Όποιος προλάβει πρώτος

 

 Γράφει ο Χάρης Ι. Νταγκουνάκης, Νομικός

Α

Ν ρωτούσαμε τους σημερινούς γονείς, και μάλιστα αυτούς που λένε πως είναι και πιστοί άνθρωποι του Θεού, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ηρεμούν τα παιδιά τους, την ώρα μάλιστα που αυτοί ασχολούνται με το νοικοκυριό και δεν τα θέλουν να μπλέκονται στα πόδια τους, πολλοί θα μας απαντούσαν ανεπιφύλακτα πως ο καλύτερος τρόπος είναι να τα βάζουν μπροστά στην τηλεόραση και να βλέπουν ίσως όχι έργα βίας ή ανηθικότητας αλλά απλές, αθώες διαφημίσεις ή «παιδικές εκπομπές».

      Εντυπωσιακό είναι αυτό που γράφτηκε παλιότερα, ότι το 97,8% των μικρών Ιταλών επηρεάζονται ακριβώς από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Κάθε παιδί από 4 μέχρι 7 ετών βλέπει κατά μέσο όρο 1.321 διαφημίσεις το μήνα. Τα παιδιά 8 μέχρι 14 ετών «απορροφούν» 1.500 εμπορικά μηνύματα το μήνα. Ένα παρθένο, άκρως δεκτικό κοινό εκατομμυρίων μικρών καταναλωτών δέχεται καθημερινά χιλιάδες μηνύματα, χωρίς να μπορεί να προστατευθεί.

      Οι Ιταλοί ψυχολόγοι έκαναν εκκλήσεις στο κράτος για καλύτερη ποιότητα των διαφημιστικών μηνυμάτων αλλά και στους γονείς να μην εγκαταλείπουν τα παιδιά τους μπροστά στην τηλεόραση. Αλλά δεν φαίνεται όλα αυτά να επαρκούν.

      Νεότερη έρευνα ανάμεσα σε ελληνόπουλα, αυτή τη φορά, έδειξε επίσης και άλλα πράγματα:

      Τα παιδιά που βλέπουν πολλές ώρες τηλεόραση, έχουν μειωμένη σχολική επίδοση. Όσο αυξάνονται οι ώρες παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων, εμφανίζεται το φαινόμενο μειωμένης σχολικής επίδοσης. Όσο αυξάνεται ο χρόνος παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων, εμφανίζεται μείωση της ικανότητας για ανάγνωση, της ποιότητας του λεξιλογίου, της συνθετικής ικανότητας, της αντίληψης του περιβάλλοντος, της αριθμητικής ευχέρειας[1].

      Δεν θα εξετάσουμε εδώ το ηθικό δίλημμα αν είναι «καλό ή κακό» η μικρή οθόνη. Προσωπικά δεν πιστεύω πως το θέμα λύνεται με ένα ναι ή ένα όχι. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θέλει ειδική σοφία από τον Θεό η χρήση αυτής της συσκευής. Θέλει ενημέρωση, εκπαίδευση των γονέων πρώτα πρώτα, και πολλά άλλα.

      Εμείς θέλουμε να σταθούμε σε μια άλλη αλήθεια που δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Όλοι μας, και όχι μόνο τα παιδιά, είμαστε καθημερινά εκτεθειμένοι και γινόμαστε δέκτες χιλιάδων μηνυμάτων από τη γύρω μας κοινωνία. Τα μάτια μας, τα αυτιά μας, τα συναισθήματά μας είναι φυσικοί δέκτες όλων αυτών των μηνυμάτων που συνακόλουθα επιζητούν να περάσουν στην καρδιά μας και να μεταφραστούν σε βίωμα. Πολλοί συνειδητοί χριστιανοί, στον ζήλο τους να μείνουν ανεπηρέαστοι από τον κόσμο, νομίζουν ότι είναι αμαρτία να κοιτάξουν ή να ακούσουν το ανήθικο (που μάλιστα το περιορίζουν σχεδόν πάντοτε στη σεξουαλική ανηθικότητα). Αν ήταν έτσι τα πράγματα, το πιο απλό για να ζήσει κανείς την αφιερωμένη ζωή του Χριστού θα ήταν να κλειστεί σπίτι του και να μη βλέπει ούτε ν’ ακούει τίποτα ή να πάει να μείνει σε κάποια ερημιά.

      Όμως ο ίδιος ο Χριστός είπε κάποτε (Ματθαίος 5,28) ότι αμαρτία δεν είναι να κοιτάξεις απλώς κάτι ανήθικο, αλλά να κοιτάξεις το ανήθικο με σκοπό να διεγείρεις μέσα σου την αμαρτωλή επιθυμία. Ακόμη κι αν δεν εκπληρώσεις την επιθυμία σου, είναι σαν να αμάρτησες.

      Βέβαια, καθένας μας γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Αν είμαστε από φύση μας επιρρεπείς σε κάποια αδυναμία, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Εκεί που φταίμε είναι να συντηρούμε με διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα αυτή την αδυναμία μας. Αν μέσα στα μέτρα που παίρνουμε είναι και ο αποκλεισμός από τη ζωή μας ορισμένων προϊόντων του πολιτισμού μας, αυτονόητων για κάποιους άλλους, επιβάλλεται να προβούμε σ’ αυτό τον αποκλεισμό. Πάντως απ’ αυτό το σημείο μέχρι να διακηρύττουμε και να επιβάλλουμε ή ν’ απαγορεύουμε πράγματα και τρόπους ζωής, υπάρχει μεγάλη διαφορά και εκεί πέφτουμε στους κάθε είδους φανατισμούς, που μόνο κακό κάνουν.

      Μια δεύτερη παράμετρος του θέματος είναι αυτό που συχνά ακούμε ότι το άτομο  πρέπει ν’ αφήνεται ελεύθερο, είτε παιδί είτε μεγάλος είναι, και να μην καταπιέζεται στα πνευματικά πράγματα, γιατί κάποτε θα έρθει η ώρα του Θεού και θ’ αποφασίσει μόνος του αν θ’ ακολουθήσει το Χριστό συνειδητά ή όχι.

      Όσοι τα λένε αυτά αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν ότι ο «άρχων του κόσμου τούτου» δεν σκέφτεται έτσι. Τα μηνύματα του κόσμου έρχονται καταπιεστικά και χτυπούν την πόρτα της καρδιάς μικρών και μεγάλων. Γίνεται έτσι επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη τα παιδιά του Θεού να διακηρύξουν το μήνυμα της σωτηρίας του Χριστού. «Ευκαίρως – ακαίρως» –είτε δηλαδή δοθεί η ευκαιρία είτε τη δημιουργήσουμε εμείς όπου δεν υπάρχει– είναι ανάγκη και μάλιστα επείγουσα να πούμε στους άλλους ότι τους αγαπάει ο Θεός και είναι έτοιμος να τους δεχθεί και μάλιστα να το κάνουμε με επιμονή (Β΄ Τιμόθεον 4,2).

      Ένας μεγάλος αγώνας δρόμου έχει ξεκινήσει από την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στην ύπαρξη, που τόσο όμορφα απεικονίζεται στα πρώτα 2-3 κεφάλαια της Γένεσης: Από τη μια μεριά ο Δημιουργός Θεός είχε δώσει εντολή στους πρωτοπλάστους, για τους δικούς του λόγους που δεν είναι της παρούσης, να μην πλησιάσουν να φάνε από τους καρπούς του δέντρου της γνώσης, κι από την άλλη ο σατανάς διέβαλε αυτή την εντολή στα μάτια του ανθρώπου και παρουσίασε έναν Θεό υστερόβουλο, αλαζόνα, που ζήλευε τον άνθρωπο και τον ήθελε απαξιωμένο μέσα στη δημιουργία. Αν αντιστεκόταν στην εντολή, θα γινόταν θεός! Ο άνθρωπος παρασύρθηκε από τα φανταχτερά λόγια του διαβόλου, όπως παρασύρεται από την εξωτερική εμφάνιση και τη γλυκύτητα ενός όμορφου καρπού. Έτσι, επακολούθησε η Πτώση με τα γνωστά αποτελέσματα.

      Όταν εμφανίστηκε ο Χριστός στη γη μας, ο «έσχατος Αδάμ» (Α΄ Κορινθίους 15,45), πέρασε κι εκείνος από ένα παρόμοιο τεστ όταν πειράστηκε στην έρημο από τον ίδιο που προσπάθησε και κατάφερε να παραπλανήσει τον «πρώτο Αδάμ». Εδώ όμως ο «έσχατος Αδάμ» νίκησε, ακριβώς επειδή έμεινε πιστός στην εντολή, κάτι που δεν κατάφερε ο «πρώτος Αδάμ» (Λουκάς 4,1-13).

      Λίγο προτού ο Χριστός ανέβη στον σταυρό πέρασε πάλι από μια ανάλογη δοκιμασία στη Γεθσημανή. Εκεί το δίλημμα ήταν το θέλημα του Υιού ως ανθρώπου ή το θέλημα του Πατέρα Θεού. Πάλι ο «έσχατος Αδάμ» νίκησε καθώς υποτάχθηκε στο θέλημα του Πατέρα. Ο σταυρός λίγο μετά ήρθε σαν ακατάλυτη απόδειξη της αιώνιας αγάπης του Θεού, η οποία σίγουρα έριξε αποφασιστικά το βάρος της στη διελκυστίνδα υπέρ του Θεού. Ο διάβολος δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι αγαπάει τον άνθρωπο. Αυτό το έκανε μόνον ο Θεός. Αυτοί που αναζητούν αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, δεν έχουν παρά να ατενίσουν το μεγαλείο του σταυρού: αυτός που αγάπησε και έδωσε (Ιωάννης 3,16) αποδεικνύει την παρουσία του διά του σταυρού. Όποιος δέχεται με μετάνοια και πίστη το έργο του σταυρού στην καρδιά του, σώζεται από τον θάνατο, όπου είχε οδηγήσει τον άνθρωπο η παρακοή του «πρώτου Αδάμ». Έτσι, ο Παύλος καταλήγει να πει ότι «Όπως πεθαίνουν όλοι εξαιτίας της συγγένειας με τον Αδάμ, έτσι, χάρη στη συγγένεια με τον Χριστό, όλοι θα ξαναπάρουν τη ζωή» (Α΄ Κορινθίους 15,22 –Νέα Μετάφραση της Βίβλου). Η «συγγένεια» αυτή με τον Χριστό καθιερώνεται για τον καθένα ξεχωριστά, «εξατομικεύεται», όταν σε κάποια στιγμή της ζωής του ο άνθρωπος αποφασίσει να αλλάξει πορεία, κι από κει που ακολουθούσε τις εισηγήσεις του διαβόλου υπό την επήρεια του «πρώτου Αδάμ», να παραδοθεί με μετάνοια και πίστη στον Χριστό, τον «έσχατο Αδάμ». 

      Πριν δυο χιλιάδες χρόνια, εξάλλου, ανανεώθηκε ο ίδιος ανταγωνισμός, που όσο περνούν οι αιώνες γίνεται όλο και πιο λυσσαλέος. Ο συγκεκριμένος αγώνας δρόμου διεξάγεται ανάμεσα στην Εκκλησία του Χριστού και στον μεγάλο της εχθρό, το διάβολο, κι έχει να κάνει με το ποιος θα επηρεάσει περισσότερους ανθρώπους και θα τους πάρει με το μέρος του. Όποιος προλάβει πρώτος να κερδίσει τους περισσότερους! Από την ημέρα της Πεντηκοστής μέχρι και σήμερα το ευαγγέλιο κηρύττεται. Το περιεχόμενο αυτού του κηρύγματος δεν είναι η πρόσκληση σε έναν αγώνα καλών έργων για να κερδίσει ο άνθρωπος μια θέση στον παράδεισο. Τέτοια κηρύγματα υπήρχαν ήδη στον Ιουδαϊσμό. Ούτε είναι πρόσκληση σε μια θρησκευτική ζωή κάποιων διατάξεων και θρησκευτικών τελετουργιών. Ο μωσαϊκός νόμος είχε διαμορφώσει ήδη ένα πολύπλοκο σύστημα λατρείας, και μάλιστα του αληθινού Θεού, για τους ευσεβείς Ιουδαίους αλλά και τους «εθνικούς» που ασπάζονταν τον Ιουδαϊσμό, τους λεγόμενους «προσήλυτους», όπως φαίνεται να ήταν ο Ευνούχος της Κανδάκης στις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξεις 8,26-40).

      Το περιεχόμενο του κηρύγματος του ευαγγελίου, το «νέο» της Καινής Διαθήκης, είναι να αφήσει ο άνθρωπος την αμαρτωλή, την καταστροφική του πορεία προς τον θάνατο, που από τη φύση του ακολουθεί, και να στραφεί να ζητήσει το έλεος του Θεού. Να ζητήσει ο Θεός να τον απαλλάξει από την αμαρτία που τον βαραίνει σαν αιώνια ενοχή απέναντι στον δίκαιο Θεό, και να τον καλύψει ο Θεός με τη χάρη του, με την οποία διά του εξιλαστήριου έργου του Χριστού ο αμαρτωλός, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε, ανακηρύσσεται δίκαιος, και μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάννης 5,24). Αυτό λέγεται «θεία χάρη». Όπως σ’ έναν μελλοθάνατο του χαριζόταν η ζωή από το Συμβούλιο Χαρίτων παλιότερα που ίσχυε η θανατική ποινή, έτσι συμβαίνει και με τον αμαρτωλό. Ο διάβολος προσπαθεί να κρατήσει τον άνθρωπο υπόδουλο στην αμαρτία και στον Νόμο, δηλ. στον θάνατο. Ο Χριστός του προσφέρει την απελευθέρωση διά της πίστεως, δηλ. τη ζωή. Στον άνθρωπο εναπόκειται η επιλογή. Ο Χριστός σίγουρα σέβεται την ελευθερία του ατόμου, ενώ ο σατανάς την στραγγαλίζει και προσπαθεί να την κρατήσει υποταγμένη.

      Εσύ, φίλε αναγνώστη, με ποιον θα ταχθείς;

      Εσύ αδελφέ μου, που έχεις δεχτεί τη χάρη του Θεού, κάνεις το καλύτερο που μπορείς, για να μείνεις ανεπηρέαστος από τον κόσμο, και να φέρεις σε όσο το δυνατόν περισσότερους το σωτήριο μήνυμα του ευαγγελίου; Σ’ έναν τέτοιο συναγωνισμό κερδίζει όποιος προλάβει πρώτος…

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ” , ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2012




[1] Γιάννη Ν. Κουμέντου, Δρα Παιδαγωγικής-Δ/ντής Δημοτικού Σχολείου, «Η επίδραση της τηλεόρασης στον ελεύθερο χρόνο και στη σχολική επίδοση των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου: Μια εμπειρική μελέτη», εις Επιστημονικό Βήμα, τ. 6, Ιούνιος 2006.

Comments are closed.