Πέρα από τη χώρα της Σκιάς

Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου – Καλοτεράκη

                                  40 χρόνια από τον θάνατο του C. S. LEWIS

  Το κείμενο που ακολουθεί, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις μιας έντυπης παρουσίασης, αποτελεί τη γραπτή μορφή της διάλεξης που δόθηκε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Μελών της Ελεύθερης  Ε. Ε. στις 29 Νοεμβρίου 2003.

 Οφείλω να πω ότι για την παρουσίαση , στο πλαίσιο της διάλεξης ,της πρώτης απολογητικής μελέτης του C.S.Lewis Το Πρόβλημα του Πόνου ( The Problem of Pain ) αξιοποίησα και υλικό από παλαιότερο άρθρο μου που πραγματευόταν το ειδικό αυτό θέμα και είχε δημοσιευθεί στον ΑΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ( τεύχη Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1999 ) με την ευκαιρία της συμπλήρωσης  100 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα .Ο τίτλος του άρθρου τότε όπως και της ομιλίας τώρα, Πέρα από τη Χώρα της Σκιάς, ήταν δική μου επιλογή. Η παράσταση πίσω από τη φράση αυτή ομολογώ ότι με συνεπαίρνει τόσο, ώστε θέλησα συνειδητά να την  χρησιμοποιήσω και πάλι ως μέρος του θέματος της διάλεξης με μια ευρύτερη βέβαια διάσταση αυτή τη φορά : ανάμνηση της ημέρας που ο C.S.Lewis άφησε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε Χώρα της Σκιάς, αλλά , κυρίως, και απόπειρα να σκιαγραφηθεί το έργο ενός συγγραφέα που κατεξοχήν στρέφει την προσοχή και την καρδιά του αναγνώστη πέρα από τη Χώρα της Σκιάς. Κι αυτό όχι σαν μια τάση φυγής από την πραγματικότητα και τα χειροπιαστά προβλήματα γύρω μας, αλλά σαν επιβεβαίωση του βαθύτερου Πόθου της ύπαρξής μας που δεν μπορεί να βρει την πλήρωσή της παρά μόνον στην Παρουσία του Δημιουργού της.

Όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά έλεγε : « Η συνεχής προσδοκία του κόσμου της Αιωνιότητας δεν αποτελεί ( όπως πιστεύουν κάποιοι στις μέρες μας ) μια μορφή φυγής ή ευσεβούς πόθου αλλά συστατικό στοιχείο της Χριστιανικής ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αδιαφορήσουμε για τον παρόντα κόσμο. Αντίθετα, οι πιστοί του Χριστού που πρόσφεραν περισσότερο στη βελτίωση των συνθηκών αυτού του παρόντος κόσμου ήταν εκείνοι ακριβώς που σκέφτονταν περισσότερο τον Άλλον, Αιώνιο Κόσμο». 

 

Ίσως το πρώτο που νιώθεις, όταν σου ζητήσουν να μιλήσεις πάνω σ’ ένα θέμα ιδιαίτερα οικείο και αγαπητό, να είναι μια εξαιρετική ευφορία και η ενθουσιώδης πεποίθηση πως πρόκειται για παιχνιδάκι. Και ύστερα βέβαια προσγειώνεσαι, καθώς συνειδητοποιείς,  ότι ίσως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και τελικά πολύ πιο δύσκολα, όταν πραγματεύεσαι θέματα που αγαπάς . Κι αυτό γιατί τότε χρειάζεσαι περισσότερο πειθαρχία και ισορροπία, αυτοσυγκράτηση και ευστοχία επιλογών , ώστε να οδηγήσεις σε μια ήρεμη κοίτη το ποτάμι των τόσων που λαχταράς να πεις κι έτσι να δροσίσεις, όχι να πνίξεις τους ακροατές. Καθώς λοιπόν πρόκειται να μιλήσω πάνω σ’ ένα αντικείμενο που μου είναι εξαιρετικά αγαπητό, θάθελα να γίνει σαφές πως γνωρίζω πολύ καλά τη δυσκολία  και τους ιδιαίτερους κινδύνους ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Γιατί μια ομιλία για τον C.S.Lewis ;

 

Και θα ήθελα ν’ αρχίσω με ένα ερώτημα  : τί το ιδιαίτερο υπάρχει στο έργο του C. S. Lewis (του Κλάιβ Στέιπελς Λιούις) που να δικαιολογεί την ενασχόλησή μας μαζί του αυτό το Σαββατόβραδο ;

 

Νομίζω πως όσοι είχαν μια επαφή, έστω φευγαλέα, με τα κείμενά του θα συμφωνήσουν πως ναι, πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο της Χριστιανικής Απολογητικής.

Το γεγονός ότι τα βιβλία του κυκλοφορούν, κάποια ως bestsellers, μεταφρασμένα στις περισσότερες γλώσσες, και από μη χριστιανικούς εκδοτικούς οίκους, το ότι λειτουργούν πάμπολλοι μικρής ή μεγάλης εμβέλειας σύλλογοι για τη μελέτη και διάδοση του έργου του, προσβάσιμοι οι πιο οργανωμένοι μέσω της αντίστοιχης ιστοσελίδας στο διαδίκτυο , όλα αυτά δεν αποδεικνύουν φυσικά ότι πρόκειται για μια αυθεντία με το προνόμιο του αλάθητου, αλλά οπωσδήποτε δείχνουν μια απήχηση και μια διεθνή παρουσία της Χριστιανικής απάντησης, του Χριστιανικού λόγου που τουλάχιστον ξεφεύγει από το συνηθισμένο.

Αν και ο ίδιος ήταν μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας, το έργο του γνωρίζει ευρεία αποδοχή από το φωτισμένο τμήμα όλων των Χριστιανικών αποχρώσεων, με προεξάρχουσα την ευαγγελική κοινότητα κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες , και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Προλογίζοντας μια συλλογή άρθρων για τον C.S.Lewis κάτω από τον γενικό τίτλο The Pilgrims GuideC.S.Lewis and the Art of Witness , η οποία εκδόθηκε το 1998 με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του  ο εκδότης ( David Mills ) θέτοντας ένα παρόμοιο ερώτημα « προς τί άλλο ένα βιβλίο για τον C.S.Lewis ; »  απαντά : « Απλούστατα, γιατί ήταν ένας πράγματι ασυνήθιστος Χριστιανός συγγραφέας. Όχι τέλειος, όχι αλάνθαστος, αλλά ασυνήθιστος.

Το να αρνείται κανείς αυτό ισοδυναμεί με έλλειψη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για ένα δώρο προς την εκκλησία Του μέσα στον 20ο αιώνα. Ο C.S.Lewis  έδωσε απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα που οι Χριστιανοί καλούνται να απαντήσουν, συχνά με μια σαφήνεια και διεισδυτικότητα που πολύ σπάνια επιτυγχάνονται. Πολλοί συγγραφείς έγραψαν καλά πάνω σε ορισμένα θέματα, πολύ περισσότεροι έκαναν σωστές σκέψεις αλλά έγραψαν άσχημα. Μόνον ο C.S.Lewis συνδύασε τόσο έξοχα σκέψη και λόγο πάνω σε τέτοια ποικιλία θεμάτων».

Οι μελετητές που υπογράφουν τα άρθρα της συλλογής εκπροσωπώντας ένα ευρύ φάσμα Χριστιανικών ομολογιών εξετάζουν από διάφορες πλευρές τη μαρτυρία του Lewis για την Αλήθεια της Χριστιανικής Πίστης, όπως αυτή η μαρτυρία λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί απέναντι στο συντεταγμένο μέτωπο του σύγχρονου υλιστικού κόσμου. Μάλιστα μεταξύ αυτών συμμετέχει με ένα ενδιαφέρον άρθρο του και ο Ορθόδοξος Επίσκοπος Διοκλείας στη Μ.Βρεταννία και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κάλλιστος Ware.

Ο C.S.Lewis διέθετε σπάνιο συγγραφικό ταλέντο, μια εξαιρετική ικανότητα να συνδυάζει στο κείμενό του καθαρότητα, σαφήνεια, λαμπερή λογική με μια βαθιά ποιητική ευαισθησία. Το ότι  το σπινθηροβόλο πνεύμα όπως και η λεπτή αίσθηση του χιούμορ που τον χαρακτήριζαν δεν τον παρέσυραν ποτέ σε φραστικά πυροτεχνήματα και σε αμφίβολης ποιότητας αστειάκια, δεν ευτέλισαν τελικά το αντικείμενό του, το μήνυμα δηλ. του Ευαγγελίου, οφείλεται βεβαίως τόσο στο πραγματικό του μέγεθος ως συγγραφέα και διανοητή, όσο και στην βαθιά συναίσθηση της αδυναμίας του μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού – ήξερε και το διακήρυττε πως τα όποια διανοητικά προσόντα δεν είναι εξ ορισμού σε θέση να αποδείξουν την ύπαρξη και τις επεμβάσεις ενός υπερβατικού Θεού, σαν οποιοδήποτε επιστημονικό πείραμα.

Μπορούσε όμως με τα γραπτά του να ταρακουνήσει τον αδιάφορο ή εχθρικό αρνητή της πίστης, να του κλονίσει την αυτάρεσκη πεποίθηση πως ο υλισμός απαντά σ’ όλα τα ερωτήματα, να στηρίξει τον αληθινό ερευνητή της αλήθειας αποδεικνύοντας πως τα δήθεν ισχυρά κάστρα της άθεης σκέψης έχουν σαθρά θεμέλια. Και αυτό έκανε, ανοιχτά – έγραψε και εξέδωσε απολογητικά βιβλία και άρθρα ως μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας της Οξφόρδης, διακινδυνεύοντας τη σκωπτική αντιμετώπιση και την εχθρότητα πολλών συναδέλφων, υφιστάμενος τελικά το  τίμημα της μαρτυρίας του.

Ζώντας και γράφοντας μ’ αυτό τον τρόπο γι αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε « το πολυτιμώτερο μυστικό του Σύμπαντος» ο Lewis έφερε τη Χριστιανική Απολογητική, το μήνυμα του Χριστού στις εκδόσεις ευρείας κυκλοφορίας, έδωσε καίριο χτύπημα στην απόλυτα λανθασμένη αλλά διαδεδομένη  αντίληψη πως το Ευαγγέλιο αφορά τους ηλικιωμένους, τους ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και μια περιθωριακή ομάδα γραφικών δέσμιων του παρελθόντος. Είναι νομίζω πολύ χαρακτηριστική η φράση που διάβαζε κανείς στο εξώφυλλο των αλλεπάλληλων εκδόσεων του πιο γνωστού ίσως έργου του « Mere Christianity”( « Βασικός Χριστιανισμός», κατά μία απόδοση. Η ιδιαίτερη παράσταση της έννοιας mere θα μας απασχολήσει περισσότερο στη συνέχεια ) από τις εκδόσεις Penguin : “Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για τη θρησκεία ο C.S.Lewis σε κάνει να σκεφθείς πολύ σοβαρά γι αυτήν, σε πείθει πως είναι κάτι που απαιτεί το σύνολο της προσωπικότητάς σου, όλες σου τις διανοητικές και ψυχικές ικανότητες» Και μόνον αυτή η εκτός των τειχών απήχηση τον κάνει πράγματι ασυνήθιστη περίπτωση.

Από την πλευρά μου ελπίζω ότι στο τέλος αυτής της ώρας η ενασχόλησή μας με το έργο του C.S.Lewis θα έχει σε κάποιο βαθμό δικαιωθεί.

 22 Νοεμβρίου 1963

Η επιλογή των τελευταίων ημερών του Νοέμβρη για την ομιλία έχει βέβαια τον συμβολισμό της, κι αυτό γιατί στις 22 του μηνός συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την ημέρα που άφησε για πάντα αυτό που ο ίδιος ονόμαζε Χώρα της Σκιάς ( η Χώρα της Σκιάς – Shadowlands – ως χαρακτηρισμός του κόσμου που μας περιβάλλει, αυτού που θεωρούμε πραγματικότητα στο διάστημα της ζωής μας είναι μια έννοια που συνδέθηκε απόλυτα με τον C.S.Lewis και το έργο του ). Τώρα βέβαια δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι αν ο ίδιος μας άκουγε από κάπου να μιλούμε για 40 χρόνια, το πιθανώτερο θα ήταν να ξεσπούσε στο χαρακτηριστικό του βροντερό και άκρως καλόκαρδο γέλιο, καθώς είναι γνωστή η ενασχόλησή του και η γοητεία που ασκούσε σ’ αυτόν η έννοια του Χρόνου, μάλλον της διαφοράς ανάμεσα στις δικές μας πεπερασμένες συνθήκες και στην Πραγματικότητα του Θεού που κατοικεί την Αιωνιότητα, έξω από τα δεσμά του Χρόνου.

Όπως και νάναι, για μας λειτουργούν ακόμα αυτοί οι οδοδείκτες των επετείων, των εορτών, αφορμές για σκέψη, πνευματική οικοδομή.

 

Η 22 Νοεμβρίου 1963 χαράχτηκε στη συλλογική μας μνήμη  σαν η ημέρα της δολοφονίας του Προέδρου Κέννεντυ,- ένα γεγονός, όπως αποδείχθηκε, με σοβαρές ιστορικές συνέπειες Πολλοί λιγώτεροι, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, συνέδεσαν και συνδέουν την ημερομηνία αυτή με τον θάνατο του Άγγλου λόγιου και ήδη τότε γνωστού Χριστιανού συγγραφέα. Άλλωστε το γεγονός ότι ο θάνατος του Αμερικανού Προέδρου μονοπώλησε, δικαιολογημένα, για πολλές μέρες το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, στέρησε από την αναχώρηση του C.S.Lewis την προβολή που κανονικά θα είχε.

Αυτό φυσικά πολύ λίγη σημασία είχε για τον ίδιο . Πριν λίγους μήνες, το καλοκαίρι του ’63, τα έντονα προβλήματα υγείας που τον βασάνιζαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του ( 1960 ) οδήγησαν τελικά σε μια σοβαρή εγκεφαλική αιμορραγία. Κανένας από τους γιατρούς του δεν πίστευε πως θα συνέλθει ποτέ από το κώμα. Και όμως συνήλθε. Όταν αργότερα συνειδητοποίησε τί του είχε συμβεί, είπε σε κάποιο φίλο : « Δεν μπορώ να μη νιώθω πως είναι κρίμα που ξαναγύρισα…Αφού γλίστρησα χωρίς να υποφέρω καθόλου μέχρι την Πύλη, μου φαίνεται σκληρό αυτή να κλείσει μπροστά μου και να ξέρω πως το ίδιο ταξίδι πρέπει κάποια μέρα να επαναλειφθεί, ίσως πολύ πιο οδυνηρά. Ο καημένος ο Λάζαρος !» Στις 22 Νοεμβρίου, λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 65 του χρόνια, έφτασε  πάλι ήρεμα μπροστά στην Πύλη. –  Kαι αυτή τη φορά τη βρήκε ανοικτή.

( Παραθέτω λίγα λόγια από το ημερολόγιο του αδελφού του: « Στις 4 μμ του πήγα το τσάι του. Ανταλλάξαμε λίγες λέξεις. Ήταν πολύ νυσταγμένος και η ομιλία του λίγο βαριά, γενικά όμως ήρεμος και ευδιάθετος. Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε. Στις 5.30 άκουσα θόρυβο στο δωμάτιό του. Έτρεξα και τον βρήκα αναίσθητο στο πάτωμα μπροστά στο κρεβάτι. Σταμάτησε ν’ αναπνέει λίγα λεπτά αργότερα» ).

 Καθώς θα προσπαθήσω να ρίξω το μεγαλύτερο βάρος της ομιλίας στην παρουσίαση των βασικών θεμάτων που πραγματεύτηκε ο C.S.Lewis στο έργο του θέλω να περιοριστώ στα απολύτως απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία.

 

Η αρχή του ταξιδιού

 

Ο Clive Staples Lewis ( Jack για τους δικούς του και φίλους, αφού από πολύ μικρός είχε δηλώσει πως έτσι θέλει να τον φωνάζουν ) γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1898 στο Μπελφάστ της Β. Ιρλανδίας. Ο πατέρας, Albert Lewis, δικηγόρος, είχε ουαλέζικες ρίζες. Πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στις αρχές του 19ου αιώνα στη Β. Ιρλανδία, όπου δούλεψαν σκληρά για να δημιουργηθούν. Η μητέρα, Flora Hamilton Lewis, κόρη κληρικού, προερχόταν από οικογένεια με ιρλανδικές ρίζες και μακρά παράδοση θητείας στην εκκλησιαστική διακονία. Κάτι εξαιρετικά σπάνιο για γυναίκα της εποχής της, η Flora Hamilton ήταν κάτοχος πτυχίου Μαθηματικών και Λογικής .

 

 Οι γονείς  πρόσφεραν στους δυο γιους τους, τον Τζακ και τον Γουώρνι, χαρούμενα και ισορροπημένα παιδικά χρόνια μέσα σ’ ένα χριστιανικό σπίτι. Από πολύ νωρίς ο Τζακ έδειξε εξαιρετική λεκτική ανάπτυξη, σφοδρή αγάπη για το διάβασμα, κλίση στο γράψιμο. Η πρακτική μάλιστα που επικρατούσε τότε στις αστικές και μεγαλοαστικές οικογένειες της Βρεταννίας χάρισε στα παιδιά χρόνια απαλλαγμένα  από σχολείο, απολαυστικές ώρες μαθημάτων με τη μητέρα τους που ήταν σε θέση να τους δώσει τα πρώτα στοιχεία στα Γαλλικά και στα Λατινικά και, κυρίως, την απόλυτη ελευθερία να ικανοποιούν το πάθος τους για διάβασμα μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλιοθήκες.

 Η γλύκα αυτών των ημερών διακόπηκε βίαια με τον πρόωρο θάνατο της μητέρας, όταν ο Τζακ ήταν δέκα χρονών ( « Με τον θάνατο της μητέρας μου,», έγραφε αργότερα, « η ευτυχία της ασφάλειας, η γαλήνη, η σιγουριά εξαφανίσθηκαν από τη ζωή μου. .τώρα, ολόγυρά μου μια θάλασσα σπαρμένη νησιά. .η μεγάλη ήπειρος πίσω μου είχε βουλιάξει για πάντα» ). Η δυσαρμονία στη σχέση με τον πατέρα του ( συντριμμένος από τον θάνατο της γυναίκας του δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να χαράξει ένα δρόμο επικοινωνίας με τα παιδιά του ), οι  απόλυτα αρνητικές εμπειρίες από ένα παιδαγωγικά πολύ κακό σχολείο ( κατά τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό ) της Αγγλίας στο οποίο αρχικά στάλθηκε οικότροφος συνέτειναν στην απόλυτη αλλαγή του σκηνικού στη ζωή του. ( Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο πως αργότερα γράφοντας για τον Ουρανό χρησιμοποιεί συχνά και την παράσταση του τέλους του σχολικού έτους, την εξαίσια μέρα της αρχής των διακοπών ).

 

Ο δρόμος της αθεΐας  και η συνάντηση με τη Χαρά

Όταν το 1917 άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ο Lewis ήταν ήδη ένας πεπεισμένος αθεϊστής . « Δεν πιστεύω σε καμμιά θρησκεία.», δηλώνει. « Δεν υπάρχει απολύτως καμμιά απόδειξη για την αλήθεια τους, μάλιστα, από φιλοσοφική άποψη, ο Χριστιανισμός δεν είναι η καλύτερη». Με τη χαρακτηριστική αλαζονεία της νεότητας και της πεποίθησης στην ορθότητα των επιχειρημάτων του καταλήγει : « Το πρόβλημα με τον Θεό είναι ότι μοιάζει με κάποιον που ποτέ δεν απαντά στα γράμματά σου και τελικά συμπεραίνεις πως είτε δεν υφίσταται, είτε έχεις λάθος διεύθυνση».

 Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε για ένα διάστημα στη Γαλλία, όπου και τραυματίστηκε. Ολοκλήρωσε με λαμπρή επιτυχία τις σπουδές του μετά το τέλος του πολέμου και το 1925 εξελέγη σε θέση διδάσκοντος ( lecturer ) της Αγγλικής γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Magdalen ( Μώντλην ) College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Όμως τα ίδια εκείνα χρόνια μια τεράστια εσωτερική πάλη αρχίζει να τον βασανίζει. Η Παρουσία που ως τότε απέφευγε και πολεμούσε τον πλησίαζε αργά και σταθερά ( « Κάθε νύχτα, μόνος στο δωμάτιό μου στο Μώντλην, μόλις έστω και για ένα δευτερόλεπτο το μυαλό μου αποσπώνταν από τη δουλειά, ένιωθα να με πλησιάζει σταθερά και αδυσώπητα Εκείνος που πάσκιζα να μή συναντήσω» ).

Η εντιμότητά του και η ειλικρινής εκζήτηση της αλήθειας τον οδηγούσαν όλο και πιο συχνά στην παραδοχή ότι ο « αθεϊσμός τελικά ήταν υπερβολικά απλοϊκός», δεν ήταν σε θέση ν’ απαντήσει στα καίρια και βασανιστικά υπαρξιακά προβλήματα : « Το επιχείρημά μου κατά του Θεού» ( έλεγε αργότερα ) « συνίστατο στην άποψη ότι το σύμπαν έμοιαζε φοβερά σκληρό και άδικο. Πώς όμως είχε γεννηθεί μέσα μου αυτή η ιδέα του Δίκαιου και του Άδικου ; Με τί σύγκρινα αυτό το σύμπαν, όταν το χαρακτήριζα άδικο ; Αν όλη η πραγματικότητα ήταν κακή και παράλογη από το Α μέχρι το Ω, για να το πω απλά, γιατί τότε εγώ που υποτίθεται ήμουν μέρος αυτής της πραγματικότητας, αντιδρούσα απέναντί της τόσο βίαια ; Κάποιος αισθάνεται βρεγμένος όταν πέφτει στο νερό, κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ζώο του νερού, ένα ψάρι δεν αισθάνεται ποτέ βρεγμένο… Συνεπώς ο αθεϊσμός αποδεικνύεται πολύ απλοϊκός. Αν το σύμπαν στο σύνολό του δεν έχει κανένα νόημα, δεν θα διαπιστώναμε ποτέ ότι δεν έχει κανένα νόημα – όπως ακριβώς, εάν δεν υπήρχε φως στο σύμπαν κι επομένως πλάσματα με μάτια,.. το σκοτάδι θα ήταν μια λέξη χωρίς κανένα νόημα.» ).

Ο Lewis ανακαλύπτει επίσης με έκπληξη ότι πολλοί επιφανείς διανοούμενοι του κύκλου του, συνάδελφοι, το έργο των οποίων δεν μπορούσε παρά να εκτιμά, πίστευαν στην ύπαρξη του Υπερφυσικού και σ’ έναν Υπερβατικό όσο και προσωπικό Θεό. Ανάμεσά σ’ αυτούς βέβαια και ο εξέχων φιλόλογος , αληθινή διάνοια στην μελέτη της Αγγλοσαξωνικής ( και όχι μόνον ) γλώσσας, καθηγητής  John Ronald Reuel Tolkien. ( Η πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά της περίφημης τριλογίας του : Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών τον έκανε ακόμη ευρύτερα γνωστό και στη χώρα μας ). Συνειδητός Χριστιανός της Καθολικής Εκκλησίας ο Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν ( 1892 – 1973 ) απετέλεσε για το Lewis, όπως εκείνος αργότερα είπε, έναν από τους άμεσους ανθρώπινους παράγοντες της μεταστροφής του και βέβαια ένα στενό και καλό φίλο για τη συνέχεια της ζωής του.  Ο ίδιος ο Τόλκιν αποκαλούσε τη φιλία του με τον Lewis  ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη της ζωής του. 

Ο Lewis είχε έντονα την αίσθηση πως κάποιος αόρατος κι επίμονος αντίπαλος ( ο Ουράνιος Κυνηγός όπως θα πει αργότερα ) τον καταδίωκε ολοένα, τον ωθούσε στη στιγμή της απόφασης, σαν τον ευφυή σκακιστή που ήρεμα, κίνηση μετά την κίνηση, οδηγεί έναν αδύναμο αντίπαλο στην τελική φάση – ρουά ματ. Παρατηρήσεις όπως αυτή ενός σκληροπυρηνικού αθεϊστή συναδέλφου έκαναν τον Lewis που ειλικρινά πάλευε να βρει την Απόλυτη Απάντηση να νιώθει στην πλάτη του την ανάσα αυτής της Παρουσίας : « Μυστήριο πράγμα αυτή η ιστορία με τον θνήσκοντα θεό. Σχεδόν σου έρχεται να πιστέψεις πως πράγματι κάτι τέτοιο συνέβη». Η παρατήρηση αφορούσε το αποδεκτό και σεβαστό από τον επιστημονικό κόσμο σύγγραμμα του γνωστού ανθρωπολόγου Sir James George Frazer, The Golden Bough, ( Το Χρυσό Κλαδί ), στο οποίο εξετάζονται οι διηγήσεις που αφθονούν στις παραδόσεις και τις λατρείες των Αρχαίων λαών γύρω από τη μορφή ενός θεού που πεθαίνει και ξαναζεί φέρνοντας στους ανθρώπους ένα είδος ανανέωσης.

Μαζί με όλα αυτά εξακολουθούσε να διαπερνά την ύπαρξή του ένας γλυκός, απροσδιόριστος Πόθος για Κάτι, μια ασύλληπτη Χαρά, άσχετη με ό,τι μπορούσε να γευτεί από τα γύρω του πράγματα, μια μυστηριώδης  Νοσταλγία που ένιωθε να τον συντροφεύει πάντα .

Η συνθηκολόγηση με Αυτόν που τόσο επίμονα τον αναζητούσε, ήρθε στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους του 1929. Η μεταστροφή του πέρασε από δύο φάσεις : αρχικά παραδέχτηκε ότι υπάρχει Θεός, μια συγκεκριμένη προσωπικότητα έξω από τον χωροχρόνο μας. Ύστερα από κάποιο διάστημα ήρθε το δεύτερο βήμα : η αποδοχή του Υιού του Θεού και του Λυτρωτικού του έργου. Ήταν τότε που η Χαρά τον ξάφνιασε στον δικό του δρόμο προς τη Δαμασκό- αυτόν τον τίτλο έδωσε αργότερα στην αυτοβιογραφική καταγραφή της επιστροφής του ( Surprised by Joy ). H σταδιακή αυτή μεταστροφή μπορεί φαινομενικά να συγκρούεται με κάποια ευαγγελικά στερεότυπα , δεν ξαφνιάζει όμως κάποιον που στέκεται με δέος μπροστά στη ποικιλομορφία των επεμβάσεων ενός άπειρου Θεού.

 Ο απολογητής σηκώνει τη σημαία

« Από τη στιγμή που έγινα Χριστιανός σκέφτηκα ότι η καλύτερη, ίσως η μοναδική υπηρεσία που θα μπορούσα να προσφέρω στους μη πιστούς συνανθρώπους μου ήταν να αναλύσω και να υποστηρίξω τις αλήθειες που συνιστούν την κοινή πίστη των Χριστιανών όλων των εποχών». Αυτή ήταν η αρχή την οποία ο Lewis υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του.

Έτσι ως Χριστιανός απολογητικός συγγραφέας  έμεινε στα κείμενά του συνειδητά και σκόπιμα έξω από ελάσσονες μικροδιαφορές και δογματικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες θεωρούσε ότι βλάπτουν με τις διαιρέσεις που προκαλούν την υπόθεση της Χριστιανικής Πίστης.

Να μην ξεχνούμε τον τόπο καταγωγής του, το Μπελφάστ της Β.Ιρλανδίας, συχνό μέτωπο εξαιρετικά βίαιων θρησκευτικών συγκρούσεων. Ανεξάρτητα όμως από αυτή την ακραία μορφή διαμάχης που άλλωστε είχε σε μεγάλο βαθμό και πολιτικές παραμέτρους, ο Lewis έβλεπε ξεκάθαρα πως ο αληθινός αντίπαλος βρίσκεται στη σκέψη και τις πρακτικές του μετά-Χριστιανικού, άθεου ουσιαστικά Δυτικού Κόσμου και πως ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτός ο αντίπαλος είναι η εμμονή στις βασικές, αναλλοίωτες αλήθειες του Χριστιανικού μηνύματος.

Άλλωστε η πείρα τον δίδασκε, και πιστεύω εξακολουθεί να το κάνει, ότι τα προβλήματα δεν προέρχονται ποτέ από τους αληθινούς, συνειδητούς πιστούς των διαφορετικών Χριστιανικών ομολογιών, για τους οποίους κέντρο της ζωής είναι ο Ιησούς Χριστός. Όσο πιο κοντά πλησιάζει κανείς σ’ αυτό το κέντρο, έλεγε, τόσο καθαρώτερα ακούει τη φωνή αυτού του Προσώπου που είναι η Αλήθεια, τόσο πιο κοντά έρχεται στα άλλα αδέλφια του, εφόσον κι εκείνα τείνουν προς το ίδιο κέντρο.

 Ο Lewis πολέμησε επίσης συνειδητά τη διάβρωση που έφερναν οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι θεολόγοι, αφαιρώντας το υπερφυσικό στοιχείο από τη διδασκαλία της Βίβλου. Επικέντρωσε εξ αρχής την προσοχή του στις βασικές αρχές του Ευαγγελίου αναπτύσσοντας τη Χριστιανική απάντηση στο πρόβλημα του ανθρώπου όσον αφορά τη σχέση του με τον εαυτό του, τους άλλους, τον Θεό, στο πρόβλημα του Κακού και του Πόνου στην ανθρώπινη ζωή, στο πρόβλημα του προορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Πεπεισμένος βαθιά για την αλήθεια αυτής της απάντησης διακήρυττε : « Πιστεύω στην αλήθεια του Χριστού, όπως πιστεύω στον ήλιο που ανατέλλει- όχι μόνον γιατί βλέπω τον ίδιο τον ήλιο, αλλά γιατί μέσα στο φως του διακρίνω και κάθε τι άλλο».

Την δημόσια σύνταξή του με τη Χριστιανική Αλήθεια όπως και τη συστηματική ενασχόλησή του με τη Χριστιανική Απολογητική ο Lewis τα πλήρωσε ακριβά. Παρά την εξαιρετική εκτίμηση που απολάμβανε μεταξύ των φοιτητών του ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, δεν εξελέγη ποτέ καθηγητής στην Οξφόρδη. Ο συναδελφικός φθόνος και η περιφρόνηση που εισέπραττε για την επιτυχία και δημοτικότητα που απέκτησε ως συγγραφέας θεολογικών μελετών ευρείας κυκλοφορίας, οι οποίες μάλιστα διαφοροποιούνταν από την επικρατούσα μετα-χριστιανική άποψη ήταν καθοριστικά. Τελικά το 1954 ήρθε  η ακαδημαϊκή αναγνώριση : ύστερα από τη δημοσίευση του έργου του « Η Αγγλική Λογοτεχνία του 16ου αιώνα» του προτάθηκε από το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ η έδρα της Αγγλικής Λογοτεχνίας κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1963, όταν η κατάσταση της υγείας του τον οδήγησε στην απόφαση να παραιτηθεί.

 Η Χώρα της Σκιάς – Το τέλος του ταξιδιού

Τη δεκαετία του ’50 ένα πολύ σημαντικό γεγονός σφραγίζει τη ζωή του : η γνωριμία και ο γάμος του με την Αμερικανίδα λογοτέχνιδα Τζόυ Γκρέσαμ ( Joy Davidman Gresham )– η ίδια είχε βοηθηθεί πολύ από τις μελέτες του Lewis στην απόφασή της να στραφεί από την αθεία στην πίστη του Χριστού. Παντρεύτηκαν, ενώ είχε διαγνωσθεί ότι η Τζόυ βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου. Το όριο των γιατρών ήταν μερικές εβδομάδες. Το όριο και δώρο του Θεού ήταν τρία χρόνια μιας θαυμαστής υποχώρησης της αρρώστιας, χρόνια που το ζευγάρι τα έζησε σε μια σπάνια αρμονία πνευματικής και ψυχικής επικοινωνίας.

 Η αρρώστια της Τζόυ έκανε την επανεμφάνισή της προς το τέλος του 1959- και οι δύο αισθάνθηκαν πως θάταν πολύ να περιμένουν μια δεύτερη θαυμαστή επέμβαση. Παρ’ όλα αυτά έζησαν τους τελευταίους μήνες μαζί μέσα στην ίδια έντονη και απολαυστική επικοινωνία. Αν και έβλεπε το τέλος να πλησιάζει, ο Lewis αποφάσισε να εκπληρώσει μια μεγάλη επιθυμία της γυναίκας του και παλαιά δική του , ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Οι μέρες που πέρασαν το Πάσχα του 1960 περιδιαβάζοντας στην Αττική, στις Μυκήνες, στη Ρόδο και στην Κρήτη, ήταν σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από τις ευτυχέστερες της ζωής του. Τον Ιούλιο του 1960 η Τζόυ έφυγε. « Μ’ έκανες ευτυχισμένη» και « Έχω ειρήνη με τον Θεό» ήταν τα τελευταία της λόγια.

Ο Lewis κατέγραψε με θαυμαστή εντιμότητα το χρονικό της μεγάλης δοκιμασίας του ( ύστερα από αυτά τα χρόνια απόλυτης αρμονίας και συντροφικότητας ) σ’ ένα συγκλονιστικό, πολύ προσωπικό κείμενο που αργότερα ( 1961 ) εκδόθηκε με τον τίτλο « Παρατήρηση μιας θλίψης» ( A Grief observed ). Τη βαθιά αγωνία, τα ερωτηματικά, το αρχικό αδιέξοδο τα φωτίζει όλο και περισσότερο η Αγάπη του Θεού, η θριαμβική κατάληξη : « μπροστά στο Πρόσωπό Σου Κύριε όλα τα ερωτήματα τελικά σβήνουν». Φυσικά την έλλειψη της Τζόυ δεν έπαυσε να την αισθάνεται βαθιά τα επόμενα τρία χρόνια που έμελλε να ζήσει. « Σαν άνθρωπος που του έκοψαν το ένα πόδι», έγραφε. « Φυσικά κάποτε ο πόνος σταματά, ξαναρχίζεις να ζεις φυσιολογικά, όμως πάντα μ’ένα πόδι».

 

Συνέχισε τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο, την αρθρογραφία σε χριστιανικά περιοδικά, εξέδωσε μια μελέτη για την προσευχή. Εξακολουθούσε αθόρυβα, μυστικά, να βοηθά υλικά και πνευματικά πολλούς που είχαν ανάγκη. Ώσπου σοβαρά προβλήματα υγείας άρχισαν να τον ταλαιπωρούν με όλο και μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα- ένιωσε ότι η ώρα για το « αληθινό ξύπνημα» πλησίαζε. « Φαντάσου τον εαυτό σου σαν σπόρο που περιμένει υπομονετικά μέσα στο χώμα», έγραφε τον Ιούνιο του 1963 σε μια Αμερικανίδα πιστή, με την οποία χρόνια αλληλογραφούσε « Περιμένεις να μεταμορφωθείς σε λουλούδι, όταν θελήσει ο Κηπουρός, εκεί πάνω, στον αληθινό κόσμο, στο αληθινό ξύπνημα. Τώρα  βρισκόμαστε στη χώρα των ονείρων. Το λάλημα του πετεινού όμως δεν αργεί πια. Είναι τώρα πιο κοντά απ’ όταν άρχισα αυτό το γράμμα». Αλλού, γράφοντας στη ίδια φίλη σημείωνε πάνω από το όνομά του : « ένας κουρασμένος οδοιπόρος, όπως κι εσύ, που βρίσκεται κοντά στο τέλος του ταξιδιού του».

Όπως είδαμε, το τέλος του ταξιδιού, αλλά συγχρόνως και το αληθινό ξύπνημα, ήρθε στις 22 Νοεμβρίου 1963, την ώρα του δειλινού.

 Το « μεγάφωνο» του Θεού

Το πρώτο απολογητικό πόνημα του C.S.Lewis εκδόθηκε το 1940. Στάθηκε μάλιστα και η αφορμή, όπως θα δούμε, για την πρώτη επαφή του με το πλατύ κοινό ένα χρόνο αργότερα. Η μελέτη αφορούσε ένα θέμα που βασανίζει τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, από τη στιγμή που καταλαβαίνει τον εαυτό του, τον διανοούμενο, τον λόγιο το ίδιο όσο και τον εξαθλιωμένο πρόσφυγα. Το Πρόβλημα του Πόνου ( έτσι επιγράφεται και η μελέτη : The Problem of Pain) στην ανθρώπινη ύπαρξη είτε εκφράζεται μέσα από τη μουσική, τον ποιητικό ή φιλοσοφικό λόγο, είτε μ’ ένα απλό γιατί, παραμένει αξεδιάλυτα συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Φαίνεται μάλιστα οξύτερο, όταν ο άνθρωπος επιχειρεί να το εξετάσει και να το ερμηνεύσει μέσα στο πλαίσιο της παράστασης ενός Πανάγαθου και Παντοδύναμου Θεού-Δημιουργού : « Αν ο Θεός ήταν Αγαθός θα επιθυμούσε να κάνει τα πλάσματά του απόλυτα ευτυχισμένα, αν ο Θεός ήταν Παντοδύναμος θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί. Όμως τα ανθρώπινα πλάσματα δεν είναι ευτυχισμένα. Άρα ο Θεός δεν διαθέτει είτε αγαθότητα είτε δύναμη, είτε τίποτα από τα δύο». Αυτή είναι η ουσία του Προβλήματος του Πόνου, σημειώνει ο Lewis στην εισαγωγή.

« Λίγα χρόνια πριν, όταν ήμουν άθεος, αν κάποιος με ρωτούσε « Γιατί δεν πιστεύεις στον Θεό;», η απάντησή μου θάταν περίπου η εξής : « Κοίταξε τι σύμπαν γύρω μας… Αν μου ζητάς να πιστέψω ότι αυτό είναι το έργο ενός Αγαθού και Παντοδύναμου Πνεύματος, έχω να σου πω, ότι όλες οι αποδείξεις δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ή λοιπόν δεν υπάρχει κανείς πίσω από το Σύμπαν, ή Κάποιο Πνεύμα αδιάφορο στο καλό και στο κακό, ή ένα Πνεύμα Κακό».

Ο Lewis προσεγγίζει το θέμα ( με σοβαρότητα, ευαισθησία, έλλειψη οποιασδήποτε πνευματικής οίησης και διάθεσης να κηρύξει από καθέδρας ) θέτοντας  κάποια βασικά ερωτήματα :

 

Ποιά η σημασία της Πτώσης του ανθρώπου ως αφετηρίας και ερμηνείας της τραγωδίας του ;

 

Να  η εικόνα που δίνει για την κατάσταση του ανθρώπου πριν από την Πτώση : « Σε μια τέλεια κυκλική κίνηση, ζωή, δύναμη, χαρά, η ίδια η δυνατότητα της ύπαρξης κατέρχονταν από τον Θεό προς τον άνθρωπο σαν ένα δώρο, κι αυτό το δώρο ο άνθρωπος το επέστρεφε στον Θεό σαν προσφορά αγάπης, υπακοής, εκστατικής λατρείας – με αυτή την έννοια ο άνθρωπος ήταν πράγματι υιός Θεού, ένα πρόπλασμα του Χριστού, στον βαθμό που αβίαστα, με χαρά να ξεχειλίζει μέσα από όλο του το είναι, εξέφραζε αυτή την υϊκή παράδοση του εαυτού του που ο Κύριός μας πραγματοποίησε μέσα στην αγωνία του Σταυρού».

 

Τί θα μπορούσε να απειλήσει αυτή τη σχέση ; « Η καρδιά της πρωταρχικής αμαρτίας, ..ήταν το αποτέλεσμα της περηφάνειας, της πρωτοβουλίας δηλαδή που παίρνει ένα δημιούργημα ( εξ ορισμού εξαρτώμενο, η αρχή της ύπαρξης του οποίου δεν βρίσκεται μέσα του αλλά σε κάποιο άλλο  Ον ) να λειτουργήσει αυθύπαρκτα.. Το αμάρτημα αυτό < να σχεδιάζει δηλ. ο άνθρωπος τη ζωή του αγνοώντας τον Θεό > διαπράττεται καθημερινά από όλους,.. – είναι η Πτώση η παρούσα στη ζωή κάθε ατόμου,.. η βασική αμαρτία πίσω από όλες τις επιμέρους αμαρτίες..». Η ολέθρια στιγμή ήρθε όταν « κάποτε οι μακρινοί μας πρόγονοι έπεσαν…Θέλησαν να βρουν μια γωνιά μέσα στο Σύμπαν από όπου θα μπορούσαν να πουν στον Θεό : « Εδώ δεν έχεις καμμιά δικαιοδοσία – αυτό τον χώρο τον ελέγχουμε εμείς». Όμως πουθενά δεν υπάρχει μια τέτοια γωνιά».

Οι συνέπειες ήταν τρομακτικές και καθοριστικές : « Ως τότε, το ανθρώπινο πνεύμα έλεγχε πλήρως τον φυσικό οργανισμό.. Όμως η εξουσία του ανθρώπου πάνω στο σώμα του ήταν η εξουσία ενός αντιπροσώπου – την έχασε παύοντας νά’ ναι ο ίδιος αντιπρόσωπος του Θεού.. Έτσι τα όργανα του σώματος που δεν εξουσιάζονταν πια από τη θέληση του ανθρώπου περιήλθαν στον έλεγχο των φυσικών βιοχημικών νόμων και άρχισαν να υφίστανται όλες τις συνέπειες που μπορούσε να έχει η αλληλοεπίδραση αυτών των νόμων : πόνο, γηρατειά, θάνατο.. Δεν επρόκειτο απλώς για εκφυλισμό – ήταν η απώλεια του status του ανθρώπου ως είδους ( species )» .

Και βέβαια το ανθρώπινο πνεύμα δεν έχασε απλώς τη δύναμη και τον έλεγχο πάνω στο υλικό σώμα. Μπήκε συγχρόνως σε μια διαδικασία εσωτερικής διάβρωσης και διαφθοράς : « Αλαζονεία, φιλοδοξία, η επιθυμία να καταπιέζει και να ταπεινώνει όποιον απειλεί το αποκλειστικό του προβάδισμα ..αυτές είναι οι τάσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Αυτή η κατάσταση μεταδίδεται πια από γενιά σε γενιά. .πρόκειται για την εμφάνιση ενός νέου ανθρώπου – ένα « νέο είδος», κάτι που ο Θεός ποτέ δεν δημιούργησε ήρθε στην ύπαρξη μέσω της αμαρτίας».

Η τελική κατάληξη : « ο άνθρωπος ως είδος καταστράφηκε», ενώ οι συνακόλουθες επιπτώσεις αυτής της καταστροφής οριοθετούν την πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά : « Η δυνατότητα του πόνου είναι εγγενής σ’ έναν κόσμο συνάντησης ψυχών…Όταν οι ψυχές διαβρώνονται από το κακό, είναι βέβαιο ότι θα μεταχειρισθούν αυτή τη δυνατότητα για να βλάψουν η μια την άλλη ..» « Βεβαίως», παρατηρεί ο Λιούις, « παραμένουν πάμπολλες περιπτώσεις δυστυχίας για τις οποίες δεν ευθυνόμαστε. Ακόμη δε και αν κάθε πόνος προερχόταν από τον άνθρωπο, θα θέλαμε τελικά να μάθουμε γιατί ο Θεός επιτρέπει τόσο συχνά οι χειρότεροι και πιο διεστραμμένοι άνθρωποι να κάνουν κακό στον διπλανό τους». Κι έτσι οδηγούμαστε στο δεύτερο ερώτημα:

 

Γιατί ένας Παντοδύναμος και Πανάγαθος Θεός δεν εξουδετερώνει τις συνέπειες του κακού ;

 

Η βάση, πάνω στην οποία ο Lewis βασίζει τους συλλογισμούς του προκειμένου να το προσεγγίσει στηρίζεται σε δύο κύρια σκέλη. Το πρώτο συνιστά η ελευθερία βούλησης και εκλογής που διαθέτουν τα έλλογα όντα : « η ελεύθερη βούληση, την οποία ο Θεός δημιούργησε περικλείει εξ ορισμού τη δυνατότητα εκλογής του κακού». Έτσι το γεγονός ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει συστηματικά ( κάποτε το κάνει ) για να ακυρώνει τις συνέπειες του κακού δεν αντιφάσκει προς την παντοδυναμία του. « Βεβαίως θα μπορούσαμε ενδεχομένως να φανταστούμε έναν κόσμο, στον οποίο ο Θεός κάθε στιγμή θα διόρθωνε τα αποτελέσματα κακής χρήσης της ελευθερίας,… Όμως σ΄έναν τέτοιο κόσμο, όπου οι άδικες πράξεις θάταν αδύνατες, θάταν ανύπαρκτη και η ελευθερία βούλησης».

Φυσικά όλες αυτές οι επισημάνσεις είναι σαφές ότι δεν αρκούν για να πνίξουν το επίμονο, αγωνιώδες ερώτημα : « γιατί ο Θεός δείχνει τουλάχιστον να ανέχεται τόσο κακό επιτρέποντάς το να πλήττει ενόχους και αθώους εξίσου ;». Η απελπισμένη διαπίστωση του Εκκλησιαστή είναι πάντα επίκαιρη: « Τότε εγώ εστράφην και είδον πάσας τας αδικίας τας γινομένας υπό τον ήλιον- και ιδού δάκρυα των αδικουμένων.. η δε δύναμις ήτο εν τη χειρί των αδικούντων αυτούς και δεν υπήρχεν εις αυτούς ο παρηγορών ( 4.1 ). Και πέρα από την αδικία : γιατί η αρρώστια, ο θάνατος να χτυπά τόσο συχνά νέους, παιδιά ; Έτσι το δεύτερο σκέλος, στο οποίο στηρίζεται η απάντηση που αποδέχεται ο Lewis σχετίζεται άμεσα με το τρίτο ερώτημα :

 

Ποιά σκοπιμότητα μπορεί να έχει ο πόνος στη ζωή του ανθρώπου ; Ποιό είναι το τελικό σχέδιο του Θεού για την ανθρώπινη ύπαρξη ;

 

Ο Lewis συνειδητοποιεί βαθιά με πόσο δέος, ταπείνωση και αγάπη πρέπει να αρθρώσει τις σκέψεις του .Το αποτολμά όμως και δηλώνει πως σ’ ένα κόσμο ηθικά κατεστραμμένων ανθρώπων: « Ο Θεός ψιθυρίζει μέσα από την ευτυχία μας, μιλά στις συνειδήσεις μας, φωνάζει όμως μέσα στις θλίψεις – ο πόνος είναι το μεγάφωνο του Θεού για να ξυπνήσει έναν κόσμο κουφών». Στα χέρια του Θεού ο Πόνος είναι ένα εργαλείο που ο άνθρωπος είναι αδύνατον να αγνοήσει.

 

Ναι- ο Θεός θέλει πάση θυσία να ξυπνήσει αυτόν τον κουφό κόσμο από τον πνευματικό του ύπνο, θέλει πάση θυσία να φέρει κάθε άνθρωπο στο σημείο να αναγνωρίσει ότι Εκείνος, ο Δημιουργός Του, αποτελεί την αληθινή απόλαυση και ολοκλήρωση της ύπαρξής του. «  ..Ο Θεός που μας δημιούργησε γνωρίζει τη φύση μας, γνωρίζει πως η ευτυχία μας βρίσκεται εν Αυτώ. Κι όμως δεν ζητούμε την ευτυχία κοντά Του, όσο υπάρχουν γύρω μας άλλες πηγές όπου την αναζητούμε. Τί άλλο μπορεί να κάνει ο Θεός για το συμφέρον μας παρά.. ν’ απομακρύνει αυτές τις πηγές της απατηλής ευτυχίας ; Εδώ είναι που η Πρόνοια του Θεού φαίνεται εκ πρώτης όψεως πιο σκληρή, εδώ είναι που η Θεία Ταπείνωση, η Συγκατάβαση του Υψίστου αξίζει περισσότερο τη λατρεία μας».

Κι αυτό, γιατί « σκύβει για να μας κατακτήσει, είναι πρόθυμος να μας πάρει στην αγκαλιά Του, ακόμα κι αν εμείς έχουμε δείξει ότι προτιμούμε κάθε τι άλλο εκτός από Εκείνον, ακόμα κι αν Τον πλησιάζουμε, όταν γύρω μας δεν βλέπουμε ‘ τίποτα καλύτερο ‘.»

Ο πόνος μας βγάζει, έστω βίαια, μέσα από την ύπνωση μιας απατηλής αίσθησης αυτάρκειας και  μας οδηγεί στην αναγνώριση της αλήθειας που μοναδικά διατύπωσε ο Ιερός Αυγουστίνος : « Θεέ, μας δημιούργησες για τον Εαυτό Σου, και πουθενά αλλού δεν είναι δυνατόν να βρει η ψυχή μας ανάπαυση παρά κοντά Σου». Αυτός είναι και ο αληθινός στόχος της ύπαρξης , για να έρθουμε στο τελευταίο ερώτημα, αυτός όπως και η απόλυτη πραγμάτωσή του στην αληθινή μας Πατρίδα, τον Ουρανό, πέρα από τη Χώρα της Σκιάς.

 

Ουρανός : το αγαπημένο θέμα του C.S.Lewis

 

Ο Ουρανός, όπως και ο Πόθος γι αυτόν που μας συντροφεύει σ’ ολόκληρη τη ζωή « σαν μυστική, αγιάτρευτη πληγή» αποτελούν ίσως το πιο αγαπημένο θέμα του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο το ότι τη μελέτη πάνω στο « Πρόβλημα του Πόνου» κλείνουν οι δύο ενότητες : Κόλαση, Ουρανός. Τί περιμένει άραγε την ανθρώπινη ψυχή αφού περάσει μέσα από την κοιλάδα του Πόνου ; Τί θα συναντήσει πέρα από τη Χώρα της Σκιάς ;

Αντίθετα με τους φιλελεύθερους λεγόμενους θεολόγους ο Lewis δεν έχει καμμιά αμφιβολία για την ύπαρξη ενός χώρου απόλυτης απουσίας του Θεού και την τελική κατάληξη εκεί όσων πεισματικά και συνειδητά αρνούνται στον Θεό οποιαδήποτε ανάμιξη στη ζωή τους. Παράλληλα όμως πιστεύει ότι « οι τόσο λίγες πληροφορίες που περιέχονται στη Βίβλο για την Κόλαση οφείλονται στην επιθυμία του Θεού, ο άνθρωπος να μην καταλήξει εκεί, δεν είναι προορισμένος για εκεί», ενώ « το τί έκανε ο Θεός για να σώσει τον άνθρωπο από αυτό το ενδεχόμενο μπορεί κανείς να το δει στον Γολγοθά». Όποιος συναντήσει στον Γολγοθά την Αγάπη του Θεού , αφήνοντας τη Χώρα της Σκιάς θ’ ανακαλύψει στον Ουρανό την εκπλήρωση του βαθύτερου Πόθου του, αυτού που τον όριζε ως ύπαρξη.

« Η θέση σου στον ουρανό θα σου φανεί φτιαγμένη ειδικά για σένα, γιατί εσύ είσαι φτιαγμένος γι αυτήν- βελονιά στη βελονιά, όπως το γάντι για το χέρι.. Σε όλη σου τη ζωή ένιωθες μια άπιαστη έκσταση να παραμονεύει πίσω από αυτά που μπορούσε να συλλάβει η συνείδησή σου. Θάρθει μια μέρα που θα ξυπνήσεις για να ανακαλύψεις είτε ότι επιτέλους, πέρα από κάθε προσδοκία, η έκσταση αυτή είναι δική σου, είτε ότι την έχασες για πάντα, ενώ μπορούσες να την είχες κερδίσει απλώνοντας μόνο το χέρι. .Αυτό το Κάτι που γύρευες ποτέ δεν το απέκτησες.. Όλα που κατά καιρούς κυριάρχησαν στην ψυχή σου δεν ήταν παρά νύξεις, φευγαλέες ματιές, υποσχέσεις που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, η ηχώ μιας μουσικής που σβήνει, μόλις αγγίξει το αυτί σου.. Όμως αν αυτό το Κάτι φανερωνόταν μπροστά σου, αν κάποτε η ηχώ δεν έσβηνε, μα δυνάμωνε, δυνάμωνε, γινόταν ήχος καθαρός, η μελωδία που περίμενες…ω, τότε σίγουρα θα την αναγνώριζες. Χωρίς αμφιβολία θα φώναζες « Επιτέλους ..βρήκα Αυτό, για το οποίο ήμουν φτιαγμένος…»

 

Το Πρόβλημα του Πόνου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 18 Οκτωβρίου του 1940. Είχε προηγηθεί η θετική γνώμη στενών φίλων του Lewis ( και ιδιαίτερα του Τόλκιν ) στους οποίους διάβαζε τμηματικά τα χειρόγραφά του,( όπως αντίστοιχα και εκείνοι τα δικά τους )– ήταν μια πρακτική που θα ακολουθούσε στα περισσότερα βιβλία του. Το βιβλίο γνώρισε άμεση και σταθερή επιτυχία, επανειλημμένες εκδόσεις στην Αγγλία και Αμερική, μεταφράσεις στις μη αγγλόφωνες χώρες ( χαρακτηριστικά, η Ολλανδική του έκδοση φέρει τον τίτλο Το Μεγάφωνο του Θεού ). [1] Κάτι που διασκέδαζε τον Lewis ήταν ο χαρακτηρισμός μερικές φορές του βιβλίου σε κάποιους βιβλιογραφικούς καταλόγους ως ιατρικού εγχειριδίου.

 Ξεσκεπάζοντας την « Τακτική του Διαβόλου »

Το καλοκαίρι του 1940 μια ιδέα άρχισε να παίρνει μορφή στο μυαλό του και γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο γνωστά έργα της χριστιανικής φιλολογίας. Οι Επιστολές του Σκριούτειπ ( The Screwtape Letters ) δημοσιεύθηκαν αρχικά σε συνέχειες από τις 2 Μαίου του 1941 ως τις 28 Νοεμβρίου σε κάποιο Χριστιανικό περιοδικό και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1942 ( το έργο κυκλοφόρησε στα Ελληνικά με τον τίτλο Η Τακτική του Διαβόλου από τις εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1974, 1993 ).

 Πρόκειται για τις οδηγίες ενός ανώτερου δαίμονα, του Σκριούτέιπ στον νεαρό ανεψιό και υφιστάμενό του Γούρμγουντ, ο οποίος έχει αναλάβει να εξασφαλίσει την καταδίκη μιας ανθρώπινης ψυχής- είναι ένα λαμπερό, ευφυέστατο δημιούργημα, όπου, ιδωμένο από την πλευρά των δυνάμεων του σκότους, εκτίθεται το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο, όπως και η ύπουλη τακτική του Διαβόλου « να καταβροχθίσει την ανθρώπινη ψυχή»( « Για μας αγαπητέ μου Γούρμγουντ, ένα ανθρώπινο πλάσμα είναι κυρίως τροφή. .Η υπακοή όμως που ζητά ο Εχθρός από τους ανθρώπους είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Πρέπει να το δούμε κατάματα : όλη αυτή η συζήτηση για την αγάπη Του προς τους ανθρώπους, για την τέλεια ελευθερία στην υπηρεσία Του δεν είναι απλή προπαγάνδα αλλά μια αποκρουστική αλήθεια. Πράγματι θέλει να γεμίσει το σύμπαν με αντίγραφα του εαυτού Του, πλάσματα που η ζωή τους θα είναι ποιοτικά όμοια με τη δική Του, όχι γιατί θα τα έχει απορροφήσει, αλλά γιατί οι θελήσεις τους ελεύθερα θα συμμορφώνονται με τη δική Του. Εμείς θέλουμε ένα κοπάδι που τελικά θα καταλήξει σε τροφή μας- Εκείνος γυρεύει υπηρέτες που τελικά θα γίνουν υιοί Του..» ).

Από τις καλύτερες σελίδες είναι η τελευταία επιστολή όπου ο Σκριούτέιπ επιπλήττει με εξαιρετική σκληρότητα τον νεαρό μαθητευόμενο, καθώς η πιστή ψυχή του ξέφυγε για πάντα φεύγοντας από τη ζωή και συναντώντας τον Κύριο : « Άφησες μια ψυχή να σου ξεγλιστρήσει. Πρόσεξες πόσο φυσικά, σαν νάχε γεννηθεί γι αυτό, τούτο το γήινο σκουλήκι μπήκε στη νέα του ζωή ; Πως όλες οι αμφιβολίες του φάνηκαν σε μια στιγμή γελοίες ;..Όχι μόνον.. Μπόρεσε να κοιτάξει Εκείνον.. Αυτό που για σένα είναι φωτιά που σε τυφλώνει, σε εξοντώνει, ήταν γι αυτόν καθάριο φως- μέσα στη διαύγειά του διαγράφηκε η μορφή ενός Ανθρώπου..».

  Η υποδοχή που συνάντησαν οι Επιστολές, πριν καν ολοκληρωθεί η δημοσίευσή τους, ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία ενθουσιώδης. Φυσικά δεν έλλειψαν και αυτοί που ενοχλήθηκαν. Ένας ιερωμένος από την επαρχία διέκοψε τη συνδρομή του στο συγκεκριμένο περιοδικό , καθώς, όπως σημείωνε αγανακτισμένος στην επιστολή του « πολλές από τις συμβουλές που δίνονται στις εν λόγω επιστολές είναι πραγματικά διαβολικές» (!).Τα πρώτα αντίτυπα εξαντλήθηκαν αμέσως. Το βιβλίο είχε  μια θριαμβευτική εκδοτική πορεία, μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες και έγινε ένα αληθινό bestseller.

 

Κάποιοι βέβαια κατηγόρησαν τον Lewis ( ήταν μάλιστα αρκετοί ), πως μέσα σ’ έναν κόσμο που σπαράσσεται από φοβερά δεινά , κυρίως τον πόλεμο και τις συνέπειές του, εκείνος βάζει τον Σκριούτέιπ να στοχεύει σε πολύ « μικρά» πράγματα ( εγωϊσμούς, καθημερινές εντάσεις ) προκειμένου να εξασφαλίσει την καταδίκη του « ασθενούς».

 Η απάντηση έρχεται από τον ίδιο τον Lewis μέσω του Σκριούτέιπ ( 12η επιστολή ) : « ..όπως όλοι οι νεαροί πειραστές, περιμένεις με λαχτάρα να αναφέρεις θεαματικές περιπτώσεις κακίας. Να θυμάσαι, το μόνο που έχει σημασία είναι το να απομακρύνεις τον άνθρωπό σου από τον Εχθρό. Δεν έχει σημασία πόσο μικρές είναι οι αμαρτίες, φτάνει το αθροιστικό, συγκεντρωτικό τους αποτέλεσμα να απομακρύνει τον άνθρωπο από το Φως και τον ρίχνει στο Μηδέν. Ο φόνος δεν είναι καλύτερο μέσο καταστροφής από τα χαρτιά, αν τα χαρτιά οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Πράγματι ο ασφαλέστερος δρόμος προς την Κόλαση είναι αυτός που ήσυχα, βήμα-βήμα οδηγεί την ψυχή προς τα κει- ένας δρόμος καλοστρωμένος, χωρίς απότομες στροφές και ξαφνιάσματα, χωρίς πινακίδες να σου υπενθυμίζουν και να σε πληροφορούν για τη θέση σου, χωρίς οδοδείκτες».

 

Πίσω από το μικρόφωνο του BBC : – Αναλύοντας το Χριστιανικό μήνυμα σε μια μετα-Χριστιανική κοινωνία

 

Ήδη τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης φέρνοντας τους κατοίκους της αντιμέτωπους με πράξεις και πρακτικές βαρβαρότητας και θηριωδίας απίστευτης, δεδομένης της πλούσιας πολιτιστικής παράδοσης και ανάπτυξης αυτού του χώρου. Οι ιδεολογίες δε που είχαν αναπτυχθεί και εδραιωθεί στα χρόνια του Μεσοπολέμου ( Φασισμός, Κομμουνισμός ) μοιράζονταν την απόλυτη απομάκρυνση από τις αρχές και αξίες του Νόμου του Θεού. Μέσα στη σκοτεινή αυτή περίοδο, τον Φεβρουάριο του 1941 ο  C.S.Lewis  έλαβε μια επιστολή. Την υπέγραφε ο Dr. James W. Welch, διευθυντής των θρησκευτικών εκπομπών του BBC

 

Αγαπητέ κ. Lewis,

Σας αποκαλώ με το όνομά σας, καθώς, μολονότι δεν έχουμε συναντηθεί, δεν είναι δυνατόν να σας βλέπω σαν ξένο, εφόσον μου επιτρέψατε- μαζί με άλλους- να γνωρίσω κάποιες από τις σκέψεις σας, όπως εκφράζονται στο βιβλίο σας Το Πρόβλημα του Πόνου. Μάλιστα, θα ήθελα να εκμεταλλευθώ αυτή την ευκαιρία για να σας πω πόσο ευγνώμων αισθάνομαι σε σας προσωπικά για τη βοήθεια που αυτό το βιβλίο μου έδωσε.

Γράφω για να σας ρωτήσω, αν θα ήσασταν πρόθυμος να μας βοηθήσετε στα πλαίσια των θρησκευτικών μας εκπομπών.. Tην ποιότητα της σκέψης σας και το βάθος της πεποίθησης που βρίσκω στο βιβλίο σας θάπρεπε να τα γνωρίσουν πολύ περισσότεροι. Και κάθε ομιλία μπορούμε να υπολογίζουμε ότι θα την ακούσουν πάνω από 1000000 άνθρωποι…»

Ο Dr. Welch πρότεινε, σαν αφετηρία, κάποια σχόλια πάνω στη σχέση ή στην απουσία σχέσης ανάμεσα στη σύγχρονη λογοτεχνία και τη Χριστιανική πίστη, μια σειρά ομιλιών πάνω στη Χριστιανική Πίστη αυτή καθεαυτή. Μολονότι η ιδέα του να ταξιδεύει κάθε εβδομάδα στο Λονδίνο, ανατρέποντας την αγαπημένη του καθημερινή ρουτίνα δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική στον Lewis, η πρόσκληση κέντρισε το ενδιαφέρον του. Εδώ και καιρό θεωρούσε την Αγγλία τμήμα του μεγάλου μετα-Χριστιανικού κόσμου που είχε ανάγκη από μια ιδιαίτερη ιεραποστολική τεχνική προσέγγισης.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1941 ο Lewis αποδέχθηκε την πρόταση :

« Αγαπητέ κ. Welch

Σας ευχαριστώ για τα ευγενικά σας λόγια σχετικά με το βιβλίο μου. Ευχαρίστως θα αναλάβω μια σειρά ομιλιών…Θάθελα κυρίως να μιλήσω για τον Νόμο της Φύσης, ή αλλιώς για το αντικειμενικό Δίκαιο και Άδικο. Η Καινή Διαθήκη, όταν κηρύττει μετάνοια και συγχώρηση θεωρεί ότι απευθύνεται σ’ ένα ακροατήριο που ήδη πιστεύει στην ύπαρξη ενός Φυσικού Νόμου το οποίοι γνωρίζει πως τον έχει παραβεί. Στη σύγχρονη Αγγλία αντίθετα δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο ως δεδομένο, κι έτσι τις περισσότερες φορές η απολογητική ξεκινά από ένα πιο προχωρημένο στάδιο- ενώ το πρώτο βήμα θα έπρεπε να είναι να δημιουργηθεί, ή να επανακτηθεί το αίσθημα της ενοχής….»

 

Έτσι τον Αύγουστο του 1941 ο Lewis έδωσε σε τέσσερις διαδοχικές Τετάρτες, από τις 7.45 ως τις 8.00 μια σειρά ομιλιών κάτω από τον γενικό τίτλο Ορθό και Λάθος ( ή Δίκαιο και Άδικο ) ως ένδειξη για την ερμηνεία του Σύμπαντος ( Right and Wrong as a Clue to the Meaning of the Universe ) . Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ο Lewis κατακλύσθηκε από εκατοντάδες γράμματα. Τον Σεπτέμβριο σε μια ειδική εκπομπή απάντησε σε έναν αριθμό ερωτημάτων που είχαν υποβάλει οι ακροατές. Οι ιθύνοντες των εκπομπών θεώρησαν ότι πρέπει να υπάρξει συνέχεια και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1942 πέντε ραδιοφωνικές ομιλίες αφιερώθηκαν στις βασικές αλήθειες της Χριστιανικής Πίστης ( What Christians believe ). Ακολούθησαν οκτώ  ομιλίες από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο με θέμα τη Χριστιανική Συμπεριφορά ( Christian Behaviour ) ενώ από τον Φλεβάρη ως τον Απρίλιο του 1944 μια τελευταία σειρά εκπομπών : Πέρα από την Προσωπικότητα ή Πρώτα βήματα προς την κατανόηση του Δόγματος της Τριάδος ( Beyond Personality : First Steps in the Doctrine of the Trinity ).

 

Η μεγάλη απήχηση των ομιλιών και το αίτημα να ακουστούν περισσότερα πάνω στα μεγάλα αυτά θέματα οδήγησαν τον Lewis στην απόφαση να επεξεργαστεί συστηματικώτερα το υλικό και να εκδώσει τις ομιλίες σε ένα τόμο κάτω από τον τίτλο ( εμπνευσμένο από τα λόγια ενός Πουριτανού λογίου του 17ου αιώνα, του Richard Baxter : « αν ρωτάτε τί είμαι, απαντώ, είμαι απλώς Χριστιανός, αυτό και μόνο », στα Αγγλικά : a mere Christian )  Mere Christianity. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1952, και με τη συνεχή από τότε παρουσία και κυκλοφορία του  αποτελεί, όπως είναι γνωστό, ένα κλασσικό σημείο αναφοράς στον χώρο της Χριστιανικής Γραμματείας και βεβαίως σήμα κατατεθέν του έργου του C.S.Lewis. Το έργο μεταφράστηκε σχετικά πρόσφατα στα Ελληνικά( 1999 )από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και κυκλοφορεί με τον τίτλο Χριστιανισμός απλώς ( μετ. Β.Αδραχτάς ).

 

Ο Lewis χρησιμοποιεί πάντως το mere με την έννοια του αγγλικού essential, λέξη που αποδίδει τα βασικά, ουσιαστικά και κοινώς αποδεκτά χαρακτηριστικά και ιδιότητες που καθορίζουν μια έννοια, ένα αντικείμενο. Και αυτό  που κάνει είναι να  παρουσιάζει και να σχολιάζει, απευθυνόμενος συνειδητά σε έναν μετά-χριστιανικό κόσμο, τις βασικές αρχές της Χριστιανικής Πίστης, τις κοινά αποδεκτές από το σύνολο των πιστών, ανεξάρτητα από την επιμέρους δογματική τους τοποθέτηση. ( Στη συνέχεια, όταν αναφέρομαι στο συγκεκριμένο έργο, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο Βασικός Χριστιανισμός ).

 Η ύπαρξη « φυσικού Δικαίου » και η σημασία της

 Όπως θα θυμάστε όλη η ιστορία άρχισε με μια σειρά ομιλίες πάνω στην ύπαρξη αντικειμενικού Δικαίου, και αντίστοιχα Άδικου, Ορθού και Λάθους. Τα πρώτα λόγια του C.S.Lewis, όπως ακούστηκαν από το ραδιόφωνο τον Αύγουστο του 1941 δεν περιείχαν έννοιες κατανοητές μόνον από τους ανθρώπους που μελετούν την Αγία Γραφή. Αντίθετα, έβαζαν αμέσως, απότομα τον ακροατή αντιμέτωπο με μια πολύ πραγματική, καθημερινή εικόνα : « Όλοι έχουμε ακούσει ανθρώπους να τσακώνονται. Όλοι έχουμε προσέξει πως σε κάθε καυγά οι εμπλεκόμενοι επικαλούνται κάποιο αντικειμενικό κριτήριο  δικαίου. : « Μην είσαι άδικος», « Πρέπει να το κάνεις. Μου το υποσχέθηκες», « Πώς θα σου φαινόταν, αν κάποιος άλλος έκανε το ίδιο ;» Κι αυτός που απαντά πολύ σπάνια λέει « Δεν μ’ ενδιαφέρει  τί νομίζεις.» Συνήθως πάντα προσπαθεί να δείξει είτε πως αυτό που έκανε, δεν ήταν αντίθετο μ’ αυτό τον νοητό κανόνα, είτε ότι είχε κάποια δικαιολογία που τον παρέβηκε. Μοιάζει δηλαδή σαν και οι δυο πλευρές να έχουν στον νου τους ένα είδος νόμου ή κανόνα που προσδιορίζει το δίκαιο σε μια ορισμένη περίπτωση».

Ο Lewis απορρίπτει την ιδέα ( τόσο δημοφιλή σήμερα ) ότι αυτοί οι κανόνες, ο Νόμος της Ανθρώπινης Φύσης, όπως τον ονομάζει, αποτελούν απλώς εφεύρημα του Δυτικού πολιτισμού, καθορίζονται από το ατομικό συμφέρον και φυσικά διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Επιμένει ότι πρόκειται για έναν αντικειμενικό απόλυτο Ηθικό Νόμο, κοινό ανέκαθεν σε όλους του ανθρώπινους Πολιτισμούς. Κανένας από αυτούς τους Πολιτισμούς δεν επιβραβεύει το ψέμμα, την απάτη, την προδοσία, την ιδιοτέλεια. Πράγματι πρόκειται για μια πολύ παλαιά διαπίστωση, παρούσα στη σκέψη, στα γραπτά και τους νόμους των Αρχαίων Πολιτισμών, ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, έχουν μέσα τους τη συνείδηση της ορθής συμπεριφοράς, όσον αφορά τα μεγάλα ηθικά ζητήματα της ατομικής και κοινωνικής ζωής   

 

Αμέσως μετά την πρώτη ομιλία υπήρξαν επιστολές, ενστάσεις : « Μήπως αυτό που αποκαλείτε ηθικό νόμο δεν είναι παρά το ένστικτο της αγέλης και αναπτύχθηκε μαζί με τα άλλα μας ένστικτα ;» Κι έτσι ο Lewis ξεκινά τη δεύτερη ομιλία απαντώντας σ’ αυτή την ένσταση : «Ναι, δεν αρνούμαι ότι ενδεχομένως διαθέτουμε ένα κάποιο ένστικτο αγέλης ( την αίσθηση δηλ. ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκουμε σε μια ομάδα και οφείλουμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον ). Δεν εννοώ όμως αυτό, όταν αναφέρομαι στον ηθικό Νόμο. Ακούς ξαφνικά μια κραυγή. Κάποιος ζητά βοήθεια. Νιώθεις την παρόρμηση να βοηθήσεις : ένστικτο αγέλης. Φοβάσαι να το διακινδυνεύσεις : ένστικτο αυτοσυντήρησης. Μια άλλη φωνή όμως σε ωθεί ν’ ακολουθήσεις την παρόρμηση, να βοηθήσεις και να καταπνίξεις το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτός είναι ο ηθικός Νόμος, .οι νότες της παρτιτούρας που οδηγεί τον πιανίστα ποιό πλήκτρο πρέπει να χτυπήσει. Τα ένστικτα είναι τα πλήκτρα.»

 

Η  ύπαρξη λοιπόν αυτής της ηθικής σταθεράς, αυτού του Νόμου της ορθής ανθρώπινης συμπεριφοράς σύμφωνα με τον οποίο κρίνουμε τους επιμέρους νόμους, τα κοινωνικά συστήματα αποτελεί για τον Lewis το ένα πολύ σημαντικό δεδομένο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, αν θέλουμε να σκεφτούμε με διαύγεια για τον εαυτό μας και τον κόσμο.

Το δεύτερο δεδομένο προκύπτει από την παρατήρηση όσων συμβαίνουν γύρω και μέσα μας : είναι η διαπίστωση πως οι άνθρωπο δεν υπακούν σ’ αυτή την εσωτερική οδηγία. Από δω και πέρα αρχίζει το πρόβλημα.

 Με τον κρυστάλλινο, λογικό βηματισμό του, εύληπτο και κατανοητό από τον μέσο αναγνώστη, σεβαστό από τον διανοούμενο, ο Lewis οδηγεί τον ακροατή-αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ενός σταθερού Ηθικού Νόμου αποδεικνύει και την ύπαρξη πίσω από το Σύμπαν ενός Νομοθέτη, μιας απόλυτα Δίκαιης Προσωπικότητας με συγκεκριμένες  ηθικές απαιτήσεις από τον άνθρωπο.

Να θυμίσω στο σημείο αυτό τις σχετικές παρατηρήσεις και την ανάλυση του Αποστόλου Παύλου στο δεύτερο κεφάλαιο της Επιστολής προς Ρωμαίους, όπου σχολιάζει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι : « ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων » ( Ρωμ. 2.15 ).

Πώς εξηγείται η συνεχής παραβίαση του Νόμου ; Ο Lewis αναπτύσσει την σκέψη που ήδη είχε προβάλει στο Πρόβλημα του Πόνου : « Ο Θεός δημιούργησε όντα που είχαν ελεύθερη βούληση. .Η ελευθερία της βούλησης είναι αυτή που κατέστησε εφικτό το κακό. Γιατί λοιπόν τους έδωσε ο Θεός ελευθερία της βούλησης ; Επειδή η ελευθερία της βούλησης, παρόλο που καθιστά εφικτό το κακό, είναι επίσης το μοναδικό πράγμα που κάνει εφικτή οποιαδήποτε αγάπη, αγαθότητα ή χαρά για την οποία αξίζει να ζει κανείς…Η ευτυχία που προετοιμάzει ο Θεός για τα ανώτερα πλάσματά Του είναι η ευτυχία του να είσαι ενωμένος ελεύθερα και θεληματικά μαζί Του και με όλους τους άλλους σε μια έκσταση αγάπης και χαράς»

 Το κλειδί της ανθρώπινης ιστορίας

 Να η ερμηνεία που προσφέρει η αποκάλυψη της Βίβλου : ένας κόσμος ελεύθερων ατόμων, δημιουργημένος από έναν απόλυτα Δίκαιο και Αγαθό Θεό, ο οποίος σε κάποια στιγμή αποστάτησε. «Αυτό που ενέπνευσε ο Σατανάς μέσα στη σκέψη των μακρινών μας προπατόρων ήταν η ιδέα ότι μπορούσαν να γίνουν σαν θεοί – ότι μπορούσαν να σταθούν από μόνοι τους- να είναι κύριοι του εαυτού τους, να πετύχουν  κάποιο είδος ευτυχίας μακριά από τον Θεό και δίχως τη βοήθειά Του. Μέσα από αυτή την απέλπιδα προσπάθεια βγήκε το σύνολο σχεδόν αυτού που ονομάζουμε ανθρώπινη ιστορία : χρήμα, φτώχεια, φιλοδοξία, πόλεμος, πορνεία, κοινωνικές τάξεις, αυτοκρατορίες, δουλεία- η μακρά και τρομερή ιστορία του ανθρώπου που προσπαθεί να βρει κάτι διαφορετικό από τον Θεό που θα μπορέσει να τον κάνει ευτυχισμένο.» – αυτές οι αλήθειες ακούγονταν από το BBC τον Αύγουστο του 1941 !

Όμως : « Ο ίδιος ο Θεός είναι το καύσιμο που το πνεύμα μας χρειάζεται, με βάση τον τρόπο που έχει δημιουργηθεί, ή, αλλιώς, η τροφή που σχεδιάστηκε να καταναλώνει το πνεύμα μας. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα..

Αυτό είναι το κλειδί για την ιστορία. Τεράστιες ποσότητες ενέργειας αναλώνονται- δημιουργούνται ολόκληροι πολιτισμοί- και περίφημοι θεσμοί καθιερώνονται- κάθε φορά όμως κάτι πάει στραβά. Κάποιο θανάσιμο ελάττωμα φέρνει πάντα τους εγωϊστές και τους σκληρόκαρδους στην εξουσία και τα πάντα γλιστρούν πάλι στην αθλιότητα και την καταστροφή.. Προσπαθούν βλέπεις να κινήσουν τη μηχανή με λάθος καύσιμα….»

 

Και έρχεται το κρίσιμο σημείο : Τί έκανε ο Θεός απέναντι σ’ αυτή την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης και ιστορίας ;

 

«Πρώτα απ’ όλα, μας έδωσε τη συνείδηση, την αίσθηση του σωστού και του λάθους : και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξαν άνθρωποι που προσπαθούσαν, μερικοί από αυτούς πολύ σκληρά, να την υπακούσουν. Κανείς τους ποτέ δεν τα κατάφερε αρκετά. Δεύτερον, έστειλε στο ανθρώπινο γένος αυτά που ονομάζω καλά όνειρα : εννοώ όλες εκείνες τις παράξενες ιστορίες που είναι διασκορπισμένες σε όλες τις παγανιστικές θρησκείες σχετικά με κάποιο θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται και ο οποίος μέσω του θανάτου του παρέχει με κάποιο τρόπο καινούρια ζωή στους ανθρώπους. Τρίτον, επέλεξε ένα συγκεκριμένο λαό και αφιέρωσε αρκετούς αιώνες σφυρηλατώντας τη σκέψη τους με την ιδέα του τί ήταν ο Θεός πραγματικά- ότι ήταν Ένας και Μοναδικός κι ότι ενδιαφερόταν για την ορθή συμπεριφορά. Αυτός ο λαός ήταν οι Εβραίοι, και η Παλιά Διαθήκη μαρτυρεί για την όλη διαδικασία της σφυρηλάτησης».

 Η μεγάλη Έκπληξη

 Και κάποτε έρχεται η συγκλονιστική έκπληξη :

« Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Εβραίους εμφανίζεται ξαφνικά ένας άντρας που περιφέρεται διδάσκοντας, σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός. Ισχυρίζεται ότι συγχωρεί αμαρτίες,..ότι υπήρχε αιώνια,.. ότι έρχεται να κρίνει τον κόσμο στο τέλος του χρόνου..»

Τη μοναδικότητα της Παρουσίας του Ιησού Χριστού, η οποία υποχρεώνει τον απροκατάληπτο ερευνητή της Αλήθειας να πάρει θέση στο ερώτημα ποιός ήταν, την σχολιάζει και την αναπτύσσει ο Lewis σε πάμπολλα επιμέρους άρθρα του, ενώ στον Βασικό Χριστιανισμό διαγράφει τις καίριες γραμμές της σκέψης του. Αυτή επικεντρώνεται γύρω από το θεμελιακό αξίωμα : είναι λογικά αδύνατον να κατατάξεις τον Ιησού Χριστό ανάμεσα στους Μεγάλους Δασκάλους, Πνευματικούς Ηγέτες της Ανθρωπότητας και μόνον.

« Σκεφθείτε πχ έναν πολύ γνωστό ισχυρισμό Του..», παρατηρεί ο Lewis. « Εννοώ τον ισχυρισμό σχετικά με τη συγχώρεση των αμαρτιών, οποιωνδήποτε αμαρτιών… Όλοι μας μπορούμε να καταλάβουμε πώς ένας άνθρωπος μπορεί να συγχωρήσει τις προσβολές που γίνονται σε βάρος του.. Εντούτοις, πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε έναν άνθρωπο, που δίχως να έχει υποστεί ο ίδιος προσβολή ή άλλη βλάβη διακηρύσσει ότι σε συγχωρεί για ότι κακό εσύ έκανες σε κάποιον άλλο ;..Αυτό όμως είναι ό,τι ακριβώς έκανε ο Ιησούς….Δίχως κανένα δισταγμό, συμπεριφερόταν σαν να ήταν ο κυρίως εμπλεκόμενος, το πρόσωπο που κατεξοχήν είχε προσβληθεί σε κάθε περίπτωση. Αυτό έχει κάποιο νόημα, μόνο εάν είναι πράγματι ο Θεός του οποίου οι νόμοι είχαν καταλυθεί και του οποίου η αγάπη πληγωνόταν με κάθε αμάρτημα.…Προσπαθώ να αποτρέψω τον οποιονδήποτε από το να πει το πραγματικά ανόητο πράγμα που λένε συχνά οι άνθρωποι για τον Ιησού : « Είμαι έτοιμος να αποδεχθώ τον Ιησού ως ένα μεγάλο ηθικό διδάσκαλο, αλλά δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό Του ότι είναι Θεός.».. Ένας άνθρωπος που ήταν απλώς ένας άνθρωπος και είπε αυτού του είδους τα λόγια που είπε ο Ιησούς δε θα ήταν ένας μεγάλος ηθικός διδάσκαλος. Είτε θα ήταν τρελλός.. είτε θα ήταν ο Διάβολος της Κολάσεως. Θα πρέπει λοιπόν να επιλέξεις… Μπορείς να Τον φιμώσεις ως παράφρονα, μπορείς να Τον φτύσεις και να Τον σκοτώσεις ως δαίμονα, ή μπορείς να πέσεις στα πόδια Του και να Τον ονομάσεις Κύριο και Θεό. Ας μη μένουμε όμως με την ανόητη εντύπωση ότι ήταν ένας μεγάλος διδάσκαλος. Αυτή τη δυνατότητα δεν την άφησε ο Ίδιος ανοικτή…»

« Ποιός λένε οι άνθρωποι ότι είμαι ; »

 Ο Lewis φέρνει επανειλημμένα τον αναγνώστη του αντιμέτωπο με τα ερωτήματα που αντηχούν μέσα στους αιώνες :

 « Ποιός λένε οι άνθρωποι ότι είμαι ;», « Τί θα κάνουμε με τον Ιησού Χριστό ;».

 Και πάντα τον οδηγεί  στον ίδιο στενό μονόδρομο, αντιμέτωπο με το ίδιο βασανιστικό τρίλημμα : « ή παράφρων, ή δαίμων, ή Κύριος και Θεός». Στη μελέτη του Miracles  ( Θαύματα ) πραγματεύεται και αναλύει την ενανθρώπιση του Λόγου σαν το κεντρικό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, το μόνο που είναι σε θέση να ερμηνεύσει τόσο ό,τι προηγήθηκε όσο και ό,τι ακολουθεί, σαν να ανακαλύπτουμε ξαφνικά το χαμένο κομμάτι μιας παρτιτούρας κι έτσι επιτέλους κατανοούμε τη δομή του μουσικού έργου.

Επίσης,  ξεχωριστό ανάμεσα στα χωρία από το έργο του C.S.Lewis που αναφέρονται στον Ιησού Χριστό είναι το σημείο στην πολύτιμη μικρή μελέτη του πάνω στους Ψαλμούς ( Reflections on the Psalms, 1958 ), όπου εύστοχα υπογραμμίζει ότι η Χριστιανική ζωή και Πίστη, η ίδια η διδασκαλία του Κυρίου, δεν αποτελούν ένα σύστημα κανόνων και διατάξεων, αλλά συνάντηση και κοινωνία με μια ζωντανή Προσωπικότητα :

 « Ακόμα κι αν συγκεντρώσουμε όλα  όσα έχει πει, δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα δογματικό σύστημα, αυστηρά διαρθρωμένο..τη διδασκαλία Του δεν μπορεί να τη συλλάβει και να την ταξινομήσει αποκλειστικά η λογική μας, όπως οποιοδήποτε άλλο γνωστικό αντικείμενο. η διδασκαλία του Κυρίου μας ζητά την ανταπόκριση του ανθρώπου ως συνόλου. .είναι ανάγκη όχι εγκεφαλικά να τη μάθουμε, αλλά να βυθιστούμε ολόκληροι μέσα σε μια Προσωπικότητα,.. να Τον αφήσουμε με τον δικό Του τρόπο να μορφώσει μέσα μας την εικόνα Του»

 Η ριζική μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης : ο Στόχος του Θεού

 Αυτή η ουσιαστική, απόλυτη αλλαγή της ανθρώπινης φύσης , τονίζει ο Lewis, είναι ο μοναδικός στόχος του Θεού μέσα στην ανθρώπινη καρδιά που Τον εμπιστεύεται. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα δυνατώτερα και ελκυστικώτερα χαρακτηριστικά του έργου του C.S.Lewis η προβολή και ανάλυση αυτής της Αλήθειας, ότι δηλαδή η Χριστιανική ζωή ξεπερνά ασύλληπτα την προσαρμογή σε ένα σύστημα ηθικών κανόνων. Mπορεί να τους εμπεριέχει αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος της.

Σ’ ένα εξαιρετικό άρθρο του απαντά στον διστακτικό σκεπτικιστή που ρωτά και ξαναρωτά « μα θα με βοηθήσει ο Χριστιανισμός, θα συμβάλει στο να γίνω καλύτερος ;» : « Ε,λοιπόν, ναι, ο Χριστιανισμός θα σου κάνει καλό, πολύ μεγαλύτερο καλό απ’ ότι περίμενες ή ήθελες.», δηλώνει. « Και το πρώτο καλό που θα σου κάνει είναι να σφυροκοπήσει μέσα σου ( αυτό σίγουρα δεν θα σου αρέσει ! ) το γεγονός πως αυτό που ως τώρα θεωρούσες καλό – σωστή, νοικοκυρεμένη ζωή, να είσαι καλός κι ευγενικός άνθρωπος – δεν είναι .. τόσο σημαντικό όσο πίστευες. Στην πραγματικότητα, θα σου διδάξει, δεν μπορείς να είσαι αληθινά καλός, ούτε για 24 ώρες, με τις δικές σου ηθικές δυνάμεις. Και κατόπιν θα σου διδάξει ότι ακόμα κι αν τα κατάφερνες, πάλι δεν θα είχες επιτύχει τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκες. Η Ηθική από μόνη της δεν είναι ο στόχος της ζωής.. . .είναι απλώς τα εργαλεία σε σύγκριση με αυτό για το οποίο δημιουργηθήκαμε. Η ηθική είναι απαραίτητη- όμως η θεία ζωή που μας προσφέρεται και μας καλεί να γίνουμε θεοί, στοχεύει για μας κάτι μέσα στο οποίο η ηθική θα απορροφηθεί. Πρόκειται να μεταμορφωθούμε…σ’ έναν αληθινό Άνθρωπο, έναν άχρονο θεό, έναν υιό Θεού, δυνατό, λαμπερό, σοφό, όμορφο, λουσμένο στην Χαρά».

 

Και στον Βασικό Χριστιανισμό πάλι γράφει : « Η εντολή να είστε τέλειοι δεν είναι λόγια του αέρα. Ούτε είναι μια εντολή να κάνετε το ακατόρθωτο… Αν Τον αφήσουμε- γιατί μπορούμε να Τον αποτρέψουμε αν το επιλέξουμε – θα μεταμορφώσει τους πιο αδύναμους και τους πιο ελεεινούς ανάμεσά μας σε θεούς και θεές, σ’ ένα εκτυφλωτικό, ακτινοβόλο, αθάνατο πλάσμα που θα πάλλεται ολόκληρο με τόση ενέργεια, χαρά,σοφία και αγάπη, που δεν μπορεί να βάλει ο νους μας- σ’ ένα αστραφτερό καθρέφτη που ανακλά τέλεια ( αν και σε μικρότερη κλίμακα ) πίσω στον Θεό την ίδια Του την απεριόριστη δύναμη, χαρά και αγαθότητα. Η διαδικασία θα κρατήσει πολύ και εν μέρει θα είναι επώδυνη- όμως αυτή είναι η αλήθεια»

 « Μα είμαι καλός άνθρωπος ! » – « Δεν είναι αρκετό »

 

Ο κίνδυνος, ο θανάσιμος τελικά κίνδυνος, τονίζει ο Lewis, φωλιάζει στην αυταρέσκεια και την αυτοδικαίωση, στο να θεωρήσεις ότι η φυσικά ευγενική σου φύση, ο καλός σου χαρακτήρας, πολύ καλύτερος πολλές φορές από τον χαρακτήρα κάποιων Χριστιανών που γνωρίζεις απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, μετράει μπροστά στον Θεό, είναι αρκετός.: « Αν είσαι ήρεμος, ευφυής, υγιής, αγαπητός στους άλλους και με καλή ανατροφή, είναι πολύ πιθανόν να νιώσεις απόλυτα ικανοποιημένος με την προσωπικότητά σου έτσι όπως είναι. Θα ρωτήσεις πιθανόν « γιατί να μπλέξω στη ζωή μου τον Θεό ;»…Συχνά άνθρωποι που έχουν όλες αυτές τις φυσικές εκδηλώσεις καλωσύνης δυσκολεύονται να φτάσουν στο σημείο να αναγνωρίσουν την ανάγκη τους για τον Χριστό,.. Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο γι’ αυτούς που είναι « πλούσιοι» με αυτή την έννοια να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών…»

Αντίθετα, « ένα φτωχό πλάσμα δηλητηριασμένο από μια κακή ανατροφή μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο από χυδαίες ζήλιες και παράλογους καβγάδες, στιγματισμένο, δίχως να το έχει επιλέξει, με κάποια αηδιαστική διαστροφή, βασανισμένο ασταμάτητα από κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας», είναι πιο κοντά στο να καταλάβει πως βρίσκεται ανάμεσα στους άρρωστους που ο Ουράνιος γιατρός ήρθε να αναζητήσει και να θεραπεύσει.

Ο φυσικά καλός ; Ας προσέξει : « Αν θεωρήσεις προσωπικό σου κατόρθωμα το δώρο που σου έδωσε ο Θεός μέσω της φύσης, κι αν είσαι ικανοποιημένος με το να είσαι απλώς καλός, συνεχίζεις να παραμένεις ένας εξεγερμένος- κι όλα αυτά τα χαρίσματα θα κάνουν απλούστατα την πτώση σου πιο τρομερή, τη διαφθορά σου πιο σύνθετη, το κακό παράδειγμα που θα δώσεις πιο καταστροφικό. Ο ίδιος ο Διάβολος ήταν κάποτε ένας αρχάγγελος- τα φυσικά του χαρίσματα ήταν τόσο ανώτερα από τα δικά σου, όσο είναι τα δικά σου ανώτερα από εκείνα ενός χιμπατζή…. Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μεταμορφώσει τα πλάσματά Του σε υιούς, όχι απλώς για να δημιουργήσει έναν καλύτερο άνθρωπο που θα συνέχιζε να ανήκει στο παλαιό είδος, αλλά ένα εντελώς καινούριο είδος ανθρώπου…»

 

Κι ακριβώς γιατί δεν μπορείς να ξέρεις από ποιά σκοτεινή αφετηρία έχει αρχίσει η σταδιακή μεταμόρφωση του Χριστιανού που βλέπεις δίπλα σου, μην κάνεις το λάθος που έκανα κι εγώ, λέει ο Lewis, να αναζητείς ( με χαιρέκακο ζήλο )στην ελλιπή του ζωή επιχειρήματα κατά της αλήθειας της χριστιανικής Πίστης : 

« Τί μπορείς άραγε να ξέρεις για την ψυχή των άλλων ανθρώπων ; Για τους πειρασμούς, τις ευκαιρίες και τον αγώνα τους ; Μία είναι η ψυχή σε ολόκληρο το σύμπαν που πραγματικά ξέρεις, και είναι η μοναδική, το πεπρωμένο της οποίας βρίσκεται στα χέρια σου. Αν υπάρχει Θεός, τότε υπό μία έννοια είσαι μόνος απέναντί Του. Δεν μπορείς να Τον αποφύγεις με εικασίες όσον αφορά τους γείτονές σου.. Πόσο θα αξίζουν άραγε όλες αυτές οι δικαιολογίες.. όταν το αναισθητικό της ομίχλης που ονομάζουμε «φύση» ή «πραγματικό κόσμο» εξανεμιστεί, και η Παρουσία του Θεού, μέσα στην οποία πάντοτε βρισκόσουν, γίνει ψηλαφητή, άμεση και αναπότρεπτη ;»

 Το πρόβλημα με τον κύριο Χ

Αυτή είναι η τεράστια δυσκολία : να δω τον εαυτό μου όπως ο Θεός τον βλέπει.

Σε ένα μικρό, όχι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά εξαιρετικά χρήσιμο άρθρο του ( το Πρόβλημα με τον Χ, – « The Trouble withX’» –δημοσιεύτηκε το 1948 σε εκκλησιαστικό περιοδικό του Μπρίστολ ) ο Lewis αγγίζει ένα πρόβλημα, υπαρκτό και βασανιστικό κατά καιρούς ή και συνεχώς για κάθε άνθρωπο, για όλους μας. Πάντα υπάρχει κάποιος ( μπορεί φυσικά να είναι και περισσότεροι ) που μας κάνει τη ζωή δύσκολη, μα πολύ δύσκολη…Αν δεν υπήρχε ο τάδε, η τάδε, αυτός ο ενοχλητικός Χ.. Αν δεν με βασάνιζε, αν δεν μου χαλούσε κάθε προοπτική να ζήσω ήρεμος κι ευτυχισμένος μ’ αυτή την τόσο δυσάρεστη πτυχή του χαρακτήρα του.. Αν ..

Μπορεί, ναι, η δυσφορία μας να είναι δικαιολογημένη, τις περισσότερες φορές είναι, παραδέχεται ο Lewis.  Όμως σκέψου για λίγο. Προσπάθησε, όσο αυτό είναι δυνατόν, να δεις τον κόσμο με τα μάτια του Θεού. Κι Εκείνου τα υπέροχα σχέδια σκοντάφτουν στο ίδιο αξεπέραστο εμπόδιο, την ανθρώπινη καρδιά. Πρόσεξε όμως : Εκείνος δεν βλέπει μόνον τους άλλους, τον ενοχλητικό για σένα κύριο Χ. Μαζί με όλους βλέπει και κάποιον άλλον που εσύ συνήθως δυσκολεύεσαι να διακρίνεις. Κι αυτός είσαι εσύ.!

Εσύ με εκείνη την ιδιότυπη πτυχή του χαρακτήρα σου, που πιθανότατα σε κάνει εξαιρετικά ενοχλητικό για κάποιον άλλο. Μόνο που ο Θεός βλέπει αυτές τις προσωπικότητες που τόσο πόνο και αθλιότητα μπορούν να προκαλέσουν γύρω τους, βλέπει τον κύριο Χ, βλέπει  εσένα, – όμως εξακολουθεί απέραντα, ανεξήγητα να τους αγαπά, να σε αγαπά.

 Πρόσεχε, κλείνει το μικρό αυτό άρθρο : « Να είσαι σίγουρος : βαθιά μέσα σου υπάρχει κάτι που, αν δεν αλλάξει, θα αφαιρέσει από τον Θεό κάθε δυνατότητα να σου φράξει τον δρόμο για μια αιωνιότητα απελπισίας. Όσο αυτό το κάτι παραμένει μέσα σου, δεν μπορεί να υπάρξει για σένα Ουρανός, όπως δεν μπορεί να υπάρξει μουσική για έναν κουφό. Το θέμα δεν είναι ότι ο Θεός θα μας στείλει στην Κόλαση. Στον καθένα μας μέσα μεγαλώνει μια  ολέθρια φύτρα που αν δεν ξεριζωθεί θα γίνει η Κόλαση η ίδια. Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό. Ας παραδώσουμε τους εαυτούς μας στα χέρια Του αμέσως- σήμερα, αυτή την ώρα».

 « Πήραμε τη ζωή μας λάθος»  

 Αυτή η τραγωδία, να ζει ο άνθρωπος, να ζήσει ίσως μια ολόκληρη ζωή θεωρώντας ότι είναι καλός, ότι αγαπάει αληθινά τους γύρω του, ότι τελικά είναι και πολύ καλύτερος από τους λεγομένους Χριστιανούς, είναι ένα βασικό μοτίβο που ο Lewis δουλεύει  σε πολλά σημεία του έργου του.

 Στις « Τέσσερις Αγάπες» ( Four Loves, 1960 ) αναλύει τέσσερις βασικές περιπτώσεις ανθρώπινης αγάπης καταδεικνύοντας ότι χωρίς την παρέμβαση του Θεού όλες είναι ελλειπείς, όλες μπορούν να πληγώσουν, να βλάψουν, κάποιες φορές  να  κάνουν κόλαση τη ζωή αυτών που αποτελούν το αντικείμενό τους. Στην αλληγορική διήγηση « Το μεγάλο Διαζύγιο» ( The Great Divorce, 1946 ) η φοβερή αίσθηση του λάθους μιας ολόκληρης ζωής διαπερνά σταδιακά μια ομάδα ανθρώπων σε μια στιγμή που ο χρόνος παγώνει, σ’ έναν τόπο ανάμεσα στον Ουρανό και την Κόλαση. Στην πολύ σημαντική νουβέλα του « Ώσπου ν’ αποκτήσουμε πρόσωπο» ( Till we have faces, 1956 ) η ηρωίδα ετοιμάζει μια ολόκληρη ζωή ένα κατηγορητήριο εναντίον του θεού, καθώς θεωρεί ότι την αδίκησε και, όταν έρχεται η ώρα να το διαβάσει, ανακαλύπτει ότι το κείμενο έχει αλλάξει αποκαλύπτοντας τη πραγματική εικόνα της ψυχής της,  πόση απίστευτη δυστυχία έχει προκαλέσει η ίδια σ’ αυτούς που αγαπούσε.

 « Θέλω εσένα»

 Έτσι το πρώτο βήμα, το απαραίτητο θεμέλιο για να αναθέσουμε στον Θεό άνευ όρων την απόλυτή μας μεταμόρφωση είναι για τον Lewis η συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα δεν είναι οι επιμέρους αμαρτωλές πράξεις κι εκδηλώσεις αλλά αυτό που είμαστε,  η θανατερή σκοτεινιά, η καλά κρυμμένη απ’ τα μάτια των άλλων μέσα μας.

Αυτή τη βασική αρχή την αναπτύσσει επίσης στον Βασικό Χριστιανισμό ( Mere Christianity )σκιαγραφώντας το πορτραίτο των ανθρώπων που αγωνίζονται να ζήσουν μια ενάρετη ανιδιοτελή ζωή και συγχρόνως να κρατήσουν αλώβητο το εγώ τους :

 « Στο τέλος είτε θα τα παρατήσετε είτε θα γίνετε ένας από εκείνους τους ανθρώπους που, καθώς λένε οι ίδιοι, ζουν για τους άλλους, αλλά είναι πάντα ανικανοποίητοι και μεμψίμοιροι – αναρωτιούνται πάντα γιατί οι άλλοι δεν  καταλαβαίνουν τις θυσίες τους και  παριστάνουν ασταμάτητα τον μάρτυρα. Απ’ τη στιγμή μάλιστα που θα έχετε γίνει ένα τέτοιο πλάσμα, θα αποτελείτε μεγαλύτερη συμφορά για εκείνους που ζουν μαζί σας απ’ ό,τι  εάν είχατε παραμείνει εγωϊστές.»

« Ο Χριστιανικός δρόμος είναι διαφορετικός», επισημαίνει ο Lewis.  «δυσκολότερος αλλά και ευκολότερος ταυτόχρονα. Ο Χριστός λέει « Δώσε μου τα πάντα. Δεν θέλω τόσο από τον χρόνο σου, τόσα από τα λεφτά σου ή τόσο από τη δουλειά σου. Θέλω εσένα. Δεν ήρθα για να βασανίσω το φυσικό σου εγώ, αλλά για να το θανατώσω.…Θα σου δώσω ένα καινούριο εγώ. Στην πραγματικότητα θα σου δώσω τον Εαυτό μου…».

 Η υπέροχη « εν Χριστώ » ποικιλία

 Μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας καλεί σε μια απόλυτη ομοιομορφία ; Τίποτα δεν είναι πιο ανακριβές.

« Όσο περισσότερο απελευθερωνόμαστε από αυτό που ονομάζουμε εαυτό μας και επιτρέπουμε στον Χριστό να μας καθοδηγήσει, τόσο περισσότερο αποκτούμε τον πραγματικό μας εαυτό. Ο Χριστός είναι τόσο μεγάλος, που ακόμα και εκατομμύρια εκατομμυρίων « μικροί Χριστοί», όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους, θα είναι πολύ λίγοι για να εκφράσουν το πλήρωμά Του. Αυτός είναι που τους δημιούργησε όλους.. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πραγματικός μας εαυτός μας περιμένει στο πρόσωπό Του. Δεν ωφελεί να θέλει κανείς να είναι ο εαυτός του μακριά από Εκείνον. Όσο περισσότερο Του αντιστέκομαι και προσπαθώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου, τόσο περισσότερο υποτάσσομαι στην προσωπική μου κληρονομικότητα και ανατροφή, στο προσωπικό μου περιβάλλον και στις επιθυμίες της φύσης μου…. Η ομοιότητα είναι κάτι που το συναντούμε ανάμεσα στους πιο φυσικούς από τους ανθρώπους, όχι ανάμεσα σ’ αυτούς που παραδίδονται στον Χριστό. Πόσο μονότονα όμοιοι υπήρξαν όλοι οι τύραννοι και κατακτητές ! Πόσο ένδοξα διαφορετικοί είναι οι άγιοι ..»

 

Αυτή η  υπέροχη « εν Χριστώ » ποικιλία και διαφορετικότητα ( που τόσες φορές όλοι μας δεν είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίζουμε ) θα μας συνοδεύσει, πιστεύει ο Lewis, στην αιωνιότητα. Σε ένα αληθινά υπέροχο κομμάτι από το Πρόβλημα του Πόνου παρατηρεί :

 « Λέγεται στην Αποκάλυψη ( β’17  ) : τω νικώντι δώσω ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ο ουδείς οίδεν ει μή ο λαμβάνων». Τί μπορεί να ανήκει περισσότερο απόλυτα στον άνθρωπο απ’ αυτό το νέο όνομα που ακόμα και στην αιωνιότητα θα παραμείνει ένα μυστικό ανάμεσα στον Θεό και στον ίδιο ; τί να θεωρήσουμε ότι σημαίνει αυτό το μυστικό ; αναμφίβολα το ότι κάθε σωσμένος θα γνωρίζει και θα υμνεί στην αιωνιότητα κάποια πλευρά της Θείας Ομορφιάς καλύτερα από τα υπόλοιπα δημιουργήματα.

 Γιατί άλλωστε δημιουργηθήκαμε ως άτομα », παρατηρεί ο Lewis, « παρά για να αγαπά ο Θεός τον καθένα μας μ’ έναν ιδιαίτερο, διαφορετικό τρόπο αγαπώντας συγχρόνως απέραντα όλους μας..; Αν όλοι βίωναν τον Θεό με τον ίδιο τρόπο και Του απέδιδαν την ίδια ακριβώς λατρεία, τότε το άσμα της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας δεν θα αποτελούσε συμφωνία, θα έμοιαζε με τους ήχους ορχήστρας, στην οποία όλα τα όργανα παίζουν ακριβώς την ίδια μελωδία.. ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί την Εκκλησία σώμα , μέσα στο οποίο τα διαφορετικά μέλη και όργανα λειτουργούν σε απόλυτη αρμονία και ενότητα.. Και ο Ουρανός είναι ένα σώμα, καθώς οι μακάριοι πιστοί θα παραμένουν στην αιωνιότητα ξεχωριστές προσωπικότητες, συγχρόνως όμως είναι και κοινωνία , καθώς ο καθένας τους θα έχει συνεχώς να αποκαλύπτει και κάτι το ιδιαίτερο, κάτι πάντα νέο γι Αυτόν που όλοι λατρεύουν…»

 

Δεν θα πρέπει να παραλείψω να επισημάνω δύο βασικά θέματα που απασχολούν τον C.S.Lewis και τα αναπτύσσει επανειλημμένα στο έργο του. Αποτελούν γνωρίσματα του πεσμένου ανθρώπου και σαν τέτοια είναι χρήσιμο, πιστεύω, να μας δώσουν αφορμή για σκέψεις.

 Το αρχέγονο αμάρτημα του Διαβόλου

 

Το πρώτο είναι αυτό που θεωρεί πυρήνα, καρδιά της αμαρτίας : η υπερηφάνεια. Στον Βασικό Χριστιανισμό δίνει μια συγκλονιστική πραγματικά εικόνα αυτού του κορυφαίου από τα θανάσιμα αμαρτήματα.

 « Η λαγνεία, ο θυμός, η πλεονεξία, η μέθη και όλα τα συναφή είναι σε σύγκριση μ’ αυτή απλές ατέλειες», γράφει. « Ήταν λόγω της υπερηφάνειας που ο Διάβολος κατάντησε αυτό που είναι. Η υπερηφάνεια οδηγεί σε όλες τις άλλες κακίες, αφού πρόκειται για τη νοοτροπία που αντιτίθεται απόλυτα στον Θεό.» Ο Lewis ανιχνεύει τις παραμέτρους αυτού του θεμελιακού αμαρτήματος : « Η υπερηφάνεια είναι εγγενώς ανταγωνιστική…δεν ευχαριστιέται με το να έχει κάτι, αλλά μόνον με το να έχει κάτι περισσότερο από κάποιον άλλο. Οι άνθρωποι είναι υπερήφανοι που είναι  πλουσιότεροι, εξυπνότεροι ή ομορφότεροι σε σχέση με κάποιους άλλους.. Είναι η σύγκριση που σε κάνει υπερήφανο , η ευχαρίστηση που νιώθεις να είσαι πάνω από άλλους… Η υπερηφάνεια.. σημαίνει πάντα εχθρότητα, είναι εχθρότητα. Όχι απλώς εχθρότητα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά εχθρότητα απέναντι στον Θεό.»

Ο φοβερός κίνδυνος, υπαρκτός και ορατός κάθε στιγμή για όλους μας είναι ότι η μεγαλύτερη από τις αμαρτίες μπορεί να φωλιάσει και στον πνευματικό άνθρωπο, να διαβρώσει τα κίνητρα της υπηρεσίας του, να τον οδηγήσει ενδεχομένως στην απόλυτα τραγική θέση : « Κύριε, στο Όνομά Σου κηρύξαμε, βγάλαμε δαιμόνια…  – Δεν σας γνωρίζω». « Είναι φοβερό το γεγονός», τονίζει ο Lewis « ότι η χειρότερη απ’όλες τις αμαρτίες μπορεί να τρυπώσει στην καρδιά της πνευματικής μας ζωής. Δεν είναι όμως κάτι το ανεξήγητο. Οι υπόλοιπες, οι λιγότερο μεμπτές κακίες, προέρχονται από .. τη ζωώδη μας φύση. Η υπερηφάνεια όμως δεν προέρχεται καθόλου από τη ζωώδη μας φύση. Έρχεται κατευθείαν από την Κόλαση. Είναι εντελώς πνευματική: κατά συνέπεια λιγότερο αισθητή και περισσότερο θανάσιμη….Όποτε νιώθουμε ότι η πνευματική μας ζωή μας κάνει να θεωρούμε ότι είμαστε ενάρετοι- ότι είμαστε καλύτεροι από κάποιον άλλον-, νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν κινούμαστε από τον Θεό, αλλά από τον Διάβολο.»  

 

Και βέβαια : άλλο η αγνή ικανοποίηση, όταν με επαινεί κάποιος τον οποίο αγαπώ και δικαιολογημένα εκτιμώ, ικανοποίηση γιατί του έδωσα χαρά, κι άλλο η σκέψη « τί σπουδαίος πρέπει να είμαι για να καταφέρω κάτι τέτοιο».

Ακόμα βαθύτερα : άλλο πράγμα η ματαιοδοξία, η διαρκής ανάγκη επιβεβαίωσης, επαίνων από τους άλλους και άλλο η γνήσια, διαβολική περηφάνεια. Η ματαιοδοξία είναι σίγουρα νοσηρό σύμπτωμα, δείχνει όμως ότι το άτομο υπολογίζει σε κάποιο βαθμό τους άλλους. « Η πραγματικά σκοτεινή, διαβολική υπερηφάνεια κάνει την εμφάνισή της όταν ο άνθρωπος περιφρονεί τους άλλους τόσο πολύ που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τί θα πουν γι’ αυτόν». Βέβαια πολλές φορές είναι ανάγκη να μη μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, όταν έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού. Δεν πρόκειται φυσικά γι’ αυτό. Ο αληθινά υπερήφανος σκέφτεται : « Γιατί θα έπρεπε να με απασχολεί η επιδοκιμασία αυτού του όχλου σαν να άξιζε η γνώμη του κάτι ;»

Και ποιά άραγε πρέπει νάναι η εικόνα του αληθινά ταπεινού Χριστιανού; Ένα θλιβερό ανθρωπάκι που επαναλαμβάνει συνεχώς πως δεν αξίζει τίποτα ; Ένας μισοκακόμοιρος υποκριτής που αρνείται την ύπαρξη των όποιων ικανοτήτων του ; Αυτή είναι πράγματι η διαβολική συμβουλή του πεπειραμένου δαίμονα Σκρούτειπ στον νεαρό ανεψιό του. Στο δρόμο αυτής της κίβδηλης, ψεύτικης ταπεινοφροσύνης πρέπει να παρασύρει τον πιστό. Και στη συνέχεια ο Σκρούτέιπ δίνει  τη διάσταση του Θεού, του μεγάλου Εχθρού του :

 « Για να είσαι προετοιμασμένος απέναντι στη στρατηγική του Εχθρού, πρέπει να ξέρεις καλά τους σκοπούς του. Ο Εχθρός θέλει ο άνθρωπος να φθάσει σ’ ένα σημείο που να μπορεί να σχεδιάσει τον καλύτερο καθεδρικό ναό του κόσμου, να ξέρει πως είναι ο καλύτερος και να χαίρεται γι’ αυτό, χωρίς η ευτυχία και η ικανοποίησή του να είναι διαφορετικές από αυτό που θα ήταν στην περίπτωση που ο ναός είχε σχεδιασθεί από κάποιον άλλο. Τελική επιδίωξη του Εχθρού είναι ο άνθρωπος μας να χαίρεται και να απολαμβάνει τα χαρίσματά του και τα χαρίσματα του διπλανού του με την ίδια απλότητα, ειλικρίνεια κι ευγνωμοσύνη».

 Ο « έσω δακτύλιος » και η θανάσιμη έλξη του

 

Το δεύτερο χαρακτηριστικό μοτίβο σχετικά με την εκδήλωση της πεσμένης, διαβρωμένης ανθρώπινης φύσης που τον απασχόλησε και το ανέλυσε τόσο σε ομιλίες και άρθρα, όσο και σε λογοτεχνικά του πονήματα είναι η παρουσία στην ανθρώπινη κοινωνία, σε όλους τους χώρους και τις οργανωμένες ομάδες αυτού που ο Lewis ονομάζει έσω κύκλο, δακτύλιο ( inner ring ).

 Ας το σκεφτούμε λίγο : είτε πρόκειται για τον χώρο της πολιτικής και των οργάνων της θεσμοθετημένης εξουσίας, είτε πρόκειται για το πανεπιστημιακό περιβάλλον, στον χώρο της Τέχνης, ακόμα , στους εκκλησιαστικούς κύκλους, από τους πιο σύνθετους και δομημένους σύμφωνα με μοντέλα εξουσίας, ως εκείνους που επικαλούνται απόλυτη συμμόρφωση με τις γνήσιες, ευαγγελικές αρχές, – παντού υπάρχει η τάση να δημιουργούνται αυτοί οι εσωτερικοί κύκλοι, από όπου ασκείται ,άτυπα μεν πολύ πραγματικά δε ,εξουσία. Η αγωνία και η προσπάθεια να γίνω μέρος κάποιου από αυτούς τους αόρατους αλλά πανίσχυρους εσωτερικούς κύκλους,( οι οποίοι, όπως όλοι γνωρίζουμε αλλάζουν πολύ συχνά σύνθεση ), όπως και η επακόλουθη αγωνία και προσπάθεια, εφόσον γίνω δεκτός, να αποτρέψω όσο γίνεται την εισδοχή και άλλων, είναι μια διαδικασία καθοριστική για την ανθρώπινη συμπεριφορά και τη διαμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων, η οποία βγάζει στην επιφάνεια όλη τη σκοτεινιά της πεσμένης μας φύσης : κακία, περιφρόνηση και ισοπέδωση του διπλανού, προδοσία και διαγραφή κάποιου παλαιού και πιστού φίλου, υπερηφάνεια, απόλαυση στην όποια μορφή εξουσίας λαχταρά το άρρωστο εγώ.

Ας σκεφτούμε βαθύτερα : πιστεύω πως όλοι μας, άλλος πιο πολύ άλλος λιγότερο, γεμίσαμε κάποια φορά από τον πόθο να μπούμε σ’ έναν τέτοιο κύκλο, θεωρήσαμε προσωπική επιτυχία και επιβεβαίωση ν’ ανήκουμε επιτέλους στους λίγους εκλεκτούς που κατευθύνουν τα πράγματα. Μπορεί να το πετύχαμε. Μπορεί , σιωπηλά μέσα μας, να χαιρόμαστε στη γνώση, πως αυτή τη στιγμή είμαστε μέλη ενός τέτοιου, αποκλειστικού κύκλου. Αν θελήσουμε όμως ειλικρινά να αντικρύσουμε τα χνάρια , τις στρεβλώσεις, που  αυτός ο αγώνας άφησε στην καρδιά μας, τις πληγές σε άλλους γύρω μας, αν παραδεχτούμε πως η αγωνία να μην χάσουμε αυτή την προνομιακή θέση είναι πολύ πραγματική και βασανιστική μέσα μας, τότε , πιστεύω, θα έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα από τα πιο ύπουλα, αποκρουστικά και  πραγματικά πρόσωπα της αμαρτίας που μπορεί να φωλιάσει μέσα μας.

 Συχνά αυτές τις ύπουλες ρίζες της αμαρτίας, τις πιο επικίνδυνες και θανατερές, τις αναγνωρίζουμε συνήθως πολύ δύσκολα και απρόθυμα . ( Αντίθετα προτιμούμε πολλές φορές να καταγινόμαστε με την τήρηση κάποιων τύπων και διατάξεων, μη διακρίνοντας συχνά ότι είναι απλώς και μόνον εντάλματα ανθρώπων ).

 

Άλλες μελέτες :

 

Βασικός Χριστιανισμός, Πρόβλημα του Πόνου, Επιστολές του Σκριούτέιπ : μπορούν να χαρακτηριστούν σαν τα αντιπροσωπευτικά δομικά στοιχεία στο έργο του Lewis , οι μελέτες στις οποίες αναπτύσσει τα κύρια θέματα που τον απασχολούν ως Χριστιανό διανοητή. Το έργο του βέβαια δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Ήδη αναφέρθηκα σε κάποιους τίτλους. Λίγα λόγια θα προσθέσω για να δοθεί έστω μια σχηματική εικόνα και να μην μείνουν απλώς τίτλοι.

 

Τα Θαύματα ( Miracles ). H μελέτη εκδόθηκε το 1947. Ο Lewis εκθέτει όλη την συλλογιστική του σχετικά με το Υπερφυσικό και τις θαυμαστές  παρεμβάσεις του Θεού στους φυσικούς νόμους που ο Ίδιος δημιούργησε. Η ίδια η λειτουργία του Λόγου, της λογικής αφηρημένης σκέψης , αποτελεί για τον συγγραφέα μια παρέμβαση ( « εισβολή» ) του υπερβατικού στην ύλη – στην αντίθετη περίπτωση ,αν ο ανθρώπινος συλλογισμός είναι απλώς ένα βιοχημικό φαινόμενο, ποιά η εγκυρότητά του ; Οι σελίδες, όπου ο Lewis αναλύει συγκεκριμένα θαύματα, όπως και το περίφημο κεφάλαιο το αφιερωμένο στο κορυφαίο θαύμα ( the grand miracle ) , την Ενανθρώπιση δηλαδή του Υιού του Θεού, ανήκουν αναμφίβολα στα καλύτερα κομμάτια του έργου του, όπως και γενικώτερα στα πιο εμπνευσμένα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ από πιστό με αγάπη και δέος.

 

Οι Σκέψεις πάνω στους Ψαλμούς ( Reflections on the Psalms ) εκδόθηκαν το 1958. Δεν πρόκειται για συστηματική μελέτη πάνω στους Ψαλμούς ( άλλωστε ο Lewis δηλώνει στον πρόλογο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ότι δεν αισθάνεται ειδικός για μια τέτοια συστηματική μελέτη, βλέπει το πόνημά του σαν στοχασμούς, απορίες, ερμηνευτικές προτάσεις, όπως πηγάζουν ταπεινά από έναν απλό πιστό άνθρωπο  που έχει ωφεληθεί και αγαπά βαθιά αυτό το κομμάτι του Λόγου του Θεού. ) Είναι ένα έργο που πάλλει πράγματι από εύστοχες, πρωτότυπες παρατηρήσεις πάνω στο βιβλικό κείμενο το οποίο κατεξοχήν συνδυάζει την Αποκάλυψη των Αληθειών του Θεού με υψηλή λογοτεχνική απόλαυση.

Την ποιότητα αυτών των παρατηρήσεων θα μπορούσαν να καταδείξουν κάποιες παρατηρήσεις του συγγραφέα πάνω στον 19ο ψαλμό ( « έναν από τους ωραιότερους, από τα σημαντικώτερα έργα της παγκόσμιας λυρικής ποίησης» ). Ο Lewis επισημαίνει εύστοχα τον εσωτερικό δεσμό ανάμεσα στις φαινομενικά άσχετες ενότητες, την ενότητα που πραγματεύεται τη δόξα της φυσικής δημιουργίας ( « οι ουρανοί διηγούνται την δόξαν του Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει το έργο των χειρών Αυτού» ) και την ενότητα που είναι αφιερωμένη στην έξαρση του Ηθικού Νόμου του Θεού : ( « η τεχνική θυμίζει μοντέρνα ποίηση» ). Συνδετικός αρμός : ο ήλιος. Φράση κλειδί : « και δεν κρύπτεται ουδέν από της θερμότητος Αυτού».

 Όπως ο ποιητής έχει νιώσει τόσες φορές τον αμείλικτο ήλιο της πατρίδας του να τον ανακαλύπτει σε κάθε σκιερή γωνιά, έτσι αισθάνεται τον τέλειο, αληθινό Νόμο του Θεού να ερευνά τις μυστικές γωνιές της ψυχής του. Στο τέλος, η ταπεινή δέηση του Ψαλμωδού έχει αντικείμενο τις ενδόμυχες, κρυφές σκέψεις του ; « Ας είναι ευάρεστα τα λόγια του στόματός μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιόν Σου».

 Επίσης, αξιοποιώντας τη βοήθεια συναδέλφων του Εβραϊστών, ο Lewis σχολιάζει ιδιαίτερα την έννοια της Αλήθειας του Νόμου του Θεού, όπως επανειλημμένα παρουσιάζεται μέσα στους Ψαλμούς. Η εβραϊκή λέξη emeth η οποία αποδόθηκε σε όλες της μεταφράσεις με την έννοια της Αλήθειας έχει για τον Εβραίο την παράσταση του στέρεου, αξιόπιστου εδάφους, πάνω στο οποίο μπορούμε με ασφάλεια να χτίσουμε τη ζωή μας.

 

Αντίστοιχα η απομάκρυνση την τελευταία 100ετία και επίσημα της ανθρώπινης διανόησης και παιδείας από το στέρεο έδαφος του Ηθικού Νόμου του Θεού και των απόλυτων αξιών που στηρίζονται πάνω του έφερε, κατά τον Lewis , την ουσιαστική και ηθική εξόντωση, κατάργηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και δημιούργησε το κλίμα της μεταχριστιανικής εποχής.

 Αυτός ο πόλεμος κατά των απόλυτων ηθικών αξιών είναι ένα θέμα που αναπτύσσει ο συγγραφέας στο μικρό αλλά ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο του « Η κατάργηση, εκμηδένιση του ανθρώπου» ( The Abolition of Man ). Εκδόθηκε το 1943 από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις της Οξφόρδης και ήταν βασισμένο στο περιεχόμενο τριών διαλέξεων που έδωσε ο Lewis στο Πανεπιστήμιο του Durham .Προαναγγέλει το δικό μας πνευματικό κλίμα της οριστικής απομάκρυνσης από την έστω τυπική αναγνώριση κάποιων Χριστιανικών αρχών, το ιδεολογικό κενό, τη δημιουργία νεοπαγανιστικών ρευμάτων ( New Age ). Να σημειώσουμε ότι αυτό το ηθικό αδιέξοδο μετά την « κατάργηση» του Θεού και του κύρους  του Απόλυτου Ηθικού Νόμου Του αναγνωρίζεται στις μέρες μας και σε κείμενα που υπογράφουν σκεπτικιστές ή και άθεοι στοχαστές. « Καταργήσαμε μαζί με τον Θεό την ιδέα της Κόλασης και φέραμε την Κόλαση πάνω στη γη, δημιουργήσαμε το Αουσβιτς» σχολιάζει σε μια συνέντευξή του ο περίφημος διανοητής  George Steiner .

 Λογοτεχνικές σελίδες

Κάποιες μόνον νύξεις, δυστυχώς, μπορούν να γίνουν για το εξίσου αξιόλογο πνευματικά λογοτεχνικό έργο του C.S.Lewis. Ήδη το 1933 έδωσε σε αλληγορική διήγηση – σαφώς επηρεασμένη από το κλασσικό έργο του J.BunyanΗ Πορεία του Χριστιανού Αποδημητή» ( The Pilgrims Progress )- την πορεία της δικής του προσωπικής αναζήτησης της Αλήθειας και επιστροφής στον Χριστό : ονομάζεται χαρακτηριστικά « Η επιστροφή του οδοιπόρου» ( The Pilgrims Regress ).

Μια γοητευτική πραγματικά διαστημική τριλογία ( στην κατηγορία των έργων επιστημονικής φαντασίας ) εμφανίσθηκε μεταξύ των ετών 1938 – 1945 : « Έξω από τον Σιωπηλό Πλανήτη» ( Out of the Silent Planet ), « Περελάντρα»( Perelandra ), « Αυτή η φρικτή δύναμη» ( That Hideous Strength ).

 Η απομόνωση της γης – αιχμάλωτης ( μετά την πτώση του ανθρώπου ) των δυνάμεων του σκότους, ¨του άρχοντος της εξουσίας του αέρος» – από την κοινωνία με τον Θεό, όπως και από τα υπερβατικά πνευματικά όντα που Τον λατρεύουν, η ανυπολόγιστη σημασία που είχε η διακοπή αυτής της κατάστασης πολιορκίας μετά την « εισβολή» του Υιού του Θεού στην κατεχόμενη γη :  αυτά είναι τα θέματα που αποτελούν τον νοηματικό συνδετικό ιστό της τριλογίας.

« Ώσπου ν’ αποκτήσουμε πρόσωπα» ( Till we have Faces ) : εκδόθηκε το 1956. Μεταφράστηκε στα Ελληνικά, υποδειγματικά, πιστεύω, από την Ευνίκη Μίχα, και κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο « Έρως και Ψυχή » . Είναι ένα απαιτητικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, στο οποίο ο Lewis μέσα από την επεξεργασία του αρχαίου μύθου του Έρωτα και της Ψυχής υφαίνει σχεδόν όλα τα μοτίβα που τον απασχόλησαν στις θεωρητικές του πραγματείες – προσφέρει σπάνια ανταμοιβή στον προσεκτικό  αναγνώστη.

 

Κάτι περίεργο για έναν άνθρωπο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σαν « εκ πεποιθήσεως γεροντοπαλλήκαρο», συγχρόνως όμως και δείγμα τόσο της εξαιρετικής ευαισθησίας που τον διέκρινε ως άνθρωπο, όσο και της πνευματικής ευαισθησίας που ο Χριστός καλλιέργησε μέσα του, αποτελεί το γεγονός ότι ο Lewis έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο πλατύ αναγνωστικό κοινό, υμνήθηκε δε από τους λογοτεχνικούς κριτικούς με την παιδική σειρά « Το Χρονικό της Νάρνια» ( The Chronicles of Narnia , 1950 – 1956 ). H σειρά κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα Ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.

 Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τον κόσμο του παραμυθιού, ακριβώς γιατί έβρισκε σ’ αυτόν άμεσα παρούσες μεγάλες αλήθειες που ο Θεός σφράγισε στη συλλογική μνήμη των λαών. Aνάμεσά τους : η ξεκάθαρη ασυμβίβαστη αντίθεση καλού-κακού, το δέος μπροστά στο υπερφυσικό, η βεβαιότητα πως δεν είμαστε μόνοι και πως υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι έξω από τον χρόνο μας, η διάβρωση, εσωτερική και εξωτερική, της ανθρώπινης ύπαρξης από το κακό, η μεταμόρφωση που φέρνει η νίκη του Αγαθού.

Στη χώρα της Νάρνια – ένας τύπος της πνευματικής υπερβατικής πραγματικότητας – μπαίνουν οι μικροί ήρωες από διάφορες πόρτες του κόσμου μας κι εκεί γνωρίζουν πλήθος συναρπαστικές περιπέτειες, εικόνες οι περισσότερες των δυσκολιών που συναντά ο πιστός στο πνευματικό του ταξίδι όπως και των μαθημάτων που παίρνει – και βέβαια γνωρίζουν το Μεγάλο Λιοντάρι, τον Βασιλιά, αυτόν που δίνει τη ζωή του για να σωθεί η Νάρνια από τις δυνάμεις του Κακού και την οδηγεί στον τελικό θρίαμβο. Η αναφορά στον Λέοντα του Ιούδα, μια από τις βιβλικές εικόνες του Κυρίου, είναι σαφής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ με τί αμφιβολίες και αναστολές πρωτοπήρα στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο της σειράς- δεν θα ξεχάσω πως δεν σταμάτησα το διάβασμα, ώσπου έφτασα στο τέλος του έβδομου.

 Άρθρα και ομιλίες

 Εκτός από τις συγκεκριμένες μελέτες, δεκάδες επί μέρους άρθρα ή επεξεργασμένες ομιλίες ( τα οποία ευτυχώς έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί σε σχολιασμένες συλλογές ) συμπληρώνουν και φωτίζουν καλύτερα την προβληματική του C.S.Lewis. Κάποια από αυτά αποτελούν  πρόπλασμα, σχεδιάσματα κατοπινών μελετών, άλλα εμβαθύνουν περισσότερο στα μεγάλα κεφάλαια της Πίστης και του γενικώτερου έργου του συγγραφέα ( Ιησούς Χριστός, ο νέος εν Χριστώ άνθρωπος ), ενώ άλλα πραγματεύονται ποικίλα θέματα, κοινωνικά , θέματα εκπαίδευσης, πολιτισμού.

Το χαρακτηριστικό γι αυτά τα τελευταία, με την πρώτη ματιά όχι αυστηρά πνευματικά θέματα, είναι η καθ’όλα πνευματική τους αντιμετώπιση από τον Lewis, η διαποτισμένη κυριολεκτικά από τις Αλήθειες του Ευαγγελίου. Αυτή άλλωστε ήταν η συνειδητή του στάση μέσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Οξφόρδης, ως πρόεδρος του Σωκρατικού Συλλόγου (Oxford Socratic Society ), όπου επανειλημμένα αντιμετώπισε τα συντεταγμένα επιχειρήματα της άθεης και υλιστικής σκέψης. Όχι γιατί πίστευε ότι ο Θεός και η βιβλική αποκάλυψη αποδεικνύονται με επιχειρήματα, αλλά γιατί από την άλλη πλευρά ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι η επιστημονική συζήτηση και σκέψη δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραδοθεί στον Εχθρό, ότι η Χριστιανική απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα πρέπει να ακούγεται δυνατά και καθαρά.

 Ζώντας σε απόσταση αναπνοής από την Αιωνιότητα

Αυτή η βαθιά πεποίθηση ( τόσο σημαντική για τον Χριστιανό κάθε εποχής ) ότι το σύνολο της ζωής, η όποια επαγγελματική δραστηριότητα του Χριστιανού, υψηλή για τους ανθρώπους ή όχι, θα πρέπει ταπεινά να προσφέρεται στον Θεό, να βιώνεται στην Παρουσία Του και να δηλώνει στους γύρω με σαφήνεια τις πνευματικές αλήθειες, αυτή η θέση του Lewis αναπτύσσεται σε μια ομιλία του που τυπωμένη κυκλοφόρησε κάτω από διάφορους τίτλους : Η κουλτούρα στα χρόνια του πολέμου ( Culture in War-Time ), Ο Χριστιανός σ’ επικίνδυνες μέρες ( The Christian in Danger ). Ο αρχικός τίτλος : Σπουδάζοντας στα χρόνια του πολέμου ( Learning in War-Time ).

Στις 22 Οκτωβρίου 1939, λίγο μετά το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Lewis κλήθηκε από τον αιδεσιμώτατο Μίλφορντ να μιλήσει σε μια παλαιά εκκλησία του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ακροατήριό του : οι φοιτητές – ξεσηκωμένοι, ανήσυχοι, αμήχανοι για το τί πρέπει να κάνουν, τη στιγμή που ο οικείος γύρω τους κόσμος απειλούνταν. Θέμα : η σκοπιμότητα, ο λόγος ύπαρξης της μάθησης, της επιστημονικής έρευνας και των σπουδών αυτές τις μέρες του πολέμου. Άραγε αξίζει τον κόπο να αφιερώνεται χρόνος και προσπάθεια στη σπουδή, π.χ. του παρελθόντος, όταν η πατρίδα σου, τελικά ο κόσμος όλος, εμπλέκεται στη χειρότερη ως τότε ανθρώπινη σύρραξη, όταν την ανάσα του θανάτου τη νιώθουν οι νέοι, το ίδιο, ή και περισσότερο από ότι οι ηλικιωμένοι ;

Ο Lewis συνδέει αμέσως το πρόβλημα που του έθεσαν με ένα άλλο πολύ βαθύτερο : μήπως και για τον πιστό του Χριστού, που γνωρίζει καλά ότι η ανθρώπινη ζωή κυλά με φόντο την Αιωνιότητα, ότι το μέγιστο θέμα για την ανθρώπινη ψυχή είναι η εκλογή της, οι καθημερινές  εκλογές που θα καθορίσουν την αιώνια τύχη της, μήπως τελικά, με φόντο αυτή την Απόλυτη αλήθεια, φοβερή όσο και ο πόλεμος, η ενασχόλησή του με τη μάθηση, την επιστήμη, την τέχνη είναι υπόθεση περιττή ως επιζήμια;

Η άποψή του αποπνέει, πιστεύω, τη σοφή ισορροπία της αληθινά πνευματικής συμβουλής :

Σημείο πρώτο : πράγματι ο Θεός και το θέλημά Του είναι το απόλυτο μέγεθος στη ζωή του Χριστιανού, η μοναδική προτεραιότητα. Oτιδήποτε έρχεται αντιμέτωπο με το θέλημά Του, πρέπει να φύγει.

Σημείο δεύτερο : πουθενά, αν και ζούμε μια ανάσα από την Αιωνιότητα, ο Θεός δεν μας καλεί να εγκαταλείψουμε την καθημερινή μας ασχολία, μας ζητά αντίθετα « ό,τι κάνουμε σε λόγο ή σε έργο , να το κάνουμε για τη Δόξα Του».Ανάλογα με τις δεξιότητες, τα ιδιαίτερα προσόντα που ο Θεός του έδωσε, ο πιστός καλείται να εργαστεί σε κάθε χώρο « ως εις τον Κύριο», μεταφέροντας στον όποιο χώρο τις αξίες και την αλήθεια της εν Χριστώ ζωής.  Ο κάθε τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει ανάγκη την παρουσία πιστών ανθρώπων.

Σημείο τρίτο : ο κίνδυνος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πόλεμος, διαλύει τις όποιες αυταπάτες τρέφαμε για τη σιγουριά της ζωής που χτίσαμε γύρω μας, για τη δυνατότητα της ανθρώπινης κουλτούρας να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο, οποιαδήποτε ψευδαίσθηση πως αυτή η ζωή είναι κάτι άλλο έξω από μια οδοιπορία. Κι αυτό είναι ουσιαστικά κέρδος.

 Το Βάρος της Δόξας

Στην ίδια εκκλησία μίλησε και πάλι ο C.S.Lewis στις 8 Ιουνίου 1941. Το ακροατήριο ήταν το μεγαλύτερο που είχε ως τότε δεχτεί μέσα στους τοίχους του το κτίριο αυτό, χώρος λατρείας από τον 12ο αιώνα. Ακόμη περισσότεροι αναγνώστες γνώρισαν από τότε το κείμενο στην έντυπη μορφή του. Για πολλούς είναι το καλύτερο του Lewis. Επιγράφεται : το Βάρος της Δόξας ( The Weight of Glory ). ( Είχα τη χαρά να το παρουσιάσω πριν δύο χρόνια μέσα από τις σελίδες των «Θεσσαλονικέων», του περιοδικού που εκδίδει η Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία Θεσσαλονίκης )

Θέμα : ίσως το πιο αγαπημένο του C.S.Lewis : ο Ουρανός, οι υποσχέσεις του Λόγου του Θεού για την αμοιβή, τη Δόξα που περιμένει εκεί τον πιστό. Η προσδοκία αυτής της αμοιβής και των υποσχέσεων από τον πιστό δεν έχει καμμιά σχέση με συμφεροντολογικό υπολογισμό. Κι αυτό γιατί η αμοιβή αποτελεί η ίδια την ολοκλήρωση της ύπαρξης – όπως δυο άνθρωποι που αγαπιούνται δεν θεωρούνται ιδιοτελείς, όταν περιμένουν με λαχτάρα τον γάμο τους, καθώς ο γάμος είναι η ίδια η ολοκλήρωση των αισθημάτων τους.

Συνδετικό νήμα της ομιλίας  :  η νοσταλγία του Ουρανού που φωλιάζει σε κάθε άνθρωπο. Αυτός ο ασίγαστος Πόθος για τη μακρινή και αληθινή μας πατρίδα, η μυστική νοσταλγία που δεν μπορούμε « ούτε να εκφράσουμε, ούτε και να κρύψουμε», άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια μας την ύπαρξη, ο « Πόθος που καμμιά επίγεια ευτυχία δεν μπορεί να πληρώσει», αποδεικνύει για τον Lewis πως κάπου θα πρέπει να υπάρχει το Αντικείμενό του, όπως το αίσθημα της πείνας δηλώνει ότι ανήκουμε σε ένα είδος το οποίο έχει απόλυτα ανάγκη τροφής για να λειτουργήσει. « Πράγματα όπως η μουσική, τα αγαπημένα μας βιβλία, η ομορφιά ενός έργου Τέχνης ή ενός τόπου που για έναν ανεξήγητο λόγο μας αγγίζουν ιδιαίτερα είναι σε θέση να διεγείρουν μέσα μας τον πόθο γι αυτό το ανεξήγητο Κάτι που αναζητούμε, δεν είναι όμως αυτά το αληθινό του Αντικείμενο. Αν κάνουμε το λάθος να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, τότε σαν τα άψυχα, βουβά είδωλα θα μας ραγίσουν την καρδιά. Όλα αυτά δεν είναι παρά το άρωμα ενός λουλουδιού που δεν έχουμε βρει, η ηχώ μιας μελωδίας που ποτέ δεν ακούσαμε ξεκάθαρα, ειδήσεις από μια χώρα που ποτέ δεν επισκεφτήκαμε».

« Βάρος δόξας» αποκαλεί ο Lewis το άκουσμα από τα χείλη του Θεού των λόγων : « Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ», τη βεβαιότητα του πιστού ότι ικανοποίησε Εκείνον για τον Οποίον δημιουργήθηκε – « όταν η ψυχή, γιατρεμένη τόσο από την περηφάνεια, όσο και από οποιοδήποτε αίσθημα κατωτερότητας και ψεύτικης ταπεινοφροσύνης, θα μάθει ότι ικανοποίησε Αυτόν που προορισμός της ήταν να ικανοποιήσει, όταν ελεύθερα πια θα μπορεί να αγάλλεται με μια απόλυτα αγνή χαρά, καθώς θα βιώνει επιτέλους την ύπαρξή της, όπως ο Δημιουργός της την σχεδίασε…Να ευχαριστήσουμε τον Θεόν!.. Να νιώσουμε την αγάπη Του, όχι τον οίκτο Του αλλά τη χαρά Του για μας – να χαρεί για μας, όπως ο καλλιτέχνης χαίρεται με το έργο του, ο πατέρας με τον γιο του…μοιάζει αδύνατο, ένα βάρος Δόξας που η σκέψη μας μόλις το αντέχει.. Κι όμως έτσι είναι..».

Και η άλλη παράσταση της Δόξας, η λαμπρότητα του Φωτός, η εικόνα των δικαίων που λάμπουν σαν τον ήλιο ; Πώς να καταλάβουμε αυτές τις εικόνες « Τώρα βρισκόμαστε στη λάθος πλευρά της Πόρτας», λέει ο Lewis. Η ψυχή μας ευφραίνεται από τη μεγαλοπρέπεια, τη λαμπερή Ομορφιά της, τη Δόξα της Δημιουργίας, συγχρόνως όμως νιώθουμε αποξενωμένοι από αυτήν, η Ομορφιά του υλικού κόσμου δεν είναι σε θέση να επηρεάσει και να μεταμορφώσει τη ζωή μας, εξακολουθεί να υφίσταται ανεξάρτητα και παράλληλα με τη δυστυχία και τα δεινά που έχει συσσωρεύσει στη γη μας η ανθρώπινη κακία.

 Κάποτε όμως όλα αυτά θα αλλάξουν. « Κάποτε, όταν ο Θεός θελήσει, θα διαβούμε απ’ την Πόρτα. Οι ανθρώπινες ψυχές που θα τελειωθούν μέσα από την θεληματική υπακοή, όπως η άψυχη Φύση είναι τέλεια  μέσα στην ασυνείδητη συμμόρφωσή της προς τα σχέδια του Δημιουργού, θα ντυθούν κάποτε τη Δόξα της, ή μάλλον θα ντυθούν αυτή τη μεγαλύτερη Δόξα, της οποίας η Φύση δεν είναι παρά ένα ατελές σκίτσο».

 Ο Lewis σπεύδει να προλάβει όσους τότε και τώρα θα ήταν ίσως πρόθυμοι να του καταλογίσουν παγανιστικές επιδράσεις : « μη νομίσετε πως γυρεύω να προβάλω κάποια παγανιστική αντίληψη, ότι τάχα θα απορροφηθούμε από τη μεγάλη Μητέρα Φύση. Όχι! Η Φύση είναι πεπερασμένη, κάποτε θα έρθει το τέλος της. Εμείς θα ζήσουμε αιώνια. Όταν όλοι οι ήλιοι και γαλαξίες θα έχουν πεθάνει, εσείς θα ζείτε. Η Φύση δεν είναι παρά η εικόνα, το σύμβολο που όμως η Γραφή με ενθαρρύνει να χρησιμοποιήσω. Είμαστε προσκεκλημένοι να περάσουμε τελικά μέσα από το πέπλο της Φύσης, πέρα απ’ αυτήν, να βρεθούμε μέσα στη Λαμπρή Δόξα που τώρα αυτή, η Φύση , απλώς αντανακλά».

 

« βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον – άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» ( Κορινθ. Α, 13.12 )

 

Ένα επετειακό αφιέρωμα , ιδιαίτερα όταν αφορά έναν πιστό άνθρωπο, όσο μεγάλη κι αν ήταν η προσφορά του εν ζωή, δεν θα πρέπει ποτέ να παίρνει τον χαρακτήρα αγιογραφίας. Στην δική μας περίπτωση κάτι τέτοιο θα ήταν το τελευταίο που ο ίδιος ο C.S.Lewis θα ήθελε, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, με βαθιά συναίσθηση των ελλείψεών του. Έτσι, μπορεί κανείς να βρει πτυχές της ζωής του, συγκεκριμένες επιλογές με τις οποίες πνευματικά  θα διαφωνήσει. Πιθανόν δικαιολογημένα. Μπορεί επίσης κανείς μελετώντας το έργο του να θεωρήσει ότι συγκεκριμένα στοιχεία των πνευματικών αληθειών δεν τονίσθηκαν ή δεν αναπτύχθηκαν όσο έπρεπε. Επίσης δικαιολογημένα. Όμως τίποτα δεν αναιρεί την τεράστια προσφορά του στον χώρο της απολογητικής του 20ου αιώνα κι αυτό καταδεικνύεται από τον αριθμό αυτών που βοηθήθηκαν κι εξακολουθούν να βοηθιούνται και στον 21ο αι. μέσα από τις σελίδες του στην αναζήτηση της αλήθειας.

 

Τίποτα επίσης δεν αναιρεί – θα ήταν μικρόψυχο – το γεγονός ότι αποφάσισε να κοιτάξει κατάματα και να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο, την οργανωμένη υλιστική σκέψη, μέσα στο ίδιο του το έδαφος. Δεν δίστασε να « δείξει ξεκάθαρα τα χρώματα της σημαίας του » ( είναι μια έκφραση της Αγγλικής γλώσσας που μου αρέσει ιδιαίτερα και σκόπιμα τη χρησιμοποιώ, γιατί αποδίδει εξαιρετικά τη δημόσια στάση του Lewis ) διακινδυνεύοντας την κοινωνική και ακαδημαϊκή του αποδοχή. Εισέπραξε ειρωνεία, απόρριψη, μίσος. Εισέπραξε όμως και την εκτίμηση, την αγάπη, τον σεβασμό φίλων καλών, μαθητών που έγιναν αδελφοί. Και τέλος, πιστεύω, πως εισέπραξε αυτό που θεωρούσε το ασύγκριτα σημαντικό στη ζωή του κάθε Χριστιανού, το Εύγε , την καλή γνώμη, την αποδοχή του Θεού – το βάρος της Δόξας.

Τελικά όλοι, στο βάθος, το ξέρουμε καλά. Όταν όλοι οι πιστοί βρεθούμε πέρα από τη χώρα της Σκιάς, θ’ ανακαλύψουμε πως και οι πιο εμπνευσμένες πνευματικές σκέψεις, κηρύγματα, κείμενα, απ’ όποιον κι αν προέρχονται, θα μοιάζουν όλα με παιδικά ψελλίσματα μπροστά στην Αλήθεια που θα βιώνουμε. Λίγοι πιστοί  συνειδητοποιούν αυτό, την κατά μέρος γνώση όπως το είχε συνειδητοποιήσει ο C.S.Lewis. Και θα ήθελα κάποιες δικές του σχετικές σκέψεις να κλείσουν :

« Όλες οι φυσικές μας εμπειρίες, αυτές που προέρχονται από τις αισθήσεις, τα συναισθήματα, τα διανοήματα, τη φαντασία μας, δεν είναι παρά σκίτσα, μολυβένιες  γραμμές πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί. Στην αναστημένη ζωή μας θα εξαφανιστούν, όπως οι μολυβένιες γραμμές χάνουν τη σημασία τους μπρος στην αληθινή φύση – όχι σαν μια φλόγα κεριού που σβήνει, αλλά σαν μια φλόγα κεριού που γίνεται αόρατη, καθώς κάποιος τραβάει τις κουρτίνες, ανοίγει τα παραθυρόφυλλα κι αφήνει να πλημμυρίσει μέσα στο δωμάτιο το εκτυφλωτικό φως του ήλιου».

Επίμετρο

Ίσως η σημαντικότερη σε έκταση συλλογή κειμένων του C.S.Lewis όπως και άλλων ντοκουμέντων σχετικών με την προσωπικότητα και το έργο του βρίσκεται στο αρχείο και τη βιβλιοθήκη του ερευνητικού Κέντρου Marion E.Wade, το οποίο φιλοξενείται στο γνωστό Wheaton College του Illinois, ένα Χριστιανικό Ανώτατο Ίδρυμα υψηλών ακαδημαϊκών προδιαγραφών. Στο ίδιο αρχείο εξάλλου βρίσκεται συγκεντρωμένο και καταχωρημένο υλικό για τη μελέτη και αξιοποίηση του έργου επτά Βρεταννών Χριστιανών συγγραφέων. Η συνεργασία δε του Κέντρου με τη Βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης εξασφαλίζει την πρόσβαση και σε υλικό σχετικό με τον C.S.Lewis που φυλάσσεται στη συγκεκριμένη Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη.

Από τους συλλόγους μελέτης και διάθεσης του έργου του C.S.Lewis διακρίνεται η C.S.Lewis Foundation με έδρα την Καλιφόρνια ( cslewisfoundation@juno.org ). Διοργανώνει τακτικά θερινά σεμινάρια στην Οξφόρδη και το Καίμπριτζ ( το C.S.Lewis Summer Institute ) πάνω σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα, κρίσιμα για τον Χριστιανό στον σύγχρονο κόσμο. Βεβαίως οι εισηγήσεις των ειδικών αξιοποιούν και χρησιμοποιούν ως ερέθισμα τις σχετικές αναφορές στα κείμενα του C.S.Lewis. Στην ιδιοκτησία του Συλλόγου ανήκει πλέον η κατοικία του Lewis ( Τhe Kilns ) στο προάστιο Headington Quarry της Οξφόρδης, η οποία λειτουργεί σαν Κέντρο Μελέτης του έργου του.

Επιλογή Βιβλιογραφίας γύρω από τη ζωή και το έργο του C.S.Lewis :

 

Roger Lancelyn Green & Walter Hooper, C.S.Lewis – A Biography, 1994, αναθεωρημένη έκδοση, A Harvest Book, Harcourt Brace & Company

Walter Hooper, C.S.Lewis – A Companion and Guide, 1996, Harper Collins Publishers. ( Εκτός από σύντομη βιογραφία περιέχει αναλυτική παρουσίαση του έργου του Lewis, εκτεταμένη βιβλιογραφία και πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα που συνδέονταν με τον συγγραφέα και έπαιξαν ρόλο στη ζωή και σταδιοδρομία του ).

Clyde s. Kilby, The Christian World of C.S.Lewis, 1964, W.B.Eerdmans Publishing Company, Grand Rapids, Michigan.

The C.S.Lewis Reader’s Encyclopedia, εκδ. J.D.Schultz & J.G.West Jr., 1998, Zondervan Publishing House, Grand Rapids, Michigan. ( Εξαιρετική πηγή πληροφοριών και ανάλυσης του έργου και των θεμάτων που απασχόλησαν τον C.S.Lewis. Εκτεταμένη βιβλιογραφία. )

The Quotable Lewis : An encyclopedic selection of quotes from the complete published works of C.S.LEWIS, εκδ. Wayne Martindale & Jerry Root, 1989, Tyndale House Publishers, Inc., Wheaton, Illinois.

The Pilgrim’s Guide – C.S.Lewis and the Art of Witness, εκδ. David Mills

The Shadowlands of C.S.Lewis – The Man behind the Movie, εκδ. Peter Kreeft, 1994, Ignatius Press, San Francisco.

S.R.Burson & J.L.Walls, C.S.Lewis & Francis Schaeffer – Lessons for a New Century from the Most Influential Apologists of Our Time, 1998, Inter-Varsity Press, Downers Grove, Illinois.

 

 

 

 


[1] Όταν γραφόταν το κείμενο δεν υπήρχε ακόμη ελληνική μετάφραση. Το Πρόβλημα του Πόνου  κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Λεκτωρ μεταφρασμένο από τον Γ.Τασίογλου..

 

Comments are closed.