Ἡ οἰκονομικὴ κρίσις καὶ τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον τῆς χώρας μας του Δρ Χρ. Καραγκούνη

του Dr Chrys C. Caragounis, Ομότιμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Lund Σουηδίας

Τὸ παρὸν ἄρθρον ἐγράφη τὸ Φθινόπωρον τοῦ 2011. Ἀνηρτήθη εἰς τὸν ἰστότοπον τοῦ συγγραφέως

http://www.chrys-caragounis.com/

Κατὰ τὸ παρελθὸν ἕνα καὶ ἥμισυ ἔτος καὶ πλέον ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται εἰς τὸ προσκήνιον τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως τοῦ κόσμου. Ἡ προσοχὴ ὄχι μόνον τῶν Εὐρωπαίων ὡς μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκής Οἰκογενείας εἰς τὴν ὁποίαν καλῶς ἢ κακῶς ἀνήκει καὶ ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ ὁλοκλήρου τῆς ὑφηλίου εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν Ἑλλάδα, κάμνοντας ὑποθέσεις καὶ εἰκασίας περὶ πτωχεύσεως τῆς χώρας μας καὶ ἐξαπολύοντας γενικευ­μένας ἐπικρίσεις ἄνευ ἐξαιρέσεων διὰ τὴν ἀνικανότητα τοῦ κράτους ὅπως καὶ τὴν διαφθορὰν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Ἐν γένει, ὅλοι οἱ ἑταῖροι μας εἰς τὴν Εὐρώπην εἶναι βαθέως ἐνοχλημένοι διὰ τὸν τρόπον ζωῆς τῶν Ἑλλήνων—τὴν λεγομένην “καλοπερασιάν”,—τοὺς ἀλογίστους δανεισμούς, τὸ “βόλευμα” μὲ τὰς προώρους συντάξεις, τὴν εὐρείαν φοροδιαφυγήν, καὶ γενικῶς μὲ κάθε εἴδους διαφθορᾶς, εἴτε ὅταν ἄνθρωποι ἐξουσίας ἀνοίγωσι θέσεις διὰ τοὺς συγγενεῖς των—τὰ τουρκιστὶ λεγόμενα ‘ῥουσφέτια’—ὥστε νὰ καταντήσῃ ἡ γραφειο­κρατία τοῦ κράτους ἕνα δυσκίνητον, ἄδικον, ἀτελέσφορον τερατούρ­γημα, τὸ ὁποῖον ὡς κηφὴν τρέφεται εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων, χωρὶς νὰ παρέχει τὰς δεούσας ὑπηρεσίας, εἴτε ἡ διαφθορὰ ἐμφανίζεται ὅταν ὁ πτωχὸς ἐξαντλῇ τὸν βίον του διὰ νὰ φιλοδωρίσῃ τὸν ἰατρὸν (τὰ τουρκιστὶ λεγόμενα ‘μπαξίσια’ ἢ ἄλλως ‘φακελάκια’) ὥστε νὰ κάμῃ τὸ καθήκον του πρὸς τὸν ἀσθενὴν τοῦ πτωχοῦ.

Ἡ ἔκτασις τὴν ὁποίαν ἔχει λάβει ἡ τοιαύτη κατάστασις εἶναι τόσον ἐκτεταμμένη καὶ ἔχει εἰσχωρήσει εἰς ὅλας τὰς τάξεις καὶ παρατάξεις, ὥστε ἡ ἐντύπωσις εἶναι ὅτι οἱ εἰλικρινεῖς, ἔντιμοι, καὶ φιλαλήθεις ἄνθρωποι ἔχουν καταντήσει μία μικρὰ μειοψηφία.

Σήμερον ἔχομεν καταντήσει ὁ περίγελος τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου ὅλου. Ἡμεῖς οἱ ὁποίοι ζῶμεν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ αἰσθανόμεθα, φαίνεται, βαθύτερον τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τοὺς χλευασμοὺς τῶν ξένων ἢ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἑλλάδι.

Τοιούτου εἴδους συμπεριφορὰ, ὅμως, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ διαφύγῃ ἐπ᾽ ἄπειρον τὴν ἄτην, τὴν τιμωρίαν. Σήμερον βλέπομεν ὅτι αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν “ἔχουν εὑρεῖ ἡμᾶς” (Ἀριθμοί 32:23). Σήμερον ἔφθασεν πλέον ὁ κόμβος εἰς τὸ κτένιον. Διότι οὐδεὶς δύναται νὰ ζῇ ἐπ᾽ ἄπειρον δανειζόμενος. Ἡ διασκέδασις καὶ ὁ χορὸς ἐτελείωσαν. Ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ πληρώσωμεν. Ἡ προοπτικὴ εἶναι ὄντως ὀδυνηρά.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγαλητέραν σημασίαν εἶναι νὰ ἐξακριβώσωμεν πῶς κατηντήσαμεν εἰς τὴν οἰκτρὰν ταύτην κατάστα­σιν, νὰ πάρωμεν τὸ μάθημα ἡμῶν καὶ νὰ ἀλλάξωμεν κατεύθυνσιν, ὥστε νὰ ἐξέλθωμεν ἐκ τῆς κρίσεως καὶ νὰ μὴ συμβῇ ἐκ νέου τοιοῦτον πρᾶγμα εἰς τὸ μέλλον.

Ὁ ἱστορικὸς πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τὰς αἰτίας καταστάσεώς τινος εἰς τὸ παρελθόν. Αὕται πολλάκις εἶναι πολὺ παλαιαὶ καὶ ἐνίοτε ἀμαυ­ρομέναι ὑπὸ τῆς ἀχλύος τοῦ χρόνου.

Τὸ πρῶτον ὅπερ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθῇ εἶναι ὅτι τὸ βασικὸν πρόβλημά ἡμῶν ὡς Ἕλληνες εἶναι πνευματικόν. Καὶ ὅταν λέγω ‘πνευματικόν’, δὲν ἐννοῶ τὴν λέξιν ἐν τῇ στενῇ καινοδιαθηκικῇ της ἐννοίᾳ, ὡς ζήτημα πίστεως—βεβαίως εἶναι καὶ τοῦτο, βλέπε κατωτέρω—ἀλλὰ εὐρυτέρως, ἀνα­φε­ρόμενος εἰς ὁλόκληρον τὸν πνευματικὸν βίον τοῦ Ἔθνους.

Αἱ λέξεις τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦμεν δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβατικὰ σύμβολα σχετιζόμενα πρὸς διάφορα πράγματα, ἀλλὰ τὸ προϊὸν τῆς σκέψεως ἡμῶν. Αἱ λέξεις ἅτινας χρησιμοποιοῦμεν ἐκφράζουν τὴν νοοτροπίαν ἡμῶν. Τὸ λεξιλόγιον ἡμῶν ἀντανακλᾷ τὸν τρόπον τῆς σκέψεως ἡμῶν, καὶ ὁ τρόπος τῆς σκέψεώς ἡμῶν φανερώνει τὸν ἐσωτερικὸν βίον ἡμῶν· τὸ συνειδός, τὰ αἰσθήματα, τὸν χαρακτῆρα, τὴν πνευματικὴν ζωὴν ἡμῶν, τὸ φρόνημα ὅπερ διέπει ἡμᾶς. Δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχῃ διαφωνία ἐπ᾽ αὐτοῦ.

Τώρα, ἐάν θελήσῃ τις νὰ ἀναλύσῃ τὸ λεξιλόγιον, τὴν φρασεο­λογίαν, τὰς ἰδέας αἱ ὁποίαι διέπουν τὴν ζωὴν ἡμῶν σήμερον, θὰ εὕρῃ ὅτι αὕται εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεσαιωνικαί, ἔχοντας εἰσέλθει εἰς τὸν βίον τοῦ Ἔθνους κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν, δηλαδή, ὅτε τὸ πνευμα­τικὸν καὶ βιοτικὸν ἐπίπεδον τοῦ Ἔθνους ηὑρίσκετο εἰς τὸ χαμηλώ­τατον σημεῖον τῆς ἱστορίας του. Ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, ὅμως, ἦτο παλαιοτέρα.

Μέγα κακὸν ἐγένετο ἤδη ὅτε οἱ Ῥωμαῖοι εἰσέβαλον εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἡ γλῶσσα ἤρχισεν νὰ ὑφίσταται πιέσεις πρὸς ἀλλαγήν καὶ ἡ ἰδέα τῆς σχέσεως πατρώνου-πελάτου—ἀγνώστου μέχρι τότε ἐν Ἑλλάδι, — ὁ ἀχρεῖος ἐκεῖνος θεσμὸς τῆς Ῥωμαιοκρατίας, πρωτοεμ­φα­νίσθη.[1] Κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχὴν, λόγῳ λανθασμένης διδασκα­λίας, οἱ Ἕλληνες ἀπηξίωνον νὰ χρησιμοποιῶσι τὸ ἐθνικόν των ὄνομα Ἕλλην, προτι­μῶντες νὰ αὐτοκαλοῦνται “Ῥωμιοί” ὅπως καὶ “Γραικοί”,[2] ἔχοντες ταυτίσει τὸ ἐθνικὸν ὄνομα “Ἕλλην” μὲ τὸ “εἰδωλολάτρης”[3]. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τούτου ὑπῆρχεν καὶ ἡ πελατειακὴ δουλο­πρέπεια, ἥτις τοὺς ἔκαμε νὰ φαντάζονται ὅτι ἦσαν “Ῥωμαῖοι”[4].

Τὸ κακὸν ἔλαβε καταστροφικὰς διαστάσεις κατὰ τὴν περίοδον τῆς τουρκοκρατίας. Τόσον βαθείαν ὑπῆρξεν ἡ ἐπιρροὴ τῶν Τούρκων, ὥστε παρ᾽ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔχουν ἐκδιωχθεῖ ἐξ Ἑλλάδος πρὸ σχεδὸν δύο ἑκατονταετηρίδων, ἡ νοοτροπία των καὶ οἱ θεσμοί των συνεχίζουν κατὰ πολὺ νὰ διέπουν τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνας[5]. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ἔγιναν ὁρισμέναι προσπάθειαι νὰ καθαρισθῇ τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος ἀπὸ “τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως”, ἀλλὰ συντόμως ἄλλα συμφέροντα ἀντι­νήργησαν καὶ ἐματαίωσαν τὴν ὁλοτελὴν κάθαρσιν.

Ὁμιλῶντας περὶ τῆς ἐπιρροῆς τῶν ξένων λέξεων ἐπὶ τῆς Ἑλληνικῆς, γράφει ὁ Πατὴρ τῆς γλωσσολογικῆς ἐν Ἑλλάδι ἐπιστήμης, ὁ μέγιστος τῶν γλωσσολόγων ἡμῶν, Γεώργιος Χατζιδάκις: “ Τὸτε θὰ καταστῇ ἡμῖν δυνατὸν νὰ νοήσωμεν ἀκριβῶς οὐχὶ μόνον τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ—τοῦτο μάλιστα πάντων—τίνων πραγμάτων δηλωτικαὶ λέξεις μετὰ τῶν ἀντιστοίχων ἐννοιῶν καὶ πραγμάτων εἰσῆλθον καὶ ἐγνώσθησαν ἐν Ἑλλάδι, καὶ ἑπομένως τίνα ἐπίδρασιν ἔσχον ἐπὶ τὸν βίον ἡμῶν. Ἄν τις ἀπὸ τοῦ νῦν θελήσῃ ἐκ τοῦ προχείρου νὰ ῥίψῃ βλέμμα ἐπὶ ταῦτα, θὰ ἴδῃ τὰς μὲν τῆς ναυτιλίας καὶ τῆς ὑποδημα­τοποιΐας λέξεις Ἰταλικάς, τὰς δὲ τῆς ποιμενικῆς Βλαχικάς, τὰς τῶν φαγητῶν καὶ τὰς τῶν ὕβρεων Τουρκικάς, τὰς τῶν ὑφασμάτων καὶ κοσμημάτων, τὰς τοῦ συρμοῦ καθόλου Γαλλικὰς κλπ. καὶ θὰ νοήσῃ εὐθὺς τίνων πραγμάτων διδάσκαλοι ἐγένοντο ἡμῖν ἕκαστοι τούτων”[6].

Εἶναι δὲ αὐτονόητον καὶ ἀναντίρρητον, ὡς ἐλέχθη ἀνωτέρω, ὅτι ἡ γλῶσσα ἣν χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, αἱ λέξεις καὶ αἱ φράσεις του ἐκφράζουν τὸν τρόπον τοῦ σκέπτεσθαί του, τὴν νοοτροπίαν του. ῞Οταν, λοιπόν, τὸ λεξιλόγιον τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνος συνίσταται εἰς τὰ ρουσφέτια ἅτινα ἀναζητᾶ κι᾽ ἐλπίζει διὰ νὰ “τὴν βολέψῃ” καὶ νὰ “τρυπώσῃ κάπου” διὰ νὰ “ἐξασφαλίσῃ τὸ μέλλον του” καὶ ἂς μὴ εἶναι κατάλληλος διὰ τὴν ἐργασίαν τὴν ὁποίαν τοῦ ἀναθέτουν· ὅταν ὁ ἰατρὸς προσπαθῇ παντοίῳ τρόπῳ νὰ εἰσπράξῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα μπαξίσια ἀπὸ τὸν πτωχὸν καὶ πειναλέον διὰ νὰ κάμῃ “σωστὰ τὴ δουλειά του” πρὸς τὸν ἀσθενῆ τοῦ πληρώνοντος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτονόητον, κατὰ τὴν ἠθικὴν τοῦ Ἱπποκρατίου ὅρκου· ὅταν οἱ κυβερνῶντες, οἱ ὁποίοι κατὰ τὸν Ἕλληνα Πλάτωνα (Πολιτεία), θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπηρετῶσι τὸ Ἔθνος χωρὶς φιλοκερδίαν, δράττονται τῆς εὐκαιρίας νὰ ἀποτα­μιεύσωσι πλούτη διὰ τὸν ἑαυτόν των ἐκ τῶν ἐσόδων τοῦ κράτους ἢ ἐκ τοῦ φόρου τῶν Εὐρωπαίων ἐργαζομένων, οἵτινες προσέφεραν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τὴν ἀνάπτυξίν της· ὅταν πολλοὶ ἐξ ἡμῶν ἔχομεν μίαν εὐτελὴν ἐργασίαν διὰ νὰ φαίνηται ὅτι πληρώνωμεν φόρον καὶ μίαν ἄλλην πλέον κερδοφόρον ἀφορο­λόγητον διὰ νὰ ζῶμεν εὐμαρῶς, ὅλα αὐτὰ, λέγω, δὲν εἶναι συνέχεια τοῦ τουρκικοῦ μεσαιωνικοῦ πνεύματος, νοοτροπίας, καὶ διαγωγῆς; Ποῦ εἶναι τὸ πραγ­ματικῶς ἑλληνικὸν στοιχεῖον τῆς δικαιο­σύνης, τῆς μεγαλοφρο­σύνης, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἐντιμότητος, καὶ τοῦ φιλοτίμου εἰς μίαν τοιαύτην διαγωγήν;

Ἡ ἔννοια τῆς Δημοκρατίας συνεπάγεται εὐθύνην. Τὸ ἄτομον ἐργάζεται διὰ τὸ σύνολον καὶ τὸ σύνολον πράττει διὰ τὸ ἄτομον. Δημοκρατία δὲν εἶναι μόνον τὸ δικαίωμα νὰ καίγωμεν τὰς Ἀθήνας· αὐτὸ εἶναι ἀναρχία! Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ἡ εὐθύνη ὅταν ἕκαστος σκέπτεται μόνον τὸν ἑαυτόν του καὶ κοιτάζει κοντοφθάλμως μόνον τὸ ἰδικόν του συμφέρον καὶ μόνον τὸ σήμερον; Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς φιλαυτίας εἶναι ὁ καλήτερος τρόπος νὰ ὑπονο­μευθῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἕνας τόπος, καὶ οἱ Ἕλληνες φαίνεται ὅτι τὸ κατέφερον.

Βεβαίως τἀνωτέρω λεχθέντα δὲν ἰσχύουν διὅλους τοὺς Ἕλληνας ἀνεξαιρέτως. Διότι ὑπάρχουν οἱ φιλαλήθεις, οἔντιμοι, οἱ φιλότιμοι ἄνθρωποι μεταξύ μας, οὁποίοι ὑποφέρουν βλέποντας αὐτὰ καὶ τὸν διασυρμὸν τῆς χώρας κι᾽ αἰσχύνονται διὰ τὰ γινόμενα. Δὲν ὁμιλῶ περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ μόνον περἐκείνων—οὁποίοι, δυστυχῶς ἴσως νὰ μὴ εἶναι πλέον ἡ μειοψηφία—οτινες μαυρώνουν τ νομα το λληνος, στε ν χ καταντήσ ες τ ξωτερικν συνώνυμον μ τ το πατενος.

Ἀπὸ τὸ καθημερινὸν λεξιλόγιόν ἡμῶν φαίνεται ἡ σκέψις καὶ ἡ ζωή ἡμῶν. Ἔπρεπε ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωσιν νὰ εἴχομεν ἀποτι­νάξῃ τὸ λεξιλόγιον αὐτὸ τῆς δουλείας καὶ δουλοπρεπείας καὶ μαζί μ᾽ αὐτὸ καὶ τοὺς τρόπους σκέψεως καὶ ζωῆς οἱ ὁποίοι ἐκρύβοντο ὄπισθεν αὐτοῦ. Ἔπρεπε νὰ προχωρήσωμεν εἰς τὴν κοινωνικὴν ἐξυγίανσιν καὶ νὰ ἑδραιώσωμεν τὴν πολιτείαν μας ἐπὶ ὑγιῶν, δημοκρατικῶν καὶ διαφανῶν βάσεων. Οὔτε ὁ ῾Ῥωμαϊκὸς πελατειασμὸς οὔτε ὁ τουρκικὸς “ῥαγιαδισμὸς” εἶχον θέσιν ἐν Ἑλλάδι. Τὸ κράτος δυστυχῶς ἀπέτυχεν εἰς τὴν παιδείαν, τὴν κάθαρσιν, τὸν οἰκονομικὸν τομέαν, τὸν κοινω­νικὸν καὶ ἠθικὸν βίον τοῦ Ἔθνους, τὴν διατήρησιν τῆς γλώσσης ἡμῶν.

Μεγίστη ζημία ἐγένετο ὅτε ἦλθον οἱ Μικρασιάται. Ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἕλληνισμοῦ ἔχρηζον βοηθείας, καὶ ἡ χώρα καλῶς ἤνοιξεν τὴν θύραν εἰς αὐτούς. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ, ἀντὶ νὰ ἐξελληνισθῶσιν[7], ἔφερον τὸν τουρκισμόν, τὸν ὁποῖον εἴχομεν ἀρχίσει νὰ λησμονῶμεν. Παραλλήλως πρὸς τὴν ἀνατολητικήν νοοτροπίαν των, ἔφερον εἰς ἡμᾶς καὶ τοὺς “ἀμανέδες”, τὰ “ζεμπέκικα”, τὰ “ῥεμπέτικα” καὶ τὰ “χασάπικα”, τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν σχέσιν εἶχον πρὸς τὸν Ἑλληνισμόν[8]. Οἱ Ἕλληνες ἔγιναν “λεβέντες” καὶ “μᾶγκες” καὶ “νταήδες” (ὅλα τουρκικά!) καὶ … “μπαμπέσηδες” (ἀλβανικόν). Καὶ τὸ κράτος τὸ ἀνίκανον, ἀντὶ νὰ μορφώσῃ αὐτοὺς τοὺς ἀπαιδεύτους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας[9], νὰ ἀποκαταστήσῃ τὰ ὀνόματά των εἰς Ἑλληνικά[10], ἄφησε αὐτὸ τὸ στοιχεῖον εἰς τὴν μοῖραν του, ὥστε ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον νὰ νοθεύσῃ τὸ Ἑλληνικὸν φρόνημα.

Ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς γλώσσης τῆς Ἑλλάδος ἔχει καταντήσει Βαλκανική. Ἡ περίφημη γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Δημοσθένους, ἀκόμη καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει μετατραπεῖ εἰς ἕνα βαλκανικὸν συνονθύλευμα ἀποτελούμενον ἀπὸ ἑλληνικὰς, τουρκικάς[11], ἀλβα­νικάς[12], σλαυικὰς[13], καὶ λατινο-ιταλικὰς[14] λέξεις (καὶ ἰδέας), ἔχοντας ἐνισχυθῆ τελευταίως μὲ Ἀγγλο-αμερικανικὰς ἀκαλαισθησίας, ὅπως, “μπαράζ”, “φαστφουντάδικο”, “κομφούζιο”, “ντόπινγκ”[15] “πάζλ”[16], “πάρτ-τάϊμ”, “πρές-κόνφερενς”, “ρεπόρτερ”, “σόου-μπίζνες”, κ.ἄ.[17], καθὼς καὶ τεχνολογικοὺς ὅρους, οἱ ὁποίοι ἔχρηζον μεταφορὰν εἰς τὴν Ἑλληνικήν.

Οὕτω, ἀπολέσθη ἡ Ἑλληνικὴ ταυτότης καὶ ὁ προσανατολισμός. Κατὰ τὴν μεταπολίτευσιν τοῦ 1974, ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐδέχθη τὰ πυρὰ τοῦ λαϊκισμοῦ. Ἀντὶ “ἀέρας”, ἡ ὁποία λέξις ἦτο ἤδη δημοτική, ἐλέχθη “ἀγέρας”, διὰ νὰ ἑλκυσθῶσιν οἱ ψῆφοι ὁρισμένων στρωμάτων. “Ἡ γλῶσσα τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνος ἔπρεπε νὰ διαφοροποιηθῇ ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴν γλῶσσαν τοῦ Ἔθνους. Μόνον οὕτω θὰ προώδευεν τὸ Ἔθνος”, ἦτο ὁ ἰσχυρισμός. Πρῶτον κακόν: ὁ μαλλιαρὸς τύπος τῆς Δημοτικῆς, τὸ Βαλκανικὸν τοῦτο κρᾶμα, ὑψώθη εἰς ἐθνικὴν γλῶσσαν, διὰ νὰ συνοδευθῇ ὑπὸ τοῦ δευτέρου κακοῦ: τὴν ἀτονίαν. Οἱ θιασῶται τοῦ μαλλιαρισμοῦ ἐξαπέλυσαν συστηματικὴν ἐκστρατείαν νὰ ἐκδιώ­ξωσι κάθε στοιχεῖον τῆς εὐπρεποῦς γλώσσης τῶν Ἑλλήνων—ἡ ὁποία δὲν ἦτο παρὰ ἡ πατροπαράδοτος γλῶσσα τοῦ Ἔθνους—καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστατήσωσι μὲ νέους σχηματισμοὺς. Ἄλλοτε ἐχρησιμοποίουν διαλεκτικὰ στοιχεῖα. Ἀλλὰ κυρίως ἐπεδόθη­σαν εἰς τὴν στήριξιν καὶ ἐνσωμάτωσιν βαρβάρων λέξεων, αἱ ὁποίαι θὰ ἀντικατέστον Ἑλληνι­κὰς λέξεις. Καὶ εἶναι ἄξιον παρα­τηρήσεως ὅτι αἱ οὕτω ἀντικατα­σταθεῖσαι λέξεις εἶναι ἀπείρως ὡραι­ώτεραι καὶ εὐηχώτεραι τῶν ἀκαλαισθήτων ὑποκαταστάτων[18].

Οὕτω, μαλλιαροὶ-δημοτικισταὶ γλωσ­­σολόγοι τῆς σήμερον Ἑλλάδος, διδά­σκουν τοὺς ἀφελεῖς ἀπίστευτα πράγματα, ὅτι λ.χ. αἱ λέξεις “μπαρμπέρης”, “ντουβάρι” καὶ ἄλλαι παρόμοιαι εἶναι αἱ “κληρονο­μημέναι” λέξεις, δηλ., αἱ γνήσιαι λέξεις, ἅτινας μανθάνουν τὰ νήπια ἐκ σπαργάνων καὶ ἐν τρυφερᾷ ἡλικίᾳ ἀπὸ τὴν μητέρα των, ἐνῶ αἱ λέξεις “κουρέας” καὶ “τοῖχος” εἶναι αἱ λόγιαι λέξεις, ξέναι πρὸς τὸν Ἑλληνικὸν λαόν, αἵτινες ἐπεβλή­θησαν τοῦ λαοῦ εἰς τὸ σχολεῖον![19] Εἶναι δύσκολον νὰ φαντα­σθῇ τις τερατωδέστερον ψεῦδος τούτου.

Σήμερον εἶναι ἀποδεδειγμένον ὅτι αἱ γλωσσικαὶ μεταρρυθμήσεις τοῦ 1976-1981 δὲν ἀπέφερον τὴν ἀναμενομένην γλωσσικὴν λύτρωσιν τοῦ λαοῦ. Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες δὲν γνωρίζουν οὔτε τὴν ἀρχαίαν οὔτε τὴν νέαν Ἑλληνικήν. Ἡ νεολαία, ἥτις διάγει ἐν λεξιπενίᾳ, ὑποσιτί­ζε­ται ἐπὶ μερικῶν ἑκατοντάδων λέξεων καὶ ‘συνεν­νοεῖται’ συνθηματι­κῶς. Εἶναι δὲ ἀναμφισβητήσιμον ὅτι τὸ γλωσσικὸν ἐπίπεδον δεικνύει τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἡ γλῶσσα εἶναι ὑγιής, αὐτοπρο­στα­τεύεται. Ὅταν εὑρίσκεται ἐν παρακμῇ, τότε εἰσβάλλουν ὅλων τῶν εἰδῶν ξενικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα μολύνουν τὴν γλώσσαν[20]. Εἰς ταύτην τὴν κατάστασιν ἔχει καταντήσει ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα σήμερον ἐξ αἰτίας τοῦ φθηνοῦ λαϊκισμοῦ καὶ τοῦ Μαλλιαρισμοῦ. Ὁ Ἕλλην δὲν αἰσθάνεται ὑπερήφανος πλέον διὰ τὴν γλῶσσαν του. Οὐδὲν θαῦμα, λοιπόν, ἐὰν ἐφθάσαμεν εἰς τὴν παροῦσαν κατάστασιν.

Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσωμεν τὸ γλωσσικὸν τοῦτον πρόβλημα καὶ ἂς στρέψωμεν τὴν προσοχήν μας εἰς τὸ ἄμεσον καὶ μεῖζον πρόβλημα τῆς σημερινῆς καταστάσεως, τῆς ὁποίας τὸ γλωσσικὸν κεῖται, ὅμως, εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ σημερινοῦ προβλήματος.

Ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι καὶ πράττειν ὁδήγησαν ἡμᾶς εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ. Εὐθύνας φέρουν ὅλοι, καὶ οἱ πολιτικοί, οἱ ὁποίοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἔχουν ἐπιδείξει τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα νὰ ἡγηθοῦν τοῦ Ἔθνους καὶ εἶναι ἄμοιροι τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ λαοῦ, καὶ ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὡς φαίνεται, ἔχει στραφεῖ πρὸς τὸ προσωπικόν του συμφέρον τῆς σήμερον, καὶ δὲν συλλογίζεται ὅτι διὰ νὰ λειτουρ­γήσῃ ἡ κοινωνία κανονικῶς καὶ αὔριον: τὰ νοσοκομεῖα, ἡ περίθαλψις, τὰ σχολεῖα, θὰ πρέπει ἕκαστος νὰ συμβάλλῃ μὲ τὸν ὀβολόν του. Ἐὰν οἱ φόροι ἐπληρώνοντο συνειδητῶς, δὲν θὰ ηὑρίσκετο τὸ Ἔθνος εἰς τὴν σημερινὴν κατάστασιν. Καὶ οἱ φόροι θὰ ἐπληρώνοντο, ἐὰν ὁ λαὸς δὲν εἶχε συνηθίσει νὰ ζῇ κατὰ τὴν συμπεριφορὰν τῆς μεσαιωνικῆς νοοτροπίας καὶ τῶν θεσμῶν της. Καὶ ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἐφοπλισταὶ ἐδείκ­νυον τὴν παραμικρὰν ἀγάπην διὰ τὸ Γένος, κι᾽ ἐπλήρωναν κανονικὸν φόρον ἀντὶ τοῦ 6% διὰ τὴν χωρητικότητα εἰς τόνους τῶν πλοίων των καὶ τίποτε διὰ τὰ κέρδη των, τὸ κράτος δὲν θὰ ἦτο πτωχόν.

Ἀλλ᾽ αὕτη ἡ κατάπτωσίς ἡμῶν εἰς τὴν τελικήν της ἀνάλυσιν εἶναι ἀπόρροια τῆς πνευματικῆς καταστάσεώς ἡμῶν. Μὲ τὴν ἄνοδον τοῦ ἐπιπέδου ζωῆς τῶν τελευταίων ἐτῶν ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν Θεὸν. Πολλοὶ τῶν ὁμοεθνῶν ἔγιναν ἄθεοι καὶ ἀκόμη καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν (πιστῶν) ἐψύγη. Ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει πλέον ἀντικείμενον εἰρωνείας καὶ χλευασμοῦ. Ἐμπιστεύθημεν εἰς τὴν ἰδικὴν ἡμῶν σοφίαν καὶ ἱκανότητα, καὶ νά ποῦ κατηντήσαμεν. Ἴσως, ὅμως, θὰ πρέπει νὰ ἰδῶμεν τὴν παροῦσαν κατάστασίν καὶ ὡς τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ. Ἴσως ὀπίσω αὐτοῦ ποὺ φαίνεται ὡς ἡ καταστροφή ἡμῶν νὰ κρύβεται ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ δι᾽ ἡμᾶς. Ἴσως ὁ πανεύσπλαγχνος Θεὸς νὰ ἔχῃ ἀκόμη σχέδια διὰ τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποίησε διὰ νὰ ἐξανθρωπίσῃ καὶ ἐξευγενίσῃ τὸν Δυτικὸν κόσμον καὶ ἐτίμησε τὴν γλῶσσα του ἰδιαιτέρως, δίδοντας δι᾽ αὐτῆς τὴν τελικὴν ἀποκά­λυψιν τοῦ Ἑαυτοῦ του πρὸς τὸν κόσμον. Ἐὰν ἐπιστρέψωμεν εἰς Αὐτόν, ἔχει δώσει διαβεβαιώσεις ὅτι δὲν θὰ ἀποστραφεῖ ἡμᾶς·—“τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω” (Ἰωάν 6:37).

Ὁ δρόμος, ὅστις ἀνοίγεται ἔμπροσθέν ἡμῶν φαίνεται μακρύς. Θὰ εἶναι πολὺ δύσκολος. Οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι πρέπει νὰ μειωθῶσι δραστικῶς. Φαντασθῆτε τὸ βρεττανικὸν BBC νὰ ἔχῃ (ἐὰν εἶναι σωσταὶ αἱ πληροφορίαι μου) τέσσαρες-πέντε φορὰς ὀλιγωτέρους ὑπαλ­λήλους ἢ ἡ ΕΡΤ! Ἀλλὰ τώρα ἡ ὀκνηρὰ, ἄκαρπος ζωὴ ἐτελείωσε. Αἱ δημόσιαι θέσεις δέον νὰ προκηρυχθῶσι, καὶ οἱ ἱκανώτεροι καὶ ἐργατικώτεροι νὰ τὰς καταλάβωσι. Καὶ ὄχι ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς· διότι τοῦτο εἶναι ἡ καλητέρα προϋπόθεσις διὰ νὰ συνεχισθῇ ἡ διαφθορά. Ἀφοῦ ἐπιδείξουν ὅτι ἐργάζονται συνειδητῶς καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸν λαόν—τὸν ὁποῖον μέχρι τοῦδε δὲν ἐξυπηρέτουν—νὰ ἀνανεώνηται ἡ ἐργατικὴ συμβασίς των κατ᾽ ἔτος. Ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἀπαιτήσῃ μίαν ἀπόλυτον κάθαρσιν εἰς τὰς διαφόρους ἀρχὰς καὶ ὑπηρεσίας τοῦ κράτους, ὅπου σήμερον ὁ πολίτης “βουλιάζει” εἰς τὴν διαφθορὰν καὶ ἀδικίαν καὶ ὅπου τὰ μπαξίσια “παίρνουν καὶ δίνουν”.

Οἱ ἔχοντες ἀπολέσει τὰς ἐργασίας των θὰ χρειασθοῦν τὴν βοήθειαν τῶν οἰκονομικῶς ‘δυνατῶν’ καὶ τοῦ κράτους. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἠδύνατο νὰ προσφέρῃ τὴν βοήθειάν της. Εἰς τὴν πρωτόγονον Ἐκκλη­σίαν, τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰς τὴν διάθεσίν της ἡ Ἐκκλησία τὰ διέθετε διὰ νὰ πληρώσῃ τὰς καθημερινὰς ἀνάγκας τῶν πτωχῶν, ὄχι διὰ νὰ ἐγείρῃ μεγαλοπρεπεῖς ναούς. Θὰ ἠδύναντο, ὅμως, καὶ αὐτοὶ νὰ προσφέρωσι προσωρινὴν ἐργασίαν ἐπὶ χαμηλωτέρου μισθοῦ—διὰ τὶ ὄχι; —π.χ. νὰ καθαρίσωσι τὰς πόλεις ἀπὸ τὰ ἀποτσίγαρα καὶ τὰς τοιχοκολήσεις καὶ ἐπιγραφὰς καὶ νὰ καταγράφωσιν ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποίοι ῥυπαίνουν καὶ μολύνουν τὸ περιβάλλον!—, ἕως ὅτου γίνῃ δυνατὸν νὰ διοχετευθῶσι κι᾽ αὐτοὶ εἰς ἀνωτέρας θέσεις. Τὸ αὐτὸ ἔκαμον καὶ οἱ Κορεᾶται, ὅταν κι᾽ αὐτοὶ ἦλθον ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τοῦ ΔΝΤ. Ἠργάσθησαν ὅλοι μαζί καὶ ἐντὸς δύο δεκαετιῶν περίπου κατέφερον νὰ ἀναδείξωσι τὴν χώραν των ὡς μία τῶν δυνατωτέρων οἰκονομιῶν τοῦ κόσμου[21]. Ὑπάρχει, λοιπόν, ἐλπὶς καὶ δι᾽ ἡμᾶς. Ὁ Θουκυδίδης (Ἱστορίαι Β´ 40,1) θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ Περικλέους τὰ βαρυσήμαντα λόγια: “καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγει ἔργῳ αἴσχιον”, δηλαδή, “[Ἐμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι] δὲν θεωροῦμεν τὴν πενίαν ἐντροπήν, ἀλλὰ μᾶλλον μεγαλητέρα ἐντροπὴ εἶναι νὰ μὴ προσπαθῇ τις νὰ τὴν ἀποφύγῃ διὰ τῆς ἐργασίας”.

Ἡ προσευχή μου εἶναι νὰ συντελεσθῶσι ῥιζικαὶ ἀλλαγαὶ εἰς τὴν νοοτροπίαν τῶν Ἑλλήνων, ὥστε νὰ ἐλευθερωθῶσι ἀπὸ τὸν μεσαιω­νικὸν τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι καὶ πράττειν, νὰ γίνωσι βαθείαι τομαὶ εἰς τὴν δομὴν τοῦ κράτους, τὸ φορολογικὸν σύστημα νὰ ἐξυγιανθῇ, οἱ Ἕλληνες νὰ ἀφήσωσι εἰς τὴν ἄκρην “τὶς ἐξυπνᾶδες” των, καὶ ὡς ἔντιμοι πολίται, νὰ σηκώσωσι τὴν βαρείαν κληρονομίαν των, καὶ νὰ ἀποδείξωσι τοὺς ἑαυτούς των ἀξίους ἀπογόνους ἐκείνων οἱ ὁποίοι διέπρεψαν. Καὶ εἴθε εἰς τὴν μεγίστην κατάθλιψιν καὶ ταλαιπωρίαν των τὴν ὁποίαν βιώνουν καθημερινῶς, νὰ εὕρωσι τὸν δρόμον των πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μόνος δύναται νὰ συγχωρήσῃ, νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ ἐξυψώσῃ τοὺς τεταπεινωμένους.


[1] Ἰδὲ Chrys C. Caragounis, “A House Church in Corinth? An Inquiry into the Structure of Early Corinthian Christianity” ἐν Ἀπόστολος Παῦλος καὶ Κόρινθος [Πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Κόρινθος 23-25 Σεπτεμβρίου 2007], Ἀθήνα 2009, τομ. Α, σελ. 365-418.

[2] Τὸ ὄνομα “γραικός” ἦτο ἡ ὀνομασία τὴν ὁποίαν ἐπέλεξαν οἱ Ῥωμαῖοι διὰ τοὺς Ἕλληνας, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλην (Μετεωρολογικά Ι, 352a), ἀνάγεται εἰς τὸ “Γραικοί”, ἕναν λαὸν ὅστις κατῴκει πλησίον τῆς Δωδώνης τῆς Ἠπείρου, κι᾽ ἔχει καταστῆ ἡ σημερινὴ ὀνομασία τῶν διαφόρων Εὐρωπαίων διὰ τοὺς Ἕλληνας, ἀντὶ τῶν ἐθνικῶν ἡμῶν ὀνομάτων ῞Ελλην καὶ Ἑλλάς.

[3] Χάριν εἰς τὸν μέγαν διδάσκαλον τοῦ Γένους, τὸ ἀείμνηστον Ἀδαμάντιον Κοραῆν, ὅστις ἐπανεισήγαγεν τὸ ἐθνικόν μας ὄνομα.

[4] Τὸ κακὸν τοῦτο ἔχει συνεχίσει καὶ μέχρι τὴν ἐποχήν μας, ὅταν κανεὶς ὑπερηφανεύεται διὰ τὸ καθαρόαιμόν του καὶ γελοιοποιεῖται, προσδιορίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς “Ῥωμιό”!

[5] Πρβλ. Γ. Χατζιδάκιν, Σύντομος Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, 2α ἔκδ., Ἀθῆναι 1967, σελ. 30: “Ὅτε δὲ κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα πολλαὶ ἀπὸ βαρρᾶ βαρβάρων ὁρδαὶ ἐπέτρεχον τὴν Ἑλλάδα καὶ τινες τούτων καὶ ὁριστικῶς ἐγκατέστησαν ἐν αὐτῇ, καὶ πάλιν ὅτε βραδύτερον κατεκτήθημεν ὑπὸ τῶν Φράγκων καὶ τῶν Τούρκων, τότε οὐκ ὀλίγαι βαρβαρικαὶ λέξεις εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἑλληνικήν”.

[6] Γ. Χατζιδάκι, Σύντομος Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, σελ. 30.

[7] Πρό τινων ἐτῶν ἔτυχον νὰ συνοδεύσω μίαν κυρίαν ἐπισκεπτομένην μίαν γραῖαν 84 ἐτῶν. Ἡ συζήτησίς των ἔλαβε χώραν τουρκιστί, ἐφ᾽ ὅσον ἡ γραῖα δὲν ἐγνώριζεν τὴν Ἑλληνικήν. Ὅταν ἐφύγομεν, ἠρώτησα τὴν κυρίαν, πόσα ἔτη κατοικεῖ ἡ γηραιᾶ γυνὴ ἐν Ἑλλάδι. Ἡ ἀπάντησις ἦτο ὅτι ἦλθεν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας τεσσάρων ἐτῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶχεν κατοικήσει ἐν Ἑλλάδι ὀγδοήκοντα ἔτη— χωρὶς νὰ μάθῃ Ἑλληνικά! Θὰ ἔπρεπε, ἄραγε, τοιούτοι ἄνθρωποι νὰ θεωρῶνται Ἕλληνες; Τὶ θὰ ἔλεγεν, ἄραγε, ὁ Ἰσοκράτης, ὅστις ἐδίδαξεν (Πανηγυρικὸς 4. 50) “καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας” (καὶ ἔκαμε τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα νὰ μὴ εἶναι ζήτημα γένους, ἀλλὰ ζήτημα διανοίας, καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται Ἕλληνες μᾶλλον ἐκείνοι οἱ ὁποίοι μετέχουν εἰς τὴν ἰδικήν μας παιδείαν παρὰ ἐκείνοι ποὺ μετέχουν εἰς τὴν κοινὴν φύσιν μας);

[8] Καὶ σήμερον ὑπάρχουν ἐκείνοι οἱ ὁποίοι προσπαθοῦν νὰ μᾶς τὰ παρουσιάσουν ὡς δῆθεν Βυζαντινά, διότι δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν πικρὰν ἀλήθειαν.

[9] Ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης δύναται νὰ ἀνατρέξῃ εἰς τὸ ἔργον τοῦ Δ. Βυζαντίου, Βαβυλωνία, διὰ νὰ ἴδῃ τὴν σκέψιν, φρασεολογίαν καὶ τὸ λεξιλόγιον τῶν Ἀνατολιτῶν, ὅπως καὶ τῶν ὑπολοίπων ‘Ἑλλήνων’ ἐν τῇ ὑποδούλῳ Ἑλλάδι.

[10] Νὰ συλλογισθῇ κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη σήμερον Ἕλληνες φέροντες ὀνόματα ὅπως Τζίνογλου (= Υἱὸς τοῦ Διαβόλου) ἢ παρόμοια! Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ἰδικόν μου ὄνομα “πηγαίνει πίσω”.

[11] Π.χ. χαμπάρι (ἀντὶ νέα), χαράτσι (ἀντὶ ἄδικη φορολογία), γιουροῦσι (ἀντὶ ἔφοδος), τζάμπα (ἀντὶ δωρεάν), μετερίζι (ἀντὶ προμαχῶν(ας)), καυγᾶς (ἀντὶ φιλονεικία), τζάκι (ἀντὶ ἑστία), παποῦτσι (ἀντὶ ὑπόδημα), τεμπέλης (ἀντὶ ὀκνηρός), λεκές (ἀντὶ κιλίς –λίδα), χάλια (ἀντὶ ἐλεεινὴ κατάστασις), χαλί (ἀντὶ τάπης-τας), φουκαράς (ἀντὶ ταλαίπωρος, δυστυχής, πτωχός), κτλ. κτλ.).

[12] Π.χ. ἀμπάριζα (ἀντὶ παρασύρω, κτλ.), βλάμης (ἀντὶ γενναῖος), λοῦμπα (ἀντὶ κοίλωμα), λοῦτσα (ἀντὶ κοιλότης-τητα), μπαμπέσης (ἀντὶ πανοῦργος, δόλιος), μπέσα (ἀντὶ λόγος τιμῆς), πλιάτσικο (ἀντὶ λεία), σβέρκος (ἀντὶ αὐχήν-ένας), τσοῦπρα (ἀντὶ νεάνις, κοριτσάκι), φάρα (ἀντὶ γένος, συγγένεια).

[13] Π.χ. ντόμπρος (ἀντὶ καλός, εἰλικρινής), ζαβλακώνω (ἀντὶ ἀποχαυν), ῥοῦχο (ἀντὶ ἔνδυμα), σβάρνα (ἀντὶ βωλοκόπος).

[14] Π.χ. σπίτι (ἀντὶ οἰκία), πόρτα (ἀντὶ θύρα), μαγαζί (ἀντὶ κατάστημα), κασέλα (ἀντὶ κιβώτιον), κολῶνα (ἀντὶ στῦλος), σίγουρος, -ρα (ἀντὶ βέβαιος, ἀσφαλῶς, ὁπωσδήποτε), ἀράδα (ἀντὶ σειρά), ἀρλοῦμπα (ἀντὶ ἀνόητα λόγια, κενολογία), ἀτσάλι (ἀντὶ χάλυψ, -βας), βίζιτα (ἀντὶ ἐπίσκεψις), γαλαρία (ἀντὶ στοά, σῆραγξ -γα), γραπώνω (ἀντὶ πιάνω, ἁρπάζω), ἰνφλουέντσα (ἀντὶ ἴωση), καπέλο (ἀντὶ πῖλος), κορνίζα (ἀντὶ πλαίσιον εἰκόνος), κουζίνα (ἀντὶ μαγειρεῖον, κτλ.), κουκούτσι (ἀντὶ πυρήν-νας), κουνιάδος (ἀντὶ ἀνδράδελφος, γυναικάδελφος), κουράγιο (ἀντὶ θάρρος), μπουγάδα (ἀντὶ πλύσιμον), μπουνιά (ἀντὶ γρόνθος, γροθιά), τσαμπί (ἀντὶ βότρυς), φασαρία (ἀντὶ θόρυβος, ἐπισόδειον), φουγάρο (ἀντὶ καπνοδόχος), φούρια (ἀντὶ βιασύνη), φουρτοῦνα (ἀντὶ τρικυμία, θαλασσο­ταραχή).

[15] Λησμονῶντας ὅτι Ἑλληνικὴ λέξις δὲν ἄρχεται ἀπὸ ντ. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει διὰ τὴν περιβόητον “ντομάτα”. Ὁ σωστὸς τύπος εἶναι “τομάτα”.

[16] Ποία ἑλληνικὴ λέξις δύναται νὰ λήγῃ εἰς ζλ;

[17] Πρβλ. ἐπίσης ἐρ-κοντίσιον (ἀντὶ κλιματισμός), κομπιοῦτερ (ἀντὶ ὑπολογιστής), ἴντερνετ (ἀντὶ διαδίκτυον), λιβινγκ-ρουμ (ἀντὶ μέγαρον, καθιστικόν), μάνατζερ (ἀντὶ χειριστής), μάρκετινγκ (ἀντὶ ἀγοραστική), μίτινγκ (ἀντὶ συνάντησις, συγκέντρωσις), μόνιτορ (ἀντὶ ὀθόνη), κτλ. κτλ. Aἱ λέξεις εἶναι πάρα πολλαί, ὅπως καὶ αἱ προερχόμεναι ἐκ τῆς Γαλικῆς (π.χ. ἀσανσέρ [ἀντὶ ἀνελκυστήρ -ηρας]), γκάφα [ἀντὶ λάθος], γκριμάτσα [ἀντὶ μορφασμός], κομφόρ [ἀντὶ ἄνεσις – σεις]).

[18] Πρβλ. π.χ. χαμπάρι – χαμπέρια (= νέα, εἰδήσεις), ντόμπρος (= καλός), παπούτσι (= ὑπόδημα), ντουβάρι (= τοίχος), τζάμπα (= δωρεάν), μπουγάδα (= πλύσιμον), πλιάτσικο (ἀντὶ λεία), σβέρκος (ἀντὶ αὐχήν-ένας.

[19] Πρβλ. τοιούτους ἰσχυρισμοὺς ἐν τῷ ὑπ ἐμοῦ ἐκδοθέντι τιμητικῷ τόμῳ: Chrys C. Caragounis (ed.), Greek. A Language in Evolution: Essays in Honour of Antonios N. Jannaris, Hildesheim: G. Olms, 2010, ἰδιαιτ. σελ. 241.

[20] Πρβλ. καὶ Μπαμπινιώτην (Ἡ γλῶσσα ὡς ἀξία, 1994 καὶ Ἑλληνικὴ γλῶσσα· παρελθόν. παρόν, μέλλον, 2000), ὁ ὁποῖος ὡσαύτως ὁμιλεῖ περὶ “μολύνσεως” τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης.

[21] Ὁ γράφων, ὅστις πέρυσι ἔτυχεν προσκλήσεως τοῦ μεγαλητέρου Χριστιανοῦ πανεπι­στημίου τοῦ κόσμου ἐν Σεοὺλ Νοτίας Κορέας, νὰ δώσῃ διαλέξεις καὶ νὰ κηρύξῃ, εἶχε τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἰδῇ τὴν θαυμασίαν πρόοδον εἰς τὴν τάξιν, τὴν εὐπρέπειαν, τὴν καθαριότητα, τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν εὐημερίαν τῶν κατοίκων τῆς Ν. Κορέας.

Comments are closed.