Ψάρι αλά Σουηδικά

Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης

 


Μια παλιά ελληνική παροιμία λέει, «όταν σου χαρίζουν ένα γαϊδούρι, μη κοιτάς τα δόντια του¨,   που σημαίνει ότι, όταν σου χαρίζουν κάτι μη ψάχνεις να δεις εάν έχει ελαττώματα.  Μια άλλη πάλι λέει,  «κουμπάρε φάε λάχανα – καλό είν’ και το χαβιάρι», που σημαίνει ότι μερικοί μουσαφίρηδες είναι λαίμαργοι, δεν ικανοποιούνται από ένα απλό και φτηνό φαγητό και έχουν υπερβολικές απαιτήσεις. Τέλος, μια άλλη παρόμοια ψαράδικη παροιμία λέει,  «σαρδέλες τον παρακαλούν, λαυράκι θέλει να φάει», που σημαίνει ότι, εάν σου κάνουν το τραπέζι μη κοιτάς να δεις πόσο πλούσιο είναι ή σύμφωνο με τις δικές σου προτιμήσεις.

 

Πριν μερικά χρόνια βρέθηκα στη Σουηδία, προσκαλεσμένος από τον αδελφό μου, τα ξαδέλφια και τους άλλους συγγενείς που ζουν μόνιμα εκεί ως μετανάστες. Μια μέρα, λοιπόν, μας προσκάλεσε μια φιλική τους οικογένεια Σουηδών να μας κάνει το τραπέζι, περισσότερο για να με γνωρίσουν από κοντά. Κι όπως συνηθίζουν στη Σουηδία, για να με ευχαριστήσουν και να με περιποιηθούν φιλόξενα, ρώτησαν τον αδελφό μου τι φαγητό μου αρέσει ιδιαίτερα, για να το ετοιμάσουν.

Στην αρχή απάντησα, ό,τι να ΄ναι,  κι ότι όλα μου αρέσουν. Εξάλλου δεν ήμουν και συνηθισμένος όταν πάω επίσκεψη να υποδεικνύω τι να μαγειρέψουν.

 

   Μη λες ό,τι να ’ναι,  με συμβούλεψε ο αδελφός μου. Εδώ στη Σουηδία μαγειρεύουν διαφορετικά από την Ελλάδα. Έχουν άλλα γούστα, και μπορεί αυτό που θα φτιάξουν να μη σου αρέσει.

 

Σκέφτηκα τότε να ζητήσω ένα φαγητό που να μου αρέσει. Αυτά όμως που πρότεινα δεν ήξεραν να τα μαγειρεύουν – ούτε γεμιστές πιπεριές, ούτε ιμάμ μπαϊλτί, ούτε πλιγούρι πιλάφι, ούτε σαρμαδάκια με μαύρο λάχανο, ούτε γιουβαρλάκια, ούτε μπάμιες, ούτε τέλος πάντων τα άλλα νόστιμα ελληνικά φαγητά.

Στη Σουηδία είναι αλήθεια ότι δεν μαγειρεύουν όπως εμείς στην Ελλάδα. Δεν έχουν χρόνο για μαγείρεμα, ούτε είναι μερακλήδες στο φαγητό. Τρώνε για να ζουν, και δεν ζουν για να τρώνε. Τα πάντα είναι τυποποιημένα και κατεψυγμένα σε μερίδες. Η νοικοκυρά δεν κάθεται να καθαρίζει και να τσιγαρίζει κρεμύδια – και να τσούζουν τα μάτια της –  ούτε να κόβει μαϊντανό, να γεμίζει ντομάτες και πιπέρια, να τυλίγει φύλλα, να παιδεύεται με τις ώρες.

Όλοι έχουν μεγάλους καταψύκτες. Κάθε Σάββατο, που δεν δουλεύουν, πηγαίνουν και κάνουν τα ψώνια για όλη την εβδομάδα ή και για όλο το μήνα. Κι όποτε είναι να φάνε, βγάζουν από την κατάψυξη όσες μερίδες χρειάζονται, τις βάζουν στο φούρνο μικροκυμάτων να ξεπαγώσουν και να ψηθούν, και σε 5 λεπτά είναι έτοιμο το φαγητό. Εξάλλου τα λαχανικά και τα φρούτα είναι πανάκριβα. Όταν πάνε να ψωνίσουν παίρνουν μόνο δύο ντομάτες, ένα αγγουράκι, μία μελτζάνα, μια λεπτή φέτα καρπούζι σε σελλοφάν, ένα ροδάκινο, δύο βερίκοκα. Δεν αγοράζουν όπως εμείς με τα κιλά και τα τελάρα. Γι’ αυτό και όταν έρχονται στην Ελλάδα τους φαίνονται όλα πολύ φτηνά και τους βλέπεις να τρώνε συνέχει χωριάτικη σαλάτα, σουβλάκια, γύρο και μπόλικα φρούτα.

 

Σκέφτηκα, λοιπόν, τι φαγητό να ζητήσω να μαγειρέψει η οικοδέσποινα, και, σαν ερασιτέχνης ψαράς που είμαι, βρήκα τα ψάρια. «Μπορεί να έχουν διαφορετικά ψάρια εδώ στη Βόρεια Θάλασσα», σκέφτηκα, «αλλά όπως και να ΄ναι, πάλι ψάρια θα είναι, δεν μπορεί να μην είναι νόστιμα, και σίγουρα θα μου αρέσουν». Στο νου μου μάλιστα ήλθε κι ένα ντοκυμαντέρ που είχα δει στην τηλεόραση με τις αρκούδες που πιάνουν τους σολωμούς μέσα στο ποτάμι. Ο αδελφός μου τους είπε ότι είμαι ψαράς, οπότε συμφωνήσαμε η νοικοκυρά να φτιάξει ψάρι.

 

Όταν, μετά από μια βδομάδα ήλθε η μέρα και πήγαμε στην επίσκεψη – γιατί στη Σουηδία τις επισκέψεις τις προγραμματίζουν από πολλές μέρες πριν – μας υποδέχτηκαν όλο χαρές και χαμόγελα. Η σπιτονοικοκυρά μάλιστα είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της για να έχει πολύ χρόνο να προετοιμαστεί, να μαγειρεέψει και να μας ευχαριστήσει. Μέχρι κεριά και λουλούδια είχε πάνω στο τραπέζι, και δυο μικρές σημαίες, μια σουηδική και μια ελληνική.

Αντί να σερβίρει, όμως, το ψάρι – όπως περίμενα – είχε πάνω στο τραπέζι διάφορα σαλάμια, καπνιστό χαβιάρι, κάτι σαν παστουρμά από κρέας τάρανδου, τυριά διάφορα, σαλάτες και άλλα τέτοια.

   Βαρ σο γκούτ  (πάρε κι από αυτό, είναι πολύ ωραίο!)  μου έλεγε συνέχεια.

 

Οι Σουηδοί, σε αντίθεση με τους Έλληνες, χαίρονται πραγματικά και με ειλικρίνεια όταν έχουν μουσαφίρηδες και βλέπουν ότι αυτοί τρώνε με όρεξη. Εμείς στην Ελλάδα αντίθετα, αν δούμε κάτι τέτοιο στενοχωριόμαστε, μετράμε τις μπουκιές που τρώνε και τις μερίδες, και σκεφτόμαστε  «για κοίταξε, τον πεινάλα, πώς τρώει, σαν να μην έχει δει φαγητό στη ζωή του…!». Τους Σουηδούς, αντίθετα, τους κολακεύει και ευχαριστιούνται πραγματικά εάν το φαγητό σου αρέσει και ζητήσεις και δεύτερη μερίδα.

Εγώ, από περιέργεια και ευγένεια, δοκίμασα σχεδόν από όλα όσα είχε πάνω στο τραπέζι, ιδιαίτερα το χαβιάρι, το σαλάμι από κρέας τάρανδου, τον καπνιστό σολωμό και τα διάφορα νόστιμα κίτρινα τυριά. Ήπιαμε και κρασί, χόρτασα, κόντευα να σκάσω. Οπότε, κάποια στιγμή, βλέπω τη σπιτονοικοκυρά να σηκώνεται από το τραπέζι, να πηγαίνει στην κουζίνα και να επιστρέφει κρατώντας ένα μεγάλο βαθύ ταψί φούρνου.

   Και τώρα ήλθε η ώρα για το ψάρι!   Είπε γεμάτη καμάρι και χαμόγελο ευτυχίας, κοιτώντας ευγενικά προς τη δική μου μεριά.

 

Σέρβιρε πρώτα έμένα για να με τιμήσει, μια μεγάλη μερίδα. Στην αρχή νόμισα ότι επρόκειτο για το επιδόρπιο, επειδή πάνω-πάνω είχε μαρμελάδα. Ήταν ένα πράγμα που έμοιαζε με παστίτσιο, αλμυρές ρέγγες με κρέμα μπεσαμέλ, κι από πάνω μια στρώση γλυκιά μαρμελάδα από αγριοφράουλες.

Εγώ έτσι κι αλλοιώς είχα χορτάσει του σκασμού από όσα είχα φάει μέχρι τότε, κι από το δυνατό κρασί – το οποίο στη Σουηδία είναι πανάκριβο. Δεν μπορούσα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Μόλις είδα τις ρέγγες με τη μαρμελάδα με έπιασε ναυτία.

Ο αδελφός μου που καθόταν δίπλα μου το κατάλαβε κι άρχισε κάτω από το τραπέζι να μου σκουντά το πόδι,

   Φάε, γιατί δεν είναι καθόλου σωστό. Η γυναίκα το μαγείρεψε ειδικά για σένα επειδή της είπα ότι είσαι ψαράς και σου αρέσουν τα ψάρια. Είναι ντροπή και μεγάλη προσβολή εάν αρνηθείς. Όλη μέρα μαγείρευε, κι αυτό το κάνουν εδώ μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, σε γενέθλια, επετείους γάμων και γιορτές, ή όταν θέλουν να τιμήσουν κάποιον ιδιαίτερα. Θα την πικράνεις και θα την προσβάλεις ανεπανόρθωτα εάν δεν φας!

 

Τι να κάνω, ο δόλιος, δεν είχα κι άλλη επιλογή,  όχι μόνον έφαγα – εγώ μόνον ξέρω πώς –  αλλά στο τέλος είπα κι ότι μου άρεσε, κι ότι κατενθουσιάστηκα.

 

Κι όταν μετά από μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τελειώσω το πιάτο μου, η νοικοκυρά ευχαριστημένη και ευτυχισμένη μου λέει,

 

     Μήπως θα ήθελες ακόμα μια μερίδα;

Comments are closed.