Η ΣΟΥΚΙ ΚΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ (Παραμύθι με μήνυμα στο θέμα της αμαρτίας και της μετάνοιας)

                                                   

                                                      της Joyce Blackburn

                                                  Μετάφραση: Γιούλικα Κ. Masry

1

Το μπουμπουνητό μιας βροντής έκανε τη Σούκι να σκεπάσει τ’ αυτιά της με τα χέρια της. Ο ήχος ήτανε δυνατός και κοντινός. Έκανε πως φοβήθηκε. Στην πραγματικότητα όμως της άρεσε και δεν μπορούσε να φανταστεί ανοιξιάτικη βροχή χωρίς βροντές.
    Ο μπαμπάς της κάποτε της είχε πει μια ιστορία για το γιο ενός αυτοκράτορα ο οποίος μια μέρα αιχμαλώτισε τη βροντή. Όταν εκείνη βρυχήθηκε μες στον κήπο του παλατιού, ο πρίκγιπας την έπιασε μες στην κούπα του τσαγιού του και δεν την άφηνε ελεύθερη μέχρι να του υποσχεθεί πως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ στο βασίλειό του.
    «Μπορείς να φανταστείς θύελλα χωρίς βροντή, Σούκι;» την είχε ρωτήσει ο μπαμπάς.
    Η Σούκι προσπάθησε να το συλλάβει με τη φαντασία της.
    «Όχι, μπαμπά. Εμένα μ’ αρέσει η βροντή».
    Ύστερα απ’ αυτό, όταν η Σούκι άκουγε μια βροντή, έλεγε, «Βροντή, μ’ αρέσεις».
    Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούσε να καταλάβει τον Κολλητό της εκείνο το χρυσαφένιο ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο Κολλητός της ήταν ένα Αόρατο Παγώνι που ζούσε στο Δέντρο του Παραδείσου έξω από το παράθυρο της Σούκι. Συνήθως μιλούσαν και γέλαγαν μαζί. Αλλά όχι αυτή τη φορά.
    «Μα τι έχεις, Κολλητέ;» ρώτησε η Σούκι σκύβοντας από το παράθυρο. «Δεν έχεις αρθρώσει λέξη και το μόνο που κάνεις είναι κλακ, κλακ, κλακ».
    Το Αόρατο Παγώνι μετακινήθηκε μπρος πίσω νευρικά πάνω στο κλαδί του Δέντρου του Παραδείσου.
    «Όλη μέρα σήμερα κάνεις κλακ, κλακ, κλακ. Γιατί; Γιατί δεν μου λες τι συμβαίνει;»
    Ο Κολλητός έριξε μια μελαγχολική ματιά στη Σούκι και  είπε, «Εγώ φταίω που προφητεύω τον καιρό;»
    «Προφητεύεις τον καιρό; Θέλεις να πεις ότι ξέρεις από πριν αν πρόκειται να ’χει καταιγίδα;»
    «Ναι, Σούκι, ξέρω». Ο Κολλητός ακουγόταν δυστυχισμένος.
    «Μα αυτό είναι διασκεδαστικό», αναφώνησε η Σούκι. «Και τώρα μπορείς να μου πεις αν θα βρέξει ή αν η βροντή απλά παίζει παιχνίδια;»
    «Ναι, θα βρέξει. Αυτό είναι το πρόβλημα!»
    «Τι εννοείς ‘πρόβλημα’;»
    «Τη μισώ τη βροχή. Τη μισώ. Δεν μου αρέσει να βρέχομαι. Σε κανένα παγώνι δεν αρέσει να βρέχεται».
    Αυτό δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί η Σούκι, το ίδιο όπως δεν μπορούσε να διανοηθεί καταιγίδα χωρίς βροντές. Της άρεσε η βροχή. Έλπιζε ότι θα ’βρεχε όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα. Έτσι, θα μπορούσε να πάει στο σχολείο με τη βροχή και ίσως να βρεχόταν κιόλας –λίγο.
    «Εμένα μου φαίνεται διασκεδαστικό να βρέχεται κανείς, Κολλητέ. Γιατί δεν σου φαίνεται έτσι κι εσένα;»
    Το Αόρατο Παγώνι κοίταξε μακριά με το βλέμμα του και είπε, «Γιατί δύο από τις μικρότερες αδελφές μου πέθαναν στη βροχή. Συμβαίνει συχνά αυτό στα μικρά παγώνια».
    Πριν προλάβει να σκεφτεί τι ν’ απαντήσει η Σούκι, έκανε κι άλλη βροντή και η βροχή άρχισε να πέφτει με τεράστιες σταγόνες επάνω στα χέρια και στη μύτη της. Κατσούφιασε. Πώς ήταν δυνατό κάτι που έκανε τον Κολλητό της τόσο δυστυχισμένο να ήταν τόσο διασκεδαστικό γι’ αυτήν;

2

«Μην ξεχάσεις το αδιάβροχό σου, Σούκι», είπε η μητέρα την ώρα του πρωινού την άλλη μέρα. «Βρέχει καρεκλοπόδαρα!»
    Τι ανόητη φράση, σκέφτηκε η Σούκι. Όλος ο κόσμος μπορεί να δει ότι βρέχει βροχή και όχι καρεκλοπόδαρα.
    «Το νερό έχει φτάσει μέχρι το πεζοδρόμιο», είπε ο μπαμπάς. «Καλύτερα να βάλεις και γαλότσες».
    Γαλότσες! Μα ο μπαμπάς ξέρει ότι μισώ τις γαλότσες. Μου πιέζουν τα πόδια.
    «Την άλλη φορά που έβρεξε, μπαμπά, η Σούκι πάταγε μέσα στις λακούβες –το έκανε επίτηδες», είπε η Γιούρι.
    Απλά και μόνο επειδή είσαι η μεγαλύτερη αδελφή μου δεν σημαίνει ότι πρέπει και να του μαρτυράς όλα όσα κάνω. Η Σούκι μπορούσε να σκέφτεται ό,τι ήθελε από μέσα της και δεν πείραζε.
    «Και βράχηκε το κεφάλι της και άρπαξε κρυολόγημα», είπε η Μαρί, η άλλη της αδελφή.
    Ό,τι κάνει εκείνη είναι καλά καμωμένο. Εγώ όμως είμαι το ‘μωρό’ της οικογένειας και δεν μπορώ να κάνω τίποτε!
    Η Σούκι σκέφτηκε πολλά πράγματα, αλλά δεν είπε τίποτε καθώς φόραγε το αδιάβροχό της και το κούμπωνε μέχρι το λαιμό. Ο μπαμπάς τής έδωσε τις γαλότσες της απ’ τη ντουλάπα του διαδρόμου και η μαμά κούμπωσε την κουκούλα στο γιακά του αδιάβροχου.
    Σίγουρα δεν το ’χουν σκοπό να μ’ αφήσουν να χαρώ αυτή τη βροχή.
    Έτσι σκέφτηκε η Σούκι καθώς έκλεινε απότομα την πόρτα του μαγαζιού του μπαμπά βγαίνοντας.
    Ακόμα κι ο Κολλητός προσπαθεί να μου χαλάσει τη διασκέδαση της βροχής με το να μένει σπίτι. Από τότε που συναντηθήκαμε, αυτή είναι η πρώτη φορά που δεν έρχεται στο σχολείο μαζί μου. Απλά και μόνο επειδή εκείνος είναι λυπημένος, τώρα θα είμαι κι εγώ λυπημένη. Εντάξει, είναι λυπημένος. Τόσο το χειρότερο.
    Επινόησε μάλιστα κι ένα σκοπό να πηγαίνει με τα λόγια της:
Είναι λυπημένος
Τόσο το χειρότερο.
    Από μέσα της ευχόταν να μπορούσε  να περπατάει μες στη βροχή και ν’ ακούει το θόρυβο από τα λάστιχα των μεγάλων αυτοκινήτων των ταχυδρομικών υπηρεσιών πάνω στην υγρή άσφαλτο, σ-σ-σ-ςςςςς. Οι δικές τις γαλότσες έκαναν λιγότερο θόρυβο: K-Λ-I-Τ-Σ –– K-Λ-Α-Τ-Σ.
    Στη γωνία της οδού Κλαρκ και της λεωφόρου Ράιτγουντ οι άνθρωποι περίμεναν το λεωφορείο με τις ομπρέλες τους ανοιχτές που ανεβοκατέβαιναν απότομα και τράκαραν η μία την άλλη. Τους προσπέρασε κι έφτασε στην πίσω πόρτα του φούρνου του Ριγκς. Μερικές φορές στεκόταν εκεί κανένα λεπτό να μυρίσει τις ελκυστικές μυρουδιές από προζύμι που ανάδινε ο φούρνος. Εκείνο το πρωί ο φούρναρης την είδε και της φώναξε, «Θαυμάσιος καιρός για παπιά, ε, Σούκι;»
    Γέλασε μαζί του καθώς τον είδε να ζυγιάζει ένα δίσκο ντόνατς πάνω στο κεφάλι του. Αλλά, καθώς συνέχισε να περπατάει, σκέφτηκε, Και τι περιμένει να του πω τώρα εγώ: κουάκ-κουάκ;
    Άλλα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο έτρεχαν. Η Σούκι όμως δεν επρόκειτο να βιαστεί. Το σχολείο απείχε ακόμα μισό τετράγωνο. Περπατούσε κάτω από την τέντα του Σουηδικού Κλαμπ Τραγουδιού.
    Η τέντα εκτεινόταν πέρα απ’ τις εξώπορτες μέχρι το πεζοδρόμιο. Η Σούκι στάθηκε κάτω από μια άκρη απ’ όπου έπεφτε το περισσότερο νερό, καθώς εκείνο έτρεχε προς τα κάτω. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και κράτησε την αναπνοή της.
    Αυτό είναι σαν να στέκεσαι κάτω από καταρράχτη!
    Όταν πέρασε μέσ’ απ’ το λαμπερό τείχος του νερού, προς στιγμή ένιωσε ότι την τύφλωνε. Τα ματόκλαδά της είχανε κολλήσει και κατάπιε έναν κουβά νερό.
    Βήχοντας και φτύνοντας και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της λες και την είχε παρασύρει ένα κύμα, η Σούκι έκανε δήθεν πως κολυμπούσε στο υπόλοιπο της διαδρομής για το σχολείο.
    Τίναξε το κίτρινο αδιάβροχό της και το κρέμασε στο ντουλαπάκι της των αποδυτηρίων στο υπόγειο. Έβγαλε και τις γαλότσες της. Τα πόδια της ήτανε μούσκεμα. Το ίδιο και οι κάλτσες της καθώς και το στρίφωμα του φουστανιού της μπροστά μπροστά.
    Κοντά στη σκάλα η οποία οδηγούσε από το υπόγειο στο ισόγειο, ήταν το γραφείο του επιστάτη του σχολείου ‘Λουίζα Μέι Άλκοτ’. Η πόρτα του ήταν πάντοτε κλειστή και πάνω στο θαμπό της τζάμι ήταν γραμμένο με μαύρα γράμματα:

ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

    Αλλά εκείνο το πρωί η πόρτα ήταν ανοιχτή.
    Δεν είναι κακό να ρίξω μια ματιά, σκέφτηκε η Σούκι.
    Ο κ. Μέινζ, ο επιστάτης, δεν ήταν μέσα εκείνη τη στιγμή, άλλα είχε περάσει νωρίτερα. Πάνω στο συρταρωτό γραφειάκι του υπήρχε μια στoίβα από καινούργιους λαμπτήρες μέσα στα κουτιά τους. Δίπλα απ’ την καρέκλα του ήταν ο λαστιχένιος καθαριστήρας για τα τζάμια και κατά μήκος του ενός τοίχου τα ράφια ξεχείλιζαν με όλων των ειδών τις προμήθειες, ενώ οι σκουπιδοτενεκέδες ήταν γεμάτοι από πεταμένα παλιόχαρτα.
    Ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα υπήρχε ένας παλιός καλόγερος κι από ένα μπρούτζινο γάντζο του κρεμόταν μια ομπρέλα. Δεν χώραγε τίποτε άλλο εκεί μέσα –oύτε καρφίτσα δεν έπεφτε!
    Η Σούκι έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Έπειτα έκανε στροφή και βγήκε από το μικρό γραφειάκι, έτρεξε επάνω στο ισόγειο και λαχανιασμένη σωριάστηκε στο θρανίο της την ώρα ακριβώς που άρχιζε να χτυπάει το κουδούνι.

3

Τις Tετάρτες είχαν ιχνογραφία την πρώτη ώρα. Της Σούκι τής άρεσε η ζωγραφική αλλά η δασκάλα της, η δεσποινίς Κέλυ, έλεγε πάντοτε, «Χρησιμοποιείς τα χρώματα με πολύ δεξιοτεχνία, Σούκι, αλλά τα σκίτσα σου δεν είναι αρκετά προσεγμένα».
    Και η δασκάλα των αγγλικών είχε πει, «Φτιάχνεις όμορφες προτάσεις, Σούκι, αλλά τα γράμματά σου δεν είναι πολύ ωραία».
    Αυτή τη φορά θα προσέξω, σκέφτηκε η Σούκι, καθώς η δεσποινίς Κέλυ έδειχνε στην τάξη ένα μεγάλο κοχύλι για να το δουν τα παιδιά.
    «Το θέμα μας σήμερα θα είναι αυτό το κοχύλι», είπε η δασκάλα. Με τα μάτια της φαντασίας σας μπορείτε να το δείτε σε μια ακρογιαλιά, στο ράφι ενός καταστήματος, στο βυθό του ωκεανού ή στο τραπεζάκι του σπιτιού σας –όπου θέλετε. Αυτό θα το αποφασίσετε εσείς».
    Η Σούκι σχεδίασε το κοχύλι με μια ανοιχτή καφέ μπογιά αφήνοντας μερικά κομμάτια της επιφάνειάς του άσπρα για να δείξει ότι δεν ήταν λεία. Ένα χείλος του κοχυλιού που εξείχε το έβαψε ένα ροζ τριανταφυλλί που στην άκρη κατέληγε σ’ ένα απαλότερο ροζ. Κι έπειτα συνέβη κάτι αστείο. Αντί η φαντασία της να τοποθετήσει το κοχύλι στην ακρογιαλιά ή σ’ ένα ράφι ή στον ωκεανό, της φάνηκε ότι εκείνο, αιωρούμενο στον αέρα, διέσχιζε τους αιθέρες κρατώντας μια ομπρέλα!
    Η ομπρέλα ήταν κόκκινη. Όχι κατακόκκινη σαν τα αυτοκίνητα της πυροσβεστικής αλλά ένα αρχοντικό κόκκινο κερασί, με ασήμι στις άκρες, στις μπανέλες και στο χερούλι της. Το χερούλι ειδικά δεν ήταν κανένα συνηθισμένο χερούλι. Ήταν λυγισμένο πολύ κομψά σαν να ήταν λαιμός κύκνου. Μάλιστα το κεφάλι κι ο λαιμός ενός κύκνου ήταν στην πραγματικότητα σκαλισμένα επάνω του με τόση τέχνη και κομψότητα που έμοιαζαν αληθινά.
    Μα αυτή είναι η ομπρέλα που είδα στο γραφείο του κ. Μέινζ, σκέφτηκε η Σούκι και ξαφνιάστηκε. Είναι η ωραιότερη ομπρέλα που έχω δει ποτέ μου –όχι βαριά και ασουλούπωτη σαν του μπαμπά–, είναι το μέγεθος που είναι ό,τι πρέπει για μένα. Ακριβώς στο μέγεθός μου. Και το χρώμα της, α, πόσο το λατρεύω αυτό το χρώμα! Είναι το ίδιο χρώμα με τα καινούργια μου παπούτσια. Πάει με τα καινούργια μου παπούτσια… Όσο γι’ αυτό το ασημί κεφάλι του κύκνου, τα μάτια και το ράμφος και το φτερωτό λαιμό…
    Η Σούκι μπορούσε να αισθανθεί το ωραίο αυτό σχήμα στην παλάμη του χεριού της. Θα τής ερχόταν κουτί στην παλάμη της, γι’ αυτό ήταν σίγουρη.
    «Σε πέντε λεπτά θα χτυπήσει το κουδούνι», είπε η δεσποινίς Κέλυ. «Τότε πρέπει να παραδώσετε τις ζωγραφιές σας και να βάλετε τα πράγματά σας στη θέση τους».
    Επειδή η Σούκι σκεφτόταν την ομπρέλα, μόλις και μετά βίας άκουσε τη δασκάλα. Αν είχα μια ομπρέλα σαν εκείνη που κρεμόταν στο γραφείο του κ. Μέινζ, ίσως ο Κολλητός να ’ρχόταν μαζί μου στο σχολείο κάτω απ’ αυτήν αντί να μένει στο σπίτι. Δεν τον πειράζει να βραχούν τα πόδια του… είναι η βροχή στα φτερά του, και μάλιστα στα λεπτά εκείνα φτερά που έχει στο κεφάλι και στο στήθος του, που τον κάνει να νιώθει τόσο άσχημα. Μια ομπρέλα θα μας προστάτευε και τους δύο από τη βροχή… τουλάχιστον στο κεφάλι.
    Η Σούκι παρέδωσε τη ζωγραφιά της και πήγε χοροπηδώντας στο επόμενο μάθημα.

4

Το κουδούνι χτύπησε στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς και όλα τ’ αγόρια και τα κορίτσια που γύρναγαν σπίτι τους για το μεσημεριανό φαγητό συνωστίζονταν για να πάρουν τα αδιάβροχά τους. Αν μπορεί να το διανοηθεί κανείς, τώρα έβρεχε δυνατότερα απ’ ό,τι έβρεχε στις εννιά το πρωί. Η Σούκι δεν συνωστίστηκε με τους άλλους. Πήγε με το πάσο της και με βήμα αργό πέρασε μπροστά από την πόρτα του γραφείου του κ. Μέινζ.
    Η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή και ο κ. Μέινζ δεν ήταν εκεί. Καθώς συνέχιζε την πορεία της για τα αποδυτήρια, η Σούκι αναρωτιόταν πού να ήταν. Φόρεσε το αδιάβροχο, την κουκούλα και τις γαλότσες της και σαν να την τραβούσε κάποιος μαγνήτης, ξαναγύρισε στην πόρτα του μικρού γραφείου του κ. Μέινζ.
    Πάντα μου χαμογελάει όταν με βλέπει, σκέφτηκε η Σούκι. Πάντα μου χαμογελάει και λέει, «Τι κάνει η μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν;»
    Αν ήταν εδώ αυτή τη στιγμή, είπε με το νου της η Σούκι, θα του έλεγα, «κ. Μέινζ, μπορώ, σας παρακαλώ, να δανειστώ την ομπρέλα σας;»
    Και εκείνος θα έλεγε, «Να δανειστείτε την ομπρέλα μου, δεσποινίς; Μα και βέβαια, και βέβαια!»
    Όμως ο κ. Μέινζ δεν ήταν εκεί και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει. Γιατί να μην τη δανειζόταν έτσι κι αλλιώς; Στο κάτω κάτω θα την ξανάφερνε αμέσως, μετά το φαγητό –μέσα σε μια ώρα.
    Δεν θα τον πειράξει αυτό τον κ. Μέινζ… Δεν θα τον πειράξει καθόλου… Θα θέλει να τη χρησιμοποιήσω… Κατά πάσα πιθανότητα την κρατάει εδώ για οποιονδήποτε τη χρειάζεται.
    Η Σούκι ξεκρέμασε την ομπρέλα απ’ το μπρούτζινο γάντζο της. Μα αυτή ήταν πανάλαφρη, σαν φτερό, και άνοιγε τόσο εύκολα όσο και το μενταγιόν της. Όσο για το ασημένιο κεφάλι του κύκνου στο χερούλι της, ήταν ακριβώς στα μέτρα της παλάμης της.  
    Μπορώ ακόμα και να βγω απ’ αυτή την πόρτα με την ομπρέλα ανοιχτή, είπε με το νου της. Και πάνω στην ώρα γιατί τώρα ρίχνει βροχή με το τουλούμι και πέφτει με δύναμη επάνω στα τσιμεντένια σκαλιά.
    Παρόλο που ήταν μεσημέρι, ένα δυo πελάτες ήταν ακόμα μες στο Κατάστημα Δώρων Γκόσο.  Η μαμά μιλούσε μαζί τους, έτσι η Σούκι έστησε την κόκκινη ομπρέλα απ’ την μέσα μεριά της πόρτας και έβγαλε τις γαλότσες της.
    «Το φαγητό σου είναι επάνω στο τραπέζι, Σούκι. Ο μπαμπάς έχει πάει στην Αγορά κι εγώ έχω δουλειά. Γι’ αυτό κοίτα να εξυπηρετηθείς μόνη σου, γλυκιά μου».
    «Εντάξει, μαμά», είπε η Σούκι, αλλά συλλογίστηκε με το νου της, η μαμά μου το παρακάνει να με φροντίζει.
    Η Σούκι ανέβηκε αργά τη σκάλα στο διαμέρισμα που έμεναν επάνω απ’ το μαγαζί του μπαμπά της. Η κουζίνα ήταν πεντακάθαρη κι επάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σερβίτσιο για κείνη.
    Το σάντουιτς με το φυστικοβούτυρο και τη μαρμελάδα δαμάσκηνο δεν είχε την ίδια ωραία γεύση που είχε συνήθως και η Σούκι κατάπιε το γάλα της με μεγάλες γουλιές. Τη μπανάνα με τις καφετιές βούλες που η μαμά είχε βάλει δίπλα στο πιάτο της δεν την ήθελε.
    Ο Κολλητός τής είχε χαλάσει αυτή την πολύ ενθουσιώδη βροχερή μέρα με το να αρνείται να εγκαταλείψει το κλαδί του στο καταφύγιο του Δέντρου του Παραδείσου έξω απ’ το παράθυρό της. Η Σούκι όμως αποφάσισε ότι θα του μιλούσε έτσι κι αλλιώς.
    Περπάτησε κατά μήκος του μακρόσυρτου διαδρόμου που οδηγούσε στο δωμάτιό της. Η βροχή είχε κάνει την κάσα του παράθυρου να φουσκώσει και ήταν αναγκασμένη να το τραβήξει και να το σηκώσει με όλη της τη δύναμη.
    «Εκεί είσαι, Κολλητέ;» του φώναξε.
    Δεν πήρε απάντηση. Ακούστηκε μόνο το κλακ, κλακ, κλακ που μισούσε.
    «Επειδή εμένα μου αρέσει που βρέχει δεν είναι απαραίτητο εσύ να γίνεις αγενής», είπε η Σούκι. «Σταμάτα να κάνεις αυτό το ‘κλακ’ και μίλησέ μου».
Ποτέ πριν δεν είχε ξεστομίσει ούτε μία θυμωμένη λέξη στο Αόρατο Παγώνι. Εκείνο μαζεύτηκε αποκαρδιωμένο κάτω απ’ το κλαδί με το πλουσιότερο φύλλωμα. Φαινόταν σαν να υπήρχε μια τεράστια απόσταση μεταξύ τους… μια απόσταση γεμάτη από χρώμα γκρί και το τσιρ-τσιρ της βροχής, αλλά τελικά είπε, «Πραγματικά λυπάμαι πολύ, Σούκι, αλλά δεν νιώθω καλά σήμερα. Με πονάει ο λαιμός μου όταν μιλάω».
    «Α, κρίμα», είπε η Σούκι. Ο τόνος της φωνής της είχε περισσότερη απογοήτευση παρά συμπόνια. Μισούσε να βλέπει κάποιον να ’ναι άρρωστος. Ήταν μεγάλη αναποδιά.
    «Κολλητέ, έχω πολλά να σου πω, αλλά θα περιμένω ως το βράδυ».
    Χωρίς να πει «αντίο» ή «ελπίζω να νιώσεις καλύτερα», χωρίς να προσθέσει ούτε μία λέξη, έκλεισε το παράθυρο.
    Όταν ξανακατέβηκε κάτω, φόρεσε το αδιάβροχό της και πήγε στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού όπου είχε αφήσει τις γαλότσες και την κόκκινη ομπρέλα. Οι γαλότσες ήταν εκεί, αλλά η ομπρέλα έλειπε!
    Η Σούκι νόμισε ότι θα την έπνιγε ο πανικός. Κι αν την πήρε κάποιος πελάτης κατά λάθος;… Πολλοί είχαν μπει στο μαγαζί, ίσως για να γλιτώσουν από τη βροχή… Η μαμά δεν θα θέλει να τη διακόψω την ώρα που τους εξυπηρετεί… Και δεν θα πρέπει να ξέρει για την ομπρέλα έτσι κι αλλιώς… Τι μπορώ να κάνω;
    «Έβαλα την ομπρέλα στη μπανιέρα, Σούκι», είπε η μαμά χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της. «Έτρεχε νερά και γέμιζε τον τόπο».
    Τώρα πώς ήξερε ότι έψαχνα για την ομπρέλα; σκέφτηκε ήσυχα η Σούκι με το μυαλό της.
    «Πού τη βρήκες;» ρώτησε η μαμά. Αλλά και πάλι δεν γύρισε προς το μέρος της. Η Σούκι χάρηκε γι’ αυτό. Και της ήταν ευκολότερο ν’ απαντήσει, «Α, μου τη δάνεισε ένας φίλος».
    Γρήγορα μάζεψε τις γαλότσες και την ομπρέλα και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σχολείο ‘Λουίζα Μέι Άλκοτ’.
    Αυτή τη φορά, όταν πέρασε μπρος απ’ του Ρίγκ, ο φούρναρης φώναξε, «Φαίνεται πως η βροχή μάς κάνει κορωνέικη επίσκεψη, Σούκι».
    Νομίζω ότι θέλει να πεί πως η βροχή θα διαρκέσει κι άλλο, σκέφτηκε η Σούκι. «Το ελπίζω», του απάντησε.
    Ελπίζω να διαρκέσει πάρα πολύ, αλλά αν γίνει έτσι, ο Κολλητός μπορεί να μην ξαναπερπατήσει ποτέ μαζί μου… Μου λείπει… Χωρίς αυτόν τίποτε δεν είναι το ίδιο όπως πριν… Αναρωτιέμαι τι θα πει για την ομπρέλα… Τι μπορεί να κάνει κανείς μ’ ένα άρρωστο παγώνι;
    Να ο Μπουτς. Αυτός θα ξέρει.
    Ο Μπουτς χαιρέτησε τη Σούκι καθώς εκείνη βάδιζε προς το μέρος του. Της κράτησε ακόμα και την πόρτα για να περάσει πρώτη. Δυο μήνες πριν δεν θα είχε κάνει κάτι τέτοιο. Την τρομοκρατούσε, τη φώναζε ‘Σκιστομάτα’ επειδή ήταν γιαπωνεζοαμερικάνα και της πατούσε τα καθαρά αθλητικά της παπούτσια. Αυτά όμως συνέβαιναν πριν από το ατύχημα –πριν πέσει επάνω του ο τοίχος με τα τούβλα. Θα μπορούσε να είχε θαφτεί ζωντανός, αν δεν τον είχε σώσει η Σούκι. Τώρα ήταν φίλοι, παρόλο που ο Μπουτς πήγαινε μια τάξη παραπάνω.
    «Κάνε γρήγορα, Σούκι. Πραγματικά βρέχει με το τουλούμι!» Ο Μπουτς έκλεισε την πόρτα μ’ ένα χτύπημα.
    Η Σούκι χαμήλωσε την κόκκινη ομπρέλα και την έκλεισε. Άφηνε πίσω τους μια κορδέλα νερού καθώς πήγαιναν στ’ αποδυτήρια του υπογείου.
    «Μπουτς, Μπορείς να γιατρέψεις ένα άρρωστο παγώνι; Ο Κολλητός δεν αισθάνεται καλά σήμερα».
    «Τι ανόητη ερώτηση!», είπε ο Μπουτς και γέλασε. «Ποιος άνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ξέρει την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση;»
    Η Σούκι ήξερε ότι ο Μπουτς είχε τις αμφιβολίες του για τον Κολλητό επειδή δεν μπορούσε να τον δει ή να του μιλήσει όπως έκανε εκείνη. Αλλά δεν την κορόιδευε πια που είχε έναν αόρατο φίλο.
    «Ο Κολλητός λέει πως μερικά παγώνια πεθαίνουν όταν βρέχονται».
    «Μη φοβάσαι, Σούκι. Τα αόρατα παγώνια δεν πεθαίνουν».
    Όπως ο Μπουτς έκλεισε με φόρα την πόρτα της ντουλάπας του αποδυτήριου κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά δύο δύο, Η Σούκι σκέφτηκε με το νου της, Μου μιλάει σαν να ’μουνα μικρό παιδί.
    Για δεύτερη φορά μες στην ημέρα κρέμασε το αδιάβροχό της κι έβγαλε τις γαλότσες της. Ας περιμένω μέχρι αύριο να επιστρέψω την ομπρέλα στον κ. Μέινζ. Δεν θα τον πειράξει να την πάρω σπίτι μου το βράδυ και μέχρι αύριο το πρωί μπορεί να έχει σταματήσει η βροχή.
    Έμεινε εκεί για ένα ολόκληρο λεπτό προσπαθώντας ν’ αποφασίσει κι έπειτα, όταν πια είχε πλήρως πείσει τον εαυτό της, έστησε την ομπρέλα στη γωνία του ντουλαπιού της κι έκλεισε την πόρτα απαλά.
    Αυτή τη φορά πέρασε έξω από το γραφειάκι του κ. Μέινζ χωρίς να κοιτάξει μέσα, γιατί με την άκρη του ματιού της είδε ότι εκείνος ήταν εκεί. Μάλιστα, βιάστηκε και λιγάκι. Είχε την πλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα. Δεν την είδε. Περίεργο! Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και γρήγορα.
    Όταν ξαναπεράσω απο ’δω μετά τα μαθήματα, θα σταματήσω και θα μιλήσω στον κ. Μέινζ, σκέφτηκε η Σούκι. Θα του πω, «Δεν ήσασταν εδώ την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και έβρεχε καρεκλοπόδαρα, οπότε δανείστηκα την ομπρέλα σας, κ. Μέινζ. Ελπίζω να μη σας πείραξε». Κι εκείνος θα έλεγε, «Όποτε θέλετε, μικρή δεσποινίς –μπορείτε να τη δανείζεστε όποτε τη χρειάζεστε».
    Σίγουρα θα τα έλεγε αυτά. Γιατί λοιπόν η καρδιά της χτυπούσε δυνατά; Ούτε που θα το σκεφτόταν κανείς ότι δεν την είχε δικαιωματικά αυτή την ομπρέλα. Ο Μπουτς δεν την είχε καν ρωτήσει γι’ αυτήν. Και ο κ. Μέινζ ήτανε τόσο απασχολημένος που δεν το είχε προσέξει ότι έλειπε. Εξάλλου θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ παλιά. Έσταζε κιόλας λίγο εκεί που οι ασημένιες μπανέλες είχανε φάει το μεταξωτό ύφασμα απ’ το τέντωμα. Και ήταν και ξεθωριασμένη. Το φως τη διαπερνούσε. Όχι, τον κ. Μέινζ δεν θα τον ένοιαζε που εκείνη χρησιμοποιούσε την παλιά του ομπρέλα.
    Ωστόσο, το απόγευμα ήταν ατέλειωτο. Οι ώρες των μαθημάτων κρατούσαν κουραστικά πολύ. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Συνήθως η Σούκι διασκέδαζε στα διαλείμματα, αλλά αυτή την ημέρα, αυτή τη βροχερή ημέρα, κανείς δεν μπορούσε να βγει έξω. Όλοι πήγαν στο γυμναστήριο για να παίξουν παιχνίδια! Εκείνη δεν ήθελε να παίξει τίποτε.
    Αν μπορούσα τουλάχιστον να κουβεντιάσω ήρεμα με τον Κολλητό αντί να είμαι μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία! Αυτά τα παιδιά στρίγγλιζαν σαν Ινδιάνοι! Κι αυτή η δασκάλα, γιατί δεν σταματάει να σφυρίζει με τη σφυρίχτρα;
    Επιτέλους το διάλειμμα τέλειωσε και οι μαθητές μπήκαν στη σειρά για να επιστρέψουν στις τάξεις τους.
    Καθώς έφευγαν απ’ το γυμναστήριο, νάσου ο κ. Μέινζ στο χολ. Κoίταζε τη Σούκι στα μάτια κι εκείνη περίμενε ότι θα προσπαθούσε να τη σταματήσει όταν πέρναγε. Αντίθετα όμως της χαμογέλασε και είπε, «Και πώς είναι σήμερα η μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν;»
    «Θαυμάσια, κ. Μέινζ,», είπε η Σούκι και του χαμογέλασε κι εκείνη.
    Είναι όπως ήταν πάντα, είπε με το νου της η Σούκι. Δεν τον πειράζει που κρέμασα εκείνη την παλιά ομπρέλα στο ντουλάπι μου των αποδυτηρίων –δεν τον πειράζει καθόλου.
    Θα έπρεπε να ένιωθε καλύτερα μετά απ’ αυτό, αλλά δεν ένιωθε.
    Στις τρεισήμιση, όταν χτύπησε το τελευταίο κουδούνι, η Σούκι αναπήδησε. Το περίμενε ώρα τώρα, αλλά ξαφνιάστηκε όταν το άκουσε. Τι παράξενη, μπερδεμένη και γεμάτη λάσπες μέρα ήταν αυτή. Τώρα ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρει τέσσερα βιβλία μαζί της στο σπίτι για διάβασμα επειδή δεν είχε διαβάσει στο σχολείο την ώρα της μελέτης. Και θα γίνονταν όλα μούσκεμα. Της Σούκι δεν της άρεσε καθόλου να τής βρέχονται τα βιβλία και τα χαρτιά. Αλλά και γιατί να βρέχονταν;
    Αυτό είναι το ερώτημα που της πέρασε απ’ το μυαλό καθώς ξαναπέρασε από το γραφείο του κ. Μέινζ. Εκείνος δεν ήταν εκεί. Η πόρτα με την επιγραφή «ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ» ήταν ανοιχτή. Αλλά ο κ. Μέινζ έλειπε.
    Αν ήταν εκεί, η Σούκι –ήταν σίγουρη γι’ αυτό– θα έμπαινε μέσα και θα του έλεγε, «κ. Μέινζ, έχω να κάνω όλο αυτό το διάβασμα στο σπίτι και ξέρετε ότι βρέχει καρεκλοπόδαρα. Μπορώ, σας παρακαλώ, να χρησιμοποιήσω την ομπρέλα σας για να προστατέψω τα βιβλία μου από τη βροχή;»
    Εκείνος θα κοίταζε πάνω απ’ τα γυαλιά του, θα έκανε ένα καταφατικό νόημα και θα ’λεγε: «Και βέβαια, μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν, ευχαρίστως να χρησιμοποιήσετε την ομπρέλα μου –όποτε θέλετε!»
    Επειδή η Σούκι ήταν βέβαιη ότι αυτό θα έλεγε, σύντομα κίνησε για το σπίτι κρατώντας ξένοιαστα την κόκκινη ομπρέλα πάνω απ’ το κεφάλι της.

5

Κατά τις οκτώμιση το βράδυ της Τετάρτης η βροχή είχε γίνει ομίχλη, μια ομίχλη τόσο λεπτή που έμοιαζε να δημιουργεί χρωματιστά δαχτυλίδια γύρω απ’ τα φώτα των δρόμων και να μεταλλάσσεται σε σύννεφα-φαντάσματα κατά μήκος της αυλής πίσω απ’ το Kατάστημα Δώρων Γκόσο.
    Από το παράθυρό της η Σούκι δεν μπορούσε να δει ούτε τον ψηλό πίσω φράχτη ούτε το μικρό κοντόχοντρο πευκάκι. Το μονοπάτι με τα άσπρα βότσαλα χανόταν σε μια μυστηριώδη θολούρα κι όταν η Σούκι έσκυψε απ’ το παράθυρο, μια ομίχλη που ’χε την αφή φτερών γαργάλησε τη μύτη, τα χέρια και τα μπράτσα της. Σίγουρα τον Κολλητό δεν θα τον πείραζε η ομίχλη, σκέφτηκε.
    «Καλησπέρα, Σούκι».
    «Α, Κολλητέ, χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι εδώ! Αισθάνεσαι λίγο καλύτερα;»
    «Ναι, καλή μου –μόλις κόπασε η βροχή, η υγεία μου άρχισε να καλυτερεύει».
    Τότε το Αόρατο Παγώνι τέντωσε το μακρύ φιδίσιο λαιμό του και βγήκε απ’ την τέντα των πράσινων φύλλων όπου είχε βρει καταφύγιο.
    «Έφαγες;» ρώτησε η Σούκι.
    «Ναι, Σούκι, υπήρχαν άφθονα σκουλήκια και μπορώ να πω ότι κατέβαιναν και εύκολα κάτω».
    «Τα σκουλήκια δεν σου γρατζουνίζουν το λαιμό όπως γίνεται με το καλαμπόκι και τα βότσαλα, δεν είν’ έτσι;»
    «Ευτυχώς, δεν τον γρατζουνίζουν».
    «Κάτι άλλο που είναι σημαντικό είναι να έχεις ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθείς, Κολλητέ. Γι’ αυτό απόψε πρέπει  να ’ρθεις να μείνεις μέσα μαζί μου».
    Όταν το Αόρατο Παγώνι δίστασε γι’ αυτό, η Σούκι είπε, «Δεν θέλεις να έρθεις μέσα μαζί μου; Δεν με πεθύμησες σήμερα; Εγώ σε πεθύμησα. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο».
    Καθώς ο Κολλητός άφηνε το κλαδί του όμορφου Δέντρου του Παραδείσου για ν’ ανέβει στο πρεβάζι του παράθυρου, κάπου στη μεγάλη λίμνη μούγκρισε μια προειδοποιητική σειρήνα για την ομίχλη.
    «Είσαι πολύ γενναιόδωρη που μοιράζεσαι το δωμάτιό σου μαζί μου, Σούκι», είπε όταν μπήκε μέσα. «Αυτή θα ’ναι η πρώτη φορά που κοιμάμαι κάτω από στέγη από τότε που έφυγα απ’ το ζωολογικό κήπο».
    Η Σούκι έκλεισε το παράθυρο γιατί είχε υγρασία.
    «Και τώρα κάνε σαν στο σπίτι σου», είπε, ενώ η ίδια χωνόταν στο κρεβάτι της. Μετά το φαΐ, είχε βοηθήσει στο ξεσήκωμα των πιάτων, είχε τελειώσει βιαστικά το διάβασμά της, είχε βγάλει τα ρούχα της, πλύνει τα δόντια της, βουρτσίσει τα μαλλιά της και πει την προσευχή της –όλα μέσα σε μία μόνο ώρα!
    «Μέχρι που μυρίζει και στεγνά εδώ μέσα», είπε το Παγώνι. «Είναι μήπως αυτή η μυρωδιά… μια απαλή μυρωδιά από γιασεμί;»
    «Α, ναι, αυτό είναι το καινούργιο αρωματικό ταλκ που μού έστειλε η γιαγιά μου απ’ την Καλιφόρνια». Η Σούκι τακτοποίησε τα χοντρά μαξιλάρια στο κεφάλι του κρεβατιού και ξάπλωσε επάνω τους αναστενάζοντας, «Πω, πω! τι μέρα ήταν κι αυτή!» Έσβησε το φως που ήταν δίπλα της και είπε, «Ας μιλήσουμε στα σκοτεινά, Κολλητέ. Θέλεις;»
    «Ναι, ας μιλήσουμε στα σκοτεινά», είπε το Παγώνι. Φυσικά, αυτό το δωμάτιο εμένα μού φαίνεται παράξενο, κάτι που με κάνει λίγο νευρικό. Έτσι, μην ανησυχείς που θα γυρίζω γύρω γύρω για λίγο μέχρι να βρω μια μεριά να κουρνιάσω».
    «Μπορείς να βλέπεις στο σκοτάδι όπως λένε ότι βλέπουν οι γάτες;» ρώτησε η Σούκι.
    «Όχι, Σούκι, τα παγώνια δεν βλέπουν καλά τη νύχτα. Αλλά υπάρχει κάτι στο οποίο μοιάζουμε με τις γάτες».
    «Τι;»
    «Και οι γάτες προφητεύουν τον καιρό, όπως κι εμείς. Άκου τι λέει αυτή η παλιά ιταλική παροιμία»:
    Αν η γάτα πλένει το πρόσωπό της πάνω απ’ τ’ αυτί,
    αυτό είναι σημάδι ότι θα ’χει καλό καιρό.
«Στην Ολλανδία πάλι λένε κάτι άλλο»:
    Θα βρέξει, αν οι γάτες κάθονται
    με την πλάτη γυρισμένη στη φωτιά.
    Η Σούκι δεν σταμάταγε το χαχανητό. «Συνέχισε, Κολλητέ –σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες μου κι άλλα».
    «Αυτό το ξέρεις;»
    Μια μύγα στη μύτη σου,
    τη χτυπάς και φεύγει.
    Αν ξαναγυρίσει,
    θα φέρει δυνατή βροχή.
    Η Σούκι χτύπησε παλαμάκια με τα χέρια της. «Κι άλλα! Πες μου κι άλλα!»
    «Για να δω», είπε το Παγώνι. «Τι θα ’λεγες για ένα τραγούδι της βροχής;»
    Βρέχει
    και πλημμυρίζει
    –ο γέρος ροχαλίζει–
    Χτύπησε το κεφάλι του
    πηγαίνοντας στο κρεβάτι του
    και δεν μπορούσε το πρωί
    να σηκωθεί.
    Βροχή, βροχή, φύγε βροχή
    κι έλα ξανά μια άλλη φορά.
    Η Σούκι επανέλαβε τον τελευταίο στίχο πολλές φορές μέχρι που θυμήθηκε κάτι: Μα εγώ δεν θέλω να φύγει η βροχή! Ξάφνου, ακούστηκε ένα

Φ-Ρ-Ο-Υ-Σ-Σ-Σ-Τ-Φ-Σ-Σ-Σ-Ι-Τ-Μ-Π-Α-Μ.

    «Τι ήταν αυτό;» είπε ψιθυριστά το Παγώνι τρομαγμένο.
    Η Σούκι άναψε το φως. «Α, ξέρεις, θα ’ταν απλά εκείνη η παλιά ομπρέλα».
    «Ομπρέλα; Αν ήξερα ότι είχες ομπρέλα, θα ερχόμουν στο σχολείο μαζί σου σήμερα, Σούκι».
    «Καλά, αν εξακολουθεί να βρέχει, μπορείς να έρθεις αύριο. Γι’ αυτό την έφερα σπίτι».
    «Είναι μια εξαιρετικά ασυνήθιστη ομπρέλα», είπε το Παγώνι περιεργαζόμενο από κοντά το ασημένιο χερούλι της. «Δεν θα ’πρεπε να την ανοίξεις να στεγνώσει;»
    Η Σούκι πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και άνοιξε την κόκκινη ομπρέλα. Την κράτησε πάνω απ’ το κεφάλι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
    «Όλοι πρέπει να ’χουν μια ομπρέλα, δεν νομίζεις, Κολλητέ; Γιατί δεν ξέρει κανείς πότε θα βρέξει».
    «Ακριβώς», είπε το Παγώνι. Ήταν η πρώτη φορά σε δύο μέρες που χρησιμοποιούσε την αγαπημένη του λέξη –σίγουρο σημάδι ότι ένιωθε καλύτερα. «Πραγματικά, Σούκι, νομίζω ότι τη σήμερον ημέρα η αξία της ομπρέλας δεν αναγνωρίζεται».
    Εκείνη ήξερε ότι επρόκειτο να έχουν μια καλή συζήτηση. Έτσι, έβαλε την ομπρέλα σε μια γωνιά και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι της. «Πραγματικά, δεν βλέπεις να κυκλοφορούν πολλές ομπρέλες», είπε η Σούκι.
    «Όχι. Οι γυναίκες φορούν εκείνα τα κακόγουστα πλαστικά που δένουν κάτω απ’ το σαγώνι τους και οι άντρες δεν φορούν καπέλο. Δεν είναι λοιπόν ν’ απορείς που σχεδόν όλοι υποφέρουν από ιγμορίτιδα». Το Αόρατο Παγώνι έβηξε.
    «Ποιος νομίζεις ότι έφτιαξε μια τέτοια αστεία λέξη σαν τη λέξη ομπρέλα;»
    «Δεν ξέρω, Σούκι, αλλά η λέξη που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχεται από μια λατινική λέξη, ‘ούμπρα’, που θα πει ‘μικρή σκιά’».
    «Α, αυτό μ’ αρέσει», είπε η Σούκι. «Είσαι το σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, Κολλητέ. Ξέρεις τα πάντα για τα πάντα!»
    «Όχι τα πάντα», είπε το Αόρατο Παγώνι. «Θα υπάρχουν πάντα πολλά άλλα να μάθει κανείς. Όπως σου είπα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, είμαι σοφός επειδή είμαι μεγάλος στην ηλικία».
    Για ένα δυο λεπτά έγινε σιωπή στο δωμάτιο. Έπειτα η Σούκι είπε, «Προφανώς θα ξέρεις κι ότι η ομπρέλα δεν είναι δική μου».
    «Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν την έχω ξαναδεί ποτέ μου, Σούκι. Τίνος είναι;»
    Η Σούκι έστρεψε το βλέμμα της έξω απ’ το παράθυρο. «Είναι του κ. Μέινζ που είναι ο επιστάτης του σχολείου».
    «Του ανθρώπου που σου χαμογελά και σε φωνάζει ‘η μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν’;»
    «Ναι, αυτουνού».
    «Είναι αρκετά μεγάλης αξίας, υποθέτω», είπε το Παγώνι. «Θα πρέπει να είναι πολύ ευγενής που σ’ αφήνει να τη χρησιμοποιείς».
    Η Σούκι κατσούφιασε. «Δεν είναι ακριβώς έτσι, ότι δηλαδή μου επέτρεψε να τη χρησιμοποιήσω».
    Η Σούκι πολύ θα ήθελε να έλεγε κάτι το Αόρατο Παγώνι, αντί να περιμένει απ’ αυτήν να συνεχίσει. Αλλά εκείνο δεν το έκανε.
    «Αν νομίζεις ότι την έκλεψα αυτή την παλιά ομπρέλα, κάνεις λάθος. Δεν την έκλεψα!»
    «Σου δίνω το λόγο μου ότι ποτέ δεν μού πέρασε τέτοια σκέψη απ’ το μυαλό», είπε ο Κολλητός. «Αλλά μοιάζει σαν να προσπαθείς να πείσεις η ίδια τον εαυτό σου γι’ αυτό. Πώς έγινε και ήρθε στα χέρια σου η ομπρέλα του κ. Μέινζ;»
    Η Σούκι μετακίνησε τα μαξιλάρια. «Δεν την έκλεψα. Τη δανείστηκα».
    «Χωρίς να το πεις στον κ. Μέινζ;»
    «Θα του το είχα πει, αλλά δεν ήταν στο γραφείο του εκείνη τη στιγμή».
    «Δεν θα μπορούσες να άφηνες ένα σημείωμα, Σούκι;»
    «Αυτό δεν το σκέφτηκα. Ειλικρινά δεν το σκέφτηκα».
    Η Σούκι ήξερε ότι ο Κολλητός την πίστευε. Θα την πίστευε όμως και ο κ. Μέινζ; Κι αν ο κ. Μέινζ νόμιζε ότι την είχε κλέψει την ομπρέλα; Μπορεί να το έλεγε στους δασκάλους της και στη μαμά και στο μπαμπά και στο Μπουτς. Αυτό θα ήταν φρικτό. Θα έπρεπε να εξαφανιστεί. Κανείς δεν θέλει να ’χει κλέφτες κοντά του.
    «Αλλά εγώ δεν είμαι κλέφτρα», είπε δυνατά. «Ό,τι και να σκέφτεται ο κ. Μέινζ για μένα, δεν είμαι κλέφτρα. Σκοπεύω να του επιστρέψω την ομπρέλα αύριο το πρωί κιόλας –το πρώτο πράγμα που θα κάνω. Απλά τη δανείστηκα. Αυτό είν’ όλο».
    Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι μόλις λίγες ώρες πριν ένιωθε περήφανη να γυρνάει σπίτι της μες στη βροχή κρατώντας την κόκκινη ομπρέλα που την προστάτευε. Τώρα όμως ευχόταν να μην την είχε δει ποτέ της και να μην είχε ποτέ αγγίξει τον καμπυλωτό λαιμό του κύκνου. Ήταν πραγματικά σαν μια «ούμπρα», σαν μια σκιά, αλλά μια σκιά τόσο βαριά που της πλάκωνε το στήθος. Πώς γίνεται κι η παλιά αυτή ομπρέλα την έκανε να νιώθει ότι θέλει να κλάψει;
    «Είμαι σίγουρος ότι ο κ. Μέινζ θα σε πιστέψει, Σούκι», είπε το Παγώνι. «Αν του πεις ότι ήθελες να δανειστείς την ομπρέλα γι’ απόψε το βράδυ και όχι να την κρατήσεις, θα σε πιστέψει. Αλλά, βέβαια, αν είναι σαν τους περισσότερους ανθρώπους, δεν θα του αρέσει που τη δανείστηκες χωρίς να τον ρωτήσεις».
    Υπήρχε καλοσύνη στον τόνο της φωνής του Κολλητού, παρόλο που μιλούσε πάρα πολύ σοβαρά. «Θυμάσαι τις προάλλες που ο Μπουτς δανείστηκε το δικό σου μίνι ανεμόπλανο; Δεν το είχε κλέψει, δεν είν’ έτσι;»
    «Όχι, το ξανάφερε, αλλά το είχε σπάσει».
    «Ναι, Σούκι, το έσπασε και μάλιστα δεν πίστευε ότι αυτό είχε μεγάλη σημασία γιατί είπε ότι θα σου έφτιαχνε ένα άλλο ακριβώς σαν κι εκείνο».
    «Δεν μπορούσε, όμως, Κολλητέ, γιατί εκείνο το είχε φτιάξει ο μπαμπάς».
    «Ακριβώς. Εκείνο το ανεμόπλανο δεν μπορεί ποτέ να αντικατασταθεί εξαιτίας της σημασίας που είχε για σένα –μόνο για σένα. Για το Μπουτς είναι ίδιο σαν όλα τ’ άλλα που έχει φτιάξει. Και θα στο αντικαταστήσει, αλλά δεν θα είναι το ίδιο πράγμα, δεν είν’ έτσι, Σούκι;»
    «Πραγματικά. Εκείνο το είχε φτιάξει ο μπαμπάς και με είχε αφήσει να κολλήσω εγώ την ουρά».
    «Βλέπεις λοιπόν; Το να έχει κανείς κάτι δικό του μπορεί να είναι σημαντικό για λόγους που μόνο ο ιδιοκτήτης καταλαβαίνει. Αυτός είναι και ο λόγος που εσύ κι εγώ πρέπει να σεβόμαστε την ιδιοκτησία των άλλων».
    «Αλλά εγώ δεν την έσπασα την ομπρέλα».
    «Σωστά, Σούκι, αλλά θα μπορούσε κάποιος να την είχε πάρει απ’ το μαγαζί ή να τη γυρίσει ανάποδα ο αέρας. Μερικές φορές, όταν δανειζόμαστε, δανειζόμαστε προβλήματα».
    «Πραγματικά, αυτό θα ήταν πρόβλημα», είπε η Σούκι καθώς έφερε στη μνήμη της εκείνα τα γεμάτα αγωνία λεπτά που είχε περάσει το μεσημέρι όταν η μαμά είχε βάλει την ομπρέλα αλλού, κάτι που εκείνη δεν ήξερε. «Θα την επιστρέψω στον κ. Μέινζ το πρωί πριν αρχίσει το σχολείο».
    Ο Κολλητός χαμογέλασε. «Κι εγώ θα έρθω μαζί σου».

6

Το ρολόι με το γαλάζιο πλαίσιο, τη φωτεινή όψη και το χαρωπό τικ τακ είπε στη Σούκι ότι η ώρα ήταν οκτώμιση κι εκείνη διέσχισε το Κατάστημα Δώρων Γκόσο στις μύτες των ποδιών της. Έλπιζε ότι η μαμά κι ο μπαμπάς θα εξακολουθούσαν να μιλούν για τον καιρό και δεν θα πρόσεχαν πως έφευγε για το σχολείο νωρίτερα απ’ το κανονικό.
    «Νόμιζα ότι η βροχή σταμάτησε όταν πήγαμε για ύπνο χτες το βράδυ», είπε η μαμά, «αλλά κοίτα τι γίνεται τώρα».
    «Η εφημερίδα λέει ότι θα σταματήσει το απόγευμα», είπε ο μπαμπάς γυρίζοντας στη σελίδα των σπορ της εφημερίδας ‘Το Βήμα’».
    «Εγώ λέω πότε να σταματήσει!» είπε η μαμά ενώ ξεπακετάριζε ένα κασόνι με κουδουνάκια από κείνα που χτυπούν με το θρόισμα του αέρα. «Το μαγαζί έχει τέτοια υγρασία –ούτε σπηλιά!»
    Από την εξώπορτα η Σούκι φώναξε ‘μπάι-μπάι’, αλλά το είπε σιγανά. Να γινόταν το κουδουνάκι της πόρτας να ξέχναγε να χτυπήσει! Ωστόσο, η μαμά κι ο μπαμπάς δεν την καλοπρόσεξαν, αν και η μαμά έγνεψε με το χέρι της.
    Η Σούκι άνοιξε την ομπρέλα και είπε, «Έλα κοντά μου, Κολλητέ, γιατί, όπως βλέπεις, αυτή η παλιά ομπρέλα δεν είναι αρκετά μεγάλη».
    Αν δεν παίζω στο δρόμο, δεν μου παίρνει ούτε δέκα λεπτά να πάω στο σχολείο με τα πόδια, είπε με το νου της η Σούκι. Τώρα ο κ. Μέινζ θα είναι σίγουρα στο γραφείο του. Έβαλε το αδιάβροχο και τις γαλότσες της στο ντουλαπάκι όπως ακριβώς είχε κάνει και χτες.
    «Θα γυρίσω στις δώδεκα, Κολλητέ. Να με περιμένεις εδώ».
    «Εντάξει», είπε το Αόρατο Παγώνι. «Ξέρω ότι ο κ. Μέινζ θα καταλάβει για την ομπρέλα, αν του πεις την αλήθεια».
    Και γιατί δεν θα του ’λεγα την αλήθεια; σκέφτηκε η Σούκι καθώς προχωρούσε βιαστικά στο διάδρομο.
    Να, το γραφείο του κ. Μέινζ και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ξάφνου, ένιωσε τα πόδια της ασήκωτα, λες και ήταν από ατσάλι.
    Όταν έκανε τα τέσσερα τελευταία βήματα προς την πόρτα ήταν τόσο κουρασμένη που θα σωριαζόταν κάτω. Έπειτα, κοίταξε μέσα στο μικρό δωματιάκι. Το συρταρωτό τραπεζάκι ήταν κλεισμένο σφιχτά, η καρέκλα ήτανε στη θέση της, τα ράφια ξεσκονισμένα και τακτοποιημένα, οι σκουπιδοτενεκέδες αδειασμένοι και ο καλόγερος να περιμένει…
    Δεν είν’ εδώ, είπε μέσα της η Σούκι. Δεν χρειάζεται να του πω τίποτε. Μπορώ απλά να κρεμάσω την ομπρέλα στο γάντζο. Ο κ. Μέινζ μπορεί να μην πρόσεξε καν ότι έλειπε. Αν δεν το πρόσεξε, δεν είναι ανάγκη να του πω ότι την είχα πάρει εγώ. Κανείς δεν θα το ξέρει αυτό. Το σημαντικό είναι να την ξαναβάλω στη θέση της. Αυτό είναι που μετράει.
    Η Σούκι κρέμασε την κόκκινη ομπρέλα στο μπρούτζινο γάντζο απ’ όπου την είχε πάρει.
    Έξω απ’ την τάξη της η Σούκι είδε μια ομάδα από αγόρια και κορίτσια που διάβαζαν ένα τοιχοκολλημένο χαρτί στον πίνακα των ανακοινώσεων. Ο Μπουτς ήταν εκεί κι όταν την είδε να πλησιάζει, της φώναξε, «Σούκι, έλα να δεις».
    «Τι;»
    «Λείπει η ομπρέλα του γερο-Μέινζ».
    Η Σούκι παραλίγο να πει, «Μη μου πεις, δεν το πιστεύω», αλλά κρατήθηκε.
    «Η δεσποινίς Κέλυ έχει βάλει μια ανακοίνωση», είπε ο Μπουτς και γύρισε να της τη διαβάσει. Θα μπορούσε να τη διαβάσει και μόνη της. Καλά, άσ’ τον να κάνει τον ξερόλα».
    Ο Μπουτς μιμήθηκε τη φωνή της δεσποινίδας Κέλυς καθώς διάβασε:

«ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ

    Παρακαλείται το πρόσωπο που πήρε την ομπρέλα από το γραφείο του επιστάτη να την επιστρέψει. Δεν θα του ζητηθούν εξηγήσεις, αλλά πρέπει να επιστραφεί αμέσως.
(υπογραφή) Δεσποινίς Κέλυ, Αίθουσα 203».

    Και όλοι γέλασαν. Όλοι εκτός από τη Σούκι.
    «Σου το ’χα πει ότι κάποιος θα ’κλεβε κάτι απ’ την τρύπα του γερο-Μέινζ, αν εξακολουθούσε ν’ αφήνει την πόρτα ανοιχτή», είπε ο Μπουτς.
    «Γιατί τον λες ‘γερο-Μέινζ’; Είναι τόσο ευγενικός».
    «Τι σχέση έχει αυτό με την ηλικία του, Σούκι; Είναι πραγματικά γέρος, γέρος σαν το Τζώρτζ Γουάσινγκτον», είπε ο Μπουτς και μετά την τσίγκλησε με τη στοίβα των βιβλίων του σε μια φιλική κίνηση. «Τι σ’ έχει πιάσει, Σούκι; Σου έχει χαλάσει τη διάθεση η βροχή;»
    «Πολύ θα ήθελες να ξέρεις!» είπε η Σούκι και πήγε στο θρανίο της.
    Το αργοπορημένο κουδούνι χτύπησε κι όλοι κάθησαν κάτω. Η δεσποινίς Κέλυ πήρε παρουσίες και μετά είπε, «Σούκι, έρχεσαι εδώ;»
    Της Σούκι πάντα τής άρεσε να βοηθάει τη δεσποινίδα Κέλυ, αλλά σήμερα θα προτιμούσε να είχε φωνάξει κάποιον άλλο.
    «Αυτές οι ιχνογραφίες έχουν βαθμολογηθεί. Τις μοιράζεις σε παρακαλώ στους συμμαθητές σου;»
    «Μάλιστα, δεσποινίς Κελυ».
    «Ευχαριστώ, Σούκι».
    Η Σούκι πήγαινε πάνω κάτω στις σειρές των θρανίων διαβάζοντας τα ονόματα των συμμαθητών της: Μπεθ, Βίβιαν, Πολ, Μαίρη, Κέβιν, Τόι, Ρωξάνη, Σκοτ, Άιρις, Κλωντέτ, Ράντι, Μαίρη Κέι, Τζορτζ, Γιουτζίν, Δάφνη, Έντουαρντ, Ρίβα, Γουέρνερ, Αλφρέντο, Τζούντι (η Τζούντι Ματσουόκα ήταν απ’ το κυριακό σχολείο της), Ντενίζ και Κεν.
    Η δική της ιχνογραφία ήταν εικοστή τρίτη. Την κρατούσε τελευταία ενώ μοίραζε τις υπόλοιπες στους άλλους. Καθώς η Σούκι κάθησε στο θρανίο της, την ξανακοίταξε. Είχε ξεχάσει τι είχε ζωγραφίσει. Και νάσου το κοχύλι με την κόκκινη ομπρέλα ανοιγμένη από πάνω του!
    Η δεσποινίς Κέλυ ήξερε για την ομπρέλα!

7

Μέχρι τις δώδεκα η Σούκι είχε πάρει την απόφασή της. Αν ο κ. Μέινζ ήτανε στο γραφείο του, θα πήγαινε μέσα κατευθείαν και θα του έλεγε τι συνέβη.
    Την είχαν κουράσει αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα. Η σκιά της ομπρέλας έκανε σκοτεινό το καθετί. Ο Κολλητός θα την περίμενε και, παρόλο που είχε σχεδιάσει να τον αφήσει να πιστεύει ότι είχε μιλήσει στον κ. Μέινζ χωρίς στην πραγματικότητα να έχει μιλήσει, τώρα ήξερε πως το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να πει την αλήθεια.
    Θα έλεγε τα πάντα στον κ. Μέινζ και ίσως όλα να πήγαιναν καλά μ’ αυτό τον τρόπο, όπως είχε πει ο Κολλητός ότι θα γινόταν. Είχε πει, «Ξέρω ότι ο κ. Μέινζ θα καταλάβει για την ομπρέλα, αν του πεις την αλήθεια».
    Η Σούκι κατέβαινε τη σκάλα και σκεφτόταν… σκεφτόταν…
    Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
    Ήταν εκεί.
    «Χαίρετε, χαίρετε! Και πώς είναι η μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν;» αναφώνησε ο κ. Μέινζ.
    Μπορεί να μη μου το ξαναπεί ποτέ αυτό μετά που θα τού μιλήσω, σκέφτηκε από μέσα της η Σούκι. «Χαίρετε κ. Μέινζ. Μπορώ να σας μιλήσω;» Η φωνή της έτρεμε.
    Ο κ. Μέινζ κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του με περιέργεια και τής έκανε νόημα. «Και βέβαια, μικρή δεσποινίς, και βέβαια. Ελάτε μέσα».
    Η Σούκι ήθελε να το βάλει στα πόδια και να φύγει, αλλά ήταν πολύ αργά.
    «Αυτό που έχω να σας πω κ. Μέινζ είναι εμπιστευτικό. Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω».
    Ο κ. Μέινζ τράβηξε μια καρέκλα και έκανε νόημα στη Σούκι να καθήσει. «Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε».
    «Καθήστε εσείς στην καρέκλα, κ. Μέινζ», είπε η Σούκι. «Εγώ προτιμώ να μείνω όρθια». Ο γερο-επιστάτης κάθησε κάτω με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα δικά της. Μπορούσαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο.
    «Κε Μέινζ, εγώ την πήρα την ομπρέλα σας».
    «Την πήρατε, μικρή δεσποινίς; Περίεργο. Γιατί η ομπρέλα πρέπει να ξαναβρήκε το δρόμο για το γραφείο μου! Βλέπετε; Κρέμεται στη συνηθισμένη της θέση».
    «Αλλά την έφερα πίσω», είπε η Σούκι, «πριν δω την ανακοίνωση της δεσποινίδας Κέλυ στον πίνακα των ανακοινώσεων».
    Ο κ. Μέινζ έτριψε το σαγώνι του. «Είπα στη δεσποινίδα Κέλυ να μην κάνει τον κόπο –η ομπρέλα μου θα ξαναγύριζε όταν θα ήταν η ώρα της».
    «Η δεσποινίς Κέλυ ήξερε ότι την έχω εγώ, αλλά νομίζει ότι την έκλεψα. Δεν το έκανα, κ. Μέινζ. Δεν έκλεψα την ομπρέλα σας. Τη δανείστηκα. Και αυτό όχι για να με προστατέψει από τη βροχή. Το αδιάβροχό μου έχει κουκούλα. Μού φάνηκε όμως τόσο όμορφη που ήθελα να τη βλέπω για λίγο».
    «Καταλαβαίνω, μικρή δεσποινίς». Ο κ. Μέινζ άπλωσε το χέρι του προς τη μεριά της ομπρέλας και την ξεκρέμασε απ’ το γάντζο. «Ναι, είναι όμορφη. Κι εσύ είσαι όμορφη, το ίδιο όμορφη όπως και το κοριτσάκι για το οποίο φτιάχτηκε εδώ και πολλά, πολλά χρόνια. Έμενε σε μια πόλη μακριά από ’δω και άγνωστη σ’ εσένα, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Ο πατέρας της ήταν καλλιτέχνης. Ήτανε γνωστός σ’ ολόκληρη την Ευρώπη για τη δουλειά του στο ασήμι. Έφτιαξε αυτή τη μικρή ομπρέλα για τη μοναχοκόρη του. Κι έφτιαξε ο ίδιος το χερούλι με τέτοιον τρόπο ώστε να χωράει στην παλάμη της».
    Ο κ. Μέινζ πέρασε τα δύσκαμπτα δάχτυλά του πάνω στο κομψά σκαλισμένο κεφάλι του κύκνου. Οι αρθρώσεις των χεριών του ήταν πρησμένες και κόκκινες, αλλά υπήρχε κάτι τόσο απαλό στο άγγιγμά του που εναρμονιζόταν με την έκφραση των ματιών και τον τόνο της φωνής του.
    «Να, μικρή δεσποινίς, κρατήστε την». Έβαλε το χερούλι της ομπρέλας στο δεξί της χέρι και μετά έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω απ’ αυτό. «Α, βλέπω ότι είναι και στα μέτρα σας!»
    «Είναι παλιά, πολύ παλιά, δεν είν’ έτσι κ. Μέινζ;» ρώτησε η Σούκι.
    «Ναι, μικρή δεσποινίς. Δείτε τι γράφει εδώ, στο εσωτερικό της καμπύλης που σχηματίζει το χερούλι: για την Ίντα – Άμστερνταμ – 1909». Ο κ. Μέινζ αναστέναξε. «Ξέρετε, το έτος 1909 ήταν πολλά, πολλά χρόνια πριν. Εγώ ήμουν τότε στην ηλικία σας και η Ίντα ήταν έξι χρονών. Εκείνη και η οικογένειά της ζούσαν κοντά στη δική μου οικογένεια. Ήταν στην οδό Ραφαέλ Πλέιν. Πηγαίναμε για πικ-νικ στο πάρκο και η ομπρέλα ήταν πάντοτε μαζί μας. Τα πόδια μου μεγάλωναν και τα βήματά μου πήγαιναν γρήγορα οπότε έπρεπε να σκύβω για να δω την Ίντα κάτω απ’ την ομπρέλα. Εκείνη γέλαγε και τίναζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν μαύρα και γελαστά. Η κόκκινη ομπρέλα ήταν κι αυτή ένα κομμάτι της εμφάνισής της εκείνη την εποχή».
    «Ήταν η αγαπημένη σας φίλη στα παιχνίδια;» ρώτησε η Σούκι.
    «Πάντοτε, μικρή δεσποινίς. Γιατί όταν μεγαλώσαμε, την παντρεύτηκα. Για είκοσι τρία χρόνια η Ίντα ήταν η καρδιά μου, ο πιο αγαπημένος μου θησαυρός».
    Ο κ. Μέινζ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτια του με το πίσω μέρος του χεριού του. Η Σούκι μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν λυπημένος.
    «Τής συνέβη τίποτε –της Ίντας;»
    Ο κ. Μέινζ έκλεισε τα μάτια του κι η σιωπή μεταξύ τους πήρε μια επίσημη μορφή. Τέλος είπε, «Σκοτώθηκε. Τη σκότωσε ένας τρελός, ένας που τον έλεγαν Αδόλφο Χίτλερ. Προσπάθησε να μας σκοτώσει όλους εμάς –τους εβραίους. Αλλά εγώ γλίτωσα. Μερικές φορές θα ήθελα να ήμουν με την Ίντα».
    Η Σούκι έβαλε την ομπρέλα στα γόνατα του κ. Μέινζ και ακούμπησε τα μικρά της χέρια επάνω στα μεγάλα δικά του.
    «Λυπάμαι, κ. Μέινζ. Λυπάμαι για την Ίντα σας. Και λυπάμαι και για την ομπρέλα. Δεν ήξερα ότι είναι το πιο αγαπητό σας αντικείμενο. Δεν είχα το δικαίωμα να τη δανειστώ. Ο κολλητός μου φίλος λέει ότι το να έχει κάποιος κάτι δικό του μπορεί να είναι σημαντικό για λόγους που τους καταλαβαίνει μόνο ο ιδιοκτήτης τους. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να σέβομαι την ιδιοκτησία των άλλων».
    Ο κ. Μέινζ φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε τη Σούκι πάνω απ’ αυτά, όπως έκανε πάντα.
    «Η ιδιοκτησία είναι μόνο αντικείμενα, μικρή δεσποινίς», είπε. «Τα αντικείμενα δεν αντέχουν στο χρόνο. Δεν μένουν για πάντα. Αλλά συχνά είναι πράγματα που συμβολίζουν ή σηματοδοτούν κάτι άλλο: αναμνήσεις και εμπειρίες που ο θάνατος δεν μπορεί να σβήσει. Έτσι, όπως το λιοντάρι είναι σύμβολο δύναμης στο βιβλίο σας με τα παραμύθια, αυτή η ομπρέλα είναι ένα σύμβολο αγάπης και ευτυχίας για μένα. Αλλά εσείς είστε η μόνη που το ξέρετε αυτό. Ο Θεός έφτιαξε τον καθέναν μας μ’ έναν ιδιωτικό χώρο βαθιά μέσα του. Εσείς κι ο Θεός ξέρετε  τι σημαίνει για μένα αυτή η ομπρέλα και το γιατί. Αλλά αυτό το γιατί δεν θα το μοιραστείτε με κανέναν άλλο. Αυτό είναι η δική μου ιδιωτική ανάμνηση».
    «Ευχαριστώ, κ. Μέινζ».
    Αυτό ήταν όλο κι όλο που είπε η Σούκι. Όμως εννοούσε πολύ περισσότερα. Ωστόσο, το μόνο που μπορούσε να πει ήταν, «Ευχαριστώ κ. Μέινζ».
    Πήρε την ομπρέλα και την κρέμασε στον καλόγερο, στο μπρούτζινο γάντζο της.
    «Δεν θα την ξαναδανειστώ ποτέ χωρίς να ρωτήσω», είπε.
    Ο κ. Μέινζ σηκώθηκε με αργές κινήσεις. «Όποτε θέλετε, μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν», είπε. «Όποτε θέλετε μπορείτε να με ρωτήσετε και ξέρετε τι θα πω;»
    «Ναι, κ. Μέινζ, ξέρω», είπε η Σούκι.

8

    Ο Κολλητός θα περίμενε στα αποδυτήρια. Η Σούκι ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Αλλά ένιωθε σχεδόν πιο κοντά στον κ. Μέινζ. Γιατί εκείνον μπορούσε να τον δει. Μπορούσε να τού κρατήσει το χέρι. Χρειαζόταν και τον κ. Μέινζ για φίλο, το ίδιο όπως χρειαζόταν και το Αόρατο Παγώνι.
    Μερικά πράγματα είναι ανάγκη να τα γνωρίζουμε με το να τα βλέπουμε, σκέφτηκε η Σούκι. Μάς βοηθούν να σιγουρευτούμε για τα σπουδαία πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε.
    Η δεσποινίς Κέλυ δεν μπορεί να με ξέρει εμένα τώρα στο μέσα μου, γιατί γνωρίζει μόνο τον εξωτερικό εαυτό μου. Ίσως εξακολουθεί να πιστεύει ότι έκλεψα την ομπρέλα. Κι αν σκέφτεται έτσι, ίσως νομίζει ότι έχω ένα βαρύ αίσθημα μέσα μου. Αλλά εγώ δεν έχω. Το καθετί μέσα μου είναι εντάξει. Η σκιά έχει φύγει. Ωστόσο, μπορώ να νιώσω τη λύπη του κ. Μέινζ.
    «Να ’σαι λοιπόν, Κολλητέ», είπε η Σούκι ανοίγοντας το ντουλαπάκι της στα αποδυτήρια. «Θ’ αργήσουμε πάρα πολύ για το μεσημεριανό φαγητό». Έβαλε το αδιάβροχό της.
    «Δεν θα το χρειαστείς αυτό, Σούκι», είπε το Αόρατο Παγώνι. «Ξάνοιξε ο καιρός. Βγήκε ήλιος. Η βροχή τέλειωσε».
    Περπάτησαν πλάι πλάι όσο γρηγορότερα μπορούσαν και, ενώ περίμεναν το συνοδό ασφαλείας να τους περάσει απ’ την απέναντι πλευρά της οδού Κλαρκ, ο Κολλητός τη ρώτησε, «Κατάλαβε ο κ. Μέινζ, Σούκι;»
    «Ναι, βέβαια, ακριβώς όπως είχες πει ότι θα καταλάβαινε. Και του είπα την αλήθεια, όπως μου είπες να του πω».
    «Είμαι περήφανος για σένα, Σούκι. Πραγματικά περήφανος!»
    Το Αόρατο Παγώνι προχώρησε εμπρός κουνιστό και λυγιστό και μετά γύρισε πίσω να την κοιτάξει. Καθώς το έκανε, τίναξε το κορμί του και ξεδίπλωσε την ουρά του μέχρι που τα χάλκινα φτερά του με τα γαλαζοπράσινα μάτια σχημάτισαν αψιδωτά μια ιριδίζουσα βεντάλια. Στο φως του ήλιου η κορφή του λειριού του και το γαλάζιο του στήθος έλαμψαν όπως λάμπουν τα κοσμήματα από σμαράγδι και ζαφείρι.
    Αυτή η ομορφιά έκανε τη Σούκι να σκεφτεί τον κ. Μέινζ. Ευχόταν να μπορούσε να τη δει κι εκείνος.

Comments are closed.