του Στέφανου Κατσάρκα, Πολιτικού Μηχανικού
Υποθέτω ότι για τους περισσότερους από μας η έννοια της εν Χριστώ ελευθερίας φέρνει αυτόματα στη σκέψη δύο κυρίως φράσεις από την Καινή Διαθήκη. Η πρώτη φράση ανήκει στον απόστολο Παύλο: «εν τη ελευθερία λοιπόν με την οποίαν ηλευθέρωσεν υμάς ο Χριστός μένετε σταθεροί, και μη υποβληθήτε πάλιν εις ζυγόν δουλείας» (Γαλ.5:1). Η δεύτερη φράση έχει βγει από το στόμα του Κυρίου: «εάν ο Υιός σας ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι θέλετε είσθαι» (Ιω.η΄36). Σαν συμπλήρωμα αυτών των εδαφίων έρχονται άλλα δύο μέρη να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις για νάναι η ελευθερία μας αληθινή «εν Χριστώ» ελευθερία, σε αντιδιαστολή με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο υπόλοιπος κόσμος την έννοια της ελευθερίας. Το πρώτο μέρος βρίσκεται και πάλι στην προς Γαλάτας, στο ίδιο κεφάλαιο όπως πριν, το 5ο, στο 13ο εδάφιο: «μόνον μη μεταχειρίζεσθε την ελευθερίαν εις αφορμήν της σαρκός, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλους», που θα πει «με αγάπη υπηρετείτε ο ένας τον άλλο». Και το δεύτερο μέρος βρίσκεται στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, στο 10ο κεφάλαιο, όπου ο Παύλος εξετάζοντας το θέμα των ειδωλοθύτων –μεγάλο πρόβλημα για την εποχή- αναρωτιέται στο 29ο εδάφιο: «αλλά γιατί η δική μου ελευθερία συμπεριφοράς πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τη συνείδηση του άλλου;» για να δώσει αμέσως παρακάτω την απάντηση: «να ζείτε έτσι που να μη σκανδαλίζονται από τη διαγωγή σας ούτε οι ιουδαίοι ούτε οι εθνικοί ούτε η εκκλησία του Θεού».
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτά τα εδάφια; Το πρώτο είναι πως η πραγματική ελευθερία βρίσκεται μονάχα στο Χριστό: «Αν σας ελευθερώσει ο Υιός, τότε θα είστε πραγματικά ελεύθεροι» μας είπε ο ίδιος ο Κύριος, επεξηγώντας προηγουμένως ότι εκείνος που αμαρτάνει είναι δούλος της αμαρτίας, και πως η γνωριμία με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, είναι εκείνη που αληθινά ελευθερώνει. Με μια ελευθερία που πολύ σωστά έχει παρομοιαστεί με το ελεύθερο πέταγμα του αετού στους πεντακάθαρους αιθέρες.
Το δεύτερο από τα εδάφια που διαβάσαμε μας προειδοποίησε πως υπάρχει πάντα κίνδυνος να ξαναμπούμε κάτω από ζυγό δουλείας. Και βέβαια ο κίνδυνος δεν προέρχεται μονάχα από την περιτομή ή από την τήρηση των διατάξεων του νόμου, όπως συνέβαινε με τους πιστούς του 1ου μ.Χ. αιώνα. Δυστυχώς οι χριστιανοί σ’ όλους τους αιώνες είναι ανεξάντλητοι στο να βρίσκουν –και να εφευρίσκουν- τρόπους για να ξαναμπαίνουν κάτω από διαφόρους ζυγούς δουλείας και –το χειρότερο- να ονομάζουν τη σκλαβιά τους «ελευθερία εν Χριστώ».
Τα επόμενα δυο εδάφια που διαβάσαμε μας είπαν κάποια άλλα σημαντικά πράγματα. Το πρώτο απ’ αυτά μας φανέρωσε μια σπουδαία αλήθεια: πως η ελευθερία συνδέεται άμεσα με την αγάπη, πως όποιος δεν αγαπά δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Κι ακόμη πως ελευθερία σημαίνει με αγάπη –κι όχι με καταναγκασμό –να υπηρετεί ο ένας τον άλλο, αντί να δαγκάνει και να τρώει ο ένας τον άλλο, όπως φαίνεται πως γινόταν συχνά –και γίνεται. Και τέλος στο δεύτερο εδάφιο είδαμε πως ναι, είμαστε ελεύθεροι , μερικές φορές όμως πρέπει να αυτοπεριοριζόμαστε για να μην εμποδίζουμε την ελεύθερη πνευματική προκοπή του αδελφού μας, αυτό που με μια λέξη η Αγία Γραφή ονομάζει «σκανδαλισμό». Θάθελα πάνω σ’ αυτό να παρατηρήσω πως ο σκανδαλισμός αποτελεί ολόκληρο κεφάλαιο που αξίζει μ’ αυτό ν’ ασχοληθούμε μια άλλη φορά. Προσωπική μου άποψη είναι πως στο θέμα του σκανδαλισμού υπάρχουν πολλές παρανοήσεις και λαθεμένες αντιλήψεις, συχνά με καλή πίστη, σε αρκετές όμως περιπτώσεις με όχι και τόσο καλή πίστη, με αποτέλεσμα να γίνεται υπερβολική χρήση ή και κατάχρηση του όρου. Αυτά σε παρένθεση.
Με βάση λοιπόν και οδηγό όλα εκείνα που μας είπε ο Λόγος του Θεού μπορούμε να προχωρήσουμε στο θέμα μας πατώντας σε γερό έδαφος.
**************************
Και πρώτα απ’ όλα: τι δεν είναι ελευθερία εν Χριστώ. Ή τι δεν είναι κατ’ ανάγκην ελευθερία εν Χριστώ. Στα νιάτα μας, στην παλιά μας εκκλησία της οδού Παΐκου, ακούγαμε κάθε τρεις και λίγο ότι ελευθερία εν Χριστώ σημαίνει για μια εκκλησία να μην έχει χειροτονημένο ποιμένα, «κλήρο χωρίς ράσα», όπως είχαν οι υπόλοιπες ευαγγελικές αποχρώσεις εκτός από τη δική μας, των «brethren», ή τις ελεύθερες ευαγγελικές εκκλησίες όπως ονομαστήκαμε αργότερα μαζί με τις εκκλησίες που προήλθαν από την κίνηση του Κωνσταντίνου Μεταλληνού. Είναι γεγονός ότι, για παράδειγμα, το να μη γίνεται σε μια τοπική εκκλησία το δείπνο του Κυρίου για χρόνια λόγω απουσίας χειροτονημένου ποιμένα, όπως γινόταν τότε – σήμερα ελπίζω ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει –ασφαλώς αυτό αποτελεί στοιχείο αντίθετο προς την εν Χριστώ ελευθερία, ή για να το πούμε πιο καθαρά, παραβιάζει ανοιχτά την εν Χριστώ ελευθερία. Κάθε περιορισμός άλλωστε που επιβάλλεται από τους ανθρώπους και όχι από το Λόγο του Θεού περιορίζει ασφαλώς και το δικαίωμα στην ελευθερία που δώρισε ο Χριστός στους πιστούς Του. Ωστόσο το να τελούμε ελεύθερα το δείπνο του Κυρίου αποτελεί αναγκαία μεν συνθήκη, όχι όμως ικανή –επαρκή- όπως λέμε στα μαθηματικά. Κι αυτό μπορούμε να το βεβαιώσουμε από πολύ πικρή εμπειρία εμείς που μεγαλώσαμε σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον όπου η επίκληση της εν Χριστώ ελευθερίας ακουγόταν ακατάπαυστα, κι ωστόσο στην πράξη μόνο ελεύθεροι δε νιώθαμε, όχι λόγω του σαρκικού ή του κοσμικού φρονήματός μας, αλλά λόγω «άνωθεν» επιβολής μιας αυστηρής γραμμής που κατέπνιγε την ουσία σε πολλά θέματα και αναδείκνυε τον τύπο σαν κυρίαρχη στάση ζωής σε βάρος του αληθινού πνεύματος και της αληθινής διδασκαλίας του ευαγγελίου. Κάτι που γινόταν και γίνεται συχνά ακόμη και σήμερα και σε πολλές άλλες εκκλησίες, όχι μονάχα στον τόπο μας, μα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο Philip Yancey, από τους πιο σημαντικούς χριστιανούς στοχαστές και συγγραφείς του καιρού μας, περιγράφει στο βιβλίο του «Πώς η Πίστη μου Επέζησε της Εκκλησίας» το πόσο αποδιωγμένος, κακοποιημένος, κατεστραμμένος ένιωθε συχνά εξαιτίας του εκκλησιαστικού του περιβάλλοντος. Κι όπως πολλοί άλλοι χριστιανοί, βρήκε κι αυτός παρηγοριά και στήριξη μονάχα στα γραπτά και στη φιλία μερικών επιφανών χριστιανών που του φέρθηκαν εντελώς διαφορετικά. «Μεγάλωσα σε μια εκκλησία», διηγείται, «που αυτοχαρακτηριζόταν βιβλική, αγορασμένη με το αίμα του Χριστού, αναγεννημένη, με σωστές διδασκαλίες σε εσχατολογικά θέματα και σε θέματα ιστορικής πορείας της εκκλησίας και ερμηνείας των διαφόρων προφητειών, πιστή σε θεμελιώδεις αλήθειες της Αγίας Γραφής». Ωστόσο ο άμβωνας αυτής της τόσο αυτοδιαφημιζόμενης εκκλησίας πολύ συχνά χρησιμοποιούνταν σαν προπύργιο του ρατσισμού και του θρησκευτικού φανατισμού. Εδώ εμείς ρατσισμό – δόξα τω Θεώ- ενσωματωμένο μέσα στη χριστιανική μας διδασκαλία δεν έχουμε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Έχουμε όμως άφθονο δογματισμό και αρκετά άλλα. Είναι τραγικό – κι εντελώς αντιβιβλικό- για μια εκκλησία να εκπαιδεύει και να διαμορφώνει τους πιστούς της με τέτοιο τρόπο. Και να προσπαθεί να τους περάσει όλους μέσα από το ίδιο καλούπι. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Άλλοι, πιο «βολικοί» και πιο «εύκολοι», ας πούμε, δεν αντιδρούν καθόλου και ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τη γραμμή που παίρνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνων που τους μαθαίνουν να πιστεύουν έτσι. Άλλοι είναι λιγότερο εύκολοι, ή και σκέπτονται κάπως περισσότερο. Μερικοί απ’ αυτούς βγαίνουν πληγωμένοι, μερικοί βγαίνουν κατεστραμμένοι. Έτσι όπως κόντεψε να βγει ο Philip Yancey. Δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να σχεδίασε έτσι την εκκλησία Του. Εκείνος αποστρεφόταν τον τύπο και έβλεπε μονάχα την ουσία, κήρυττε το νόμο του Θεού και απεχθανόταν το «νομικισμό», την τήρηση δηλ. κάποιων νομικών διατάξεων σε βάρος του αληθινού νόμου, όπως ήταν η διαστροφή της έννοιας και του περιεχομένου της αργίας του Σαββάτου. Εκείνος κήρυττε μονάχα την ουσιαστική ηθική και αποστρεφόταν τον «ηθικισμό», την επιφανειακή και υποκριτική ηθική των φαρισαίων. Κι ωστόσο η εκκλησία Του ξεχνά πολύ συχνά και το νόμο και την ουσιαστική ηθική και στρέφεται προς το νομικισμό και τον ηθικισμό που τη βολεύει πολύ περισσότερο, γιατί πάντα ο τύπος είναι πολύ πιο εύκολος να τον τηρήσουμε και να τον ακολουθήσουμε απ’ την ουσία. Αντί για τη χρηστότητα, την αγαθοσύνη, την πραότητα, την εγκράτεια κι όλα τ’ άλλα, «μη πιάσης, μη γευθής, μη εγγίσης», όπως έλεγε κι ο απόστολος Παύλος. Δε θα ντυθείς έτσι, δε θα κόψεις τα μαλλιά σου κοντά αν είσαι γυναίκα –πόσο ταλαιπωρήθηκε η εκκλησία μας και πόσο πολύτιμο χρόνο έχασε, κι όχι μονάχα η δική μας, με τα κοντά και τα μακριά μαλλιά… – δε θα αφήσεις μούσι αν είσαι άντρας- και πού πήγαν όλα αυτά σήμερα και πόσο άραγε χειρότεροι γίναμε με τα κοντά μαλλιά των γυναικών και τις γενειάδες ακόμη και εργατών του ευαγγελίου…
Δεν προάγει λοιπόν ούτε και αναστέλλει οπωσδήποτε την εν Χριστώ ελευθερία μας η ύπαρξη ή μη ύπαρξη χειροτονημένου ποιμένα, στοιχείο που συνιστά τον τρόπο διοίκησης μιας εκκλησίας, σίγουρα όμως οι κάθε είδους αστυνομικές διατάξεις που αποτελούν κορύφωση του νομικισμού και του ηθικισμού αποτελούν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα της ελευθερίας. Κι όσο για την ύπαρξη καταστατικού που διέπει τη λειτουργία μιας ομάδας εκκλησιών όπως γίνεται στις ελληνικές ευαγγελικές εκκλησίες, πράγμα που δε βλέπουμε με τόσο καλό μάτι εμείς οι «ελεύθεροι», αυτό δεν περιορίζει τόσο την ελευθερία όσο την αυθαιρεσία και την αταξία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από το άλλο μέρος δεν καραδοκεί και ο κίνδυνος με την ύπαρξη καταστατικού να οδηγηθούμε στην τυπολατρία και στο νομικισμό. Αν κάποιοι θέλουν να μας στερήσουν την ελευθερία, έχουν άπειρους τρόπους να το κάνουν.
Ελευθερία εν Χριστώ βέβαια από το άλλο μέρος δε σημαίνει ασυδοσία και κατεδάφιση των πάντων, δε σημαίνει ότι επειδή είμαστε όλοι ίσοι –είμαστε «βασιλείς και ιερείς», κατά τη βιβλική έκφραση- θα τα ισοπεδώσουμε όλα, δε θα σεβόμαστε κανέναν και τίποτε, θα περιφρονήσουμε οποιαδήποτε γνώση κι οποιαδήποτε αυθεντία, θα θεωρήσουμε ότι έχουμε «εξ επιφοιτήσεως» την ικανότητα να θεολογούμε, να ερμηνεύουμε όπως μας καπνίσει ή μας ταιριάζει ακόμη και τα πιο δύσκολα μέρη του Λόγου του Θεού χωρίς σοβαρή μελέτη, χωρίς σπουδή, χωρίς να ξέρουμε τι έχει ειπωθεί ή τι έχει γραφτεί από σοβαρούς στοχαστές και μελετητές πάνω στα διάφορα σημαντικά θέματα, ή να γινόμαστε όλοι ειδικοί σε θέματα τέχνης, μουσικής, ιστορίας, αρχιτεκτονικής , «προφεσόροι» όπως έλεγε με το καλοσυνάτο χιούμορ του ο πάντα καλοδιάθετος Κωνσταντίνος Μεταλληνός, που είχε πολύ πικρή πείρα από κάτι τέτοιους «ειδικούς».
Κι ακόμη λιγότερο ελευθερία εν Χριστώ σημαίνει να πιάνουμε την πένα και να σπιλώνουμε και να λασπώνουμε πνευματικούς εργάτες και εκκλησίες με διαφόρους υπαινιγμούς και ανοιχτές επιθέσεις. Και δυστυχώς σ’ αυτό το «άθλημα» επιδίδονται κάποια σκανδαλοθηρικά έντυπα που τάχα με αγάπη προσπαθούν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα στις εκκλησίες, καθώς και κάποια συμπλεγματικά άτομα με ειδικότητα στο να κατεδαφίζουν με τη μέθοδο των εγκυκλίων επιστολών ό,τι έχει κτιστεί με κόπους και αγώνες. Πρόσφατα μας κοινοποιήθηκε μια επιστολή-υβρεολόγιο κάποιου μέλους εκκλησίας ενάντια στο πρεσβυτέριό του. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ουσία, ο τρόπος που είναι γραμμένο το κείμενο όχι απλώς ίχνη χριστιανικού ήθους δε διαθέτει, αλλά επιπλέον παραβιάζει οποιοδήποτε στοιχειώδη κανόνα ευγένειας και πολιτισμού. Και το θλιβερότερο, στο τέλος υπογράφει ο επιστολογράφος με το γνωστό: «με αγάπη Χριστού». Ας έλειπε τουλάχιστον αυτό…
Ελευθερία εν Χριστώ ακόμη δε σημαίνει ηθική ασυδοσία, κι αυτό είναι τόσο αυτονόητο που θα μπορούσε και να μην αναφερθεί. Έχουμε τονίσει επανειλημμένα εδώ και πολλά χρόνια πως η Αγία Γραφή είναι ένα άκρως συντηρητικό βιβλίο μόνο με μια έννοια: ότι προβάλλει τον αναλλοίωτο και διαχρονικό ηθικό νόμο του Θεού. Καμιά χαλάρωση στα ήθη, κανένας συμβιβασμός στην ηθική και στην ακεραιότητα δεν επιτρέπεται επειδή η κοινωνία μας έχει γίνει πιο ανεκτική σε πολλά Όσο απαράδεκτη ήταν η ελαφρότητα στην αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου και των διαζυγίων στον 1ο μ.Χ. αιώνα, άλλο τόσο είναι και σήμερα. Όσο απαράδεκτο ήταν το ψέμα, η απάτη, η υποκρισία κι όλες οι άλλες αμαρτίες στα χρόνια των αποστόλων, άλλο τόσο είναι και σήμερα. Ας μη συγχέουμε λοιπόν την εν Χριστώ ελευθερία με την τυχόν χαλάρωση στα ήθη και στις αρχές μας. Άλλο αν σαν χριστιανικά ήθη και σαν χριστιανικές αρχές προβάλλονταν παλιότερα –και προβάλλονται ακόμη και σήμερα- και τυπικές διατάξεις που λίγη σχέση είχαν και έχουν με την ουσιαστική ηθική και τις πραγματικές αρχές του Λόγου του Θεού.
Και τέλος άλλο ελευθερία εν Χριστώ κι άλλο προχειρότητα και λαϊκισμός στην εκκλησία, στην ώρα της λατρείας και στις κάθε μορφής εκδηλώσεις της. Προσωπικά δε θα ένιωθα καθόλου πως περιορίζεται η ελευθερία μου αν η λατρεία μας είχε περισσότερο λειτουργική μορφή και λειτουργική ροή. Αντίθετα μάλιστα, θα αισθανόμουν πως το πνεύμα μου υψώνεται περισσότερο και επικοινωνεί βαθύτερα και ουσιαστικότερα με το Θεό. Ελευθερία εν Χριστώ δε σημαίνει πως στην ώρα της λατρείας θ’ αρχίσω να χοροπηδάω ή να εκτελώ άλλες γυμναστικές ασκήσεις για να επικοινωνήσω τάχα πιο αποτελεσματικά με το Θεό, όπως συμβαίνει σε κάποιες εκκλησίες, ούτε να ψάχνει ο άμβωνας να βρει τους ύμνους και καμιά φορά και το θέμα του επιτόπου αυτοσχεδιάζοντας και προχειρολογώντας. Ασφαλώς η ομοιομορφία και η τυπικά ευσεβής στάση, ίδια κι απαράλλαχτη για όλους, δεν είναι ό,τι καλύτερο. Και χαίρομαι πολύ να βλέπω στην εκκλησία μας άλλους να λατρεύουν τον Κύριο με υψωμένα χέρια, άλλους πιο θερμά, άλλους πιο συγκρατημένα, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους και τη χριστιανική παιδεία τους. Σε όλα όμως υπάρχει ένα μέτρο, και η ευπρέπεια και η καλώς εννοούμενη αξιοπρέπεια θα πρέπει να χαρακτηρίζει όλες τις εκδηλώσεις του χριστιανού. Βλέπετε, άλλο ελεύθερη λατρεία προς το Θεό και ελεύθερη έκφραση της πίστης, κι άλλο λαϊκό γλέντι. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την αντίθεσή του σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις , καταλήγει: «πάντα ας γίνωνται ευσχημόνως και κατά τάξιν» -όλα να γίνονται με ευπρέπεια και τάξη.
**************************
Να λοιπόν κάποια πράγματα που σε πρώτη ματιά θα μπορούσαν μερικά απ’ αυτά να θεωρηθούν πως αποτελούν συστατικό της εν Χριστώ ελευθερίας, που όμως στην πραγματικότητα είναι ξένα προς την ουσιαστική ελευθερία για την οποία μας μιλά ο Λόγος του Θεού.
Αν τώρα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα «ποια είναι τα πραγματικά χαρακτηριστικά της εν Χριστώ ελευθερίας», τότε είναι πιθανό πως στα περισσότερα θα υπάρξουν διαφορετικές απόψεις και αρκετές διαφωνίες. Είναι, βλέπετε, ένα κεφάλαιο η ελευθερία που έχει ελάχιστα συζητηθεί ανάμεσα στους χριστιανούς, που συνήθως περιορίζονται στις διακηρύξεις πως είναι «αληθινά ελεύθεροι», πως «απολαμβάνουν την εν Χριστώ ελευθερία», χωρίς όμως να προσπαθούν και να προσδιορίσουν το περιεχόμενό της. Βέβαια εκεί που όλοι συμφωνούμε είναι πως ασφαλώς ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της είναι η απαλλαγή από πάθη, από αμαρτίες, από σκοτεινά συναισθήματα. Είναι πολλοί εκείνοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο που μπορούν να βεβαιώσουν πως ο Χριστός τους ελευθέρωσε από το πιοτό, από τα ναρκωτικά, από σαρκικά πάθη, από εγωισμούς και κακίες και μίση. Κι όσο περισσότερο αφήνουμε το Πνεύμα το Άγιο να δουλέψει ελεύθερα μέσα μας, τόσο πιο ελεύθεροι απ’ όλα αυτά νιώθουμε. Θα ευχόμουν μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς που ομολογούν το Χριστό νάταν απελευθερωμένοι από αισθήματα φθόνου και από εκδηλώσεις μικροψυχίας, φαίνεται όμως πως αυτά τα τελευταία –ο φθόνος και η μικροψυχία- πολύ δύσκολα βγαίνουν μέσα από την ανθρώπινη καρδιά. Προσωπικά στις αρκετές δεκαετίες που ζω ανάμεσα σε χριστιανούς ελάχιστα έχω δει ή ακούσει ή διαβάσει για κάποιους αληθινά μεγαλόψυχους. Ίσως φταίει και το ότι η μεγαλοψυχία –απαραίτητη προϋπόθεση για να συγχωρείς και ν’ αγαπάς- ελάχιστα ή και καθόλου δεν τονίζεται ή δε διδάσκεται σα χριστιανική αρετή. Κι όμως πολλά θάχαν να κερδίσουν οι χριστιανοί κι οι χριστιανικές κοινότητες αν χαρακτηρίζονταν από κάπως περισσότερη μεγαλοψυχία. Και θα ένιωθαν όλοι και πολύ πιο ελεύθεροι- εν Χριστώ…
Τι άλλο όμως περιέχει η αληθινή εν Χριστώ ελευθερία; Ασφαλώς αρκετά από τα συστατικά της ελευθερίας, όπως έχουν διαμορφωθεί στην παγκόσμια συνείδηση μέσα στους αιώνες, ύστερα από πολλούς αγώνες και πολύ συζήτηση. Κι είναι αυτά τα συστατικά –όλα- βασισμένα στις αρχές του Λόγου του Θεού, όπως εύκολα θα μπορούσε να διαπιστώσει κάθε καλόπιστος παρατηρητής. Προσωπικά ξεχωρίζω τρία απ’ αυτά, χωρίς να αποκλείσω ότι υπάρχουν κι άλλα, ίσως όχι τόσο θεμελιακά:
1) Ελευθερία στο στοχασμό, στο διάλογο και στη διακίνηση των ιδεών, μέσα στα πλαίσια πάντοτε του Λόγου του Θεού.
2) Κατάργηση κάθε καταναγκασμού και κάθε κομματικής γραμμής σε θέματα συμπεριφοράς, εξωτερικών εκδηλώσεων και εκκλησιαστικής πορείας.
3) Ελευθερία στην έκφραση, ιδιαίτερα στην καλλιτεχνική έκφραση και στη δημιουργικότητα.
Και πρώτα ο ελεύθερος στοχασμός κι ο ελεύθερος διάλογος. Σαν ποιμένες, σαν πρεσβύτεροι, σαν παλιότεροι στην πίστη δικαιούμαστε να διαμορφώνουμε την άποψή μας και να την εκφράζουμε. Κι αυτό σε θέματα ερμηνείας εδαφίων, σε θέματα ατομικής και εκκλησιαστικής τακτικής και καθημερινής συμπεριφοράς, σε θέματα κοινωνικά και σε πολλά άλλα. Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να παρουσιάζουμε την άποψή μας αυτή σαν το μοναδικό δρόμο της αλήθειας και να προσπαθούμε να την επιβάλλουμε σε όλους ανεξαίρετα τους πιστούς, είτε τους ταιριάζει είτε όχι, είτε ανταποκρίνεται σ’ αυτή την άποψη η εσωτερική πνευματική τους συγκρότηση είτε όχι. Είναι πολύ κακή η εικόνα μιας εκκλησίας που οι πιστοί της παρουσιάζουν ή, πιο σωστά, προσπαθούν να παρουσιάσουν ομοιομορφία αντιλήψεων σε όλα τα θέματα –και βέβαια δεν μιλούμε για τις βασικές αρχές της Γραφής όπου όλοι συμφωνούμε. Κι είναι πολύ καλή, και πολύ ευλογημένη η εικόνα μιας εκκλησίας όπου πολλοί πιστοί –μακάρι και όλοι- προβληματίζονται, μελετούν , ερευνούν, συζητούν, στοχάζονται για να διαμορφώσουν τις δικές τους ατομικές αντιλήψεις πάνω σε θέματα σαν τα παραπάνω, κι αυτά δεν είναι καθόλου λίγα. Πάντα ονειρεύομαι μια εκκλησία με ομάδες συζητήσεων πάνω σε χίλια – δυο θέματα όπου ο καθένας θα εκφράζει ελεύθερα την άποψή του , ό,τι έχει ή ό,τι κρύβει μέσα του, χωρίς να χαρακτηριστεί «μοντερνιστής» ή «κοσμικός» ή «μη πνευματικός» από τους υπόλοιπους, όπου θα συζητιέται ελεύθερα ακόμη και το περιεχόμενο βιβλίων, κινηματογραφικών ή θεατρικών έργων ή τηλεοπτικών εκπομπών από χριστιανική σκοπιά και κάτω από το φως της διδασκαλίας του Χριστού. Και φυσικά δε μιλώ για τις τακτικές συνάξεις της εκκλησίας. Αυτές πολύ σωστά ο δικός μας τουλάχιστον άμβωνας τις κρατά μέσα σε κάποια πλαίσια ευχαρίστως αποδεκτά από όλους. Μιλώ για κάποιες ελεύθερες ώρες όπου να μετέχουν ή να μη μετέχουν όσοι το επιθυμούν, για κάποιες συγκεντρώσεις νεαρών ζευγαριών όπου είχα ελπίσει πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, για κάποιους κύκλους νέων ανθρώπων και κάποια νεανικά συνέδρια που δυστυχώς τις περισσότερες φορές αναμασούν τα ίδια και τα ίδια αλλάζοντας μόνο το χαρτί του περιτυλίγματος.
Θυμάμαι το επιχείρημα που είχα ακούσει κάποτε σε ένα συνέδριο νέων σε κάποια ομιλία σχετικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, και –κυρίως- την τηλεόραση. Ήταν ακόμη η τηλεόραση στα πρώτα βήματά της στον τόπο μας, και δεν είχαν υποκύψει όλοι ή σχεδόν όλοι οι χριστιανοί στον πειρασμό της όπως σήμερα. «Και ας πούμε», είχε καταλήξει ο ομιλητής, «πως υπάρχουν και κάποιες καλές ταινίες, και κάποια καλά θεάματα, και κάποιες καλές εκπομπές. Και σας ρωτώ: τι έχετε να χάσετε αν δεν τα δείτε;» Που θα πει: «μην ψάχνετε και μην ενδιαφέρεστε να γίνετε καλύτεροι και σοφότεροι απ’ όσο είστε. Μια χαρά είστε έτσι όπως είστε, και πολύ σας πάει»… Κάπως έτσι φαίνεται είχαν και έχουν καθορίσει τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία τη δική τους και των αδελφών τους οι χριστιανοί μέσα στους αιώνες, και υποστήριξαν το θεσμό της δουλείας κι εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υποστηρίζουν μερικοί τις φυλετικές διακρίσεις κι αρκετοί τη θανατική καταδίκη, την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τους «δίκαιους» πολέμους κι άλλα παρόμοια, κι έχουν μείνει πίσω στο τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ισότητας των φύλων και των δικαιωμάτων του γυναικείου πληθυσμού, τη στιγμή που άλλοι μη χριστιανοί, πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι σ’ αυτούς τους τομείς, έχουν κάνει σημαντικές προόδους κι έχουν διδάξει κι έχουν διδαχτεί και μέσα από το θέαμα – και κυρίως μέσα απ’ αυτό. Αποτελεί τραγωδία για την ανθρωπότητα και κυρίως για το χριστιανικό κίνημα, ότι ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου και κήρυξε ελευθερία για τους «δεσμίους», κι αρκετοί οπαδοί Του δεν κατάλαβαν ή δε θέλησαν να καταλάβουν το νόημα της αληθινής εν Χριστώ ελευθερίας. Κι έμειναν στάσιμοι και μετεξεταστέοι σε θέματα που θάπρεπε νάναι πρώτοι και πρωτοποριακοί , κι όπου πολλές φορές τους πέρασαν άλλοι που κατάλαβαν τις διδαχές του Χριστού πιο σωστά και πιο ολοκληρωμένα απ’ όσο οι ίδιοι οι οπαδοί Του. Αυτά ως προς την ελευθερία στο στοχασμό, στο διάλογο και στη διακίνηση των ιδεών, που βέβαια μόλις και μετά βίας μπορούμε να θίξουμε απλά το τεράστιο αυτό κεφάλαιο μέσα στα περιορισμένα χρονικά μας όρια. Που μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται και το τόσο σημαντικό θέμα της έλλειψης περιοδικού ή περιοδικών επικαιρότητας με ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, διάλογο με τους αναγνώστες, άρθρα πάνω σε θέματα του καιρού μας, κριτική βιβλίων, θεάτρου, κινηματογράφου, τηλεόρασης από χριστιανική σκοπιά. Κι αυτά από ανθρώπους νέους με όρεξη, με ενθουσιασμό, με ζωντάνια, γεμάτους με το Πνεύμα του Θεού και με βαθιά συναίσθηση του τι σημαίνει ελεύθερη συμπεριφορά, ελεύθερη διαμόρφωση γνώμης, ελευθερία εν Χριστώ. Πού είναι όλα αυτά; Δυστυχώς μονάχα στο χώρο της –μη- επιστημονικής φαντασίας. Και πώς περιμένουμε με τη στερεότυπη ξύλινη γλώσσα μας να διαμορφώσουμε αληθινά ελεύθερες προσωπικότητες;
Είχε πει ο Μαρτίνος Λούθηρος: «Ο καθένας πιστεύει με δική του ευθύνη και δικό του κίνδυνο, και ο καθένας οφείλει να σιγουρευτεί από μόνος του αν η πίστη του είναι καλή[… ]Κανένας δεν μπορεί να με υποχρεώσει να πιστεύω ό,τι δε θέλω να πιστεύω[…]Η συνείδηση του ανθρώπου αξίζει περισσότερο από χίλιες ξένες μαρτυρίες. Την ημέρα της κρίσης του Θεού δε θα κριθούμε σύμφωνα με καμιά άλλη μαρτυρία, παρά μόνο σύμφωνα με τη μαρτυρία της δικής μας συνείδησης. Αυτή η μαρτυρία βρίσκεται πάνω από εκείνη ολόκληρου του κόσμου. Η συνείδηση δεν πρέπει να υποτάσσεται σε κανέναν».
Αυτά ο Μαρτίνος Λούθηρος. Πόσοι όμως από εκείνους που τον ακολούθησαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο μπόρεσαν ή θέλησαν να τον καταλάβουν…
**************************
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της εν Χριστώ ελευθερίας είπαμε πως είναι η κατάργηση κάθε καταναγκασμού και κάθε κομματικής γραμμής σε θέματα συμπεριφοράς, εξωτερικών εκδηλώσεων και εκκλησιαστικής πορείας. Είπαμε μερικά πράγματα πάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο πιο πριν. Αυτή όλη η «κοινωνική», ας την πούμε, καταπίεση μέσα σε διάφορες εκκλησίες και εκκλησιαστικές ομάδες, όπου πρέπει νάναι όλοι ίδιοι, όλοι να εμφανίζονται, να συμπεριφέρονται, να μιλούν σα να βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι, κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα θελήσει ν’ ακολουθήσει κάπου μια δική του πορεία, είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να καταπνίγει και να καταργεί την αληθινή εν Χριστώ ελευθερία. Πριν από μερικές μέρες σε κάποια συζήτηση στην εκκλησία μας κάποιος διατύπωσε τη γνώμη πως όσο ζούμε είναι πολύ δύσκολο να είμαστε σίγουροι για το διπλανό μας αν είναι πραγματικό παιδί του Θεού. Κι αυτό είναι αλήθεια σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Κι ωστόσο κάποιες εκκλησίες χωρίζουν τους νέους ανάλογα με την προφορική τους δήλωση, αν είναι αναγεννημένοι ή μη αναγεννημένοι, κι οι αναγεννημένοι απολαμβάνουν κάθε προνόμιο, ακόμη και από εκείνα που δεν έχουν άμεση σχέση με τα πνευματικά θέματα, ενώ οι μη αναγεννημένοι είναι, ας πούμε, «πολίτες δεύτερης κατηγορίας». Ενέργεια που και την ελευθερία της συνείδησης παραβιάζει, και σε υποκρισία και εθελοθρησκεία μπορεί να οδηγήσει.
Θυμάμαι πριν χρόνια, όταν είχαν αποφασίσει κάποιοι νεαροί μουσικοί από τις εκκλησίες μας να δημιουργήσουν μια μικρή συμφωνική ορχήστρα. Ωραίο σχέδιο, όσο και μεγαλεπήβολο και αρκετά δύσκολο στην πραγματοποίησή του. Στην ιδρυτική τους λοιπόν διακήρυξη είχαν γράψει πως στην ορχήστρα μπορεί να πάρει μέρος «κάθε αναγεννημένος νέος ή νέα που παίζει κάποιο όργανο». Τελικά η ορχήστρα συγκροτήθηκε. Δεν ξέρω με ποια κριτήρια ή με ποιους ανιχνευτές διαπιστώθηκε ποια από τα υποψήφια μέλη της ήταν αναγεννημένα ή μη αναγεννημένα. Σκάλωσε όμως στα πρώτα της βήματα –και ξέρετε γιατί; Απ’ ό,τι μου διηγήθηκαν τα παιδιά, ένα από τα πρώτα κομμάτια που καταπιάστηκαν ήταν η περίφημη –και υπέροχη- «μουσική των νερών» του Χαίντελ. Τους είπαν λοιπόν κάποιοι από τους θεματοφύλακες της πνευματικής ορθής γραμμής , από εκείνους που πάντα «ξέρουν» : «με κοσμικό κομμάτι ασχολείστε; Αυτό είναι απαράδεκτο», τους αποθάρρυναν, τους μπέρδεψαν και στο τέλος τους οδήγησαν στη διάλυση. Κάποια πιστή κοπέλα ζει εδώ και χρόνια σε μια πόλη του εξωτερικού και συχνάζει σε μια από τις γνωστές εκκλησίες της. «Εκείνο που μου αρέσει σ’ αυτή την εκκλησία», είπε στους δικούς της, «είναι ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί σου για να σε κρίνει, να σε βάλει στο μικροσκόπιο, να σε κουτσομπολέψει, να μετρήσει την πνευματικότητά σου, να σε υποχρεώσει να συμμορφωθείς με κάποια γραμμή. Ο καθένας κοιτάζει τη δουλειά του, την αποστολή του και τη δική του ατομική πνευματική ζωή». Δεν ξέρω πόσες τέτοιες εκκλησίες υπάρχουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Φοβάμαι ότι δεν είναι και πάρα πολλές. Κι αναρωτιέμαι πόσους αξιόλογους ανθρώπους, πόσα λαμπρά μυαλά, πόσα χαρίσματα και ταλέντα χάσαμε γιατί οι συνήθειές τους, ο τρόπος ζωής τους, το στυλ τους δεν άρεσαν στην «ομάδα» γιατί δε χωρούσαν μέσα σε προκαθορισμένα καλούπια. Κάπου, σε κάποιο μυθιστόρημά του ο Ντοστογιέφσκι -στους «Αδελφούς Καραμαζώφ», αν δεν κάνω λάθος- βάζει στο στόμα του μεγάλου ιεροεξεταστή μια συγκλονιστική φράση που απευθύνεται στον ίδιο το Χριστό : «Μη ξαναγυρίσεις! Σταμάτα να μας καταπιέζεις με την ελευθερία σου!»… Ο Χριστός μας χάρισε την πιο υπέροχη ελευθερία που μπορούσε να υπάρξει στο σύμπαν, κι εμείς την αποδιώχνουμε αυτή την ελευθερία, και καμιά φορά αποδιώχνουμε και τον ίδιο το Χριστό. Πριν πολλά χρόνια –την εποχή εκείνη τέτοιου είδους φαινόμενα σαν τα παρακάτω ήταν πολύ πιο συχνά απ’ όσο σήμερα- είχα τυχαία βρεθεί σε μια συζήτηση ανάμεσα στους νέους κάποιας εκκλησίας. Τους είχε γίνει πρόταση από τη νεολαία μιας άλλης εκκλησίας, διαφορετικής απόχρωσης, για συνεργασία στον ευαγγελιστικό τομέα. Ήταν θλιβερό ν’ ακούει κανείς νέους ανθρώπους που έπρεπε νάναι απαλλαγμένοι από φανατισμούς και προκαταλήψεις, να συζητούν επί πολλή ώρα με σοβαροφανή επιχειρήματα αν αποτελεί διακονία ή όχι το να συνεργαστούν με τους νέους της άλλης εκκλησίας. Στην πραγματικότητα ο καημός τους δεν ήταν η ίδια η διακονία και η συμμόρφωσή τους με το θέλημα του Θεού. Ήταν ο φόβος μη τυχόν παρεκκλίνουν από τη γραμμή της εκκλησίας τους που απαιτούσε να συνεργάζονται με χριστιανούς μόνο της δικής τους απόχρωσης. Όπως είχε πει κάποτε και κάποιος νεαρός αδελφός, αφού είχε απαλλαχτεί από τέτοιες προκαταλήψεις και τυπολατρίες: «τώρα πια αγαπώ το Χριστό· πιο πριν αγαπούσα την εκκλησία μου»…
**************************
Το τρίτο και τελευταίο από τα χαρακτηριστικά της εν Χριστώ ελευθερίας είπαμε πως είναι η ελευθερία στην έκφραση, ιδιαίτερα στην καλλιτεχνική έκφραση και στη δημιουργικότητα. Κάθε χρόνο συγκεντρώνονται για δυο-τρεις μέρες στη Λεπτοκαρυά οι χριστιανοί καλλιτέχνες στην ετήσια συνάντησή τους των καλλιτεχνών, τα λένε μεταξύ τους, αναπνέουν λίγο καθαρό αέρα και γυρίζουν ευχαριστημένοι στα σπίτια τους και στις εκκλησίες τους για να ξαναθυμηθούν οι πιο πολλοί την εν Χριστώ ελευθερία στη δημιουργικότητα και πάλι τον επόμενο χρόνο. Τι φταίει περισσότερο για την απραξία των πιο πολλών; Το αφιλόξενο κλίμα για τις καλές τέχνες μέσα στις περισσότερες εκκλησίες ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες; Ασφαλώς και τα δυο μαζί, προπάντων όμως το πρώτο. Έχουμε σπουδαίους καλλιτέχνες σε όλα τα είδη της τέχνης –και κάποτε πρέπει να μιλήσουμε και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η τέχνη στην ατομική και εκκλησιαστική πνευματική μας ζωή- και τους κρατάμε στην άκρη. Κι αυτοί αντί να προσπαθούν να διαφωτίσουν τους αδελφούς τους πάνω στην πνευματική χρησιμότητα της τέχνης και αντί να προσπαθούν να δουλέψουν με αγάπη και υπομονή για να κάνουν το κλίμα πιο ευνοϊκό για την τέχνη μέσα στις εκκλησίες τους, προτιμούν τον πιο εύκολο δρόμο, να εγκαταλείψουν κάθε πνευματική προσπάθεια και να δραστηριοποιούνται έξω από τις εκκλησίες και έξω από το έργο του Θεού, κι αρκετές φορές ν’ απομακρύνονται κι από ανάμεσά μας. Κι αν απ’ το άλλο μέρος πού και πού μερικοί καταφέρνουν μερικά σημαντικά πράγματα μέσα στα πλαίσια της εκκλησίας, αυτό γίνεται με πολλή κριτική και με διαφόρων ειδών εμπόδια. Θυμάστε την παραβολή των ταλάντων. Εκεί ο Χριστός κατηγορεί το δούλο που παράχωσε το τάλαντό του στη γη και περιγράφει τη σκληρή τιμωρία του. Πόσο μεγαλύτερη άραγε τιμωρία επιφυλάσσεται σ’ αυτούς που εμποδίζουν να αξιοποιηθούν όχι τα δικά τους τάλαντα, αλλά τα τάλαντα και τα χαρίσματα των αδελφών τους που δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο; Και φυσικά δεν πρόκειται μονάχα για καλλιτεχνικά ταλέντα, παρά για οποιοδήποτε χάρισμα. Η κάθε εκκλησία θάπρεπε κανονικά να σφύζει από ζωή και δραστηριότητα σε διαφόρους τομείς. Έμφυτη έχουμε όλοι μας τη θέληση και την ικανότητα να δημιουργήσουμε κάτι, ένα χάρισμα ή ένα ταλέντο, και δεν υπάρχει πιο ευλογημένη πραγματικότητα από την αξιοποίησή του για τη δόξα του Θεού. Μακάριες οι αληθινά ελεύθερες εν Χριστώ εκκλησίες που αφήνουν ανεμπόδιστη και ενθαρρύνουν την ανάπτυξη όλων αυτών των χαρισμάτων και των ταλέντων. Μακάρι στις μεγαλύτερες εκκλησίες, παράλληλα με τα αθλητικά τους τμήματα που απ’ ό,τι βλέπω έχουν αρκετά δραστηριοποιηθεί, να είχαν δημιουργηθεί και αναπτυχθεί και τμήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, ποίησης, εικαστικών τεχνών, μουσικής σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι σήμερα, κι ας μη μιλήσω για τμήματα θεάτρου, κινηματογράφου, μίμησης και χορογραφίας γιατί κινδυνεύω να γίνω αποσυνάγωγος . Μας φαίνονται περίεργα και ανορθόδοξα όλα αυτά; Είναι γιατί ξεχνάμε ότι η δημιουργικότητα και η τέχνη βρίσκονται μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση, και τα έχει βάλει ο ίδιος ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, κι αν σε μια ομάδα νέων ανθρώπων δεν δώσουμε τις ευκαιρίες ν’ αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους μέσα στην εκκλησία, θα το κάνουν έξω απ’ αυτήν και στο τέλος θα τους χάσουμε –κι έχουμε χάσει ήδη αρκετούς.
Τον περασμένο Οκτώβριο έγινε στην Αθήνα μια μεγάλη καλλιτεχνική προσπάθεια. Ουσιαστικά συγκεντρώθηκε ένα σημαντικό ποσοστό από το μουσικό δυναμικό όλων των ευαγγελικών εκκλησιών της χώρας μας για την παρουσίαση του περίφημου ορατόριου «Μεσσίας» του Χαίντελ. Ασφαλώς ήταν μια μοναδική ευκαιρία ανάμεσα στ’ άλλα για ευαγγελισμό και για πνευματική οικοδομή των πιστών, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που δεν είναι του παρόντος να το κρίνουμε. Θάθελα λοιπόν να περιγράψω σα μια πειραματική απόδειξη για όσα ανέφερα πιο πάνω, πόσο η έλλειψη ελευθερίας και οι διάφορες προκαταλήψεις μέσα στον ευαγγελικό χώρο θα μπορούσαν να ματαιώσουν μια τέτοια προσπάθεια, πόσο πολύ μ’ άλλα λόγια θα μπορούσε το Πνεύμα του Θεού να εμποδιστεί να δουλέψει ελεύθερα. Και σκεφθείτε πως εδώ πρόκειται για μια συναυλία κλασικής μουσικής αποδεκτή πια από το σύνολο σχεδόν των πιστών. Πού να μιλήσουμε για πρωτοποριακές νεανικές εκδηλώσεις, για σύγχρονη μουσική, για άλλες μορφές τέχνης…
Καταρχήν στην προσπάθεια αυτή δούλεψαν και συνεργάστηκαν –αρμονικότατα- ευαγγελικοί όλων των αποχρώσεων: κυρίως ελεύθεροι με πρεσβυτερικούς, αλλά και κάποιοι πεντηκοστιανοί. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο αποτέλεσμα χωρίς αυτή τη συνεργασία. Και δεν πρόκειται μονάχα για την περίπτωση αυτή. Οι προκαταλήψεις που περιορίζουν και ματαιώνουν τη συνεργασία ανάμεσα σε αδελφούς –χαρακτηριστικό αντίθετο με την εν Χριστώ ελευθερία- αποτελούν τροχοπέδη για μεγάλες προσπάθειες στο έργο του Θεού.
Το δεύτερο στοιχείο που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εμπόδιο για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης, ήταν η παρουσία στην ορχήστρα μουσικών που δεν ανήκουν στο δικό μας χώρο και που πιθανότατα όλοι, ή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, δεν είναι πιστά παιδιά του Θεού –τακτική που αναγκαστικά ακολουθούμε εδώ και πολλά χρόνια και στις συναυλίες μας στην πόλη μας. Παλιότερα κάτι τέτοιο θα μπορούσε και να ματαιώσει τη συναυλία. Τη φορά αυτή κάποιος από τους υπεύθυνους της εκκλησίας που μας φιλοξενούσε –κι ήταν αυτό ευχάριστη έκπληξη για μένα –όταν του γνωστοποίησα τις προθέσεις μου, μου απάντησε: «α, δεν πειράζει! Ευκαιρία άλλωστε ν’ ακούσουν κι αυτοί το μήνυμα του Χριστού!» Να λοιπόν ένα σημαντικό βήμα στην κατάκτηση της εν Χριστώ ελευθερίας. Και θυμήθηκα τη νεαρή κοπέλα, πρώτο βιολί για αρκετά χρόνια στις χριστουγεννιάτικες συναυλίες μας, που σκοτώθηκε στο άνθος της ηλικίας της σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Που δε θάχε ίσως την ευκαιρία ν’ ακούσει για τη σωτηρία του Χριστού αν δεν της προσφέραμε εμείς αυτή τη δυνατότητα.
Κι ακόμη θα μπορούσε να ματαιωθεί η όλη εκδήλωση, αν οι υπεύθυνοι της εκκλησίας της οδού Αλκιβιάδου είχαν αρνηθεί να μας παραχωρήσουν το χώρο της εκκλησίας, με το αιτιολογικό ότι η αίθουσα δεν παραχωρείται για συναυλίες, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί με κάποιες εκκλησίες στο παρελθόν, κι ακόμη περισσότερο στην εποχή που πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο καθώς και στα αμέσως κατοπινά χρόνια, όπου οι διάφοροι ποιμένες δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την παρουσίαση ενός μουσικού έργου, έστω και με πνευματικό περιεχόμενο, μέσα στο χώρο της εκκλησίας, ή και έξω απ’ αυτήν. Είχαμε διηγηθεί και πέρσι για τον περίφημο Τζων Γουέσλεϋ που μετά το τέλος κάποιας συναυλίας με το «Μεσσία», όπου ήταν και ο ίδιος παρών, παρατήρησε ενοχλημένος: «αμφιβάλλω αν ο κόσμος θα παρακολουθούσε μια ώρα λατρείας με τόση ευλάβεια, όπως έκανε με την ώρα αυτή της μουσικής ψυχαγωγίας»…
Μην πάμε όμως και τόσο μακριά. Μόλις πριν μερικά χρόνια κάποιος εργάτης το ευαγγελίου, συνεργάτης αρκετών χριστιανικών περιοδικών, σε μια επιστολή που μας έστειλε… «κατήγγειλε» το ραδιοφωνικό σταθμό της ελεύθερης εκκλησίας της Αθήνας ότι μετέδιδε…κλασική μουσική και άφηνε τις γυναίκες να μιλούν…Μη τυχόν κι ακουστεί κάπου γυναικεία φωνή που να μην είναι…τραγουδιστή!…
Αλλά μήπως, εδώ που τα λέμε, το φαινόμενο της απουσίας γυναικών από αυτό εδώ το βήμα στα συνέδριά μας δεν είναι κι αυτό ένα δείγμα για το πόσο πίσω είμαστε ακόμη στην υγιή, την αληθινή εν Χριστώ ελευθερία; Θυμάστε ακόμη στον τηλεοπτικό μας σταθμό «ΕΛΛΑΣ 62». Αναλογιστείτε πόσο θάχαμε προχωρήσει ανάμεσα στ’ άλλα και στον τομέα της ελεύθερης και ποιοτικής καλλιτεχνικής έκφρασης αν όλοι προσφέραμε ό,τι καλύτερο διαθέταμε αντί να στεκόμαστε από μακριά και να επικρίνουμε. Δυστυχώς, ένα δώρο δεν μπορεί να χαριστεί με τη βία. Κι εμείς δεν το θέλαμε. Κι ο Θεός μας το πήρε πίσω. Αν οι ορίζοντές μας ήταν πιο ανοιχτοί κι αν συλλογιόμασταν πιο ελεύθερα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά…
Έχουν περάσει είκοσι αιώνες από τότε που ο Χριστός διακήρυξε πως η Αλήθεια ελευθερώνει, κι ο απόστολος Παύλος μας προειδοποίησε για τον κίνδυνο να μπούμε και πάλι κάτω από ζυγό δουλείας, αν δεν επιμένουμε στην ελευθερία που μας χάρισε ο Χριστός. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια η εκκλησία πήρε κάποια μαθήματα πάνω στο σημαντικό αυτό θέμα, φοβάμαι όμως πως μαθαίνει πολύ λιγότερα απ’ όσα έπρεπε να μαθαίνει και με πολύ αργό ρυθμό. Και προπάντων έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με όλα εκείνα που έχουν διδαχτεί πολλοί από τους ανθρώπους του κόσμου πάνω στο τεράστιο κεφάλαιο της ελευθερίας, με λάθη έστω, με υπερβολές πολλές φορές, αν όμως δεν πέσεις στο νερό δε μαθαίνεις να κολυμπάς. Ακόμη και σε ένα τομέα που θάπρεπε να είναι πρώτοι οι χριστιανοί, στον έπαινο και στον καλό λόγο για τον αδελφό τους, ακόμη και σ’ αυτό, πολλοί είναι εκείνοι που μετρούν τα καλά τους λόγια με το σταγονόμετρο, κι είναι κι αυτό δείγμα μικροψυχίας κι έλλειψης εσωτερικής ελευθερίας. Δυστυχώς οι «υιοί του αιώνος τούτου» πολύ συχνά είναι σοφότεροι από τους πιστούς των εκκλησιών. Παρακολουθείστε στην τηλεόραση τις μέρες αυτές με την προεκλογική κίνηση τα συνθήματα των κομμάτων, τις ομιλίες των πολιτικών και τις συζητήσεις. Όλοι μιλούν για συναίνεση, για ομοψυχία και για ενότητα, που αποτελεί δύναμη. Οι κοσμικοί τόχουν καταλάβει, οι χριστιανοί δεν εννοούν να το καταλάβουν πως οι διαιρέσεις και οι διαμάχες είναι που καταστρέφουν κάθε καλή προσπάθεια. Και οι περισσότερες διαμάχες και διαιρέσεις στις εκκλησίες προέρχονται από τρεις αιτίες: από τον ανθρώπινο εγωισμό, από παρανόηση και κακή χρήση της έννοιας της εν Χριστώ ελευθερίας, και κυρίως από την απουσία της εν Χριστώ ελευθερίας. Και φυσικά, όπου υπάρχουν διαιρέσεις και διαμάχες, ας μην περιμένουμε ποτέ να φυτρώσει το λουλούδι της αγάπης. Να πώς συνδέεται η αγάπη με την ελευθερία. Δύσκολα μπορεί να καλλιεργηθεί η αγάπη, που είναι μεγαλύτερη κι από την πίστη κι από την ελπίδα, χωρίς την αληθινή εν Χριστώ ελευθερία. Σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια χριστιανοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο που ομολογούν αναγέννηση, που ζουν μια συνεπή ηθική ατομική ζωή, που προσεύχονται τακτικά, που μελετούν καθημερινά το Λόγο του Θεού (αν και δυστυχώς η προσευχή και η μελέτη της Γραφής δεν αποτελεί καθημερινή συνήθεια τόσων χριστιανών όσο παλιότερα), που όμως κάθε άλλο παρά ελεύθεροι εν Χριστώ είναι στη νοοτροπία και στις αντιλήψεις τους, εντελώς αντίθετα με το παράδειγμα της ελευθερίας που μας έχει δώσει ο Κύριος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πίστη. Δεν έχουν όμως αγάπη. Γιατί όποιος δεν είναι αληθινά ελεύθερος εν Χριστώ, όποιος δεν αναπνέει τον ολοκάθαρο ελεύθερο αέρα της εν Χριστώ ελευθερίας, όποιος δε νιώθει να πετά ελεύθερος στους αιθέρες της εν Χριστώ ελευθερίας, αυτός δεν μπορεί και ν’ αγαπάει. Κι όποιος δεν αγαπάει, μας λέει ο Λόγος του Θεού, ποτέ δε γνώρισε το Θεό. Γιατί ο Θεός είναι η ίδια η αγάπη.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία του Στέφανου Κατσάρκα που δόθηκε σε Συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, 23/02/04)