Η ΣΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ-ΘΑΥΜΑ

της Joyce Blackburn σε μετάφραση της Γιούλικας Κ. Masry

(Μια όμορφη ιστορία με μήνυμα για παιδιά και μεγάλους στο θέμα των Χριστουγέννων)

▪▪▪

1

Ό

λα τα σόου στο Αστεροσκοπείο Άντλερ του Σικάγου είχανε πολύ κόσμο. Η κάτω αίθουσα αντηχούσε από φωνές και βήματα, αλλά κανείς δεν πρόσεξε τη Σούκι που μέτραγε τα λεφτά της κοντά στην έκθεση των μετεωριτών.

Μέχρι τώρα έχω χαλάσει πενήντα πέντε σεντς, συλλογίστηκε. Είκοσι πέντε για το εισιτήριο του λεωφορείου … και τριάντα πέντε για το εισιτήριο του Αστεροσκοπείου.

Έριξε μες στο τσαντάκι της ένα-ένα τρία νομίσματα των πέντε σεντς, τρία των δέκα και δύο των είκοσι πέντε και το ’κλεισε με το φερμουάρ. Από το ενάμιση δολάριο που η Σούκι είχε βάλει στην πάντα για κείνη την ημέρα, είχε ακόμα ενενήντα πέντε σεντς.

Το να ζυγιστώ δεν κοστίζει τίποτε, σκέφτηκε την ώρα που ανέβαινε επάνω σε μια ζυγαριά η οποία έμοιαζε με παλιομοδίτικο γλειφιτζούρι.

Ένα τεράστιο κόκκινο βέλος λικνίστηκε πέρα δώθε και σταμάτησε. Αν ήμουνα στο φεγγάρι, το βάρος μου θα ήταν έξι κιλά!

Κατέβηκε απ’ τη ζυγαριά και ανέβηκε μ’ ένα πήδημα στη διπλανή (ήταν και οι δύο ολόιδιες). Και πάλι λικνίστηκε το βέλος. Στον Άρη το βάρος μου θα ήταν δεκάμιση κιλά!

Υπήρχαν άλλες τρεις ζυγαριές και η Σούκι τις δοκίμασε όλες. Στο Δία το βάρος μου θα ήταν εβδομήντα δύο κιλά! Στην Αφροδίτη θα ήταν εικoσιτεσσεράμιση κιλά! Κι αν ήμουνα στον ήλιο, το βάρος μου θα ήταν εφτακόσια εξήντα κιλά!

Η Σούκι πάντα ζυγιζόταν στις ζυγαριές που έμοιαζαν με γλειφιτζούρια κάθε φορά που ερχόταν στο Αστεροσκοπείο για το Σόου του Ουρανού.

Είναι σχεδόν ώρα ν’ αρχίσει το σόου, συνειδητοποίησε κοιτώντας το ρολόι του χεριού της. Αν ο Μπουτς κι ο Μανουέλ δεν βιαστούν, θα χάσουν το πρώτο μέρος της παράστασης. Ο Μανουέλ πάντα αργεί. Όταν ερχόμαστε μόνοι μας με το Μπουτς, εκείνος μένει μαζί μου. Έτσι κι έρθει ο Μανουέλ όμως, ο Μπουτς εξαφανίζεται μαζί του στο κατάστημα οπτικών. Χαίρομαι που τους είπα όχι όταν με ρώτησαν αν ήθελα να πάω μαζί τους. Ποιος έχει όρεξη να παρακολουθεί παιδιά να λειαίνουν και να ξαναλειαίνουν αυτούς τους φακούς που φτιάνουν για τα παλιά τηλεσκόπια; O Μανουέλ νομίζει ότι ξέρει όλα όσα αφορούν τα τηλεσκόπια! Τα πάντα! Τι να γίνει; Aν ο Μπουτς θέλει ν’ αργήσει εξαιτίας αυτού του ξιπασμένου, ας αργήσει. Ποιος νοιάζεται;

O Μπουτς ήταν το μόνο πρόσωπο που οι γονείς της Σούκι εμπιστεύονταν να πηγαίνει μαζί του με το λεωφορείο και το μετρό σε μουσεία, κονσέρτα και στο γήπεδο που οι Κάμπς έπαιζαν μπέιζ μπολ. Στο Σικάγο υπήρχαν πολλά μέρη να διασκεδάσει κανείς και η Σούκι κι ο Μπουτς πάντα κάπου πήγαιναν μέχρι που ήρθε και μετακόμισε δίπλα στο σπίτι του Μπουτς ο Μανουέλ. Τώρα ο Μπουτς ήτανε λες και δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα χωρίς το Μανουέλ. Ως και οι αδελφές της Σούκι προσπαθούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον του Μανουέλ.

Πώς τα είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει όλους αυτός ο μεγαλοπιασμένος –τη Μάρι, τη Γιούρι και τον Μπουτς; Με το να πετάει μεγάλες επιστημονικές λέξεις και ισπανικές φράσεις! Με το να έρχεται πάντα καθυστερημένος και να λέει με τη χαρακτηριστική λατίνο προφορά του, «Καλύτερα ν’ αργήσει κανείς παρά να μην έρθει καθόλου, σι;» Και κάτι άλλο. O Μανουέλ διαρκώς γελούσε. Αυτό την κούραζε τη Σούκι καθώς και το ότι κόμπαζε συνεχώς. Όταν κέρδιζε στο μπέιζ μπολ, χειροκροτούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν έβαζε ένα καλάθι, κραύγαζε, «Τα μεγάλα αγόρια τρώνε με το ένα χέρι. Κοίτα!» Και σίγουρα ξανάβαζε κι άλλο καλάθι και όλα τα παιδιά σφύριζαν και φώναζαν λες κι ο Μανουέλ ήτανε κανένας σουπερστάρ.

Α, δεν μπορούσε πια να τον αντέξει!

2

Α

φού περίμενε άλλα πέντε λεπτά, η Σούκι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στον όροφο που βρισκόταν η αίθουσα του Αστεροσκοπείου όπου θα προβαλλόταν το Σόου του Ουρανού. Εκείνο το Σάββατο πολλά αγόρια και κορίτσια αλλά και μεγάλοι κατευθύνονταν προς τα κει. Αν ο Μπουτς κι ο Μανουέλ δεν έρχονταν εγκαίρως, μπορεί και να μην έβρισκαν θέση.

Μέσα στο θέατρο, όπου οι θέσεις ήταν βαλμένες στη σειρά αμφιθεατρικά, όπως γίνεται και στο στάδιο, ένα παχύ γαλάζιο χαλί κατάπινε όλους τους θορύβους του κοινού. Κι από πάνω ο άσπρος θόλος που εκτεινόταν στο ταβάνι έκανε τη Σούκι να φαντάζεται ότι βρισκόταν μέσα σ’ ένα τεράστιο τσόφλι αυγού. Μια φορά ο Μπουτς είχε παρακαλέσει τον ομιλητή να τους δείξει τους μηχανισμούς των κοντρόλ που υπήρχαν απέναντι από την οθόνη. Είχαν το σχήμα πέταλου και της Σούκι της θύμιζαν καμπίνα πιλότου σε αεροπλάνο μ’ ένα κάρο διακόπτες και καντράν τα οποία υποστήριζαν τον τεράστιο προβολέα Ζάις στο κέντρο της αίθουσας.

Ο προβολέας είχε μήκος πέντε μέτρα και κάτι και ήταν πάρα πολύ βαρύς. Μικρότεροι προβολείς βρίσκονταν μέσα στις δύο σφαίρες που υπήρχαν στην κάθε πλευρά του μέσ’ απ’ τα ανοίγματα των οποίων προβάλλονταν στη θολωτή οθόνη εικόνες του ουρανού και πεδία αστεριών. Ο Μπουτς είπε ότι ο προβολέας Ζάις είχε σαράντα χιλιάδες εξαρτήματα. Όταν η Σούκι τον ρώτησε πού το ξέρει, της απάντησε ότι έτσι είπε ο Μανουέλ. Πόσο είχε κουραστεί ν’ ακούει ξανά και ξανά, «Το είπε ο Μανουέλ!»

Και εν πάση περιπτώσει πού ήταν αυτοί οι δύο; Σαν απάντηση στη βουβή της ερώτηση κατέφτασαν από το διάδρομο πηδηχτά ο Μπουτς και ο Μανουέλ, βρήκαν τη σειρά που καθόταν η Σούκι, έσπρωξαν τους ανθρώπους που κάθονταν στην άκρη για να περάσουν και την άραξαν στις θέσεις που βρίσκονταν δίπλα της.

«Σούκι, ξέρεις κάτι;»

«Τι, Μπουτς;»

«Παρακολουθούσαμε διάφορα πράγματα στην Αίθουσα των Υπολογισμών».

«Στην Αίθουσα των Υπολογισμών; Θέλεις να πεις ότι έχουν ειδική αίθουσα για να κάνουν μαθηματικούς υπολογισμούς;» είπε σαρκαστικά η Σούκι, αλλά ο Μπουτς δεν κατάλαβε το πνεύμα της.

«Όχι, ανόητη. Είναι το μέρος που δοκιμάζουν την επιφάνεια των φακών των τηλεσκοπίων τους μετά που τους γυαλίζουν».

«Ό κάθε φακός πρέπει να διαμορφωθεί σε κλάσμα ενός μήκους κύματος του φωτός», είπε ο Μανουέλ. «Περίπου είκοσι πέντε δεκακισεκατομμυριοστά της ίντσας!»

«Καλά, το ήξερα αυτό», είπε η Σούκι. «Και τώρα πάψε γιατί αρχίζει η μουσική».

Αν μ’ άκουγε η μαμά να λέω «πάψε», θα την είχα άσχημα, σκέφτηκε η Σούκι, αλλά την ώρα που το έλεγε, αυτό της έδινε μια παράξενη ικανοποίηση.

Σιγά-σιγά το εσωτερικό του θόλου που έμοιαζε με τσόφλι αυγού μεταβλήθηκε σε νυχτερινό ουρανό… Αστέρια, νεφελώδη σχήματα, πλανήτες και αστερισμοί προβάλλονταν πάνω στο σχεδόν μαύρο διάστημα… μερικά λαμπερά και σταθερά, άλλα θαμπά και φλου.

Η Σούκι ερχόταν χρόνια στο Αστεροσκοπείο Άντλερ για να δει το Σόου του Ουρανού, από τότε που ήταν αρκετά μεγάλη για να μπορεί να κάθεται ακίνητη σε μια θέση. Αλλά, παρόλα αυτά, καθώς ο προβολέας Ζάις έκανε το χαρακτηριστικό θόρυβο που κάνει όταν βάζει μπρος, ένιωσε τέτοια συγκίνηση λες και ήταν η πρώτη της φορά. Και ναι μεν το σώμα της έμεινε καρφωμένο στη γερτή καρέκλα με το στρογγυλό αναπαυτικό μαξιλαράκι στο κεφάλι, αλλά το μυαλό της, η φαντασία της, είχε καβαλλήσει τις ακτίνες του προβολέα και κάλπαζε πέρα… πέρα… πέρα μακριά… χρόνια φωτός μακριά από τη γη… τόσο που, όταν ακούστηκε η φωνή του ομιλητή, η Σούκι αναπήδησε. Την ξάφνιασε το άκουσμα μιας ανθρώπινης φωνής.

Ο

ομιλητής άρχισε. «Κάθε Δεκέμβρη οι αστρονόμοι δέχονται την ερώτηση, ‘Τι ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ;’ Και κάθε Δεκέμβρη σας δείχνουμε ποια ήταν η εικόνα του ουρανού σ’ εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου οι τρεις Μάγοι είδαν το αστέρι κάπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν».

Η Σούκι μπορούσε ν’ αναγνωρίσει τη Μεγάλη Άρκτο και σίγουρα… το Γαλαξία και τον Πήγασο… Υπήρχε κι ο θαμπότερος αστερισμός των Ιχθύων, σε σχήμα ‘Υ’ και υπήρχε επίσης και ο Δίας, καθώς και ο Κρόνος με τους δακτυλίους του.

«Αυτά τ’ αστέρια που σας δείχνουμε τώρα ήταν σαν πολύ γνωστοί φίλοι εκείνων των τριών σοφών αντρών», συνέχισε ο ομιλητής. «Αυτοί οι τρεις σοφοί, λοιπόν, που λέγονται επίσης και Μάγοι, επειδή παρατηρούσαν τον ουρανό, ήταν σε θέση να κάνουν θαυμαστές προβλέψεις και να ερμηνεύουν τα όσα συνέβαιναν. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν ιερείς κάποιας αρχαίας θρησκείας. Το Αστέρι της Βηθλεέμ και οι Μάγοι αναφέρονται σε μία μόνο από τις ιστορίες της Αγίας Γραφής για τη γέννηση του Χριστού, στο ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπου διαβάζουμε:

«Αφού λοιπόν γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στις μέρες του βασιλιά Ηρώδη, έφτασαν στα Ιεροσόλυμα σοφοί μάγοι από την Ανατολή ρωτώντας: ‘Πού είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Γιατί είδαμε το αστέρι του στην Ανατολή και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε’».

Η Σούκι ήξερε την ιστορία σχεδόν κατά λέξη –ο μπαμπάς τη διάβαζε δυνατά κάθε Χριστούγεννα. Ποτέ δεν της άρεσε ο γέρο-Ηρώδης, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο πήγε να ξεγελάσει τους τρεις Μάγους, λέγοντάς τους να πάνε να βρούνε το μικρό βασιλιά επειδή δήθεν ήθελε να προσκυνήσει κι εκείνος τον Ιησού Χριστό. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο Ηρώδης ήθελε να εξοντώσει όλους όσους μπορούσαν να του πάρουν το βασίλειό του. Έπρεπε να το είχαν φανταστεί αυτό οι Μάγοι. Εν πάση περιπτώσει, όταν άφησαν το γέρο-Ηρώδη, το αστέρι που τους οδηγούσε όλο εκείνο το διάστημα συνέχισε την πορεία του και ήρθε και στάθηκε ακριβώς εκεί που ήταν ο μικρός βασιλιάς.

Ο ομιλητής ξαναδιάβασε από την ιστορία του ευαγγελίου:

«Και όταν είδαν το αστέρι ένιωσαν πολύ μεγάλη χαρά. Και όταν έφτασαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη Μαρία, τη μητέρα του, και έπεσαν κάτω και το προσκύνησαν. Κατόπιν άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν δώρα: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα».

Μετά ο ομιλητής τούς εξήγησε πώς είχαν αποφασίσει οι Μάγοι να κάνουν εκείνο το επικίνδυνο ταξίδι των χιλίων τριακοσίων περίπου χιλιομέτρων από την Περσία στην Ιερουσαλήμ. Η Σούκι άκουγε για πρώτη φορά ότι ένα καραβάνι από καμήλες δεν μπορεί να κάνει περισσότερο από τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα. Θα πρέπει να πήρε στους Μάγους κάνα δυο μήνες να κάνουν αυτό το ταξίδι!

«Το αστέρι θα πρέπει να ήταν το σημάδι το οποίο περίμεναν», είπε ο ομιλητής. Όπως ήταν πολύ μορφωμένοι, ήξεραν τις προφητείες των αρχαίων Ισραηλιτών. Ιδιαίτερα ένας απ’ αυτούς, ο προφήτης Ησαΐας, είχε προφητέψει ότι θα γεννιόταν ένας τέλειος βασιλιάς ο οποίος θα μεγάλωνε και θα ίδρυε ένα βασίλειο ειρήνης. Οι Μάγοι θα πρέπει να θεώρησαν ότι σ’ αυτόν ακριβώς τον τέλειο βασιλιά τούς οδηγούσε το αστέρι τους. Έτσι λοιπόν ταξίδεψαν παρατηρώντας διαρκώς τον ουρανό κάθε νύχτα. Οι διάττοντες, οι μετεωρίτες και οι κομήτες δεν τους ήταν άγνωστα ουράνια σώματα. Μπορεί μάλιστα να υπήρχαν και ‘νόβες’, δηλαδή καινούργια αστέρια, ανάμεσα σ’ εκείνα που παρατηρούσαν. Οι ‘νόβες’ είναι στην ουσία παλιά αστέρια, αλλά ένα είδος έκρηξης διασπά τα εξωτερικά τους στρώματα, πράγμα που τα κάνει χίλιες φορές λαμπερότερα για λίγες μέρες ή εβδομάδες πριν ξεθωριάσουν. Ή μπορεί επίσης να υπήρχε συνάντηση του Δία με τον Κρόνο. Αυτό σίγουρα θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλη λάμψη στον ουρανό κι εκείνο που μπορεί να ήταν ακόμα πιο λαμπερό είναι το πολύ σπάνιο και εντυπωσιακό φαινόμενο της συνάντησης του Δία, του Κρόνου και του Άρη. Χωρίς αμφιβολία ένα τέτοιο φαινόμενο θα μπορούσε κάλλιστα να τους οδηγεί σ’ ολόκληρο το μακρινό ταξίδι τους».

Τώρα η Σούκι είχε πια ξεχάσει για τους διακόπτες και τις βελόνες των καντράν τα οποία έκαναν τ’ αστέρια, τα φεγγάρια και τους πλανήτες να διαγράφονται στο θόλο του Αστεροσκοπείου. Ένα λεπτό μισοφέγγαρο φάνηκε στον ορίζοντα και νά, αυτό ήταν το αγαπημένο της αστέρι: η Αφροδίτη.

«Παρατηρήστε την Αφροδίτη που είναι το λαμπερότερο». Ο ομιλητής χρησιμοποίησε ένα μακρύ χάρακα για να δείξει. «Εδώ, κοντά στην Αφροδίτη, ήταν ο Δίας που στους Μάγους ήταν γνωστός σαν ο Βασιλιάς των θεών. Και εδώ ήταν ο Κρόνος, γνωστός ως ο Προστάτης των Ισραηλιτών. Οι τρεις πλανήτες συναντιόνταν, λοιπόν, ενώνοντας το δυνατό τους φως. Μήπως αυτό ήταν που είδαν οι Μάγοι; Ίσως. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αλλά τι σημασία έχει αυτό; Μήπως το Αστέρι της Βηθλεέμ δεν θα μπορούσε να είχε κρεμαστεί εκεί, στην ανατολή, απλά και μόνο για χάρη των Μάγων, ένα Αστέρι-Θαύμα για το οποίο μπορούμε ακόμα και τώρα ν’ απορούμε;»

Και βέβαια, είπε η Σούκι από μέσα της. Και βέβαια θα μπορούσε να ήταν ένα αστέρι κρεμασμένο στον ουρανό της ανατολής απλά και μόνο για τα μάτια των Μάγων. Δεν είναι απαραίτητο να το εξηγήσουν αυτό οι αστρονόμοι. Μήπως δεν είχε οδηγήσει τους Μάγους στο μικρό βασιλιά, ακριβώς όπως εκείνοι πίστευαν ότι θα έκανε; Του έδωσαν τα δώρα που Του είχαν φέρει απ’ το μακρινό τους τόπο και Τον προσκύνησαν. Αυτό δεν ήταν η ουσία του θέματος;

Απαλή μουσική ακουγόταν τώρα στο βάθος. Ο ομιλητής εξηγούσε με τι τρόπο αργότερα, μέσ’ από ένα όνειρο, οι Μάγοι ειδοποιήθηκαν να μην ξαναπεράσουν από τον Ηρώδη. Αν δεν είχαν δώσει σημασία στο όνειρο, η ιστορία θα είχε τραγικό τέλος γιατί ο Ηρώδης θα είχε ανακαλύψει το μικρό βασιλιά και θα Τον είχε σκοτώσει.

Η Σούκι ένιωθε πάντα ανακούφιση που η ιστορία δεν τέλειωνε έτσι. Της άρεσε που είχε καλό τέλος και οι Μάγοι γύρισαν στην πατρίδα τους χωρίς να πουν στον Ηρώδη το μυστικό τους. Έτσι, ο Ηρώδης δεν βρήκε ποτέ το μικρό βασιλιά.

«Όταν βάλετε ένα αστέρι στην κορυφή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου σας φέτος τα Χριστούγεννα», πρόσθεσε ο ομιλητής, «ας είναι σύμβολο του αστεριού που οδήγησε τους Μάγους στο μικρό βασιλιά, το μικρό εκείνο βασιλιά που μεγάλωσε και έζησε εδώ για να φέρει ειρήνη στη γη και καλή θέληση στους ανθρώπους».

Ο ήλιος άρχισε ν’ ανεβαίνει κι ήταν ολοένα και λαμπερότερος. Η μουσική έφτασε στη μεγαλύτερη δυνατή της ένταση και το Σόου του Ουρανού τέλειωσε.

Όταν άναψαν τα φώτα στην αίθουσα, ο Μπουτς τσίγκλησε τη Σούκι και το Μανουέλ και τους είπε, «Αν βιαστούμε, μπορούμε να βγούμε έξω πρώτοι. Εμπρός!»

Της Σούκι δεν της άρεσε καθόλου να της ταράζουν τη διάθεση, αλλά φόρεσε βιαστικά το παλτό της και ακολούθησε τ’ αγόρια στην έξοδο της αίθουσας, πέρα απ’ τα χωρίσματα και το γυάλινο θάλαμο της εισόδου και μέσ’ απ’ τις ψηλές πόρτες με τα μπρούτζινα πλαίσια του Αστεροσκοπείου του Άντλερ.

Χιόνιζε και πάλι.

4

Η διαδρομή με το λεωφορείο προς τη βόρεια πλευρά της πόλης όπου έμεναν έμοιαζε ατέλειωτη. Το φρέσκο χιόνι που είχε πέσει έκανε τους δρόμους να γλιστράνε. Τα αυτοκίνητα πήγαιναν σημειωτόν και υπήρχε μποτιλιάρισμα σε κάθε γωνία. Μια φορά το λεωφορείο σταμάτησε πολύ απότομα και πέταξε το Μπουτς και το Μανουέλ δυνατά πάνω στη Σούκι η οποία στριμώχτηκε στη γωνία του πίσω καθίσματος.

«Μη μ’ αγγίζεις εσύ παλιολατίνε, ερπετό», φώναξε δυνατά η Σούκι. Οι επιβάτες που την άκουσαν γύρισαν και κοίταξαν το Μανουέλ χαχανίζοντας. Εκείνος γέλασε, αλλά είχε κοκκινίσει.

Ο Μπουτς είπε, «Έλα τώρα, Σούκι, άστα αυτά και μην κάνεις σαν να επρόκειτο να σπάσεις. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορούσαμε να τ’ αποφύγουμε να πέσουμε πάνω σου».

Έξαλλη η Σούκι βάλθηκε να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο. Ως συνήθως τα λέγανε μεταξύ τους και την αγνοούσαν. Μπλα.. μπλα… μπλα… και δώστου συνέχεια, όλο για τα τηλεσκόπια. Ο Μανουέλ τα έλεγε «αντανακλώντα τηλεσκόπια του Νεύτωνα». Λες και ήξερε τα πάντα για τα τηλεσκόπια. Τι σημασία είχε αν ο φακός ενός απ’ αυτά ήτανε λεπτά ή χοντρά επεξεργασμένος;

«Το υλικό με το οποίο γυαλίζουν τους φακούς για τα τηλεσκόπια λέγεται τάδε», πέταξε μια δύσκολη επιστημονική λέξη ο Μανουέλ με την ίδια φυσικότητα σαν να έλεγε τι ώρα είναι. Αυτός κι ο Μπουτς νόμιζαν πια ότι ήτανε μικροί Αϊνστάιν! Εντάξει, ήτανε τζίνια, αλλά μόνο στο να την κάνουν να νιώθει ανόητη και στο να την αποκλείουν απ’ τη συντροφιά τους. Άσε όμως να κατέβουμε απ’ το λεωφορείο στου Γκόσορν, σκέφτηκε μέσα της η Σούκι με κακία. Τότε θα δούμε ποιος θα αποκλειστεί απ’ την παρέα! Περίμενε και θα δεις.

Δυο πόρτες πιο πέρα από το Κατάστημα Δώρων Γκόσο του πατέρα της Σούκι, βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο Γκόσορν. Ήτανε το σημείο συνάντησης των παιδιών της γειτονιάς, ένα μέρος όπου τα παιδιά σταματούσαν μετά το σχολείο. Το ζαχαροπλαστείο ήτανε γεμάτο ακόμα και τα Σάββατα, απ’ το μεσημέρι μέχρι τις δέκα το βράδυ που έκλεινε.

Παρόλο που η Σούκι γνώριζε πολλά απ’ τα κορίτσια που στέκονταν στην ουρά μπροστά στο ταμείο, μόλις και μετά βίας τα χαιρέτησε περνώντας ξυστά από δίπλα τους και πηγαίνοντας κατευθείαν στο τρίτο τραπεζάκι με πάγκους δεξιά. Έκατσε στη μέση του ενός πάγκου έτσι ώστε ο Μπουτς και ο Μανουέλ ν’ αναγκαστούν να καθήσουν και οι δύο απέναντί της.

Εκτός απ’ όλες τις ωραίες σαλάτες και τα κρεατικά σε πακέτα που έφτιαχνε η κ. Γκόσορν, ήτανε γνωστή και για τις πάστες της. Η ανηψιά της, γνωστή στους πελάτες και με το όνομα «ο Καπετάνιος», έφτιαχνε θαυμάσια παγωτά Σάντεϊ και αναψυκτικά. Φυσικά, για τους μεγάλους που κάθονταν στα μικρά τραπεζάκια με καρέκλες, «ο Καπετάνιος» έφτιαχνε και ζεστό τσάι με μπαχαρικά που το σερβίριζε σε χοντρά κεχριμπαρένια ποτήρια με χερούλι.

Κάθε Σάββατο η Σούκι και ο Μπουτς πήγαιναν στου Γκόσορν και κάθε Σάββατο παράγγελναν το ίδιο πράγμα: ένα εκλαίρ με σοκολάτα για τη Σούκι κι ένα διπλό αναψυκτικό ρουτ μπίαρ για το Μπουτς.

«Τι θα πάρεις, Μανουέλ;» ρώτησε ο Μπουτς.

«Τίποτε», είπε ο Μανουέλ σηκώνοντας τους ώμους του.

Ποτέ του δεν έχει χαρτζιλίκι, σκέφτηκε από μέσα της η Σούκι. Γιατί λοιπόν έρχεται μαζί μας; Για ποιο λόγο δεν γυρνάει απλά στο σπίτι του;

Αφού κρέμασε το παλτό της, πήγε στη βιτρίνα με τα γλυκά για να διαλέξει ένα εκλαίρ. Η Σούκι πάντα έψαχνε για κείνο που είχε την περισσότερη κρούστα επάνω και την περισσότερη κρέμα μέσα.

«Μου δίνετε αυτό εκεί σας παρακαλώ;» Έδειξε ένα εκλαίρ στη δεσποινίδα Γκόσορν κι εκείνη το πήρε με μια ξύλινη λαβίδα και το ’βαλε σ’ ένα ροζ χάρτινο πιατάκι.

Ως συνήθως, «ο Καπετάνιος» άρχισε να βάζει μπρος το μηχάνημα για το αναψυκτικό του Μπουτς πριν ακόμα εκείνος παραγγείλει και, ως συνήθως, ο Μπουτς έχυσε λίγο κάτω γυρνώντας στη θέση του.

«Σου ’φερα κι εσένα ένα καλαμάκι, μήπως θέλεις λίγο», είπε στο Μανουέλ. «Ή μήπως προτιμάς μια μπουκιά απ’ το εκλαίρ της Σούκι;» Η Σούκι προσποιήθηκε πως δεν άκουσε.

«Η Σούκι το χρειάζεται όλο για τον εαυτό της», είπε πειραχτικά ο Μανουέλ. «Θα την κάνει δυνατή. Εγώ είμαι ήδη δυνατός. Να, πιάσε». Τέντωσε τους μυς του κι ο Μπουτς τσίμπησε το σκληρό μυικό σγρουμπούλι που πέταγε πάνω απ’ τον κοκαλιάρικο αγκώνα του Μανουέλ.

Τα αγόρια είναι τόσο ηλίθια, είπε με το νου της η Σούκι. «Δεν θα πιεις το αναψυκτικό σου, Μπουτς;»

«Και βέβαια, Σούκι.» Και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά με θόρυβο. «Θέλεις ν’ αλλάξουμε;»

Αυτό το έκαναν πάντα. Εκείνη δοκίμαζε απ’ το αναψυκτικό του κι αυτός έτρωγε μια μπουκιά απ’ το εκλαίρ της. Σήμερα όμως είπε, «Όχι, μου αρέσει καλύτερα το δικό μου». Κι έπειτα, αντί να το τρώει αργά για να της κρατήσει περισσότερο, βιάστηκε να καταβροχθίσει το γλυκό της και πήγε πάλι στη βιτρίνα να παραγγείλει κι άλλο ένα.

«Εστόι μούι τρίστε,», είπε στα Ισπανικά ο Μανουέλ, που θα πει «είμαι πολύ λυπημένος». «Νομίζω πως δεν με συμπαθεί».

«Μπα, μην την αφήνεις να σε στενοχωρεί». Ο Μπουτς ρούφηξε θορυβωδώς κι άλλη μια γουλιά απ’ το αναψυκτικό του. «Ξέρεις, ποτέ πριν δεν είχαμε πάρει κανέναν άλλο μαζί μας στο Σόου του Ουρανού. Η Σούκι λοιπόν ζηλεύει. Αυτό είν’ όλο».

«Τι σου είναι τα κορίτσια!» είπε ο Μανουέλ ζαρώνοντας τη μύτη του.

«Αν δεν βάλει μυαλό, δεν θα την ξαναπάρω μαζί μου πουθενά. Θα πηγαίνω παντού μ’ εσένα, μόνο μ’ εσένα», είπε ο Μπουτς. «Δεν μου λες, έχεις πάει ποτέ στο Αστεροσκοπείο καλοκαίρι;»

«Ναι, γιατί;»

«Έχεις λοιπόν δει τα τεράστια αστέρια;»

«Εννοείς αστέρια σαν τον Πολικό Αστέρα;»

Ε, ναι, αυτό είναι ένα απ’ αυτά», έλεγε ο Μπουτς την ώρα που η Σούκι γύριζε στη θέση της στον πάγκο.

«Η θερμοκρασία στην επιφάνεια του Πολικού Αστέρα είναι πάνω από οκτώ χιλιάδες βαθμούς Φαρενάιτ», είπε ο Μανουέλ. «Το ήξερες αυτό Μπουτς; Είναι περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερος απ’ τον ήλιο και το φως που εκπέμπει εκατό φορές περισσότερο».

Κάνει και πάλι το σπουδαίο, συλλογίστηκε η Σούκι καθώς στριμωχνόταν στη θέση της. «Βάνω στοίχημα ότι δεν ξέρεις καν πόσο φως εκπέμπει ο ήλιος», είπε τρώγοντας μια μπουκιά απ’ το δεύτερο εκλαίρ της. Η κρέμα του της βγήκε απ’ τις άκρες των χειλιών.

Ο Μανουέλ κοίταξε το εκλαίρ πεινασμένα αλλά προχώρησε στις εξηγήσεις, «Η ενέργεια που εκπέμπει ο ήλιος κατά τετραγωνική γιάρδα ισοδυναμεί με εβδομήντα χιλιάδες ίππους. Αν λοιπόν πολλαπλασιάσεις αυτό με τον αριθμό από τετραγωνικές γιάρδες που έχει συνολικά ο ήλιος (η διάμετρός του είναι οκτακόσιες εξήντα τέσσερες χιλιάδες μίλια), θα βρεις πόση ενέργεια εκπέμπει».

Η Σούκι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να δώσει την ευκαιρία στο Μανουέλ να μιλήσει για όλες αυτές τις στατιστικές! «Πόσο μας κάνει λοιπόν;»

«Περισσότερο απ’ ό,τι εσύ ή εγώ ή ο Μπουτς ή οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να υπολογίσει», είπε ο Μανουέλ και βυθίστηκε σε πολλή βαθιά σκέψη ώσπου να τελειώσει ο Μπουτς το αναψυκτικό του.

«Γιατί δεν παραγγέλνεις άλλο ένα, Μπουτς;» ρώτησε η Σούκι.

«Γιατί δεν έχω λεφτά, αυτός είναι ο λόγος».

«Θέλεις να μοιραστούμε ένα εκλαίρ;»

«Ποιο εκλαίρ; Το δεύτερο το καταβρόχθισες πιο γρήγορα απ’ το πρώτο!»

«Η Σούκι δεν άκουσε τι είπε ο Μπουτς γιατί είχε ήδη απομακρυνθεί από τη θέση της.

«Είναι τρελή!» κούνησε το κεφάλι του ο Μπουτς. «Ποτέ της δεν τρώει τρία. Ελπίζω να μην αρρωστήσει».

«Και κάνει εμετό», είπε ο Μανουέλ.

Στη βιτρίνα με τα γλυκά η δεσποινίς Γκόσορν κοίταξε τη Σούκι πάνω απ’ τα γυαλιά της, καθώς της έδινε το υπ’ αριθμόν τρία εκλαίρ. «Αν μεταμορφωθείς σε κρέμα, μη λες πως σου φταίει το ζαχαροπλαστείο Γκόσορν!»

Στην πραγματικότητα η Σούκι δεν ήθελε καθόλου το τρίτο εκλαίρ, πράγμα που έκανε εύκολο γι’ αυτήν να προσφέρει το μισό στο Μπουτς. Ο Μπουτς, αντί να το καταβροχθίσει μεμιάς, γύρισε στο Μανουέλ και του είπε, «Πάρε μια μπουκιά».

Ο Μανουέλ έκανε πως του ήταν αδιάφορο, «Όχι, δεν τρώω γλυκά. Τα γλυκά είναι για τα μικρά παιδιά».

«Τι μεγαααααάλος ψεύτης που είσαι!» είπε η Σούκι καθώς του ’τριψε το υπόλοιπο εκλαίρ στο πρόσωπο. Έπειτα, άρπαξε το παλτό της, πέταξε κάποια χρήματα επάνω στο τραπέζι και πετάχτηκε έξω απ’ του Γκόσορν.

5

Ε

νώ σιγομουρμούριζε και η ίδια τις μπάσες νότες που έπαιζε με το αριστερό της χέρι, η Σούκι έπαιξε και πάλι το τέλος του κομματιού και κράτησε λίγο με το πεντάλ της την τελευταία συγχορδία. Το πιάνο αντήχησε θαυμάσια.

Τα περισσότερα από τα κομμάτια μου είναι πολύ απαλά και ακούγονται πολύ απαλά, σκέφτηκε. Αυτό το κομμάτι του Μπαχ είχε πολλές μπάσες νότες για το αριστερό της χέρι και γινόταν ολοένα και πιο δυνατό όσο πλησίαζε προς το υπέροχο τελευταίο του μέτρο

«Τα πας πολύ καλά μ’ αυτό το κομμάτι, Σούκι», είπε η μαμά καθώς διέσχιζε το καθιστικό. Θα πρέπει να με άκουγε, συλλογίστηκε η Σούκι. Είναι η δεύτερη φορά που μπαίνει μέσα απ’ την ώρα που άρχισα να παίζω.

«Μου αρέσει το τέλος του, μαμά», είπε η Σούκι και μετά ξανάπαιξε τις τρεις τελευταίες συγχορδίες.

«Μόνο που είναι πολύ δυνατά», είπε η μαμά χαμογελώντας. «Μου φαίνεται πως κι οι πελάτες κάτω στο μαγαζί έχουν την ίδια γνώμη».

Τα Σαββατόβραδα ο μπαμπάς άφηνε το κατάστημα δώρων ανοιχτό. Συνήθως η Σούκι δεν έπαιζε τα Σάββατα. Είχε ρεπό. Μετά που έφτιαχνε το κρεβάτι της και άλλαζε τα σεντόνια μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Αλλά αύριο το βράδυ ήταν ο διαγωνισμός στην αίθουσα «Κοινωνία». Πάνω από είκοσι παιδιά της γειτονιάς θα έπαιρναν μέρος στο διαγωνισμό. Οι αδερφές της θα έπαιζαν τις κιθάρες τους με τις παλλόμενες χορδές και θα τραγουδούσαν ένα ντουέτο. Μουσική ήταν αυτό; Βέβαια, με τον ερχομό των Χριστουγέννων όλοι χρειάζονταν τα χρήματα του βραβείου.

Ο Μπουτς δεν μπορούσε να παίξει ούτε τα τρίγωνα στο μάθημα μουσικής της δευτέρας δημοτικού κι έτσι ήξερε ότι δεν θα έπαιρνε μέρος στο διαγωνισμό. Φέρνοντας στη μνήμη της το Μπουτς, η Σούκι θυμήθηκε και το Μανουέλ.

Μα τι στο καλό παίζει αυτός; αναρωτήθηκε η Σούκι. Μακάρι να ’ξερα. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο, ότι δεν θα παίξει Μπαχ στο πιάνο! Είμαι η μόνη στο σχολείο ‘Λουίζα Μέι Άλκοτ’ που μπορεί να το κάνει αυτό, παρόλο που πάω μόλις στην τετάρτη τάξη.

Η Σούκι έπαιξε για άλλη μια φορά τις μπάσες νότες από τα τελευταία τέσσερα μέτρα του κομματιού και μετά τα επανέλαβε μαζί με τα άλλα τρία μέρη ακόμα δυνατότερα. Έκρινε από μέσα της ότι η αποκορύφωση ήταν αριστουργηματική. Μπορώ ν’ ακούσω ως και τα χειροκροτήματα, σκέφτηκε. Θα κατέβω απ’ το σκαμπό και θα ευχαριστήσω μ’ ένα σκύψιμο του κεφαλιού. Αν εξακολουθήσουν να χειροκροτούν, θα υποκλιθώ. Έτσι γίνεται στους σχολικούς διαγωνισμούς. Ελπίζω και για αύριο να ισχύει το ίδιο. Μπορώ να δω από τώρα με τα μάτια μου το όνομά μου στην επιταγή του βραβείου –πληρωτέα στη Σούκι Γκόσο.

Η Σούκι έκανε πρόβα στις υποκλίσεις της όταν ο μπαμπάς φώναξε, «Αν έχεις τελειώσει, Σούκι, έλα κάτω σε παρακαλώ να με βοηθήσεις στο μαγαζί».

Κάθε Σάββατο κρέμαγε την πινακίδα «ΚΛΕΙΣΤΟ» στη τζαμένια εξώπορτα και βοηθούσε το μπαμπά ν’ αλλάξει τη βιτρίνα του μεγάλου παράθυρου για τους περαστικούς της Κυριακής που σταματούσαν εκεί να χαζέψουν. Και τελευταίο απ’ όλα, μετά που ο μπαμπάς είχε τελειώσει να μετράει τα χρήματα στο συρτάρι του ταμείου, την άφηνε να τα βάλει σε μια τσάντα και να τα φυλάξει στο κοντόχοντρο χρηματοκιβώτιο που ήταν στη γωνία. Στη συνέχεια, ενώ εκείνος σκούπιζε το πάτωμα με τη σκούπα, η Σούκι άδειαζε τα καλαθάκια των αχρήστων. Αυτή ήταν η ώρα που μιλούσαν, αν δεν ήταν πολύ κουρασμένος ο μπαμπάς. Έκανε πάντα πολύ ησυχία όταν κλείδωνε την πόρτα της οδού Κλαρκ.

Απόψε εκείνος είπε, «Ας πάμε να πάρουμε λίγο αέρα. Την τελευταία φορά που κοίταξα έξω έπεφταν χοντρές νιφάδες χιονιού». Βγήκαν έξω λοιπόν. Ο ουρανός ήταν όλος σαν μια ασημένια γάζα… με τα φώτα της πόλης να αχνοφέγγουν και μες στη δίνη του χιονιού να δείχνουν σαν να επιπλέουν.

Η Σούκι έγειρε πίσω το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια της κι έβγαλε τη γλώσσα της. Τα παγωμένα κρυσταλλάκια έλυωναν στη γλώσσα της πιο γρήγορα κι απ’ το ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Οι θόρυβοι του δρόμου ακούγονταν πνιγμένοι και το πεζοδρόμιο ήτανε κάτασπρο εκτός απ’ τις πατημασιές ενός αδέσποτου σκυλιού που γύριζε γύρω απ’ το φως στη γωνία του δρόμου κι όλο κάτι μύριζε, ενώ το τρίχωμα του λαιμού του ήταν ανακατεμένο από τον αέρα που φύσαγε απ’ τη λίμνη. Μπορούσε άραγε να νιώσει το χιόνι με τη γλώσσα του;

Οι νιφάδες του χιονιού έλιωσαν κι έγιναν νερό πάνω στα γυαλιά του μπαμπά. Δεν έκανε πολύ κρύο ακόμα αλλά εκείνος είπε στη Σούκι, «Κοίτα μην αρπάξεις κανένα κρυολόγημα». Και την αγκάλιασε προστατευτικά με το χέρι του. Έστεκαν εκεί, στην κεντρική πόρτα, και τα φώτα του μαγαζιού έριχναν τη σκιά τους πάνω στο χιόνι –ένα ζευγάρι σκιών που ήταν πολύ αγαπημένες. Και τι έκπληξη! Ήταν πανύψηλες, κάπου τριάμιση μέτρα!

«Oχάγιο γκοζεϊμάσου», είπε κελαηδιστά η μαμά.

Γιατί δεν μπορεί να πει «καλημέρα» στ’ αγγλικά; απόρησε η Σούκι νυσταγμένα. Μου θυμίζει το Μανουέλ κι εκείνες τις μυστήριες ισπανικές φράσεις που ξεφουρνίζει –ξέρει ότι εγώ δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν.

«Έλα, πιες ένα φλιτζάνι τσάι να ξυπνήσεις, Σούκι».

«Τσάι; Τόσο νωρίς το πρωί;»

«Ασά-τσα».

«Γιατί;»

«Γιατί ο μπαμπάς σου θέλει να δεις το χιόνι που έπεσε τη νύχτα πριν βρομίσει. Μόλις ντυθείς, θα περπατήσουμε μέσ’ απ’ το πάρκο και στο γυρισμό θα πάμε για πρωινό στο ζαχαροπλαστείο Γκόσορν. Μην καθυστερείς».

Το τσάι άχνιζε έναν πράσινο ατμό μέσα στην άσπρη πήλινη κούπα του, την κούπα με το ένα μοναχικό κλαδί φουντωτής λυγαριάς ζωγραφισμένο στο εσωτερικό του. Τώρα θυμήθηκε. Ήταν ένα παλιό γιαπωνέζικο έθιμο να σερβίρουν τσάι νωρίς το πρωί τις χειμωνιάτικες μέρες για να προλάβει κανείς να βγει έξω να δει το φρέσκο χιόνι . Ο μπαμπάς τής είχε πει ότι έτσι έκανε όταν ήταν μικρό παιδί.

Αν περιμένουμε ως αύριο για το χιόνι,

Ίσως να λυπηθούμε βλέποντάς το που θα λιώνει.

Αυτό ήταν ένα στιχάκι από ένα παιδικό ποίημα που ήξερε ο μπαμπάς. Πάλι καλά που δεν με σηκώνει πρωί κάθε φορά που χιονίζει, σκέφτηκε η Σούκι. Αλλά θα ’χει γούστο που θα βγούμε έξω. Τέλειωσε το τσάι της και ντύθηκε βιαστικά. «Έρχομαι!» φώναξε στη μαμά. Ο μπαμπάς, η Μαρί και η Γιούρι ήταν ήδη κάτω. Μπορούσε ν’ ακούσει το χτύπο απ’ τις μπότες τους πάνω στο γυμνό πάτωμα του μαγαζιού.

Κατά τη διάρκεια του περίπατου δεν συνέβη τίποτε. Ως συνήθως, οι αδελφές της έτρεχαν μπροστά ψιθυρίζοντας, χαχανίζοντας και κουνώντας τα χέρια τους σε χαιρετισμό, άσχετα αν δεν υπήρχε κανείς πίσω για ν’ ανταποκριθεί στο χαιρετισμό τους.

«Ορατότης μηδέν», παρατήρησε ο μπαμπάς. «Θα χιονίσει κι άλλο».

Τα λιβάδια κι οι πλαγιές του Λίνκολν Παρκ ήταν κάτασπρα. Το χιόνι έκανε τις εκτάσεις να φαίνονται μεγαλύτερες και άδειες. Στον ουρανό μαύρα πουλιά πέταγαν κι έκαναν φασαρία. Στα μονοπάτια περιστέρια και σκίουροι άφηναν ντελικάτα αχνάρια. Η Σούκι τούς είχε φέρει φυστίκια. Μόνο οι αλεπούδες έπαιζαν στα υπαίθρια κλουβιά τους που υπήρχαν στο ζωολογικό κήπο.

«Μαμά, κοίτα τη νιφάδα που έπιασα. Δεν είναι τέλεια;» είπε η Σούκι.

«Ναι, αγάπη μου, είναι τέλεια. Σκέψου ότι ποτέ, μα ποτέ, δεν πρόκειται να υπάρξει μια άλλη σαν κι αυτή».

Το αστέρινο σχέδιο της νιφάδας εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνος στο μάλλινο γάντι της Σούκι.

«Νιφάδες και άνθρωποι», είπε ο μπαμπάς. «Δεν υπάρχουν δύο που να είναι όμοιοι. Γιατί δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε και να σεβαστούμε τις διαφορές μας;»

Αυτή η ερώτηση έφερε μια ανάμνηση στο νου της Σούκι. Επειδή η Σούκι ήτανε Γιαπωρικανάκι, δηλαδή Γιαπωνεζο-Αμερικάνα, ο Μπουτς και η παρέα του κάποτε τη φώναζαν «Σκιστομάτα». Και πριν εκείνη κι ο Μπουτς γίνουν φίλοι, ο καλύτερός της φίλος ήταν ένα Αόρατο Παγώνι. Ο Κολλητός της λοιπόν, το Αόρατο Παγώνι, της είχε εξηγήσει ότι μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται λες και οι διαφορές έχουν μεγαλύτερη σημασία από τη φιλία επειδή τόσο ξέρουν τόσο λένε. Αυτό όμως ήταν κάτι που ανήκε στο παρελθόν γιατί ο Μπουτς δεν φερόταν έτσι πια, σκέφτηκε η Σούκι. Έχει αλλάξει κι είναι τώρα ο καλύτερός μου φίλος –από τότε δηλαδή που ξεπέρασα το Αόρατο Παγώνι.

«Μαμά, να πω στο Μπουτς να έρθει μαζί μας στην αποψινή εκδήλωση;»

«Και βέβαια, Σούκι, ο Μπουτς είναι σαν μέλος της οικογένειάς μας».

Πρωινό στο ζαχαροπλαστείο Γκόσορν… κατηχητικό στην αίθουσα «Κοινωνία»… πιάνο… τηγανίτες για μεσημεριανό… έφτασε μία η ώρα πριν θυμηθεί ξανά η Σούκι ότι έπρεπε να πάρει το Μπουτς. Ας του έκανε ένα τηλέφωνο.

Όταν εκείνος απάντησε το τηλέφωνο, του είπε, «Μπουτς, εδώ Σούκι».

«Ποια Σούκι; Εγώ νόμιζα ότι ήταν η Πέππερμιντ Πάττι!»

«Ανόητε! Σοβαρέψου. Τι θα ’λεγες να ερχόσουν μαζί μας στην εκδήλωση;»

Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. Θα ήταν θαυμάσιο αλλά κοίτα να δεις πώς έχει το πράγμα: υποσχέθηκα στο Μανουέλ. Οι γονείς του δεν θα πάνε κι έτσι βασίζεται σ’ εμένα να τον στηρίξω. Ξέρεις, παίρνει μέρος στο διαγωνισμό».

«Α, ναι;» είπε η Σούκι άχρωμα. «Και τι θα παίξει αυτός

«Δεν ξέρω. Δεν μου είπε. Αλήθεια σου λέω. Αλλά θα σε δούμε εκεί Σούκι, ΟΚ;»

«Μπορεί να σας δω και μπορεί να μη σας δω», είπε η Σούκι και του ’κλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Γκαπ!

Κάπου στη μέση του κομματιού του Μπαχ η Σούκι παραλίγο να ξεχάσει τη μουσική γιατί, καθώς κοίταζε πάνω απ’ το κλαβιέ, είδε το Μανουέλ πίσω απ’ την κουρτίνα να περιμένει να ’ρθει η σειρά του. Θα ’παιζε άραγε αμέσως μετά τη Σούκι; Δεν κρατούσε κανένα μουσικό όργανο και ήξερε καλά ότι εκείνος δεν παίζει πιάνο. Τι θα έκανε;

Στο παρά πέντε ακριβώς η Σούκι θυμήθηκε τη μουσική του κομματιού της και έπαιξε και το υπόλοιπο με πολύ αίσθημα. Η τελευταία Ε-φλατ οκτάβα για το αριστερό χέρι ακούστηκε δυνατότερα από ποτέ άλλοτε κι εκείνη κράτησε το πεντάλ για ένα διάστημα που φαινόταν εξαιρετικά μακρύ. Μετά άρχισαν τα παλαμάκια –έσκυβε το κεφάλι της και υποκλινόταν ξανά και ξανά…Τους άρεσε το σόλο της!

Μέχρι που χαμογέλασε και λίγο στο Μανουέλ όταν τον προσπέρασε στα παρασκήνια. Και τώρα θα ανακάλυπτε επιτέλους τι θα έκανε εκείνος. Αυτό όμως που η Σούκι ήξερε καλά ήταν ότι το δικό της σόλο είχε πάρει περισσότερα χειροκροτήματα από το ντουέτο των αδελφών της. Πολύ περισσότερα.

Μόλις είχε καθίσει στη θέση της στην πρώτη σειρά που κάθονταν οι διαγωνιζόμενοι, ο διευθυντής του κοινοτικού προγράμματος είπε, «Ο Μανουέλ Αρμπολέντα θα ανακοινώσει ο ίδιος το περιεχόμενο του προγράμματός του».

Τουλάχιστον χτένισε τα μαλλιά του, σκέφτηκε από μέσα της η Σούκι καθώς ο Μανουέλ κατευθύνθηκε προς το κέντρο της μικρής σκηνής.

«Μπουένας νότσες», είπε ο Μανουέλ στα ισπανικά, που θα πει, «καλησπέρα», και χαμογέλασε στη γεμάτη αίθουσα λες και ήταν όλοι τους παλιοί του φίλοι. «Όταν ήμουνα μικρός, η γιαγιά μου με κούναγε για να κοιμηθώ και τα τραγούδια που μου τραγουδούσε ήταν τα ίδια που είχε τραγουδήσει και σ’ εκείνη η γιαγιά της όταν ήταν μωρό. Αυτό είναι ένα απ’ αυτά που εγώ, ο Μανουέλ Αρμπολέντα, θέλω να σας χαρίσω επειδή πάντα με κάνει να νιώθω ασφαλής».

Λος πογίτος δίσεν

πίο, πίο, πίο,

κουάντο τιένεν άμπρε

κουάντο τιένεν φρίο.

Λα γκαλίνα ακούδε

ι λες πρέστα αμπρίχο

ι άστα ελ ότρο δία

δουέρμεν λος πογίτος.

Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή όταν τέλειωσε ο Μανουέλ, η σιωπή που ακολουθεί μετά από κάτι μαγικό. Γιατί εκείνη η νεανική καθάρια φωνή είχε μαγέψει τους ακροατές με το χαρωπό της τόνο και την τρυφεράδα της.

Παρόλες τις εσωτερικές αντιστάσεις της η Σούκι ήξερε ότι ο Μανουέλ πραγματικά είχε χαρίσει αυτό το τραγούδι σε όλους και ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο αφού ανήκε στον ίδιο και στους προγόνους του. Την έκανε να σκεφτεί τις περσινές διακοπές στο Νησί του Σεντ Σάιμονς – τις φίλες που είχε γνωρίσει εκεί, τη Ρενέ και την Τσέρυ. Της είχαν κι εκείνης χαρίσει ένα τραγούδι.

Ο Μανουέλ είπε ότι αυτό το νανούρισμα, όταν το μετέφραζες από τα Ισπανικά, έλεγε:

Τα πουλάκια λένε

πίο, πίο πίο,

κάθε που πεινάνε

ή που κάνει κρύο.

Η μανούλα ακούει

σ’ αγκαλιά τα χώνει

κι έτσι αυτά κοιμούνται

ώσπου ξημερώνει.

Ακολούθησε και πάλι εκείνη η στιγμή της μαγικής σιωπής μετά που ο Μανουέλ σταμάτησε να τραγουδά. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Ξανάρχισε το χειροκρότημα το οποίο συνεχίστηκε… και συνεχίστηκε… και συνεχίστηκε…

Υψώνοντας τις φωνές τους πάνω από το θόρυβο οι μεγάλοι φώναζαν, «Πάλι, πάλι, ξανατραγούδησέ το πάλι».

Ευχαριστημένος ο Μανουέλ χαμογέλασε κι έκανε νόημα να γίνει ησυχία. Το ξανατραγούδησε στα ισπανικά και πριν τελειώσει η τελευταία νότα, όλοι στην αίθουσα ξέσπασαν σε εκκωφαντικά χειροκροτήματα. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος είχε κερδίσει το διαγωνισμό. Η Σούκι ήξερε ότι του κοινού του άρεσε η απλή λαϊκή μελωδία του Μανουέλ Αρμπολέντα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο πρόγραμμα.

8

Ό

ταν η Σούκι πήγε στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ, η ώρα ήταν περασμένη. Μετά το διαγωνισμό είχαν προσφέρει αναψυκτικά στην αίθουσα «Κοινωνία». Ο κύριος και η κυρία Γκόσο είχαν συζητήσει με κάποιους γείτονες, αλλά η Σούκι καθόταν μόνη της μέχρι που πήγαν και τη βρήκαν ο Μπουτς και ο Μανουέλ. Είχε προσπαθήσει να είναι ευγενική με το Μανουέλ, όχι όμως τόσο όσο να του πει και ότι χάρηκε που κέρδισε. Αντί γι’ αυτό τον ρώτησε, «Τι θα κάνεις με τα λεφτά του βραβείου σου;»

«Θα γραφτώ στην τάξη που μαθαίνουν να φτιάνουν τηλεσκόπια στο Αστεροσκοπείο», απάντησε ο Μανουέλ.

«Δεν υπάρχει λίστα αναμονής γι’ αυτές τις τάξεις;»

«Βέβαια αλλά το Μεγάλο Παιδί από ’δω θα τους πείσει να βάλουν τ’ όνομά του πρώτο. Θα δεις». Η Σούκι ήξερε ότι δεν το έλεγε αστεία, αλλά ότι το εννοούσε πως θα ήταν πρώτος στη λίστα. Εκείνη τη στιγμή μπορεί και να είχε απαντήσει τίποτε άσχημο αν δεν είχε εμφανιστεί ο διευθυντής να ρωτήσει το Μανουέλ αν θα ’θελε να τραγουδάει τα βράδια που οι ισπανόφωνοι μαθητές είχαν συνάντηση σ’ αυτή την αίθουσα. «Και μπορείς να βγάζεις και δίσκο γι’ αυτό».

«Στην αρχή θα μου δίνουν νομίσματα των δέκα λεπτών… μετά των πενήντα… και μετά δολάρια», απάντησε γελώντας ο Μανουέλ. «Ο Μανουέλ –πώς το λέτε στ’ αγγλικά αυτό;–θα βάλει την αίθουσα ‘Κοινωνία’ στο χάρτη!»

Ήταν τότε που ο μπαμπάς τη φώναξε, «Ώρα να πηγαίνουμε, Σούκι». Τι ανακούφιση!

Τώρα ο μπαμπάς έσβηνε τα φώτα καθώς προχωρούσε προς την έξοδο της αίθουσας. Η Σούκι έλπιζε να περάσει ντούκο το όλο θέμα. Δεν ήθελε να μιλήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να βάλει το πρόσωπό της στο μαξιλάρι της και να κλάψει γοερά.

«Νυστάζεις, Σούκι;»

Γιατί τη ρωτούσε αφού ήξερε καλά την απάντηση; Προσποιήθηκε ότι χασμουριόταν.

«Σχεδόν».

Ο μπαμπάς μπήκε στο δωμάτιό της και κάθησε στα πόδια του κρεβατιού. Το έκανε συχνά αυτό.

«Έπαιξες πολύ ωραία, Σούκι. Είμαστε περήφανοι για σένα».

«Μα πώς γίνεται αυτό αφού δεν κέρδισα το βραβείο;»

«Δεν μπορεί να κερδίζεις πάντοτε. Κέρδισες στο διαγωνισμό πιάνου του σχολείου. Στο κάτω κάτω εκείνος ήταν δυσκολότερος. Είναι ωραίο να κερδίζει κανείς, αλλ’ αυτό δεν είναι το παν».

«Το ξέρω αυτό, μπαμπά, αλλά ο διαγωνισμός ήταν τόσο άδικος».

«Άδικος; Για να ’μαι ειλικρινής δεν ξέρω τι εννοείς, Σούκι. Ο διευθυντής είχε πει ότι θα κέρδιζε εκείνος που θα έπαιρνε τα περισσότερα χειροκροτήματα. Δεν συμφωνείς ότι ο Μανουέλ πήρε τα περισσότερα;»

«Ναι, αλλά το μόνο που έκανε ήταν ν’ ανέβει επάνω, να φορέσει το πλατύ του χαμόγελο και να τραγουδήσει εκείνο το παλιό παιδικό τραγούδι. Εγώ έκανα ένα σωρό πρόβες. Είναι δύσκολος ο Μπαχ!»

«Αυτό ειν’ αλήθεια, γλυκιά μου, αλλά ο διαγωνισμός δεν ήταν για το τι ήταν πιο δύσκολο να παρουσιάσει κανείς. Εσύ έκανες το καλύτερο που μπορούσες. Αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ το να κερδίζει κανείς». Ο μπαμπάς σηκώθηκε μ’ έναν αναστεναγμό.

«Αλλά γιατί να κερδίσει ο Μανουέλ;» κλαψούρισε η Σούκι.

Ο μπαμπάς έσκυψε και της χάιδεψε το μάγουλο. «Ίσως την επόμενη φορά κερδίσεις εσύ. Καληνύχτα».

9

Έ

χω στριφογυρίσει στο κρεβάτι μου ένα τρισεκατομμύριο φορές, παραπονέθηκε η Σούκι στο σκοτάδι. Είχε δοκιμάσει τα πάντα –να κάνει την προσευχή της, να μετράει προβατάκια, ως και το να ξαναφέρει στη μνήμη της εκείνες τις μέρες του περασμένου καλοκαιριού που ο αέρας είχε σιγάσει κι ο ωκεανός ήταν τόσο ήρεμος. Τίποτε δεν βοηθούσε. Δεν μπορούσε να κλείσει μάτι και τα ερωτηματικά σωριάζονταν το ’να πάνω στ’ άλλο στο μυαλό της, κυρίως για το Μανουέλ.

Γιατί δεν τον συμπαθώ; Είναι άραγε επειδή διαρκώς κομπάζει και συμπεριφέρεται με τόση αλαζονεία; Κι εγώ ξιπαζόμουν όταν κέρδισα σ’ εκείνο τον άλλο διαγωνισμό.

Ή μήπως είναι επειδή όλοι (εκτός από μένα) τον συμπαθούν; Αλλά με συμπαθούν κι εμένα. Χειροκρότησαν και το δικό μου σόλο. Ο Μανουέλ δεν νοιάζεται ποτέ για την εμφάνισή του… αλλά και για μένα η μαμά είπε ότι μοιάζω με αλητάκι της παραλίας πέρσι το καλοκαίρι που ήμαστε στο Νησί.

Είναι άραγε εξαιτίας των ισπανικών του, που ο Μανουέλ ξέρει ότι δεν μπορώ να καταλάβω; Και της προφοράς του που γίνεται ακόμα χειρότερη όταν είναι αγχωμένος; Κι εγώ όμως καμιά φορά χρησιμοποιώ γιαπωνέζικες λέξεις όταν με νευριάζει ο Μπουτς.

Μήπως είναι τάχα ο τρόπος με τον οποίο ο Μανουέλ γελάει με το καθετί; Αλλά ο επιστάτης του σχολείου, ο κύριος Μέινζ, λέει ότι τον κάνω να νιώθει ευτυχισμένος όταν κι εγώ χαμογελάω και γελάω.

Να ’ναι άραγε το γεγονός ότι ο Μανουέλ ξέρει τα πάντα για τα τηλεσκόπια; Πόσο θα’θελα να ’ξερα κι εγώ πώς να φτιάξω ένα τηλεσκόπιο! Γιατί όμως να μ’ ενοχλεί αυτό αφού μπορώ να πάω όποτε θέλω στο Αστεροσκοπείο και να κοιτάξω ολόκληρο τον ουρανό, δεν είν’ έτσι; Αυτό είναι πιο διασκεδαστικό απ’ το να κοιτάς τ’ αστέρια μόνο ένα ένα μέσ’ από ένα ερασιτεχνικό τηλεσκόπιο… ένα ερασιτεχνικό… ένα ερασιτεχνοτηλεσκόπιο… τεχνοτηλε… ζζζζζζζζζζ….. Θα πρέπει να ονειρεύομαι… Κοιμάμαι… Ονειρεύομαι… Γι’αυτό δεν μπορώ να κάνω αυτό το Ζάις να εστιαστεί κανονικά! Αυτό το τηλεσκόπιο είναι μεγαλύτερο από κείνο του Αστεροσκοπείου. Ίσως αν γυρίσω τούτα εδώ τα κουμπιά να μπορέσω να δω καθαρότερα… Να, Τώρα είναι καλύτερα. Α, μπορώ να ερευνήσω το διάστημα τόσο εύκολα, όσο το να κοιτάξει κανείς απόνα παράθυρο. Γιούπι!

Τι είναι όμως αυτό… που έρχεται κατευθείαν καταπάνω μου; Ένα αστέρι; Ναι, είναι ένα αστέρι και μάλιστα αστέρι που εκρήγνυται σε σιντριβάνια φωτός… Άσπρο που μεταλλάσσεται σε κίτρινο και γαλάζιο και κόκκινο… όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου που κάνουν έκρηξη προς κάθε κατεύθυνση!

Τώρα το αστέρι ταξίδευε τόσο γρήγορα που τα χρώματα το ακολουθούσαν σαν ουρά… και μεγάλωνε, μεγάλωνε, ερχόταν κοντύτερα, εξέπεμπε κύματα ήχων κατά τη μεριά της Σούκι… ήχων που πάλλονταν σ’ ένα μείγμα ήχων από τύμπανα, μουσικά κουτιά, χορωδίες, καταρράχτες, καστανιέτες και σειρήνες… Ολοένα και κοντύτερα… κοντύτερα… κοντύτερα, μέχρι που η Σούκι άκουσε τον ομιλητή του Αστεροσκοπείου να λέει με φωνή που ερχόταν σαν αντίλαλος, «Το Αστέρι της Βηθλεέμ!»

Ο ήχος σταμάτησε.

Το ίδιο και το αστέρι. Κοντά στη Σούκι. Λαμπερό κι αστραφτερό. Και ακριβώς στο μέσο του ήταν μια φυσιογνωμία, μια φυσιογνωμία που μόλις και μετά βίας μπορούσε να δει η Σούκι.

Ήταν ένας Άνθρωπος. Ήταν καθισμένος κάτω απ’ το φύλλωμα ενός δέντρου και κουρνιασμένο πάνω στο δεξί του ώμο βρισκόταν ένα παγώνι με τη χαλκόχρωμη ουρά του να σαρώνει το έδαφος και το στήθος του να λάμπει από γαλάζια και πράσινα χρώματα.

«Κολλητέ!» φώναξε η Σούκι, αλλά το Παγώνι δεν έδειξε να την ακούει.

Έπειτα πρόσεξε ότι ο Άνθρωπος είχε το ένα Του χέρι περασμένο γύρω από ένα αγόρι που στεκόταν απέναντί Του.

«Μανουέλ!» φώναξε η Σούκι, αλλά ο Μανουέλ δεν την είδε. Κοίταζε τον Άνθρωπο ο Οποίος, ξαφνικά, άπλωσε τα χέρια Του προς το μέρος του αγοριού και είπε, «Έλα σ’ εμένα».

Τρία πρόσωπα βάδιζαν εφ’ ενός ζυγού προς το μέρος Του. Γονάτισαν και άφησαν στα πόδια Του δώρα τυλιγμένα σε λαμπερό χαρτί περιτυλίγματος.

«Μα, αυτός είναι ο κύριος Μέινζ, ο επιστάτης του σχολείου», είπε κατάπληκτη η Σούκι. «Και η Ρενέ απ’ το Νησί του Σεντ Σάιμονς και ο Μπουτς!»

«Σουτ», είπε προειδοποιητικά ο ομιλητής. «Μιλάει ο Άνθρωπος από το Αστέρι».

Η φωνή ήταν τρυφερή και δυνατή, το ίδιο όπως και το πρόσωπο του Ανθρώπου. «Εσείς οι Μάγοι ήρθατε από πολύ μακριά», είπε.

«Ακολουθήσαμε το Αστέρι Σου», είπε ο Μπουτς.

«Είσαι στ’ αλήθεια ο Εμμανουήλ;» ρώτησε ο κύριος Μέινζ.

«Ναι, είμαι ο Εμμανουήλ». Ο Άνθρωπος χαμογέλασε στο λατίνο αγόρι που ήταν δίπλα Του. «Είμαι ο Κύριος μαζί σας. Αυτό σημαίνει τ’ όνομά μου».

«Μαζί μας εδώ στο Αστέρι ή στο δικό μας κόσμο;» ρώτησε η Ρενέ.

«Σε όλα τ’ αστέρια και σε όλους τους κόσμους», απάντησε ο Άνθρωπος. «Είμαι μαζί σας πάντοτε».

«Αλλά εγώ δεν σ’ έχω ποτέ μου ξαναδεί!», αναφώνησε απορημένη η Ρενέ.

«Ρενέ, μερικά πράγματα είναι αληθινά έστω κι αν δεν μπορείς να τα δεις».

Η Ρενέ πήρε το ένα Του χέρι μέσα στα δικά της για να σιγουρευτεί ότι ήταν αληθινό. Υπήρχε μια βαθιά πληγή στην παλάμη Του. «Σε αγαπώ», Του είπε.

«Αυτό είναι επειδή εγώ σε αγάπησα πρώτος». Ο Άνθρωπος χαμογέλασε και πάλι και συνέχισε να μιλά. «Η αγάπη μου είναι ένα δώρο που μπορείτε να τον μοιραστείτε με τον καθέναν. Όταν γυρίσετε σπίτι σας, αυτό να κάνετε».

Οι Μάγοι με τα γνώριμα πρόσωπα του κυρίου Μέινζ, της Ρενέ και του Μπουτς έκαναν μια στροφή και απομακρύνθηκαν από τον Άνθρωπο κατευθυνόμενοι προς τη Σούκι.

«Πρέπει να πάω εκεί που είναι και οι φίλοι μου, στο Αστέρι-Θαύμα», είπε η Σούκι στον ομιλητή.

«Α, μα δεν γίνεται αυτό. Είναι ήδη αργά», είπε εκείνος. «Τα Χριστούγεννα πέρασαν κιόλας».

Το Αστέρι άρχισε να κινείται…. να απομακρύνεται απ’ αυτήν… και γρήγορα να χάνεται… να χάνεται… να χάνεται μέσ’ απ’ τα έντονα κι αναβοσβήνοντα χρώματα σ’ ένα γιγάντιο σπιράλ αστεριών… έναν τεράστιο γαλαξία αστεριών…

Σε λίγο δεν μπορούσε να το διακρίνει από τ’ άλλα, αλλά η εντύπωση-θαύμα που άφησε μέσα της δεν χάθηκε.

10

Μαγεμένη από το παράξενο και όμορφο όνειρο η Σούκι ξύπνησε νωρίς την άλλη μέρα. Μόλις είχε τελείως ξυπνήσει, ήξερε ότι ο ομιλητής του Αστεροσκοπείου είχε κάνει λάθος. Τα Χριστούγεννα δεν είχαν κιόλας περάσει. Δεν είχαν καν έρθει ακόμα!

Βλέποντας το Μανουέλ στο όνειρό της τόσο κοντά στον Ιησού Χριστό, πρέπει να ’χε κάποιο νόημα για την ίδια, κάτι που θα μπορούσε να το ανακαλύψει μόνη της. Τα Χριστούγεννα είναι τα γενέθλια του Ιησού και Τον άκουγε να μιλάει και να λέει, «Η αγάπη μου είναι ένα δώρο που μπορείτε να το μοιραστείτε με τον καθέναν». Αυτό περιλάμβανε και το Μανουέλ. Ο Ιησούς αγαπάει το Μανουέλ και εμένα και το Μπουτς και τον κύριο Μέινζ… όλους! «Η αγάπη μου είναι ένα δώρο… η αγάπη μου είναι ένα δώρο που μπορείτε να το μοιραστείτε…»

Δεν ήταν αργά. Υπολείπονταν ακόμα έξι μέρες για να κάνει κανείς τα ψώνια του. Ξέρω τι θα κάνω. Όταν αγόρασα το καφέ ζιβάγκο μπλουζάκι για να το χαρίσω στο Μπουτς, ήξερα ότι ο Μανουέλ ήταν εκείνος που το χρειαζόταν. Αλλά τότε δεν ήθελα να χαρίσω τίποτε σ’ αυτόν το μεγαλοξιπασμένο. Σήμερα το πρωί θέλω! Αν γραφτεί στην τάξη που μαθαίνουν να φτιάχνουν τηλεσκόπια στο Αστεροσκοπείο, το πρώτο πράγμα που θα χρειαστεί είναι ένας φακός για το τηλεσκόπιό του.

Αν έχω αρκετά λεφτά να τον αγοράσω, θα χαρίσω στο Μανουέλ το φακό.

Όταν έτρωγαν πρωινό, η Σούκι είπε, «Μπαμπά, έχω να πάρω ένα ακόμα δώρο».

Ο μπαμπάς ήταν κρυμμένος πίσω απ’ την πρωινή εφημερίδα. «Ε, το σχολείο τελειώνει την Πέμπτη. Μετά μπορούμε να ξαναπάμε στο κέντρο. Σε βολεύει αυτό;»

«Νομίζω πως ναι. Αλλά ο Μπουτς θα έρθει να πάρει το δώρο του την Πέμπτη και θα ήθελα να έχω κι αυτό το άλλο δώρο τότε».

«Είναι αυτό ‘το άλλο δώρο’ ένα μεγάλο μυστικό;» ρώτησε ο μπαμπάς. «Γιατί μπορώ να πάω στο εμπορικό κέντρο μόλις τελειώσω με τα φώτα του δέντρου. Εννοείται, αν η μαμά σου καθίσει να προσέχει το μαγαζί».

«Αυτός είναι πολύ πονηρός τρόπος που μου το ζητάς», είπε η μαμά. Η φωνή της ακουγόταν θυμωμένη αλλά, καθώς σήκωσε το μπολάκι του μπαμπά με τα κορν φλέικς, τον φίλησε στο μέτωπο και, όταν έβαζε στο μπολάκι νερό για να μαλακώσει, μουρμούριζε ένα γνωστό Χριστουγεννιάτικο τραγούδι… «Ντεκ δε Χολς γουίθ μπάους οφ χόλυ… Λα λα λα λα λα, λαλά λαλά».

Η Σούκι ήθελε να τους πει για το σχέδιό της. Αλλά πώς να το ’κανε αφού όλοι ήξεραν πώς είχε συμπεριφερθεί στο Μανουέλ, πώς είχε προσπαθήσει να τον κάνει να νιώθει σαν ξένος.

Πριν μετακομίσει ο Μανουέλ στη γειτονιά, η Σούκι ήταν η καλύτερη φίλη του Μπουτς. Τώρα δεν ήταν πια σίγουρη γι’ αυτό.

Τελευταία ένα φόβος της έσφιγγε το λαιμό που σχεδόν την έπνιγε. Την έκανε να θέλει να κρατήσει το Μπουτς μόνο για τον εαυτό της, να είναι εξυπνότερη απ’ το Μανουέλ σχετικά με τα τηλεσκόπια, τ’ αστέρια και το διάστημα και να κερδίζει σε κάθε διαγωνισμό.Χτες βράδυ αυτό το σφίξιμο την είχε πονέσει περισσότερο από ποτέ άλλοτε και οι γονείς της ήξεραν πόσο άσχημα είχε συμπεριφερθεί. Σήμερα το πρωί όμως δεν ένιωθε κακία ή θυμό ή σαν να ήταν πληγωμένη. Κάτι μέσα βαθιά της άλλαζε κι αυτό είχε να κάνει μ’ εκείνο που είπε ο Ιησούς Χριστός για την αγάπη Του που ήταν ένα δώρο, ένα δώρο που μπορούσε να το μοιραστεί κανείς με άλλους.

Ανακάθισε στην καρέκλα της κρατώντας την πλάτη της πολύ ίσια και είπε, «Αν έχω αρκετά χρήματα στον προϋπολογισμό μου των Χριστουγεννιάτικων δώρων, θέλω ν’ αγοράσω ένα φακό για το Μανουέλ».

ÂÂÂÂ Ο μπαμπάς κοίταξε πάνω από την εφημερίδα του «Το Βήμα» κατάπληκτος.

Η μαμά ήταν κι εκείνη έκπληκτη. «Ένα φακό; Μα κοιτάζονται τ’ αγόρια σε φακούς την σήμερον ημέρα;»

«Όχι του είδους του καθρέφτη, μαμά», είπε η Σούκι, «αλλά του είδους που επεξεργάζονται τα παιδιά στο Κατάστημα Κατασκευής Τηλεσκοπίων».

«Στο Αστεροσκοπείο του Άντλερ;»

«Ναι, γιατί, βλέπετε, ο Μανουέλ θα χρησιμοποιήσει τα λεφτά του βραβείου του για να γραφτεί σ’ αυτή την τάξη. Αυτό όμως κοστίζει δέκα δολάρια», εξήγησε η Σούκι. «Δεν θα ’χει λοιπόν άλλα λεφτά για ν’ αγοράσει το φακό».

«Και τότε με τι θα πληρώσει για τα άλλα εξαρτήματα;» ρώτησε ο μπαμπάς.

«Α, ο διευθυντής της αίθουσας ‘Κοινωνία’ του είπε να τραγουδάει εκεί ταχτικά και ο Μανουέλ μπορεί κάθε φορά να βγάζει δίσκο. Θα κάνει οικονομίες».

«Πολύ ενδιαφέρον», είπε ο μπαμπάς. «Υποθέτω ότι μπορώ να πάω στο Αστεροσκοπείο μετά το ραντεβού μου και να σου πάρω το φακό. Δεν θα ’πρεπε να ρωτήσεις να μάθεις πόσο κοστίζει; Μπορεί να μην έχεις αρκετά χρήματα να τον αγοράσεις».

Τι φοβερή σκέψη. Αλλά η κυρία που σήκωσε το τηλέφωνο στο Αστεροσκοπείο όταν είχε τηλεφωνήσει η Σούκι είπε ότι υπήρχαν τηλεσκόπια σε δύο συσκευασίες. Το μικρό έπαιρνε φακό των τεσσεράμιση ιντσών.

«Και πόσο κάνει αυτός;» είχε ρωτήσει η Σούκι.

«Έξι δολάρια», είχε απαντήσει η κυρία.

Έξι δολάρια ήταν πολλά λεφτά για ένα δώρο, ιδιαίτερα για κάποιον που δεν ήταν μέλος της οικογένειας. Κάποιον που δεν του είχε καν επιτρέψει να γίνει φίλος της.

11

Ε

πιτέλους έφτασε η Πέμπτη.

Η Σούκι ήταν τόσο συγκινημένη που συμπεριφερόταν ανόητα. Όταν είχε πει στο Μανουέλ να περάσει απ’ το σπίτι της μετά το σχολείο μαζί με το Μπουτς, εκείνος είχε σχεδόν φοβηθεί. Το ίδιο και ο Μπουτς. Θα είχανε την έκπληξη της ζωής τους!

Στο κατάστημα δώρων του ο μπαμπάς βρήκε ένα ξύλινο κουτί, ό,τι έπρεπε για το φακό, το οποίο είχε ακόμα μέσα το αρχικό του εξέλσιορ πακετάρισμα. Η Σούκι τον παρατηρούσε καθώς δίπλωνε προσεχτικά το φακό σε ψιλό λευκό χαρτί και μετά τον έβαλε να φωλιάσεισε κομματάκια από αρωματικό ξύλο. Η μαμά πρότεινε να έδεναν το κουτί με πράσινη μάλλινη κλωστή, αντί να το τύλιγαν ολόκληρο με χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος. Είχαν βάλει την ίδια κλωστή και στο δώρο του Μπουτς. Η Σούκι πήρε τα δύο δώρα και τα έβαλε στο σαλόνι κάτω απ’ το δέντρο.

Τ’ αγόρια θα έρχονταν κατά τις τέσσερις. Η Σούκι πέθαινε από ανυπομονησία. Ήταν σχεδόν πέντε η ώρα. Γιατί δεν είχαν φανεί ακόμα αυτά τα χαζόπαιδα;

Τελικά ο Μπουτς κι ο Μανουέλ έφτασαν. Ήταν τόσο νευρικοί που τραύλιζαν. Και η Σούκι ήταν νευρική, τόσο πολύ που είπε, «Καλημέρα».

«Έγια ες μούι τόντα (Πολύ χαζή είναι αυτή)», ψιθύρισε ο Μανουέλ στο Μπουτς.

Στην ίδια τη Σούκι είπε, «Καλημέρα; Αλλά δεν είναι απόγευμα; Ή μήπως ήρθαμε πολύ νωρίς;» Η Σούκι και ο Μπουτς χασκογέλασαν. Κι όταν εκείνη κρέμαγε τα παλτά τους, αυτοί βάλθηκαν να περιεργάζονται το δέντρο.

«Κοίτα, είναι σαν μεξικάνικο δέντρο με τις παπαρούνες και τα πουλιά», είπε ο Μανουέλ. «Πανεεεεεέμορφο».

«Είναι γιαπωνέζικο», είπε η Σούκι «κι αυτά εκεί δεν είναι παπαρούνες αλλά ανεμώνες. Τις έφτιαξαν οι αδελφές μου».

«Παπαρούνες ή ό,τι άλλο, είναι πραγματικό υπέροχο», είπε ο Μπουτς.

«Έφτιαξα κάτι για σένα, Σούκι», είπε ο Μανουέλ και της έδωσε ένα κόκκινο μεταλλικό κουτάκι. «Θυμάσαι την ημέρα που είπα ότι τα γλυκά είναι για μικρά παιδιά;» Γέλασε. «Αυτό το λέμε ντούλτσε ντε λέτσε (γλυκό από γάλα), ένα είδος καραμέλας. Το φτιάχνω τόόόόόσο πολύ ωραία που η μαμά μου το πουλάει».

Για πλάκα κομπάζει, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά η Σούκι. Και δεν με νοιάζει που ο Μανουέλ με πειράζει που είμαι «μικρή». Άνοιξε το καπάκι του μικρού μεταλλικού κουτιού και έβαλε ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το γλυκό στο στόμα της. «Βραζιλιάνικοι ξηροί καρποί και κανέλα!» αναφώνησε χαρούμενα ενώ γύριζε τις κόρες των ματιών της γύρω γύρω σαν ξετρελαμένη.

«Το δικό μου δώρο δεν μπορείς να το φας, Σούκι», είπε ο Μπουτς δίνοντάς της ένα λεπτό τετράγωνο πακέτο.

«Νομίζω ότι μπορώ να μαντέψω, Μπουτς».

«Τι;»

«Ένας δίσκος».

«Ναι, αλλά ποιος;»

Η Σούκι έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος, «Ο Σνούπι εναντίον του Κόκκινου Βαρώνου! Ω, Μπουτς, πώς το ήξερες ότι αυτόν ήθελα; Ευχαριστώ. Θα τον βάλουμε μόλις ανοίξετε κι εσείς τα δικά σας δώρα».

Πήρε τα πακέτα τους από το δέντρο και έδωσε το επίπεδο κουτί στο Μπουτς και το ξύλινο με την πράσινη κλωστή στο Μανουέλ.

Στο άψε σβήσε ο Μπουτς έβγαλε απ’ το πακέτο το καινούριο του μπλουζάκι. «Μανουέλ, κοίτα το, είναι ζιβάγκο!»

Ο Μανουέλ ούτε που κοίταξε το μπλουζάκι του Μπουτς. Είχε βαλθεί να σηκώνει ένα μυστηριώδες αντικείμενο από μια ‘φωλιά’ εξέλσιορ. Πολύ σιγά έβγαλε το ψιλό χαρτί που ήταν τυλιγμένο γύρω του μέχρι που ένας γυάλινος δίσκος γλίστρησε στις χούφτες του. Από την έκφραση του προσώπου του θα ’λεγε κανείς πως θα μπορούσε να ήταν διαμάντι. Ένας φακός για τηλεσκόπιο… ο κατάδικός του φακός τηλεσκόπιου να τον λειαίνει και να τον προσαρμόζει όπως ήθελε… επιτέλους δικός του.

Η Σούκι περίμενε να τον ακούσει να λέει κάτι, αλλά για πρώτη φορά ο Μανουέλ ήταν άφωνος.

«Αυτό είναι ακριβώς το μέγεθος που ήθελες», είπε ο Μπουτς. Αλλά και πάλι ο Μανουέλ δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Σούκι άρχισε να φοβάται μήπως ο φακός ήταν λάθος εκλογή. Μήπως είχε αλλάξει γνώμη και δεν ενδιαφερόταν πια να φτιάξει τηλεσκόπιο; Και τότε πρόσεξε πως ο Μανουέλ ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά του σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα μέσα στα σκούρα του μάτια.

«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά εγώ κλαίω όταν είμαι ευτυχισμένος. Με συγχωρείς», είπε. Ο Μανουέλ ρούφηξε τη μύτη του και την καθάρισε. Και αμέσως μετά χαμογέλασε και πάλι. «Μ’ αυτό το φακό το Μεγάλο Αγόρι θα φτιάξει το καλύτερο τηλεσκόπιο σ’ ολόκληρο τον κόσμο –το καλύτερο απ’ όλα!» είπε κουνώντας τα χέρια του. «Κι αν εσείς, παιδάκια, είσαστε καλά παιδιά, θα σας αφήσω να κοιτάτε τα αστέρια μέσ’ απ’ αυτό. Έπειτα θα το λειάνω πάρα πολύ. Θα το γυαλίσω. Θα το δοκιμάσω. Θα το επιχρίσω μ’ ένα φιλμ αλουμίνιου τέσσερα εκατομμυριοστά της ίντσας. Τέσσερα εκατομμυριοστά της ίντσας! Τόσο ακριβώς θα είναι. Και θα είναι τέλειο. Θα είναι το καλύτερο τηλεσκόπιο σ’ ολόκληρο τον κόσμο –το καλύτερο απ’ όλα!»

«Σούκι, αυτά εμείς θα τ’ ακούμε από τώρα μέχρι να τελειώσει ‘το καλύτερο τηλεσκόπιο στον κόσμο’», είπε ο Μπουτς χαμογελώντας.

«Τι πάθαμε!» αναφώνησε η Σούκι κρατώντας το κεφάλι της. «Ελπίζω να μη συμβεί αυτό!» Γέλασαν και οι τρεις τους και μετά άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί.

Η Σούκι είχε ξεχάσει να κρατήσει σε απόσταση το Μανουέλ. Ήταν ο φίλος της το ίδιο όπως και ο Μπουτς. Μέχρι που έμοιαζε κιόλας σαν ‘μέλος της οικογένειας’, το ίδιο όπως ήταν κι ο Μπουτς.

Τώρα η Σούκι κατάλαβε το νόημα του όνειρου, κατάλαβε για τον Άνθρωπο στο Αστέρι-Θαύμα που είχε πει, «Η αγάπη μου είναι ένα δώρο που μπορείτε να το μοιραστείτε με τον καθέναν».

Μόνο αν μοιραζόσουν τη δική Του αγάπη με κάποιον άλλο, μπορούσες να νιώθεις για το πρόσωπο αυτό έτσι όπως ένιωθε τώρα εκείνη με το Μανουέλ.

Τα Χριστούγεννα δεν θα τέλειωναν ποτέ.

Ο Θεός Εμμανουήλ είναι μαζί μας –πάντοτε.


Ντούλτσε ντε λέτσε*

4 φλιτζάνια γάλα

1 ½ φλιτζάνι ζάχαρη

½ κουταλάκι του γλυκού βανίλια

Ανακατέψτε το γάλα με τη ζάχαρη στην κατσαρόλα. Αφήστ,ε το να πάρει βράση. Ενώ το ανακατεύετε διαρκώς, χαμηλώστε τη φωτιά μέχρι που το μείγμα να κάνει φούσκες για ένα διάστημα. Αφήστε το στη φωτιά για δύο ώρες μέχρι ν’ αποκτήσει η κρέμα την επιθυμητή πυκνότητα (ανακατέβοντάς την πού και πού). Όταν αποκτήσει την επιθυμητή πυκνότητα, κατεβάστε την κατσαρόλα απ’ τη φωτιά και προσθέστε τη βανίλια.

Αυτή η συνταγή είναι για έξι μερίδες σάλτσας και για τέσσερις μερίδες κρέμας.

Οι κάτοικοι της Λατινικής Αμερικής χρησιμοποιούν το ντούλτσε ντε λέτσε σαν σάλτσα με την οποία περιχύνουν φρέσκα φρούτα ή φρούτα από κονσέρβα, κέικ, κρέμα, ή παγωτό. Για τη συνταγή του Μανουέλ αφήστε το μείγμα να βράσει μέχρι να πήξει και μετά προσθέστε κομματάκια από Βραζιλιάνικους ξηρούς καρπούς και κανέλα.

* H συνταγή για το Ντούλτσε ντε λέτσε (Dulce de leche) προέρχεται από την οικογένεια Μενέσες (Meneses) που είναι φίλοι της συγγραφέως Joyce Blackburn.



Τίτλος πρωτοτύπου:

Suki and the Wonder Star

Joyce Blackburn

Providence House Publishers (2nd edition 1996)

Comments are closed.