«Φως – Αγάπη – Ζωή»

      Γράφει η Δρ Βίκυ Κάλφογλου- Καλοτεράκη            

(Στάλινγκραντ – Χριστούγεννα 1942)

“Όταν πέφτει το σκοτάδι, τότε ανάβουν τα φώτα – Μόνο μέσα στη νύχτα βλέπουμε τη λάμψη των άστρων – Μέσα στη Νύχτα «εισέβαλε» ο Θεός, το Φως – κι ακούστηκε στη γη το άγγελμα των Χριστουγέννων –……

Μέσα σ’ αυτόν τον χαμένο, αμαρτωλό κόσμο αντήχησε το μήνυμα των Χριστουγέννων, το μήνυμα του Φωτός –

Γιατί ο Θεός διέλυσε τη νύχτα για πάντα»

Arno Pötzsc

Στάλινγκραντ – Χριστούγεννα 1942.

 Η ερειπωμένη πόλη έχει μεταβληθεί σε μια εφιαλτική παγίδα για τους άνδρες του στρατηγού Πάουλους, σ’ αυτό που η γερμανική στρατιωτική ορολογία ονομάζει Kessel και Einkesselung – πρόκειται για την εικόνα ενός στρατού κυκλωμένου και παγιδευμένου από τις αντίπαλες δυνάμεις. Περικυκλωμένη σ’ έναν θανάσιμο πλέον κλοιό από τα σοβιετικά στρατεύματα η 6η Στρατιά (ή καλύτερα ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτήν) περιμένει μάταια ενισχύσεις, πολεμοφόδια και, κυρίως, τρόφιμα από τη Γερμανία. Αντί για την αερογέφυρα που αρχικά είχε σχεδιασθεί, ελάχιστες πτήσεις προς και από το Στάλινγκραντ μπορούν τελικά να πραγματοποιηθούν κάτω από τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες και ύστερα από τη δυσάρεστη για τους Γερμανούς τροπή που έχουν πάρει οι πολεμικές εξελίξεις. Μέσα στην παγωνιά του Ρωσικού χειμώνα χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες ζουν μια καθημερινή κόλαση αντιμετωπίζοντας τη λυσσαλέα αντεπίθεση των Ρώσων με όρους που έχουν γίνει καταφανώς άνισοι, καθώς το κρύο και η πείνα αποδεικνύονται εξίσου επικίνδυνοι αντίπαλοι.

Στις αλλεπάλληλες αναφορές του στρατηγού Πάουλους η απελπιστική κατάσταση του στρατεύματος και η αγωνία του επικεφαλής για την τύχη των ανδρών του διαγράφονται σε μια δραματική αντίθεση προς το λιτό  ύφος της επίσημης στρατιωτικής αλληλογραφίας. Μάταιες οι εκκλήσεις του. Για την επίσημη Ναζιστική προπαγάνδα και βεβαίως για τον Α.Χίτλερ ο αγώνας να καταληφθεί πάση θυσία το Στάλινγκραντ  έχει προσλάβει, πέρα απ’ την όποια στρατιωτική,  και ιδιαίτερη ιδεολογική σημασία, εφόσον η πόλη φέρει το όνομα του Ι.Στάλιν. Για τον Γερμανό δικτάτορα, εγκλωβισμένο στην εγωκεντρική του παράνοια, δεν έχουν καμία σημασία οι χιλιάδες  στρατιώτες που έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους και οι χιλιάδες καταδικασμένοι μέσα στον παγωμένο κλοιό. Αντίστοιχα και για τον Στάλιν δεν μέτρησαν καθόλου οι άμαχοι  που τους προηγούμενους μήνες είχαν υποχρεωθεί να σκάβουν ορύγματα. Χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους στο διάστημα που απαγορευόταν η εκκένωση της πόλης, για να μην επηρεασθεί το ηθικό των υπερασπιστών. Δύο δικτάτορες, δύο ιδεολογίες αντιμέτωπες στις όχθες του Βόλγα. Διαφορετικές – ναι. Με κοινό παρονομαστή όμως την άρνηση του Θεού και του Νόμου Του. Και βέβαια για τους Σοβιετικούς ο αγώνας είχε σ’ αυτή την περίπτωση χαρακτήρα σαφώς  πατριωτικό, ήταν άμυνα απέναντι στον ξένο εισβολέα κι επομένως η θυσία των υπερασπιστών, αμάχων και μη, είχε και το στοιχείο της ειλικρινούς αυτοθυσίας. Όμως από την άλλη μεριά  τα εκατομμύρια των θυμάτων του Στάλιν, είτε στη διάρκεια των πολιτικών εκκαθαρίσεων, είτε κατά τους απάνθρωπους εκτοπισμούς διαφόρων εθνοτικών ομάδων καταδεικνύουν την ίδια περιφρόνηση στην αξία της ανθρώπινης ύπαρξης   που χαρακτήριζε και τη Ναζιστική ιδεολογία. Αδύνατον να μη θυμηθώ την εύστοχη παρατήρηση του C.S.Lewis: «Πόσο βαρετά όμοιοι είναι όλοι οι τύραννοι! Πόσο ένδοξα διαφορετικοί οι άγιοι!»

Στάλινγκραντ, Χριστούγεννα 1942 – Παγιδευμένοι στις επιλογές της ηγεσίας τους οι Γερμανοί στρατιώτες, είτε ενσυνείδητοι Ναζιστές είτε όχι, βιώνουν έναν αληθινό εφιάλτη συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο πως δεν υπάρχει οδός διαφυγής από την παγίδα. Η όποια πίστη στην υπεροχή της φυλής και του στρατού τους σιγά – σιγά καταρρέει, ενώ τα γράμματα στις οικογένειές τους αντικατοπτρίζουν την αγωνία και το τραγικό τους αδιέξοδο. Σε κάποια απ’ αυτά διακρίνει κανείς τον πόνο και τη νοσταλγία για τα Χριστούγεννα που κάποτε περνούσαν με τους δικούς τους – ουσιαστικά επίκληση μιας τελετουργίας συνυφασμένης με μια ευτυχισμένη περίοδο της ζωής τους, χωρίς καμμιά νύξη για το ουσιαστικό νόημα των Χριστουγέννων. Άλλωστε είναι γνωστό πως η επίσημη Ναζιστική ιδεολογία προέβαλε τον αρχέγονο εορτασμό της «επιστροφής» του ήλιου και του φωτός που σηματοδοτεί το χειμερινό ηλιοστάσιο ακυρώνοντας το γεγονός της γέννησης του «Εβραίου Ιησού». Άλλες επιστολές μαρτυρούν έστω και δειλά, υπαινικτικά, ότι η ζοφερή εμπειρία του περικυκλωμένου Στάλινγκραντ έχει κάνει τον γράφοντα να αναζητήσει το αληθινό νόημα της γιορτής σε κάτι βαθύτερο από τις γλυκιές παιδικές αναμνήσεις του δέντρου, των δώρων, της οικογενειακής θαλπωρής. Αλλού ο στρατιώτης επαναστατεί: «είναι η τέταρτη φορά που περνώ Χριστούγεννα στον πόλεμο, κι αυτά είναι τα χειρότερα» – «όλα γύρω μου καταρρέουν, μια ολόκληρη στρατιά πεθαίνει» – «να σας πω τι γίνεται εδώ: πεθαίνουμε από την πείνα, απ’ το κρύο, ο ένας μετά τον άλλον οι στρατιώτες πέφτουν νεκροί. Κανένας δεν νοιάζεται, μόνο  βιαστικά τους θάβουν» – «..στο Στάλινγκραντ το ερώτημα περί Θεού δεν έχει κανένα νόημα.. από τον ουρανό πέφτει φωτιά, πέφτουν  βόμβες, πουθενά όμως ο Θεός. Όχι, πατέρα, δεν υπάρχει Θεός». Θυμάμαι και την κραυγή του ήρωα στο γνωστό αντιπολεμικό θεατρικό έργο «Έξω, μπροστά στην πόρτα»  του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα Wolfgang Borchert (ο οποίος την ίδια περίοδο καταδικάστηκε από στρατοδικείο για την άρνησή του να πολεμήσει με τον Γερμανικό στρατό): κάνοντας λογοπαίγνιο με τη γνωστή γερμανική έκφραση-παράσταση «ο καλός, αγαθός Θεός» («der liebe Gott») σηκώνει τα μάτια στον ουρανό φωνάζοντας: «Εσύ, ο ‘καλός’ Θεός! Ήσουν άραγε και στο Στάλινγκραντ ‘καλός’;».

Αντιδράσεις που τις καταλαβαίνει κανείς μέσα σ’ αυτές τις ακραίες καταστάσεις, που ο Ίδιος ο Πατέρας Θεός τις ακούει με απέραντη αγάπη, μακροθυμία και έλεος. Δεν παύουν όμως να είναι έκφραση  της τυπικής ανθρώπινης συμπεριφοράς: αδιαφορία για το Ποιος είναι ο Θεός, τι ζητά, τι προσφέρει, τι έδωσε – απαίτηση όμως την κρίσιμη, σκοτεινή ώρα που ο κόσμος καταρρέει από τις ολέθριες ανθρώπινες επιλογές, αυτός ο Μεγάλος Απών της ζωής μας να εμφανιστεί ξαφνικά και να αποτρέψει τις συνέπειες.

Μέσα στην ίδια κόλαση του Στάλινγκραντ βρέθηκε παγιδευμένος εκείνα τα Χριστούγεννα του 1942 κι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, ένα πολύτιμο παιδί του Θεού. Γεννημένος το 1906 στο Kassel, παιδί μιας πιστής οικογένειας, ο Kurt Reuber (Κουρτ Ρόϊμπερ) είχε πολλά να προσφέρει στην πατρίδα του. Ύστερα από σπουδές και διδακτορικό στη Θεολογία (Παν/μιο του Marburg) τοποθετήθηκε και άρχισε να υπηρετεί ως πάστορας στην ευαγγελική εκκλησία του Wichmannshausen. Συγχρόνως άρχισε να σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Γοτύγγης (Göttingen), απ‘ όπου απεφοίτησε εκπονώντας και διδακτορική διατριβή το 1938. Όνειρό του, που δεν έμελλε ποτέ να πραγματοποιηθεί, ήταν να συνδυάσει κάποτε την ιδιότητα του πνευματικού πάστορα και του γιατρού. Προικισμένος παράλληλα και μ’ ένα ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωγραφική καλλιεργούσε όσο μπορούσε και αυτή του την κλίση. Πράγματι ένας ξεχωριστός άνθρωπος!

Οι αναφορές για τη στάση του απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς μαρτυρούν την ανοιχτή αντίθεσή του με την πολιτική των διώξεων, ιδιαίτερα εναντίον των Εβραίων. Δεν έκρυβε τις θέσεις του ούτε στο κήρυγμα, ούτε στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες με άτομα του περιβάλλοντός του. Το 1939 κλήθηκε να υπηρετήσει ως στρατιωτικός γιατρός. Σύντομα στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και συγκεκριμένα στη Σοβιετική Ένωση, γεγονός που ερμηνεύεται σαν μια δυσμενής τοποθέτηση, αποτέλεσμα των ενοχλητικών του παρατηρήσεων και απόψεων. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι λίγες φορές σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου πήρε άδεια, για να επισκεφθεί τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του που υπεραγαπούσε. Γνωρίζουμε, ότι   όλο αυτό το διάστημα προσπάθησε να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες και σε  Ρώσους χωρικούς, ιδιαίτερα, όταν έπρεπε να αντιμετωπισθούν μεταδοτικές, λοιμώδεις ασθένειες. Η επιθυμία του να πλησιάσει και να κατανοήσει τον Άλλον (στη συγκεκριμένη περίπτωση τους Σλάβους, τους οποίους η ναζιστική προπαγάνδα χαρακτήριζε και προέβαλλε ως «υπανθρώπους») διακρίνεται καθαρά στα 150 περίπου πορτραίτα Ρώσων που φιλοτέχνησε – ηλικιωμένοι άνθρωποι, μητέρες, παιδιά αποδίδονται με προφανή αγάπη και την προσπάθεια να έρθει στην επιφάνεια ο βαθύτερος ψυχικός τους κόσμος.

Παραμονή Χριστουγέννων του 1942 – Ο Kurt Reuber  βρίσκεται, όπως και οι υπόλοιποι εγκλωβισμένοι,  κυριολεκτικά «εν γη σκιάς θανάτου». Χειρουργεί, φροντίζει τραυματίες, συντροφεύει άλλους στις τελευταίες τους στιγμές. Κάνει όμως και κάτι άλλο εκείνη την Παραμονή. Με μια έμπνευση που τον υψώνει πάνω από την κόλαση που ζει και βλέπει γύρω του δημιουργεί αυτό που έμελλε τελικά να γίνει το πιο γνωστό έργο του και συγχρόνως ένα σύμβολο συμφιλίωσης – τη Μαντόνα του Στάλινγκραντ (εικ.1). Στην πίσω πλευρά ενός ρωσικού στρατιωτικού χάρτη, μέσα στο λιγοστό φως του άθλιου ορύγματος σκιτσάρει μ’ ένα κομμάτι μαύρης κιμωλίας τη φιγούρα μιας γυναίκας που σκύβει και αγκαλιάζει προστατευτικά ένα βρέφος.  Παρά το σκούρο μανδύα που περικλείει και τις δύο μορφές ένα υπερκόσμιο φως, που φαίνεται να έρχεται από μια εξωτερική πηγή, φωτίζει τα δύο πρόσωπα. Μητέρα και παιδί – η Μαρία και το Βρέφος Ιησούς. Συγχρόνως μια εικόνα ασφάλειας και ειρήνης μέσα στη θανατερή απειλή που τους περιβάλλει. Γύρω από την παράσταση ο καλλιτέχνης δίνει το χρονικό και πνευματικό στίγμα του. Αρχικά σημειώνει με τολμηρές έντονες γραμμές: « Χριστούγεννα 1942 – Μέσα στον «κλοιό» («Kessel») – Φρούριο Στάλινγκραντ». Όπως έγραψε στη γυναίκα του, θυμάται τότε το κείμενο του Ιωάννη  και συμπληρώνει τις τρεις έννοιες-κλειδιά που αποκαλύπτουν έναν κόσμο και μια πραγματικότητα  πέρα απ’ τον «κλοιό»: «Φως – Ζωή – Αγάπη». Οι στρατιώτες που μπαίνουν στο αυτοσχέδιο «εργαστήρι» στέκονται με σεβασμό, συνεπαρμένοι.  ‘Άγια Νύχτα’!

  Σε άρθρο που περιέχεται σ’ ένα τιμητικό αφιέρωμα για τον Kurt Reuber διαβάζουμε τα εξής:

«Φως – Ζωή – Αγάπη! Αυτές είναι οι λέξεις-κλειδιά για την κατανόηση της ‘Μαντόνας του Στάλινγκραντ’. Και βέβαια οι έννοιες αυτές εκφράζουν καταρχήν τους πόθους του ανθρώπου που φιλοτέχνησε το έργο, όπως και τους πόθους αυτών που επρόκειτο να το δουν, τον πόθο και τη νοσταλγία για όλα αυτά που τους έλειπαν και τα έχουμε τόσο ανάγκη στη ζωή μας: Φως μέσα στο σκοτάδι, Ζωή μπροστά στην απειλή του θανάτου, Αγάπη σ’ έναν κόσμο μίσους.

Όμως αυτός ο πόθος έχει και μια βαθύτερη διάσταση, δεν αφορά μόνον αυτό που μας λείπει και που, αν μας δοθεί, γρήγορα πάλι μπορεί να χαθεί – λίγο φως, λίγα περισσότερα χρόνια ζωής, μια σταλιά αγάπη. Αυτός ο Πόθος κι αυτή η Νοσταλγία στρέφονται και λαχταρούν κάτι πολύ ανώτερο και βαθύτερο –  ένα Φως που λάμπει για πάντα, Ζωή που νικά τον θάνατο, Αγάπη αιώνια.  Αυτός ο Πόθος «δείχνει» έναν άλλον κόσμο, πέρα από τον σκοτεινό δικό μας, ένα κόσμο Αιώνιου Φωτός, Αιώνιας Αγάπης και Ζωής. Κι έτσι αυτές οι τρεις λέξεις-κλειδιά αποκτούν μια βαθύτερη σημασία. Ο ίδιος ο Kurt Reuber δηλώνει ότι προέρχονται από κείμενα του Ιωάννη. Μέσα απ’ αυτές τις έννοιες ακούει τη Φωνή Εκείνου που τις πρόφερε και τις ταύτισε με τον Εαυτό Του…. Ακούει τη Φωνή του Ιησού που γεννήθηκε τη Χριστουγεννιάτικη Νύχτα σαν γιος της Μαρίας:

‘Εγώ είμαι το Φως του κόσμου’ (Ιωάνν.8,12)

‘Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή’ (Ιωάνν.11,25)

‘Ο Θεός είναι Αγάπη και όστις μένει εν τη Αγάπη, εν τω Θεώ μένει  και ο Θεός εν αυτώ’ (Α’Ιωάνν.4,16).

Η παράσταση φωτίζει Εκείνον που ενανθρώπησε, τον Ιησού που  είναι το Φως, η Ζωή, η Αγάπη, τον Ιησού που παραμένει ο Ίδιος,  Παρών και στο Στάλινγκραντ θέλοντας και εκεί να πραγματοποιήσει τον Λόγο Του. ….. Οι τρεις λέξεις-κλειδιά δεν περιγράφουν απλώς τον Πόθο γι’ αυτό που λείπει από τον σκοτεινό κόσμο μας, καθώς ζει χωρίς αγάπη στη ‘σκιά του θανάτου’. Περιγράφουν αυτό που συνέβη τη Νύχτα των Χριστουγέννων, το Δώρο που προσφέρθηκε στον κόσμο και στον άνθρωπο».

Σε επιστολή του της 31ης Δεκεμβρίου 1942, λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα που πέρασε στο αποκλεισμένο Στάλινγκραντ, ο Reuber παρατηρεί ότι νιώθει απέραντη  ευγνωμοσύνη για τις ευλογίες της προηγούμενης χρονιάς. «Κι αυτό είναι η αλήθεια», συμπληρώνει. Έχω την αίσθηση πως μια απ’ αυτές τις ακατανόητες για τους περισσότερους ευλογίες θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην ξεχωριστή χάρη και αποκάλυψη που του δόθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα , καθώς βίωσε μ’ έναν μοναδικό τρόπο την αλήθεια της αρχαίας προφητείας: «εις τους καθημένους εν γη σκιάς θανάτου, φως έλαμψεν επ’ αυτούς» (Ησα.9:2).

Τα Χριστουγεννιάτικα γράμματα του Reuber προς την οικογένειά του (κείμενα που, όπως όλες οι επιστολές του, ξεχειλίζουν αγάπη και τρυφερότητα αποκαλύπτοντας συγχρόνως το βάθος και την ποιότητα της προσωπικότητάς του) μαζί με το Χριστουγεννιάτικο σκίτσο, μια αυτοπροσωπογραφία όπως και κάποια άλλα έργα βρέθηκαν σε μια από τις τελευταίες πτήσεις που έφυγαν από το Στάλινγκραντ πριν την τελική παράδοση των Γερμανικών δυνάμεων. Τα μετέφερε ένας τραυματισμένος αξιωματικός και σύντροφος του Reuber. «Το πορτραίτο μου ανήκει στη μητέρα σας», γράφει στα παιδιά του, «η Μαρία με το Βρέφος, η ‘Μαντόνα του Φρουρίου’ και στους τρεις σας. Η μητέρα σας θα μπορέσει να σας εξηγήσει, πόσο σημαντικό είναι στις δύσκολες στιγμές ο άνθρωπος να έχει μέσα του ένα φρούριο, ένα οχυρό Καταφύγιο. Τότε μόνο μπορεί να σταθεί ακλόνητο και σταθερός». Δεν φαίνεται να έμαθε ποτέ, αν έλαβαν αυτό τον πολύτιμο θησαυρό που τους έστελνε.

Τον  Ιανουάριο του 1943 η κατάσταση των εγκλωβισμένων του Στάλινγκραντ έχει φθάσει στο απροχώρητο, ενώ η Γερμανική ηγεσία στο Βερολίνο διατάζει άμυνα μέχρις εσχάτων. Μάλιστα ο Α.Χίτλερ ανακηρύσσει τον στρατηγό Πάουλους στρατάρχη. Εφόσον κανένας Γερμανός στρατιωτικός με αυτό τον υψηλό βαθμό δεν είχε ποτέ παραδοθεί, ο Χίτλερ περίμενε ότι αυτή η προαγωγή θα εμπόδιζε τον Πάουλους από μια τέτοια απόφαση. Εκείνος όμως επιλέγει να σώσει τους άνδρες που είχαν απομείνει από μια θυσία δίχως νόημα. Ήδη η 6η στρατιά μετρούσε περί τους 150.000 νεκρούς. Παραδόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1943. Περίπου 108.000 Γερμανοί στρατιώτες οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία σε Ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μόλις 6000 επέστρεψαν στη Γερμανία ύστερα από πολλά χρόνια. Πολλοί πέθαναν από τους πρώτους κιόλας μήνες  στις πορείες θανάτου μέσα από τις παγωμένες ρωσικές στέπες.

 Ο γιατρός, ο θεολόγος, ο καλλιτέχνης Kurt Reuber, το πολύτιμο παιδί του Θεού, έζησε περίπου ένα χρόνο στο στρατόπεδο της Jelabuga, 1.000 χλμ. ΒΑ του Στάλινγκραντ. Αυτός ο χρόνος πρέπει  να ήταν γι’ αυτόν μια μεγάλη νύχτα, μολονότι, όπως μαθαίνουμε από μαρτυρίες συντρόφων του, υπηρέτησε και πάλι όπου μπορούσε περιθάλποντας συγκρατουμένους του, προσπάθησε να κρατήσει μια γραμμή επικοινωνίας με την οικογένειά του, ζωγράφιζε. Μόνος σ’ ένα άξενο, εχθρικό περιβάλλον, μέσα στις απίστευτες κακουχίες και το θανατερό ψύχος του στρατοπέδου φτάνει τα επόμενα Χριστούγεννα. Γράφοντας στη γυναίκα του στις 25 Δεκεμβρίου του 1943, αφήνει να φανεί όλη η νοσταλγία και ο πόνος του για τον μακροχρόνιο χωρισμό: «Μάταια με περιμένετε για τέταρτη φορά, να σταθούμε και οι πέντε κάτω απ’ το γλυκό φως του Χριστουγεννιάτικου δέντρου». Κι όμως, η ίδια επιστολή αποκαλύπτει παράλληλα έναν εξαιρετικό πλούτο ώριμων στοχασμών, δείχνει, ότι η μακρά, ζοφερή νύχτα δεν του στέρησε την πνευματική ενόραση. Παρ’ όλο που όλο του το είναι λαχταρά την απελευθέρωση και το τέλος του πολέμου, αναγνωρίζει πως οι πόθοι για ειρήνη, για δικαιοσύνη στις σχέσεις των εθνών και των κοινωνικών ομάδων δεν έχουν νόημα, όσο οι άνθρωποι μένουν εσωτερικά οι ίδιοι, χωρίς την Ειρήνη μέσα τους. Μη γνωρίζοντας ακόμη, αν η γυναίκα του έχει λάβει τα γράμματα και το σκίτσα των προηγούμενων Χριστουγέννων, της γράφει και πάλι για τη «Μαντόννα του Στάλινγκραντ», τι σήμαινε γι’ αυτόν. Της θυμίζει τα λόγια του παλιού Γερμανικού ύμνου: «Έρχεται το Αιώνιο Φως, δίνει μια καινούρια λάμψη στον κόσμο. Λάμπει μέσα στη νύχτα και μας μεταμορφώνει σε ‘παιδιά του Φωτός».

Αυτά τα Χριστούγεννα, του 1943, σκιτσάρει  τη ‘Μαντόνα της Αιχμαλωσίας’. Η γυναικεία μορφή μας κοιτά κατάματα, θλιμμένη. Από το Παιδί όμως που βρίσκεται πάλι προστατευμένο στην αγκαλιά της πηγάζει ένα υπερκόσμιο Φως. Γύρω από την κεντρική παράσταση και πάλι οι λέξεις  «Χριστούγεννα 1943 – Φως – Αγάπη – Ζωή». Στην κορυφή η λέξη: Φως, στη βάση, σαν μια θριαμβευτική υπογραφή και σφραγίδα η λέξη: Ζωή.

 Ο Kurt Reuber πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 1944 ύστερα από βαριά ασθένεια και τις επιπλοκές μιας εγχείρησης. Άραγε πως θα ήταν  αυτό το τελευταίο ταξίδι του μέσα απ’ τη σκοτεινή κοιλάδα; Πιστεύω, πως την απάντηση τη βρίσκουμε στα δικά του λόγια, όταν ένα χρόνο πριν έγραφε στη γυναίκα του σε μια από τις τελευταίες επιστολές που έφυγαν από τον «κλοιό» του Στάλινγκραντ: «Σαν ένα επιβλητικό μνημείο βλέπω μπροστά μου τα λόγια του Ψαλμού, βαριά από νόημα πρωτόγνωρο, νόημα που ποτέ πριν δεν είχα υποψιαστεί: ‘και αν πλαγιάσω εις τον άδη, ιδού Συ’. <139:8> Τα επαναλαμβάνω την ώρα της περισυλλογής  μαζί  με το άλλο χωρίο: ‘Εγώ, όμως, είμαι πάντοτε μετά Σου-Συ με επίασας από της δεξιάς μου χειρός’ <73:23>».

Έφυγε για να βρεθεί επιτέλους στο Φως μαζί μ’ Αυτόν που του κρατούσε το χέρι μέσα σ’ εκείνη τη μεγάλη νύχτα του τελευταίου χρόνου της ζωής του. Το σώμα του τάφηκε σ’ έναν από τους εκατοντάδες ανώνυμους τάφους του νεκροταφείου της Jelabuga.

 Το τελευταίο του έργο μαζί με κάποιες επιστολές τα παρέδωσε μόλις το 1946 στην οικογένειά του ένας συγκρατούμενος γιατρός που στο μεταξύ ελευθερώθηκε. Μόνο τότε οι δικοί του πληροφορήθηκαν τον θάνατό του. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1946 πολλοί συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του χωριού Wichmannshausen, όπου ο Kurt Reuber είχε υπηρετήσει ως πάστορας, για να τιμήσουν τη μνήμη του.

Ο ομιλητής αναφέρεται σ’ αυτή την εκ βαθέων ομολογία του Kurt Reuber, που ανέφερα πιο πάνω. Τονίζει πως τα λόγια του Ψαλμωδού που ήχησαν αιώνες πριν έγιναν στην περίπτωση του Reuber ένα γνήσιο βίωμα που σφράγισε την ύπαρξή του, τη σχέση του με τον Θεό, μια  ηχηρή διακήρυξη που βγήκε μέσα από τη δική του καρδιά. Κι αυτό το «όμως», συνεχίζει ο ομιλητής, δεν στηρίζεται στην τόλμη της αυτοπεποίθησης, στην ανθρώπινη δύναμη. « Το «όμως»  της πίστης είναι η βεβαιότητα που η Χάρη δωρίζει μέσα από αυτή την εκπληκτική εμπειρία: ο ασύλληπτος από τον ανθρώπινο νου Θεός είναι ‘πλησίον’ ακόμα και μέσα στην ανθρώπινη κόλαση, στον θάνατο, στον τρόμο και στη φρίκη, μέσα στον βαθύτερο πόνο, ο Θεός – Εμμανουήλ Παρών ως η απόλυτη, υπέρτατη Αλήθεια, μάλιστα τότε είναι πιο κοντά. Αυτή είναι η εμπειρία, η βαθύτερη γνώση που εκφράζεται τόσο στη Χριστουγεννιάτικη παράσταση της Μητέρας και του Βρέφους (ο ίδιος ο Reuber τη χαρακτήρισε σαν ένα κήρυγμα που έγινε με κιμωλία) όσο και στη συγκλονιστική αυτοπροσωπογραφία του – εικόνα, όπως είπε κάποιος, ενός πάσχοντος ανθρώπου, μόνου με τον Θεό Του. Εδώ, μόνον εδώ, στην επίγνωση και στο αληθινό βίωμα του Θεού που απέκτησε ο Kurt Reuber βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε τον πλούτο της «γεμάτης» ζωής του. Ιδωμένη από την ανθρώπινη σκοπιά αυτή η ζωή μπορεί να φαίνεται πως διακόπηκε πρόωρα, ιδωμένη όμως μέσα από το πρίσμα της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis) η ζωή του Reuber ήταν σίγουρα πλήρης».

*

 Το  1983 τα παιδιά του Kurt Reuber δώρισαν τη ‘Μαντόνα του Στάλινγκραντ’ στην Kaiser-Wilhelm Gedächtniskirche του Βερολίνου, μια εμβληματική εκκλησία στενά συνδεδεμένη για τους κατοίκους της Γερμανικής πρωτεύουσας όπως και για όλους τους Γερμανούς με την καταστροφή του πολέμου (το βαριά βομβαρδισμένο τμήμα της έχει διατηρηθεί συνυπάρχοντας με την εκπληκτική σύγχρονη κατασκευή) αλλά και με τη λαχτάρα για ειρήνη και συμφιλίωση.  Το έργο βρίσκεται σε μια ήσυχη γωνιά αφιερωμένη στη μνήμη των μαρτύρων της Ευαγγελικής Εκκλησίας στα χρόνια του Ναζισμού. Το 1990 αντίγραφο της παράστασης τοποθετήθηκε σε παρεκκλήσι της ‘αδελφής εκκλησίας’, του Καθεδρικού Ναού του Κόβεντρυ που επίσης καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς τον Νοέμβριο του 1940 και με τον οποίο η Gedächtniskirche  έχει αναπτύξει ιδιαίτερους πνευματικούς δεσμούς. Τέλος, αντίγραφο της παράστασης υπάρχει τώρα και στον ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Βόλγκογκραντ (πρώην Στάλινγκραντ).

Βίκυ Κάλφογλου – Καλοτεράκη     kalnarn@hist.auth.gr

Σημ.: Κύρια πηγή του άρθρου απετέλεσε ο συλλογικός τόμος με τίτλο: «Die Stalingrad-Madonna. Das Werk Kurt Reubers als Dokument der Versöhnung“(Η Μαντόνα του Στάλινγκραντ. Το έργο του Kurt Reuber ως ντοκουμέντο συμφιλίωσης), εκδ. Martin Kruse, Lutherisches Verlagshaus, Hannover 19963.

Comments are closed.