ΠΟΥ ΘΑΝΑΤΕ Η ΝΙΚΗ ΣΟΥ; — του Μιλτιάδη Γιαπάνη


  Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε πως μέσω της παρακοής και της πτώσης του Αδάμ ο θάνατος εισήλθε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Το αρχικό αποτέλεσμα του θανάτου ήταν  πνευματικό και έλαβε χώρα μέσα στην καρδιά του Αδάμ και της Εύας, γιατί η αμαρτία τους επέφερε το χωρισμό και την αποξένωση τους από τον Θεό και τον τερματισμό της ζωοποιούσας κοινωνίας που απολάμβαναν μαζί Του. Αυτό ήταν επίσης και η αιτία που ο άνθρωπος έχασε την κυριότητα του πάνω στην υπόλοιπη κτίση που ο Θεός έθεσε κάτω από την εξουσία του. Το τραγικό επακόλουθο του πνευματικού αυτού θανάτου ήταν ο φυσικός θάνατος του Αδάμ και των απογόνων του. Ο  φυσικός θάνατος είναι μια μεταβατική φάση που επέρχεται όταν οι λειτουργίες του σώματος σταματήσουν, αναγκάζοντας την αόρατη, μα αθάνατη ψυχή να αποχωρήσει και να διαχωριστεί από το σκήνωμα της. Αμέσως μετά τον αποχωρισμό αυτό, η ψυχή καταπίνεται από τον Άδη (για αυτούς που δεν είναι μέσα στον Χριστό) που είναι η αόρατη, η πιο σκληρή και η πιο φοβερή μορφή του  θανάτου. Εκεί θα παραμείνει  μέχρι τη μέρα της τελικής κρίσης των νεκρών όπου και θα κριθεί από τον Θεό ο τελικός της προορισμός. Ο Άδης περιγράφεται στις Γραφές ως η φυλακή στα κατώτατα μέρη της γης των αμαρτωλών, αποβιωσάντων πνευμάτων και αν παρομοιώσουμε το φυσικό θάνατο με το στόμα του θηρίου του θανάτου που καταβροχθίζει την ψυχή, ο Άδης είναι η κοιλιά του. Είναι μια σκοτεινή βασιλεία γεμάτη πόνο, οδύνη, δίψα και  απελπισία, μια φυλακή των ψυχών χωρίς διέξοδο, μέχρι την μέρα της τελικής κρίσης ( Λουκάς 16:23, Αποκ. 20:12,13).

       Στις Γραφές αναφέρεται ακόμη ένας άλλος θάνατος που ονομάζεται ο  δεύτερος θάνατος. Διαβάζουμε για την καιόμενη εκείνη λίμνη της φωτιάς στην οποία ο διάβολος, ο θάνατος και ο Άδης θα ριφθούν τελικά μαζί με όλους εκείνους που το όνομα τους δεν είναι γραμμένο στο βιβλίο της ζωής (Αποκ. 20:10-15).  Ο Παύλος στη δεύτερη του επιστολή προς Κορινθίους αναφέρεται σε όλες τις μορφές και τις πλευρές του θανάτου, μιλώντας για έναν  «τέτοιο μεγάλο θάνατο»  από τον οποίο ο Θεός, που εγείρει τους νεκρούς, ελευθέρωσε αυτούς που είναι μέσα στον Χριστό, τους ελευθερώνει και θα τους ελευθερώσει (Β’ Κορ.1:10).

           Μαθαίνουμε επίσης από τον Λόγο του Θεού ότι μέχρι τη μέρα που ο Ιησούς εισέβαλε στον Άδη, την εξουσία του θανάτου την είχε ο διάβολος και τη χρησιμοποιούσε για να κρατεί τους πάντες δέσμιους σε όλη τους τη ζωή: «Επειδή, λοιπόν, τα παιδιά έγιναν κοινωνοί σάρκας και αίματος, κι αυτός παρόμοια έγινε μέτοχος από τα ίδια, για να καταργήσει, διαμέσου τού θανάτου, αυτόν που έχει το κράτος τού θανάτου, δηλαδή, τον διάβολο, και να ελευθερώσει εκείνους, όσους εξαιτίας τού φόβου τού θανάτου ήσαν σε ολόκληρη τη ζωή υποκείμενοι στη δουλεία» (Εβρ.2:14&15). Όλοι μας ανεξαίρετα  ζούσαμε στα δεσμά αυτού του φόβου, δούλοι της αμαρτίας και του διαβόλου και των στοιχείων του κόσμου. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε πως υποσυνείδητα ο άνθρωπος ζει κάτω από τη φοβερή, αόρατη σκιά του θανάτου (όχι μόνο του φυσικού) είτε το αναγνωρίζει είτε όχι. Ο άνθρωπος, που κτίστηκε για να κυβερνά σαν βασιλιάς, κάτω από τον Θεό, λόγω της αμαρτίας του, έγινε αιχμάλωτος και δούλος του φόβου. Η πρώτιστη αποστολή του Ιησού ήταν να νικήσει το θάνατο και να  μας ελευθερώσει από το φόβο του, προτού μας οδηγήσει στην ελευθερία και τη δόξα των υιών. Οι υιοί Ισραήλ, έπρεπε πρώτα να ελευθερωθούν από τον οίκο της δουλείας, προτού οδηγηθούν στη γη της επαγγελίας.  Ο Θεός ήξερε πως ο φόβος του θανάτου είναι πάντα ο πικρός καρπός μιας ένοχης, λεκιασμένης από την αμαρτία συνείδησης και πως τίποτε δεν θα άλλαζε αν δεν σηκωνόταν πρώτα από την μέση η αιτία. Η αμαρτία έπρεπε πρώτα να καταργηθεί προτού καταργηθεί ο φοβερός αυτός εχθρός. Ο Παύλος μάς λέει πως «το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία». Βγάλε το κεντρί του σκορπιού και αυτός γίνεται αβλαβής, έτσι και ο θάνατος χωρίς την αμαρτία, χάνει τη δύναμη και την εξουσία του να βλάψει. Αυτό ακριβώς είναι που ο Ιησούς έκανε με τον εξιλαστήριο θάνατο Του, σήκωσε από το μέσον την αμαρτία μας μια για πάντα. Η πίστη σε Αυτόν λαμβάνει την ευλογία της συγχώρεσης των αμαρτιών και η συνείδηση ξεπλένεται από την ενοχή με το αίμα Του, τότε είναι που ο φόβος του θανάτου παύει να υποδουλώνει την ψυχή. Όταν ο Μεγάλος μας Αρχιερέας και Αρχηγός της σωτηρίας μας, Ιησούς Χριστός, σήκωσε την αμαρτία του κόσμου πάνω στο σταυρό, πέθανε και τον κατάπιε ο Άδης, όπως το κάθε του θύμα και ο Ιησούς με τη χάρη του Θεού γεύτηκε θάνατο για κάθε άνθρωπο, γιατί κατέβηκε στην κοιλιά του θηρίου του θανάτου (οι αμαρτίες μας που βάσταξε στο σώμα Του τον κατέβασαν εκεί), αλλά ο Άδης δεν μπορούσε να τον κρατήσει, τον απέβαλε και θριαμβευτικά αναστήθηκε από τους νεκρούς (Πρ.2:24-27). Καθώς προχωρούσε προς τη μεγάλη θλίψη του σταυρού, γνωρίζοντας τι θα αντιμετώπιζε, καθώς και τη δύναμη και την εξουσία του ισχυρού αυτού εχθρού, «με κραυγή δυνατή και με δάκρυα προσέφερε δεήσεις και ικεσίες προς Αυτόν που μπορούσε να τον σώσει από το θάνατο και εισακούσθηκε  για την ευλάβεια Του» (Εβρ.5:7). Ο Ιησούς ήξερε πως και η πιο μικρή μίανση στην ψυχή Του θα έδινε στον Άδη το δικαίωμα να τον διεκδικήσει. Ω, με τι θέρμη προσευχήθηκε και έκλαψε, να μη βρεθεί τίποτε που να τον κάνει άξιο θανάτου και να εκπληρώσει την αποστολή Του να υποτάξει και να καταστρέψει αυτόν τον φοβερό εχθρό, καθώς και κάθε εχθρό (Α’ Ιωαν. 3:8). Αν και σήκωσε τις αμαρτίες των άλλων στο ευλογημένο σώμα Του, η ψυχή Του παρέμεινε αγνή, άγια ανέγγιχτη από την αμαρτία. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Ιησούς σώθηκε από το θάνατο, γιατί αν και το σώμα Του πέθανε, η ψυχή Του δεν έμεινε στον Άδη και ο Πατέρας Του τον ανέστησε από τους νεκρούς.  Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος άνθρωπος (πάντοτε είναι ο Πρώτος) που ο θάνατος αυτός δεν μπόρεσε να κρατήσει δέσμιο του, έτσι έγινε ο πρωτότοκος από τους νεκρούς καθώς και η  απαρχή πολλών άλλων που θα ακολουθούσαν (Κολ. 1:18,  Α’ Κορ. 15:20). Αφού θριάμβευσε κατά του θανάτου, τον κατάργησε και έφερε στο φως τη ζωή και την αφθαρσία δια του ευαγγελίου (Α’ Τιμ. 1:10). Ο Ιησούς είπε στον Ιωάννη εκεί στην Πάτμο «Εγώ είμαι ο Πρώτος και ο Τελευταίος και ο ζων και έγινα νεκρός και ιδού είμαι ζωντανός εις τους αιώνας των αιώνων»   (Αποκ.1:18).  Με νικημένο το θάνατο διά του  απολυτρωτικού  θανάτου του Ιησού, δεν υπάρχει ο φόβος του σε αυτούς που πιστεύουν και οι οποίοι, ελεύθεροι πια από τα δεσμά του, μπορούν να λατρεύουν τον αληθινό και ζωντανό Θεό, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτόν. Οι πύλες του Άδη δεν μπορούν να  κρατήσουν δέσμιους πια αυτούς που πεθαίνουν (που κοιμούνται εν Χριστώ), αλλά με το κλείσιμο των ματιών τους στον κόσμο αυτό, μεταφέρονται από τους αγγέλους στην παρουσία του Κυρίου τους, περιμένοντας την τελευταία φάση της λύτρωσης τους, που είναι η ανάσταση του σώματος τους. Η ανάσταση του σώματος θα είναι η τελευταία φανέρωση του μεγάλου θριάμβου του Κυρίου, και τότε ο λόγος που είναι γραμμένος θα εκπληρωθεί: «πού, θάνατε, το κεντρί σου; πού, Άδη, η νίκη σου;». Η θαυμαστή αυτή σωτηρία του Θεού διά του Ιησού Χριστού εξαγγέλλεται διά του ευαγγελίου, παραγγέλλοντας σε κάθε άνθρωπο να μετανοήσει και να πιστέψει στον Ιησού Χριστό, τον Υιό Του για να λάβει σοφία, δικαιοσύνη, αγιασμό και απολύτρωση (Α’ Κορ. 1:30). Ο λόγος του ευαγγελίου φέρνει πίστη στην καρδιά και την φωτίζει για να δει αυτά που ο Χριστός κατόρθωσε στο σταυρό. Το αίμα του Χριστού έχει τη δύναμη να αποκαταστήσει και να διακανονίσει κάθε λογαριασμό του ασήκωτου μας χρέους για δικαίωση του αμαρτωλού ενώπιον του Θεού. Είναι πολύτιμο και εξαλείφει κάθε αμαρτία και ενοχή αυτού που πιστεύει, ξεπλένοντας τον και ελευθερώνοντας τον  από την εξουσία του θανάτου και της αμαρτίας.

Comments are closed.