Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ. Γράφει η Δρ Γιούλικα Κ. Masry

            Η δίκη και η σταύρωση  του Ιησού Χριστού έχουν συχνά αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και στοχασμού πολλών διανοουμένων από τους κλάδους διαφόρων επιστημών: της νομικής, της θεολογίας, της εγκληματολογίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της φιλολογίας. Τα νομικά επιχειρήματα έχουν εξαντλητικά αναπτυχθεί, οι απαντήσεις και η εν γένει στάση του Ιησού κατά τη διάρκεια της δίκης Του εχουν εξεταστεί και αναλυθεί σε μεγάλο βάθος, τα Πάθη Του έχουν δραματοποιηθεί σε θεατρικά έργα και άλλες λογοτεχνικές μορφές. Ωστόσο, υπάρχει μία διάσταση της δίκης και των Παθών του Ιησού η οποία μπορεί να έχει λιγότερο απασχολήσει την ανθρώπινη διανόηση, εκείνη της από τη σκοπιά του Ουρανού θεώρησης του όλου θέματος την ώρα που ξεδιπλωνόταν το δράμα και το μυστήριο του Σταυρού. Τι πράγματι διαδραματιζόταν στον Πνευματικό Κόσμο κατά τη διάρκεια των έξι μακρών ωρών που ο Ιησούς κρεμόταν καρφωμένος στο Σταυρό; Το να αναζητήσουμε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα με βάση των όσων μάς λέει ο Λόγος του Θεού μέσα στην Αγία Γραφή, είναι το αντικείμενο αυτής της σύντομης εισήγησης. Οι αναφορές στη Βίβλο είναι παρμένες από τη μετάφραση των Θείων Αρχετύπων της Αγίας Γραφής (εκδόσεις της Βιβλικής Εταιρείας).

 Ο Ιησούς Χριστός παρέμεινε καρφωμένος στο Σταυρό για ένα χρονικό διάστημα έξι ωρών. Οι τελευταίες τρεις ήταν τυλιγμένες σε αδιαπέραστο σκοτάδι εξαιτίας της ασυνήθιστα μεγάλης διάρκειας που είχε η ολική έκλειψη ηλίου η οποία έγινε τότε. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος  περιγράφει αυτές τις τρεις τελευταίες ώρες με τα εξής λόγια:

 «Από δε έκτης ώρας σκότος έγεινεν εφ’ όλην την γην έως ώρας εννάτης» (Ματθ. κζ΄/45).

Πριν όμως γίνει η ολική έκλειψη ηλίου, υπήρξε ένα χρονικό διάστημα τριών ωρών κατά το οποίο ο Ιησούς παρέμεινε καρφωμένος στο Σταυρό με πολλή λίγη επικοινωνία προς τα έξω. Οι Γραφές μάς αναφέρουν ότι είχε μόνο τρεις τέτοιες επικοινωνίες:

·         Προσευχήθηκε για κείνους που Τον κακοποίησαν λέγοντας: «Πάτερ, συγχώρησον αυτούς· διότι δεν εξεύρουσι τι πράττουσι» (Λουκ. κγ΄/34).

·         Υποσχέθηκε σωτηρία ψυχής στο μετανοούντα ληστή: «Αληθώς σοι λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω» (Λουκ. κγ΄/33) και

·         Κανόνισε να φροντίζει τη μητέρα Του ο μαθητής Ιωάννης: «Ο Ιησούς λοιπόν ως είδε την μητέρα και τον μαθητήν παριστάμενον τον οποίον ηγάπα, λέγει προς την μητέρα αυτού, Γύναι, ιδού ο υιός σου. Έπειτα λέγει προς τον μαθητήν, Ιδού η μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ΄/26-27).

Το υπόλοιπο διάστημα αυτού του τριώρου ήταν για το Χριστό μια εναγώνια περίοδος σιωπηλής προσευχής. Ήταν η ώρα κατά την οποία ξεδιπλωνόταν στον Ουρανό το μυστήριο του Θεϊκού Έργου για τη σωτηρία του ανθρώπου δια μέσου της θυσίας του Υιού. Αν μπορέσουμε να βρούμε χωρία μέσα στην Αγία Γραφή υποστηρίζοντα αυτή την άποψη, μπορούμε άνετα να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας αυτό το τρίωρο σαν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Άγια Δίκη του Χριστού έλαβε χώρα στην επισημότητα του Ουράνιου Δικαστηρίου –με την αμαρτία[i] της ανθρώπινης αποστασίας ως το έγκλημα, τον άνθρωπο ως τον εγκληματία, το Χριστό ως τον κατηγορούμενο στη θέση μας και τον Ουράνιο Πατέρα υπό τη διττή ιδιότητα του Εισαγγελέα, ο οποίος απαγγέλει το κατηγορητήριο κατά  του Χριστού, και του Δίκαιου Δικαστή, ο οποίος τιμωρεί στο πρόσωπο του Ιησού το έγκλημα του ανθρώπου, έτσι ώστε να μην ανατραπεί η ισορροπία της Θείας Οικονομίας (πράγμα που θα συνέβαινε αν η αμαρτία δεν τιμωρείτο), τη θανατική ποινή ως την αρμόζουσα ποινή για το έγκλημα που διαπράχτηκε και τους ανθρώπους στη γη, καθώς και τις Επουράνιες δυνάμεις, ως το ακροατήριο που ήταν αυτόπτης μάρτυρας σ’ αυτή τη δίκη.

            Σε σύγκριση με τις ανθρώπινες δίκες που όλοι γνωρίζουμε, η Άγια Δίκη του Ιησού Χριστού σίγουρα έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Η πρώτη και πιο εντυπωσιακή –η οποία καταπλήσσει το νου του ανθρώπου αλλά και αποτελεί τεράστιο εμπόδιο για την πίστη– είναι αναμφισβήτητα ότι ο Θεός-Εισαγγελέας δεν απήγγειλε το κατηγορητήριό Του κατά του ίδιου του εγκληματία, του αμαρτωλού, ανυπάκουου και επαναστάτη ανθρώπου,  αλλά κατά του Χριστού, δηλαδή του χρισμένου από το Θεό για να εκτελέσει αυτό το έργο (διότι αυτή ακριβώς είναι η ετυμολογία της λέξης ‘Χριστός’ στα ελληνικά), του μονογενούς Του Υιού που τόσο αγαπούσε, του Αναμάρτητου. Για να καταλάβουμε και να δεχτούμε την ιδιαιτερότητα αυτής της υποκατάστασης, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε την απεραντοσύνη που κρύβει μέσα της η ΑΓΑΠΗ του Θεού για τον άνθρωπο τον οποίο δημιούργησε, για μένα και για σένα, μια ΑΓΑΠΗ η οποία φαίνεται να ξεπερνά ακόμα κι εκείνη που είχε για τον Υιό Του τον αγαπητό.

«[Μ]ε ηγάπησας προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. ιζ΄/24),

είπε ο Ιησούς στην αρχιερατική Του προσευχή προς το Θεό, όταν προετοιμαζόταν για την επερχόμενη Θεία Δίκη Του και έβαζε όλη Του την εμπιστοσύνη στα χέρια του Πατέρα Του. Αλλά πόσο περισσότερο, αν και αναμφισβήτητα διαφορετικά, πόσο ασύνορα και άνευ όρων ο Ουράνιος Πατέρας πρέπει να είχε αγαπήσει τον άνθρωπο, το δημιούργημα που Εκείνος έφτιαξε με πηλό και την Ίδια την αναπνοή Του, ώστε να θέλει να τον γλιτώσει από τις συνέπειες της πτώσης του, από τη θανατική καταδίκη!

«Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ΄/16).

            Στα λόγια αυτού του εδαφίου βρίσκεται η καρδιά του όλου θέματος. Αλλά είναι λόγια που προφέρονται και απαγγέλλονται τόσο συχνά που μερικές φορές ηχούν κενά περιεχομένου, σαν τύμπανο αλαλάζον, ακόμα και στις καρδιές εκείνων που κάποτε τα κατανόησαν, τα πήραν βαθιά μέσα τους και ένιωσαν να τους πλημμυρίζει παλιρροϊκά η ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη Χάρη την οποία δεν άξιζαν. Ο λόγος αυτής της δυσκολίας να κρατάμε τη σημασία τους πάντα φρέσκια στη μνήμη μας έγκειται στο γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους, όντας πεπερασμένος, δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει τέτοια ΑΓΑΠΗ. Η δική μας σκέψη λειτουργεί κάτω από διαφορετικούς νόμους, τους νόμους της ανταπόδοσης, του αντικειμενικώς ‘άξιου’ και της αμοιβαιότητας. Σου χαρίζω ένα δώρο γιατί είσαι καλός απέναντί μου και ελπίζω να μου χαρίσεις κι εσύ κάποτε ένα δώρο –κατά προτίμηση σύντομα!– γιατί  κι εγώ υπήρξα καλός απέναντί σου και σου έκανα ένα δώρο. Ο Θεός όμως δεν περίμενε από τον άνθρωπο πρώτα να βελτιωθεί κι ύστερα να του προσφέρει το δώρο της σωτηρίας του, διότι «ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών» (Ρωμ. ε΄/8).

            Διάβασα κάποτε σε μια κάρτα κάτι σαν μια εκλαϊκευμένη εξήγηση του εδαφίου του Ιωάννη γ΄/16 σχετικά με την ανυπέρβλητη αυτή ΑΓΑΠΗ του Θεού προς τον άνθρωπο και συχνά ξαναγυρίζω στο μήνυμά της για να ανανεώσω την κατανόησή μου αυτού του ασύλληπτου αισθήματος που τρέφει ο Θεός για μένα και για σένα, για τη Θεϊκή αυτή ΑΓΑΠΗ που έγινε αιτία της ανωμαλίας που παρουσιάζεται στην Άγια Δίκη του Ιησού, δηλαδή για το ότι πήρε ο Χριστός τη δική μας θέση στο σκαμνί του κατηγορουμένου, κάτι το οποίο φέρνει όλους σε τρομερή αμηχανία. Η κάρτα αυτή έλεγε τα εξής:

 

O ΘΕΟΣ ……………………………..Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΗΓΗ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΟΣΟΝ ΗΓΑΠΗΣΕ……………………..Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΒΑΘΜΟΣ

ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ……………………………ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΛΗΘΟΣ

ΩΣΤΕ ΕΔΩΚΕ…………………………………. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΤΟΝ ΜΟΝΟΓΕΝΗ….ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ

ΔΙΑ ΝΑ ΜΗ ΑΠΟΛΕΣΘΗ………….Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ

ΠΑΣ…………………………………………….Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Ο ΠΙΣΤΕΥΩΝ…………………………..Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΛΟΤΗΤΑ

ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ………………………………………..Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΛΞΗ

ΑΛΛΑ………………………………………….Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

ΝΑ ΕΧΕΙ……………………………….Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ…………………..ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟΚΤΗΜΑ

 

                Πριν προχωρήσουμε στη δίκη αυτή καθεαυτή, αξίζει να διερευνήσουμε με συντομία το λόγο για τον οποίο είναι τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο, για μένα και για σένα, να κατανοήσουμε την πλευρά της Θείας Δίκης που ο Ιησούς Χριστός, και όχι εμείς καταδικάστηκε για τη δική μας αμαρτία. Η πρώτη δυσκολία για τον άνθρωπο προέρχεται απ’ το ότι δεν συνεδητοποιεί ότι ο ίδιος έχει διαπράξει αμαρτία. Παρόλο που μπορεί να δέχεται ότι ο πρώτο άνθρωπος, ο Αδάμ, όντως παρήκουσε την εντολή του Θεού όταν επέλεξε να αποχωρήσει από τη συντροφικότητα της Παρουσίας του Ουράνιου Πατέρα γινόμενος αυτοκυβέρνητος, αυτόβουλος και αυτάρκης, και πάλι ο άνθρωπος σήμερα δεν βλέπει ότι η δική του επικέντρωση στον εαυτό του δεν είναι παρά η επανάληψη της Αδαμικής αμαρτίας, της αμαρτίας της αποστασίας, της αυτοκυβέρνησης, και του εγωκεντρισμού. Οπότε αναφύεται το ερώτημα: «γιατί πρέπει να πληρώσω εγώ για την αμαρτία του Αδάμ»; Ωστόσο, η Αγία Γραφή δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι είμαστε όλοι αμαρτωλοί. Ο προφήτης Ησαΐας εκφράζει αυτή την απαράβατη αλήθεια με τα λόγια:

 «Πάντες[ii] τωόντι εγείναμεν ως ακάθαρτον πράγμα, και πάσα η δικαιοσύνη ημών είναι ως ρυπαρόν ιμάτιον· διά τούτο επέσαμεν πάντες ως το φύλλον, και αι ανομίαι ημών αφήρπασαν ημάς ως ο άνεμος» (Ησα. νδ΄/6).

 Αναφερόμενος σε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης σαν κι αυτό, ο Απόστολος Παύλος εξέφρασε το ίδιο πράγμα ως εξής:

 «[Δ]εν υπάρχει δίκαιος ουδέ εις· δεν υπάρχει τις έχων σύνεσιν· δεν υπάρχει τις εκζητών τον Θεόν· δεν υπάρχει ο πράττων το αγαθόν· δεν υπάρχει ουδέ εις» (Ρωμ. γ΄/10-12).

            Ένας δεύτερος λόγος για την αντίσταση του ανθρώπου στο να παίρνει από το Θεό κάτι δωρεάν, από έλεος –παρόλο που μπορεί μια μέρα να συνειδητοποιήσει ότι είναι αμαρτωλός στα μάτια του Θεού– είναι ότι νομίζει πως μπορεί από μόνος του να γεφυρώσει το χάσμα, να τα «κάνει καλά» στο μέλλον, να επανορθώσει τα σπασμένα. Αυτό το εμπόδιο, το ίδιο όπως και το προηγούμενο της άρνησης της θεμελιώδους αμαρτωλότητας του ανθρώπου, οφείλεται στον εγωισμό και την υπερηφάνεια, τη μητέρα όλων των αμαρτιών, εκείνη που από την αρχή οδήγησε τον άνθρωπο στην αποστασία από το Θεό. «Καλά λοιπόν, τα «έκανα θάλασσα», αλλά τώρα θα επανορθώσω το σφάλμα μου με τις δικές μου δυνάμεις. Θα κάνω καλές πράξεις και αγαθοεργίες μέχρι να ξεπληρώσω το χρέος μου απέναντι του Θεού. Δεν έχω ανάγκη από χάρες», ηχεί έντονα διαμαρτυρόμενη η φωνή του ανθρώπου, είτε το λέει δυνατά είτε το σκέφτεται από μέσα του. Και μετά, ίσως με άηχα λόγια που αντηχούν από τα βαθύτερα φαράγγια της ψυχής του, προσθέτει εμφαντικά: «Διότι αν συμφωνούσα να δεχτώ τη δωρεάν συγχώρηση που μου προσφέρει ο Θεός μέσα από το Μεσσία και συμφωνούσα να ρίξουν στο Χριστό το κατηγορητήριο που βαρύνει εμένα, αυτό θα σήμαινε ότι είμαι ανίκανος να επανορθώσω από μόνος μου τη σχέση μου με το Θεό».

Όμως, εκεινο το οποίο δεν συνειδητοποιεί ο αμαρτωλός και εγωιστής άνθρωπος είναι ότι στην ουσία δεν διαθέτει τη δυνατότητα να ξεπληρώσει ο ίδιος το χρέος του απέναντι του Θεού, διότι η ποινή της αμαρτίας (της επαναστατικότητας, της ανυπακοής και της αυτοκυβέρνησης του δημιουργήματος) δεν είναι άλλη από το θάνατο. Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη υπογραμμίζουν ότι έτσι ακριβώς έχει το πράγμα:

«Ιδού, πάσαι αι ψυχαί είναι εμού· ως η ψυχή του πατρός, ούτω και η ψυχή του υιού εμού είναι· η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει» (Ιεζ. ιη΄/4).

«Διότι ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμ. στ΄/23).

            Αλλά κι όταν ακόμα καταλάβουμε καλύτερα ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Θεός και ποιοι δεν είμαστε εμείς και φτάσουμε στο σημείο να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποκατάσταση μας στα μάτια Του είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει κάποιου είδους «χάρη», επειδή Εκείνος είναι Παντοδύναμος και Άγιος κι εμείς αδύναμοι και αμαρτωλοί, και πάλι δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τη θυσία του Ιησού Χριστού για χάρη μας. Λέμε, για παράδειγμα, με το νου μας ότι ο Ουράνιος Πατέρας ήταν πολύ αυστηρός, διαπραγματευόμαστε μαζί Του γιατί άραγε δεν θα μπορούσε απλά να μας συγχωρήσει αν γονατίζαμε μπροστά Του και κάναμε τη μετάνοια για την οποία μίλησε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, αλλά αντίθετα έχουμε τώρα έρθει στη θέση να χύνουμε πικρά δάκρυα βλέποντας το Χριστό να πεθαίνει επάνω  στο Σταυρό και ο συναισθηματισμός μας φτάνει στο ζενίθ τη Μεγάλη Παρασκευή –συνήθως συνοδευόμενος από αυστηρή επίκριση των σταυρωτών Του, ο χαρακτήρας των οποίων δεν μας φαίνεται να έχει τίποτε το κοινό με το δικό μας. Διότι, ναι, ήταν «εκείνοι», οι σκληροί Ρωμαίοι και οι άπιστοι Εβραίοι, που διέπραξαν αυτό το έγκλημα και εξαιτιάς τους πρέπει τώρα εμείς κάθε Μεγάλη Εβδομάδα να τυραννιόμαστε από ενοχές στην ανάμνηση της σκληροκαρδιάς και αδικίας τους κατά του Υιού του Θεού. Ωστόσο, η Παλαιά Διαθήκη δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι, αν δεν χυθεί αίμα, δεν μπορεί να υπάρξει εξιλέωση για την αμαρτία. Το παρακάτω είνα ένα από τα πολλά χωρία που ο Λόγος του Θεού προσδιορίζει στους Ισραηλίτες πώς θα εξιλεώνονταν από τις αμαρτίες τους: θα τις μετέφεραν σε ένα ζώο προορισμένο για θυσία βάζοντας τα χέρια τους επάνω σ’ αυτό το ζώο, το οποίο στη συνέχεια θα σφαζόταν και με το αίμα του θα ραντιζόταν ο βωμός του Υψίστου:

«[Π]ροσήγαγον τους τράγους, διά την περί αμαρτίας προσφοράν, έμπροσθεν του βασιλέως και της συνάξεως και επέθεσαν τας χείρας αυτών επ’ αυτούς· και έσφαξαν αυτούς οι ιερείς, και ερράντισαν το αίμα αυτών περί αμαρτίας επί το θυσιαστήριον διά να κάμωσιν εξιλέωσιν υπέρ παντός του Ισραήλ» (Β΄ Χρον. κθ΄/23-24).

Δεν ήταν και τότε ο ίδιος ο άνθρωπος που ήταν υπόλογος απέναντι του Θεού, ένας εγκληματίας που άξιζε να τιμωρηθεί για το αδίκημα του; Και δεν ήταν τελικά «κάτι άλλο», κάποιο υποκατάστατο του ανθρώπου  εναντίον του οποίου απαγγέλθηκε το κατηγορητήριο (και μάλιστα υποκατάστατο που ήταν άμωμο και αψεγάδιαστο, όπως όριζε ο νόμος του Θεού ότι έπρεπε να είναι το ζώο που θα πέθαινε στη θέση του ανθρώπου); Όταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής πρωτοείδε τον Ιησού Χριστό να έρχεται προς το μέρος του, το μόνο που είπε ρίχνοντας την πνευματική ματιά του επάνω στο Πρόσωπό Του ήταν:

«Ιδού, ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. α΄/29).

Στην Άγια Δίκη, για να πάρει ο Χριστός στους ώμους Του τη δική μας θέση ως αμαρτωλών και να συναινέσει να υποστεί την ποινή του θανάτου ως δικός μας αντικαταστάτης, ένα πράγμα ήταν απαραίτητο: να καταδικάσει ο Θεός στο Πρόσωπο του Ιησού ολόκληρη τη δική μας αμαρτία ή, επί το νομικότερον, ο Ουράνιος Πατέρας, ως Δημόσιος Κατήγορος, να απαγγείλει κατηγορητήριο κατά του Χριστού για τα δικά μας αδικήματα. Πράγματι, η Αγία Γραφή μάς λέει ότι αυτό ακριβώς έκανε ο Θεός.

«[Κ]αι ο Κύριος έθεσε επ’ αυτόν την αμαρτίαν πάντων ημών» (Ησ. νγ΄/6),

ή, όπως το εκφράζει ο Απόστολος Παύλος, «Διότι [ο Θεός] τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι’ αυτού» (Β΄ Κοριν. ε΄/21).

            Συνεπώς, κατά το διάστημα που ο Χριστός παρέμεινε καρφωμένος επάνω στο Σταυρό, πριν ακόμη πέσει επάνω Του η Θεϊκή οργή, η οποία προσωρινά θα Τον απέκοπτε από την ΑΓΑΠΗ του Θεού, εκείνο που έλαβε χώρα ήταν η διαδικασία της απαγγελίας του κατηγορητηρίου κατά του Χριστού για τη συλλογική αμαρτία όλης της ανθρωπότητας και τις επί μέρους αμαρτίες του καθενός μας ξεχωριστά, περιλαμβανομένων και των αμαρτιών που θα έκαναν στο μέλλον όλοι όσοι θα γεννιόνταν υπό το ίδιο καθεστώς της ξεπεσμένης φύσης του ανθρώπου, των δικών μου και των δικών σου. Κρίνοντας από το πόσο μάς βαραίνει η συνείδησή μας κάθε φορά που υποκύπτουμε στην αμαρτία, μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ένιωσε ο Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου όταν έπεφταν επάνω Του όλες οι αμαρτίες του ανθρώπου. Σαν μυριάδες μελανά βέλη θα επέθεσαν επάνω στο Πρόσωπό Του το ασήκωτο βάρος τους και θα Του προξένησαν απερίγραπτη λύπη. Και όχι μόνο «ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ» με τις οποίες δεν μπορουμε όλοι να ταυτιστούμε.

«Διότι όστις φυλάξη όλον τον Νόμον, και πταίση εις εν, έγεινεν ένοχος πάντων», διαβάζουμε στην επιστολή του Ιακώβου (Ιάκ. β΄/10).

«Θέλετε φυλάττει λοιπόν πάντα τα διατάγματά μου, και πάσας τας κρίσεις μου, και θέλετε κάμνει αυτά», αντηχεί μέσ’ απ’ τους αιώνες η απολυτότητα της Θεϊκής εντολής (Λευιτ. ιθ΄/37).

Συνεπώς, ΚΑΘΕ αμαρτία –από την κολακεία μέχρι τη ζήλεια, την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο μέσω εξουσιαστικών μηχανισμών όπως εκείνοι της ειρωνείας, του σαρκασμού και της υποτίμησης του άλλου, από το μικρό αθώο ψέμα ως το αδίκημα της ψευδορκίας– αποτελεί αμαρτία στα μάτια του Θεού και σαν αμαρτία ήταν απαραίτητο να κατηγορηθεί ο Ιησούς Χριστός γι’ αυτήν. Για την κάθε αμαρτία, μικρή ή μεγάλη. Για την κάθε αμαρτία, η οποία έχει ήδη συντελεστεί ή θα συντελείτο στο μέλλον. Για την κάθε αμαρτία του ανθρώπου, τη δική μου και τη δική σου. Διότι, ναι, ήμαστε κι εμείς εκεί, μαζί με τους άπιστους Εβραίους και τους σκληρούς Ρωμαίους, εγώ κι εσύ, με βέλη που έφερναν την υπογραφή μας και προξενούσαν τόσο πόνο στον Άγιο, στο Χρισμένο από το Θεό Υιό, πληγώνοντας ακόμα και την καρδιά του Ίδιου του Ουράνιου Πατέρα, όταν έβλεπε τον Υιό που τόσο αγαπούσε, το μονογενή Του, να υπομένει τέτοιον πόνο. Πόνο για τις αμαρτιές που Ίδιος ο Θεός, από την ασύνορη και ασύλληπτη ΑΓΑΠΗ του για τον άνθρωπο, τώρα ‘κάρφωνε’ στον Ιησού, προκειμένου να χαρίσει σ’ εμάς μια tabula rasa για να ξαναγράψουμε επάνω της τη ζωή μας. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή η διατύπωση δεν χωρεί καμιάς αμφισβήτησης για το γεγονός ότι ο Ουράνιος Πατέρας κυριολεκτικά «κάρφωσε» την κάθε αμαρτία του κάθε ανθρώπου επάνω στον Ιησού, ο οποίος ήταν κρεμασμένος στο Σταυρό.

«Και εσάς… συνεζωοποίησε μετ’αυτού, συγχωρήσας εις εσάς πάντα τα πταίσματα, εξαλείψας το καθ’ ημών χρεόγραφον συνιστάμενον εις διατάγματα, το οποίον ήτο εναντίον εις ημάς, και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού» (Κολοσ. β΄/13-14).

Η απουσία συνηγόρου για την υπεράσπιση είναι μια ακόμη ανωμαλία της Θείας Δίκης την οποία ερευνούμε εδώ από τη σκοπιά του Ουρανού. Μάλιστα από ανθρώπινης πλευράς η ανωμαλία έγκειται στην απουσία κάθε υπεράσπισης εκ μέρους του Χριστού. Πράγματι, στον κήπο της Γεθσημανή ο Ιησούς είχε ήδη δεχτεί να ομολογήσει «ένοχος» για την ανθρώπινη αμαρτία όταν, μέσα στην ύπατη αγωνία Του που έκανε τον ιδρώτα Του να πέφτει σαν σταλαγματιές αίματος επάνω στο χώμα, είπε στον Ουράνιο Πατέρα: «Πάτερ, αν θέλης, ν’ απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ’εμού· πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη (Λουκ. κβ΄/42).

Η ποινή του θανάτου ήταν η φυσική συνέπεια της ομολογίας της ενοχής την οποία έκανε ο Ιησούς Χριστός και ο Ουράνιος Πατέρας, ως Δίκαιος Δικαστής, αυτή την ποινή Τού επέβαλε. Το αίμα του Ιησού έπρεπε να τρέξει, κόκκινο και ζωοποιό, για να καθαρίσει το μεσονύχτιο σκοτάδι της αμαρτίας του κόσμου, της δικής μου αμαρτίας και της δικής σου. Και έτσι κι έγινε. Γι’ αυτό σήμερα στον καθένα που γονατίζει, αποβάλλει την υπερηφάνεια και αυτοδικαίωσή του και δέχεται το δώρο που του κάνει ο Θεός μέσω του Μεσσία, του Χριστού, δίνεται Χάρη και μαζί μ’ αυτήν συγχώρηση και ελευθερία και Πνεύμα Άγιο –οι καρποί της ίασης.

«Αλλ΄αυτός ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη διά τας ανομίας ημών· η τιμωρία, ήτις έφερε την ειρήνην ημών, ήτο επ’ αυτόν· και διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν» (Ησα. νγ΄/5).

«[Δ]ηλονότι ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν, μη λογαριάζων εις αυτούς τα πταίσματα αυτών· και ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής» (Β΄ Κοριν. ε/΄19).

Το ακροατήριο που παρακολούθησε την Άγια Δίκη είναι το τελευταίο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε. Θα ήταν μάλιστα σωστότερο να μιλάμε για δύο ακροατήρια, το γήινο και το Ουράνιο. Πρώτα πρώτα υπήρχαν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου που το δράμα του Σταυρού ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια τους –τα πνευματικά τους μάτια– διότι η σταύρωση έγινε γνωστή ακόμη και σ’ εκείνους που δεν ήταν παρόντες corpore στο Γολγοθά. Κι έπειτα ήταν οι Επουράνιες δυνάμεις –και μάλιστα και από τα δύο στρατόπεδα!– που ήταν μπροστά στη σκηνή.

Το πρώτο θέμα που έρχεται να μας απασχολήσει είναι αν το ανθρώπινο ακροατήριο μπορούσε να κατανοήσει πλήρως τις συνέπειες της Θείας Δίκης.Θεία Δίκη ακολουθούσε την πορεία της; Κρίνοντας από τη βαθιά έκπληξη που έδειξαν αργότερα οι μαθητές, όταν βρήκαν τον τάφο του Ιησού άδειο, μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν το είχαν συνειδητοποιήσει. Μπορεί να είχαν κατά καιρούς πάρει μια γεύση της αλήθειας του όλου θέματος –κάποια ιδέα για την Ανάσταση του Ιησού Χριστού– αλλά ήταν πολύ αργότερα, όταν το Άγιο Πνεύμα στάλθηκε από τον Ουρανό, μετά την Ανάληψη του Ιησού, που η αλήθεια ότι ο Ιησούς Χριστός επάνω στο Σταυρό πήρε τη θέση του αμαρτωλού ανθρώπου φώτισε το νου τους. Τότε και μόνο τότε μπόρεσαν να πουν: Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι μαθητές και οι πρώτοι χριστιανοί είχαν ακούσει πολλές φορές από το στόμα του Ίδιου του Ιησού, είτε σε παραβολές είτε σε απευθείας διδασκαλία, ότι ο Ναός του Θεού θα καταστρεφόταν και σε τρεις μέρες θα ξαναχτιζόταν. Ο Χριστός, φυσικά, μιλούσε αλληγορικά για το σώμα Του και το γεγονός ότι θα προσφερόταν ως θυσία για τον εξιλασμό πολλών, αλλά μετά θα ανασταινόταν για να κατοικήσει στη Δόξα που είχε πριν, γινόμενος μ’ αυτό τον τρόπο το «πρωτόλειο» της αναγεννημένης ανθρωπότητας και ανοίγοντας το δρόμο σε κάθε πιστό να γίνει και πάλι δεκτός στην Αιώνια Ζωή. Είχαν όμως πραγματικά εννοήσει το μυστήριο του Θεϊκού Σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρώπου και τις αιώνιες συνέπειες που είχε για τον άνθρωπο την ώρα που ο Ιησούς ήταν κρεμασμένος στο Σταυρό και η

«Πού, θάνατε, το κέντρον σου; πού, άδη, η νίκη σου;» (Α΄ Κοριν. ιε΄/55).

«Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτως και πάντες θέλουσι ζωοποιηθεί εν τω Χριστώ· έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν· ο Χριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι του Χριστού εν τη παρουσία αυτού» (Α΄ Κοριν. ιε΄/22-23).

Το θέμα θα πρέπει να είχε αλλιώς με το Ουράνιο ακροατήριο (δυνάμεις αγγελικές αλλά και σατανικές), διότι, αντίθετα από τον αμαρτωλό άνθρωπο, αυτό το ακροατήριο είναι πιο κοντά στα πνευματικά θέματα. Για την παρουσία των Επουράνιων δυνάμεων στη Θεία Δίκη δεν γίνεται ρητά λόγος στην Αγία Γραφή. Αναφέρεται όμως σε κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας όπως του Ιγνάτιου από τον πρώτο κιόλας αιώνα μ.Χ. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε φανταστικό ούτε απίθανο. Πρώτα πρώτα οι άγγελοι θα έπρεπε να ήταν παρόντες γιατί, αλλιώς, αργότερα θα απορούσαν βλέποντας τον αμαρτωλό άνθρωπο να καταλαμβάνει και πάλι, μαζί με το Χριστό, την τιμημένη θέση που είχε πριν. Μάλιστα δε η όλη Άγια Δίκη θα πρέπει να ικανοποίησε πλήρως το αίσθημα των Επουρανίων δυνάμεων για Απόλυτη Δικαιοσύνη, αφού οι Γραφές μάς λένε ότι οι άγγελοι χαίρονται κάθε φορά που μια ψυχή έρχεται να πιστέψει στον Κύριο Ιησού, διότι απ’ αυτή την ημέρα γίνεται πια μέλος της Βασιλείας των Ουρανών. Στο ευαγγέλιο του Λουκά, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι:

«Ούτω, σας λέγω, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού διά έναν αμαρτωλόν μετανοούντα» (Λουκ. ιε΄/10).

Και στην Α΄ επιστολή του Πέτρου διαβάζουμε ότι: «[ε]ις τα οποία (πράγματα περί της σωτηρίας του ανθρώπου διά του ευαγγελίου) επιθυμούσιν οι άγγελοι να παρακύψωσι» (Α΄ Πέτρ. α΄/12), πράγμα που εννοεί το μυστήριο της συμφιλίωσης του Θεού και του ανθρώπου που λαμβάνει χώρα κάθε φορά που σώζεται μία ψυχή ή, όπως λέει επί λέξει η Γραφή «τα πάθη του Χριστού και τας μετά ταύτα δόξας» (Α΄ Πέτρ. α΄/11).

            Οι εχθρικές δυνάμεις πρέπει κι αυτές να ήταν εκεί για να δουν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού που δόθηκε στη Γένεση, όταν ο Θεός ανάγγειλε επίσημα στο σατανά[iii] τα εξής:

 «[Κ]αι έχθραν θέλω στήσει ανάμεσον σου και της γυναικός, και ανάμεσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού» (Γεν. γ΄/15).

            Εκεί, επάνω στο Σταυρό, ο Υιός της γυναίκας καρφώθηκε και πέθανε ένα φυσικό θάνατο για να αναστηθεί άπαξ και διά παντός, καταφέροντας έτσι ένα θανάσιμο χτύπημα στο κεφάλι του φιδιού, το σατανά, την πραγματική αιτία του θανάτου, ο οποίος, σύμφωνα με το Θεϊκό Νόμο, είναι η φυσική συνέπεια της αμαρτίας –της κάθε αμαρτίας. Φυσικά, δεν έχει ακόμα έρθει το πλήρωμα του χρόνου κατά το οποίο ο σατανάς θα δεθεί και η Άγια Βασιλαία του Θεού θα κυριαρχήσει. Μέχρι τότε, στην περίοδο αυτή της Χάρης στην οποία ζούμε, ο «Εχθρός» (που είναι η κυριολεκτική έννοια της λέξης σατανάς στα εβραϊκά, «σατάν»), εξακολουθεί να εργάζεται εμποδίζοντας τις ψυχές από του να σωθούν. Και παρόλο που η Αγία Γραφή μάς λέει ότι:

«[Η] πίστις είναι εξ ακοής· η δε ακοή διά του λόγου του Θεού» (Ρωμ. ι΄/17),

ο πιστός πρέπει να μη λησμονεί ποτέ ότι κανείς δεν μπορεί ποτέ να παραβιάσει τη συνείδηση ενός άλλου ανθρώπου, την ηθική ελευθερία του άλλου να επιλέξει μεταξύ της σωτηρίας και της απώλειας της ψυχής του. Η ελευθερία της θελήσεως είναι ένα δώρο χαρισμένο στον άνθρωπο από τον Ίδιο το Θεό, μια Θεϊκή ιδιότητα της οποίας ο άνθρωπος έγινε μέτοχος όταν ο Θεός τού έκανε τη μεγάλη τιμή να τον πλάσει κατά τη δική Του εικόνα και ομοίωση –την εικόνα του Ουράνιου Πατέρα και του Υιού.

«Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών» (Γέν. α΄/26).

            Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και με την προσωπική πρόσκληση στην πίστη εκ μέρους του Ιησού Χριστού προς τον κάθε άνθρωπο ατομικά. Είναι δυνητική και εξαρτάται από την αποδοχή της προσφοράς εκ μέρους του ανθρώπου κατ’ απόλυτη ηθική ελευθερία.

«Ιδού, ίσταμαι εις την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου, και ανοίξη την θύραν, θέλω εισέλθει προς αυτόν, και θέλω δειπνήσει μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. γ΄/20).         

            Και, φυσικά, υπάρχει και το εξής άλλο: τα σχέδια που μπορεί να έχει κάποιος πιστός ως προς το σε ποιον να μεταφέρει το Λόγο του Ευαγγελίου δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το σχέδιο που έχει ο Ίδιος ο Θεός για την υπηρεσία του ευαγγελίου στην οποία καλεί τον κάθε δούλο Του. Διότι, παρόλο που στα ελληνικά η λέξη «ευ-αγγέλιο» σημαίνει κυριολεκτικά «καλή αγγελία» και «χαρμόσυνο μήνυμα», εκείνο στο οποίο καλείται ο κάθε πιστός δεν είναι μια πλαστική και τυποποιημένη μαρτυρία, μια επιμονή στην αποδοχή εκ μέρους του άλλου του μηνύματος του ευαγγελίου ή έστω και η άνευ πνεύματος διακρίσεως σχετική εισήγηση. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, και ο Ιησούς έδωσε στη Σαμαρείτισσα το νερό της ζωής επειδή εκείνη το αναζητούσε και διψούσε γι’ αυτή την αλήθεια (Ιωάν. δ΄). Γιαυτό και στην επιστολή προς Εφεσίους ο Λόγος του Θεού μάς υπενθυμίζει ότι, σχετικά με τη μετάδοση του μηνύματος του ευαγγελίου, πρέπει να πορευόμαστε με πνεύμα διακρίσεως, όχι δηλαδή σύμφωνα με τα δικά μας σχέδια, αλλά σύμφωνα με τα Σχέδια του Θεού ο οποίος έχει προπορευτεί και προετοιμάσει το μονοπάτι το οποίο στη συνέχεια μάς καλεί να πάρουμε.

«Διότι αυτού ποίημα είμεθα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός, δια να περιπατήσωμεν εν αυτοίς» (Εφεσ. β΄/10).

            Το να συμφωνήσουμε με τον Ιγνάτιο ότι ο πνευματικός κόσμος παρακολούθησε αυτή τη Θεία Δίκη του Χριστού δεν είναι ξένο με τον τρόπο που όλες οι σημαντικές, καινοτόμες και ρηξικέλευθες παρεμβάσεις του Θεού έχουν ανέκαθεν γίνει, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στο βιβλίο του Ιώβ, για παράδειγμα, πληροφορούμαστε ότι οι δυνάμεις των Επουρανίων ήταν παρούσες κατά τη Δημιουργία του Κόσμου και τη Θεμελίωση του Σύμπαντος.

«Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής [της γης]; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής, ότε τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;» (Ιώβ λη΄/6-7).

            Επίσης στο Δευτερονόμιο βλέπουμε τις Επουράνιες δυνάμεις να είναι παρούσες όταν δόθηκε στους Ισραηλίτες ο Νόμος, ο οποίος επρόκειτο να κυβερνήσει το Σύμπαν της Δημιουργίας. Λίγο πριν το θάνατό του ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες:

«Ο ΚΥΡΙΟΣ ήλθεν εκ Σινά, και επεφάνη εις αυτούς εκ Σηείρ· επέλαμψεν εκ του όρους Φαράν, και ήλθε μετά μυριάδων αγίων» (Δευτ. λγ΄/2).

            Παρόμοια, και όταν o Κύριος άρχισε το έργο Του της αναδημιουργίας της ανθρωπότητας εν τω Χριστώ Ιησού, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιό Του, οι Επουράνιες δυνάμεις ήταν παρούσες σε όλες τις φάσεις αυτής της νέας δημιουργίας και συνέβαλαν σ’ αυτή. Στον προφήτη Δανιήλ, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε στον προφήτη σε όραμα για να του δώσει ενόραση και κατανόηση για το πώς το Σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου θα πραγματοποιείτο μέσω του Μεσσία, εκείνου ο οποίος θα συντριβόταν αλλά όχι για λογαριασμό Του («θέλει εκκοπεί ο Χριστός, πλην ουχί δι’ εαυτόν», Δαν. θ΄/26 & 20 επ.).

Και ο ίδιος αρχάγγελος ήταν εκείνος που ανακοίνωσε στη Μαρία τον επικείμενο ερχομό του Ιησού Χριστού:

«[Α]πεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ονομαζομένην Ναζαρέτ, προς παρθένον ηρραβωνισμένην με άνδρα ονομαζόμενον Ιωσήφ… Και είπεν ο άγγελος προς αυτήν, Χαίρε κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί… Και ιδού, θέλεις συλλάβει εν γαστρί, και θέλεις γεννήσει υιόν και θέλεις καλέσει το όνομα αυτού ΙΗΣΟΥΝ. Ούτος θέλει είσθαι μέγας, και Υιός Υψίστου θέλει ονομασθή» (Λουκ. α΄/26 & επ.).

            Κατά την κρίσιμη στιγμή στην έρημο που ο Ιησούς πειραζόταν απ’ το σατανά, την ώρα που η ταύτισή του με την κατάσταση του αμαρτωλού ανθρώπου ήταν πλήρης, και πάλι ήταν παρών ο πνευματικός κόσμος κι απ’ τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.

«Και ήτο εκεί εν τη ερήμω ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του Σατανά· και ήτο μετά των θηρίων· και οι άγγελοι υπηρέτουν αυτόν» (Μάρκ. α΄/12-13).

            Την ώρα που ο Ιησούς Χριστός κρεμόταν καρφωμένος στο Σταυρό φέρνοντας στους ώμους Του την αμαρτία ολόκληρης της ανθρωπότητας και έχοντας δεχτεί να ομολογήσει «ένοχος» –Εκείνος ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία– και να συγκατατεθεί να υποστεί για χάρη μας τη δίκαιη ποινή του θανάτου που Του επέβαλε ο Ουράνιος Πατέρας, αντιπροσώπευε ό,τι είναι πιο ενάντιο στην Ωραιότητα και την Αγιότητα του Θεού, ό,τι Του είναι περισσότερο αποκρουστικό. Αναγκαστικά αυτή θα πρέπει να ήταν η στιγμή της μεγαλύτερης απέχθειας που ένιωσε ο Θεός απέναντι στο φορέα τόσης συσσωρευμένης αμαρτίας. Η αποστροφή του Προσώπου Του σε αποδοκιμασία από τον Υιό που τόσο αγαπούσε και η αίσθηση της ύπατης εγκατάλειψης που ένιωσε ο Υιός από τον Πατέρα εκείνη τη στιγμή περιέχονται δραματικά στη λακωνική κραυγή απελπισίας  του Ιησού: «Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. κζ΄/46).

            Στην προοικονομία της Παλαιάς Διαθήκης τον τρόμο τον οποίο εμπνέει στον αμαρτωλό άνθρωπο αυτή του η απομάκρυνση από τη ζωογόνο Παρουσία του Θεού τον περιγράφει ο Δαβίδ με εξίσου δραματικές φράσεις: «Επ’εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντα τα κύματά σου επέφερες επ’ εμέ» (Ψαλ. πη΄/7). «ΣΩΣΟΝ με, Θεέ, διότι εισήλθον ύδατα έως ψυχής μου. Εβυθίσθην εις βαθύν πηλόν, όπου δεν είναι τόπος στερεός διά να σταθώ· έφθασα εις τα βάθη των υδάτων και το ρεύμα με κατακλύζει. Ητόνισα κράζων· και ο λάρυγξ μου εξηράνθη· απέκαμον οι οφθαλμοί μου από του να περιμένω τον Θεόν μου» (Ψαλ. ξθ΄/1-4).

            Η αγωνία του Ιησού Χριστού δεν άφησε ασυγκίνητο τον Ουράνιο Πατέρα ο οποίος βρέθηκε κι Αυτός, για πρώτη (και τελευταία) φορά, σε αποξένωση από το μονογενή Του Υιό, Εκείνον ο οποίος ήταν μαζί Του από την αρχή, Εκείνον ο οποίος ήταν «παρά τω Θεώ» και ο οποίος ήταν Θεός. «Εν αρχή ήτο ο Λόγος,[iv] και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος. Ούτος ήτο εν αρχή παρά τω Θεώ», διαβάζουμε στο ευαγγέλιο του Ιωάννη (α΄/1-2). Η θλίψη αυτή του Ουράνιου Πατέρα δεν πέρασε απαρατήρητη από την ανθρώπινη εμπειρία. Έγινε γνωστή στον άνθρωπο με τρομερά υπερφυσικά φαινόμενα, όπως ο γιγάντιος σεισμός που έσεισε το Σύμπαν συθέμελα σαν ένας απελπισμένος, πύρινος και πένθιμος αναστεναγμός που ξέσκισε το έδαφος.

«[Η] γη εσείσθη και οι πέτρες εσχίσθησαν», γράφει σχετικώς ο ευαγγελιστής Ματθαίος (κζ΄/51).

και οι εκτός της Αγίας Γραφής ιστορικές αναφορές σ’ αυτό το συμβάν– προερχόμενες ως και από τη μακρινή Μικρά Ασία– είναι επιβεβαιωτικές του γεγονότος. Εκτός αυτού, η αγωνία του Ουράνιου Πατέρα κοινοποιήθηκε στον άνθρωπο μέσα από τη μυστήρια, απειλητική και ασυνήθιστα μακροχόνια (διάρκειας 3 ωρών) ολική έκλειψη ηλίου που συνόδευσε το κορύφωμα της Θείας Δίκης (την κατάρα που επέθεσε ο Θεός στην αμαρτία την οποία απόθεσε στους ώμους στο Μεσσία). Αυτό ήταν η αποστέρηση του κόσμου από το δώρο του Φωτός το οποίο ο Δημιουργός είχε τόσο απλόχερα χαρίσει στην αρχή. Τώρα το έπαιρνε πίσω, την ώρα που τιμωρούσε την αμαρτία του ανθρώπου μ’ έναν τρόπο υπερβολικά ακριβό και επώδυνο για Κείνον και τον Υιό Του, αλλά εξαιρετικά λυτρωτικό και απελευθερωτικό για τον αμαρτωλό άνθρωπο που τώρα, κατά Χάριν, γινόταν και πάλι δεκτός στη Βασιλεία των Ουρανών.

«Από δε έκτης ώρας σκότος έγεινεν εφ’ όλης της γης έως ώρας εννάτης» (Ματθ. κζ΄/45).

«Ότε δε ήλθεν η έκτη ώρα, σκότος έγεινεν εφ’ όλην την γην, έως ώρας εννάτης» (Μάρκ. ιε΄/33).

«Ήτο δε ως έκτη ώρα, και έγεινε σκότος εφ’ όλην την γην έως ώρας εννάτης. Και εσκοτίσθη ο ήλιος· και εσχίσθη εις το μέσον το καταπέτασμα του ναού. Και φωνάξας με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς είπε, Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου. Και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν» (Λουκ. κγ΄/44-47).

Σήμερα, 2.000 χρόνια αργότερα, ο άνθρωπος και πάλι πεθαίνει ως ανθρώπινο ον. Αλλά ο θάνατος του ανθρώπου δεν είναι πια ο ίδιος μ’ εκείνον που πέθανε ο Χριστός επάνω στο Σταυρό. Γιατί τώρα, όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, και πεθαίνει εν πίστει, δεν επισύρει την κατάρα του Θεού. Αυτό το χρέος πληρώθηκε μια για πάντα από το Μεσσία, ακριβώς προκειμένου να γλιτώσει ο άνθρωπος από την τραγική μοίρα του να γίνει επικατάρατος στα μάτια του Θεού.

«Ο Χριστός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος κατάρα υπέρ ημών· επειδή είναι γεγραμμένον, ‘Επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου’» (Γαλ. γ΄/13).

Και έτσι τέλειωσε το λυτρωτικό έργο του Θεού για τον άνθρωπο. Τελείωσε εκεί και τότε: επάνω στο Σταυρό του Γολγοθά, όπως δείχνει και η ύστατη θριαμβευτική στην τραγικότητά της κραυγή του Ιησού σχετικά με αυτό το έργο:

«Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ΄/30).

Για να μετέχει ο άνθρωπος στην Ανάσταση του Ιησού Χριστού δεν χρειάζεται πια να «κάνει πράγματα». Το μόνο που απαιτείται απ’ αυτόν είναι να πιστέψει στο λυτρωτικό έργο του Χριστού σταυρώνοντας το εγώ του και καρφώνοντάς το επάνω στο Σταυρό του Γολγοθά μαζί το σώμα του Λυτρωτή του. Όλο κι όλο που χρειάζεται είναι να θάψει την αυτάρκεια, τον εγωκεντρισμό και την υπερηφάνειά του, «χάνοντας» τη ζωή του προκειμένου να τη «σώσει». Να βάλει τα αδειανά χέρια του επάνω στον Αμνό του Θεού, όπως έκαναν και οι Ισραηλίτες, οι οποίοι μετέφεραν τις αμαρτίες τους πάνω σ’ έναν άμωμο αμνό, αφήνοντας την αμαρτία τους εκεί και εμπιστευόμενοι στην υπόσχεση του Θεού ότι έτσι θα συμμετείχαν στην ελευθερία της εξιλέωσης στην οποία είχαν πρόσβαση με τη θυσία του αμνού.

            Ο χρόνος για να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μόνο το Πάσχα, ούτε τα Χριστούγεννα -όταν ο ενανθρωπισμένος Θεός εισέβαλε στην ανθρώπινη ιστορία για να την αλλάξει μια για πάντα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε περίσταση είναι μια ευκαιρία για τον άνθρωπο να ρωτήσει την καρδιά του αν και μέχρι ποίου βαθμού έχει βάλει τα αμαρτωλά, άδεια από ανθρώπινη προσπάθεια χέρια του επάνω στον Αμνό του Θεού κι έχει αποθέσει την αμαρτία του στα πόδια του Σταυρού του Ιησού Χριστού. Αν το έχει κάνει, μπορεί να χαίρεται που μετέχει της ελευθερίας και της δύναμης της Ανάστασης, στην οποία έχει πρόσβαση ο κάθε πιστός. Και αυτό όχι μόνο μετά που ο Θεός θα ανακαλέσει από τον άνθρωπο τη γήινη πνοή του, αλλά από την ίδια τη στιγμή που ο άνθρωπος κλίνει το γόνυ στον Ιησού Χριστό και δέχεται τη σώζουσα Χάρη για τη ζωή του. Το Άγιο Πνεύμα –που ο Θεός έχει στείλει να είναι μαζί μας, ανακουφίζοντας, παρηγορώντας και συμβουλεύοντάς μας μέχρι το Δεύτερο Ερχομό του Μεσσία, οπότε θα καλέσει τους δικούς Του– θα μας βοηθήσει σε όλα τα βήματα που πρέπει να κάνουμε, τόσο για να αποθέσουμε τις αμαρτίες μας επάνω στον Αμνό του Θεού όσο και για να δεχτούμε απ’ Αυτόν, σε διαρκώς μεγαλύτερες ποσότητες, την ελευθερία και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, της Αιώνιας Ζωής. Γιατί η πίστη είναι ένα ταξίδι, ένα ταξίδι που κρατάει μια ζωή, το ωραιότερο και πολυτιμότερο ταξίδι που θα κάνει ποτέ ο άνθρωπος κι αυτό γιατί γίνεται εναρμονισμένα με τους νόμους της ΖΩΗΣ και της ΑΓΑΠΗΣ που κυριαρχούν στην Ουράνια Βασιλεία.


* Από μία διάλεξη που δόθηκε την Κυριακή των Βαΐων του 1993 στο Κυριακό Σχολείο για ενήλικες της Πρώτης Βαπτιστικής Εκκλησιάς στη La Jolla της Καλιφόρνιας. Η Γιούλικα Κ. (Κωτσοβόλου) Masry είναι Ελληνίδα η οποία έχει ζήσει στην Αμερική απο το 1972. Τέως δικηγόρος και Πανεπιστημιακή λέκτορας πολιτικής θεωρίας και κοινωνικής ψυχολογίας, σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή, επιμέλεια και μετάφραση βιβλίων και περιοδικών νομικού, φιλολογικού, ψυχολογικού και θεολογικού περιεχομένου. Πίστεψε στη διά του Χριστού σωτηρία το 1986 και στη συνέχεια παρακολούθησε έναν επταετή κύκλο Βιβλικών σπουδών στο Σεμινάριο “Bible Study Fellowship International” στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας.

© 1993, 2008 Youlika K. Masry, LL.B., Ph.D. (Η μετάφραση στα ελληνικά έχει γίνει από την ίδια τη συγγραφέα και δημοσιεύτηκε στο Internet στο siteτου Christian Book Center, www.cbc.gr στις 17 Ιουνίου 2008)


[i] Η λέξη «αμαρτία» ίσως ξενίζει το σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος την έχει συνδυάσει αποκλειστικά με τα ψυχοφθόρα αισθήματα ενοχής που γεννά η απόκλιση από μια αυστηρή και απρόσωπη, αν όχι απάνθρωπη, προσταγή ενός τιμωρού Θεού. Όμως το ρήμα αμαρτάνω σημαίνει κυριολεκτικά «δεν πετυχαίνω το στόχο μου». Ο άνθρωπος λοιπόν, που ως δημιούργημα έχει στόχο το Δημιουργό του, αστοχεί (αμαρτάνει) όταν επιλέγει να αυτοκυβερνηθεί και να ξεκόψει από την εξάρτησή του από το Θεό. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει γράψει ο C.S. Lewis, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να κινείται με κινητήρια δύναμη το Θεό (Mere Christianity, Μacmillan Publishing Co. Inc., 1952, σελ. 54).

[ii] Η πλάγια γραφή στα παρατιθέμενα εδάφια του Λόγου του Θεού αποτελεί προσθήκη της συγγραφέως.

[iii] Στην εβραϊκή γλώσσα η λέξη σατανάς (σατάν) σημαίνει κυριολεκτικά ο εχθρός, ο αντίπαλος.

[iv] Η ελληνική λέξη «Λόγος», την οποία χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφερόμενος στο Μεσσία, σημαίνει δύο τινά στην ελληνική γλώσσα: 1) Πρωταρχική Αιτία (prima causa), Υπερέχουσα Διάνοια κι ένα Ρασιοναλισμό ανώτερο της ανθρώπινη λογικής. 2) Σημαίνει όμως επίσης και έκφανση, έκφραση λόγου. Έτσι, εκείνο που ο Ιωάννης δηλώνει όταν χρησιμοποιεί τη λέξη «Λόγος» αναφερόμενος στο Χριστό είναι ότι ο Ιησούς είναι η Πρωταρχική Αιτία και η Υπερέχουσα Διάνοια και Λογική η οποία, μαζί με τον Πατέρα, υπήρχε εξαρχής παρά τω Θεώ. Αλλά επίσης, αφού ο Ιησούς μπορεί να εκλειφθεί και ως η έκφανση και η έκφραση του Θεού, αυτό κάνει μια αναφορά στη σχέση την οποία έχει ο Υιός με τον Πατέρα, μια σχέση η οποία είναι ανάλογη εκείνης που έχει ο ανθρώπινος νους με τον ανθρώπινο λόγο: ως το μέσο διά του οποίου ο Θεός εκφράζει και αποκαλύπτει τον εαυτό Του στον κόσμο και ως το μέσο με το οποίο συνδέεται με τον κόσμο, τον επηρεάζει, επιδρά επάνω του και τον μεταμορφώνει. Ο ενσαρκωμένος Χριστός λοιπον, δηλαδή ο Χριστός που εισήλθε στην ανθρώπινη ιστορία και πήρε σάρκα και οστά για να κατοικήσει ανάμεσά μας, καθρεφτίζει τη Δόξα του Θεού, όπως ακριβώς και τα λόγια που προφέρουμε καθρεφτίζουν τις διανοητικές και συναισθηματικές διαδικασίες που διενεργούνται μέσα μας.

Comments are closed.