ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΣ ΔΩΡΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

του Max Lucado σε Μετάφραση της Δρος  Γιούλικας Κωτσοβόλου – Masry, Νομικού

ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΣ ΔΩΡΟ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 


1. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ

 

     «…πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής…»

(Ιάκωβος 1/17)

 

Η τάση να δίνουμε υπέροχα δώρα

 

            Μας αρέσει πολύ να κάνουμε υπέροχα δώρα στους αγαπημένους μας. Δεν είν’ έτσι; Ιδίως τα Χριστούγεννα. Κάνουμε βέβαια δώρα όλο το χρόνο –σε γενέθλια, επετείους και άλλες ξεχωριστές περιπτώσεις– αλλά τα Χριστούγεννα καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο δώρο για το πιο ιδιαίτερο πρόσωπο ή πρόσωπα στη ζωή μας: ένα δαχτυλίδι αρραβώνα, μια οικογενειακή φωτογραφία, ένα βιβλίο σε σπάνια έκδοση με δερμάτινο δέσιμο, διαμαντένια σκουλαρίκια, ένα σκυλάκι. Οποιοδήποτε και να’ναι το δώρο, θέλουμε να εκφράζει τον πλούτο της αγάπης μας.

            Ίσως αυτό να έχει σχέση με την πολυτιμότητα του δώρου που προσφέρθηκε το πρώτο εκείνο πρωινό των Χριστουγέννων, την ασύνορη αγάπη που κατέβηκε στη γη παίρνοντας τη μορφή ενός μικρού, αβοήθητου, νεογέννητου μωρού. Ας σκεφτούμε αυτό το δώρο για μια στιγμή. Ας σκεφτούμε εκείνο που ο Ιησούς πράγματι έκανε. Άφησε ένα αστραφτερό παλάτι για ένα βρόμικο στάβλο. Αντάλλαξε τη λατρεία των αγγέλων με τη συντροφιά των κακούργων. Μπορούσε να κρατά το Σύμπαν στην παλάμη Του, αλλά το απαρνήθηκε για να βρεθεί αιωρούμενος στα σπλάχνα μιας παρθένου.

            Αν ήσαστε εσείς Θεός, θα κοιμόσαστε στα άχυρα, θα δεχόσαστε να τρέφεστε από ένα θνητό μαστό, να είστε τυλιγμένος σε σπάργανα; Ο Χριστός το έκανε.

            Αν ξέρατε ότι μόνο ελάχιστοι θα έδειχναν ενδιαφέρον για τον ερχομό σας, θα ερχόσαστε; Αν ξέρατε ότι εκείνοι που αγαπάτε θα γέλαγαν στα μούτρα σας, θα εξακολουθούσατε να ενδιαφέρεστε γι’ αυτούς; Αν γνωρίζατε ότι οι γλώσσες που εσείς δημιουργήσατε θα σας περιγελούσαν, τα στόματα που φτιάξατε θα σας έφτυναν, τα χέρια που πλάσατε θα σας σταύρωναν, θα θέλατε παρόλα αυτά να τα δημιουργήσετε; Ο Χριστός το έκανε. Θα θεωρούσατε τον παράλυτο και τον κατάκοιτο σημαντικότερους απ’ τον εαυτό σας; Ο Ιησούς το έκανε.

            Ταπείνωσε τον εαυτό Του. Απ’ το να εξουσιάζει αγγέλους, έφτασε να κοιμάται στο σταύλο. Απ’ το να βαστάει στα χέρια Του τ’ αστέρια, κατέληξε να βαστιέται απ’ το δάχτυλο της μητέρας Του, της Μαρίας. Οι παλάμες που κρατούσαν το Σύμπαν τρυπήθηκαν από τα καρφιά του στρατιώτη.

            Γιατί άραγε; Διότι αυτό κάνει η αγάπη: βάζει τον αγαπημένο ψηλότερα απ’ τον εαυτό της. Η ψυχή σας είχε μεγαλύτερη αξία απ’ το αίμα Του. Η αιώνια ζωή σας ήταν σπουδαιότερη από τη γήινη δική Του. Η δική σας θέση στα ουράνια ήταν σημαντικότερη από τη δική Του θέση στους Ουρανούς. Έτσι, άφησε τη δική Του θέση προκειμένου να έχετε εσείς μια θέση στην Αιωνιότητα.

            Και σ’ αυτό συνίσταται η πολυτιμότητα του δώρου: δωρίζει αγάπη, την αγάπη του Θεού, μια αγάπη που δεν γνωρίζει όρια, σύνορα, τέλος. Αυτή είναι η αγάπη της Γέννησης του Χριστού. Είναι το είδος της αγάπης που έχουμε πάρει εντολή να δίνουμε στους άλλους. «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς και εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάννης 13/34). Αυτού του είδους την αγάπη αξίζει να την προσφέρει κανείς στους άλλους. Να την πάρει δώρο ο ίδιος.

            Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Πώς θα μπορούσαμε να δώσουμε κάτι που στην ουσία δεν λάβαμε ποτέ εμείς οι ίδιοι;

 

2. ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΔΩΡΟ

 

«Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς.»

                                                     (Α΄ Ιωάνν. 4/19)

 

Το πάρτι

 

            Η Αγία Γραφή μάς βοηθάει να καταλάβουμε εκείνο που εγώ αποκαλώ η «αρχή του 747», ότι δηλαδή σε όποιον έχουν συγχωρηθεί λίγα, αυτός αγαπάει και λίγο. «Διά τούτο, σοι λέγω», διαβάζουμε στο ευαγγέλιο του Λουκά αναφορικά με τη γυναίκα με το μύρο, «συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί· διότι ηγάπησεν πολύ» (Λουκ. 7/47). Το σκηνικό είναι ένα πάρτι στην Καπερναούμ. Το σπίτι είναι του Φαρισαίου Σίμωνα. Το τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Ιησούς. Η παρείσακτη γυναίκα είναι η γυναίκα με το μύρο. Όσο για τα υπόλοιπα, θα τα καταλάβουμε όπως θα εξελίσσεται η ιστορία.

            Θα μπορούσαν ποτέ δύο άνθρωποι να είναι περισσότερο διαφορετικοί από το Σίμωνα το Φαρισαίο και την παρείσακτη στο πάρτι;

            Εκείνος είναι κάποιος στον οποίο όλοι προσβλέπουν. Εκείνη μια καταφρονεμένη.

            Εκείνος είναι θρησκευτικός ηγέτης. Εκείνη μια άστεγη.

            Εκείνος έχει σκοπό της ζωής του να βάζει αρχές. Εκείνη να τις παραβαίνει.

            Εκείνος κάνει ένα πάρτι. Εκείνη του το χαλάει.

            Αν ρωτήσετε τους κατοίκους της Καπερναούμ να σας πουν ποιος είναι ο πιο ευσεβής από τους δύο, θα σας απαντήσουν, ο Φαρισαίος Σίμων. Στο κάτω κάτω εκείνος είναι που είναι ο σπουδαστής της θεολογίας, ο άνθρωπος του κλήρου. Όλοι ανεξαιρέτως το Σίμωνα θα επέλεγαν. Όλοι εκτός απ’ τον Ιησού. Ο Ιησούς τους γνώριζε και τους δύο. Και διάλεξε τη γυναίκα. Και το σημαντικότερο, λέει στο Σίμωνα και το γιατί.

            Όχι πως ο Σίμωνας ζητάει να μάθει. Εκείνον άλλο τον απασχολεί: πώς μπήκε αυτή η παλιογυναίκα στο σπίτι μου; Δεν ξέρει σε ποιον να πρωτοβάλει τις φωνές, τη γυναίκα ή τον υπηρέτη που της άνοιξε. Σε τελευταία ανάλυση το δείπνο είναι επίσημο. Μόνο με προσκλήσεις. Μόνο οι εκλεκτοί. La crème de la crème. Ποιος άνοιξε την πόρτα σ’ αυτό το κατακάθι της κοινωνίας;

            Ο Σίμωνας είναι οργισμένος. Για κοίτα τη! –πώς σέρνεται στα πόδια του Ιησού, άσε που τα καταφιλάει! Μα, τέλος πάντων, αν ο Ιησούς ήταν πράγματι αυτός που λέει ότι είναι, δεν θα ήθελε να έχει καμία επαφή μ’ αυτή τη γυναίκα.

            Ένα από τα μαθήματα που έμαθε ο Σίμωνας εκείνη την ημέρα ήταν να μη σκέφτεται σκέψεις που δεν θα ήθελε να τις ακούσει ο Ιησούς. Διότι ο Ιησούς τις άκουσε και στη συνέχεια εξέφρασε και μερικές απ’ τις δικές Του.

            «Σίμωνα», είπε στο Φαρισαίο Ιουδαίο. «Έχω κάτι να σου πω».

            «Εντάξει, Δάσκαλε», είπε ο Σίμωνας. «Πες το μου».

            Τότε ο Ιησούς τού είπε την παρακάτω ιστορία. «Ένας άνθρωπος δάνεισε χρήματα σε δύο οφειλέτες –πεντακόσια δηνάρια στον ένα και πενήντα στον άλλο. Κανείς απ’ τους δύο όμως δεν είχε να του τα πληρώσει, οπότε αυτός, μεγαλόψυχα, χάρισε και στους δύο τα χρέη τους. Ποιος λες ότι θα τον αγαπάει περισσότερο;»

            Ο Σίμωνας απάντησε και είπε: «Υποθέτω εκείνος στον οποίο χάρισε το μεγαλύτερο χρέος».

            «Πολύ σωστά», του απάντησε ο Ιησούς. Και ύστερα στράφηκε προς τη γυναίκα και είπε στο Σίμωνα: «Κοίτα αυτή τη γυναίκα που γονατίζει εδώ. Όταν μπήκα στο σπίτι σου, εσύ δεν μου πρόσφερες νερό να πλύνω τα πόδια μου απ’ τη σκόνη. Εκείνη όμως μού έπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά της και τα σφούγγιξε με τα μαλλιά της. Δεν μου έδωσες φιλί χαιρετισμού, αλλά εκείνη  απ’ την ώρα που μπήκα μέσα μού φιλάει και ξαναφιλάει τα πόδια. Εσύ δεν μου έκανες την τιμή ν’ αλείψεις με λάδι το κεφάλι μου, εκείνη όμως μού άλειψε τα πόδια με σπάνιο μυρωδικό. Τούτο σου λέω. Οι αμαρτίες της –και είναι πολλές– έχουν συγχωρηθεί. Γιαυτό και μου δίνει τόση αγάπη. Ένας όμως που του έχουν συγχωρηθεί λίγες αμαρτίες, δίνει λίγη αγάπη» (Λουκ. 7/40 – 7/47).

            Ο Σίμωνας προσκαλεί τον Ιησού στο σπίτι του αλλά Του φέρεται σαν σε μακρινό ανεπιθύμητο θείο. Καμιά από τις συνηθισμένες ευγένειες. Ούτε φιλί χαιρετισμού. Ούτε νερό για να πλύνει τα πόδια Του. Ούτε λάδι για ν’ αλείψει το κεφάλι Του.

            Όπως θα λέγαμε στη σύγχρονη εποχή, κανένας δεν Του άνοιξε την πόρτα, δεν Του πήρε το παλτό, δεν Του έσφιξε το χέρι. Ο κόμης Δράκουλας θα είχε να επιδείξει καλύτερη συμπεριφορά!

            Ο Σίμωνας δεν έκανε τίποτε για να καλωσορίσει τον Ιησού. Η γυναίκα όμως έκανε όλα όσα δεν έκανε εκείνος. Δεν ξέρουμε τ’ όνομά της. Μόνο τη φήμη της –κακή, αμαρτωλή. Κατά πάσα πιθανότητα μια πόρνη. Δεν ήταν προσκεκλημένη στο πάρτι. Δεν είχε κοινωνική θέση. (Ας φανταστούμε προς στιγμήν ένα σύγχρονο σκηνικό όπου μια πόρνη με πολύ εφαρμοστό φόρεμα θα έκανε την εμφάνισή της στο Χριστουγεννιάτικο πάρτι της ενορίας. Κεφάλια θα γύριζαν απ’ την άλλη μεριά. Μάγουλα θα κοκκίνιζαν. Αναστεναγμοί αγανάκτησης θ’ ακούγονταν!)

            Αλλά η γνώμη των ανθρώπων για κείνη δεν τη σταμάτησε απ’ το να έρθει. Δεν ήρθε για κείνους. Ήρθε για Κείνον. Η κάθε της κίνηση είναι υπολογισμένη και με νόημα. Η κάθε της χειρονομία απλόχερη. Βάζει το μάγουλό της στα πόδια Του, εκείνα τα πόδια που είναι ακόμη σκονισμένα απ’ το δρόμο. Δεν έχει νερό, αλλά έχει δάκρυα. Δεν έχει πετσέτα, αλλά έχει τα μαλλιά της. Τα χρησιμοποιεί και τα δύο για να πλύνει τα πόδια του Χριστού. Μια βροχή από δάκρυα στα πόδια Του. Ανοίγει ένα μπουκάλι μύρο, που ίσως ήταν το μόνο πολύτιμο αντικείμενο που είχε, και Του αλείφει το δέρμα. Το άρωμα απ’ το μύρο είναι τόσο διαπεραστικό όσο και η ειρωνεία του όλου θέματος.

 

Το πρόβλημα

 

            Θα νόμιζε κανείς ότι ο Σίμωνας θα ήταν το πρόσωπο που θα έδειχνε τέτοια αγάπη. Εκείνος δεν είναι ο θρησκευτικός αρχηγός; Εκείνος δεν είναι ο μελετητής των Γραφών; Αλλά είναι σκληρός, απόμακρος. Θα νόμιζε κανείς ότι η γυναίκα θα απέφευγε τον Ιησού. Αυτή δεν είναι η γυναίκα της νύχτας; Αυτή δεν είναι το παλιοθήλυκο της πόλης; Αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στον Ιησού. Η «αγάπη» του Σίμωνα είναι μετρημένη, τσιγγούνικη. Αντίθετα, η αγάπη της γυναίκας είναι πληθωρική. Παίρνει ρίσκα.

            Πώς να εξηγήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στους δύο; Παιδεία, μόρφωση, χρήματα; Όχι, γιατί ο Σίμωνας είναι καλύτερος από κείνη και στα τρία.

            Υπάρχει όμως μία διάσταση στην οποία η γυναίκα υπερέχει κατά πολύ. Ας το σκεφτούμε. Υπάρχει κάτι που εκείνη μεν το έχει ανακαλύψει, αλλά ο Σίμωνας δεν το έχει. Ποιος είναι ο θησαυρός που μετράει για τη γυναίκα αλλά όχι και για το Σίμωνα; Είναι απλό. Η αγάπη του Θεού. Δεν ξέρουμε πότε τη γεύτηκε η γυναίκα αυτή την αγάπη. Μήπως είχε τύχει ν’ ακούσει τον Ιησού όταν έλεγε «ο Πατήρ σας είναι οικτίρμων» (Λουκ. 6/36); Μήπως είχε βρεθεί εκεί κοντά, όταν ο Ιησούς είχε δείξει το έλεός Του στη χήρα της Ναΐν; Της είχε άραγε πει κανείς πώς ο Ιησούς άγγιζε τους λεπρούς και έκανε τους τελώνες μαθητές Του; Δεν ξέρουμε, αλλά ξέρουμε τούτο: ήρθε στον Ιησoύ διψασμένη. Διψασμένη εξαιτίας των ενοχών της. Διψασμένη εξαιτίας της θλίψης της. Διψασμένη από τις πολλές νύχτες αγάπης που την έβρισκε το πρωί χωρίς εκείνη να’χει βρει την αγάπη. Ήρθε διψασμένη.

            Κι όταν ο Ιησούς τής έδωσε το ποτήρι της Χάρης για να πιεί, εκείνη ήπιε. Δεν ήπιε μόνο μια στάλα, μια γουλιά. Δεν βούτηξε τα χέρια της μέσα για να τα φέρει μετά στο στόμα της. Δεν το σερβίρισε σ’ ένα μικρότερο ποτήρι απ’ όπου θα το αργορουφούσε. Σήκωσε το ποτήρι ως τα χείλη της και το ήπιε μονορούφι, με μεγάλες γουλιές, όπως ο διψασμένος ταξιδιώτης-προσκυνητής. Γιατί αυτό ήταν. Το ήπιε μέχρι που το έλεος του Θεού κατέβηκε στο πηγούνι, το λαιμό και το στήθος της. Ήπιε μέχρι που κάθε μόριο της ψυχής της να ποτιστεί από Χάρη και να μαλακώσει. Ήρθε διψασμένη και ήπιε. Ήπιε μέχρι και την τελευταία σταγόνα

            Αντίθετα ο Σίμωνας δεν ήξερε καν ότι ήταν διψασμένος. Άνθρωποι σαν το Σίμωνα δεν τη χρειάζονται τη Χάρη. Την αναλύουν. Δεν ζητούν έλεος. Συζητούν για το έλεος. Το ζυγίζουν, το αξιολογούν. Το θέμα δεν είναι ότι ο Σίμωνας δεν θα μπορούσε να συγχωρηθεί. Το θέμα είναι ότι δεν το ζήτησε.

 

Η αρχή

 

            Ενώ λοιπόν η γυναίκα πίνει τη Χάρη που της προσφέρεται, ο Σίμωνας παραμένει περήφανος. Ενώ εκείνη έχει άφθονη αγάπη να δώσει, εκείνος παραμένει φτωχός. Γιατί; Εξαιτίας της «αρχής του 747». Ας ξαναδιαβάσουμε το εδάφιο 47 του 7ου κεφαλαίου στο ευαγγέλιο του Λουκά. «[Ε]ις όντινα δε συγχωρείται ολίγον, ολίγον αγαπά». Όπως και το μπόινγκ 747, έτσι κι η αρχή αυτή έχει πλατιές φτερούγες. Όπως και το αεροπλάνο, έτσι κι η αλήθεια αυτής της αρχής μπορεί να μας ανεβάσει σ’ ένα άλλο επίπεδο. Ας το ξαναδιαβάσουμε. Σ’ όποιον έχουν συγχωρηθεί λίγες αμαρτίες, μπορεί να δώσει μόνο λίγη αγάπη. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να δώσουμε ό,τι δεν έχουμε ποτέ εισπράξει. Αν δεν έχουμε ποτέ πάρει αγάπη, πώς να μπορέσουμε να αγαπήσουμε άλλους;

            Αλλά προσπαθούμε. Ω, πόσο προσπαθούμε! Λες και θα μπορούσαμε να παράγουμε αγάπη μόνο με τη θέλησή μας. Λες και υπάρχει μέσα μας ένα μόνιμο διυλιστήριο αγάπης που το μόνο που χρειάζεται είναι ένα κομμάτι ξύλου ή μια δυνατότερη φωτιά. Πότε το τσιγκλάμε και πότε το χαϊϊδεύουμε. Με αποφασιστικότητα. Ποια είναι η συνήθης αντίδρασή μας στο πρόβλημα κάποιας σχέσης μας που δεν πάει καλά; Προσπαθούμε περισσότερο.

            «Ο ή η σύζυγός μου χρειάζονται συγχώρηση; Δεν ξέρω πώς, αλλά εγώ θα την δώσω».

            «Δεν με πειράζει που νιώθω τόσο πληγωμένος. Εγώ θα είμαι καλός μ’ αυτό τον αχρείο».

            «Πρέπει να αγαπώ τον πλησίον μου. ΟΚ. Θα το κάνω».

            Έτσι προσπαθούμε. Με σφιγμένα τα δόντια και αποφασιστικότητα στο σαγόνι. Θα αγαπάμε έστω κι αν αυτό μας σκοτώνει! Σημειωτέον ότι αυτό δεν αποκλείεται και να συμβεί.

            Μήπως πηδάμε κάποιο σκαλοπάτι; Μήπως το πρώτο βήμα της αγάπης δεν είναι προς τον πλησίον, αλλά προς το Θεό; Μήπως το μυστικό της αγάπης βρίσκεται στο να λάβουμε αγάπη εμείς οι ίδιοι; Μπορείς να δίνεις αγάπη, αρκεί πρώτα να έχεις λάβει. «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιωάν. 4/19).

            Ποθούμε να αγαπάμε περισσότερο; Ας αρχίσουμε με το ν’ αποδεχτούμε τη θέση μας σαν αγαπημένα παιδιά του Θεού. «Γίνεσθε λοιπόν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά· και περιπατείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν υμάς» (Εφεσ. 5/1-2).

            Θέλουμε να μάθουμε να συγχωρούμε; Ας αναλογιστούμε πώς έχουμε εμείς συγχωρηθεί. «[Γ]ίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς διά του Χριστού» (Εφεσ. 4/32).

            Μας φαίνεται δύσκολο το να βάζουμε τους άλλους πρώτα; Ας θυμηθούμε πώς μας έβαλε εμάς πρώτους ο Χριστός, «όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν» (Φιλιπ. 2/6).

            Χρειαζόμαστε περισσότερα αποθέματα υπομονής; Ας πιούμε από το ποτήρι της υπομονής του Θεού. «Δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα· αλλά μακροθυμεί εις ημάς» (Β΄ Πέτρ. 3/9).

            Μήπως η γενναιοδωρία είναι μια αρετή στην οποία υστερούμε; Ας σκεφτούμε πόσο γενναιόδωρος υπήρξε απέναντί μας ο Θεός. «Αλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών» (Ρωμ. 5/8).

            Έχουμε δυσκολία να ανεχτούμε αγνώμονα συγγενικά πρόσωπα ή κακόχνωτους γείτονες; Ο Θεός μάς ανέχτηκε όταν κι εμείς κάναμε το ίδιο. «Γίνεσθε λοιπόν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ σας είναι οικτίρμων» (Λουκ. 6/35).

 

Η διαδικασία

 

            Γιατί δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κι εμείς έτσι;

            Διότι δεν είναι δυνατό να το επιτύχουμε αυτό χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Ναι, μπορεί να τα καταφέρουμε για ένα διάστημα. Σαν το Σίμωνα το Φαρισαίο μπορεί κι εμείς να ανοίξουμε την πόρτα. Αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν κάτι περισσότερο από μια απλή χειρονομία καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. Μερικοί από τους ή τις συζύγους μας χρειάζονται να τους πλύνουμε τα πόδια. Κάποιοι από τους φίλους μας χρειάζονται έναν κατακλυσμό δακρύων συμπόνιας. Τα παιδιά μας έχουν ανάγκη να αλειφτούν με το λάδι της δικής μας αγάπης.

            Αλλά, αν δεν έχουμε λάβει εμείς αυτά τα δώρα, πώς να τα δώσουμε στους άλλους; Μακριά από το Θεό «[η] καρδία είναι απατηλή υπέρ πάντα» (Ιερεμ. 17/9). Δεν υπάρχει μέσα μας εκείνη η αγάπη που σώζει το γάμο. Δεν μπορεί να βρεθεί στην καρδιά μας εκείνη η αφοσίωση που διατηρεί το δεσμό της φιλίας. Χρειαζόμαστε βοήθεια από μια εξωτερική πηγή. Χρειαζόμαστε μετάγγιση. Θέλουμε ν’ αγαπάμε όπως αγαπάει ο Θεός; Τότε ας αρχίσουμε με το να γίνουμε εμείς οι ίδιοι αποδέκτες της αγάπης του Θεού.

            Ιδιαίτερα εμείς οι ποιμένες είμαστε ένοχοι της παράβασης του προσπεράσματος του πρώτου σκαλοπατιού. Λέμε στο ποίμνιο, «αγαπάτε αλλήλους». Παροτρύνουμε τους ανθρώπους να είναι «υπομονετικοί, ευγενείς και συγχωρητικοί». Αλλά το να τους συμβουλεύουμε να αγαπούν χωρίς να τους λέμε ότι έχουν αγαπηθεί είναι σαν να τους προτρέπουμε να εκδώσουν μια επιταγή χωρίς προηγουμένως να έχουμε εμείς κάνει μια κατάθεση στο λογαριασμό τους. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που τόσες πολλές ανθρώπινες σχέσεις είναι «ακάλυπτες επιταγές». Η καρδιά δεν επαρκεί από μόνη της να δώσει αγάπη. Ο απόστολος Ιωάννης βάζει τα πράγματα στη σωστή σειρά τους. Πρώτα κάνει την κατάθεση στο λογαριασμό μας και μετά μας λέει να εκδώσουμε την επιταγή.

 

            Η κατάθεση που προηγείται:

 

«Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, διά να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλεν τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.»

                                         (Α΄ Ιωάν. 4/9-10)

 

            Κι έπειτα, αφού ο Ιωάννης κάνει αυτή τη σεβαστή κατάθεση η οποία ρίχνει φως στο όλο θέμα, μας καλεί να βγάλουμε κι εμείς το καρνέ των επιταγών μας και ν’ αρχίσουμε να κάνουμε πληρωμές:

 

«Αγαπητοί, επειδή ούτως ηγάπησεν ημάς ο Θεός, και εμείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.»

(Α΄ Ιωάνν. 4/11)

 

            Το μυστικό του να αγαπάς είναι να ζεις ως κάποιος που αγαπιέται. Στις ανθρώπινες σχέσεις αυτό είναι το λησμονημένο πρώτο σκαλί. Ας θυμηθούμε ότι και για τον Παύλο το σημαντικό είναι να είναι οι άνθρωποι «ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι εν αγάπη», στη θαυμαστή αυτή αγάπη του Θεού (Εφεσ. 3/18). Γι’ αυτό ακριβώς προσεύχεται ο Παύλος. Καθώς λοιπόν το δέντρο παίρνει τα θρεπτικά συστατικά του απ’ το έδαφος, το ίδιο κι εμείς τρεφόμαστε με αγάπη από τον Ουράνιο Πατέρα μας. Ας αναλογιστούμε πόσο τραγικό θα ήταν να μην είχε επαφή το δέντρο με το έδαφος!

            Αυτό το σκεφτόμουν τις προάλλες, καθώς κατέβαζα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο –κάτι που είναι η συνηθισμένη μου αγγαρεία κάθε Πρωτοχρονιά: να βγάλω τα στολίδια, να μεταφέρω το δέντρο έξω, να σκουπίσω το πάτωμα απ’ όλες τις βελόνες, χιλιάδες βελόνες! Το δέντρο καταρρέει. Το σύστημα των ριζών είναι ανύπαρκτο αφού επί δύο εβδομάδες ήταν στημένο μέσα σ’ ένα μεταλλικό μπολ –τι να πάρει το δέντρο από ένα άδειο σκεύος;

            Ο Σίμωνας ο Φαρισαίος είχε το ίδιο πρόβλημα. Εντυπωσιακός στην εμφάνιση. Όμορφα διακοσμημένος. Αλλά κάποιος που κατερρέει όταν του δώσεις μια δυο φτυαριές.

            Σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως οι συναντήσεις με ορισμένα πρόσωπα σας κάνουν να νιώθετε εύθραυστοι, ευάλωτοι και ανίκανοι να αποδώσετε καρπό; Μήπως διαλύεστε εύκολα; Αν συμβαίνει αυτό, τότε η αγάπη σας μπορεί να είναι φυτεμένη σε λάθος έδαφος. Μπορεί να είναι φυτεμένη στο έδαφος της δικής τους αγάπης (που είναι επιφανειακή) ή στο έδαφος της δικής σας αποφασιστικότητας να αγαπήσετε (που είναι εύθραυστη). Ο Ιωάννης μάς παροτρύνει να βασιστούμε μόνο στην αγάπη που ο Θεός έχει για μας. «[Η]μείς εγνωρίσαμεν και επιστεύσαμεν την αγάπην, την οποίαν έχει ο Θεός προς ημάς» (Ιωάν. Α΄ 4/16). Μόνο Εκείνος είναι η πηγή της δύναμης.

            Πολλοί μάς λένε ότι πρέπει ν’ αγαπάμε. Μόνο ο Θεός όμως μας ικανώνει να το κάνουμε.

            Γνωρίζουμε τι θέλει από μας ο Θεός. «Και αύτη είναι η εντολή αυτού…το να αγαπώμεν αλλήλους» (Α΄ Ιωάν. 3/23). Αλλά πώς να το κάνουμε; Μπορούμε να αγαπάμε εκεινους που αθετούν τις υποσχέσεις τους; Εκείνους που είναι απρεπείς απέναντί μας; Πώς να κατορθώσουμε να είμαστε θερμοί σ’ εκείνους που δεν διαθέτουν παρά τη ζεστασιά ενός γύπα και την τρυφερότητα ενός σκαντζόχοιρου; Πώς να συγχωρήσουμε τους κλέφτες και τους ύπουλους που συναντάμε καθημερινά –τους ερωτευόμαστε, τους παντρευόμαστε κ.ο.κ.; Πώς μπορούμε ν’ αγαπήσουμε όπως αγαπάει ο Θεός; Το θέλουμε. Το ποθούμε. Αλλά πώς μπορούμε να το κάνουμε;

            Ζώντας τη ζωή μας ως αγαπώμενοι. Ακολουθώντας την «αρχή του 747» (Λουκ. 7/47). «Πρώτα δέξου εσύ την αγάπη του Θεού. Μετά αγάπησε τον πλησίον σου».

 

            Ας ακούσουμε την απάντηση του Ουρανού στο θέμα:

 

«Ο Θεός σε αγαπά. Εσένα προσωπικά. Και σε αγαπά δυνατά. Ολοκληρωτικά. Κι άλλοι στο υποσχέθηκαν αλλά απέτυχαν. Ο Θεός το υποσχέθηκε και πέτυχε. Σε αγαπά με μια αγάπη που δεν απογοητεύει. Και η αγάπη Του –αν κάνεις χώρο γι’ αυτή στην καρδιά σου– μπορεί να σε γεμίσει και να σε κάνει ικανό να αγαπήσεις με μια αγάπη που αξίζει να τη χαρίσεις».

 

3. ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΣ ΔΩΡΟ

 

«Αλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.»

(Ρωμ. 5/8)

 

Η χειρονομία

 

            Ποια είναι η πιο εξαίσια χειρονομία υπέρμετρης δοτικότητας και αγάπης που έκανε ποτέ κανείς για σας; Να έρθει να σας πάρει από το αεροδρόμιο στο μέσο της νύχτας; Να κάτσει δίπλα σας στην αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου; Να φροντίσει τα τρία μικρά παιδιά σας όταν εσείς χρειαζόσαστε απεγνωσμένα λίγη ξεκούραση; Ίσως βέβαια αυτά να μην ανήκουν στην κατηγορία της δοτικότητας και αγάπης «πέρα απ’ το αναμενόμενο», αλλά στη δική μου περίπτωση και χρονική στιγμή μια τέτοια χειρονομία ήταν εξαιρετικά πολύτιμη.

            Ένας φίλος οργάνωνε ένα Χριστουγεννιάτικο πάρτι ανταλλαγής σπιτικών γλυκών για το προσωπικό της εκκλησίας. Το σχέδιο ήταν απλό. Για να συμμετέχεις, έπρεπε να ψήσεις ένα ταψάκι γλυκά. Τα γλυκά σου σου έδιναν το δικαίωμα να δοκιμάσεις γλυκά απ’ όλα τα άλλα ταψάκια. Φεύγοντας μπορούσες να πάρεις μαζί σου τόσα γλυκά όσα έφερες.

            Αυτό ακούγεται απλό, αν ξέρεις να φτιάχνεις γλυκά. Τι γίνεται όμως αν δεν ξέρεις να διακρίνεις την κατσαρόλα απ’ το τηγάνι; Τι γίνεται στην περίπτωση που είσαι σαν κι εμένα, ένα «άτομο με ειδικές ανάγκες» στον τομέα της μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής; Τι γίνεται αν πίσω απ’ την ποδιά της κουζίνας νιώθεις τόσο άβολα όσο ένας μπόντι-μπίλντερ μέσα σε μια φουστίτσα μπαλαρίνας; Αν τυχόν συμβαίνει αυτό, τότε σίγουρα έχετε πρόβλημα.

            Αυτό συνέβαινε και στην περίπτωσή μου, οπότε βέβαια είχα πρόβλημα. Δεν είχα γλυκά να πάω. Άρα δεν είχα θέση στο πάρτι. Θα έμενα απ’ έξω, θα απείχα, θα αποκλειόμουν, θα ήμουν απορριμμένος, αποδιοπομπαίος – έχετε αρχίσει να λυπόσαστε για μένα;

            Αυτή θα ήταν η μοίρα μου.

            Θα σας εξομολογηθώ τώρα τι έκανα. Έκανα γνωστή την ανάγκη μου. Έστειλα ένα συλλογικό email που έλεγε: «Δεν ξέρω να μαγειρεύω, οπότε δεν θα έρθω στο πάρτι».

            Μήπως νομίζετε ότι κανείς από τους βοηθούς μου με λυπήθηκε; Όχι.

            Μήπως κανείς απ’ το προσωπικό; Όχι.

            Μήπως κανείς από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας; Όχι.

            Αλλά μια άγια γυναίκα από το ποίμνιο της εκκλησίας με λυπήθηκε. Δεν ξέρω από πού έμαθε για το πρόβλημά μου. Ίσως το όνομά μου να ήταν σε καμιά λίστα προσευχής για τα «κατεπείγοντα» θέματα. Ξέρω όμως τούτο. Λίγα μόλις λεπτά πριν αρχίσει το πάρτι, μου προσφέρθηκε ένα δώρο: ένα ταψάκι σπιτίσια γλυκά, δώδεκα κουλουράκια καλοσύνης.

            Με το δώρο αυτό μπόρεσα και πήρα μέρος στο πάρτι. Σαν πρίγκηπας που κρατάει την κορώνα σ’ ένα μαξιλαράκι, έφερα το δώρο μου στη γιορταστική αίθουσα, το έβαλα στο τραπέζι και ύψωσα το αναστημά μου, αντάξιος πια. Επειδή μια αγαθή ψυχή άκουσε το αίτημά μου, είχα το δικαίωμα να έχω κι εγώ μια θέση σ’ εκείνο το τραπέζι.

 

Το δώρο του Θεού για σένα

 

            Επειδή ο Θεός ακούει το αίτημά σου, το ίδιο δώρο θα δοθεί και σ’ εσένα. Μόνο που Εκείνος έκανε περισσότερα για σένα –ω, πόσο πολύ περισσότερα!– απ’ το να σου ψήσει σπιτικά γλυκά.

            Ήταν η πιο όμορφη και συγχρόνως η πιο τραγική στιγμή της ιστορίας. Ο Ιησούς στάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου του Ουρανού και, περνώντας το χέρι Του πάνω από ολόκληρη την οικουμένη, παρακάλεσε το Θεό και είπε: «Τιμώρησε εμένα για τις αμαρτίες τους. Βλέπεις αυτό το δολοφόνο; Δώσε μου εμένα την ποινή του. Τη μοιχαλίδα; Εγώ θα πάρω στους ώμους μου τη ντροπή της. Τον απατεώνα; Τον ψεύτη; Τον κλέφτη; Εκτέλεσε στο πρόσωπό μου την ποινή που θα επέβαλες σ’ εκείνους. Μεταχειρίσου με όπως θα μεταχειριζόσουν έναν αμαρτωλό».

            Και ο Θεός το έκανε. «Επειδή και ο Χριστός άπαξ έπαθε διά τας αμαρτίας, ο δίκαιος υπέρ των αδίκων, διά να φέρη ημάς προς τον Θεόν» (Α΄ Πέτρ. 3/18).

            Γιατί το έκανε αυτό ο Ιησούς; Υπάρχει μία μόνο απάντηση κλεισμένη σε μία μόνο λέξη: αγάπη. Και η αγάπη του Χριστού είναι εκείνη που τα «[π]άντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» (Α΄ Κορινθ. 13/7).

            Ας το σκεφτούμε για λίγο αυτό. Ας πιούμε απ’ την πηγή του λιγάκι. Κι ας πιούμε βαθιά. Ας μη δοκιμάσουμε απλώς –μια ιδέα, μια σταλιά. Είναι ώρα να το κατεβάσουμε μονορούφι. Είναι ώρα ν’ αφήσουμε την αγάπη Του να πλημμυρίσει το καθετί στη ζωή μας. Όλα τα μυστικά. Όλους τους πόνους. Όλες τις κακές ώρες. Όλα τα λεπτά του άγχους.

            Υπάρχουν στιγμές που σας βρήκε το πρωί στο κρεβάτι ενός αγνώστου; Η αγάπη του Χριστού θα το καλύψει αυτό. Υπάρχουν χρόνια που στο διάβα τους μοιράζατε περηφάνεια και προκατάληψη; Η αγάπη Του θα το καλύψει κι αυτό. Και θα καλύψει την κάθε υπόσχεση που παραβήκατε, τα ναρκωτικά που πήρατε, τα ψιλά που κλέψατε, την κάθε οργισμένη λέξη που προφέρατε, την κάθε βλαστήμια, τον κάθε σκληρό λόγο. Η αγάπη Του καλύπτει τα πάντα.

            Επιτρέψετε της να το κάνει. Ανακαλύψτε μαζί με τον ψαλμωδό την ευτυχία να αφήνεις το Θεό να σε καλύπτει με την αγάπη Του, «στεφανούντα σε με έλεος και οικτιρμούς» (Ψαλ. 103/4). Φανταστείτε ότι βρίσκεστε σ’ έναν σκουπιδότοπο κι έρχεται εκεί ένα τεράστιο σκουπιδιάρικο γεμάτο αγάπη. Ο Θεός σηκώνει την πλατφόρμα του μέχρι που η αγάπη αρχίζει να κατρακυλάει επάνω σας. Σιγά σιγά στην αρχή, αλλά ραγδαία μετά. Πέφτει…πέφτει…πέφτει…και χύνεται επάνω σας μέχρι να σας κρύψει, να σας θάψει, να σας καλύψει ολότελα. Με αγάπη. Την αγάπη του Θεού.

            «Ε, εσύ, πού βρίσκεσαι;» φωνάζει κάποιος.

            «Εδώ μέσα», απαντάς. «Σκεπασμένος με αγάπη».

            Αφήστε την αγάπη Του να καλύψει τα πάντα σας.

            Κάντε το για δική Του χάρη. Για τη Δόξα του Ονόματός Του.

            Κάντε το για δική σας χάρη. Για την ειρήνη της καρδιάς σας.

            Κάντε το για χάρη των αγαπημένων στη ζωή σας. Αφήστε την αγάπη του Θεού να πέσει επάνω σας, έτσι ώστε κι εσείς να μπορέσετε να χύσετε επάνω τους τη δική σας αγάπη.

 

4. ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 

            Η προσευχή μου για σας τούτη την εποχή των δώρων είναι να δεχτείτε τη θέση σας ως πολυαγαπημένου παιδιού του Θεού στη Βασιλεία των Ουρανών. Να δεχτείτε την αγάπη που ήρθε με τη μορφή ενός νεογέννητου μωρού. Να δεχτείτε τη συγχώρηση και τη Χάρη που αγοράστηκε για σας με τίμημα τη σκληρή, διαπερασμένη από καρφιά πραγματικότητα του Σταυρού του Ιησού Χριστού. Να δεχτείτε την αγάπη που κερδήθηκε για σας μέσ’ απ’ τη νίκη της Ανάστασής Του. Αφήστε αυτή την αγάπη που αξίζει να την κάνει κανείς δώρο να σας γεμίσει, να σας κατακλύσει και να σας αλλάξει για πάντα. Ζήστε στην επίγνωση και αποδοχή αυτής της αγάπης. Ζήστε αγαπώμενοι.

            Και μην ξεχνάτε ότι ο Θεός σας αγαπά απλά και μόνο επειδή έχει επιλέξει να σας αγαπά.

            Σας αγαπά κι όταν εσείς δεν νιώθετε αξιαγάπητοι.

            Σας αγαπά κι όταν δεν σας αγαπάει κανείς άλλος.

            Οι άλλοι μπορεί να σας εγκαταλείψουν, να σας χωρίσουν, να σας αγνοήσουν. Ο Θεός όμως θα σας αγαπά. Πάντοτε. Ό,τι και να συμβαίνει.

            Αυτή η αγάπη είναι αγάπη που αξίζει να δοθεί ως δώρο. Σ’ εσάς.

 

Μετάφραση: Δρ. Γιούλικα Κ. Masry (14 Δεκεμβρίου 2007)

 

Τίτλος πρωτοτύπου:

Max Lucado

A Love Worth Giving to You at Christmas

W Publishing Group, 2002, USA

Comments are closed.