρασμα είναι πως πρέπει να υπάρξει περισσότερη ταπεινοφροσύνη, λιγότερη αμετροέπεια και μεγαλύτερος σεβασμός στο άγνωστο από την πλευρά της επιστήμης.

Από την πλευρά της πίστης; Προς το παρόν κρατώ μια πολύ απλή πτυχή από την ανακάλυψη αυτή. Το γεγονός ότι κάτι δεν είναι ορατό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Μήπως το σωματίδιο αυτό ονομάστηκε σωματίδιο του Θεού όχι επειδή αντικαθιστά τον Θεό αλλά επειδή μας βοηθά να ανοιχθούμε σε νέες αντιλήψεις για την πραγματικότητα της ύπαρξης γενικά και της ύπαρξης του Θεού ειδικότερα; Με άλλα λόγια η ανακάλυψη αυτή μάλλον αντί για θριάμβους και μεγάλα λόγια θα έπρεπε μάλλον να οδηγήσει σε περίσκεψη και αυτοσυγκράτηση.

Για όσους επιθυμούν περισσότερα θα συνιστούσα το παρακάτω site: http://www.reasonablefaith.org/cern-probes-big-bang

 

Δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουλίου 2012,

στην ιστοσελίδα: http://www.aeee.gr/blog/

Comments are closed.