Οι θυγατέρες του Σελαφχάδ – Η Πίστη που ανταμείβεται! Γράφει Ιωάννας Σαχινίδου, Φυσιογνώστρια

Ας γυρίσουμε στις σελίδες της Πεντατεύχου (Αριθμοί 27. 1-7). Οι θυγατέρες του Σελαφχάδ έχουν στερηθεί τον πατέρα τους και είναι αδύναμες και εγκαταλειμμένες. Ο νόμος στερούσε απ’ αυτές το μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Το μερίδιο του πατέρα το κληρονομούσαν οι γιοι και αν δεν υπήρχαν, όπως στην περίπτωση αυτή πήγαινε στον πλησιέστερο άνδρα συγγενή. Ο θάνατος είχε διακόψει το δεσμό που τις ένωνε με την κληρονομιά του λαού του Θεού. Τι θα κάνουν, θα την εγκαταλείψουν; Θα αδιαφορήσουν για το αν θα έχουν ή όχι μερίδα  με τον  Ισραήλ, το λαό του Θεού; Όχι. Οι ξεχωριστές αυτές γυναίκες η Μααλά, η Νουά, η Αγλά, η Μελχά και η Θερσά είναι βέβαιες ότι υπάρχει γι’ αυτές στη γη της επαγγελίας μια μερίδα που ούτε ο  θάνατος του πατέρα, ούτε η έλλειψη αγοριών αδερφών, αλλά ούτε και η παράλειψη του νόμου θα μπορούσαν να τη στερήσουν. Οι γυναίκες αυτές δείχνουν ένα ιδιαίτερο ζήλο για να ζητήσουν το μερίδιο του πατέρα τους με πίστη στη δικαιοσύνη, αγαθότητα και αγνότητα του Θεού. Παίρνουν το θάρρος να σταθούν μπροστά στο Μωυσή, στον Ελεάζαρ τον ιερέα, στους άρχοντες και όλη τη συναγωγή στη θύρα της σκηνής του μαρτυρίου και να φέρουν το αίτημά τους: «Γιατί όμως να εξαφανιστεί το όνομα του πατέρα μας από τη συγγένειά του; Επειδή δεν είχε γιο; Δώσε μας εμάς το μερίδιο, όπως έδωσες και στους αδελφούς του πατέρα μας. Ο Μωυσής παρουσίας την υπόθεσή τους στο Κύριο» (εδ. 4-5). Τα λόγια αυτά αποτελούν μια από τις ισχυρότερες μαρτυρίες μπροστά στη Συναγωγή.

Κάτω από το καθεστώς της Πεντατεύχου ο άνδρας είναι απόλυτος κύριος της οικογένειας του. Η υποδεέστερη θέση της γυναίκας μπροστά στο Μωσαϊκό Νόμο φαίνεται από πολλές περιπτώσεις. Η αξία της γυναίκας ήταν λίγο μεγαλύτερη από το μισό της αξίας του άνδρα. Αν γεννούσε κορίτσι παρέμενε ακάθαρτη διπλάσιο χρόνο παρά αν γεννούσε αγόρι. Η σύζυγος δεν μπορούσε να χωρίσει τον άνδρα της. Στη χήρα ο νόμος δεν αναγνώριζε κανένα κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία του συζύγου. Δεν μπορούσε να αναλάβει η χήρα τη διεύθυνση της οικογένειάς της, αλλά μόνο ο πρωτότοκος γιος. Τις ευχές και τα αφιερώματα έπρεπε να τα εγκρίνει ο πατέρας ή ο σύζυγος. Η παλλακεία αποτελούσε μόνιμη συμβίωση. Η παλλακή είχε ίσα δικαιώματα με τη νόμιμη σύζυγο και τα παιδιά της θεωρούνταν γνήσια και εισέρχονταν στην κληρονομιά του πατέρα μαζί με τα παιδιά της νόμιμης συζύγου. Νομικά οι γυναίκες είναι εξαρτημένες από τον πατέρα ή τον σύζυγο. Όλα αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν μια τυπική, πατριαρχική κοινωνία. Είναι λοιπόν οι γυναίκες κατώτερο είδος από τους άνδρες μπροστά στο Νόμο;

Ο Μωσαϊκός Νόμος μπορεί να το υποθέτει αλλά αντανακλά την κοινωνική δομή της εποχής εκείνης. Σε ορισμένη έκταση οι νόμοι αντανακλούν την κοινωνική κατάσταση μέσα στην οποία διαμορφώνονται. Η Παλαιά Διαθήκη αντανακλά τις ανισότητες, το δύο μέτρα και δύο σταθμά της πατριαρχικής κοινωνίας των Εβραίων όσον αφορά τη γυναίκα. Δεν υπάρχουν όμως δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά την προσωπική σχέση των γυναικών με το Θεό. Για την κοινωνία που ζούσαν μπορεί να ήταν δεύτερης κατηγορίας μέλη όχι όμως για το Θεό. Οι θυγατέρες του Σελαφχάδ έχουν την πίστη και την πεποίθηση ότι το αίτημά τους είναι δίκαιο μπροστά στο Θεό. Τα λόγια τους ανεβαίνουν κατευθείαν στην καρδιά του Θεού. Ο Μωυσής, ο ευλογημένος και τιμημένος υπηρέτης του θεού ξαφνιάζεται. Του υποβάλλεται απροσδόκητη ερώτηση, ένα αίτημα που αδυνατεί να απαντήσει. «Ο Μωυσής παρουσίασε την υπόθεσή τους στο Κύριο» (εδ.5).

Ο Θεός ευαρεστείται σε μια πίστη θαρραλέα η οποία κρατά σταθερά ότι της έχει δοθεί και αρνείται να εγκαταλείψει την κληρονομιά που της παραχωρήθηκε από το Θεό. Ενώ τα οστά του Σελαφχάδ αναπαύονταν στην άμμο της ερήμου και δεν υπήρχε γιος για  να λάβει την κληρονομιά του, η πίστη των θυγατέρων του υψώνεται πάνω από τις περιστάσεις και εμπιστεύεται στην πιστότητα του Θεού για την εκπλήρωση των υποσχέσεών Του: «κι ο Κύριος του είπε: «Σωστά μίλησαν οι κόρες του Σελαφχάδ. Ασφαλώς και πρέπει να τους δώσεις κληρονομικό μερίδιο, όπως έδωσες και στους αδελφούς του πατέρα τους. Θα τους μεταβιβάσεις την ιδιοκτησία του πατέρα τους» (εδ. 6-7) είναι η απόκριση του Κυρίου. Ένας ένδοξος θρίαμβος στην παρουσία όλης της συναγωγής. Οι θυγατέρες του Σελαφχάδ ενήργησαν με πίστη. Δε δίστασαν, δε ντράπηκαν να παρουσιαστούν μπροστά στο Μωυσή και τη συναγωγή. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσουν την ευλογία και τη μαρτυρία του Θεού, να αποκτήσουν την κληρονομιά τους και η συμπεριφορά τους να αποκαλύψει μια αλήθεια και να προκαλέσει ένα θείο διάταγμα που όφειλε να ισχύει στις μέλλουσες γενεές για κάθε γυναίκα που θα βρισκόταν σε παρόμοια θέση.

Οι θυγατέρες του Σελαφχάδ ήταν γυναίκες μόνες, χωρίς άνδρες. Σε κοινωνίες ανδροκρατούμενες, χωρίς ανδρική προστασία τόλμησαν να υψώσουν τη φωνή τους και το ανάστημά τους και να εκφράσουν τα αιτήματά τους. Δικαιώθηκαν γιατί ο θεός κρίνει  όχι ανάλογα με το φύλο, αλλά εξετάζει την καρδιά του ανθρώπου και την πίστη και εμπιστοσύνη μας σε Εκείνον. Οι υποσχέσεις του Θεού, τα δώρα Του, οι ευλογίες Του, τα ελέη Του είναι ανεξάντλητα. Από εμάς εξαρτάται να ζητήσουμε και να αγωνιστούμε για να το αποκτήσουμε όπως οι θυγατέρες του Σελαφχάδ. Οι κοινωνικές συνθήκες και οι νόμοι που επικρατούσαν την εποχή που συνέβη το περιστατικό δεν έχουν σχέση με τους σημερινούς. Δυστυχώς όμως η ζωή έξω από την Εδέμ είναι δύσκολη. Από τότε που φώλιασε το κακό στον άνθρωπο, η αδικία και η καταδυνάστευση συνυπάρχουν με τον άνθρωπο. Ορισμένοι νόμοι και κοινωνικές συνθήκες βελτιώνονται, αλλά το κακό αλλάζει μορφές και εμφανίζεται με άλλα προσωπεία. Στην εποχή μας υπάρχουν δεινά που δεν υπήρχαν σε άλλες εποχές. Ο καταναγκασμός είναι μια από τις ισχυρότερες μορφές και εκδηλώσεις του κακού. Οι πιέσεις δεν ασκούνται μόνο προς τις γυναίκες. Μπορεί να ασκούνται  από άτομα ή ομάδες ισχυρές οικονομικά, προς ομάδες οικονομικά αδύναμες.  Από πλειονότητες σε μειονότητες θρησκευτικές, εθνικές, φυλών κ.α. από ανθρώπους που ασκούν εξουσία και τελικά από κάθε άνθρωπο προς το συνάνθρωπό του και για οιονδήποτε εγωιστικό λόγο.  Όλοι μας έχουμε μέσα μας ένα δυνάστη, έναν άδικο κριτή. Σε όλων μας τα μέλη υπάρχει ο νόμος της αμαρτίας που αντιστρατεύεται το νόμο του Θεού. Όποιος όμως φοβάται το Θεό δε μπορεί να δυναστεύει τον πλησίον του «Κανείς σας να μην εκμεταλλεύεται το διπλανό του, αλλά να σέβεστε το Θεό σας, εγώ ο Κύριος είμαι ο Θεός σας». (Λευιτικόν 25.17). Άνδρες, γυναίκες, νέοι, και παιδιά υπηρετούμε το νόμο της αδικίας του πονηρού. Ποιος μπορεί να μας ελευθερώσει. Ευχαριστούμε το Θεό γιατί Εκείνος μπορεί να  το κάνει δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.

 Αναδημοσιεύουμε το κείμενο αυτό της κ. Ιωάννας Σαχινίδου, που είναι μέρος άρθρου της, με τίτλο “Αιτείτε και θέλει σας δοθεί”,  που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Αστήρ της Ανατολής”, που είναι το αρχαιότερο εληνικό περιοδικό. Το μεταφέρουμε χωρίς αλλαγές.

Comments are closed.