Δημιουργία εκ του Μηδενός

Γράφει Ιωάννας Σαχινίδου, Φυσιογνώστρια

Πώς είναι δυνατόν η Σοφία του Θεού να αναφέρεται σε μια σφαίρα και οι φυσικές επιστήμες σε άλλη σφαίρα πραγματικότητας; Επακόλουθο αυτής της κατανόησης είναι η διχοτόμηση της πραγματικότητας που οδήγησε στην από-ιεροποίηση και βεβήλωση της δημιουργίας αφού θεωρήθηκε άβια, χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή και ότι δε μετέχει στη θεϊκή σφαίρα.[1] Διαβάζοντας την προειδοποίηση του Αποστόλου Παύλου σε όσους λατρεύουν τα δημιουργήματα αντί το Δημιουργό: «οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα»[2] πολλοί  θεολόγοι απορρίπτουν την ιδέα ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο εν τω Θεώ, επειδή θεωρούν ότι έτσι φανερώνονται φυσικές σχέσεις μεταξύ Θεού και δημιουργίας. Μια τέτοια κατανόηση για αυτούς οδηγεί στον παν-θεϊσμό και στην ειδωλοποίηση της δημιουργίας. Έτσι απορρίπτουν την ιδέα ως αιρετική.

Η απόρριψη της ιδέας ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο εν Θεώ οδηγεί αυτούς τους θεολόγους να ισχυρίζονται ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο έξω από τον Εαυτό Του. Πολλοί Ανατολικοί Πατέρες ισχυρίζονται ότι ο Θεός φέρνει στην ύπαρξη ότι δεν υπάρχει. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας, στρέφει την επιχειρηματολογία του εναντίον του Γνωστικισμού αλλά και της Πλατωνικής Κοσμολογίας. Εξετάζει τις φιλοσοφικές ιδέες που αφορούν τις σχέσεις του Θεού με τον κόσμο. Η αναδόμηση του δόγματος της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεόφιλο αναιρεί τις θεωρίες του Πλάτωνα.[3] Τρία επιχειρήματα προκύπτουν από το κείμενο του Θεόφιλου και αντικρούουν τη θεωρία της μη δημιουργημένης ύλης του Πλάτωνα: 1. Εάν σύμφωνα με τον Πλατωνισμό ο Θεός και η ύλη  δεν είναι δημιουργημένα τότε ο Θεός δεν είναι δημιουργός των πάντων. 2. Εάν η ύλη δεν ήταν δημιουργημένη θα ήταν ως Θεός. 3. Ο Θεόφιλος διακρίνει το βιβλικό παντοδύναμο Θεό που υπάρχει ελεύθερα, από τον πλατωνικό δημιουργό που τον περιορίζει η προϋπάρχουσα μη δημιουργημένη ύλη γιατί έτσι υπονοείται ότι υπάρχει κάτι αιώνιο στον κόσμο που δεν είναι εν τω Θεώ αλλά έξω από Αυτόν και από αυτό ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, αφού ασκεί πλήρη εξουσία σε αυτό.[4] Αυτή η ύλη θα περιόριζε την πανταχού αιώνια παρουσία του Θεού και έτσι θα προέκυπτε δυισμός στη φύση της πραγματικότητας. Εάν δεχθεί κανείς αυτήν την κατανόηση εμφανίζεται άλλη αίρεση αντί του πανθεϊσμού, η αίρεση του δυϊσμού στην πραγματικότητα. Αν απορρίψουμε και τις δύο κατανοήσεις δηλαδή ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εν Θεώ και ότι τον δημιούργησε έξω από Αυτόν με προϋπάρχουσα ύλη παραμένει το ερώτημα: από τι δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο;

Καθώς συζητούσαν αυτό το δίλλημα οι συγκεκριμένοι θεολόγοι κατέληξαν στην ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μηδενός», κατανόηση που δε στηρίζεται βιβλικά. «Δημιουργία εκ του μηδενός» ήταν ένας τύπος που κατασκευάστηκε για να αντιμετωπίσει το δίλημμα. Επιβεβαιώνοντας την  αντίληψη της δημιουργίας «εκ του μηδενός» θεωρούν ότι αποφεύγουν το πρόβλημα της αναγνώρισης του Θεού ως εγγενώς παρόντα στη δημιουργία που οδηγεί στον πανθεϊσμό και το πρόβλημα δυισμού που βεβαιώνει ότι τίποτα δεν υπήρχε πριν τη δημιουργία από το οποίο ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο. Όμως η αποδοχή της κατανόησης της «δημιουργίας εκ του μηδενός» οδηγεί σε δύο σφαίρες πραγματικότητας και αποτελεί ένα βήμα που οδηγεί στην από-ιεροποίηση της δημιουργίας η οποία θα μπορούσε να είναι η ρίζα της οικολογικής κρίσης της εποχής μας.[5]

Οι θεολόγοι στους οποίους αναφέρομαι βεβαιώνοντας τη «δημιουργία εκ του μηδενός» προσπαθούσαν να αντικρούσουν την ιδέα ότι πριν τη δημιουργία υπήρχε ύλη ασχημάτιστη στην οποία ο Θεός έδωσε μορφή. Όμως αν δεν υπήρχε τίποτα πριν τη δημιουργία αυτό θα ήταν ένα κενό, ένα είδος μη-εγώ σε σχέση με το Θεό, ή μη-Θεός και στην αρχή της δημιουργίας θα προέκυπτε δυισμός μεταξύ Θεού και μη Θεού. Πώς όμως θα ήταν αυτό απάρνηση της σχέσης πριν οποιαδήποτε σχέση να υπάρχει, ή στέρηση ύπαρξης πριν να υπάρχει ύπαρξη; Το «πριν» προϋποθέτει χρονιότητα. Ο χρόνος χαρακτηρίζει το δημιουργημένο κόσμο, δεν υπάρχει «πριν» μέχρι να φανερωθεί η δημιουργία. Η διευκρίνιση του αν το «μηδέν» υπήρχε ή δεν υπήρχε πριν τη δημιουργία είναι μια υπόθεση που οδηγεί κατά κάποιο τρόπο στη διπλή κατανόηση της αλήθειας και της πραγματικότητας και ανοίγει το δρόμο σε εξελίξεις που μπορούν να οδηγήσουν στην οικολογική κρίση. Επιβεβαιώνει την ύπαρξη δύο σφαιρών της πραγματικότητας: της υπερφυσικής και της φυσικής μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση που δείχνει ότι ο Θεός είναι ουσιαστικά παρών στη δημιουργία. Ωστόσο, εάν ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός» είναι δημιουργημένος έξω από τον Θεό. Το «τίποτα» είναι στερητικό του Θεού, δεν υπάρχει φυσική σχέση ανάμεσα στο Θεό και στο τίποτα. Ο Θεός δε μπορεί να είναι ουσιαστικά παρών σε κάτι που είναι έξω από το Θεό. Ο Θεός δε μπορεί να είναι παρών στη δημιουργία Του μόνο επειδή Αυτός δημιούργησε τη δημιουργία. Η δημιουργία θα παραμείνει πρώτη ύλη χωρίς την παρουσία του Θεού, για να είναι σεβαστή ως ιερή δημιουργία του Θεού, την οποία ο Θεός εν ψυχώνει, και αγιάζει.

Εάν υπάρχουν δύο σφαίρες πραγματικότητας που αλληλο-διαπερνώνται, κάθε μια με έμφυτες ιδιότητες που η άλλη δεν έχει, οι νόμοι που αναφέρονται στη μια σφαίρα δεν μπορούν να αναφέρονται και στην άλλη. Επακόλουθο είναι να εμφανίζονται δύο σφαίρες πραγματικότητας. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι μπορούν να κατακτήσουν το φυσικό κόσμο, και να γίνουν το μέσον δια του οποίου κάθε ευλογία μπορεί να μεταφερθεί στη φύση, γιατί η φύση χρειάζεται τη μεσολάβηση του ανθρώπου για να δεχθεί την παρουσία του Θεού. Αγκαλιάζοντας μια παρόμοια κοσμολογία και επιβεβαιώνοντας τη «δημιουργία εκ του μηδενός» η εκκλησία έχει ευθύνη για την από-ιεροποίηση της δημιουργίας.[6] Εάν ο Θεός υπάρχει πέρα από τη δημιουργία, όχι χώρια από τη δημιουργία, και είναι παρών στο χωροχρόνο, εάν εν τω Θεώ όλα τα δημιουργημένα όντα υπάρχουν, εάν ο Θεός είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» τότε τι είναι το «μηδέν» ένα κενό έξω από το Θεό; Το να μιλάμε για την πανταχού παρουσία του Θεού και συγχρόνως για κενότητα είναι παράδοξος δυισμός.

Οι Ανατολικοί Πατέρες της Εκκλησίας ανακεφαλαίωσαν τις εσφαλμένες αντιλήψεις για τη δημιουργία των Επικούρειων φιλοσόφων, για την αυτό-δημιουργούμενη ύλη, για το δημιουργό των Γνωστικών φιλοσόφων, και για την πλατωνική προϋπάρχουσα ύλη. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποίησαν τον όρο «δημιουργία ἐξ οὐκ ὄντων» που σημαίνει δημιουργία στην ύπαρξη από τη ‘μη-ύπαρξη’. Το Ὄν και τα Ὄντα υπάρχουν τώρα σε αντίθεση με ότι υπήρχε στο παρελθόν ή θα υπάρξει στο μέλλον, όπως και σε αντίθεση με τα ‘μη-όντα’ δηλαδή με ότι δεν υπάρχει.[7] Ὄν κατά τον Παρμενίδη, τον πρώτο φιλόσοφο που  συζήτησε το θέμα ‘οντότητα’ είναι ότι υπάρχει στην πραγματικότητα. Ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ένα ‘μὴ ὄν’.[8] Και μὴ ὄν και οὐκ ὄν κατά τον Παρμενίδη σημαίνει μη-ύπαρξη. Οι προθέσεις ‘μὴ’ and ‘οὐκ’ κάνουν τη διαφορά στα ‘μὴ ὄντα’ and ‘οὐκ ὄντα΄ αλλά και οι δύο εκφράζουν αντίστοιχο νόημα.

Ο Θεόφιλος γράφει ότι ο Θεός από ότι δεν υπάρχει δημιουργεί ότι επιθυμεί «ἐξ οὐκ ὄντων ποιῇ ὅσα βούλεται».[9] Συναντούμε επίσης τη φράση: «τὰ πάντα ὁ  Θεός ἐποίησεν ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι».[10] Σύμφωνα με τον Θεόφιλο ο Θεός δημιούργησε όλα τα όντα στην ύπαρξη από όντα που δεν υπήρχαν. Η φράση «ἐξ οὐκ ὄντων» θα μπορούσε να αναφέρεται στο εδάφιο Ρωμαίους 4.17 όπου συναντούμε μια φράση που σχετίζεται με τη δημιουργική δραστηριότητα του Θεού: «θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα». Το εδάφιο αυτό θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο εδάφιο Ησαΐας 48.13 το οποίο μας κατευθύνει πίσω στη δημιουργία: «ἡ χειρ μου ἐθεμελίωσεν τὴν γῆν, καὶ ἡ δεξιά μου ἐστερέωσε τὸν οὐρανόν. Καλέσω αὐτοὺς, καὶ στήσονται ἅμα, καὶ συναχθήσονται πάντες».[11]

Δημιουργία «ἐξ οὐκ ὄντων» σημαίνει ότι η δημιουργία πηγάζει από τη θέληση του Θεού να δημιουργήσει. Το μυστήριο της ἐκ του μη ὄντος δημιουργίας αποτελεί ρήγμα στη μυθική και φιλοσοφική σκέψη, η οποία γνωρίζει αποκλειστικά δημιουργία από την ουσία των κάθε λογής όντων. Το μηδέν όμως είναι ανύπαρκτο, σημαίνει απουσία αριθμού ή όντος. Η θεολογία δέχεται το φιλοσοφικό αξίωμα ότι τίποτα δεν προκύπτει από το ‘τίποτα’. Τα πλάσματα έγιναν από το Θεό μέσω της βουλητικής Του ενέργειας.[12] Αυτή η κατανόηση βάζει ολάκερο το σύμπαν στην ατελείωτη, αδάπανη, αεικίνητη θεία απειρότητα. Η άποψη της διαρχικής φιλοσοφίας, ανατρέπεται από την αντίληψη της ἐκ τοῦ μὴ  ὄντος δημιουργίας.[13] Ο Δημιουργός και τα δημιουργήματα διαφοροποιούνται. Η ύπαρξη των δημιουργημάτων χωρίς την απόλυτη εξάρτησή τους από την φροντίδα του δημιουργού είναι αδιανόητη. Οι Πατέρες ξεχωρίζουν τον Άκτιστο από τα κτίσματα, το Δημιουργό από τα δημιουργήματα. Δίνουν έμφαση στις αμοιβαίες σχέσεις τους λόγω των βουλητικών ενεργειών Του Άκτιστου, από τον οποίο τα κτίσματα εξαρτώνται. Η κτίση είναι επομένως η υλοποιημένη βούληση του Θεού, το αποτέλεσμα της βούλησης του Θεού.[14] Οι σχέσεις από τις οποίες η δημιουργία εξαρτάται, όπως και η βούληση του Θεού δεν παραπέμπουν σε προϋπάρχουσα ύλη, ούτε σε δημιουργία εκ του μηδενός.

Σχολιάζοντας το εδάφιο Γένεσις 1.2 ο Θεόφιλος εκτυλίσσει την πρόοδο της δημιουργίας από το Πνεύμα το οποίο ενωμένο με το νερό ζωοποιεί και τροφοδοτεί τη δημιουργία. Η ύλη δεν προϋπήρχε. Αυτό είναι σαφές ήδη στο πρώτο βιβλικό εδάφιο: «Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.» Ο Ειρηναίος ανατρέπει την επιχειρηματολογία των Γνωστικών.[15] Καταρρίπτει τις διαδοχικές εκπορεύσεις του Θεού των γνωστικών που διαιρούν και υπερβαίνουν την Ολότητα του Θεού, και υπερασπίζεται την απλότητα του Θεού. Παραθέτοντας το εδάφιο κατά Ιωάννην 1.3 «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν» διαγράφει κάθε μεσολάβηση μεταξύ Θεού και δημιουργίας. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο δεν είναι η «Πληρότητα» πέρα από το Δημιουργό αλλά η «Πληρότητα» του Δημιουργού που περικλείει τα πάντα. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τις ρίζες μιας οικολογικής παν-εν-θεϊστικής κοσμοθεώρησης.[16] Στο έργο του Μ. Αθανασίου Περί Ενανθρωπήσεως, διαβάζουμε ότι: «ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποίηκε διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου.»[17] Ο Θεός μας δημιούργησε «ἐξ οὐκ ὄντων» και μας πρόσφερε με τη Χάρη του λόγου μια ζωή που αντιστοιχεί με το Θεό.[18] Στην προς Εβραίους 11.3 διαβάζουμε: «Πίστει νοοῦμεν καταρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὸ βλεπόμενον γεγονέναι». Ο Αθανάσιος και ο Παύλος ανατρέπουν το επιχείρημα της ‘δημιουργίας εκ του μηδενός’.

Σύμφωνα με το Χρυσόστομο άτομο που δεν πιστεύει στο Θεό ρωτά: Πώς μπορεί να δημιουργηθεί οτιδήποτε «ἐξ οὐκ ὄντων». Ο Χρυσόστομος απαντά: Με ρωτάτε πώς θα μπορούσε οτιδήποτε να δημιουργηθεί «ἐξ οὐκ ὄντων», όμως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από χώμα. Πώς θα μπορούσε από χώμα να δημιουργηθεί σάρκα; Όταν τρώμε ψωμί, πώς το ψωμί μετατρέπεται σε αίμα μέσα μας; Δεν είστε σε θέση να βρείτε την αιτία λόγω της οποίας το φαγητό συνεχώς μετασχηματίζεται και αναζητάτε από μένα απαντήσεις για τη δημιουργία του Θεού; Ο Χρυσόστομος εδώ αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπου να κατανοήσει την πραγματικότητα, την αιωνιότητα και την ακατάληπτη δύναμη του Θεού.[19]

Η πράξη της δημιουργίας είναι η διαφοροποίηση της μορφής όλων των όντων από τα αδιαφοροποίητα, ακατάληπτα βάθη του Θεού. Το ‘μηδέν’ που αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα είναι η λανθάνουσα κατάσταση των όντων πριν τη διαφοροποίηση, στη μη-αποκαλυμένη δυναμικότητα του Θεού. Η δημιουργία δεν είναι το ξεχώρισμα ή η προβολή ενός κόσμου πέρα από το Θεό, ή πλατωνική εκπόρευση αλλά φανέρωση του Θεού. Κάθε δημιουργημένο ον είναι ον στη θεία αδημιούργητη και στη δημιουργημένη διάσταση. Το πνεύμα δεν υπάρχει χωρίς ύλη, ούτε η ύλη χωρίς πνεύμα.[20] «Καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γένεσις 1.2β). με τη λέξη ‘ἐπεφέρετο’ οι Σύριοι εννοούν ότι το πνεύμα φρόντιζε τα ύδατα όπως ένα πουλί σκεπάζει τα αυγά με το σώμα του μεταδίδοντάς τους ζωτική δύναμη από τη ζωτική θέρμη της. Το Πνεύμα που ‘ἐπεφέρετο’ ως πηγή ζωής στη δημιουργία και ως δεσμός ζωής για να προάγει τη γονιμότητα της δημιουργίας, ετοίμαζε τα ύδατα για να παράγουν ζωντανά όντα.[21] Δημιουργεί ὄντα από οὐκ ὄντα, ζωή από μη-ζωή, ύπαρξη από μη-ύπαρξη, θάλπει τα ύδατα για να παράγουν ζωντανά όντα, ψυχές ζῶσες, όχι μόνο ανθρώπινες «ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς… ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα… καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν… ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος» Γένεσις 1.20-24.

Η φύση αποκαλύπτει τη διαλεκτική της ενότητας στις αντιθέσεις. Ο Θεός και η δημιουργία σχετίζονται με διαφορές και ομοιότητες. Η λογική της ενότητας στο δυϊσμό του πνεύματος και της φύσης είναι η μη-δυϊστική πνευματικότητα που ενώνει την ομοιότητα και τη διαφορά. Ο κόσμος των φαινομένων είναι φανέρωση, αυτό-φανέρωση του Θεού με την οποία ο Θεός κάνει γνωστό τον εαυτό του στη δημιουργία και αναγνωρίζεται από τη δημιουργία.[22] Μια συνήθης πατερική κατανόηση είναι ότι ο Θεός εικονίζεται σε όλη τη δημιουργία.[23] Η κατανόηση αυτή θεμελιώνεται στο εδάφιο: «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους» Ρωμαίους 1.20. Ως εικόνα του θείου πρωτότυπου κάθε τι κάθε δημιουργημένου όντος μετέχει στο πρωτότυπο. Δεν το λατρεύουμε, το γνωρίζουμε ως ιερό.[24] Το να αναγνωρίσουμε το ‘μηδέν’ από το οποίο ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο ως τα αδιαφοροποίητα βάθη του Θεού, δεν σημαίνει ότι καταλήγουμε σε παν-θεϊσμό που συγχέει το Θεό με τον κόσμο ή ότι οι δύο ιδέες είναι εναλλακτικές κατανοήσεις. Η διάκριση μεταξύ των δύο κατανοήσεων παραμένει. Δημιουργία είναι αυτό που ο Θεός δημιουργεί, η δημιουργία δεν είναι ο Δημιουργός.

Δεν μπορούμε να κερδίσουμε αληθινή γνώση θρυμματίζοντας τα όντα για να τα γνωρίσουμε. Η αληθινή γνώση δε μπορεί να σχηματοποιηθεί σε νόμους όπως του  Νεύτωνα, σα να είμαστε δεσμευμένοι στη γη με μηχανιστικές δυνάμεις που μας ωθούν. Η ανθρωπότητα δε μπορεί να κερδίσει θεμελιακή γνώση, χωρισμένη από την Αρχή της το Θεό, που την έφερε στην ύπαρξη. Οι χριστιανοί δέχονταν δύο σφαίρες αλήθειας που αντικατέστησαν στις συνειδήσεις τους την ολιστική κατανόηση της πραγματικότητας. Η Σοφία του θεού αναφερόταν σε μία σφαίρα της πραγματικότητας και οι φυσικές επιστήμες σε άλλη σφαίρα. Η διχοτόμηση αυτή οδήγησε στην υποτίμηση της δημιουργίας που αντιμετωπιζόταν σαν άψυχη και έξω από το Θεό. Κατά τη γνώμη μου, η δυϊστική κατανόηση της δημιουργίας υποκρύπτεται πίσω από όλους τους δυϊσμούς που σήμερα οι θεολόγοι προσπαθούν να εντοπίσουν και να αντικρούσουν. Οι Ανατολικοί Εκκλησιαστικοί Πατέρες προσφέρουν μια κοσμολογία όπου ‘μηδέν’ δε σημαίνει στέρηση κάθε ιδιότητας, ή μια αρνητική τάξη, αλλά μια θετική τάξη που δηλώνει την απουσία του χωροχρόνου, της ύλης και των όντων. Η δημιουργία «ἐξ οὐκ ὄντων» αναφέρεται σε ότι εν Θεώ είναι αμορφοποίητο, χωρίς ταυτότητα, πέρα από την ικανότητά μας να το συλλάβουμε και είναι αποφατικά αντιληπτό ως τα απύθμενα, ασύλληπτα βάθη των αδημιούργητων δυνατοτήτων του Θεού, τα «οὐκ ὄντα» από τα οποία κάθε τι απορρέει.[25] Το «πριν» σχετικά με τη δημιουργία αναφέρεται στις προ-οντολογικές θείες σφαίρες. Η δημιουργία έχει αρχή και πηγή ύπαρξης που είναι η δημιουργική δύναμη του Θεού.

Όταν ο Αθανάσιος συζητά τη δημιουργία «ἐξ οὐκ ὄντων» αναφέρεται στη δημιουργία και στην αναδημιουργία εν Χριστώ, τω Λόγω: Η παράβαση της εντολής οδήγησε την ανθρωπότητα προς τα πίσω καθώς δημιουργήθηκε «ἐξ οὐκ ὄντων» σε «ὄντα». Η ενσάρκωση του Λόγου προϋποθέτει τη δημιουργία δια του Λόγου. Ο Θεός προσφέρει στη δημιουργία τη σωτηρία δια του Λόγου δια του οποίου την έφερε στην ύπαρξη:

τὴν ταύτης ἀνακαίνισιν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν δημιουργήσαντος Λόγου… δι᾿ οὗ ταύτην ἐδημιούργησεν ὁ Πατήρ, ἐν αὐτῷ καὶ τὴν ταύτης σωτηρίαν εἰργάσατο.[26]

Η πατερική αντίληψη της δημιουργίας «ἐξ οὐκ ὄντων» ανατρέπει και αναιρεί το δυϊσμό που διαχωρίζει τον πνευματικό από τον υλικό κόσμο, την ψυχή από τη σάρκα, το πνεύμα από την ύλη.

 


[1] Chris Clarke, Living in Connection, (Warminster: Creation Spirituality Books, 2002) pp.239,33.

[2] Ρωμαίους 1.25.

[3] Πανεπιστημιακές παραδόσεις Μητρoπολίτη Ι. Ζηζιούλα,: «To δόγμα περί δημιουργίας»:  όπως λέει ο Πλάτωνας στον “Τίμαιο”, ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός είναι ο καλύτερος που μπορούσαμε να έχουμε, αλλά όχι ο τέλειος γιατί ανθίστατο, και ο χώρος και η ύλη με τους νόμους τους στην προσπάθεια του Δημιουργού να φτιάξει το τέλειο βάσει των ιδεών. Ο ιδεατός είναι ο κόσμος των ιδεών, όχι αυτός που βλέπουμε αλλά ο απόλυτα τέλειος. http://oodegr.com/oode/dogmat1/E1.htm#3 Πλάτων, Τίμαιος.

[4] Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, Βιβλίον Γ΄.

[5] Philip Sherrard, Christianity Lineaments of a Sacred Tradition, (Brookline, Massachusetts: Holy Cross Orthodox Press, 1998), pp.233-5.

 

 

 

[6] Ibid, pp.234-8.

[7] Henry Liddell and Robert Scott, ‘ὄντα’ Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τ. 3 Λ-Π, (Εν Αθήναις: Τυπογραφείο Α. Κωνσταντινίδη, 1902), σελ.325.

[8] Θ. Πελεγρίνης, ‘Ὄν’, Λεξικό Φιλοσοφίας, (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004), σελ. 433-4.

[9] Θεοφίλου προς Αὐτόλυκον, Βιβλίον B’, κεφ 4, PG τ. 6, 1051.

[10] Θεοφίλου προς Αὐτόλυκον, Βιβλίον Α’, κεφ. 4, PG τ. 6, 1050. 

[11] William Hendriksen, New Testament Commentary Romans, Grand Rapids Michigan, Baker Books House, 1980, 1981, p.158.

[12] Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ, (Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, 1997), σελ.155-161.

[13] Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, PG 29,33B.

[14] Ηλία Β. Οικονόμου, Θεολογική Οικολογία Θεωρία και Πράξη, (Αθήνα: Δ. Μαυρομμάτη, 1994), σελ.57.

[15] Σύμφωνα με τους μύθους που αφηγούνταν οι γνωστικοί, στο απώτατο παρελθόν ο αληθινός Θεός απέκτησε θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι αποκαλούνταν «Αιώνες»), διαδοχικές εκπορεύσεις του στο πλαίσιο μίας μεταφυσικής ιεραρχίας οι οποίες κατά ζεύγη, παρήγαγαν δικούς τους απογόνους.

[16] Catherine Keller, Face of the Deep, (London and New York: Routledge, 2003), pp.49-51.

[17] Παν. Κ. Χρήστου (επόπτης), Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Μ. Αθανασίου Έργα, Περί Ενανθρωπήσεως, ‘Α΄ 1. 3. (Θεσσαλονίκη: Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1973), σελ. 234.

[18] Ibid,, 5, 5-8, σελ.238.

[19] ‘Στή Γένεση’, Λόγος Πρῶτος, σὲ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔργα Τόμος Ἕβδομος ἐρμηνευτικὰ (Β’), (Ἀθῆναι: «Ὁ Λόγος», 1972), σελ.124-5.

[20] Sherrard, Christianity Lineaments of a Sacred Tradition, p.241.

[21] Mark I. Wallace, Finding God in the Singing River-Christianity, Spirit, Nature, (Minneapolis Fortress Press, 2005), p.44.

[22] Sherrard, Christianity Lineaments of a Sacred Tradition, p. 241. A classical passage in theology is one from Maximus the Confessor, To Thalassius, on Various Difficulties 13, PG 90, 296B.

[23] Anestis K. Keselopoulos, Man and the Environment, (Crestwood, New York: St Vladimir’s Seminary Press, 2001), p.22.

[24] Sherrard, Christianity Lineaments of a Sacred Tradition, pp.240-2.

[25] Ibid,, pp.229-39.

[26] Παν. Κ. Χρήστου (επόπτης), Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Μ. Αθανασίου Έργα, 1 Απολογητικά, Λόγος Β΄ ‘Περί Ενανθρωπήσεως’, 1. (Θεσσαλονίκη: Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1973), σελ. 228, 15-20.

Comments are closed.