Το πρόβλημα του νομικισμού στο χριστιανισμό

της Γιούλικας Κ. Masry

Εμπεριστατωμένη μελέτη στο «ΔΕΙ» και το «ΠΡΕΠΕΙ» στο νομικισμό

ΤΟ «ΔΕΙ» ΚΑΙ ΤΟ «ΠΡΕΠΕΙ»

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εργαλεία για σκέψεις στο πάντα επίκαιρο πρόβλημα του νομικισμού στο χριστιανισμό

της Γιούλικας Κ. Masry [i]

«… καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία οὔτε γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξεις 4/12)

«Μακράν απ’ εμού, μη με εγγίσης· διότι είμαι αγιώτερός σου» (Ησα. 65/ 5)

«Κύριε, ελέησόν με και ίασαι την ψυχήν μου, διότι ήμαρτον εις σε» (Ψαλ. 41/4)

Σε μια εποχή κρίσης σαν τη σημερινή που ο άνθρωπος έχει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την ανάγκη του Θεού αλλά που ο νομικισμός, ενδημικός στις χριστιανικές εκκλησίες, δρα τόσο καταστρεπτικά πάνω στο σώμα του Χριστού και τόσο ανασχετικά στην ευαισθητοποίηση του έξω κόσμου στα πράγματα του Θεού, αξίζει ίσως να καταπιαστούμε εν συντομία για μια ακόμα φορά μ’ αυτό το ακανθώδες ζήτημα. Ας ξεδιπλώσουμε όμως το κουβάρι από μια άλλη άκρη: από την ετυμολογία δύο ρημάτων της ελληνικής γλώσσας, το ΔΕΙ και το ΠΡΕΠΕΙ.

Το ΔΕΙ δηλώνει μια εκ των ων ουκ άνευ χρεία, μια αδήριτη ανάγκη, μια πρωτεϊκή έλλειψη όπως εκείνη της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό μέσω της σωτηρίας του η οποία ήρθε με πρωτοβουλία του Θεού σύμφωνα με το Προαιώνιο Σχέδιό Του και διά του Ιησού Χριστού, καθώς διαβάζουμε στο Λόγο του Θεού. Πρόκειται για το υπαρξιακά και πνευματικά επιτακτικό «δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» για το οποίο γίνεται λόγος στις Πράξεις των Αποστόλων (4/12).

Πίσω απ’ αυτό το ΔΕΙ μπορεί κανείς ν’ ακούσει την απελπισμένη κραυγή ολόκληρης της Οικουμένης που είτε ασυνείδητα αναζητεί είτε συνειδητά εκζητεί αυτό το αγαθό χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ΖΩΗ. Όποιος έχει επισκεφτεί το Γιαντ βα Σεμ, το Μουσείο του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ, δεν μπορεί παρά να έχει κρατήσει στη μνήμη του την οδυνηρά θλιβερή εικόνα στην είσοδο ενός αγάλματος το οποίο παριστάνει έναν άνθρωπο που με το στόμα ορθάνοιχτο προς τον Ουρανό εκφράζει την αντικειμενική χρεία της ανθρωπότητας για ζωή, τη ζωή που τόσο τραγικά είχε αναιρέσει και αφαιρέσει από τους Εβραίους το Ναζιστικό καθεστώς.

Παράγωγα του ρήματος «δει» είναι το ενδεής, εκείνος δηλ. ο οποίος έχει απόλυτη αντικειμενική χρεία κάποιου τόσο βασικού αγαθού χωρίς το οποίο δεν μπορεί να γίνει τίποτε στη ζωή από πρακτικής πλευράς, όπως για παράδειγμα βλέπουμε την κλασική χρήση του ρήματος στο Δημοσθένη «Δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι» (Αʹ Ολυνθιακός, 1/20). Παράγωγο του «δει» είναι επίσης και το δέησις που εκφράζει την εξίσου απόλυτη ανάγκη του ανθρώπου να απευθυνθεί στο Θεό, στον ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ, ο Οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να καλύψει ένα από οντολογικής πλευράς τόσο θεμελιώδες έλλειμμα. Εξ άλλου αυτό δείχνουν και τα ρήματα της έντονης πνευματικής επιπόθησης που χρησιμοποιούνται στην Αγία Γραφή για την εκζήτηση του Θεού. «Θεέ… σε διψά η ψυχή μου, σε ποθεί η σαρξ μου, εν γη ερήμω, ξηρά και ανύδρω» (Ψαλ. 63/1).

Αντίθετα, το ρήμα ΠΡΕΠΕΙ, που εντελώς άπρεπα αντηχεί κατά κόρον μέσα στις χριστιανικές κοινωνίες και εκκλησίες, σημαίνει κάτι το αρμόζον, το ταιριαστό σύμφωνα με μια τάξη πραγμάτων η οποία είναι κατά κύριο λόγο ανθρώπινη—και αυτό παρόλο που καταπιάνεται με τα θέματα της τάξης του Θεού. Ακόμα και η ετυμολογία του ρήματος «πρέπω» (που σημαίνει διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαπρέπω) παραπέμπει σε μια οριζόντια διάταξη ιεραρχιών, πράγμα που αναγκαστικά εισάγει την έννοια της εξουσίας στις διανθρώπινες σχέσεις και των καταχρήσεων κατά την άσκησή της από άνθρωπο σε άνθρωπο. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές οι εκφραστές αυτής της θεϊκής τάξης μέσα στη χριστιανική κοινωνία ή την εκκλησία είναι πιστοί χριστιανοί οι οποίοι όμως δεν έχουν προηγουμένως αρκετά αδειάσει από το εγώ, τη σάρκα τους—όπως να πούμε ο Ιακώβ μετά την πάλη του με τον Άγγελο του Κυρίου (Γέν. 32/ 24 επ.)—έτσι ώστε τα ενεργήματα της Χάρης, υπό την αιγίδα των δυνάμεων της Ανάστασης του Χριστού, να μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα και απρόσκοπτα μέσ’ απ’ το είναι τους. Τα «πρέπει» τους αφορούν είτε θέματα μη κεντρικά στα ζητήματα της πίστης (για τα οποία μάλιστα ενδέχεται να μην υπάρχει καν «κώδικας» στο Λόγο του Θεού, οπότε η συμμόρφωση σ’ αυτά αφορά μια καθαρά υποκειμενική επιλογή), είτε σε θέματα για τα οποία υπάρχει μεν κώδικας, αλλά ο κύριος σκοπός της εκ μέρους τους επιδίωξης να συμμορφωθούν οι άλλοι μ’ αυτόν αποβλέπει περισσότερο στην ενίσχυση της κυριαρχίας της ανθρώπινης θέλησης—τώρα επενδυμένης και με το κύρος της εξουσίας του Θεού—παρά στον ευαγγελισμό των μη αναγεννημένων ή τη στήριξη και ενίσχυση των ήδη αναγεννημένων ψυχών. Ο Ρέι Στέντμαν στο κλασικό του κήρυγμα πάνω στο θέμα του νομικισμού δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τους πρόμαχους αυτού του καθεστώτος ως αποβλέποντες, συνειδητά ή ασυνείδητα, σε μία «μηχανική και εξωτερική συμπεριφορά η οποία πηγάζει από την εμπιστοσύνη που έχουν οι άνθρωποι αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό τους και αποβλέπει στο να τους εξασφαλίσει φήμη ή την επιδίωξη κάποιας δικής τους δεξιότητας ή την ικανοποίηση της επιθυμίας τους για προσωπική δύναμη και εξουσία». Κι αυτό επειδή από όλα τα είδωλα που μπορεί να παραπλανήσουν και να παγιδεύσουν τον άνθρωπο το χειρότερο και το επικινδυνοδέστερο είναι εκείνο του εγώ, της περηφάνιας και φυσικά σε ό,τι έχει επενδύσει ο άνθρωπος, αυτό και θα επιδιώκει («όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας» (Ματθ. 6/21).

Οι προθέσεις πίσω από μια τέτοια κατεξουσιαστική στάση και την κατά συνέπεια πληθωρική συνταγογραφία διάφορων ανθρωποκατασκεύαστων επιταγών μπορεί να είναι πέρα για πέρα καλοπροαίρετες, όπως για παράδειγμα ο φόβος για το μέλλον της κεντρικής δομής του χριστιανισμού, της Νύμφης του Χριστού, της Εκκλησίας, σε περίπτωση που θα πορευόταν ασυνόδευτη από κάποια «πρέπει». Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορεί να βαρύνει αποφασιστικά στην επικρότηση του νομικιστικού καθεστώτος, αν μη τι άλλο επειδή, σε τελευταία ανάλυση, δεν συντρέχει καν λόγος για μια τέτοια ανασφάλεια και τις ψυχαναγκαστικές αντιδράσεις που τη συμπαρακολουθούν αφού η εκκλησία είναι υπόθεση όχι ανθρώπων αλλά του ίδιου του Θεού. «Μνήσθητι της συναγωγής σου, την οποίαν απέκτησας απ’ αρχής», δέεται ο ψαλμωδός (74/12) και ο Ίδιος ο Χριστός, απευθυνόμενος στον Πέτρο, του επισήμανε πως η εκκλησία Του είναι δική Του υπόθεση: Θα την οικοδομήσει ο Ίδιος και «πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής» (Ματθ. 16/18). Άλλο βέβαια εάν ο φόβος, ο οποίος φυσικά είναι ένα πολύ δυνατό κίνητρο ελεγκτικής συμπεριφοράς, δεν έχει καθόλου να κάνει με την τύχη της χριστιανικής εκκλησίας στη γη και αιωνίως αλλά είναι απλά ένας φόβος μήπως χάσει τον έλεγχο των εγκόσμιων πραγμάτων ο ίδιος ο πρεποντολόγος.

Εκείνο που έχει σημασία να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι τέτοια «πρέπει», προερχόμενα από ανυποχώρητες ακόμα θελήσεις και εν πολλοίς αγονάτιστες ενώπιον του Θεού καρδιές, σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούν να οδηγήσουν στη σωτηρία ψυχών ή στον ολοένα και μεγαλύτερο αγιασμό αναγεννημένων καρδιών, αλλά, αντίθετα, σε έναν κονφορμισμό σε ανθρωποκατασκεύαστους κανόνες. Τέτοιοι κανόνες, για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή από την κλασική παιδεία διάκριση του Ευριπίδη στην Ελένη, μπορεί μεν να έχουν το «φαίνεσθαι» του θεοπηγάζοντος και του θεάρεστου αλλά δεν έχουν και το «είναι», την ουσία του, ή με τα ίδια τα λόγια της Γραφής, μπορεί μεν να έχουν τη μορφή της ευσέβειας αλλά δεν έχουν και τη δύναμή της (ΒʹΤιμ.3/5). Στο Λόγο του Θεού το «αγιώτερος εμού» ανήκει αποκλειστικά στο Θεό, στον Οποίο και μόνο μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά η δικαιοσύνη και το έλεος, ο νόμος και η Χάρη. Στον Ησαΐα (65/5) αυτή η διαβεβαίωση διατυπώνεται με τρόπο ανεπίδεκτο κάθε αμφισβήτησης ή αμφιβολίας. «Μακράν απ’ εμού, μη με εγγίσης· διότι είμαι αγιώτερός σου. Ούτοι είναι καπνός εις τους μυκτήρας μου, πυρ καιόμενον όλην την ημέραν».

Ίσως η επιστήμη της ψυχολογίας να μπορούσε να μας δώσει κάποιες έννοιες-εργαλεία προκειμένου να μπορέσουμε να διακρίνουμε και πρακτικά μεταξύ της γνήσιας νουθεσίας και του νομικισμού, του ανόθευτου σωτηριακού κηρύγματος του ευαγγελίου και του κατεξουσιαστικού, του χριστιανικού ‘είναι’ και του χριστιανοπρεπούς ‘φαίνεσθαι’, του ΔΕΙ και του ΠΡΕΠΕΙ καθώς θα εστιάζουμε την προσοχή μας, κατ’ ανάγκη ενδεικτικά, σε μερικά από τα πεδία όπου τείνει να εκδηλώνεται ο νομικισμός στην Εκκλησία. Μια πρώτη βοήθεια που παίρνουμε από την ψυχολογική παρατήρηση εστιάζεται στο χαρακτηριστικό της επιμονής η οποία αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ναρκισσιστικής προσωπικότητας, δηλ. του ανθρώπου ο οποίος δεν έχει κάνει (ή δεν έχει αρκούντως κάνει) την υπέρβαση του εγώ του ή εστω την έχει μεν κάνει ως προς μερικά αλλά όχι ως προς άλλα θέματα, όπως είναι κυρίως εκείνα που ανήκουν στο δύσκολο τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων. Από τις κλινικές παρατηρήσεις του Οtto Kernberg ως τις αντιστοιχίες στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας που έχουν επισημάνει ο Christopher Lasch και άλλοι, η επιμονή όντως κατακυρώνεται ως ο κατ’ εξοχήν δείκτης του εγκλωβισμού του ατόμου στο εγώ του και η εμπειρική παρατήρηση στο χώρο του χριστιανισμού δείχνει πως το γνώρισμα αυτό όντως αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των νομικιστών—από τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες μέχρι τα σοβαρότερα των θεμάτων.

Για παράδειγμα, το να έρχεται και να επανέρχεται κάποιος στην απαίτηση από ένα νεοφερμένο στους κόλπους της εκκλησίας να κάνει ομολογία πίστης—ως sine qua non προϋπόθεση για να είναι μέλος της—δείχνει καθαρά πόσο σαρκική είναι αυτή η επιμονή, αφού αναμφισβήτητα το ζήτημα είναι πέρα για πέρα πνευματικό και προσωπικό εξαρτώμενο εξ ολοκλήρου από τη σχέση που έχει η κάθε ψυχή με τον Κύριο και Θεό της σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Η Αγία Γραφή προσδιορίζει σαφώς πώς ακριβώς μοιράζεται κανείς με άλλους την καλή είδηση του ευαγγελίου και πώς ανταποκρίνεται πνευματικά εκείνος που την ακούει και τη δέχεται. «Πλησίον σου είναι… ο λόγος της πίστεως τον οποίον κηρύττομεν· ότι εάν ομολογήσης διά του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή» (Ρωμ. 10/9). Όταν όμως ο νομικιστής επιλέγει τα σενάρια εξάσκησης της δικής του επιμονής, και μάλιστα εστιαζόμενος κυρίως σε διαδικαστικά θέματα για να συμβάλει στο να χυθεί αυτή η ευλογία, γίνεται φανερό ότι κάθε άλλο παρά «κηρύττει το λόγο της πίστεως», που είναι το μόνο το οποίο χρειάζεται ο προσκείμενος προκειμένου, εάν φωτιστεί και τον δεχτεί, να γίνει πραγματικά μέλος της εκκλησίας η οποία έχει ως κεφαλή της το Χριστό.

Αντίθετα, είτε το συνειδητοποιεί αυτό είτε όχι, ο νομικιστής έχει μια δική του ατζέντα και πορεύεται σε μια οδό που δεν είναι άλλη από την επικίνδυνη ιππασία επάνω στη στενή κόψη του ξυραφιού της ατομικής θέλησης, οπότε σίγουρα είναι αδύνατον να δράσουν εκεί καρποφόρα οι αναστάσιμες δυνάμεις του Χριστού οι οποίες να φωτίσουν το μυστήριο του Σταυρού, δηλ. της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό μέσ’ απ’ το Χριστό (Εφεσ. 3). Το μόνο που μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιες άκομψες αυτοκρατορικές απαιτήσεις είναι να φορτώσουν το νεοφερμένο με ενοχές ή να διεγείρουν μέσα του σφοδρότατες αντιστάσεις εναντίον επαναλαμβανόμενων υποδείξεων ή επιταγών που τον απογυμνώνουν από τη στοιχειώδη ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, οδηγώντας τον όχι σπάνια σε λαθεμένες γενικεύσεις ή την πλήρη παρανόηση για το τι πραγματικά είναι η εκκλησία του Χριστού.

Πέραιτέρω, στην ευρεία βιβλιογραφία της ψυχολογίας πάνω στο θέμα των «αμυντικών μηχανισμών» του ασθενούς είναι ίσως δυνατό να βρούμε και κάποια άλλα στοιχεία που μπορεί να μας βοηθήσουν διαγνωστικά και ως προς άλλα χαρακτηριστικά του νομικισμού. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον αυτοματισμό με τον οποίο προβάλλονται οι μηχανισμοί άμυνας κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης ή ψυχοθεραπείας. Παρατηρώντας την αμυντική στάση των νομικιστών στην περίπτωση που τους γίνει κάποια σχετική εισήγηση για το ενδεχόμενο να είναι παγιδευμένοι στην αμαρτία του νομικισμού, διαπιστώνουμε πως η στάση τους τείνει να έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά αυτού ακριβώς του αυτοματισμού. Για παράδειγμα, οι αμυντικές συμπεριφορές τους εκδηλώνονται με υδραργυρική ταχύτητα και μέσ’ από εδάφια-αστραπή όπως το «εγκαίρως ακαίρως» (αναφορικά με την καταλληλότητα του χρόνου της παρέμβασής τους και τη σκοπιμότητα της επιμονής τους), το «μη κρίνετε ίνα μην κριθείτε» (σχετικά με την εκ μέρους τους απόρριψη οποιασδήποτε κατά του νομικισμού αντίθετης άποψης) ή το πανίσχυρο διαλυτικό της συνειδητοποίησης της αμαρτίας του εγωισμού από τον άνθρωπο «εις πολλά πταίομεν άπαντες» (προκειμένου να αποδυναμωθεί η απήχηση μιας εναντίον του νομικισμού εισήγησης). Από πνευματικής πλευράς αυτό και μόνο δείχνει πενία σε Χάρη. Επειδή δεν μπορεί κανείς να κλείσει σε μια κόλλα χαρτί ή σ’ ένα εδάφιο ξεκομμένο από το σύνολο της Αγίας Γραφής την αλήθεια και τη Χάρη του Θεού. Εξάλλου, στο σύνολο των Βιβλικών κειμένων, όπου αναπτύσσεται η έννοια και η σημασία της Σοφίας του Θεού, το να είναι κανείς δεκτικός σε εισηγήσεις, αντί να σπεύδει να τις αντικρούσει αυτοδικαιωνόμενος, κατέχει κεντρικότατη θέση. Στο πρωτοπόρο πάνω σ’ αυτό το ζήτημα Βιβλίο των Παροιμιών διαβάζουμε σχετικώς τα εξής: «Ο σοφός ακούων θέλει γείνει σοφώτερος» (Παρ. 1/5)· «μη καταφρόνει την παιδείαν του Κυρίου και μη αθύμει ελεγχόμενος υπ’ αυτού» (3/11)· «όστις αγαπά παιδείαν αγαπά γνώσιν» (12/1) κ.ά.

Ένας άλλο πεδίο εκδήλωσης του νομικισμού όπου θα μπορούσαμε και πάλι να προστρέξουμε στην ψυχολογία—τη χριστιανική μάλιστα ψυχολογία αυτή τη φορά—στην προσπάθεια ψηλάφησης των εκδηλώσεων αυτού του φαινομένου με σκοπό την κατανόησή του, είναι το εάν και κατά πόσον η συμφιλίωση με κάποιον αδελφό ο οποίος τυχόν αδικήθηκε ή πληγώθηκε από την ψυχαναγκαστότητα των πολλαπλών νομικιστικών «πρέπει» είναι αυθεντική (ή επί το κυριολεκτικότερο ευαγγελική κατά την επιτυχή ορολογία του Τζόναθαν Έντουαρντς) ή μήπως πρόκειται απλά—συνειδητά ή ασυνείδητα—για ένα χειρισμό σε διαπροσωπικά θέματα.

Γιατί είναι βέβαια γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο νομικισμός δημιουργεί μεγάλες δυσαρέσκειες στην αδελφότητα, δυσαρέσκειες που οδηγούν ακόμα και σε απόσχιση ή, σπανιότερα, ακόμα και σε επιστροφή στον κόσμο. Αυτό φυσικά συμβαίνει επειδή αντικειμενικά το πέλμα του κατεξουσιαστή είναι εξαιρετικά βαρύ. «Ας μη έλθει επ’ εμέ πους υπερηφανίας», ακούμε να λέει ικετευτικά ο ψαλμωδός (Ψαλ. 36/11), κάτι που επιβεβαιώνεται απ’ το ότι, γενικότερα, είναι το απόλυτο θέλημα του Θεού «ο άνθρωπος ο γήινος να μη καταδυναστεύη πλέον» (Ψαλ. 10/18). Η μεγαλύτερη όμως αιτία θλίψης για κείνον που δέχτηκε την κατεξουσίαση στα πλαίσια μιας χριστιανικής κοινότητας είναι ότι δεν τον κάνει να υποφέρει ο εχθρός του, αλλά ο ομόψυχός του. «Επειδή δεν με ωνείδισεν εχθρός, το οποίον ήθελον υποφέρει· δεν ηγέρθη επ’ εμέ ο μισών με… αλλά συ άνθρωπε ομόψυχε, οδηγέ μου και γνωστέ μου» (Ψαλ. 55/12-13). Πώς άραγε διαγράφεται το νομικιστικό σενάριο όταν, για την επανόρθωση ενός «νομικιστικού πλήγματος», ο προσβάλλων προστρέξει στη συμφιλίωση και αποκατάσταση, όπως άλλωστε το ορίζει ο Λόγος του Θεού;

Στο νομικισμό η φάση της συμφιλίωσης δυστυχώς ενέχει το μεγάλο κίνδυνο να καταλήξει σε απλό «χειρισμό στις διαπροσωπικές σχέσεις» και αυτό επειδή ο νομικιστής υπόκειται και ο ίδιος σε μια μακριά σειρά αλυσιδωτών «πρέπει» τα οποία θεωρεί απαραίτητο να διέπουν και τη δική του εξωτερική συμπεριφορά προς την αδελφότητα. Δεν βάζει δηλαδή εύκολα το μαχαίρι στο κόκαλο προκειμένου να αντιμετωπίσει ριζικά το θέμα της αμαρτίας που κρύβεται πίσω απ’ το νομικισμό του ο οποίος συνιστά αμαρτία ενώπιον του Θεού την εξουσία του Οποίου οικειοποιείται για δικούς του σκοπούς. Έτσι, μία εκ μέρους των νομικιστών κατά γράμμα εφαρμογή των εδαφίων του ευαγγελίου, «Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον, και εκεί ενθυμηθής, ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε, πρώτον φιλιώθητι με τον αδελφόν, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. 5/23-24) δεν αποτελεί αυτή καθαυτή εγγύηση ότι είναι και συντεταγμένη με την αντικειμενική τάξη των άγιων πραγμάτων του Θεού και όχι μόνο με την ανθρώπινη υποκειμενική δεοντολογία, με το ΔΕΙ και όχι απλά με το ΠΡΕΠΕΙ.

Στην προσπάθεια να διαγνώσουμε την αυθεντικότητα (ευαγγελικότητα) ή μη ενός ‘συγγνώμη’ προς αδελφό ο οποίος βλάφτηκε από νομικιστική συμπεριφορά, η κοινή λογική είναι η πρώτη που έρχεται αρωγός. Μας προειδοποιεί πως μία μη αυθεντική συμφιλίωση θα είναι αναγνωρίσιμη επειδή θα τείνει να είναι ρηχή και ψεύτικη, δεδομένου ότι θα είναι κι εκείνη αποκύημα ανθρωποκατασκεύαστων κανόνων μιας πρεποντολογίας ως προς την εξωτερική συμπεριφορά. Η ψυχολογία έρχεται ωστόσο να μας αφυπνίσει και σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό του νομικιστικού ‘συγγνώμη’ προειδοποιώντας μας ότι μια τέτοια συμφιλίωση θα τείνει να είναι και υπερβολική, έστω κι αν η υπερβολή είναι μόνο φραστική. Για παράδειγμα, σε ένα μεταξύ αδελφών ‘συγγνώμη’ για νομικιστικό πλήγμα είναι φραστική υπερβολή να συνοδεύεται από αυτοχαρακτηρισμούς του τύπου «εγώ ο αχρείος δούλος» ή «το έλκος το σεσηπός».

Ο λόγος για τον οποίο μια τέτοια νομικιστική συμφιλίωση μπορεί να τείνει να είναι υπερβολική είναι προφανής. Η υπερβολή διογκώνει το εγώ και ενισχύει την ανθρώπινη θέληση εις βάρος της υπηρεσίας της αντικειμενικής τάξης πραγμάτων του Θεού, εις βάρος του ΔΕΙ. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί, ακόμα και την ώρα της συνειδητοποίησης της αμαρτίας, τείνει να υπάρχει υπερβολή στη φάση της συμφιλίωσης: επειδή ο νομικιστής αποβλέπει περισσότερο στη δική του αυτοδικαίωση στα μάτια του άλλου παρά στην εσωτερική επίγνωση της αντικειμενικής χρείας του κάθε ανθρώπου να μετανοήσει ενώπιον του Κυρίου και Θεού του και μέσ’ απ’ αυτή τη μετάνοια να γνωρίσει τη φύση, τις ιδιότητες και την ιαματική δύναμη της αληθινής συντριβής. Ο Lance Lambert στη βαθυστόχαστη πνευματική μελέτη του για το πώς μπορεί ο χριστιανός να είναι και να παραμένει πνευματικά καλυμμένος κατά του εχθρού της ψυχής (Spiritual Protection/ Πνευματική Κάλυψη) δίνει ένα εξαιρετικό χριστιανικό μήνυμα στο νομικιστή τονίζοντάς του τους κινδύνους που ενέχει το κίβδηλο και κρούοντάς του τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την εμμονή σε «εξωτερικότητες» οι οποίες, προκειμένου να ισχύσουν και να υπερισχύσουν, αναγκαστικά καταφεύγουν σε μηχανισμούς που διογκώνουν το εγώ, όπως π.χ. η υπερβολή, αποστασιοποιώντας έτσι ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο από τον Κύριό του και Θεό Του.

Ένα από τα πιο σίγουρα μαθήματα που μαθαίνουμε από τον ψαλμωδό είναι πως ο εγωισμός, η μητέρα των αμαρτιών, αμαυρώνει πάνω απ’ όλα την τάξη του Θεού και ενώπιον Εκείνου «ΔΕΙ» να επιστρέψει ο άνθρωπος για να συγχωρηθεί, να ξανασυμφιλιωθεί μαζί Του και να ξαναμπεί στο σχήμα της Χάρης Του διά του Χριστού, προκειμένου και ο ίδιος να εδραιώσει την πνευματική του θέση και σε άλλους να κηρύξει το «ΔΕΙ σωθήναι». «Εις σε, εις σε μόνον ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου έπραξα», διαβάζουμε για παράδειγμα στους Ψαλμούς (Ψαλ. 51/4) ή «Κύριε, ελέησόν με και ίασαι την ψυχήν μου, διότι ήμαρτον εις σε» (Ψαλ. 41/4). Στην Καινή Διαθήκη επίσης ο άσωτος υιός που επιστρέφει από την αμαρτία λέει στον πατέρα του πως αναγνωρίζει ότι πρώτ’ απ’ όλα εναντίον του Ουράνιου Πατέρα του αμάρτησε και εξαιτίας ακριβώς αυτού και ενώπιον του φυσικού του πατέρα: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου» (Λουκ. 15/20). Και στη συνέχεια έρχεται η σωτήρια ανταπόκριση του Θεού ότι «εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτιάς, και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Αʹ Ιωάν. 1/9 και Ψαλ. 32/5).

Η σαρκική φύση δεν επιδέχεται βαθμιαίων ‘διορθώσεων’ και ‘βελτιώσεων’ στο χρόνο. Γι’αυτό είναι απαραίτητο να τη φέρνει κανείς πάντοτε ενώπιον του Θεού ώστε να γίνουν εκεί τα πλήρη αποκαλυπτήριά της προκειμένου στη συνέχεια ο άνθρωπος να την απαρνηθεί, σβήσει, διαγράψει και ντυθεί τον ‘καινούργιο άνθρωπο’ για τον οποίο ο Νικόδημος πήγε νύχτα να ρωτήσει το Χριστό πώς ακριβώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό (Ιωάν. 3). Τριάντα χρόνια βάδιζε ο Αβραάμ την οδό του Θεού και πάλι, στη συνάντησή του με τον εθνικό βασιλιά Αβιμέλεχ, έπεσε στην ίδια αρχαία αμαρτία της αυτονόμησής του από το Θεό και ενέργειας κατά τα δικά του δοκούντα παρουσιάζοντας την όμορφη Σάρα ως αδελφή και όχι ως γυναίκα του προκειμένου να τύχει εύνοιας εκείνος και η οικογένειά του (Γέν. 20/2). Και ο Σίμωνας Πέτρος, παρόλο που είχε ζήσει σε τόσο στενή σχέση με το Χριστό και είχε βαθιά αγαπήσει Εκείνον και το ποίμνιό Του, την κρίσιμη ώρα λειτούργησε κατά το δικό του δοκούν και συμπεριφέρθηκε σαρκικά αρνούμενος τον Ιησού (Ιωάν. 18/15-17). Πώς λοιπόν θα ήταν ποτέ δυνατό να εξαιρεθεί από τον κίνδυνο τέτοιου ολισθήματος ο παλαίμαχος συντηρητικός νομικιστής που έτσι διδάχτηκε/έτσι δίδαξε το ευαγγέλιο ή ο νέος νομικιστής της επικίνδυνης συντεχνίας των ζηλωτών;

Έχοντας όμως «στήσει» τους νομικιστές στην αντίπερα όχθη και στοχεύοντας την αμαρτία των «υψηλών τόπων» που οχυρώνουν ακόμα τις καρδιές τους δεν έχουμε επ’ ουδενί λόγω εξασφαλίσει την ποθούμενη Χάρη για τη δική μας όχθη! Μάλιστα η ίδια διάγνωση του αυτοματισμού στην απάντηση στο νομικιστικό ερέθισμα μπορεί κάλλιστα να ισχύει αναλογικά και στην altera pars, τη δική μας πλευρά. Πώς αντιδρούμε στη διαπίστωση μιας νομικιστικής εκτροπής στο χριστιανικό χώρο στον οποίο κινούμαστε; Σπεύδοντας κι εμείς με ανάλογη υδραργυρική ταχύτητα στην κατάθεση της μήνυσής μας κατά του νομικισμού ή με πνεύμα διακρίσεως και ψυχική ειρήνη από τον τόπο της οποίας και μόνο μπορεί να πηγάσει η ευαγγελική νουθεσία; Μία απ’ τις κλασικές απορίες του μελετητή του Λόγου του Θεού είναι πώς είναι δυνατό να συμφιλιώνονται τα δύο φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετα εδάφια 4 και 5 στο 36ο κεφάλαιο των Παροιμιών: «Μη αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνη αυτού, διά να μη γείνης κι εσύ όμοιος αυτού» και «Αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνην αυτού, διά να μη ήναι σοφός εις τους οφθαλμούς αυτού».

Ενώ η νουθεσία του άφρονα παραμένει πάντα κεντρικό μέλημα στη Γραφή, ο πιστός προειδοποιείται εδώ κατηγορηματικά για ‘κάποιον’ κίνδυνο που ελλοχεύει στα περίχωρα και της δικής του πνευματικότητας σχετικά με το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θα δώσει την απάντησή του στην εκτροπή. Αν αυτό γίνει άμεσα και αβασάνιστα, ο κίνδυνος να γίνει και ο απαντών εξίσου πρεποντολόγος με το νομικιστή και εξίσου σφετεριστής μ’ εκείνον της δύναμης της ευσέβειας του Θεού είναι τεράστιος. Η επιστήμη της ψυχολογίας θα μπορούσε και πάλι να μας φανεί χρήσιμη προκειμένου να ρίξει φως στην κατανόηση αυτού του φαινομένου. Μία απ’ τις εγκυρότερες και με μεγάλη απήχηση επί μέρους θεωρίες της γενικής θεωρίας του συλλογικού υποσυνείδητου του Κάρλ Γκούσταβ Γιούνκγ είναι η θεωρία της «σκιάς» στην ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή στη χριστιανική γλώσσα της αμαρτίας της σάρκας, ενδημικής στην ανθρώπινη φύση, η οποία όταν δεν είναι—ή δεν είναι επαρκώς—συνειδητοποιημένη ότι ανήκει και στον ίδιο τον άνθρωπο, τείνει να προβάλλεται αποκλειστικά και μόνο στον άλλο με τρομερή ένταση και μηχανισμούς εξαιρετικά μεγάλου αυτοματισμού. Τότε, ευλόγως, αντί το αποτέλεσμα της προς το νομικιστή απόκρισης να είναι μια καταγγελία για λόγους νουθεσίας, θα έχουμε να κάνουμε με εγωιστικό σφετερισμό της δύναμης του Θεού και από την πλευρά των ‘αποκρινόμενων’, κάτι που προφανώς κινδυνεύει να οδηγήσει και τους τελευταίους στην ίδια εκείνη αφροσύνη των αρχικά αφρόνων. Μόνο ο Χριστός μπορούσε να πει «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου και δεν έχει ουδέν εν εμοί» (Ιωάν. 14/30). Έχει όμως «εν ημίν» και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η διαπίστωση της αλύτρωτης σαρκικότητας στον άλλο (στη συγκεκριμένη περίπτωση στο νομικιστή) διεγείρει τέτοια εκ μέρους μας αντίδραση στη συμπλοκή των δύο αμφοτερόπλευρα μη συνειδητοποιημένων και μη λυτρωμένων στοιχείων της ψυχής του ανθρώπου.

Με την επέκταση που παίρνει έτσι πια η αμαρτία του εγωισμού η οποία κρύβεται κάτω από την πιο ευσεβοφανή πρεποντολογία—αφού τώρα πια ερχόμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε όλοι νομικιστές και πως η προσκόλληση στη «μορφή μόνο της ευσέβειας» εδρεύει και στις καρδιές εκείνων που την καταγγέλλουν—η ανάγκη ΟΛΩΝ, νομικιστών και μη, για να αναδειχθεί η προτεραιότητα και επιτακτικότητα του πρωτεϊκού ΔΕΙ ΣΩΘΗΝΑΙ, σε αντίθεση με το εξουσιαστικό ΠΡΕΠΕΙ γίνεται ακόμα πιο άμεση, επιτακτική, αδήριτη. Στο θαυμάσιο εκείνο βιβλίο των μέσων του 17ου αιώνα,Το Μεγάλο Ταξίδι, ο συγγραφέας Τζων Βουνιάνος, γράφοντας μέσ’ απ’ τη φυλακή όπου βρισκόταν ακριβώς εξαιτίας της κατά Χάρη σωτηρίας του, περιγράφει σε κάποια στιγμή το όραμά του για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ΠΡΕΠΕΙ του νόμου και το ΔΕΙ της Χάρης με τον εξής τρόπο: Στο δάπεδο της ανθρώπινης καρδιάς υπάρχει πολλή σκόνη και ο άνθρωπος που καλείται να καθαρίσει το χώρο βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πρώτα παίρνει τη σκούπα κι αρχίζει να σκουπίζει αλλά παρατηρεί ότι μ’ αυτό τον τρόπο σηκώνεται περισσότερη σκόνη που θολώνει πιο πολύ την ατμόσφαιρα. Έτσι γίνεται και με την πρεποντολογία ή ακόμα και με μια εναντίον της τοποθέτηση, όπως για παράδειγμα η παρούσα προσπάθεια να φωτίσει το πρόβλημα του νομικισμού από μια οπτική που είναι άλλη από εκείνη του κλασικού δυισμού «νομικισμός» / «ελευθεριότης» τον οποίο επικαλούνται σχεδόν πάνοτε οι νομικιστές για να υπεραμυνθούν της θέσης τους. Γιατί κι αν ακόμα μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε τυχόν να αποκαλύψει το νομικισμό γι’αυτό που είναι, ατόφια αμαρτία και μάλιστα αμφοτερόπλευρα, δεν έχει και τη δύναμη να τον ξεριζώσει—από τις σκληρές καρδιές των ίδιων των νομικιστών, από τις εξίσου σκληρές καρδιές εκείνων που τους καταγγέλλουν. Επειδή, όταν τη σκόνη της αμαρτίας τη διαχειρίζεται η ανθρώπινη προσπάθεια με τις διάφορες «καθαριστικές» της μεθόδους—κοινές ή ευρηματικές—, εκείνη απλά θα ‘αναδεύεται’ και θα μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο. Μόνο αν χυθεί επάνω της ευεργετικά και ιαματικά μια άλλη πρώτη ύλη είναι δυνατό να καθαρίσει το τοπίο. Ο Βουνιάνος στο όραμά του παρουσιάζει τη Χάρη ως μια γυναικεία μορφή η οποία ψεκάζει από ψηλά το κατασκονισμένο δάπεδο της ψυχής του ανθρώπου με καθαρό νερό και έτσι—και μόνον έτσι—γίνεται η αποκατάσταση.

Πιο συγκεκριμένα η τελείως άλλη αυτή πρώτη ύλη είναι η Χάρη του Θεού που δόθηκε ελεητικά στον άνθρωπο μέσ’ από το Χριστό. Η ίδια Χάρη που ενεργεί κάθετα και φέρνει τον άνθρωπο γονατιστό στα πόδια του Σταυρού να θυσιάσει την αυτάρκειά του προκειμένου να ντυθεί τη σωτηρία που του προσφέρεται από το Θεό μέσ’ απ’ το Χριστό είναι κι εκείνη που κυβερνάει τις οριζόντιες σχέσεις εντός του σώματος της Νύφης του Χριστού, της Εκκλησίας. Είναι το πολύτιμο μύρο που κατεβαίνει στο σαγώνι του Ααρών και χύνεται ως κάτω στο χιτώνα του (Ψαλ. 133/1-2) ή, σε μια πιο σύγχρονη ορολογία, το λιπαντικό που κάνει να χαλαρώσουν οι σφιγμένοι αρμοί για να αποφεύγεται η φθορά που φέρνει ο συγχρωτισμός και η τριβή.

Όταν στη ροή της ιστορίας οι κοινωνίες πέρασαν από τον αποκεντρωμένο φεουδαρχισμό στο συγκεντρωτισμό των μεγάλων αστικών εμπορικών και βιομηχανικών κέντρων, ο κοσμικός άνθρωπος επινόησε την «ευγένεια» για να μετριάσει τις δυσμενείς συνέπειες της «τριβής». Η ιδιότητα του politus, ευγενής, (polite, poli) προέρχεται από το polire, δηλαδή το τρίβω—το ίδιο εκείνο ρήμα που είναι υπεύθυνο για την ανάγκη να υπάρξει ένα αντίβαρο στην ένταση που προκαλείται εξαιτίας της τριβής προκειμένου να διατηρηθούν οι ισορροπίες. Αντίθετα όμως από την ευγένεια, η Χάρη είναι μια μη ανθρωποεπινοημένη αρετή που πηγάζει από τον Ίδιο το Θεό στον οποίο έχουν υπαχθεί και από τον Οποίο την έχουν λάβει ελεητικά όλα τα μέλη της εκκλησίας του Χριστού. Και φυσικά είναι και μια αρετή η οποία κόστισε πανάκριβα στο Θεό αφού «τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν» Υιό «έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι’ αυτού» (Βʹ Κοριν. 5/21). Γι’αυτό ακριβώς έχει τα εχέγγυα της επάρκειας, ενώ η ευγένεια, ως εξωτερική μόνο συμπεριφορά, σίγουρα δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει τη με σύμπνοια πορεία του κοινωνικού συνόλου. Η προέλευσή και τα θεμέλια της Χάρης είναι άλλα—αιώνια—και άλλη είναι και η δύναμη των ενεργημάτων της. Άλλες βέβαια είναι και οι προϋποθέσεις της απόκτησής της: η προσέλευση όλων ανεξαιρέτως εκείνων που φέρουν τον τίτλο χριστιανοί ενώπιον του Άγιου Θρόνου (κάθετη στοίχηση) για να είναι ικανοί και στη μετέπειτα μεταξύ τους σχέση (οριζόντια στοίχηση) να αποπνέουν τη Χάρη που έλαβαν και οι ίδιοι από τον Πατέρα μέσ’ απ’ το Χριστό, όταν γονάτισαν και είπαν το «είμαι ελεεινός, δεν προφασίζομαι τίποτε ενώπιόν σου Θεέ, αλλά βάζω την ελπίδα μου για τον καθαρισμό μου αποκλειστικά και μόνο στο Αίμα του Αμνού».

Η υπόσχεση του Θεού στην αναζήτηση μιας τέτοιας εξόδου από το αδιέξοδο είναι ξεκάθαρη. ΔΕΝ θα καταφρονήσει «καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη» (Ψαλ. 51/17) αλλ’ αντίθετα θα επιβλέψει στο φτωχό και συντετριμμένο πνεύμα που έχει φόβο Θεού (Ησ. 66/2). Γιατί είναι μόνο ο Θεός που κατοικεί σε υψηλούς και άγιους τόπους και όχι άνθρωποι σφετεριζόμενοι αυτή τη θέση—οποιεσδήποτε και να είναι οι προθέσεις τους. «Εγώ κατοικώ εν υψηλοίς και εν αγίω τόπω· και μετά του συντετριμμένου την καρδίαν, και του ταπεινού το πνεύμα, διά να ζωοποιώ το πνεύμα των ταπεινών, και να ζωοποιώ την καρδίαν των συντετριμμένων», διαβάζουμε στον Ησαΐα (57/15) ο οποίος μας διευκρινίζει ότι τελικά θα είναι τα ενεργήματα της Χάρης του Θεού και όχι οι ευρηματικότεροι των χειρισμών ή οι επιστημονικότερες των μεθόδων που, μετά τη συντριβή και την ταπείνωση, θα αποφέρουν την αναδόμηση (πάνω σε καινούργιες πλέον βάσεις) τόσο του ανθρώπου ενδοπροσωπικά όσο και του ανθρώπου διαπροσωπικά, στη σχέση του με τον άλλο πιστό και εν γένει με τον κόσμο. «Μακάριοι οι πενθούντες» (Ματθ. 5/4) λοιπόν, με την έννοια του πένθους να σημαίνει βέβαια ότι ο άνθρωπος θρηνεί επειδή έρχεται να δει την αμαρτία του όπως ακριβώς τη βλέπει κι ο Θεός, όπως την είδε και ο τελώνης—σε αντίθεση με το Φαρισαίο —(Λουκ. 18/1014) και έτσι, και μόνον έτσι, να μπορέσει να παρηγορηθεί.

Όμως από τη συνειδητοποίηση και πνευματική επιπόθηση του ΔΕΙ της εξόδου από το εγώ (τόσο από πλευράς των νομικιστών, οι οποίοι τελικά δρουν μέσω μιας κοινωνικής «μάσκας», μιας persona, όσο και από πλευράς των σθεναρά αντιμαχόμενων το νομικισμό που προβάλλουν αποκλειστικά σ’ εκείνους και τις δικές τους παρόμοιες τάσεις) ως την υλοποίηση αυτής της ιαματικής ευαγγελικής συντριβής, η απόσταση μπορεί να μην είναι και τόσο μικρή. Πού θα μπορούσαμε άραγε ν’ ανατρέξουμε και ποιες φωνές ν’ αφουγκραστούμε για να εντοπίσουμε τα υλικά για το χτίσιμο μιας γέφυρας που θα μας έφερνε κοντύτερα στο στόχο μας, κοντύτερα στο Θεό και το θέλημά Του; Ίσως η ευαισθησία της ποιητικής φωνής να συγγενεύει περισσότερο με το δράμα της ανθρώπινης ψυχής η οποία καίτοι ΔΕΙ σωθήναι, διαρκώς εμποδίζεται ν’ ακολουθήσει αυτή την οδό επειδή προσκρούει στους βράχους του ΠΡΕΠΕΙ. Ο Τ.S. Eliot είχε χαρακτηριστικά πει πως η ποίηση επιδρά στη θρησκεία και η θρησκεία στην ποίηση, κάτι που θα νομιμοποιούσε ίσως κι εμάς να κάνουμε το ίδιο.

Ανατρέχοντας στον απόηχο της ποιητικής φωνής παρατηρούμε ότι βρίσκουμε εκεί συχνές αναφορές στην υδάτινη γέφυρα των δακρύων. Δάκρυα πένθους, που δείχνουν πόσο υποφέρει η ανθρώπινη ψυχή όταν κινείται μεταξύ των οχυρών που στήνουν τα ανθρώπινα αποκυήματα της εγωκεντρικής πρεποντολογίας, αλλά και πόσο επιποθεί να έρθει κοντά στο Θεό για το ΔΕΙ ΣΩΘΗΝΑΙ ή δάκρυα ιαματικά, προάγγελοι της επερχόμενης Χάρης που είναι πλέον ευπρόσδεκτη στο καθαρισμένο απ’ τα δάκρυα του πένθους ανθρώπινο σκεύος. Το ποίημα ΔΑΚΡΥ ΕΝΑΣ ΚΟΜΠΟΣ…, που μάλιστα προλογίζεται με τη φράση του Ρίτσου «Κύριε, Κύριε, φέρε μου πάλι την καρδιά να δυνηθώ να κλάψω», μπορεί ίσως να παρουσιάσει καλύτερα από μια πεζή ανάλυση τη χρησιμότητα των δακρύων πένθους για να φτάσουμε στην ποθητή συντριβή: «Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές / και οι καρδιές μένουν κλειστές / -απρόσιτο το θάμα- / διπλομαντάλωτες, υγρές, / αφώτιστες οι φυλακές / -ανήμπορο το τάμα. / Τείχη ψηλά, αδιαπέραστα / μέσα μας φυτρωμένα / αμείλιχτα χωρίζουνε / το «σένα» απ’ το «μένα», / το μένα απ’ το «Μένα». / Κάτω μας τα ηφαίστεια, / πάνω μας πλέρια ουράνια, / δίπλα μας επανάστασες, / θυμιάματα, λιβάνια. / Τα πάνθεα τραντάζονται, / κλονίζονται, ριγούνε. / Στ’ απόρθητα τα κάστρα μας / πέτρας βλαστοί ανθούνε. / Κάποτε ένα ίδρωμα / στην παγερή φασάδα, / μια θέρμη, μια κρυάδα. / Δάκρυ ένας κόμπος… / Πώς να ζεστάνει ο κόσμος; / Κοντοζυγώνει η νυχτιά / και η ψυχή ανασταίνει. / Στ’ όνειρο να ξαναγευτεί / τη φευγαλέα τη στιγμή / ελπίζει και προσμένει». Ένα άλλο πάλι ποίημα, το ΓΙΟΜΙΖΩ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ, μιλάει απερίφραστα για τους θησαυρούς στους οποίους έχει πρόσβαση ο άνθρωπος αφού συντριβεί μέσω των γιατρευτικών δακρύων και γίνει εύθραυστος. «Γιομίζω δάκρυα / στα όνειρά μου. / Πανέμορφα / καθάρια σαν το κρύσταλλο / σαν το διαμάντι ακριβά / τα δάκρυα. / Με τη διαφάνεια εκείνη / της αλήθειας / τη μοσκομυρουδιά / κίτρινων λουλουδιών του πρωινού / τη θέρμη και τη ζεστασιά / αισθήματος ψυχής / την αφθονία και πληρότητα των θεϊκών των δώρων / με την ευαισθησία κι ευθραυστότητα / της ύπαρξης του ανθρώπου. / Γιομίζω θησαυρούς / στα όνειρά μου».

Στη χριστιανική ζωή, είτε μέσα στην εκκλησία και γενικότερα την αδελφότητα, είτε ζώντας μέσα στον κόσμο, η πεμπτουσία του θέματος είναι μόνο η αντικειμενική χρεία που έχει ο κάθε άνθρωπος να γνωρίσει ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός του και ποιος είναι για κείνον ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας του: το πρώτο ΔΕΙ την ώρα και τη στιγμή της αναγέννησής του, το ίδιο διαρκές ΔΕΙ την κάθε μέρα της ζωής του, όταν ξαναγλιστράει, παρόλο που βρίσκεται μέσα στον αυλόγυρο του Θεού, αλλά προστρέχει και πάλι σ’ Εκείνον για να τον σώσει. Για να είναι τα μέλη της εκκλησίας του Χριστού «μέλη αλλήλων» δύο είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Α) Να παρουσιάζονται πάντοτε όλοι μετανοούντες και ταπεινωμένοι ενώπιον του Θρόνου του Θεού και Β) να έχουν όλοι λάβει τη σωτηρία που έχει προσφέρει διά πίστεως ο Θεός στον αμαρτωλό (και στον κατ’ εξακολούθηση αμαρτάνοντα άνθρωπο) μέσ’ απ’ το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Εκείνο λοπόν που χρειάζεται να κηρύσσεται ξανά και ξανά σε νομικιστές και μη, σε νουθετούντες και νουθετούμενους δεν είναι άλλο από το ευαγγέλιο, διότι μέσ’ απ’ αυτό ΔΕΙ ΣΩΘΗΝΑΙ ΗΜΑΣ— όλους ημάς—και διά μέσου αυτού του ΔΕΙ και κανενός ΠΡΕΠΕΙ είναι δυνατό να δει και ο έξω κόσμος την Εκκλησία ως την πόλη την τοποθετημένη με τα ίδια τα χέρια του Θεού σε μέρος ψηλό για να χρησιμεύει ως οδηγός. Ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσιμους και χαλεπούς σαν τουςσημερινούς. 


Στη διατύπωση των παραπάνω απόψεων βοήθησε η αναδρομή στα εξής βιβλία και άρθρα με τη σειρά που γίνονται οι αναφορές σ’ αυτά μέσα στο κείμενο:

  • Ιωάννης Θ. Ρώσσης, Λεξικό Ανωμάλων και Ομαλών Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και μάλιστα της Αττικής Διαλέκτου, Αθήνα, εκδ. Νικολάου & Σοφοκλή Ρώσση (άνευ ημερομηνίας)
  • Ray Stedman, Legalism, www.RayStedman.org & http://www.nikites.eu/index.php?option=com_content&view=article&id=1926:nomikismossthxristianikhzoh&catid=53:gioulikakotsovolou&Itemid=34 για την ελληνική απόδοση
  • Otto Kernberg, Borderline Conditions and Pathological Narcissism, Published May 1st 2000 by Jason Aronson (first published January 1st 1975)
  • Christopher Lasch, The Culture of Narcissism, New York, Norton & Company Inc., Warner Books, 1979
  • Jonathan Edwards, Hope and Comfort Usually Follow Genuine Humiliation and Repentance www.sermonindex.net & σε ελληνική μετάφραση (της Γιούλικας Κ. Masry) Πραγματική Ταπείνωση και Μετάνοια , Αθήνα, «Ο ΛΟΓΟΣ», 2015
  • C.G. Jung, Man and His Symbols, New York, Doubleday & Co. Inc., 1964; The Integration of the Personality, trnsl. Stanley Dell, London, Kegan Paul, Trench, Trubner & Co., 1940; The Undiscovered Self, trnsl. R.F.C. Hall, New York, Mentor Books, 1957
  • Youlika Kotsovolou Masry, Political Theory, The Category of the Whole and the Psychoanalytic Perspective: An Inquiry into the Relevance of Freud, the Contemporary Psychologies and Jung, doct. dissert. UNC at Chapel Hill, 1981
  • Joseph Goldbrunner, Individuation: A Study in the Depth Psychology of C.G. Jung, University of Notre Dame Press, 1964
  • John Bunyan, The Pilgrim’s Progress, Dover Thrift Editions, 2003
  • Γιούλικα Κωτσοβόλου Masry, Εσωτερικές Διαρρυθμίσιες: Ποιήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1988

[i] Η Γιούλικα Κ. Masry είναι νομικός, διδάκτωρ πολιτικής θεωρίας και ψυχολογίας, συγγραφέας και μεταφράστρια (από και σε διάφορες γλώσσες) νομικών, φιλοσοφικών και χριστιανικών βιβλίων και δοκιμίων, καθώς και ποίησης.

Comments are closed.