Το πατροπαράδοτο έθιμο του βερεσέ

 Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης

     Πριν από 80 – 90 χρόνια που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας οι Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, δεν είχαν ούτε πορτοφόλια, ούτε λεφτά, ούτε λογαριασμό σε τράπεζα, ούτε σύνταξη, ούτε κάρτα ανάληψης μετρητών. Όλες οι συναλλαγές γίνονταν βερεσέ, δηλαδή με πίστωση, και η εξόφληση των χρωστούμενων μια φορά το χρόνο το φθινόπωρο «στην καπνοπούληση».

     Υπήρχαν πολλοί που ούτε στην καπνοπούληση εξοφλούσαν τα χρέη της χρονιάς, είτε διότι τα καπνά και τα σιτάρια τους δεν πήγαν καλά, είτε διότι ήταν κακοπληρωτές. Αυτό ανάγκαζε τους καταστηματάρχες να διακόπτουν την πίστωση και να βάζουν πινακίδες που έλεγαν:

«Ο βερεσές απέθανε, τον θάψανε στο αγέρι,

Και διαθήκη άφησε, να ΄ν ο παράς στο χέρι»…

Υπήρχε κι ένας πίνακας ζωγραφικής, εμπνευσμένος από τους κακοπληρωτές. Έδειχνε από τη μια μεριά έναν καταστηματάρχη που πουλούσε «Επί Πιστώσει» κι απ’ την άλλη έναν που πουλούσε «Τοις Μετρητοίς».

Ο «Επί Πιστώσει»:

·         Ήταν αδύνατος, ταλαίπωρος, κακοντυμένος, με μπαλωμένο παντελόνι και μπαλωμένες παντόφλες.

·         Ζούσε σε άθλιο περιβάλλον, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, με μια λάμπα πετρελαίου.

·         Οι σοβάδες στον τοίχο έπεφταν. Το πάτωμα είχε τρύπες και κυκλοφορούσαν ποντίκια.

·         Δίπλα του μια πένα και μελανοδοχείο, και ένα σωρό χαρτάκια όπου είχε γράψει τα βερεσέδια.

·         Ένα κάδρο στον τοίχο έδειχνε ένα πλοίο σε τρικυμία.

·         Τραβούσε τα μαλλιά του από την απελπισία.

Από την άλλη μεριά ήταν ο «Τοις Μετρητοίς». Αυτός:

·         Ήταν καλοθρεμμένος

·         Καλοντυμένος, με κοστούμι, γραβάτα και λουστραρισμένα παπούτσια.

·         Χαμογελαστός και ευτυχισμένος, κάπνιζε πούρο.

·         Στη μέση του φορούσε ένα χρυσό ρολόι.

·         Το γραφείο του πολυτελές, με ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, βιβλιοθήκη και στρωμένο χαλιά.

·         Ένα κάδρο στον τοίχο έδειχνε ένα πολυτελές υπερωκεάνιο.

·         Απ’ το χρηματοκιβώτιό του ξεχείλιζαν οι λίρες και τα χρηματοδέματα.

     Υπήρχαν και σχετικά τραγούδια:

«Βερεσία, βέρε – βερέ, κάλματι – κάλματι.

Αλλάχ τζανουμού, άλματι – άλματι»…

(Δώσε – δώσε βερεσία, δεν μου έμεινε τίποτα.

Καλύτερα ο Θεός να μου έπαιρνε την ψυχή)…

      Σήμερα, 90 χρόνια μετά από εκείνη την εποχή, αναβιώνει στη χώρα μας το πατροπαράδοτο εκείνο έθιμο του βερεσέ:

  • Ένας στους τρεις Έλληνες ζει στα όρια και κάτω από το όριο της φτώχειας και δεν έχει λεφτά για τις καθημερινές του ανάγκες.
  • Τα φαρμακεία έχουν ανοίξει τεφτέρια με βερεσέ των πελατών και περιμένουν εξόφληση αρχές του άλλου μήνα.
  • Βερεσέ δουλεύουν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, που είναι απλήρωτοι μήνες ολόκληρους.
  • Εκατοντάδες χιλιάδες δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τα «κόκκινα» δάνεια, το ρεύμα, τους λογαριασμούς και τους φόρους. Ζητάνε «βερεσέ», δηλαδή να εξοφλήσουν τμηματικά με διακανονισμό στο μέλλον.
  • Εκατομμύρια οι ακάλυπτες επιταγές.
  • Δισεκατομμύρια τα χρωστούμενα.
  • Βερεσέ ζουν ένας στους τρεις εκμισθωτές, που νοικιάζουν και δεν πληρώνουν ενοίκια, κοινόχρηστα και λογαριασμούς ΔΕΗ και νερού. Πολλοί όχι μόνο δεν πληρώνουν, αλλά την κοπανάνε νύχτα προς άγνωστη κατεύθυνση, ξηλώνοντας και παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούν.
  • Βερεσέ προμηθεύονται φάρμακα τα νοσοκομεία.
  • Βερεσέ νοσηλεύουν οι ιδιωτικές κλινικές.
  • Βερεσέ ζούμε όλοι εδώ και πολλά χρόνια, με δανεικά δισεκατομμύρια, που πήραμε και παίρνουμε ως κράτος, και θα τα εξοφλήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας μετά από πολλά χρόνια.

Comments are closed.