Παλιοί Ύμνοι

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι παλιοί ύμνοι, σαν το παλιό κρασί, σε σύγκριση με τους σημερινούς είναι πιο ωραίοι, πιο εκφραστικοί, πιο λυρικοί. Να μερικοί από αυτούς:

 

Πόσον αγαπητοί, Θεέ του ουρανού

οι επί γης ναοί της παρουσίας Σου…

Καθώς η χελιδών ευρούσα φωλεάν

καθώς και η τρυγών αισθάνεται χαράν

ομοίως και εγώ ποθώ εν οίκω Σου να κατοικώ.

 

Απέραντος κάμπος, χωράφια πολλά

με στάχυα που γέρνουν βαριά…

 

Να τα κύματα που φτάνουν στη στεριά

πως μιλούν, πώς βογκούν…

 

Ο ήλιος, να, απ’ τα βουνά ξυπνά και μας χαμογελά

Η νύχτα πια φεύγει γοργά κι η μέρα να, μας χαιρετά…

 

Όπως το ελάφι πάντα, μέσα στα βουνά ποθεί

τρέχοντα νερά για να βρει και μ’ απόλαυση να πιει

 

Στον κήπο καθώς περπατώ κι η δροσιά τα λούλουδα ραίνει, μια γλυκιά φωνή γύρω μου ηχεί, να, ο Χριστός διαβαίνει.

 

Η επιλογή αυτών των 175 ύμνων έγινε από τα υμνολόγια:

  • ΥΜΝΟΛΟΓΙΟ, έκδοση 1995 της Γενικής Συνόδου

της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

  • ΜΕΛΩΔΙΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΝ.
  • ΥΜΝΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ Προς χρήσιν των Αποστολικών

Εκκλησιών της Πεντηκοστής έκδοση 1970.

  • ΩΔΕΣ ΠΙΣΤΩΝ, Άγγελου Δαμασκηνίδη,

έκδοση 1956 Ο ΛΟΓΟΣ.

 

Είναι με αλφαβητική σειρά

(τα περιεχόμενα στο τέλος).

Με ορθογραφία στην απλή καθαρεύουσα οι παλιότεροι

και στη δημοτική του Άγγελου Δαμασκηνίδη.

Με πλάγια γράμματα η Επωδός.

 

Μερικοί από αυτούς

 

  1. Αεί ας έχω καθαράν καρδίαν ω Θεέ

Ίνα αινώ Σε με χαράν κι ενθέρμως αγαθέ

 

Καρδίαν άδολον, αγνήν, πραείαν, ευπειθή

Δια ν’ ακούη Σην φωνήν και να ακολουθή

 

Καρδίαν αγνισθείσαν νυν με αίμα του Χριστού

Ειλικρινή και ταπεινήν ομοίωμα Αυτού

 

Καρδίαν νέαν εντελώς κενήν αμαρτιών

Και ελευθέραν παντελώς εκ στοχασμών κακών

 

Έστω δε αύτη ιερός ναός του Λυτρωτού

Και θρόνος του Θεού Πατρός των πάντων Ποιητού

 

 

  1. Αινέσωμεν, πιστοί, τον Ύψιστον Θεόν

Δεσπότην ουρανού και γης, τον κραταιόν

Ενώπιον Αυτού το γόνυ ταπεινώς

ας κλίνωμεν εν προσευχή νυν ευλαβώς

 

Αγγέλων στρατιαί Σε, Πλάστα, ανυμνούν

τον φωτοβόλον θρόνον Σου περικυκλούν.

Θαρρών εις τον Χριστόν προσέρχομαι κι’ εγώ

Το Όνομά Σου, Ύψιστε, δοξολογών.

 

Πατήρ των οικτιρμών εδείχθης, ω Θεέ,

εκπέμψας τον Μονογενή διά εμέ.

Αυτός εις τον σταυρόν βαστάσας την οργήν

εξήλειψε πταισμάτων μου την ενοχήν.

 

Το Πνεύμα το Σεπτόν αφθόνως δίδεις Συ

εις τον αιτούντα ταπεινώς εν προσευχή.

Παρέχεις δι’ Αυτού, φως, άνεσιν, ζωήν,

χαράν ακένωτον, ισχύν πνευματικήν.

 

Ως υπερθαυμαστά, Θεέ, τα δώρα Σου!

Ανέκφραστος η προς ημάς αγάπη Σου.

Σοι πρέπει έπαινος και πάσα η τιμή,

Πατρί, Υιώ και Πνεύματι, νυν και αεί.

 

3. Άκουσον τι λέγει ο Κύριός μου

Ποίος θα υπάγει δι’ ημάς;

Ποίος θα υπάγει στον αγρόν μου

ίνα εργασθή διά ψυχάς;

 

Λάλησον, Σώτερ μου,

Λάλησον κι ιδού ειμί εγώ

Πρόθυμος, Σώτερ μου,

Θέλημα το Σον να εκτελώ

 

Όταν άνθρακες πυρός αγίου

του προφήτου χείλη ήγγισαν

ήκουσεν ευθύς φωνήν Κυρίου

κι ενεφώνησεν «ιδού εγώ».

 

Πλήθος άπειρον στην αμαρτίαν

αποθνήσκουσιν άνευ Χριστού.

Σπεύσε σήμερον με προθυμίαν

και ειπέ «ιδού ειμί εγώ».

 

Μετ’ ολίγον θέρος θα παρέλθη

τώρα είν’ καιρός του θερισμού.

Ο χειμών αφεύκτως θέλει έλθη

σπεύσον τώρα στον αγρόν Αυτού.

 

  1. Αμαρτίαι σου αν είναι ερυθραί ως κόκκινον

Αμαρτίαι σου αν είναι ερυθραί ως κόκκινον

Ιδού αυταί θέλουν γίνη λευκαί ως χιών

Αμαρτίαι σου αν είναι ερυθραί ως πορφυρούν

Θέλουν γίνει ως χιών, ως μαλλίον το λευκόν.

 

Ο Πατήρ νυν προσκαλεί σε εις το έλεος Αυτού

Ο Πατήρ νυν προσκαλεί σε εις το έλεος Αυτού

Αμαρτίας σου να πλύνη μ’ αίμα του Χριστού

Ο πατήρ νυν προσκαλεί σε αμαρτίας σου να πλύνη

Εις το αίμα του Χριστού, ρεύσαν εκ πλευράς Αυτού.

 

Άκουσον τι ψιθυρίζει του Χριστού φωνή προς σε

Άκουσον τι ψιθυρίζει του Χριστού φωνή προς σε

Στρέψον ιδέ, εσταυρώθην δια σε θνητέ

Άκουσον τι ψιθυρίζει με αγάπην ο Σωτήρ σου

Εσταυρώθην δια σε, ω, αμαρτωλέ, ελθέ.

 

 

  1. Αιφνιδίως πώς παρήλθεν  έτος έτερον, βροτοί;

Νυν δε άλλο επανήλθεν, κι ημείς χαίρομεν προς τι;

Ότι ήλθομεν αισίως εις το τέλος κ’ υγιείς;

Πλην το λήξαν έτος ποίος έζησεν ως ευσεβής;

 

Αν παρήλθε, δεν ερρίφθη εις την λήθην παντελώς,

αλλ’ εις τ’ ουρανού εγράφη τα βιβλί’ επιμελώς.

Έτι άπαξ όμως πάλιν συ θα το ενθυμηθής

την ημέραν την μεγάλην όταν μέλλεις να κριθής.

 

Ο Κριτής τότε θα φέρη όσα έπραξας εις φως

και τον χρόνον και τα μέρη θέλει δείξει ακριβώς.

Πάντα θα αποκαλύψη όταν θέλουν ανοιχθή

τα βιβλία. Δεν θα κρύψη έργα σου τα απεχθή.

 

Όθεν εις το νέον έτος ως εις χάρτην τον λευκόν

Ω, ας γράψωμεν εφέτος ό,τι χριστιανικόν.

Με μετάνοιαν και πίστην και αγάπην ακραιφνή

και ελπίδα εις τον Πλάστην ας διάγωμεν αγνοί.

 

Ας αρχίσωμεν το νέον έτος άνευ δισταγμών

μετά νέων και αγίων αισθημάτων και σκοπών.

Με καρδίαν όλως νέαν ας λατρεύσωμεν Αυτόν

και ας κάμωμεν βεβαίαν νυν την εκλογήν ημών.

 

 

 

  1. Αναστάσεως ημέρα,  η μεγάλη και σεπτή

ανατέλλει λαμπροτέρα, ευφρανθώμεν εν αυτή.

Χαίρε Πάσχα ιερόν, Πάσχα μέγα και σεπτόν.

Χαίρε Πάσχα ο Χριστός!  Ο ενσαρκωθείς Θεός!

 

Πύλας άδου αφανίσας έλυσας τους εν δεσμοίς

και τον θάνατον πατήσας Συ ανέστης νικητής.

Χαίρε, ζωηφόρος Συ, των πιστών Σου η ζωή.

Θριαμβεύεις κραταιώς, ο ενσαρκωθείς Θεός.

 

Φόρον ταπεινής καρδίας  αναπέμπομεν Σοι νυν.

Της πνευματικής λατρείας δέξαι Σώτερ την οσμήν.

Δέξαι τέκνων Σου ευχάς λυτρωθέντων της αράς,

Χαίρε Συ του κόσμου Φως, ο ενσαρκωθείς Θεός.

 

 

  1. Άραγε είσαι Χριστιανός, άγιος, δίκαιος, ταπεινός,

όσιος, πράος και ευπειθής, άδολος, τίμιος κι αληθής;

 

Εάν δεν είσαι, τώρα γενού. Ζήτησον τούτο παρά Θεού.

Αυτός θ’ ακούση σην προσευχήν και θ’ απαλείψη σην ενοχήν

 

Συ εβαπτίσθης νήπιον ών μόνον εν ύδατι πιθανόν.

Αλλ’ εβαπτίσθης με το Σεπτόν Πνεύμα το θείον ζωοποιόν;

 

Ήδη καλείσαι Χριστιανός αλλ’ είσαι πράγματι και αγνός,

αγνός το πνεύμα, τους λογισμούς, την τε καρδίαν και οφθαλμούς;

 

Διά του Πνεύματος του Θεού ανεγεννήθης του Κραταιού;

Και η καρδία η ρυπαρά μεταβληθείσα είν’ καθαρά;

 

Φέρεις το όνομα του Χριστού και την εικόνα φέρεις Αυτού;

Εν Αυτώ είσαι κτίσις καινή και η λατρεία σου είν’ τρυφή;

 

 

  1. Αν θέλης τώρα ν’ απολυτρωθής,

βλέψον εις τον Αμνόν

Για να σε σώση ήλθεν επί Γής, βλέψον εις τον Αμνόν

 

Βλέψον εις τον Αμνόν, βλέψον εις τον Αμνόν

Ω, θα λυτρώση και θα σε σώση, βλέψον εις τον Αμνόν

 

Αν θλίψεις φόβοι τώρα σ’ απειλούν, βλέψον εις τον Αμνόν

Μη δειλιάσης, δεν θα σε νικούν, βλέψον εις τον Αμνόν

 

Αν στην ζωήν σου δυσκολεύεσαι, βλέψον εις τον Αμνόν

Κι αν ασθενήσης πάλιν έλπιζε, βλέψον εις τον Αμνόν

 

Μη φοβηθής την λύσσαν του εχθρού, βλέψον εις τον Αμνόν

Χαρά ή λύπη, ο Χριστός παντού, βλέψον εις τον Αμνόν

 

 

  1. Από ρυπαρών χειλέων από βδελυράς καρδίας

Από ακαθάρτου γλώσσης και ψυχής εσκοτισμένης

Δέξαι δέησιν Χριστέ μου, ελεήμων Λυτρωτά μου

 

Δος τελείαν παρρησίαν αμαρτίας μου να δείξω

Κι όλην την αναισχυντίαν από Σου μη αποκρύψω

Μάλλον δε και δίδαξον με τι να είπω τι να πράξω

Βλέπεις των κακών το πλήθος βλέπεις και τα τραύματα μου

Και τους μώλωπας μου βλέπεις και νοείς τους στεναγμούς μου

Πλην γνωρίζεις και την πίστιν της ψυχής της τεθλιμένης

 

Νυν καθάρισον με Σώτερ άφες μοι τα κρίματα μου

Σπόγγισε τα δάκρυα μου και γαλήνην δώρησε μοι

Κοινωνόν δε του φωτός Σου και της δόξης ποίησον με.

 

  1. Άραγε προσήλθες συ προς τον Χριστόν;

Ερραντίσθης με αίμα Αυτού;

Την ψυχήν σου έδωκας ποτέ σ’ Αυτόν να αγνίση με αίμα Αυτού;

 

Ερραντίσθης ποτέ με το αίμα του θείου Αμνού;

Η στολή σου άρα έγεινε λευκή εις το αίμα Αμνού του Θεού;

 

Μένεις άρα πάντοτε παρά Χριστώ; Ερραντίσθης με αίμα Αυτού;

Εύρες ησυχίαν παρά τω σταυρώ; Ερραντίσθης με αίμα Αυτού;

 

Όταν ο Νυμφίος έλθ’ εξ ουρανού ίνα λάβη την νύμφην Αυτού

Η ψυχή σου άραγε θα ευρεθή καθαρά με το αίμα Αυτού;

 

Φέρ’ ευθύς καρδίαν σου την ρυπαράν να πλυθή εις το αίμα Αυτού

Ο Χριστός σηκώνει όλην την αράν και σε πλύνει με αίμα Αυτού.

 

 

  1. Αφ ότου ειρήνη την εμήν οδόν

ενέπλησεν επί της γης

αν θλίψεις επέλθουν δειναί σωρηδόν,

η ψυχή όμως είν’ ασφαλής.

Ασφαλής, ασφαλής. Η ψυχή όμως είν’ ασφαλής

 

Αφού την εμήν αμαρτίαν, Χριστέ, προσήλωσας επί σταυρού

το βάρος αυτής αφηρέθ’ απ’ εμού κι ευγνωμόνως αινώ, Ιησού.

Ευγνωμόνως, αινώ. Ευγνωμόνως αινώ, Ιησού.

 

Δι’ ό εις εμέ το ζην έστί Χριστός ουδόλως δεν θα δειλιώ,

διότι ειρήνην θα δώση Αυτός, είτε ζω, είτε θνήσκω εγώ.

Είτε θνήσκω, εγώ. Είτε ζω είτε θνήσκω εγώ.

 

Την έλευσίν Σου προσδοκώ, Σώτερ νυν.

Ο τάφος δεν είν’ ο ψυχρός

του βίου το τέρμα εδώ εις την γην

αλλά είν΄ ουρανός ο λαμπρός.

Ουρανός, ο λαμπρός. Αλλά είν’ ουρανός ο λαμπρός.

 

129.  Ω, τι τερψίθυμοι ωδαί εν μέσω της Σιών ηχούν!

Τι μελωδία, τι φωναί στους λόφους της νυν αντηχούν

 

Δόξα, ψάλλατε λαοί!  Δόξα, ουρανοί και γη

Ωσαννά, ωσαννά!  Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ

 

Παιδία ψάλλουσιν ιδού, δόξα τω πάντων Βασιλεί!

Να ο Σωτήρ! Κράζουν ομού, άπαντας σώζει κ’ ευλογεί

 

Το όνομα του Ιησού πάσαν ψυχήν χαράς πληροί

Και Ιουδαίου κ’ εθνικού, δι’ ό παν στόμα Τον αινεί

 

Τον Κύριον τε και Υιόν τον του Δαβίδ υμνείτε σεις

Όστις πληροί τον ουρανόν, όστις ανάσσει επί γης.

  1. Ω, τις μακράν εις σκότη της αγνοίας

όπου ψυχαί απόλλυνται φρικτώς

ως άγγελος θα τρέξη σωτηρίας

εις τον Σωτήρα μόνον πεποιθώς;

 

Την εξουσίαν ο Χριστός

παρέχει λέγων σοι ρητώς

«πορευθέντες μαθητεύσατε τα έθνη

κι εγώ μεθ’ υμών θα είμαι».

 

Άπειρα πλήθη νυν ημάς καλούσι,

οπλίται του Χριστού ας σπεύσωμεν.

Αφεύκτως ο Σωτήρ θα βοηθήση

της πλάνης τα δεσμά να λύσωμεν.

 

Προς τι αμαρτωλοί ν’ απολεσθώσιν

αφ’ ού ο Λυτρωτής αυτούς καλεί

κηρύττων ότι λύτρα αποτίσας

παρέχει σωτηρίαν εντελή;

 

Τάχυνον, Κύριε, Συ την ημέραν

καθ’ ήν οι πάντες ύμνους τω Θεώ

θα ψάλλωσι δεχθέντες σωτηρίαν

διά της πίστεως εν τω Χριστώ.

 

 

  1. Απέραντος κάμπος χωράφια πολλά

με στάχυα που γέρνουν βαρειά,

προβάλλουν εμπρός μου και κάποια φωνή

ακούω να με προσκαλεί.

 

Με καλεί για να τρέξω κι εγώ και μες στη δουλειά να βρεθώ

να κάνω μεγάλη κι εγώ θημωνιά απ’ όσα θερίσω σπαρτά.

 

Ο Κύριος στέκει ολόρθος μπροστά με την πονεμένη ματιά

κοιτάζει τον κάμπο και μένα καλεί να τρέξω για κάποια ψυχή.

 

Ανάβουν τα στάχυα βογκούν οι ψυχές

δουλεύουν σκληρά οι θεριστές

μα θα ‘ναι ο ιδρώτας κι ο κόπος γλυκός

αφού μαζευτεί ο καρπός.

 

«Μεγάλος ο κάμπος» μου λέγει ο Χριστός

μα πού ‘ν ο δικός σου αγρός;

Από το χωράφι που σου έλαχε εδώ εγώ περιμένω καρπό».

 

 

  1. Από τον ουρανό ήρθε ο Χριστός μας

το αίμα Του να χύσει στο σταυρό.

και πέθανε στο ξύλο της αισχύνης να βρούμε τη ζωή εσύ κι εγώ.

 

Τι πλατειά, που είναι η αγάπη, που έδειξε για μένα ο Χριστός!

Όσο πιο μικρός είμαι κοντά Του, Ω, τόσο πιο μεγάλος είν’ Αυτός!

 

Άδειασε ολόκληρος, τον εαυτό Του,

το στέμμα Του άφησε, το ένδοξο,

και δέχτηκε στο άγιο Του κεφάλι, το αγκάθινο στεφάνι το πικρό.

 

Ανέβηκε ξανά πάνω στο θρόνο και τώρα έχει δόξα πιο τρανή,

γιατί δεν είναι μόνος στα ουράνια, είναι κι οι λυτρωμένοι Του μαζί.

 

 

  1. Είμαστε εμείς οι οδοιπόροι, οι διαβάτες στη ζωή.

Πάμε για κάποια άλλη χώρα, που δε βρίσκεται στη γη.

 

Είναι η πανένδοξη Σιών, των νέων ουρανών,

η χώρα των πιστών.

Λυτρωμένοι αφήνουμε τη γη και φτάνουν οι πιστοί εκεί.

 

Δεν έχουμε ραβδί στο χέρι, δεν μας γέρνει το κορμί,

της αμαρτίας το φορτιό μας, φέραμε στον Λυτρωτή.

 

Πάντα εμπρός θα προχωρούμε, δεν υπάρχει εδώ σταθμός.

Για μας ανάπαυση θα είναι, μοναχά ο ουρανός.

 

 

  1. Ελάτε νειάτα στον Λυτρωτή

στον σταυρωμένο θριαμβευτή,

που μας χαρίζει ζωή αγνή, αιώνια κι όμορφη

 

Τι χαρά τα νειάτα να βρεθούν

στον Χριστό μ’ Αυτόν ν’ αγωνιστούν

με τη σημαία του Λόγου Του εμπρός να προχωρούν.

 

Ελάτε νειάτα στον Αρχηγό, σαν στρατιώτες Του στο πλευρό.

Μας περιμένει δόξα λαμπρή, νίκη παντοτεινή

 

Όλοι μας γέλασαν φοβερά, μας σπάσαν της ψυχής τα φτερά

Αυτός μονάχα μας μένει πια, ελπίδα και χαρά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α                                Σελίδα.

 

  1. Αεί ας έχω καθαράν καρδίαν ω Θεέ . . . . . . . . . . .       5
  2. Αινέσωμεν, πιστοί, τον Ύψιστον Θεόν . . . . . . . . .       5
  3. Άκουσον τι λέγει ο Κύριός μου . . . . . . . . . . . . . . .        6
  4. Αμαρτίαι σου αν είναι ερυθραί ως κόκκινον . . . . .      6
  5. Αιφνιδίως πώς παρήλθεν έτος έτερον, βροτοί;    7
  6. Αναστάσεως ημέρα, η μεγάλη και σεπτή . . . . . . .       7
  7. Άραγε είσαι Χριστιανός, άγιος, δίκαιος, ταπεινός    8
  8. Αν θέλης τώρα ν’ απολυτρωθής . . . . . . . . . . . . .         8
  9. Από ρυπαρών χειλέων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .         8
  10. Άραγε προσήλθες συ προς τον Χριστόν; . . . . . . .      9
  11. Αφ ότου ειρήνη την εμήν οδόν . . . . . . . . . . . . . .        9
  12. Βαίνω όπως συναντήσω τους οικείους του Θεού   10
  13. Βοήθησον με ν’ αναβώ και στήριξον με να σταθώ   10
  14. Βράχε των αιώνων, ναι, συ εσχίσθης δι’ εμέ . . .       11
  15. Γλυκεία ώρα προσευχής, από μερίμνας με καλείς   11
  16. Γλυκύτερον, ω Ιησού, όνομα δεν υπάρχει . . . . . .      12
  17. Γνωρίζω ότι ο Θεός στην χείρα Του . . . . . . . . . . .      12
  18. Δεν επαισχύνομαι Χριστέ να σε ομολογώ  . . . . . .     13
  19. Διψά νυν η ψυχή μου για ύδωρ ζωντανόν . . . . . .      13
  20. Δράμομεν πάντες οι πιστοί . . . . . . . . . . . . . . . . . .   14
  21. Δότε δόξαν εις τον μεγάλον Θεόν μας . . . . . . . . .       14
  22. Εγγύτερον, Θεέ, επιποθώ . . . . . . . . . . . . . . . . . .         15
  23. Εδόθη εις ημάς Υιός, το δ’ όνομα Αυτού . . . . . . .     15
  24. Εις το έργον το θείον ως δούλος Χριστού . . . . . .      16
  25. Εγερθήτ’ οι σεσωσμένοι όσοι εις τον Αρχηγόν   16
  26. Εν καιρώ δειλίας κράτει με Χριστέ . . . . . . . . . . . .       17
  27. Εν μέσω συγχύσεων και ταραχών . . . . . . . . . . . .      17
  28. Εν μέσω της νυκτός ηχούν τρισένδοξοι ωδαί   18
  29. Εν πόθω θερμώ Σε Χριστέ αγαπώ . . . . . . . . . . . .      18
  30. Εν υψίστοις άγγελοι, τον Θεάνθρωπον Χριστόν   19
  31. Επί των μεγάλων της ζωής δεινών . . . . . . . . . . . .     19
  32. Εξ αγάπης κι ευσπλαχνίας ο Χριστός επί της γης   20
  33. Εξ αγάπης ο πλάστης Θεός . . . . . . . . . . . . . . . .         20
  34. Ερχετ’ ο Κύριος ημών. Ας κάμη με σπουδήν  . . .      21
  35. Ευσεβείς γυναίκαι λίαν ορθριναί . . . . . . . . . . . .         21
  36. Ευφράνθητε λαοί, Χριστός Ανέστη . . . . . . . . . . .        22
  37. Ευφράνθητι ω θύγατερ Σιών . . . . . . . . . . . . . . . .        22
  38. Ζωήν χάριν εμού προσέφερας Χριστέ . . . . . . . . .      23
  39. Η πίστις μου εις Σε ερείδεται Χριστέ αμνέ Θεού . . .            23
  40. Ήκουσα την Σην ω Χριστέ φωνήν . . . . . . . . . . . . . . 24
  41. Η νυξ εγγίζει, σκότος προχωρεί.   . . . . . . . . . . . . . .  24
  42. Ήκουσαν πτωχοί ποιμένες ουρανίαν στρατιάν . . . .            25
  43. Θεέ τα Χερουβείμ μετά των Σεραφείμ . . . . . . . . . . .  25
  44. Θεός το φρούριον ημών, ασπίς εν τοις κινδύνοις             25
  45. Θα ψάλλω εν παντί καιρώ περί του Λυτρωτού 26
  46. Θα σε φυλάττει ο Θεός, ω, μη απελπισθής             26
  47. Ιδού λάμπει ο αστήρ, εγεννήθη ο Σωτήρ . . . . . . .                27
  48. Ιδού φέρω τον σταυρόν μου, με χαράν, ω Ιησού             27
  49. Ιησού, οδήγει με εν τω σάλω της ζωής . . . . . . . . .               27
  50. Καθώς ειμί ελεεινός, ουδέν προφασιζόμενος . . . . .            28
  51. Καλός ποιμήν με οδηγεί πώς τούτο με παρηγορεί! 28
  52. Κραυγής εμής εισάκουσον, Χριστέ, ελθέ ω Λυτρωτά 28
  53. Λάβε την εμήν ζωήν Σοι αφιερώ αυτήν . . . . . . . . . . .           29
  54. Λάβε τον Χριστόν μαζί σου όπου και αν μεταβής . . .          29
  55. Λατρεία, τιμή εις τον Πλάστην Θεόν . . . . . . . . . . . . .            30
  56. Λόφοι την Σιών κυκλούσι θεία την τηρεί ισχύς . . . . .          30
  57. Με εν βλέμμα πιστόν επί τον Ιησούν . . . . . . . . . . . .            31
  58. Νυξ ιερά, σιωπηλή, προσδοκά όλ’ η γη . . . . . . . . . . .          31
  59. Όταν αι τρικυμίαι έλθουν και λύπαι με περικυκλούν 31
  60. Ο Κύριος ποιμαίνει με τα πάντα μοι χαρίζει . . . . . . . .         32
  61. Ο Λυτρωτής ήλθεν εξ ουρανού . . . . . . . . . . . . . . . . .            32
  62. Οποίον φίλον εύρηκα, ω, πώς να τον υμνήσω; . . . . .         33
  63. Ο Θεός μου με ποιμένει τας ανάγκας μου πληρεί . . .         33
  64. Όταν Θεέ παρατηρώ την πρόνοιαν την Σην . . . . . . .           34
  65. Όταν θύελλαι του βίου μ’ απειλούσι πανταχού . . . . .          34
  66. Όταν του Χριστού η σάλπιγξ θα ηχεί η τρομερά                  35
  67. Όταν πέραν των αστέρων άνω εις τον ουρανόν 35
  68. Ουδείς των θνητών θα γνωρίζη την ώραν . . . . . . . .           36
  69. Ο Χριστός ότε ήτο εδώ εις την γην . . . . . . . . . . . . . .            36
  70. Ο Χριστός αμαρτωλούς εις μετάνοιαν καλεί . . . . . . .           37
  71. Ο Χριστός με αγαπά, ούτω λέγει η Γραφή . . . . . . . .            37
  72. Πάντα νυν εις τον Σωτήρα ευλαβώς παραχωρώ . . .          37
  73. Πάντα τα έργα Σου, Θεέ, θαυμάζων θεωρώ . . . . . .             38
  74. Περιμένεις δια την επαγγελίαν του Πατρός . . . . . . .            38
  75. Πίστευσον εις τον Σωτήρα, όστις επί του σταυρού             39
  76. Πλησίον Σου Χριστέ να ευρεθώ . . . . . . . . . . . . . . . .             39
  77. Ποθείς να χαίρεις εις Χριστόν αρίθμησον καλώς . . .          40
  78. Πόσον αγαπητοί, Θεέ του ουρανού . . . . . . . . . . . . .             40
  79. Πόσον μέγα εν σοι φίλον έχομεν, ω Ιησού . . . . . . . .           40
  80. Πού, ω οδοιπόρε ξένη πού υπάγεις ιλαρά . . . . . . . .           41
  81. Προβαίνει νυξ σιωπηλή αστέρες τηλαυγείς . . . . . . .           41
  82. Προς Σε ουράνιε αμνέ υψούμεν αίνον εκ καρδίας . . .         42
  83. Προς τι τοσούον μεριμνάς προς τι τόση φροντίς . . . .         42
  84. Πώς ποθώ την παρουσίαν του Σωτήρος εν κρυπτώ 43
  85. Σε αγαπώ Χριστέ νυν υπέρ ποτέ ω Λυτρωτά . . . . . .          44
  86. Σ’ ένα λόφο ψηλά, ναι εστήθη Σταυρός . . . . . . . . . . .           44
  87. Στενώτερον επιποθώ δεσμόν προς τον Θεόν . . . . . .         45
  88. Συν Χριστώ παντού υπάγω ασφαλώς . . . . . . . . . . . .          45
  89. Στηρίζεται η πίστις μου μόνον στο αίμα του Χριστού 46
  90. Σύντροφοι ιδού το σήμα εν τοις ουρανοίς . . . . . . . . .          46
  91. Σώτερ προς Σε ατενίζω, συ έσω μου οδηγός . . . . . .          46
  92. Σωτήρ, ως όνομα σεπτόν, αγγέλων ο χορός . . . . . .           47
  93. Ταλαίπωρος ψυχή ανάπαυσιν ζητείς . . . . . . . . . . . .            47
  94. Τάχυνον δράμε εις τον Χριστόν . . . . . . . . . . . . . . . . 48
  95. Της δόξης Σου οι λατρευταί, ω ύψιστε Δημιουργέ . .          48
  96. Την τιμήν και λατρείαν στον Πλάστην Θεόν . . . . . . .            49
  97. Της εκκλησίας βάσις ο Ιησούς Χριστός . . . . . . . . . . .          49
  98. Της ψυχής μου Λυτρωτά ένδοξε μου Ποιητά  . . . . . .          50
  99. Τις θα δυνηθή ποτέ το της αμαρτίας στίγμα . . . . . . .           50
  100. Του Χριστού οπλίται, βαίνετε εμπρός . . . . . . . . . . . .           51
  101. Τι αναμένεις, φίλε; Προς τι δισταγμός σε κρατεί . . . .          51
  102. Το κήρυγμα του λόγου πανταχού επί της γης . . . . .            52
  103. Το έργον Σου θεέ νυν ζωοποίησον . . . . . . . . . . . . .             52
  104. Τον Ιησούν μου αγαπώ εξ όλης της ψυχής . . . . . . . .          53
  105. Υπάρχει βράχος σκιερός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53
  106. Υπάρχει θύρα ανοικτή δι ης η θαυμασία  . . . . . . . . .           53
  107. Φίλε μη ενδίδης εις τας ηδονάς . . . . . . . . . . . . . . . . .            54
  108. Φωστήρ λαμπρότατε κάλλιστε θείε . . . . . . . . . . . . . .            54
  109. Χαίρε, ω νυξ, νυξ ιερά και θεία . . . . . . . . . . . . . . . . .             55
  110. Χριστέ εν Σοι απέκτησα ειρήνην και χαράν  . . . . . .             55
  111. Χριστιανέ εργάζου ώρα τη πρωινή . . . . . . . . . . . . .             56
  112. Χριστιανέ, ω, θάρρει κι αν ο αγών μακρός . . . . . . .             56
  113. Ψάλλατε νυν το ένδοξον άγγελμα της ζωής . . . . . . .           57
  114. Ω, άσωμεν νυν τω Πλάστη Θεώ . . . . . . . . . . . . . . . . 57
  115. Ω, Βράχε των αιώνων εντός σου ας κρυβώ . . . . . . .           58
  116. Ω, δεύτε πιστοί εν χαρά και θριάμβω . . . . . . . . . . . .            58
  117. Ω Θεέ μη συγχωρήσης από Σου να μακρυνθώ . . . .           59
  118. Ω μη φοβού Χριστιανέ κι αν θύελλαι κροτούν . . . . . .          59
  119. Ω μην αγωνιάς πιστέ ότι κι αν σου συμβή . . . . . . . . . 60
  120. Ω, Δημιουργέ των πάντων, αγαθών Συ χορηγέ . . . .           60
  121. Ω, μήπως δεν Σε αγαπώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .             60
  122. Ω, πώς ποθώ να κείμαι στους πόδας του Ιησού . . . .         61
  123. Ω, σκέψις γλυκεία διαρκώς εν Σοί . . . . . . . . . . . . . . .           61
  124. Ω, Σώτερ Ιησού, ήτο ποτέ καιρός . . . . . . . . . . . . . . .             62
  125. Ω. Σώτερ, υπερέχει αληθώς η Ση αγάπη . . . . . . . . .           62
  126. Ως θαυμαστόν και μέγα τ’ όνομα Σου Θεέ ημών . . .           63
  127. Ω, τι άγγελμα γλυκύ, Αλληλούϊα. . . . . . . . . . . . . . . .             63
  128. Ω, τι λαμπρά στολή, ω, τι ωραία γη . . . . . . . . . . . . . .           64
  129. Ω, τι τερψίθυμοι ωδαί εν μέσω της Σιών ηχούν . . . . .         64
  130. Ω, τις μακράν εις σκότη της αγνοίας . . . . . . . . . . . . .            65

 

  1. Απέραντος κάμπος χωράφια πολλά . . . . . . . . . . . . .           66
  2. Από τον ουρανό ήρθε ο Χριστός μας . . . . . . . . . . . .           66
  3. Είμαστε εμείς οι οδοιπόροι οι διαβάτες στη ζωή . . . .         67
  4. Ελάτε νειάτα στον Λυτρωτή . . . . . . . . . . . . . . . . . .   67
  5. Εμπρός παιδιά με μια καρδιά προς τη νίκη  . . . . . .             67
  6. Έχω έναν σωτήρα που ζει και τώρα εδώ . . . . . . . .             68
  7. Εμπρός πιστοί ας τρέξουμε κατόπιν του Χριστού             68
  8. Ήλθε κάποιος μια νύχτα βαρειά, σκοτεινή . . . . . . . .            69
  9. Η μαύρη νύχτ’ απλώνει τα πέπλα της βαρειά . . . . . .          69
  10. Θέλω ν’ ακούω για Κείνον, πού ‘ρθε για μένα στη γη 70
  11. Κάποιαν αυγούλα, μια γλυκειάν αυγούλα . . . . . . . . .           70
  12. Κουραστήκαμε πια να κοιμόμαστε, φτάνει . . . . . . . .            71
  13. Μέρα χρυσή, πότε θα δω της δόξας σου τον ουρανό         71
  14. Μέσα στους δρόμους της ζωής αυτής τι ψάχνεις;             72
  15. Μιαν άνοιξη προσμένω στον κόσμο για να ρθει . . .            72
  16. Μια ειρήνη βαθιά έχω μέσ΄ στην καρδιά . . . . . . . . .             73
  17. Να, τα κύματα που φτάνουν στη στεριά. . . . . . . . . . .           73
  18. Ξέρω μια χώρα μακρινή, ο κόσμος δεν την έχει δει            74
  19. Ο ήλιος, να, απ’ τα βουνά ξυπνά και μας χαμογελά 74
  20. Όλα είν’ έτοιμα, για σε στρωμένα . . . . . . . . . . . . . .   74
  21. Όλος χαρά για τον Χριστό πάντα θα ψαλμωδώ . . . .           75
  22. Ο Χριστός θέλει να λάμπω στον κόσμο σαν το φως           75
  23. Όπως το ελάφι πάντα μέσα στα βουνά ποθεί . . . . . .          76
  24. Πατρίδα που σε χάϊδευε το κύμα το απαλό . . . . . . .            76
  25. Πέρα απ’ τη δύση, καινούργια μέρα με περιμένει . . .          77
  26. Πνεύμα Θείο περιμένω την πνοή Σου να χαρώ . . . .           77
  27. Προχωρώ μέσα στη νύχτα και το μέλλον αγνοώ . . .           77
  28. Πόσο κοντά μου είν’ ο Χριστός μου . . . . . . . . . . . . .            78
  29. Σαλεύουν δάφνες, δακρύζουν μάτια . . . . . . . . . . . . 78
  30. Σαν σε γαλάζιαν αυγούλα μες στη δροσιά τ’ ουρανού        79
  31. Σ’ ένα λόφο ψηλά στέκει κάποιος σταυρός . . . . . . .            79
  32. Στον κόσμο γύρω τι ζητάς να βρεις; . . . . . . . . . . . . .            80
  33. Στο σταυρό εκεί ψηλά είναι κάποια βρύση . . . . . . . 81
  34. Τι χαρά, είμαι παιδί Θεού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .    81
  35. Το βαρύ το σταυρό Του σηκώνοντας ο Χριστός μου 81
  36. Χαμομήλι ας είμαι στον κήπο Σου . . . . . . . . . . . . . .             82
  37. Χάρις. Τι έργο, γεμάτο αγάπη . . . . . . . . . . . . . . . . .   82
  38. Ω, κάποια μέρα θα ρθει ο Χριστός . . . . . . . . . . . . . . 83
  39. Ω, Κύριε μου, πόσο σε θαυμάζω . . . . . . . . . . . . . . .             83
  40. Ω, μην αγωνιάς πιστέ ό,τι κι αν σου συμβεί . . . . . .             84
  41. Ω, να η στρατιά των πιστών περνά το βουνό . . . . . 84
  42. Ω, πες μου και πάλι για Κείνον που όνομα έχει γλυκύ 85
  43. Ω, πιστέ, προχώρα και μη σταματάς . . . . . . . . . . . . 85
  44. Ω, πώς αγαπώ τον γλυκύ μου Χριστό . . . . . . . . . . .            86
  45. Ω, Χριστέ μου, πώς ποθώ να δουλέψω και εγώ. . . .          86

 

Comments are closed.