Τα μπάνια του λαού

Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης

Το 75% των Ελλήνων, δηλαδή επτά στους δέκα, δεν θα κάνει φέτος διακοπές, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών. Θα πάνε να τη βγάλουνε στο πατρικό στο χωριό, ή απλά θα μείνουν μέσα στο καμίνι του σπιτιού και θα κάνουν διακοπές με τη φαντασία τους, βλέποντας τηλεόραση εκπομπές όπως ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ και τους άλλους τυχερούς που παραθερίζουν σε όμορφα και δροσερά μέρη.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το ελάχιστο κόστος για διαμονή και διατροφή 15 ημερών μιας 4/μελούς οικογένειας σε τουριστικό προορισμό είναι 2.700 ευρώ. Που σημαίνει ότι κυμαίνεται από 2.700 – 4.200 ευρώ.

Τα ίδια λέει και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος, δηλαδή ότι συνέχεια συρρικνώνεται ο εσωτερικός τουρισμός. Τα ίδια λένε και όλα τα επίσημα στοιχεία, δηλαδή ότι οι μισοί Έλληνες ζούνε γύρω από τα όρια της φτώχειας.

Κάποτε, πριν από χρόνια και καιρούς, τότε που δεν είχαμε κρίση, τα ποσά των 2.400 και 4.200 ευρώ ήταν απολύτως φυσιολογικά και κανείς δεν τα υπολόγιζε. Παίρναμε όλοι κανονικό ολόκληρο ακούρευτο μισθό ή σύνταξη και επιπλέον το Επίδομα Αδείας, δηλαδή άλλο 65% του μισθού (διότι δεν είχε πολλές κρατήσεις).

Σήμερα τα 2.700 και τα 4.200 ευρώ για να τα βγάλει κανείς, πρέπει:

1)     Να είναι πολύ τυχερός και να έχει δουλειά, δηλαδή να μην είναι ένας από τους 1.500.000 άνεργους.

2)     Ο εργοδότης του να πληρώνει τα δεδουλευμένα, δηλαδή να μην είναι ένας από τους 900.000 απλήρωτους.

3)     Να μη χρωστάει πουθενά (δόσεις, διακανονισμούς, χαράτσι, ΦΑΠ, κλπ.)

4)     Να δουλεύει πολλούς μήνες, και στο διάστημα αυτό να μη ξοδέψει ούτε ένα ευρώ για φαγητό, λογαριασμούς κλπ., αλλά να τα βάλει όλα στην άκρη.

Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία, εκείνοι που θα τη βγάλουν πολύ οικονομικά με καμιά εξόρμηση σε μια κοντινή θάλασσα και επιστροφή αυθημερόν πάλι πίσω στο σπίτι το απόγευμα. Αυτοί, μόλις φτάσουν στην παραλία, ψάχνουν και βρίσκουν ένα απόμερο ανοιχτό μέρος, χωρίς ξαπλώστρες και  καθίσματα – για να μη πληρώσουν – και  βγάζουν από το πορτ-μπαγκάζ όλα τα αναγκαία συμπράγκαλα:

  • Ομπρέλα ή τέντα για σκιά.
  • Κιλίμι για να στρώσουν πάνω στην άμμο.
  • Ένα μικρό φορητό ψυγειάκι, όπου μέσα έχει το φαγητό:  κεφτεδάκια, βραστά αβγά, ψωμί, ντομάτες και νερό ή αριγιάνι.

Μου θυμίζουν τους γονείς και τους παππούδες μας, που ξεκινούσαν με το κάρο και το άλογο και έκαναν κάτι ανάλογο. Πήγαιναν κι αυτοί για μπάνιο στη θάλασσα μια φορά την εβδομάδα, κάθε Κυριακή, και την έβγαζαν παρόμοια, με φαγητά από το σπίτι. Χωρίς ομπρέλα και χωρίς ψυγειάκι. Με μια στάμνα δροσερό νερό και ένα δοχείο με αριγιάνι (ταν).

Όλη την εβδομάδα η οικογένεια αρμάθιαζε καπνά. Τη νύχτα πήγαιναν με το κάρο στο χωράφι για σπάσιμο με το λουξ και τα φανάρια, και την ημέρα μέσ’ τη ζέστη περνούσαν στη βελόνα τα φύλλα με το ζεχίρι που κολλούσε στα χέρια. Για όλη αυτή την ταλαιπωρία η ανταμοιβή για εμάς τα παιδιά ήταν ένα κασάτο παγωτό και η υπόσχεση το Σεπτέμβριο να μας πάνε στην πανήγυρη για να φάμε, πρώτη και τελευταία φορά, μαλλί της γριάς και χαλβά Φαρσάλων.

Μήπως, άραγε, προς τα εκεί πάνε τα πράγματα και σήμερα;

Comments are closed.